Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Η ΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ

H αξιόλογη αποτίμηση της προ­σωπικότητας του ποικίλει τόσο, όσο και το Αττικό κλίμα. Οι σύγχρονοι του «δημοκράτες Αθηναίοι», χωρίς φόβο, άλλα με πάθος και πολλές φορές χωρίς αιδώ, προκα­λούσαν τον φιλόσοφο. Μέχρι και θεα­τρική επιθεώρηση αφιερώνει σ’ αυτόν ο αθυρόστομος Αριστοφάνης (445-385 π.Χ.), που δεν άφηνε σαν «αλογόμυιγα» σε ησυχία ούτε θεούς, ούτε ανθρώπους.

Στις Νεφέλες του, που παίχθηκαν για πρώτη φορά το 423 π.Χ., λαμβάνουμε τις πρώτες πληροφορίες για τον άνθρωπο Σωκράτη, όχι βέβαια κολακευτικές, αφού παρουσιάζει λίγο πολύ τον λαϊκό διδάσκαλο ν’ αεροβατή και χρησιμοποι­εί το δικό του όρο «Νεφελοκοκυγυία» πάντοτε με το γνωστό βιτριολικό του σαρκασμό. Μέσα λοιπόν σ’ αυτή την «Νεφελοκοκυγυία» που δεν είναι άλλο από το «ιοστεφές» των Αθηναίων Άστυ, εμπλέκεται κι ο Σωκράτης από τον αρι­στοκρατικό Αριστοφάνη, ο οποίος τον κατηγορεί ότι δεν διδάσκει τα «πρέπο­ντα» και ότι δεν είναι ηθικός φιλόσοφος άλλα κοσμολόγος, ενώ οι πάντες γνώρι­ζαν ότι ο Σωκράτης ήταν αυτός που θε­μελίωσε την επαγωγική μέθοδο και μαζί με την διαλεκτική του, ουσιαστικά ήταν ο δημιουργός της στροφής από την φυσιοκεντρική σκέψη στην ανθρωποκε­ντρική. Αυτόν λοιπόν τον φτωχό σε υλικά μέσα, πλούσιο όμως σε ήθος, ιδέ­ες και ηρωισμό, λοιδορεί ο Αριστοφάνης κι ανοίγει τον δρόμο για τους μετέπειτα δημόσιους κατηγόρους του κι εννοούμε τους διώκτες του Σωκράτη, ο όποιος ούτε τα σκώμματα, ούτε τα λακτίσματα ανταπέδιδε, άλλα αντιμετώπιζε τους ανταγωνιστές του με λεπτή Αθηναϊκή ειρωνεία.

Την ίδια αντισωκρατική τακτική ακο­λουθεί και ο σοφιστής Αθήναιος στο έργο του «Δειπνοσοφισταί». Στο από­σπασμα 5.55, αποκαλεί το Σωκράτη, όχι όπως το Ιερό Μαντείο των Δελφών που εξαιρετικά τον τιμούσε ως «Σοφώτερον των Ελλήνων», άλλα εντελώς αναίσχυ­ντο, ως «απεχθή, εξυπνάκια, και κερδο­σκόπο σοφιστή». Ποιόν; Τον ανάργυρο κι αφιλάργυρο δάσκαλο, όπως μας τον κληροδότησε ο μαθητής του Πλάτων κι ο απομνημονευματογράφος Ξενοφών, Ο πρώτος στον Φαίδρο κι ο δεύτερος στ’ απομνημονεύματα του.

Βεβαίως, ο καθένας θα μπορούσε να επισημάνη, ότι οι Αριστοφάνειες κατη­γορίες κάτω από την μάσκα της κωμω­δίας, όπως και οι άδικες βολές του Αθη­ναίου στους «Δειπνοσοφιστές», αποτε­λούσαν «πταισματάκια» μπροστά στις στυγερές και μετά δόλου συκοφαντίες που εκτόξευσαν κατά τις ανίερες ώρες της «άδικης δίκης» του Σωκράτη ο Άνυτος, ο Λύκων κι ο Μέλητος. Για την δί­κη αυτή του «Δημοκρατικού» σκοταδι­σμού έχουμε αφιερώσει ειδικό άρθρο στο τεύχος 11-12 του «ΙΧΩΡ».

«Οὐδείς ἑκών κακός». Κανένας άν­θρωπος δεν είναι εκούσια και θελημα­τικά κακός. Πόσο επιεικής είναι αυτή η ηθική αποτίμηση της ανθρώπινης βού­λησης; Δεν δαιμονοποιεί την λειτουρ­γία των ελεύθερων ανθρώπινων επι­λογών οι οποίες πολλές φορές ξεστρα­τίζουν από το νόμο της αρετής.

Πάνω στο σημείο αυτό ο πρόδρομος της ψυχοφιλοσοφίας του βάθους Carl Jung, ρίχνει το ειδικό βάρος στον ανθρώπινο περίγυρο που επιδρά πάνω στην βούληση, στην νόηση και στο συ­ναίσθημα του ενός ανθρώπου που τον ωθεί ως "ολετήρας" σε ολέθριες για τον εαυτόν του και τους συμπολίτες του πράξεις.

Αυτή ή θέση του Σωκράτη μας δίνει το δικαιωμα να τον ονομάσουμε: Σωκράτης ο θεμελιωτής της φιλοσοφίας του βά­θους, δηλαδή της ατομικής φιλοσοφίας του βάθους, όπως ακριβώς οι ψυχολό­γοι ονομάζουν τον Κάρολο Γιούνγκ θε­μελιωτή της ατομικής ψυχολογίας του βάθους.

Η ΕΙΡΩΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ

Κάθε μεγάλος παιδαγωγός, όπως Ο Σωκράτης, χρησιμοποιεί δικές του με­θόδους προκειμένου να διαδώση τα μη­νύματα του, στους μαθητές του. Έτσι ο Σωκράτης χρησιμοποιεί την διαλεκτική - μαιευτική και την ειρωνεία, ως παιδευ­τική μέθοδο.

Αυτή την μοναδική Σωκρατική ειρω­νεία παραχρήμα σχολιάζουμε, στηριζό­μενοι πάνω στην πρωτοποριακή μονο­γραφία του Γρ. Βλαστού. «Σωκράτης: Ειρωνευτής και ηθικός φιλόσοφος». Εκείνος πού πρώτος επισημαίνει την ειρωνεία, αισθανόμενος εσωτερικά στε­νόχωρα και πειραγμένος, ως ευφυής μαθητής, είναι ο Αλκιβιάδης που επιση­μαίνει πικρόχολα ότι, ο διδάσκαλος «διατελεί σε κατάσταση ειρωνείας και περιπαίζει πάντας ανθρώπους, όχι μίαν φοράν, αλλά εις ολόκληρον τον βίον του» (Πλάτωνος Συμπόσιον, 216 ε). Σε άλλο δε σημείο: «Και αυτός (ο Σωκρά­της) ακούσας τα μέγιστα ειρωνικώς απήντησεν» (J. Anton, «Το Διονυσιακό Στοιχείο στους Πλατωνικούς διάλογους», σελ. 22).

Η Σωκρατική ειρωνεία ήταν φυσικό να ενοχλούσε ευαίσθητους συνομιλητές, άλλα, όλοι οι μεγάλοι της Ιστορίας καθοδηγητές είχαν κι αυτοί ιδιόρρυθμους τρόπους έκφρασης. Είχε κι ο Σωκράτης το αλάτι και το καυστικό πιπέρι του Αττικού λόγου και όπως παρατηρεί ο πολυ­γραφότατος καθηγητής της Νομικής Αθηνών Κώστας Μπέης:

«Η ειρωνεία ήταν βίωμα για το Σωκράτη καθώς τούτο κυρίως επιβεβαιώνεται από το γεγονός, ότι ήταν ο κατ’ εξοχήν άνθρωπος της ορθολογικής θεώρησης του κόσμου και του ανθρώπου που ήθε­λε να διαπαιδαγωγήση άτομα τα όποια εύκολα δεν αποδέχονταν τον μαιευτικό του λόγο και παρέμεναν θωρακισμένα και περιτυλιγμένα με το ένδυμα της ισχυρογνωμοσύνης, όπως ήταν ο λα­μπερός νεανίας Αλκιβιάδης» (Σωκράτης: Ώρα άπιέναι, Αθήνα 2001).

Σε τι όμως συνίστατο αυτή η περιπαι­κτική και σαρκαστική του Σωκράτη συ­μπεριφορά;

Θα λέγαμε, στο ειρωνικό χαμόγελο και τον περιπαικτικά έπαινο, που επιστρά­τευε για να επισφραγήση όχι το δασκα­λίστικο μονόλογο, άλλα τον λόγο της δι­δαχής από τον οποίο εύκολα δεν παραιτείτο ο Σωκράτης της κλασσικής αρχαι­ότητας.

ΣΩΚΡΑΤΙΚΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΚΟΡΥΦΩΣΕΙΣ

Αρετή και Ευδαιμονία οδηγούν στην Ευπραξία. Αυτό το τρίδυμο αποτελεί τη στερεή βάση της ηθικής συμπεριφοράς κατά Σωκράτη, όπως μας διηγείται ο Ξε­νοφών (9.14).

Στην συνέχεια ο «σοφώτερος των Ελλήνων» καταπιάνεται με δύο αξίες του ανθρώπινου όντος. Η πρώτη έχει άμεση σχέση με την οντολογική και υπαρξιακή υπόσταση του ανθρώπου αυτό πού λέμε ΕΙΝΑΙ και αποτελεί τον αναλλοίωτο πυρήνα της ύπαρξης και την κατάφαση της, γιατί το ΕΙΝΑΙ αποτελεί θέση ύπαρξης και το αντίθετο του είναι ανύπαρκτο, γιατί το μη ΕΙΝΑΙ αποτελεί μηδενική βάση. Το Είναι δεν μπορεί να μην Είναι, γι’ αυτό αποτελεί θέση, ουσία και ύπαρξη αναλλοίωτη.

Παράπλευρα με το ΕΙΝΑΙ λειτουργεί το ΕΝΕΡΓΕΙΝ ως απόρροια του ΕΙΝΑΙ. Εφ’ όσον λοιπόν ΕΙΜΑΙ, αρά ΕΝΕΡΓΩ κατά το καρτεσιανό "Cogito Ergo Sum", «σκέ­πτομαι, άρα υπάρχω» και ενεργώ, θα προσθέταμε, επηρεασμένοι από την Σωκρατική λογική σκέψη του «ενεργείν» και «πράττειν».

Βεβαίως κατά τον Γερμανό φιλόσοφο Bohme «Δεν υπάρχει αμιγές και συνθε­τικά ολοκληρωμένο Σωκρατικό φιλοσο­φικό σύστημα, αλλά μονάχα φιλοσο­φικές αρχές και επαγωγικές φιλοσο­φικές παραινέσεις ηθικού περιεχομέ­νου».

Πάντως, όπως κι αν ερμηνεύεται ο Σωκρατικος ηθοφιλοσοφικός λόγος, υπό την μαιευτική μορφή των ερωτημάτων οδηγεί σε προβληματισμούς και ηθικές παρορμήσεις. Κι αυτό θέλει ο φιλοσο­φημένος δάσκαλος, η σκέψη να γίνη θέ­ληση κι αυτή απόφαση προς το αγαθό «ποιείν και πράττειν». Επομένως αυτό που είπε 2.000 χρόνια μετά τον Σωκρά­τη, ο Κάρλ Μάρξ: «Οι φιλόσοφοι στοχάσθηκαν για τον κόσμο, εγώ όμως ήλθα να τον αλλάξω», είναι το ίδιο που υπο­στηρίζει καθαρά και ξάστερα ο μετα­μορφωτικός Σωκράτειος λόγος, δηλαδή ότι με τις ερωτήσεις τον διαλόγων του επερχόταν η κάθαρση των παθών του συνομιλητή του, άρα ή αλλαγή του και κατ’ επέκταση η κοινωνική αλλαγή. Και τούτο γιατί το «κεκαθαρμένο», το «ενά­ρετο» άτομο επενεργεί, ως οικογενει­ακός και κοινωνικός καταλύτης.

ΣΩΚΡΑΤΙΚΗ «ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ»

Στο κομβικό ερώτημα: «Πώς η Γνώση αναπτύσσεται εν πρώτοις μέσα στον άνθρωπο και δεύτερον εκτός αυτού», Ο Σωκράτης απαντά:

Η εσώτερη ιδέα αποκτάται δια της επαγωγής και καλύπτει τα ατομικά γε­γονότα του ανθρώπινου Είναι και οδηγεί στην ΑΥΤΟ-ΓΝΩΣΙΑ και κατ’ επέκτα­ση στην καθαρότητα του ΝΟΟΣ.

Η εξωτερική ιδέα καθορίζει τις σχέ­σεις μας με τον κόσμο, έξω από τα ατο­μικά συμβεβηκότα της εσωτερικής συ­ναίσθησης. Οι εξωτερικές ιδέες ορίζο­νται και καθορίζονται «συμφώνως με το κοινωνικό γίγνεσθαι». Είναι αυτές που αποκτώνται με τον αγώνα του ανθρώ­που και που εμπλουτίζονται και καλ­λιεργούνται, ενώ οι εσωτερικές είναι ανώλεθρες, έμφυτες και εγγενείς».

Αυτές τις ιδέες, ο μαθητής του Σωκράτη που διέσωσε τα λεχθέντα του δι­δασκάλου του, ο Πλάτων, τις ονομάζει «Αναμνήσεις», ενώ ο Καρτέσιος «Εσώ­τερη Συνείδηση», ο δε Καντ: «a priori του υπάρχειν» και τέλος ο Νίτσε: «Δεσπο­τικές Δυνάμεις».

Έτσι βλέπουμε ότι ο Σωκράτης με την Γνωσιολογική του σκέψη στηριγμένη πάνω στο Δελφικό αυτοκαθαρτικό λόγο «Γνώθι σ’ αυτόν», κάνει την θεωρία των κοσμολόγων και των σοφιστών ηθική πράξη αποθεωρητικοποιώντας τον «κό­σμο των Ιδεών» δίδοντας την πρωτοπορεία στο «πράττειν και ενεργείν».

Βεβαίως ο Σωκράτης δεν ανέπτυξε την Γνωσιολογία του ώστε να την μεταβάλη σε εντυπωσιακό λογικό θεωρητικό οικοδόμημα, όπως έχουμε την «Λογική» του Αριστοτέλη με τις γενικές αρχές.

Ο Σωκράτης ενδιαφερόταν όχι να θεωρητικοποιήση την πραγματικότητα, αλλά να εγκοσμιοποιήση τα αρχέτυπα των ιδεών, επομένως δεν κινείται στην «Νεφελοκοκυγυία», όπως ο Αριστοφά­νης που λοιδορούσε, αλλά πατάει γερά πάνω στην εμπειρική ηθική πράξη.

Γι’ αυτό, στον χώρο της Γνωσιολογίας του Σωκράτη, η διαλεκτική του ελέγχει την αλήθεια συγκεκριμένων προβλημά­των, του καλού καγαθού, του έρωτα, της σοφιστείας, της φιλίας, της αρετής, και τέλος της ψυχής και του θανάτου. Και όλα τούτα τα ελέγχει, ως προς την αλή­θεια τους, και τις προτεινόμενες «εκδοχές» για λύση, χωρίς να σχηματίζη πο­λυδαίδαλα κτίρια σκέψης και χωρίς βε­βαίως να ξεπέφτη σε τετριμμένες ηθι­κολογίες και καταπιεστικούς αφορι­σμούς.

Αλλά ποια γνωσιολογική πυραμίδα θα μπορούσε να στηριχθή πάνω στην ίδια την αφοπλιστική σεμνότητα της ομολο­γίας του οτι «εν οιδα, ότι ουδέν οίδα». Παρ’ όλα αυτά ο Αριστοτέλης αργότε­ρα στο έργο του «Μετά τα Φυσικά (1078 έ, 27-30), θ’ αποτιμήση και θ’ αποδώση στον Σωκράτη δύο «συμβεβηκότα»:

1. Την επαγωγική μέθοδο, δηλαδή από τα "καθ' έκαστα" στην "γενική αρχή".

2. Το σχηματισμό ορισμού των εννοιών.

«Δύο γαρ εστίν α τις αν αποδώη Σωκράτει δικαίως, τους επακτικούς λόγους και το ορίζεσθαι καθόλου. Ταύτα γαρ εστίν άμφω περί αρχήν επιστήμης».

Και αυτά δεν τα ομολογεί κάποιος τυ­χαίος λογογράφος, αλλά ο θεμελιωτής της λογικής ως επιστήμης, και άλλων συναφών επιστημών Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης και που ταυτόχρονα σημαίνει αιώνια αναγνώριση για τον σεμνό διδά­σκαλο.

ΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΒΙΟΘΕΩΡΙΑ

Ο Σωκράτης, ο Σωφρονίσκου και Φαιναρέτης υιός, γεννήθηκε στην περιώ­νυμη πόλη των Αθηνών κατά τον 4ον έτος της 77ης Ολυμπιάδος 468 π.Χ. Δεν υπήρξε «δημότης Αθηναίων», αλλά δημότης του συνορεύοντος με την Αθή­να, Δήμου Αλωπεκής (σημερινή Δάφνη), και θανατώθηκε υστέρα από καταδίκη αθηναϊκού δικαστηρίου το οποίο τον κα-τεδίκασε στην «δια της πόσεως κώνει­ου - δηλητηρίου θάνατο» μεταξύ των μέσων και του τέλους Απριλίου του 399 π.Χ.

Σε ηλικία περίπου 55 ετών νυμφεύθη­κε την Ξανθίππη, Ίσως σε νεώτερη ηλι­κία είχε για σύζυγο την Μυρτώ, κόρη του δικαίου Αριστείδη, που πέθανε, όπως και ο γυιός του Σωφρονίσκος, πολύ πρόωρα, από τον επάρατο λοιμό. Από την Ξανθίππη απέκτησε τον Λαμπροκλή, τον Λύση και ενδεχομένους έναν ακόμη γυιό, τον Φοίνικα.

Ο Σωκράτης χαρακτηρίζει τον εαυτό του «ως αυτοδίδακτον» αλλά παραδέχε­ται παράλληλα ότι ακροάσθηκε μαθήμα­τα από τους σοφιστές Πρόδικο και Κόννωνα κι όχι μόνο, αλλά κι από δύο καλ­λιεργημένες γυναίκες, την Ασπασία και την Διοτίμα.

Για την Διοτίμα, γνωρίζουμε από τον Πλάτωνα, ότι ήταν Ιέρεια που επικοινω­νούσε με το θείο και πραγματοποιούσε θαύματα. Είχε έλθει στην Αθήνα γύρω στο 440 π.Χ. την εποχή που ο Σωκράτης ήταν τριαντάχρονος. Την γνώρισε, την εκτίμησε βαθύτατα και στην συνέχεια έγινε πιστός μαθητής της, αναφέρεται δε στο Συμπόσιο του Πλάτωνα.

Υπήρξε υπόδειγμα αρετής κι εγκρά­τειας, τόσο στο φαγητά και στο ποτό, όσο και στα ερωτικά και καυχιόταν ο ίδιος ότι ήξερε από έρωτα και έχαιρε φή­μης ερωτικού ανθρώπου. Ο αυτοσεβα­σμός του δεν επέτρεπε να γίνεται «έρμαιο του πάθους για ηδονές».

Άσκησε σφοδρή πολεμική εναντίον των σοφιστών, στους οποίους καταλόγι­ζε ανήθικη εμπορία της γνώσης και της διδασκαλίας, διαστροφή της αλήθειας, επιδειξιομανία και έλλειψη αληθινής καλλιέργειας.

Ο Σωκράτης δεν είχε συνεργασθή με το τυραννικό καθεστώς των τριάκοντα τυράννων, όμως δεν είχε ταχθή ούτε με το μέρος των αυτοεξορίστων δημοκρα­τικών. Είχε ηχηρά σιωπήσει μπροστά στην τυραννία. Έτσι, όταν αποκαταστά­θηκε η Δημοκρατία και οι θεσμοί της, τό­τε άρχισε η κατακραυγή εναντίον του Σωκράτη ότι ήταν εχθρός των δημοκρα­τικών και «μισόδημος».

Όμως Ο Σωκράτης πίστευε πρώτα στην δικαιοσύνη και θεωρούσε ότι το μέ­γιστο κακό είναι ν’ άδικη κάποιος και μι­κρότερο ν’ αδικείται.

Ο Σωκράτης πίστευε στην Δημοκρα­τία όχι ως θεσμό, αλλά ως ιδέα. Πίστευε στην ισονομία όλων των πολιτών και στην θέσπιση των νόμων μονάχα με την συναίνεση της λαϊκής πλειοψηφίας. Όμως κατά την εφαρμογή και εξειδί­κευση αυτών των νόμων της Δημοκρα­τίας, δια μέσου δικαστικών αποφάσεων και διοικητικών πράξεων, δεν εμπιστευ­όταν την επιπόλαιη γνώμη της λαϊκής πλειοψηφίας, άλλα την γνώμη των ολί­γων «επαϊόντων». Αυτοί και μόνο μπο­ρούσαν να έχουν έγκυρη κι αξιοσέβαστη γνώμη γιατί αυτοί έχουν αποδεδειγμένη φρόνηση.

Όλα όμως τούτα ήταν άγνωστα στην τρέχουσα πολιτικολογία και την ακατά­σχετη δημαγωγία ή οποία επεκράτησε ως «πολιτικό ήθος» μετά τον θάνατο των κορυφαίων πολιτικών ανδρών Κίμωνα (των συντηρητικών) και Περικλή των (δη­μοκρατικών).

Γι’ αυτό μετά από αυτούς, άρχισε η κατά του Σωκράτη διαβολή, πρώτα -πρώτα ανάμεσα στους ισχυρούς πατέ­ρες των μαθητών του και σε δεύτερη φάση ή κατασυκοφάντηση του μέσα στον Αθηναϊκό λαό ότι ο Σωκράτης υπο­νόμευε την πίστη των νέων στις θρη­σκευτικές και δημοκρατικές αξίες, για διαφθορά των νέων καθώς και για την εισαγωγή καινών δαιμονίων τα οποία κα­τέστρεφαν το δημοκρατικό πολίτευμα και την ευνομία της πόλεως των Αθη­ναίων.

«Ο Μέλητος που κατέθεσε το έγγρα­φο «γραφή» της καταγγελίας ατό «δημο­κρατικό» δικαστήριο ενήργησε ως ο «αχυράνθρωπος του Ανύτου» (Κώστα Μπέη, Ώρα άπιέναι).

Ο Σωκράτης καταδικάσθηκε άδικα σε θάνατο και απέθανεν κατά τον Πλάτω­να: «ως ο ευγενέστερος εις την ζωήν ο σοφώτερος και πλέον δίκαιος των ανθρώπων». Μας χωρίζουν 2.400 χρόνια από τότε, σαν να είναι χθεσινό το ανοσιούργημα που παραμένει ασυγχώρητο.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου