Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2022

Φι­λοσο­φι­κὰ Ἀνέκ­δο­τα

Ὁ Θάνατος (καὶ ἡ ἀ­γά­πη γιὰ τὴ ζω­ή)


Ένας Κινέζος μανδαρίνος πρό­τει­νε κά­πο­τε στὸν κυ­βερ­νή­τη μιᾶς ἐ­παρ­χί­ας ἕ­να μέ­τρο ποὺ δὲν ἄρ­γη­σε νὰ υἱ­ο­θε­τη­θεῖ.

Τὴν ὥ­ρα ποὺ τὸ θύ­μα ἀ­κουμ­ποῦ­σε τὸ κε­φά­λι στὸ κού­τσου­ρο γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει ὁ δή­μιος νὰ τὸ ἀ­πο­κό­ψει, ἔ­φτα­νε καλ­πά­ζον­τας ἕ­νας πλου­μι­σμέ­νος ἱπ­πέ­ας καὶ φώ­να­ζε: «Στα­μα­τῆ­στε! Ὁ Ἄρ­χον­τας ἔ­δω­σε χά­ρη στὸν κα­τα­δι­κα­σμέ­νο.»

Ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ τῆς ὑ­πέρ­τα­της εὐ­φο­ρί­ας ὁ δή­μιος ἔ­κο­βε τὸ κε­φά­λι τοῦ εὐ­τυ­χι­σμέ­νου θνη­τοῦ.

Το ον (και η ουσία αυτού που είναι)

Ένας Κινέζος σοφός περιδιαβάζει με τον μαθητή του.

Περνούν ένα γεφύρι.

“Ποια είναι η ουσία (ή το είναι) του γεφυριού”; ρωτάει ο μαθητευόμενος φιλόσοφος.

Ο δάσκαλός του τον κοιτάει και με μια σπρωξιά τον ρίχνει στο ποτάμι.

Ο έρωτας (η ψυχή, η αρνητικότητα κι ο θάνατος)

Ένας γερμανος φοιτητής πάει ένα βράδυ στο χορό.

Εκεί βρίσκει μια πανέμορφη κοπέλα με κατακάστανα μαλλιά κι ολόλευκο δέρμα.

Γύρω απ’ το λαιμό της μια λεπτή μαύρη κορδέλα μ’ ένα μικρότατο κομπάκι.

Ο φοιτητής χορεύει όλη τη νύχτα με την κοπέλα.

Την αυγή την πηγαίνει στη σοφίτα του.

Όταν αρχίζει να την ξεντύνει η κοπέλα τον θερμοπαρακαλεί να μην της βγάλει την κορδέλα που έχει στο λαιμό.

Μένει γυμνή στην αγκαλιά του με τη λεπτή κορδέλα της.

Αγαπιούνται κι ύστερα αποκοιμιούνται.

Ο φοιτητής ξυπνάει πρώτος και κοιτάζει το κοιμισμένο πρόσωπο της κοπέλας που, ακουμπισμένη στο άσπρο μαξιλάρι, εξακολουθεί να έχει τη μαύρη κορδέλα στο λαιμό.

Με μία κίνηση ακριβείας λύνει τον κόμπο.

Και το κεφάλι της κοπέλας κυλάει κατάχαμα.

(αναστροφές και αντιμεταθέσεις)

Ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλοι.

Ο μαζοχιστής: Πέφτω στα πόδια σου, κάνε με σήμερα πραγματικά να πονέσω, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, όσο πιο πολύ μπορείς.

Ο σαδιστής: Όχι!

Ο μαζοχιστής: Σ’ ευχαριστώ.

Θεός (ἢ τὸ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὸ καὶ θεο-λο­γι­κὸ Ἀ­πόλυ­το)

Ένας βραχμάνος ἀρ­χι­ε­ρέ­ας κα­λεῖ τοὺς ἀν­τιρ­ρη­σί­ες νὰ πά­ρουν τὸ λό­γο.

«Ὁ θε­ός σας εἶ­ναι φε­νά­κη», πα­ρα­τη­ρεῖ δί­και­α κά­ποι­ος.

«Ἡ θρη­σκεί­α σας εἶ­ναι ψέ­μα καὶ χί­μαι­ρα κι ἐ­σεῖς, οἱ ἱ­ε­ρεῖς, τὸ στή­ριγ­μα τῆς κα­ται­σχύ­νης.

Θε­ός, θρη­σκεί­α καὶ ἱ­ε­ρεῖς πρέ­πει νὰ κα­τα­πο­λε­μη­θοῦν καὶ νὰ ἐκ­μη­δε­νι­στοῦν.

Τί ἔ­χεις νὰ μοῦ πεῖς, ἐ­σύ, ἀρ­χι­ε­ρέ­α;».

«Κι ἐ­σὺ δι­κός μας εἶ­σαι», τοῦ ἁ­παν­τᾶ γα­λή­νια ὁ βραχ­μά­νος.

Ἡ Γλώσσα (ὀν­το-λο­γί­α: ὁ λό­γος τοῦ ὄν­τος)

Επτά κάτοικοι τῆς Ἀ­τλαν­τί­δας ξε­κι­νοῦν γιὰ ἕ­να πε­ρί­πα­το.

Ἕ­νας ποι­η­τής. Ἕ­νας ζω­γρά­φος. Ἕ­νας λη­στής. Ἕ­νας το­κο­γλύ­φος. Ἕ­νας ἐ­ρω­τευ­μέ­νος. Ἕ­νας στο­χα­στής.

Φτά­νουν στὴν εἴ­σο­δο μιᾶς σπη­λιᾶς.

«Τί μέ­ρος κα­τάλ­λη­λο γιὰ ἔμ­πνευ­ση!» ἀ­να­φω­νεῖ ὁ ποι­η­τής.

«Τί ὑ­πέ­ρο­χο ζω­γρα­φι­κὸ θέ­μα!» λέ­ει ὁ ζω­γρά­φος.

«Τί τό­πος πρό­σφο­ρος γιὰ προ­σευ­χή!» ψαλ­μω­δεῖ ὁ ἱ­ε­ρέ­ας.

«Τί ὀ­νει­ρε­μέ­νη το­πο­θε­σί­α γιὰ ἐ­νέ­δρα!» ὁ­μο­λο­γεῖ ὁ λη­στής.

«Μιὰ ἀ­νυ­πέρ­βλη­τη κρυ­ψώ­να!» μουρ­μου­ρί­ζει ὁ το­κο­γλύ­φος.

«Τί κα­τα­φύ­γιο γιὰ τὸν ἔ­ρω­τά μου!» ὀ­νει­ρο­πο­λεῖ φω­να­χτὰ ὁ ἐ­ρω­τευ­μέ­νος.

«Εἶ­ναι μιὰ σπη­λιά!» συμ­πλη­ρώ­νει ὁ στο­χα­στής.

Πραγματικὸ καὶ Φανταστικό (οἱ μυθο-λο­γι­κὲς πα­γί­δες)

Ένα ζευγάρι κέν­ταυ­ροι ἀ­πο­θαυ­μά­ζει τὸ παι­δί του ποὺ χο­ρο­πη­δά­ει ἀ­πὸ δῶ κι ἀ­πὸ ‘­κεῖ σὲ μιὰ πα­ρα­λί­α τῆς Με­σο­γεί­ου.

Ὁ πα­τέ­ρας γυρ­νά­ει πρὸς τὴ μά­να καὶ τὴ ρω­τά­ει:

«Πρέ­πει ἄ­ρα­γε νὰ τοῦ ποῦ­με πὼς δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ ἕ­νας μύ­θος;»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου