Σάββατο 22 Ιουλίου 2023

Πως ο Δημόκριτος θεράπευσε την τρέλα

Κάλεσαν τον Ιπποκράτη οι Αβδηρίτες να θεραπεύσει το Δημόκριτο που είχε, λέει, τρελαθεί και γελούσε συνεχώς. Το τι έγινε και τι αποτελέσματα προέκυψαν, το περιγράφει ο Ιπποκράτης σε μια επιστολή του.

Η εξέταση του Δημόκριτου για «τρέλα» από τον Ιπποκράτη

“Εγώ (Ιπποκράτης) είπα: λέγε στο όνομα των Θεών, όλος ο κόσμος νοσεί χωρίς να το αντιλαμβάνεται και δεν μπορεί να ζητήσει από πουθενά βοήθεια για θεραπεία, γιατί τι θα υπήρχε πέρα από αυτόν; Εκείνος (ο Δημόκριτος) μου απάντησε: υπάρχουν άπειροι κόσμοι Ιπποκράτη και μη παίρνεις για τόσο λίγη και μικρή τη φύση που έχει τόσο πλούτο. Αλλά αυτά Δημόκριτε, είπα εγώ, θα τα διδάξεις άλλη στιγμή πιο κατάλληλη, γιατί τώρα φοβάμαι μήπως και για το άπειρο ακόμη συζητώντας αρχίσεις να γελάς. Τώρα όμως ξέρε πως θα δώσεις λόγο στον κόσμο για το γέλιο σου.

Εκείνος τότε με κοίταξε έντονα και είπε: Εσύ νομίζεις πως δύο είναι οι αιτίες του γέλιου μου, τα καλά και τα άσχημα. Εγώ όμως γελώ με ένα μόνο, τον άνθρωπο, τον γεμάτο ανοησία, κενό από οτιδήποτε σωστό, που όλα του τα σχέδια μοιάζουν με του μικρού παιδιού και που υποφέρει τους αβάσταχτους μόχθους χωρίς να υπάρχει καμιά ωφέλεια.

Τον άνθρωπο που χωρίς να γνωρίζει μέτρο στην επιθυμία του πορεύεται ως τα πέρατα της γης και τα έγκατά της που δεν έχουν όρια, λιώνοντας το ασήμι και το χρυσάφι που ποτέ δεν σταματά να αποκτά, πάντα κάνοντας θόρυβο για περισσότερα για να μην πέσει σε λιγότερα και δεν ντρέπεται να ονομάζεται ευτυχισμένος, ενώ σκάβει στα βάθη της γης χρησιμοποιώντας αλυσοδεμένα χέρια, ανθρώπων από τους οποίους σε άλλους υποχωρεί η γη και τους πλακώνει και άλλους ο καταναγκασμός αυτός τους κρατάει χρόνια σε αυτή την κόλαση σαν να ήταν η πατρίδα τους, μαζεύοντας ασήμι και χρυσό, ψάχνοντας ίχνη της σκόνης και ψήγματα, σηκώνοντας εδώ κι εκεί σωρούς από άμμο, ανοίγοντας τις φλέβες της γης, σπάζοντας τους σβώλους και το χώμα για την απόκτηση περιουσίας, κάνοντας τη μητέρα γη εχθρική και άλλοτε θαυμάζοντάς την κι άλλοτε καταπατώντας την, ενώ αυτή είναι πάντοτε η ίδια.

Πόσο γέλιο προκαλεί την επίμοχθη και κρυφή γη να αγαπούν και να υβρίζουν τη φανερή. Άλλοι αγοράζουν σκυλιά, άλλοι άλογα κι άλλοι βάζοντας σύνορα σε μια μεγάλη περιοχή την ονομάζουν ιδιωτική τους περιουσία. Άλλοι πάλι που θέλουν να έχουν στην κατοχή τους μεγάλη έκταση, δεν το μπορούν μόνοι τους. Τότε σπεύδουν να παντρευτούν γυναίκες που ύστερα από λίγο καιρό τις διώχνουν, τις αγαπούν, τις μισούν, κάνουν παιδιά επειδή τα θέλουν κι ύστερα τα διώχνουν τελείως.

Τι είναι αυτή η κενή από περιεχόμενο και αλόγιστη βιασύνη που σε τίποτα δεν διαφέρει από την μανία;

Πολεμούν τους ομοφύλους τους και δεν επιθυμούν την ησυχία. Στήνουν ενέδρες στους βασιλιάδες, διαπράττουν φόνους, σκάβουν την γη ζητώντας ασήμι κι όταν το βρουν θέλουν να αγοράσουν γη κι όταν αγοράσουν την γη πουλούν τους καρπούς της και πουλώντας τους καρπούς της πάλι παίρνουν ασήμι. Πώς βρίσκονται συνέχεια σε μεταβολή, πώς μεταβάλλουν συνέχεια την κατάστασή τους.

Όταν δεν έχουν περιουσία, ποθούν να την αποκτήσουν, όταν την έχουν την κρύβουν, την εξαφανίζουν. Κοροϊδεύω εκείνους που τους συμβαίνουν ατυχίες, γελάω ακόμη περισσότερο με εκείνους που είναι δυστυχισμένοι, γιατί έχουν παραβεί τους νόμους της αλήθειας, φιλονικώντας με έχθρα μεταξύ τους, μαλώνοντας με τ’ αδέρφια τους, τα παιδιά τους, τους συμπολίτες τους κι όλα τούτα τα κάνουν για ν’ αποκτήσουν πράγματα που κανείς όταν πεθάνει δεν τα εξουσιάζει.

Σκοτώνουν ο ένας τον άλλον, δεν σέβονται τους νόμους, αδιαφορούν για τη δύσκολη κατάσταση των φίλων και της πατρίδας τους, πλουτίζουν με πράγματα ανάξια που δεν έχουν ψυχή, δίνουν όλη την περιουσία τους για να αγοράσουν ανδριάντες, γιατί τους φαίνεται πως τα αγάλματα μιλούν, αλλά τους ανθρώπους που μιλούν λέγοντας την αλήθεια τους μισούν.

Ζητούν ότι τους είναι δύσκολο, γιατί όταν κατοικούν στην στεριά ποθούν την θάλασσα κι όταν μένουν σε νησί ποθούν την ηπειρωτική χώρα κι όλα τα διαστρέφουν με βάση την δική τους επιθυμία. Φαίνονται πως επαινούν την ανδρεία στον πόλεμο, αλλά κάθε μέρα νικιούνται από την ακολασία, την φιλαργυρία κι όλα τα άλλα πάθη από τα οποία πάσχουν. Είναι όλοι τους Θερσίτες της ζωής.

Γιατί λοιπόν, Ιπποκράτη, μέμφθηκες το γέλιο μου; Γιατί κανένας δεν γελά με την δική του ανοησία, αλλά καθένας κοροϊδεύει την ανοησία του άλλου. Άλλοι γελούν με τους μεθυσμένους, όταν οι ίδιοι νομίζουν πως είναι νηφάλιοι, άλλοι με τους ερωτευμένους ενώ οι ίδιοι πάσχουν από σοβαρότερη ασθένεια, άλλοι με τους ναυτικούς, άλλοι μ’ εκείνους που ασχολούνται με την γεωργία- γιατί δεν συμφωνούν ούτε στα επαγγέλματα ούτε στα έργα.

Εγώ του απάντησα: Αυτά που λες, Δημόκριτε, είναι σωστά και δεν υπάρχουν λόγια πιο κατάλληλα για να εκφράσουν την δυστυχία των θνητών. Αλλά οι πράξεις ορίζουν το αναγκαίο, σχετικά με την οικονομία, την ναυπηγία και τις άλλες δραστηριότητες στις οποίες πρέπει να συμμετέχει ο άνθρωπος, γιατί η φύση δεν τον έφτιαξε για να παραμένει αργός κι από τούτα πάλι η φιλοδοξία έκανε να λαθέψουν πολλοί άνθρωποι με ορθή κρίση που ασχολούνταν με τα πάντα πιστεύοντας ότι θα πετύχουν, αλλά δεν είχαν την δύναμη να προβλέψουν εκείνο που δεν ήταν φανερό.

Γιατί ποιος, Δημόκριτε, παντρεύτηκε έχοντας στο μυαλό του τον χωρισμό ή τον θάνατο; Ποιος μεγαλώνοντας τα παιδιά του σκέφτηκε ότι μπορεί να τα χάσει; Το ίδιο γίνεται και στην γεωργία και την ναυτιλία και την βασιλεία και την ηγεμονία και όλα όσα υπάρχουν στην ζωή του ανθρώπου. Κανείς δεν βάζει με τον νου του ότι μπορεί να αποτύχει, αλλά τρέφεται με τις καλύτερες ελπίδες και δεν συλλογίζεται τα χειρότερα. Μήπως, λοιπόν, το γέλιο σου για όλα τούτα είναι ανάρμοστο;

Ο Δημόκριτος μου αποκρίθηκε: Ο νους σου είναι πολύ νωθρός, Ιπποκράτη κι απέχεις πάρα πολύ από την δική μου σκέψη, μη εξετάζοντας τα μέτρα της αταραξίας και της ταραχής εξαιτίας της άγνοιάς σου. Γιατί αν έκαναν αυτά με φρόνηση και θα απαλλάσσονταν εύκολα και τα δικά μου γέλια θα σταματούσαν.

Τώρα, όμως, καθώς χάνουν το μυαλό τους και γεμίζουν αλαζονεία για όσα υπάρχουν στην ζωή, σαν αυτά να ήταν πάντα σταθερά, χωρίς να περνά από τον νου τους πόσο άτακτη είναι η πορεία των πραγμάτων, είναι δύσκολο να διδαχτούν. Γιατί θα αρκούσε για να τους φρονηματίσει η μεταβολή των πάντων, που κάνοντας απότομη στροφή μας επιτίθεται και επινοεί κάθε είδους αιφνιδιαστική τροχηλασία.

Αυτοί, όμως, σαν να βάδιζαν σε σταθερό και σίγουρο δρόμο, ξεχνούν τις συμφορές που τους βρίσκουν συνεχώς και με διάφορους τρόπους επιθυμούν αυτά που φέρνουν λύπη, επιζητούν εκείνα που τους βλάπτουν και ρίχνονται σε μεγάλες συμφορές.

Αν καθένας φρόντιζε να τα κάνει όλα σύμφωνα με τις δυνάμεις του, θα φύλαγε την ζωή του από κάθε ατυχία, ξέροντας καλά τον εαυτό του και έχοντας κατανοήσει καλά την ιδιοσυγκρασία του, χωρίς να αφήνει ανεξέλεγκτη την δίψα της επιθυμίας, αντικρίζοντας με αυτάρκεια την πλούσια φύση που τρέφει τα πάντα. Όπως ακριβώς η ευεξία των παχύσαρκων είναι φανερός κίνδυνος, έτσι και η πολύ μεγάλη ευτυχία είναι επικίνδυνη.

Βλέπουμε όλους τους επιφανείς πώς πέφτουν στην δυστυχία. Άλλοι χωρίς να διδάσκονται από τις παλιές ιστορίες χάνονται από τις δικές τους κακές ενέργειες, χωρίς να μπορούν να προβλέψουν τα φανερά, σαν να ήταν άδηλα, αν και είχαν το μεγάλο διάστημα της ζωής ως υπόδειγμα για το ποια πράγματα γίνονται και ποια όχι, από τα οποία έπρεπε να έχουν προβλέψει και τι θα συνέβαινε στο μέλλον.

Γι’ αυτό γελάω, για τους άφρονες ανθρώπους που τιμωρούνται για την κακία τους, την φιλαργυρία, την απληστία, την έχθρα, την ενέδρα, την επιβουλή, τον φθόνο κι όλες τις άλλες μορφές της κακίας που θα ήταν δύσκολο να απαριθμήσει κάποιος, γιατί είναι αναρίθμητες, τους ανθρώπους που ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον με δολοπλοκίες κι είναι διεστραμμένοι. Γι’ αυτούς αρετή είναι το χειρότερο, γιατί εξασκούνται στην αγάπη του ψεύδους, έχουν για στολίδι την φιληδονία και δεν υπακούν στους νόμους.

Το γέλιο μου κατακρίνει την απερισκεψία τους, το ότι δεν έχουν ούτε μάτια ούτε αυτιά.

Και η μόνη αίσθηση που έχει ο άνθρωπος είναι η ακρίβεια της διάνοιας που μπορεί να βλέπει αυτό που υπάρχει και αυτό που θα συμβεί. Δυσαρεστούνται με όλα και πάλι τα ίδια αγκαλιάζουν, ταξιδεύοντας με πλοίο ενώ αρχικά το αρνήθηκαν, καλλιεργώντας ενώ απηύδησαν με την καλλιέργεια της γης, παίρνοντας άλλη γυναίκα ενώ έδιωξαν την πρώτη, θάβοντας μόλις γέννησαν και γεννώντας μόλις έθαψαν και ανατρέφοντας πάλι παιδιά.

Ενώ επιζητούν τα γεράματα, όταν αυτά έρθουν βαρυγκομούν και για καμιά κατάσταση δεν έχουν μια σταθερή γνώμη. Οι ηγεμόνες και οι βασιλιάδες μακαρίζουν τους ιδιώτες, οι ιδιώτες ορέγονται την βασιλεία, οι πολιτευόμενοι ζηλεύουν τους χειροτέχνες επειδή θεωρούν ότι δεν κινδυνεύουν, οι χειροτέχνες από την άλλη ζηλεύουν εκείνους γιατί έχουν δύναμη.

Και τον ίσιο δρόμο της αρετής δεν τον βλέπουν που είναι ομαλός και δεν έχει εμπόδια κι όπου κανείς τους δεν τολμά να μπει. Αντίθετα, παίρνουν τον ανώμαλο και στραβό τρόμο, βαδίζοντας με δυσκολία, γλιστρώντας και παραπατώντας κι οι πιο πολλοί πέφτουν, ασθμαίνοντας σαν να τους κυνηγούν, φιλονικώντας, καθυστερώντας ή προπορευόμενοι. Και όσοι από αυτούς κατακαίγονται από άνομους έρωτες γλιστρούν κρυφά σε ξένα κρεβάτια, χωρίς να τους συγκρατεί καμιά ντροπή. Άλλους τους λιώνει η φιλαργυρία, αρρώστια χωρίς όρια. Άλλοι επιτίθενται ο ένας τον άλλο.

Εκείνοι που οι φιλοδοξίες τους, τους ανεβάζουν στα ουράνια γκρεμίζονται από την άμετρη κακία τους στον βυθό της καταστροφής. Κατεδαφίζουν κι ύστερα χτίζουν ξανά. Κάνουν μια χάρη κι ύστερα το μετανιώνουν και αφαιρούν εκείνα που ανήκουν στη φιλία, φτάνουν με τα άσχημα έργα τους στην έχθρα, ανοίγουν πόλεμο με τους συγγενείς τους. Και για όλα αυτά φταίει η φιλαργυρία τους. Σε τι διαφέρουν από τα παιδιά που παίζουν και δεν έχουν κρίση και ευχαριστιούνται με ότι τους συμβεί;

Κι από τα πάθη τι έμεινε που να έχουν αφήσει στα άλογα ζώα; Μόνο που τα ζώα αρκούνται τουλάχιστον σ’ αυτά που έχουν. Γιατί ποιο λιοντάρι έκρυψε στη γη χρυσάφι; Ποιος ταύρος όρμηξε με τα κέρατά του κινούμενος από πλεονεξία; Ποια λεοπάρδαλη έδειξε απληστία; Ο αγριόχοιρος διψά και πίνει, αλλά πίνει όσο έχει ανάγκη. Κι ο λύκος κατασπαράζοντας αυτό που έπιασε, όταν φάει όσο έχει ανάγκη, σταματά.

Ο άνθρωπος όμως δεν χορταίνει, ακόμη κι αν τρώει ακατάπαυστα νύχτα και μέρα και η τάξη των εποχών του έτους καθορίζει και το τέλος του οργασμού των άλογων ζώων. Ο άνθρωπος, όμως, είναι συνέχεια και για πάντα παραδομένος στην ασέλγεια. Ιπποκράτη, πώς να μη γελάσω μ’ εκείνον που κλαίει από έρωτα, αφού το εμπόδιο του παρουσιάζεται για καλό του; Πώς να μη γελάσω ακόμη περισσότερο μ’ εκείνον του είναι ριψοκίνδυνος και ορμά σε γκρεμούς ή στα βάθη του πελάγους; Πώς να μη γελάσω μ’ εκείνον που ρίχνει στην θάλασσα το καράβι παραφορτωμένο κι ύστερα την κατηγορεί ότι το βύθισε γεμάτο;

Μου φαίνεται λοιπόν ότι δεν γελώ όσο τους πρέπει. Θα ’θελα να βρω γι’ αυτούς κάτι που να προξενεί λύπη. Αλλά δεν θα έπρεπε να είναι ούτε η ιατρική ούτε η ικανότητα κάποιου να θεραπεύει με τα φάρμακα του Παιώνα. Ο πρόγονός σου ο Ασκληπιός ας σου χρησιμεύσει σαν παράδειγμα. Έσωζε ανθρώπους και οι ευχαριστίες που δεχόταν ήταν οι κεραυνοί. Δεν βλέπεις ότι κι εγώ είμαι κομμάτι αυτής της τρέλας κι ότι ψάχνοντας την αιτία της μανίας σκοτώνω και κομματιάζω ζώα; Θα ’πρεπε στους ανθρώπους να ερευνήσω την αιτία αυτή.

Δεν βλέπεις ότι ο κόσμος γέμισε από μίσος του ανθρώπου για τον άνθρωπο; Ότι αυτός συσσώρευσε εναντίον του εαυτού του άπειρα κακά; Από την ώρα που γεννιέται, μια αρρώστια είναι ολόκληρος ο άνθρωπος, άχρηστος όσο ανατρέφεται, ικέτης βοήθειας, καθώς μεγαλώνει, γίνεται κακός και άφρονας, έχει ανάγκη από χειραγώγηση και καθοδήγηση στην ακμή της ηλικίας του είναι θρασύς κι όταν αρχίσει να γερνά, αξιολύπητος, θερίζει τις δυστυχίες που ο ίδιος έσπειρε αλόγιστα.

Τέτοιος βγαίνει μέσα από τα ματωμένα, ρυπαρά σπλάχνα της μάνας του. Γι’ αυτό άλλοι, που τους σπρώχνει η παρόρμηση κι είναι γεμάτοι άμετρη οργή, περνούν την ζωή τους στις συμφορές και τις μάχες, άλλοι διακορεύοντας παρθένες και μοιχεύοντας, άλλοι μεθοκοπώντας, άλλοι επιθυμώντας εκείνα που έχει ο διπλανός τους κι άλλοι χάνοντας αυτά που τους ανήκουν.

Μακάρι να είχα την δύναμη να αποκαλύψω τα σπίτια όλων των ανθρώπων, να μην αφήσω κανένα προκάλυμμα ανάμεσα στο εσωτερικό τους και σ’ εμάς, για να μπορούμε να δούμε τι γίνεται εκεί μέσα. Τότε θα βλέπαμε άλλους να τρώνε κι άλλους να κάνουν εμετό, άλλους να κάνουν βασανιστήρια, άλλους να δηλητηριάζουν, άλλους να συνωμοτούν με επιβουλή, άλλους να λογαριάζουν, άλλους να χαίρονται, άλλους να κλαίνε, άλλους να συντάσσουν κατηγορίες εναντίον των φίλων τους, άλλους να χάνουν τα λογικά τους από τη φιλοδοξία

…και πηγαίνοντας ακόμη βαθύτερα, στις πράξεις που υπαγορεύουν όσα βρίσκονται κρυμμένα μέσα στην ψυχή, πόσοι νέοι και πόσοι γέροι ζητούν, αρνούνται, ζητιανεύουν, τα έχουν όλα, τυραννιούνται από την πείνα, σηκώνουν το βάρος της ασωτίας, είναι βρόμικοι, δέσμιοι, περηφανεύονται για την πολυτέλεια της ζωής τους, ανατρέφουν, σφάζουν, θάβουν, περιφρονούν αυτά που έχουν, κινούνται με ορμή προς εκείνα που ελπίζουν να αποκτήσουν, είναι αναίσχυντοι, τσιγγούνηδες, άπληστοι, σκοτώνουν, πλήττονται, περηφανεύονται, κυριεύονται από κενοδοξία.

Παρουσιάζονται με άλογα, με άντρες, με σκύλους, με πέτρες, με ξύλα, με χαλκό, με ζωγραφιές. Αναλαμβάνουν πρεσβείες, στρατηγίες, ιερατικά αξιώματα, στεφανωμένοι, κρατώντας όπλο, χάνοντας τη ζωή τους. Πηγαίνουν όλοι τους άλλοι σε ναυμαχίες, άλλοι σε εκστρατείες, σε αγροικίες, σε εμπορικά πλοία, στην αγορά, στην εκκλησία του δήμου, στο θέατρο, στην εξορία, άλλοι από δω κι άλλοι από κει, άλλοι ρίχνονται στις ηδονές, στην ηδυπάθεια, στην ακολασία κι άλλοι στην τεμπελιά και στην ραθυμία.

Βλέποντας λοιπόν τις ανάξιες και δυστυχισμένες ψυχές πώς να μην χλευάσουμε τη ζωή τους την τόσο ασυγκράτητη; Νομίζω μάλιστα πως ούτε την ιατρική σου καλοδέχονται- γιατί η ακολασία τους, τους φέρνει δυσθυμία και βλέπουν την σοφία για μανία. Υποψιάζομαι με σιγουριά ότι κατά μεγάλο μέρος της η επιστήμη σου υφίσταται πλήγματα από τον φθόνο και την αχαριστία.

Γιατί αυτοί που είναι, άρρωστοι, όταν σώζονται, αμέσως σπεύδουν να θεωρήσουν τους θεούς ή την τύχη υπεύθυνους για την σωτηρία τους. Άλλοι πάλι αποδίδουν την σωτηρία στην φύση και εχθρεύονται τον ευεργέτη τους και λίγο απέχουν από το να αγανακτήσουν αν θεωρηθούν χρεοφειλέτες. Οι περισσότεροι, επειδή δεν έχουν καμιά σχέση με την ιατρική τέχνη, είναι εντελώς ανίδεοι, απορρίπτουν το καλύτερο- γιατί τους ψήφους τους κρατούν στα χέρια τους ηλίθιοι- κι ούτε οι πάσχοντες θέλουν να ομολογήσουν ούτε οι ομότεχνοι να μαρτυρήσουν. Δεν τα εξηγώ αυτά σε κάποιον που δεν έχει καμιά πείρα από τέτοια λόγια, αλλά σε σένα, που ξέρω πως πολλές φορές έχεις υποφέρει άδικα και ποτέ δεν κατηγόρησες κανένα για την περιουσία του ή από φθόνο- γιατί δεν υπάρχει κανένας τρόπος να διδάξεις την αλήθεια ούτε να την αποδείξεις.

Χαμογελούσε καθώς τα έλεγε αυτά και μου φαινόταν, Δαμάγητε, όμοιος με θεό και ξεχνούσα την προηγούμενη εικόνα του. «Μεγαλόδοξε Δημόκριτε», του είπα, «θα πάρω μαζί μου επιστρέφοντας στην Κω μεγάλα δώρα από την φιλοξενία σου- γιατί με γέμισες με μεγάλο θαυμασμό για την σοφία σου- γυρίζω πίσω για να διαλαλήσω ότι διερεύνησες και κατάλαβες την πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης. Πήρα από σένα το φάρμακο για το πνεύμα μου και τώρα φεύγω, γιατί το απαιτεί η ώρα και οι φροντίδες του σώματος.

Αύριο, όμως, και τις άλλες μέρες θα βρεθούμε πάλι. Λέγοντας αυτά σηκώθηκα και εκείνος, έτοιμος να με ακολουθήσει, έδωσε σε κάποιον που πλησίασε, τα βιβλία του. Εγώ βάδισα πιο γρήγορα, έφτασα τους Αβδηρίτες που με περίμεναν στον λόφο απ’ όπου παρακολουθούσαν και τους είπα: Μεγάλη χάρη σας χρωστώ για την πρόσκλησή σας- γιατί είδα τον Δημόκριτο, τον σοφότατο, τον μόνο που έχει την δύναμη να σωφρονίσει τους ανθρώπους.

Αυτά έχω να σου πω για το Δημόκριτο, Δαμάγητε, με μεγάλη μου χαρά. Υγίαινε.

Επιστολαί: Ο Ιπποκράτης χαιρετά τον Δαμάγητο

Ο Δημόκριτος γεννήθηκε στα Άβδηρα της Θράκης γύρω στα 460 π.κ.ε. από οικογένεια αριστοκρατικής καταγωγής. Τα Άβδηρα, ανατολικά του ποταμού Νέστου στην ακτή της Θράκης, υπήρξαν ιωνική αποικία που ιδρύθηκε το 654 π.κ.ε. από κατοίκους των μικρασιατικών Κλαζομενών. Ήταν η τρίτη πλουσιότερη πόλη της Αθηναϊκής Συμμαχίας -έδινε φόρο 15 τάλαντα- και όφειλε τον πλούτο της στην άφθονη παραγωγή σιτηρών και στο γεγονός ότι αποτελούσε λιμάνι για την διεξαγωγή του εμπορίου με το εσωτερικό της Θράκης. Στα Άβδηρα ο Ξέρξης ξεκούρασε το στρατό του το 480 π.κ.ε. κατεβαίνοντας προς την νότια Ελλάδα.

Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Δημόκριτος στο Μικρό διάκοσμο, ήταν νέος όταν ο Αναξαγόρας ήταν γέρος. Με βάση αυτό το στοιχείο η ημερομηνία γεννήσεως που παραδίδει ο Απολλόδωρος (80η ολυμπιάδα=460-456 π.κ.ε.) φαίνεται λογικότερη από άλλες χρονολογίες που μας παραδόθηκαν.

Από την νεανική του ηλικία ο Δημόκριτος έδειξε την κλίση του προς την μελέτη και την έρευνα της φύσης. Χαρακτηριστικό είναι το ανέκδοτο που παραδίδει ο Διογένης Λαέρτιος (9,36) και το οποίο φανερώνει το βαθμό αφοσίωσης του Δημοκρίτου στον στοχασμό: «(Ο Δημήτριος) αναφέρει ότι ήταν τόσο φιλόπονος, ώστε χώρισε ένα δωμάτιο στον κήπο του σπιτιού και κλείστηκε εκεί μέσα. Όταν κάποτε ο πατέρας του οδήγησε ένα βόδι για να το θυσιάσει και το έδεσε σ’ εκείνο το μέρος, ο Δημόκριτος για αρκετή ώρα δεν τον αντιλήφθηκε, έως ότου ο πατέρας του τον σήκωσε με πρόφαση την θυσία και του ανέφερε τα σχετικά με το βόδι».

Στα Άβδηρα ο Δημόκριτος αφοσιώθηκε στην διδασκαλία και την συγγραφή των έργων του. Η προκοπή του στην σοφία ήταν τέτοια, ώστε αποκλήθηκε Σοφία ή Φιλοσοφία. Ονομάστηκε επίσης Γελασίνος (=ο γελαστός), αφού αντιμετώπιζε την ζωή πάντα με αισιοδοξία, γαλήνη και καρτερία. Ονομάστηκε έτσι, επειδή περιγελούσε τις καθημερινές θλίψεις και ελπίδες που απασχολούσαν τους κοινούς ανθρώπους, τους οποίους περιγελούσε. Το πιθανότερο είναι ο χαρακτηρισμός να προέρχεται από την άποψη του Δημόκριτου ότι η ευθυμία αποτελεί στόχο για την ζωή του κάθε ανθρώπου. Λέγεται πως ο Δημόκριτος γελούσε με τα χάλια του κοινού ανθρώπου και ο Ηράκλειτος για τον ίδιο λόγο έκλαιγε.

Φαίνεται ότι πέθανε σε πολύ προχωρημένη ηλικία, αφού κατατασσόταν στους μακροβιότερους Έλληνες στοχαστές. Διάφορες πηγές παραδίδουν ότι έζησε από 90 ως και 109 χρόνια. Δε γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία του θανάτου του, η οποία τοποθετείται συμβατικά στο 370 ή 360 π.κ.Ε. και για το τέλος του φιλοσόφου υπάρχουν διάφοροι θρύλοι. Σύμφωνα με έναν απ’ αυτούς ήθελε να αυτοκτονήσει, όντας σε βαθιά γεράματα, με αποχή από την τροφή. Επειδή, όμως, ήταν οι ημέρες των Θεσμοφορίων και οι γυναίκες της οικογένειας ήθελαν να τις γιορτάσουν, τον παρακάλεσαν να αναβάλλει το θάνατό του για λίγες μέρες. Διέταξε τότε να του φέρουν κοντά ένα αγγείο με μέλι (ή ζεστά ψωμιά κατά άλλη εκδοχή) και έζησε, ώσπου να περάσουν οι γιορτές, μόνο με τη μυρωδιά του μελιού. Όταν πέρασαν οι μέρες, παραδόθηκε στο θάνατο.

Τα ενδιαφέροντα του Δημόκριτου ήταν εξαιρετικά πλατιά. Ασχολήθηκε σχεδόν με όλους τους τομείς της ανθρώπινης γνώσης: μαθηματικά, φυσική, κοσμολογία, αστρονομία, βιολογία, γεωλογία, γεωγραφία, λογική, ηθική, θεολογία, αισθητική, ιστορία, παιδεία. Ένας καθολικός νους, ένα πνεύμα εγκυκλοπαιδικό. Μεταγενέστεροι μελετητές του στην αρχαιότητα (ίσως ήδη ο Καλλίμαχος) χώρισαν το έργο του σε δεκατρείς τετραλογίες, ενταγμένες σε πέντε ομάδες έργων: τα ηθικά (δύο τετραλογίες), τα φυσικά (τέσσερις τετραλογίες), τα μαθηματικά (τρεις), τα μουσικά (δύο), τα τεχνικά (δύο). Σ’ αυτές τις τετραλογίες πρέπει να προστεθούν εννιά αταξινόμητα έργα και εννιά που φέρουν τον τίτλο Αιτίαι, σύνολο 70 έργα. Κατάλογο των έργων του μας παραδίδει ο Διογένης Λαέρτιος, ενώ κάποιοι επιπλέον τίτλοι σώζονται στη Σούδα, το Σέξτο και τον Απολλώνιο Δύσκολο.

Από τα αποδιδόμενα στο Δημόκριτο έργα είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Μέγας Διάκοσμος ήταν στην πραγματικότητα έργο του Λεύκιππου. Η πληροφορία αυτή προέρχεται από την Περιπατητική Σχολή και μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη, αφού έχει την αφετηρία της στις ειδικές πραγματείες για τον Δημόκριτο, που συνέταξαν τόσο ο Αριστοτέλης όσο και ο Θεόφραστος. Στον Λεύκιππο αποδίδεται από τον Αέτιο και ένα άλλο έργο, το Περί Νου. Το περιεχόμενο του έργου μπορεί να αποτελούσε μια επίθεση κατά της Αναξαγόρειας θεωρίας για το Νου που διακοσμεί τα πράγματα.

Αν κρίνουμε από τον αριθμό των έργων του Δημόκριτου, η συγγραφική του δραστηριότητα πρέπει να εκτεινόταν σε μια μεγάλη χρονική περίοδο. Δεν μπορούμε, ωστόσο, να αποδώσουμε διαφορετικά έργα σε διαφορετικές περιόδους της ζωής του, αφού κανένα απ’ αυτά τα έργα δε σώθηκε ακέραιο. Ούτε και η δήλωσή του ότι έγραψε το Μικρό διάκοσμο 730 χρόνια μετά την πτώση της Τροίας (απ. Ι) μας βοηθά ιδιαίτερα στη χρονολόγηση του έργου, αφού αγνοούμε πότε τοποθετούσε τον Τρωικό πόλεμο ο φιλόσοφος.

Το ύφος του Δημόκριτου επαινούνταν πολύ στην αρχαιότητα. Ήταν ποιητικό, αν και όχι σε στίχο, γοργό και με διαυγή εκφραστικά μέσα, διακρινόταν για τη μορφική του τελειότητα, την εύστοχη χρήση των λέξεων και την σαφήνεια. Από τον τεράστιο όγκο των γραπτών του σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα, κυρίως ηθικού περιεχομένου, τα οποία ανευρίσκονται σε μεταγενέστερους συγγραφείς ως παραθέματα ή παραφράσεις.

Κύριες πηγές μας για την φιλοσοφία του είναι ο Θεόφραστος, ο Σέξτος ο Εμπειρικός, ο Αλέξανδρος από την Αφροδισιάδα, ο Ιωάννης Φιλόπονος, ο Σιμπλίκιος. Οι ερμηνείες της φιλοσοφίας του Δημόκριτου, οι οποίες δίνονται απ’ αυτούς τους συγγραφείς, αποτελούν οδηγό και για την σύγχρονη έρευνα. Η τελευταία πρέπει πάντα να είναι προσεκτική κυρίως στην περίπτωση του Αριστοτέλη (και των σχολιαστών του), αφού ο τελευταίος έχει την τάση να παρουσιάζει τις απόψεις των προγενεστέρων του φιλοσόφων μέσα από το πρίσμα της δικής του τελολογικής φιλοσοφίας.

Πολλοί προσπάθησαν να εξηγήσουν το λόγο, για τον οποίο χάθηκαν τα έργα του Δημόκριτου. Άλλοι απέδωσαν την απώλεια στην τύχη, άλλοι στους Επικούρειους, οι οποίοι θα ωφελούνταν από την απώλεια του έργου του Δημόκριτου, καθώς μ’ αυτόν τον τρόπο δεν θα ήταν πια φανερή η έλλειψη πρωτοτυπίας της θεωρίας τους. Άλλοι θεώρησαν την απώλεια συνέπεια της κακής φήμης που είχε ο Δημόκριτος ως πρόδρομος των Επικουρείων. Η τρίτη εκδοχή φαίνεται πλησιέστερη στην αλήθεια, αφού ως γνωστόν χάθηκε και το έργο των ίδιων των Επικουρείων.

Ο Δημόκριτος ήταν επίσημα ο πρώτος που επινόησε την ατομική θεωρία, ή την δέχτηκε από το δάσκαλό του Λεύκιππο, για να την διαμορφώσει και να την επεκτείνει σε όλα τα φυσικά φαινόμενα, θεμελιώνοντας την θεωρία επιστημονικά και ανοίγοντας τις πύλες στις Φυσικές επιστήμες.

Θεωρούσε ότι η ύλη αποτελείτο από αδιάσπαστα, αόρατα στοιχεία, τα άτομα. Επίσης ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε ότι ο Γαλαξίας είναι το φως από μακρινά αστέρια. Ήταν ανάμεσα στους πρώτους που ανέφεραν ότι το σύμπαν έχει και άλλους “κόσμους” και μάλιστα ορισμένους κατοικημένους. Ο Δημόκριτος ξεκαθάριζε ότι το κενό δεν ταυτίζεται με το τίποτα (“μη ον”), είναι δηλαδή κάτι το υπαρκτό. Δεν ήταν καθόλου φιλόδοξος και προτιμούσε το «λάθε βιώσας».

Λέγει ο ίδιος:

«Ήλθον γαρ, φησίν, εις Αθήνας και ου τις με έγνωκεν»

«Αγαθόν δε ου το μη αδικείν, αλλά το μη εθέλειν (αδικείν)», Δημοκρίτου απόσπασμα 69.
– Αληθινή αρετή δεν είναι απλώς το να αποφεύγεις την αδικία, αλλά κυρίως το να μην την επιθυμείς καν.

«Όπερ μάλιστα την αρετήν συνέχει, το αιδείσθαι», Δημ. 179.
– Εκείνο που περισσότερο από όλα τα άλλα συγκρατεί την αρετή, είναι η αιδώς (ο σεβασμός, ο αυτοσεβασμός, η συστολή για αποφυγή κακής πράξης).

«Αληθομυθέειν χρεών (εστιν), ου πολυλογέειν», Δημ. 225.
– Έχουμε χρέος να αληθολογούμε και όχι να πολυλογούμε.

«Αλογιστίη μη ξυγχωρέειν ταίσι κατά τον βίον ανάγκαις», Δημ. 289.
– Είναι αφροσύνη να μη συμβιβάζεται κανείς με τις πρακτικές ανάγκες τής ζωής.

«Αμαρτίης αιτίη η αμαθίη του κρέσσονος», Δημ. 83.
– Αιτία σφάλματος είναι η αμάθεια του ισχυροτέρου.

«Κρέσσον τα οικήια ελέγχειν αμαρτήματα ή τα οθνεία», Δημ. 60.
– Είναι καλύτερα να αποδοκιμάζουμε τα δικά μας σφάλματα παρά τα ξένα.

«Ο μεν επιτυχών γαμβρού εύρεν υιόν, ο δε αποτυχών απώλεσε και θυγατέρα», Δημ. 272.
– Όποιος πέτυχε καλόν γαμπρό, είναι σαν να βρήκε γιό, ενώ όποιος απέτυχε σε αυτό, είναι σαν να έχασε και τη θυγατέρα του.

«Γνώμης δύο εισίν ιδέαι, η μεν γνησίη, η δε σκοτίη», Δημ. 11.
– Υπάρχουν δύο είδη γνώσης, η αληθινή (σαφής) και η ανακριβής (ασαφής).

«Η εν δημοκρατίη πενίη τής παρά τοις δυνάστησι (δυνάσταις) καλεομένης ευδαιμονίης τοσουτόν εστίν αιρετωτέρη, οκόσον (οπόσον) ελευθερίη δουλείης», Δημ. 251.
– Η φτώχεια (που παρατηρείται) μέσα στο δημοκρατικό πολίτευμα είναι τόσο προτιμότερη από τη δυναστική «ευδαιμονία», όσο (προτιμότερη είναι) η ελευθερία από τη δουλεία.

«Μηδέ υπέρ τε δύναμιν αιρείσθαι τού εωυτού και (υπέρ) φύσιν», Δημ. 3.3.
– Να μην προβαίνεις σε επιλογές που ξεπερνούν τη δύναμή σου και τη φύση.

«Ελπίδες μεν των ορθά φρονεόντων εφικταί, αι δε των αξυνέτων αδύνατοι», Δημ. 58.
– Οι ελπίδες τών συνετών είναι πραγματοποιήσιμες, ενώ εκείνες τών ασυνέτων ουτοπικές.

«Ευδαιμονίη ουκ εν βοσκήμασιν οικεί ουδέ εν χρυσώ. ψυχή οικητήριον δαίμονος», Δημ. 171.
– Η ευτυχία δεν κατοικεί στα ζώα που βοσκούν, ούτε στον χρυσό. ενδιαίτημα του Θεού (που είναι πηγή τής ευτυχίας) είναι η ψυχή (του ανθρώπου).

«Πάντων κάκιστον η ευπετείη παιδεύσαι την νεότητα. αύτη γάρ εστιν ή τίκτει τάς ηδο-νάς ταύτας, εξ ών η κακότης γίγνεται», Δημ. 178.
– Το χειρότερο στοιχείο στην εκπαίδευση της νεολαίας είναι η ευκολία. διότι αυτή γεννάει εκείνες τις ηδονές, από τις οποίες προέρχεται η κακία.

«Ούτε τέχνη ούτε σοφίη εφικτόν, εάν μη μάθη τις», Δημ. 59.
– Έξω από τη μάθηση δεν μπορεί κανείς να γίνει κάτοχος της Τέχνης ή της Επιστήμης.

«Το αεί μέλλειν ατελέας ποιεί τας πρήξιας», Δημ. 81.
– Οι συνεχείς αναβολές οδηγούν σε ατελείς πράξεις.

«Ανθρώποισι των αναγκαίων δοκεί είναι παίδας κτήσασθαι», Δημ. 278.
– Η απόκτηση παιδιών φαίνεται στους ανθρώπους ότι είναι κάτι το ηθικώς αναγκαίο.

«Κρέσσονές εισιν αι των πεπαιδευμένων ελπίδες ή ο των αμαθών πλούτος», Δημ. 185.
– Οι ελπίδες των μορφωμένων είναι πιο σημαντικές από τον πλούτο τών αμαθών.

«Σοφίη άθαμβος αξίη πάντων», Δημ. 216.
– Η ήρεμη σοφία έχει καθολική αξία.

«Ανδρί σοφώ πάσα γη βατή», Δημ. 247.
– Στον σοφό άνθρωπο είναι προσιτή κάθε χώρα.

«Αγαθόν δε ου το μη αδικείν, αλλά το μη εθέλειν (αδικείν)», Δημοκρίτου απόσπασμα 69.
– Αληθινή αρετή δεν είναι απλώς το να αποφεύγεις την αδικία, αλλά κυρίως το να μην την επιθυμείς καν.

«Άνθρωποι τύχης είδωλον επλάσαντο πρόσφασιν ιδίης αβουλίης», Δημ. 119.
– Οι άνθρωποι επινόησαν τη θεά τύχη, για να δικαιολογούν τη δική τους απερισκεψία.

«Φειδώ τοι χρηστή. εν καιρώ δε και δαπάνη», Δημ. 229.
– Η φειδωλή (λελογισμένη) χρήση είναι ωφέλιμη. στον κατάλληλο χρόνο (ωφέλιμη είναι) και η δαπάνη.

«Εύ λογίζεσθαι, εύ λέγειν και πράττειν ά δει», Δημοκρίτου απόσπασμα 2.
– Να σκέφτεσαι σωστά, να μιλάς σωστά και να πράττεις αυτά που πρέπει.

«Νόμω και άρχοντι και τω σοφωτέρω είκειν κόσμιον», Απ. 47.
– Είναι φρόνιμο να δείχνεις υπακοή στον νόμο, στον άρχοντα και σε κάθε σοφότερόν σου.

«Χαλεπόν άρχεσθαι υπό χερείονος (=χείρονος)», Απ. 42.
– Είναι βαρύ πράγμα να κυβερνάσαι από κάποιον χειρότερόν σου.

«Ο χρημάτων παντελώς ήσσων ουκ άν ποτέ είη δίκαιος», Απ. 50.
– Όποιος είναι υποδουλωμένος στο χρήμα, δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να είναι δίκαιος.

«Πολλοί, δρώντες τα αίσχιστα, λόγους αρίστους ασκέουσιν (=ασκούσιν)», Απ. 53α.
– Πολλοί άνθρωποι, αν και διαπράττουν αισχρότατα έργα, ωστόσο λένε πανέμορφα λόγια.

«Προβουλεύεσθαι κρείσσον προ των πράξεων ή μετανοείν», Απ. 66.
– Είναι καλύτερα να σκέφτεσαι πριν από τις πράξεις παρά να μετανοείς αργότερα γι’ αυτές.

«Μη πάσιν αλλά τοις δοκίμοισι πιστεύειν• το μεν γαρ εύηθες, το δε σωφρονέοντος (=σωφρονούντος)», Απ. 67.
– Μη δείχνεις σε όλους εμπιστοσύνη παρά μόνο στους δοκιμασμένους• διότι το πρώτο αποτελεί ανοησία, ενώ το δεύτερο δείγμα σωφροσύνης.

«Δόκιμος ανήρ και αδόκιμος ουκ εξ ών πράσσει μόνον, αλλά και εξ ών βούλεται», Απ. 68.
– Ο άξιος και ο ανάξιος δεν φαίνονται μόνο από όσα κάνουν, αλλά και από όσα θέλουν.

«Χρήματα πορίζειν μεν ουκ αχρείον, εξ αδικίης (=αδικίας) δε πάντων κάκιον», Απ. 78.
– Το να αποκτάς αγαθά δεν είναι αισχρό• όμως, το να τα αποκτάς αδικώντας, είναι το χειρότερο από όλα.

«Κίβδηλοι και αγαθοφανέες (=αγαθοφανείς) οι λόγω μεν άπαντα, έργω δε ουδέν έρδοντες», Απ. 82.
– Κάλπικοι και υποκριτές είναι όσοι στα λόγια κάνουν τα πάντα, ενώ στα έργα τίποτε.

«Πλεονεξίη (=πλεονεξία) το πάντα [μεν] λέγειν, μηδέν δε εθέλειν ακούειν», Απ. 86.
– Είναι πλεονεξία το να λες τα πάντα, αλλά να μη θέλεις να ακούς τίποτε.

«Καλόν εν παντί το ίσον• υπερβολή δε και έλλειψις ού μοι δοκεί», Απ. 102.
– Είναι ωραίο πράγμα η ισότητα παντού, ενώ η υπερβολή ή η έλλειψη είναι, νομίζω, το αντίθετο.

«Τους πόνους διώκειν, αφ’ ών τα μεγάλα και λαμπρά γίγνονται τοις ανθρώ-ποις», Απ. 157.
– Να επιδιώκεις τούς κόπους, από τους οποίους προέρχονται τα μεγάλα και λα-μπρά αγαθά στους ανθρώπους.

«Ούτε λόγος εσθλός φαύλην πρήξιν (=πράξιν) αμαυρίσκει, ούτε πρήξις αγαθή λόγου βλασφημίη (=βλασφημία, δοτική) λυμαίνεται», Απ. 177.
– Ούτε ένας καλός λόγος μπορεί να εξαλείψει μια κακή πράξη, ούτε μια καλή πράξη μπορεί να μολυνθεί από την κακολογία.

«Ομοφροσύνη φιλίην (=φιλίαν) ποιεί», Απ. 186.
– Η ομοφροσύνη δημιουργεί αγάπη.

«Λήθη τών ιδίων κακών θρασύτητα γεννά», Απ. 196.
– Όποιος ξεχνά τις δικές του κακές πράξεις, αποθρασύνεται.

«Οικήιον (=οικείον) ελευθερίης (=ελευθερίας) παρρησίη (=παρρησία)», Απ. 226.
– Γνώρισμα της ελευθερίας είναι η ελευθεροστομία.

«Ουκ αν εκώλυον οι νόμοι ζην έκαστον κατ’ ιδίην (=ιδίαν) εξουσίην (=εξουσίαν), ει μή έτερος έτερον ελυμαίνετο», Απ. 245.
– Δεν θα εμπόδιζαν οι νόμοι να ζει ο καθένας όπως θα μπορούσε, αν ο ένας δεν θα έβλαπτε τον άλλον.

«Ο νόμος βούλεται μεν ευεργετείν βίον ανθρώπων, δύναται δε, όταν αυτοί βούλωνται πάσχειν εύ• τοίσι (=τοις) γαρ πειθομένοισι (=ποιθομένοις) την ιδίην (=ιδίαν) αρετήν ενδείκνυται», Απ. 248.
– Ο νόμος θέλει να παρέχει ευεργεσίες στην ανθρώπινη ζωή, αλλά μπορεί (να κάνει αυτό), όταν οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουν τη θέληση να δεχθούν ευεργεσίες. Γιατί ο νόμος δείχνει την αγαθοποιό δύναμή του (μονάχα) σε αυτούς που υπακούουν (σε αυτόν).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου