Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2022

ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ

Με τον γενικό όρο Απόκρυφα, ονομάζονται αρχαία κείμενα θρησκευτικού περιεχομένου που έχουν αποκλεισθεί από τον Κανόνα της Αγίας Γραφής. Οι χριστιανικές εκκλησίες θεωρούν ότι τα κείμενα αυτά έχουν συνταχθεί κατ' απομίμηση των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής και έχουν αποκλειστεί από τους κανόνες τους. Κατά κύριο λόγο, οι ερευνητές θεωρούν ότι τα βιβλία αυτά συντάχθηκαν μεταξύ του 2ου π.Χ. και του 4ου μ.Χ. αιώνα από Ιουδαίους και χριστιανούς συγγραφείς (αν και συνέχισαν να γράφονται ανάλογα κείμενα μέχρι και τον 13ο αιώνα μ.Χ.), οι οποίοι με απομίμηση του τίτλου, του ονόματος του συγγραφέα, της μορφής και του περιεχομένου, επιδίωκαν να εξασφαλίσουν στα έργα τους κανονικό κύρος. Τα βιβλία αυτά διακρίνονται σε απόκρυφα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.

Οι Προτεστάντες χριστιανοί, ονομάζουν «ψευδεπίγραφα» τα ως «απόκρυφα» χαρακτηριζόμενα βιβλία της Π. Διαθήκης από τους Ορθόδοξους και τους Ρωμαιοκαθολικούς, ενώ ως «απόκρυφα» χαρακτηρίζουν συνήθως τα ονομαζόμενα από τους Ρωμαιοκαθολικούς «δευτεροκανονικά» και από τους Ορθόδοξους «αναγιγνωσκόμενα» ή «δευτεροκανονικά» βιβλία της Π. Διαθήκης.

ΤΑ ΤΕΡΑΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΞΕΡΑΣΕ Η ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑΪΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΟΥΝ ΦΑΝΑΤΙΚΑ ΟΙ (ΑΝΟΗΤΟΙ) ΓΚΟΪΜ

Α' Απόκρυφα της Παλαιάς Διαθήκης

Απόκρυφα βιβλία σύμφωνα με τις απόψεις της πλειονότητας των Ιουδαίων και των (Γκοΐμ) Χριστιανών,

Εκτός από τα κανονικά βιβλία, που απαρτίζουν τον κανόνα της Π. Διαθήκης, υπήρξαν και άλλα θρησκευτικής φύσεως έργα, μεταγενέστερα, τα όποια αποκλείσθηκαν απ' αυτόν, ως στερούμενα θεοπνευστίας. Τα έργα αυτά, είναι γραμμένα κατ' απομίμηση των κανονικών βιβλίων και αποδίδονται ψευδώς σε γνωστούς βιβλικούς συγγραφείς. Τα απόκρυφα, που είναι κυρίως παλαιστινιακής άλλα και ελληνιστικής προέλευσης, προέρχονται κυρίως από το χρονικό διάστημα 200 π.Χ. - 100 μ.Χ. και περιέχουν τις θρησκευτικές αντιλήψεις και προσδοκίες του ιουδαϊκού λαού της εποχής τους. Εμφανίστηκαν με αξιώσεις θεοπνεύστων βιβλίων για την απόκτηση κανονικού κύρους, άλλα τόσο οι Ιουδαίοι όσο και οι χριστιανοί τα απέκλεισαν από τον κανόνα της Π. Διαθήκης καθώς το περιεχόμενο τους θεωρήθηκε ξένο προς το μήνυμα της σωτηρίας που αποκαλύπτεται στα κανονικά βιβλία. Η γλώσσα των σωζομένων αποκρύφων είναι η εβραϊκή, αραμαϊκή, Ελληνική καθώς και μεταφράσεις:

1. Θρύλοι για πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης

· Το βιβλίο των Ιωβηλαίων

· Η διαθήκη των δώδεκα Πατριαρχών

· Το μαρτύριο του Ησαΐα

· Ζωή του Αδάμ και της Εύας

· Βίοι Προφητών

· Παραλειπόμενα του Ιερεμία

· Διαθήκη του Ιώβ

· Διαθήκη του Αβραάμ

· Διαθήκη του Σολομώντος κ.ά.

2. Ύμνοι

· Ψαλμοί του Σολομώντος

· Άσμα

· Προσευχή του Μανασσή κ.ά.

3. Διδακτικά

· Πιρκέ Αμπόθ (Ρητά των Πατέρων)

4. Αποκαλυπτικά

· Πρώτος Ενώχ

· Ανάληψη του Μωυσή

· Δεύτερος Ενώχ

· Δεύτερος Βαρούχ

· Τρίτος Βαρούχ

· Σχόλιο του Αββακούμ

· Αποκάλυψη του Λάμεχ κ.ά.

Β' Απόκρυφα της Καινής Διαθήκης

Τα απόκρυφα της Καινής Διαθήκης γενικά περιλαμβάνουν ανώνυμα ή ψευδεπίγραφα χριστιανικά κείμενα τα οποία γράφτηκαν από τον 2ο αιώνα και έπειτα και τα οποία δεν περιλήφθηκαν στον κανόνα της Καινής Διαθήκης.

Διάφορα ήταν τα αίτια που οδήγησαν στην παραγωγή απόκρυφης φιλολογίας της Καινής Διαθήκης:

1. Η ευσεβής φαντασία κάποιων αγνώστων συγγραφέων, που απέδωσαν τα έργα τους σε γνωστά πρόσωπα της εκκλησίας, θέλησε να καλύψει τα κατά τη γνώμη τους "κενά" της Καινής Διαθήκης και ιδιαίτερα της ζωής του Ιησού και της μητέρας του Μαρίας καθώς και των Αποστόλων. Για παράδειγμα, η πληροφορία του Ιω.20,30: "πολλά μεν ούν και άλλα σημεία εποίησεν ο Ιησούς... α ουκ εστίν γεγραμμένα εν τω βιβλίω τούτω" ήταν αρκετή για να αποτελέσει έρεισμα για τους αποκρυφογράφους. Κάποιες φορές, δευτερεύοντα ή ανώνυμα πρόσωπα της Καινής Διαθήκης αναφέρονται με συγκεκριμένο όνομα, που επικράτησε στην παράδοση της εκκλησίας, κυρίως στη λειτουργική, και διαδραματίζουν έναν πιο σημαντικό ρόλο στα Απόκρυφα. Έτσι, ο ανώνυμος εκατόνταρχος της σταύρωσης παραδίδεται με το όνομα Λογγίνος ενώ οι δύο ληστές ονομάζονται Γίστας και Δισμάς. Επίσης, συχνά παρουσιάζονται μυθώδεις διηγήσεις γιά περιόδους της ζωής του Ιησού που δεν αναλύονται εκτενώς στα κανονικά ευαγγέλια, όπως είναι η παιδική ηλικία, η κάθοδος στον Άδη κ.ά.

2. Η απόκρυφη φιλολογία έγινε το όχημα για τη διάδοση "αιρετικών" διδασκαλιών. Ο Ειρηναίος π.χ. αναφερόμενος στους Γνωστικούς λέει ότι έχουν "αμύθητον πλήθος απόκρυφων και νόθων γραφών, ας αυτοί έπλασαν".

Στη διάρκεια των αιώνων τα απόκρυφα κείμενα άλλοτε καταδικάστηκαν έντονα από την εκκλησία και άλλοτε τροφοδότησαν τη λαϊκή ευσέβεια και την εκκλησιαστική τέχνη που παρουσιάζει συχνά σκηνές που η προέλευσή τους βρίσκεται στα απόκρυφα, όπως είναι λ.χ. οι σκηνές από την παιδική ηλικία της μητέρας του Ιησού, εμπνευσμένες από το Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου. Επίσης, αν και τα απόκρυφα κείμενα, δεν δίνουν στην πραγματικότητα κανένα νέο στοιχείο στην χριστιανική αποκάλυψη και υστερούν σημαντικά, συγκρινόμενα προς τα κανονικά βιβλία, από πλευράς θεολογικής εμβάθυνσης και ιστορικών στοιχείων, διασώζονται σε κάποια από αυτά παραδόσεις, στις οποίες στηρίζονται γιορτές και ύμνοι της εκκλησίας, όπως π.χ. τα Εισόδια της Θεοτόκου.

Είναι πραγματικότητα άλλωστε ότι πολλά από τα απόκρυφα αποτέλεσαν αγαπημένα αναγνώσματα για γενιές χριστιανών στη διάρκεια της ιστορίας, έστω κι αν δεν βρέθηκαν ποτέ στο κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής.

Τα Απόκρυφα κείμενα διαιρούνται σε Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές και Αποκαλύψεις. Τα σπουδαιότερα είναι:

1. Απόκρυφα ευαγγέλια

· Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου

· Καθ' Εβραίους ευαγγέλιο

· Κατά Πέτρον ευαγγέλιο

· Κατά Θωμάν ευαγγέλιο

· Ιστορία Ιωσήφ του τέκτονος

· Κατ' Αιγυπτίους ευαγγέλιο

· Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου

· Υπόμνημα των πραχθέντων επί Πιλάτου

· Ευαγγέλιο της Αληθείας

· Κατά Φίλιππον

· Κατά Θωμάν (περιέχει 114 λόγια αποδιδόμενα στον Ιησού)

· Ευαγγέλιο του Ιούδα

· Ευαγγέλιο των Εβιονιτών

2. Απόκρυφες Πράξεις

· Κήρυγμα Πέτρου

· Πράξεις Πέτρου

· Πράξεις Παύλου και Θέκλας

· Πράξεις Παύλου

· Πράξεις Ιωάννη

· Πράξεις Ανδρέα

· Πράξεις Θωμά

· Πράξεις Φιλίππου

· Πράξεις Βαρνάβα

· Πράξεις Θαδδαίου

· Πράξεις Ματθαίου και

· Πράξεις Βαρθολομαίου.

3. Απόκρυφες Επιστολές

· Επιστολή Βαρνάβα

· Αλληλογραφία Παύλου και Σενέκα

· Επιστολή Παύλου προς Λαοδικείς

· Επιστολή Ποπλίου Λεοντούλου

· Αλληλογραφία Αβγάρου με τον Ιησού.

· Επιστολή των έντεκα αποστόλων

4. Απόκρυφες Αποκαλύψεις

· Αποκάλυψη Πέτρου

· Αποκάλυψη Ιωάννου (απόκρυφο)

· Αποκάλυψη Παύλου

· Αναβατικόν Παύλου

· Αποκάλυψη Θωμά

· Αποκάλυψη Πρωτομάρτυρα Στεφάνου

· Σιβυλλικοί χρησμοί κ.ά.

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΠΟΨΗ ΓΙΑ ΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ

ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
 
Δεν είχε παρέλθει πολύς καιρός από την συμπλήρωση του Κανόνα της Κ.Δ όταν άρχισε η εμφάνιση και άλλων συγγραμμάτων που αναφέρονταν σε πρόσωπα και γεγονότα της Καινής Διαθήκης αλλά και της Παλαιάς Διαθήκης. Τα σπουδαιότερα από τα συγγράμματα αυτά γράφτηκαν τον 2ο και 3ο Αιώνα.
Τα περισσότερα από αυτά είναι Ανώνυμα αλλά ορισμένα φέρουν ονόματα ιερών Ανδρών της Αγίας Γραφής.

Τα συγγράμματα αυτά λέγονται Απόκρυφα επειδή πολλά από αυτά παρουσιάζονται σαν να περιέχουν παράδοση αποστολική που διαβιβάσθηκε κατά τρόπο μυστηριώδη κατά τρόπο Απόκρυφο και διατηρήθηκε από τους λίγους και Εκλεκτούς...

Τα αίτια που οδήγησαν στην συγγραφή αυτών των βιβλίων είναι τα εξής:

1. Η ευσεβής φαντασία ορισμένων αγνώστων συγγραφέων που απέδιδαν τα έργα αυτά σε γνωστά πρόσωπα της Εκκλησίας με σκοπό να καλύψουν τα «κενά» της Κ.Δ. Ως τέτοια «κενά» θεωρούνται ιδιαίτερα η ζωή του Ιησού της Παναγίας των Αποστόλων. Το κύριο έρεισμα των συγγραφέων είναι το χωρίο του Ιωάννου 20:30 «πολλά μεν ούν και άλλα σημεία εποίησεν ο Ιησούς… ά ουκ εστίν γεγραμμένα εν τω βιβλίω τούτω». Πολλά χωρία της Αγίας Γραφής όπως το 2 Κορινθίους 1:2 «οίδα άνθρωπον …αρπαγέντα έως τρίτου Ουρανού…και ήκουσεν άρρητα ρήματα ά ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» έδωσαν το έναυσμα να γραφτούν τέτοια βιβλία όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση το εν λόγω χωρίο απετέλεσε αφορμή συγγραφής του βιβλίου «Απόκρυφη Αποκάλυψη Παύλου». Παρά ταύτα όμως έχουμε και σημαντικά στοιχεία από τα Απόκρυφα, κυρίως πληροφορίες περί των Ονομάτων των Προσώπων της Κ.Δ όπως θα δούμε παρακάτω. Συγκεκριμένα από τα Απόκρυφα ξέρουμε ότι ο Ανώνυμος Εκατόνταρχος ονομάζεται Λογγίνος οι δύο ληστές ονομάζονται Γύστας και Δυσμάς η αιμορροούσα γυναίκα ονομάζεται Βερονίκη. Υπάρχουν όμως κατά μεγάλο μέρος μυθώδεις διηγήσεις οι οποίες δείχνουν σαφέστατα ότι τα βιβλία αυτά στερούνται θεοπνευστίας.

2. Η Επιθυμία να βρεθεί μαρτυρία με βιβλικό κύρος ούτως ώστε να θεμελιωθούν ορισμένες διδασκαλίες αιρετικής προέλευσης.

3. Απολογητικές ανάγκες αλλά και φιλοδοξίες τοπικών Εκκλησιαστικών κέντρων στο να αποδείξουν ότι οφείλουν την ίδρυσή τους στους Αποστόλους προσωπικά.

Αυτά τα βιβλία προσπαθούν να μιμηθούν τα Κανονικά Βιβλία της Αγίας Γραφής από απόψεως μορφής αλλά διαφέρουν όμως ως προς το περιεχόμενο. Τα Απόκρυφα εγράφησαν κατά τον 2ο και 3ο Αιώνα μια εποχή που άνθισε η Ελληνική Μυθιστοριογραφία η οποία επιδίδεται με ιδιαίτερο ζήλο στην αφήγηση περιπετειών.

Τότε συντάχθηκαν τα εξής έργα «Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα» του Αχιλλέως Τατίου, «Τα περί Θεαγένην και Χαρίκλειαν» του Ηλιοδώρου κ.α.

Μια σειρά τέτοιων Ευαγγελίων προέρχεται από τις διάφορες γνωστικές ομάδες οι οποίες ήθελαν να αντικαταστήσουν τα Κανονικά Ευαγγέλια. Κάθε γνωστική μερίδα η ομάδα είχε το Ευαγγέλιό της.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα Απόκρυφα Ευαγγέλια δεν είναι εντελώς διαφορετικά από τα Κανονικά, αλλά λαμβάνουν υλικό από τα τελευταία και το μεταπλάθουν θεολογικά. Αυτό είναι και το κυρίως θέμα του άρθρου μας δηλαδή να παρουσιάσουμε ορισμένα από αυτά όπως θα δούμε παρακάτω.

1. ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Τα Ευαγγέλια αυτά ήταν γνωστά στους Χριστιανούς αλλά δεν τα τόνιζαν τόσο όσο τα άλλα διότι υπήρχε ο κίνδυνος να θεωρηθεί ο Ιησούς μόνον ως Άνθρωπος.
Αυτό το οποίο υπήρξε άξιο προσοχής εκ των Απόκρυφων Ευαγγελίων ήταν η έναρξη της δημόσιας δράσης του Ιησού και κυρίως το γεγονός της βάπτισής του στον Ιορδάνη Ποταμό.

Η Αναφορά των Απόκρυφων Ευαγγελίων στην βάπτιση του Ιησού έδωσε αφορμή στους Υιοθετιστές να εκλάβουν την στιγμή της βάπτισης του Ιησού ως στιγμή που η ενανθρώπηση έλαβε χώρα ακριβώς κατά την βάπτισή του.

Η συγγραφή των Απόκρυφων Ευαγγελίων περί της ζωής του Ιησού εκπλήρωνε την επιθυμία των αναγνωστών στο να γνωρίσουν περισσότερες λεπτομέρειες περί του Ιησού. Παράλληλα βόλευε και τους Γνωστικούς οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τον δοκητικό χαρακτήρα των διηγήσεων αυτών που δείχνουν μια προσπάθεια εξυψώσεως προσώπων πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα.

Ας περάσουμε όμως στο κύριο μέρος του Άρθρου που σκοπό έχει να δείξει τα γεγονότα που περιγράφονται σε ορισμένα από τα Απόκρυφα Ευαγγέλια

α) Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου.
Εκδόθηκε για πρώτη φορά στο πρωτότυπο από τον M. Neander το 1564.
Στην χειρόγραφη παράδοση φέρει τον τίτλο «Ιστορία Ιακώβου».
Το Αρχαιότερο χειρόγραφο που έχουμε είναι του 3ου Αιώνα και υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι αρχικά υπήρχαν δύο τμήματα (1-20) και ότι το τρίτο μέρος αποτελεί πρόσθετο τμήμα κατά τον χρόνο συγγραφής του Παπύρου.
Στο πρώτο από τα δύο τμήματα περιγράφεται η γέννηση και ο βίος της Μαρίας μέχρι και της παραλαβής της υπό του Ιωσήφ. Ο Ιωακείμ πατέρας της Μαρίας άτεκνος όπως ήταν πήγε στην έρημο λόγω του ονειδισμού της ατεκνίας ενώ η Άννα ενδύθηκε νυφικό φόρεμα και προσευχήθηκε με αποτέλεσμα να εισακουσθεί η προσευχή της.
Στο δεύτερο μέρος περιγράφεται από τον Ιωσήφ η Γέννηση του Ιησού με βάση τα Τέσσερα Ευαγγέλια αλλά και με πολλές πρόσθετες πληροφορίες. Περιέχει επίσης και έναν Ύμνο στην Αειπαρθενία της Θεοτόκου ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ως κάποια προσπάθεια πρόληψης έναντι των Αρνητών της.
Στο τρίτο μέρος περιέχει την Ιστορία του Ζαχαρία , την σφαγή των Νήπιων, την διαφυγή του Ιωάννη του Βαπτιστή, και τον θάνατο του Ηρώδη.
Στο τέλος του τρίτου τμήματος υπάρχει σημείωση που δείχνει ως συγγραφέα τον Ιάκωβο και μάλιστα ως αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων ο οποίος είναι αδελφός του Κύριου και υιός του Ιωσήφ από τον προηγούμενο γάμο. Ο Ιάκωβος προφανώς διέφυγε την σφαγή και επέστρεψε μετά.
Ο συντάκτης του Ευαγγελίου κατά την σύγχρονη έρευνα προφανώς αγνοεί την Γεωγραφία της Παλαιστίνης αλλά και τα έθιμα. Έτσι δεν είναι ούτε ο Ιάκωβος όπως αναφέρεται αλλά ούτε και οποιοσδήποτε Ιουδαίος της Παλαιστίνης. Στην πραγματικότητα τα δύο πρώτα τμήματα γράφτηκαν το 180 μ.Χ. Αυτό το συμπέρασμα βασίζεται και στον Ιουστίνο όπου φαίνεται να μην γνωρίζει το βιβλίο ενώ γνωρίζει τις παραδόσεις τις οποίες διατηρεί το βιβλίο αλλά και ο Ωριγένης το αναφέρει με το όνομά του «Βίβλος Ιακώβου». Ως προς το τρίτο τμήμα πιστεύεται ότι προσετέθη στις αρχές του 3ου αιώνα και ότι ο συντάκτης του άφησε το σημείωμα περί του Ιακώβου.
Το «Βιβλίον του Ιακώβου» καταδικάσθηκε από τον Γελάσιο δια διατάγματος περί γνήσιων και νόθων βιβλίων αλλά εξακολουθούσε να διαβάζεται στην Ανατολή παρότι στην Δύση δεν συνέβαινε το ίδιο.
Η Εκκλησία παρέλαβε από αυτό το Ευαγγέλιο τα ονόματα των γονέων της Μαρίας και πάνω σε αυτό στηρίχθηκε η Εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου αλλά και πάνω σε αυτό στηρίχθηκε το δόγμα περί Ασπόρου Συλλήψεως των Ρωμαιοκαθολικών.

β) Γέννα Μαρίας
Στο τελευταίο μέρος του Παπύρου ο οποίος διατηρεί το έργο υπάρχει η σημείωση «Γέννα Μαρίας», «Αποκάλυψις Ιακώβου».Το πρώτο μέρος του τίτλου «Γέννα Μαρίας» είχε άλλο κείμενο στο οποίο αφιερώνει με ιδιαίτερη σημασία ο Επιφάνιος μετά παραθέσεως ενός σύντομου χωρίου περί του θανάτου του Ζαχαρία. Ο Επιφάνιος Κύπρου καθιστά σαφές ότι το βιβλίο αυτό ανήκε στους Γνωστικούς και το περιεχόμενο του παραθέματος μαρτυρεί το ίδιο. Είναι προφανές ότι αυτό είχε περιεχόμενο συγγενές με το ανωτέρω, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτό, επειδή αποτελεί το γνωστικό αντίστοιχο του Ευαγγελίου του Ιακώβου που γράφτηκε λίγο μετά από αυτό και με εμφανή την επίδρασή του.

γ) Παιδικόν Ευαγγέλιον Θωμά η Παιδικά του Κύριου υπό Θωμά Φιλοσόφου Ισραηλίτου
Ορισμένοι κύκλοι σχημάτισαν την εντύπωση ότι ο Θωμάς ήταν αδελφός του Κύριου και μάλιστα δίδυμος και έτσι του απεδόθη βιβλίο σχετικό με την παιδική ηλικία του Ιησού. Άλλωστε ο Θωμάς κατέχει σπουδαία θέση στην Απόκρυφη γραμματεία και ιδίως στην Γνωστική Γραμματεία.
Το έργο αυτό άρχιζε την έκθεση των γεγονότων από το πέμπτο έτος της ηλικίας του Ιησού αφήνοντας ένα κενό από την Γέννησή του.
Κάποιος άλλος συντάκτης πρόσθεσε ένα τμήμα που αναφέρεται στις δραστηριότητες που έλαβαν χώρα όσο ήταν στην Αίγυπτο.
Η σύγχρονη έρευνα αποδέχεται ότι το αρχικό κείμενο γράφτηκε στα μέσα του Β΄ αιώνα και βάση αυτού άρχισαν να προστίθενται διάφορες παραλλαγές. Ο Ειρηναίος γνώριζε ήδη το κείμενο των Μαρκιστών το οποίο περιέχει το έκτο κεφάλαιο του Παιδικού Ευαγγελίου του Θωμά. Δεν ήταν από την αρχή γνωστικής προέλευσης παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε από τους γνωστικούς. Πρόκειται σαφώς περί ορθόδοξου μυθιστορηματικού κείμενου το οποίο περιήλθε στα χεριά των Γνωστικών και νοθεύτηκε. Δεν έχει καμία συγγένεια με το Κοπτικό Ευαγγέλιο του Θωμά.
Ο συντάκτης του παιδικού Ευαγγελίου του Θωμά περιγραφεί την θαυματουργική δραστηριότητα του Ιησού από του Πέμπτου έως του δωδέκατου έτους του Ιησού εις τον Ναό. Ευχαριστιέται να παρουσιάζει τον Ιησού στα πλαίσια μιας χονδροειδούς θαυματουργικής δραστηριότητας, πλήρη υπερφυσικής δύναμης, που δεν ανέχεται να τον ενοχλήσει η να τον πλησιάσει κανένας.
Ο ενήλικος λοιπόν Ιησούς δεν θα είχε τίποτε περισσότερο από το παιδί (Ιησού) που περιγράφει ο συγγραφέας. Οι δραστηριότητες του ήταν πολλές και ποικίλες όπως περιγράφονται στο παιδικό Ευαγγέλιο του Θωμά. Κατασκεύαζε σπουργίτια από πηλό τα οποία μετά ζωοποιούσε για να πετάξουν. Καταριόταν τους συνομηλίκους του για να πεθάνουν και έφερνε πάντα σε δυσχερή θέση τους δασκάλους του. Ένας από αυτούς μάλιστα πέθανε επειδή τον θάνατο του τον προκάλεσε ο Ιησούς.
Πέρα από αυτές τις άσχημες διηγήσεις περιέχει και καλές όπως Αναστάσεις, θεραπείες, και παρόμοια.
Προαναγγέλλει την επίδοση του Ιησού ως διδασκάλου και παρουσιάζει το παιδί γεμάτο από σοφία και γνώση. Τα περί του Αλφαβήτου που την μυστηριώδη έννοια του τονίζει ο Ιησούς στον δάσκαλο του, περιλαμβάνονται και στην «Επιστολή των Αποστόλων» τα οποία χρησιμοποιούνταν και από τους Οφίτες.

Τα δύο αυτά Ευαγγέλια απετέλεσαν τις πηγές που βασίσθηκαν μεταγενέστεροι συγγραφείς για να συνθέσουν δικές τους διηγήσεις.

δ) To Αρμενικόν Ευαγγέλιον της παιδικής ηλικίας το οποίο στηρίζεται σε πρότυπο άγνωστο το οποίο επεξεργάζεται το υλικό του Ιακώβου και παρουσιάζει τους Μάγους ως αδελφούς βασιλείς (Μελχιώρ της Περσίας, Βαλτάσαρ της Ινδίας, Γασπάρ της Αραβίας) συνδέοντας το υλικό του και με άλλες πηγές.

2. Κείμενα περί των συγγενών του Ιησού.

Η Χριστιανική Γραμματεία περιόρισε το ενδιαφέρον της στο πρόσωπο του Ιησού αρχικά. Επιμέρους επεισόδια περί του βίου της Μαρίας εκτίθενται εις την «Κοίμησιν της Παρθένου Μαρίας» έργο του 5ου αιώνα που διατηρείται στο Ελληνικό πρωτότυπο και σε άλλες μεταφράσεις. Υπάρχουν δύο Αποκαλύψεις επίσης με το Όνομα της Μαρίας.

α) Η μια εξ αυτών φέρει τον τίτλο «Όρασις Μαρίας Παρθένου» όπου μνημονεύει τον Μωαμεθανισμό και βάσει αυτής της μνείας πρέπει να γράφτηκε νωρίτερα από τον 7ο αιώνα εκτός αν η σχετική μνεία αποτελεί προσθήκη από παλαιότερο υλικό. Η Αποκάλυψη λαμβάνεται από την Μαρία κατά την διάρκεια της προσευχής της στον Γολγοθά και καταγράφεται από τον Ιωάννη. Αρπάζεται η Μαρία στον Ουρανό και βλέπει την μακαριότητα των Άγιων και τον βασανισμό των ασεβών. Στις προσευχές της δίνεται η παραχώρηση του να βρίσκουν οι τιμωρημένοι αναψυχή κάθε εβδομάδα από το εσπέρας της Παρασκευής μέχρι το Πρωί της Δευτέρας. Είναι σαφές ότι στο σημείο αυτό ο συγγραφέας της Οράσεως έχει δεχθεί επίδρασες εκ της «Αποκαλύψεως Παύλου»

β) Παρόμοιο είναι και το θέμα της δεύτερης Αποκαλύψεως που φέρει τον τίτλο «Αποκάλυψις της Άγιας Θεοτόκου». Εδώ κατά την παράκληση της Μαρίας να της δοθεί η ευκαιρία να δει τους πόνους των ασεβών στον Άδη καθίσταται οδηγός της ο Άγγελος Μιχαήλ που παρουσιάζει στην Μαρία κατεξοχήν τα βάσανα των αρνούμενων να πιστέψουν την Αγία Τριάδα και στο ότι η Μαρία είναι Θεοτόκος. Ο Μιχαήλ εδώ αρνείται να μεσιτεύσει ώστε να ανακουφισθούν αυτοί που βρίσκονται στον Άδη αλλά στο τέλος η Μαρία ανυψώνεται στον Ουρανό όπου προσεύχεται με τον Μωϋσή, τον Ιωάννη, τον Παύλο και τους Αγγέλους και έτσι ο Θεός παρέχει στους ασεβείς την Ανακούφιση.

γ) Ιστορία Ιωσήφ του Τέκτονος
Είναι ένας φαντασιώδης βίος του Ιωσήφ όπως τον διηγείται ο Ιησούς στους μαθητές του κατά τον συγγραφέα.
Προέρχεται από Ελληνικό πρωτότυπο του 5ου αιώνα που συντάχθηκε στην Αίγυπτο. Το κείμενο παρουσιάζει ελαφρά επιρροή από την Αιγυπτιακή θρησκεία και την Γνώση. Το συγκεκριμένο κείμενο εμφανίζει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την ασθένεια και τον θάνατο του Ιωσήφ.

δ) Βίος Ιωάννου του Βαπτιστού
Εδώ το κείμενο με φανταστικές λεπτομέρειες περιγράφει την διαβίωση στην έρημο και τον θάνατο του Ιωάννη. Συντάχθηκε τον 4ο αιώνα.

ε) Διήγησις περί αποτομής της κεφαλής του Ιωάννου
Εδώ περιγράφεται όλος ο βίος του Ιωάννη και σώζεται στο Ελληνικό πρωτότυπο.

3. ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

α) Πράξεις Πιλάτου
Το Ευαγγέλιο αυτό είναι άκρως ενδιαφέρον και αρχίζει ως εξής «Όσα μετά τον σταυρόν και το πάθος του Κύριο ιστορήσας Νικόδημος γράμμασιν εβραїκοίς ώδε πως έχει». Πριν από αυτό υπάρχει μια προλογική σημείωση όπου αναφέρεται ότι το Ευαγγέλιο αυτό το βρήκε ο Αξιωματικός σωματοφύλακας Ανανίας και το μετέφρασε στην Ελληνική Γλώσσα επί Αυτοκράτορος Θεοδοσίου Β΄ το 425.
Το κείμενο σώζεται σε δύο παραλλαγές:
Η πρώτη περιλαμβάνει τις «Πράξεις Πιλάτου» και εκθέτει τα της δίκης, της σταυρώσεως και της ταφής του Ιησού χρησιμοποιώντας τόσο τα γραφόμενα των κανονικών Ευαγγελίων όσο και τις Απόκρυφες διηγήσεις. Σκοπό έχει αυτή η αφήγηση να αποδείξει την αθωότητα του Ιησού. Παραθέτει επίσης και κάποια συζήτηση που έγινε στο Συνέδριο περί της Αναστάσεως του Χριστού. Το τμήμα αυτό ήταν γνωστό στον Επιφάνιο όπου ο ίδιος ισχυρίζεται ότι οι Τεσσαρεσκαιδεκατίτες στηριζόταν σε αυτό για να καθορίσουν την ακριβή ημερομηνία του Πάθους στην όγδοη προ των καλενδών του Απριλίου.
Η δεύτερη παραλλαγή παραλλάσσει ορισμένα σημεία της πρώτης αλλά και προσθέτει ένα επιπλέον τμήμα με τίτλο «Εις Άδου Κάθοδος του Χριστού». Εδώ εκθέτει την μαρτυρία της Αναστάσεως του Κύριου, δύο αυτοπτών μαρτύρων Ιουδαίων, αναστάντων εκ νεκρών, υιών του Συμεών. Το τμήμα αυτό πρέπει να έχει γραφτεί μετά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο διότι έξι φορές αποδίδει τον όρο Θεοτόκος στην Μαρία.

Τα δύο τμήματα αυτά απετέλεσαν ενιαίο σύνολο αλλά μόνον στη Λατινική μετάφραση έχουν ενιαίο τίτλο ως «Ευαγγέλιον Νικοδήμου». Στην Λατινική μετάφραση παρουσιάζονται δύο σημαντικές διαφοροποιήσεις α) δίδονται ονόματα στους υιούς του Συμεώνος τα οποία είναι Καρίνος και Λεύκιος.

β) Ο Πιλάτος στέλνει αναφορά στον Αυτοκράτορα περί των γεγονότων του Ιησού αλλά ο Αυτοκράτορας δεν είναι ο Τιβέριος αλλά ο Κλαύδιος.
Οι ρίζες του κείμενου αυτού ανιχνεύονται σε προγενέστερο χρόνο και με διάφορες μορφές. Ο Ιουστίνος αναφέρει τα πρακτικά των συμβάντων κατά την ενώπιον του Πιλάτου κρίση του Ιησού «δύνασθαι μαθείν εκ των επί Πόντιου Πιλάτου γενομένων ακτών (πρακτικών)» εννοώντας ότι αυτά είναι διαθέσιμα στα αρχεία της Ρώμης. Ο Τερτυλλιανός μιλάει δύο φορές περί της Επιστολής του Πιλάτου προς τον Αυτοκράτορα Τιβέριο και παρουσιάζει ως πιστεύσαντας στην θεία προσωπικότητα του Ιησού όχι μόνον τον Έπαρχο αλλά και τον Αυτοκράτορα. Είναι προφανές για την σύγχρονη έρευνα ότι από πολύ νωρίς υπήρχε η πρόθεση να χρησιμοποιηθεί η μαρτυρία του Πιλάτου υπέρ του Χριστιανικού κηρύγματος αλλά και να δικαιωθεί ο ίδιος. Πράγματι με το πέρασμα του χρόνου θεωρήθηκε αθώος από του Αίματος του Ιησού και εισήλθε στο Αγιολόγιο της Κοπτικής Εκκλησίας. Και οι Εθνικοί όμως χρησιμοποίησαν το όνομά του για αντιχριστιανική διαφώτιση και έπλασαν υπομνήματα βλάσφημα κατά του Ιησού τα οποία εισήγαγαν στα σχολεία προς διδασκαλία επί Μαξιμίνου Δάζα (311 μ.Χ.). Ο Ευσέβιος τα μνημονεύει αυτά επανειλημμένως. Είναι όμως παράδοξο το γεγονός ότι ο Ευσέβιος φαίνεται να αγνοεί τις χριστιανικές πράξεις Πιλάτου. Η μεταγενέστερη επεξεργασία το δεύτερο τμήμα δηλαδή αποτελεί πιθανώς απάντηση στα ειδωλολατρικά αυτά υπομνήματα.
Η παράδοση συνέχισε να ασχολείται με τον Πιλάτο με αποτέλεσμα να παραχθεί πλήθος άλλων κείμενων εκ των οποίων Ελληνιστί σώζονται τα εξής:

Επιστολή Πιλάτου προς Τιβέριον
Επιστολή Τιβερίου προς Πιλάτον
Επιστολή Πιλάτου προς Ηρώδην
Επιστολή Ηρώδου προς Πιλάτον
Αναφορά Πιλάτου
Παράδοσις Πιλάτου

Το τελευταίο κείμενο περιγράφει τον μαρτυρικό θάνατο του Επάρχου που τιμωρήθηκε από τον Βασιλιά επειδή καταδίκασε τον Ιησού. Έτσι ο Πιλάτος καθίσταται άγιος «και εξετίναξεν την κεφαλήν ο πρέφεκτος και άγγελος Κυρίου εδέξατο αυτήν»

β) Υφήγησις Ιωσήφ
Εδώ το κείμενο παρουσιάζει τον από Αριμαθείας Σύνεδρο να διηγείται το Πάθος και την Ανάσταση του Χριστού και έπειτα φέρνει τον Χριστό να βαδίζει στην Γαλιλαία μαζί με τον Ιωσήφ και τον Ληστή και ξαφνικά «μετεμορφώθη Ιησούς και ουκ ήν ως το πρότερον πριν σταυρωθήναι αυτόν αλλά ήν διαπαντός φώς». Το κείμενο αυτό έχει ελαφρώς γνωστικίζοντα χρωματισμό.

γ) Διήγησις Γαμαλιήλ
Συγγενής προς το ευαγγέλιο του Νικοδήμου που περιγράψαμε πριν είναι η «Διήγησις Γαμαλιήλ» του γνωστού από τις Πράξεις και την Μίσνα νομοδιδασκάλου. Η διήγησις Γαμαλιήλ έχει χαθεί ως αυτοτελές κείμενο αλλά σπαράγματα αυτής επισημάνθηκαν στην κοπτική την αραβική και την Αιθιοπική. Προ καιρού βρέθηκε κείμενο αιθιοπικό με το όνομα «Θρήνοι Μαρίας» που προέρχεται δια χειρός του κόπτη επισκόπου Κυριακού όπου περιλαμβάνει την Διήγηση Γαμαλιήλ σχεδόν ολόκληρη εντός ομιλητικών πλαισίων. Το κείμενο «Θρήνοι Μαρίας» πιστεύεται ότι γράφτηκε τον 5ο αιώνα. Ο Γαμαλιήλ περιγράφει τα επεισόδια της σταυρώσεως και της αναστάσεως. Ως συνέπεια της έρευνας που έκανε ο Πιλάτος περί του κενού τάφου πιστεύει στην Ανάσταση του Χριστού και γι’ αυτό ανταλλάσσει Επιστολές με τον Ηρώδη.

δ) Κύκλος Άβγαρου
Διαφορετικής μορφής είναι τα κείμενα αυτά.
Κατά την πρώτη μορφή την «Αλληγορίαν Άβγαρου» ο ηγεμόνας της Εδέσσης Άβγαρος ο Ε΄ (9 μ.Χ.-46 μ.Χ.) όντας ασθενής άκουσε περί της θαυματουργικής δυνάμεως του Ιησού και του έστειλε επιστολή δια της οποίας δήλωνε την πεποίθηση ότι ο Ιησούς δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο εκτός από Θεός η υιός Θεού. Καλούσε τον Ιησού στην Έδεσσα για δύο σκοπούς α) για να θεραπεύσει τον ίδιο τον Άβγαρο β) για να αποφύγει ο Ιησούς τις επιβουλές των Ιουδαίων καταφεύγοντας ο ίδιος στην Έδεσσα.
Ο Χριστός φαίνεται να του απάντησε ως εξής: α) τον μακάριζε γιατί πίστεψε χωρίς να τον δει καθόλου β) τον πληροφορεί όμως ότι δεν θα μπορέσει να μεταβεί στην Έδεσσα διότι έχει να επιτελέσει σπουδαίο έργο στην Ιουδαία αλλά μετά την επάνοδο του στον Ουράνιο Πατέρα του θα στείλει στον Άβγαρο τον κατάλληλο άνθρωπο. Πράγματι μετά την Ανάληψη απέστειλε ο Ιησούς τον Θωμά τον Θαδδαίο η Αδδαίο έναν από τους εβδομήκοντα Αποστόλους ο οποίος στην μεταγενέστερη ελληνική παραλλαγή ταυτίζεται με τον Απόστολο Θαδδαίο η Λεββαίο ενός εκ των Δώδεκα.
Ο Άβγαρος τονίζει επίσης ότι είναι έτοιμος να επιτεθεί κατά των επιβουλευόντων του Χριστού Ιουδαίων αλλά οι Ρωμαίοι τον εμπόδισαν. Τελικά ο Άβγαρος θεραπεύθηκε από τον Ιησού.

Βιβλιογραφία
1] Παν. Χρήστου «Εκκλησιαστική Γραμματολογία»
2] J. P. MIGNE «Ελληνική Πατρολογία»
3] Ιωάννου Καραβιδόπουλου «Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη»
4] Ιωάννου Καραβιδόπουλου «Απόκρυφα Χριστ.Κείμενα Β' Απόκρυφες Πράξεις, Επιστολές».
5] Ιωάννου Καραβιδόπουλου «Απόκρυφα Χριστ.Κείμενα Α' Απόκρυφα Ευαγγέλια».

Μαρτυρίες για την αρχή του Χριστιανισμού σε αρχαία ταλμουδικά Ραββινικά κείμενα,
από τον F.F. Bruce.

"Οι Φαρισαίοι Ραβίνοι παρέδωσαν τα Ευαγγέλια στους Χριστιανούς…"
"Διαβάστε Γκοΐμ για να σωθείτε".

"Όταν το 70 μ.Χ. έπεσε η Ιερουσαλήμ, μαζί με τον Ναό, και την κυριαρχία των ιερατικών οικογενειών, έπεσε και το ανώτατο δικαστήριο, το Συνέδριο. Το μόνο τμήμα του Ιουδαϊσμού που μπορούσε ν’ αναλάβει την ανοικοδόμηση ήσαν οι Φαρισαίοι. Και πράγματι αυτό έκαναν, σε μια πνευματική κι όχι πολιτική βάση. Με την καθοδήγηση του Γιωχανάν, γιου του Ζακκά, κατασκεύασαν τα κεντρικά γραφεία τους στη Γιαβνέθ ή Γιάμνια, (ΙΑΜΝΕΙΑ) στα νοτιοδυτικά της Παλαιστίνης. Εδώ, λοιπόν, αναδιοργάνωσαν το Συνέδριο σαν ανώτατο δικαστήριο για την οργάνωση όλου του θρησκευτικού νόμου, πρώτος πρόεδρος του οποίου, στη νέα του μορφή, ήταν ο Yohanan.

Ένας μεγάλος αριθμός (εβραϊκών) νομοθετημάτων, «η παράδοση των πρεσβυτέρων», όπως αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη, είχε παραδοθεί από γενιά σε γενιά, προφορικά, κι αυξανόταν με το πέρασμα του χρόνου. Έγινε έτσι το πρώτο βήμα για την κωδικοποίηση όλου αυτού του υλικού. Το δεύτερο βήμα έγινε απ’ τον μεγάλο Ραββίνο Ακίμπα, που πρώτος κατέταξε το υλικό, σύμφωνα με τα θέματα. Μετά τον ηρωικό του θάνατο, το 135 μ.Χ., στη διάρκεια της ήττας που υπέστη ο επαναστάτης κατά της Ρώμης Βαρ – Κοχεμπά, το έργο του αναθεωρήθηκε και συνεχίστηκε απ΄ τον μαθητή του, Ραββίνο Μέιρ.

Το έργο της κωδικοποίησης ολοκληρώθηκε γύρω στο 200 μ.Χ απ’ τον Ραββίνο Ιούδα, πρόεδρο του Συνεδρίου, απ’ το 170 έως το 217. Ο όλος κώδικας του θρησκευτικού νομικού συστήματος, που συλλέχθηκε μ’ αυτό τον τρόπο είναι γνωστός ως Μισνά.

Αυτός ο κώδικας Μισνά έγινε αντικείμενο μελέτης, και πολλά σχόλια εκφράσθηκαν μ’ αυτόν από τις Ραββινικές σχολές τόσο της Παλαιστίνης όσο και της Βαβυλωνίας. Τα σχόλια αυτά η Γκεμάρα αποτέλεσαν ένα είδος συμπληρώματος της Μισνά και η Γκεμάρα αποτέλεσαν το γνωστό Ταλμούδ. Το «Ταλμούδ της Ιερουσαλήμ», που αποτελείται από τη Μισνά, μαζί με την ογκώδη Γκεμάρα των Παλαιστινιακών σχολών, συμπληρώθηκε το 300 μ.Χ. περίπου. Το κατά πολύ μεγαλύτερο Βαβυλωνιακό Ταλμούδ συνέχισε ν’ αυξάνει για δυο ακόμη αιώνες, πριν να καταγραφεί, γύρω στο 500 μ.Χ.
Καθώς η Μισνά είναι ένας νομικός κώδικας και το Ταλμούδ βιβλία με σχόλια πάνω σ’ αυτό τον κώδικα, δεν υπάρχει περίπτωση αναφοράς στον Χριστιανισμό, κι όπου υπάρχουν αναφορές είναι εχθρικές. Όπως και νάναι όμως αυτές οι αναφορές δείχνουν τουλάχιστον πως δεν υπήρχε ούτε η παραμικρή αμφιβολία για τον ιστορικό χαρακτήρα του Ιησού.

Σύμφωνα με τις γνώμες των πρώτων Ραββίνων που καταγράφονται σ’ αυτά τα έργα, ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ ήταν ένας αμαρτωλός στο Ισραήλ, που ασχολήθηκε με τη μαγεία, περιφρόνησε τα λόγια των σοφών, παραπλάνησε τον κόσμο και είπε πως δεν ήρθε να καταστρέψει τον νόμο, αλλά να τον συμπληρώσει. Κρεμάσθηκε την παραμονή του Πάσχα, με την κατηγορία της αίρεσης και παραπλάνησης του λαού. Οι μαθητές του, πέντε απ΄ τους οποίους αναφέρονται με τα ονόματα τους, γιάτρευαν αρρώστους στ’ όνομά του.

Είναι ολοφάνερο πως πρόκειται για ένα πορτραίτο του Ιησού όπως ακριβώς θα το περιμέναμε από ένα έργο γραμμένο απ’ τους Φαρισαίους. Μερικά από τα ονόματα με τα οποία ο Ιησούς αναφέρεται γίνονταν άμεσες ή έμμεσες μαρτυρίες για τις διηγήσεις των Ευαγγελίων. Η ονομασία Ha-Taluy («Ο κρεμασμένος») αναφέρεται ξεκάθαρα στον τρόπο με τον οποίο πέθανε. Ένα άλλο όνομα που του δίνεται, Ben-Pantera («Γιος Παντέρα»), κατά πάσα πιθανότητα αναφέρεται, σ’ έναν Ρωμαίο στρατιώτη, που ονομαζόταν Παντέρας.

Στα τέλη περίπου του πρώτου αιώνα μ.Χ. και στις αρχές του δεύτερου, υπήρχε όπως φαίνεται κάποια διαφωνία στους Ιουδαϊκούς κύκλους, για το κατά πόσο μερικά Χριστιανικά έργα έπρεπε ν’ αναγνωρισθούν ως κανονικά ή όχι.

(Εδώ αναφέρεται ότι οι Ραβίνοι μελετάνε το κατά πόσον τα χριστιανικά κείμενα «έπρεπε να αναγνωρισθούν ως κανονικά ή όχι»! Κανονικά για ποιους; Η απάντηση είναι μια… για τους χριστιανούς! Άρα στην Ιάμνεια και από Εβραίους Ραβίνους ξεχώρισαν τα κανονικά από τα μη κανονικά και δοθήκαν για χρήση στους Εβραίο-Χριστιανούς! Η επιβεβαίωση στην αμέσως παρακάτω σαφέστατη δήλωση: "Αυτά τα έργα, όποια κι αν ήσαν, πήραν το Ελληνικό όνομα Ευαγγέλιο").

Αυτά τα έργα, όποια κι αν ήσαν, πήραν το Ελληνικό όνομα Ευαγγέλιο. Το αμφισβητούμενο Ευαγγέλιο ήταν κατά πάσα πιθανότητα μια Αραμαϊκή μορφή του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, του Ευαγγελίου που προτιμούσαν οι Ιουδαίοι Χριστιανοί της Παλαιστίνης και των γύρω περιοχών. Λέγεται πως οι Ραββίνοι Γιωχανάν και Μέιρ έκαναν δυσμενή λογοπαίγνια με τη λέξη Ευαγγέλιο, υψώνοντας τα φωνήεντα της λέξης έτσι, ώστε να διαβάζεται Awen-gillayon ή Awon-gillayon, που σήμαιναν «Αμαρτία του Περιθωρίου» ή «Αμαρτία της Πλάκας του γραψίματος».

Αυτές οι δυσνόητες αναφορές δείχνουν πως υπήρχε κάποια επαφή ανάμεσα στους ορθόδοξους Φαρισαίους και τους Ιουδαίους Χριστιανούς, που δεν πρέπει να μας εκπλήσσει αν σκεφθούμε ως η πρώτη Παλαιστινιακή εκκλησία περιλάμβανε πιστά μέλη, που προέρχονταν απ’ την παράταξη των Φαρισαίων και πολλές χιλιάδες Ιουδαίων, που ήσαν «ζηλωτές του νόμου» (Πρξ. 15/5, 21/20).

Μετά το 70 μ.Χ., πράγματι, μπορεί αυτοί οι Ιουδαίοι Χριστιανοί να είχαν
περισσότερη επαφή με άλλους Ιουδαίου, παρά με τα μέλη των Εθνικών εκκλησιών, που ολοένα κι έκλιναν στο χαρακτηρισμό των Ιουδαίων Χριστιανών ως αιρετικών και ημι – Χριστιανών. Υπάρχουν βάσιμες πληροφορίες για να σκεφθούμε ότι αυτοί οι φυγάδες από την εκκλησία της Ιερουσαλήμ, που εγκαταστάθηκαν στην Υπεριορδανία, γύρω στο 70 μ.Χ., συνεργάστηκαν με ορισμένες ομάδες Εσσαίων, που πιθανώς περιλάμβαναν και τ’ απομεινάρια της κοινότητας του Κουμράν".

Μπορεί οι Ραβίνοι να ειρωνεύονται την Ιουδαιο - Χριστιανική αίρεση τους και ταυτόχρονα να τακτοποιούν τα βιβλία της;
Μπορούν οι Ραβίνοι να αναθεματίζουν τον Χριστό και ταυτόχρονα να του τακτοποιούν τα ευαγγέλιά του;

Ναι, γιατί αυτό ακριβώς έκαναν!

Οι άνθρωποι αυτοί μπορούσαν με απόλυτη άνεση να παίζουν ταυτόχρονα σε δυο ταμπλό.
Ολόκληρη η τελευταία παράγραφος, του παραπάνω άρθρου (από τον καθηγητή θεολογίας) αποτελεί και την πλέον ξεκάθαρη ομολογία των Ραβινο-Φαρισαίων, ότι ο Εβραιο- Χριστιανισμός, αποτελούσε την κρυφή Φαρισαιο- Εσσαιο- Κουμρανική πρόταση διασποράς του Ιουδαϊσμού στα έθνη, ώστε να μπορέσουν να εκπληρώσουν το όραμα του Αβραάμ για παγκόσμια "ευλογία" (εξουσία) του Ιουδαϊσμού επί των εθνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου