Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΛΑΧΗΣ

ΠΛ Λαχ 199e–201c

Όλοι οι συνομιλητές αναγνωρίζουν την κατάσταση απορίας στην οποία έχουν περιέλθει

Ο Σωκράτης ζήτησε να οριστεί η αρετή και συγκεκριμένα η ανδρεία, ώστε να είναι σε θέση οι συνομιλητές να εξετάσουν στη συνέχεια με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να την αποκτήσουν οι γιοι του Λυσίμαχου και του Μελησία. Τόσο ο Λάχης, όμως, όσο και ο Νικίας απέτυχαν να δώσουν έναν επαρκή ορισμό της ανδρείας.

ΣΩ. Καὶ μὴν ἔφαμέν γε τὴν ἀνδρείαν μόριον εἶναι ἓν
τῶν τῆς ἀρετῆς.

ΝΙ. Ἔφαμεν γάρ.

ΣΩ. Τὸ δέ γε νῦν λεγόμενον οὐ φαίνεται.

ΝΙ. Οὐκ ἔοικεν.

ΣΩ. Οὐκ ἄρα ηὑρήκαμεν, ὦ Νικία, ἀνδρεία ὅτι ἔστιν.

ΝΙ. Οὐ φαινόμεθα.

ΛΑ. Καὶ μὴν ἔγωγε, ὦ φίλε Νικία, ᾤμην σε εὑρήσειν,
[200a] ἐπειδὴ ἐμοῦ κατεφρόνησας Σωκράτει ἀποκριναμένου· πάνυ
δὴ μεγάλην ἐλπίδα εἶχον, ὡς τῇ παρὰ τοῦ Δάμωνος σοφίᾳ
αὐτὴν ἀνευρήσεις.

ΝΙ. Εὖ γε, ὦ Λάχης, ὅτι οὐδὲν οἴει σὺ ἔτι πρᾶγμα εἶναι
ὅτι αὐτὸς ἄρτι ἐφάνης ἀνδρείας πέρι οὐδὲν εἰδώς, ἀλλ’ εἰ
καὶ ἐγὼ ἕτερος τοιοῦτος ἀναφανήσομαι, πρὸς τοῦτο βλέπεις,
καὶ οὐδὲν ἔτι διοίσει, ὡς ἔοικε, σοὶ μετ’ ἐμοῦ μηδὲν εἰδέναι
ὧν προσήκει ἐπιστήμην ἔχειν ἀνδρὶ οἰομένῳ τὶ εἶναι. σὺ
[200b] μὲν οὖν μοι δοκεῖς ὡς ἀληθῶς ἀνθρώπειον πρᾶγμα ἐργάζεσθαι
οὐδὲ πρὸς σαυτὸν βλέπειν ἀλλὰ πρὸς τοὺς ἄλλους· ἐγὼ δ’
οἶμαι ἐμοὶ περὶ ὧν ἐλέγομεν νῦν τε ἐπιεικῶς εἰρῆσθαι, καὶ
εἴ τι αὐτῶν μὴ ἱκανῶς εἴρηται, ὕστερον ἐπανορθώσεσθαι καὶ
μετὰ Δάμωνος ―οὗ σύ που οἴει καταγελᾶν, καὶ ταῦτα οὐδ’
ἰδὼν πώποτε τὸν Δάμωνα― καὶ μετ’ ἄλλων· καὶ ἐπειδὰν
βεβαιώσωμαι αὐτά, διδάξω καὶ σέ, καὶ οὐ φθονήσω· δοκεῖς
[200c] γάρ μοι καὶ μάλα σφόδρα δεῖσθαι μαθεῖν.

ΛΑ. Σοφὸς γάρ τοι σὺ εἶ, ὦ Νικία. ἀλλ’ ὅμως ἐγὼ
Λυσιμάχῳ τῷδε καὶ Μελησίᾳ συμβουλεύω σὲ μὲν καὶ ἐμὲ
περὶ τῆς παιδείας τῶν νεανίσκων χαίρειν ἐᾶν, Σωκράτη δὲ
τουτονί, ὅπερ ἐξ ἀρχῆς ἔλεγον, μὴ ἀφιέναι· εἰ δὲ καὶ ἐμοὶ
ἐν ἡλικίᾳ ἦσαν οἱ παῖδες, ταὐτὰ ἂν ταῦτ’ ἐποίουν.

ΝΙ. Ταῦτα μὲν κἀγὼ συγχωρῶ· ἐάνπερ ἐθέλῃ Σωκράτης
τῶν μειρακίων ἐπιμελεῖσθαι, μηδένα ἄλλον ζητεῖν. ἐπεὶ κἂν
[200d] ἐγὼ τὸν Νικήρατον τούτῳ ἥδιστα ἐπιτρέποιμι, εἰ ἐθέλοι
οὗτος· ἀλλὰ γὰρ ἄλλους μοι ἑκάστοτε συνίστησιν, ὅταν τι
αὐτῷ περὶ τούτου μνησθῶ, αὐτὸς δὲ οὐκ ἐθέλει. ἀλλ’ ὅρα, ὦ
Λυσίμαχε, εἴ τι σοῦ ἂν μᾶλλον ὑπακούοι Σωκράτης.

ΛΥ. Δίκαιόν γέ τοι, ὦ Νικία, ἐπεὶ καὶ ἐγὼ τούτῳ πολλὰ
ἂν ἐθελήσαιμι ποιεῖν, ἃ οὐκ ἂν ἄλλοις πάνυ πολλοῖς ἐθέλοιμι.
πῶς οὖν φῄς, ὦ Σώκρατες; ὑπακούσῃ τι καὶ συμπροθυμήσῃ
ὡς βελτίστοις γενέσθαι τοῖς μειρακίοις;

[200e] ΣΩ. Καὶ γὰρ ἂν δεινὸν εἴη, ὦ Λυσίμαχε, τοῦτό γε, μὴ
ἐθέλειν τῳ συμπροθυμεῖσθαι ὡς βελτίστῳ γενέσθαι. εἰ μὲν
οὖν ἐν τοῖς διαλόγοις τοῖς ἄρτι ἐγὼ μὲν ἐφάνην εἰδώς, τώδε
δὲ μὴ εἰδότε, δίκαιον ἂν ἦν ἐμὲ μάλιστα ἐπὶ τοῦτο τὸ ἔργον
παρακαλεῖν, νῦν δ’ ὁμοίως γὰρ πάντες ἐν ἀπορίᾳ ἐγενόμεθα·
τί οὖν ἄν τις ἡμῶν τίνα προαιροῖτο; ἐμοὶ μὲν οὖν δὴ αὐτῷ
[201a] δοκεῖ οὐδένα· ἀλλ’ ἐπειδὴ ταῦτα οὕτως ἔχει, σκέψασθε ἄν
τι δόξω συμβουλεύειν ὑμῖν. ἐγὼ γάρ φημι χρῆναι, ὦ ἄνδρες
―οὐδεὶς γὰρ ἔκφορος λόγος― κοινῇ πάντας ἡμᾶς ζητεῖν
μάλιστα μὲν ἡμῖν αὐτοῖς διδάσκαλον ὡς ἄριστον ―δεόμεθα
γάρ― ἔπειτα καὶ τοῖς μειρακίοις, μήτε χρημάτων φειδομένους
μήτε ἄλλου μηδενός· ἐᾶν δὲ ἡμᾶς αὐτοὺς ἔχειν ὡς νῦν ἔχο-
μεν οὐ συμβουλεύω. εἰ δέ τις ἡμῶν καταγελάσεται, ὅτι
[201b] τηλικοίδε ὄντες εἰς διδασκάλων ἀξιοῦμεν φοιτᾶν, τὸν Ὅμηρον
δοκεῖ μοι χρῆναι προβάλλεσθαι, ὃς ἔφη οὐκ ἀγαθὴν εἶναι
αἰδῶ κεχρημένῳ ἀνδρὶ παρεῖναι. καὶ ἡμεῖς οὖν ἐά-
σαντες χαίρειν εἴ τίς τι ἐρεῖ, κοινῇ ἡμῶν αὐτῶν καὶ τῶν
μειρακίων ἐπιμέλειαν ποιησώμεθα.

ΛΥ. Ἐμοὶ μὲν ἀρέσκει, ὦ Σώκρατες, ἃ λέγεις· καὶ ἐθέλω,
ὅσῳπερ γεραίτατός εἰμι, τοσούτῳ προθυμότατα μανθάνειν
μετὰ τῶν νεανίσκων. ἀλλά μοι οὑτωσὶ ποίησον· αὔριον
[201c] ἕωθεν ἀφίκου οἴκαδε καὶ μὴ ἄλλως ποιήσῃς, ἵνα βουλευ-
σώμεθα περὶ αὐτῶν τούτων, τὸ δὲ νῦν εἶναι τὴν συνουσίαν
διαλύσωμεν.

ΣΩ. Ἀλλὰ ποιήσω, ὦ Λυσίμαχε, ταῦτα, καὶ ἥξω παρὰ
σὲ αὔριον, ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ.

***
ΣΩ. Και όμως είπαμε ότι η ανδρεία είναι ένα από τα μέρη της αρετής.

ΝΙ. Ναι, το είπαμε.

ΣΩ. Αυτό όμως που λέγομε τώρα, δεν φαίνεται να είναι μέρος.

ΝΙ. Δεν φαίνεται.

ΣΩ. Δεν έχομε λοιπόν βρει, Νικία, τι είναι ανδρεία.

ΝΙ. Όχι, δεν το βρήκαμε.

ΛΑ. Και όμως εγώ, φίλε Νικία, φανταζόμουν ότι συ θα το βρης, βλέποντας ότι περιφρόνησες τις απαντήσεις που έδωσα στον Σωκράτη. Πολύ μεγάλη δα ελπίδα είχα ότι με τη βοήθεια της σοφίας, που πήρες από τον Δάμωνα, θα ανακάλυπτες την ανδρεία.

ΝΙ. Σε συγχαίρω, Λάχη, γιατί δεν σκοτίζεσαι πια καθόλου που, μόλις τώρα, αποδείχτηκες ότι δεν ξέρεις τίποτε για την ανδρεία. Κοιτάζεις μόνο αν θα αποδειχτή ότι και εγώ είμαι ένας τέτοιος. Και καθόλου δεν θα σε μέλει, όπως φαίνεται, που αγνοείς μαζί με μένα εκείνα που αρμόζει να ξέρη ένας άνδρας που φαντάζεται ότι είναι κάτι. Η πράξη σου είναι εντελώς ανθρώπινη· προσέχεις τους άλλους και δεν γυρίζεις καθόλου το βλέμμα στον εαυτό σου. Όσο για μένα, νομίζω ότι και τώρα αρκετά καλά μίλησα για το θέμα μας αλλά και αν κάτι δεν ειπώθηκε ικανοποιητικά, θα το διορθώσω αργότερα με τη βοήθεια του Δάμωνος, που εσύ φαντάζεσαι ότι τον γελοιοποιείς, και μάλιστα χωρίς ούτε να τον έχης δει ποτέ σου, και με τη βοήθεια άλλων. Και όταν στερεώσω καλά τις σκέψεις μου στα αδύνατα τώρα σημεία, θα τις ανακοινώσω και σε σένα και δεν θα σου τις αρνηθώ. Γιατί μου φαίνεσαι πως έχεις μεγάλη ανάγκη να μάθης.

ΛΑ. Ναι, γιατί συ βέβαια είσαι σοφός, Νικία. Όμως εγώ συμβουλεύω τον Λυσίμαχο εδώ και τον Μελησία, όσο για την αγωγή των νεανίσκων να στείλουν στο καλό εσένα και μένα και να μην αφήνουν από κοντά τους, όπως έλεγα και στην αρχή, τούτον εδώ τον Σωκράτη. Αν είχα κι εγώ παιδιά σε ηλικία, αυτά τα ίδια θα έκανα.

ΝΙ. Σ' αυτά κι εγώ βέβαια συμφωνώ· αν ο Σωκράτης θέλη να φροντίση για τους νεανίσκους, να μη ζητούν άλλον κανένα· με όλη μου την καρδιά κι εγώ θα του εμπιστευόμουν το γιο μου τον Νικήρατο, αν το ήθελε. Μα να, κάθε φορά που του κάνω λόγο, μου συνιστά άλλους, ο ίδιος δεν δέχεται. Μόνο κοίταξε, Λυσίμαχε, μήπως εσένα σε ακούση περισσότερο ο Σωκράτης.

ΛΥ. Κι είναι δίκαιο, Νικία, να το κάμης. Γιατί κι εγώ θα έκανα πολλά γι' αυτόν, όσα σε πολύ λίγους άλλους θα έκανα. Τι αποφασίζεις λοιπόν, Σωκράτη; Θα ακούσης την παράκλησή μας και θα δείξης μαζί μας προθυμία να γίνουν όσο το δυνατόν καλύτεροι οι νεανίσκοι;

ΣΩ. Θα ήταν φοβερό πράγμα, Λυσίμαχε, να αρνιέται κανείς τη βοήθειά του σε κάποιον που θέλει να γίνη βέλτιστος. Αν βέβαια στη συζήτηση που κάναμε τώρα, φάνηκα εγώ ότι γνωρίζω, και οι δυο τους αυτοί ότι δεν γνωρίζουν, θα 'ταν σωστό εμένα κυρίως να καλήτε γι' αυτό το έργο. Τώρα όμως, μια που όλοι μας βρεθήκαμε στο ίδιο αδιέξοδο, για ποιο λόγο και ποιον να διάλεξη κανείς από μας; Κατά τη γνώμη τη δική μου, κανένα. Και μια που φτάσαμε σ' αυτό το σημείο, προσέξετε αν σας φαίνεται καλή συμβουλή αυτό που θα πω. Εγώ, ω άνδρες, νομίζω ότι πρέπει όλοι μαζί ―κανείς μας ασφαλώς δεν θα κοινολόγηση τα λόγια μου― να ζητούμε για μας προπάντων τους ίδιους έναν άριστο δάσκαλο, γιατί μας χρειάζεται, έπειτα και για τους νεανίας, χωρίς ούτε χρήματα, ούτε τίποτε άλλο να λυπούμαστε· να αφήνωμε τον εαυτό μας στην κατάσταση στην οποία τώρα είμαστε, αυτό δεν το συνιστώ. Κι αν κανείς γελάση μαζί μας, γιατί στην ηλικία μας κρίνομε άξιο να πηγαίνωμε σε δάσκαλο, νομίζω ότι πρέπει να του προβάλωμε τον Όμηρο που είπεν ότι «όποιος σε ανάγκη βρίσκεται ντροπή δεν πρέπει να 'χει». Μη δίνοντας λοιπόν σημασία σε ό,τι θα πουν, θα φροντίσωμε όλοι μαζί για τον εαυτό μας και για τους νεανίσκους.

ΛΥ. Σε μένα, Σωκράτη, αρέσουν αυτά πού λέγεις. Και θέλω, όσο είμαι πιο γέρος, τόσο και πιο πρόθυμα να μαθητεύω μαζί με τους νεανίσκους. Μόνο κάμε, σε παρακαλώ, όπως θα πω. Έλα αύριο από το πρωί στο σπίτι, ωρισμένως, για να σκεφτούμε απάνω σ' αυτά. Όσο για τώρα, ας διαλύσωμε τη συγκέντρωσή μας.

ΣΩ. Ναι, Λυσίμαχε, θα κάμω αυτά και θα 'ρθω αύριο σε σένα, αν θέλη ο θεός.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου