Οι ασταθείς μαζικές κοινωνίες, οι όποιες προήλθαν από αυτή τη μακρά και πολύπλευρη διαδικασία της μαζοποίησης, αντιμετωπίζουν σήμερα τα δύο μεγάλα προβλήματα που στις προηγμένες μαζικές δημοκράτες της Δύσης φαίνονται να έχουν λυθεί λιγότερο ή περισσότερο ικανοποιητικά. Το πρώτο είναι το πρόβλημα του εκδημοκρατισμού, δηλ. της αναπόδραστης συμμετοχής ευκίνητων και επίμονων μαζών στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Εφ’ όσον η συμμετοχή αυτή πραγματοποιείται με την παραχώρηση και την άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων, τα όποια συχνά θεωρούνται ανθρώπινα δικαιώματα και απαιτούνται ως τέτοια, τα δικαιώματα αυτά δεν πρέπει να αξιολογούνται ηθικά και αφηρημένα, παρά να κατανοούνται ως τα πρακτικά μέσα προς διεύρυνση του κύκλου από τον οποίο στρατολογούνται οι κυρίαρχες ελίτ προκειμένου να υποκαταστήσουν τις παλιές ολιγαρχίες. Γιατί τέτοια δικαιώματα, π.χ. η ελευθερία του λόγου, δεν πρωτοβλέπουν το φως με τον εκδημοκρατισμό· στην προδημοκρατική κατάσταση η άσκηση τους απλώς περιοριζόταν στον κύκλο των κυριάρχων, και η χορήγηση τους σε άλλους σημαίνει συγκεκριμένα ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι αποκτούν τη δυνατότητα να ασκήσουν κυριαρχία ή τουλάχιστον να δημοσιοποιήσουν συναφείς αξιώσεις. Στην ουσιώδη και πρωτογενή του συνάρτηση με τη διαδικασία της μαζοποίησης, ο εκδημοκρατισμός συντελείται ακόμα και σε μαζικές κοινωνίες που δεν γνωρίζουν ή δεν αναγνωρίζουν πολιτικά δικαιώματα με τη δυτική έννοια, έτσι ώστε σ’ αυτές η πολιτική δραστηριότητα υποχρεωτικά αναπτύσσεται μέσα από άλλους αγωγούς. Τον εκδημοκρατισμό τον αναλαμβάνουν εδώ είτε διάφοροι Καίσαρες και homines novi, οι οποίοι παραμερίζουν τις πατριαρχικές ολιγαρχίες και τις αυτόνομες φάρες μοιράζοντας ισχύ και εξουσία στους πιστούς τους, είτε μαζικά κινήματα, αδιάφορο τίνος χρώματος, τα οποία αντλούν τη νομιμοφροσύνη τους εν μέρει από χαρισματικούς ηγέτες κι εν μέρει από καθολικές αρχές που μπροστά τους τα άτομα εξισώνονται μέσω της κοινής υποταγής.
Ωστόσο ο εκδημοκρατισμός δεν αρκεί από μόνος του στις νεοφανείς ή σχηματιζόμενες μαζικές κοινωνίες. Σ’ αυτόν πρέπει να προστεθεί ο οικονομικός εκσυγχρονισμός και η οικονομική ανάπτυξη, και μάλιστα όχι μόνον επειδή πρέπει να διατραφεί ο αυξανόμενος πληθυσμός ή επειδή η άμυνα ενός φτωχού κράτους γίνεται όλο και δυσχερέστερη υπό τις σημερινές τεχνικές συνθήκες. Με τα κίνητρα αυτά που καθ’ αυτά είναι πιεστικά, συνδέεται και ένας λόγος κοινωνικός με την ευρύτερη έννοια. Μόνον ο οικονομικός εκσυγχρονισμός και η επίταση της οικονομικής προσπάθειας μπορεί να δημιουργήσει κοινωνικές δομές, οι όποιες δένουν τα άτομα με πάγιες λειτουργίες και συνάμα με το κοινωνικό σύνολο, έτσι ώστε να τεθεί φραγμός στον δριμύ κίνδυνο της ανομίας. Οι πατριαρχικές-παραδοσιακές μορφές κοινωνικής οργάνωσης είχαν τη δυνατότητα να λειτουργήσουν μονάχα με περιορισμένο αριθμό ατόμων· το ευσύνοπτο κι ελέγξιμο μέγεθος της ομάδας ήταν όρος της ύπαρξης τους, ο οποίος εκλείπει όταν οι άνθρωποι έχουν πολλαπλασιασθεί τόσο, ώστε δεν είναι πια δυνατό να στριμωχτούν μέσα στα στενά όρια των παραδεδομένων θεσμών. Η ανομία και η κοινωνική αποσύνθεση επέρχονται αυτόματα, όταν το παλιό πλαίσιο δεν μπορεί πιά να συμπεριλάβει τους ανθρώπους και θρυμματίζεται κάτω από την πίεση τους, ενώ δεν υπάρχει ακόμα ένα καινούργιο και σταθερό. Σ’ αυτή την ενδιάμεση κατάσταση μονάχα ο εκσυγχρονισμός και η επέκταση της οικονομίας μπορούν να βοηθήσουν, γιατί μονάχα ο σύγχρονος καταμερισμός της εργασίας μπορεί να οργανώσει μεγάλες μάζες με τη μορφή ενός κοινωνικού συνόλου και αντίστοιχα να τις πειθαρχήσει. Από την άποψη αυτή θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί η μαζοποίηση ως δύναμη που πιέζει τόσο προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού όσο και προς την κατεύθυνση του οικονομικού εκσυγχρονισμού.
Ο εκδημοκρατισμός και η οικονομική ανάπτυξη σε προηγμένη τεχνική βάση αποτελούν με τη σειρά τους τη γέφυρα για τη μετάβαση μιας μαζικής κοινωνίας στη μαζική δημοκρατία δυτικού τύπου. Άλλωστε και η τελευταία προήλθε από μια μαζική κοινωνία, η οποία στην πορεία της βιομηχανικής επανάστασης διέλυσε οριστικά τη φεουδαλική-πατριαρχική Ευρώπη και συνώθησε τους ανθρώπους αγεληδόν προς τις πόλεις. Τούτη η προδημοκρατική μαζική κοινωνία συνέπεσε λοιπόν κατά μεγάλο μέρος με την κυριαρχία του ολιγαρχικού φιλελευθερισμού. Εδώ βρίσκεται μια σημαντική και μελλοντικά ίσως αποφασιστική διαφορά ανάμεσα στη δυτική εξέλιξη και στην εξέλιξη των (πλείστων) άλλων χωρίον, όπου η διαδικασία της μαζοποίησης δεν συντελείται υπό τις μορφές εκείνες, οι οποίες στη Δύση προδιέγραψαν μιά λιγότερο ή περισσότερο ανώδυνη μετάβαση προς τη σύγχρονη μαζική δημοκρατία. Στη Δύση οι ιεραρχίες της φιλελεύθερης ταξικής κοινωνίας γκρεμίσθηκαν βαθμιαία με τη θυελλώδη πρόοδο της τεχνικής, με την εκλέπτυνση του καταμερισμού της εργασίας, με την κοινωνική κινητικότητα και τη μαζική ευημερία. Ο κατακερματισμός της κοινωνίας σε άτομα και η κοινωνική ισοπέδωση ακολούθησαν αυτές τις αλλαγές ή συμβάδισαν μαζί τους, και μάλιστα νομιμοποιήθηκαν ιδεολογικά με μεθερμηνείες του ήδη νικηφόρου φιλελευθερισμού. Αντίθετα, στις (πλείστες) άλλες κοινωνίες η κοινωνική ισοπέδωση και ο κατακερματισμός της κοινωνίας σε άτομα έχουν από καιρό προχωρήσει χωρίς να έχουν αντισταθμισθεί επαρκώς από τεχνικές και οικονομικές προόδους. Γι’ αυτό και συχνότατα απελευθερώνουν τις δυνάμεις της ανομίας, τις οποίες ακολούθως επιδιώκουν να χαλιναγωγήσουν αυταρχικά, θρησκευτικά ή καισαριστικά μαζικά κινήματα.
Οι παρατηρήσεις αυτές υποδεικνύουν ήδη μιά πηγή πιθανών συγκρούσεων μέσα στους κόλπους της σημερινής πλανητικής πολιτικής.
Πολλοί σχολιαστές πιστεύουν ότι η ομοθυμία που φαίνεται να επικρατεί μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ως προς την υπεροχή του δυτικού συστήματος και οι κοινοί σκοποί, οι όποιοι απορρέουν από τούτη την ομόθυμα, θα οδηγήσουν στη συναίνεση και στη συνεργασία. Ωστόσο η ειρηνική συνύπαρξη και η αγαστή σύμπνοια διόλου δεν προκύπτουν από την κοινότητα των σκοπών καθ’ αυτήν, παρά από τη συμφωνία πάνω στο ποια θέση θα καταλάβει η κάθε πλευρά κατά την επιδίωξη του κοινού σκοπού και ποια πλεονεκτήματα θα αντλήσει από την ενδεχόμενη πραγματοποίησή του. Αν οι γνώμες πάνω σ’ αυτό το πρακτικά αποφασιστικό ζήτημα διχάζονται, τότε η κοινότητα του σκοπού δεν συντείνει στην άμβλυνση παρά ακριβώς στην όξυνση των συγκρούσεων – για τον ίδιο λόγο, για τον οποίο ο χασάπης δεν έχει έχθρα με τον μανάβη απέναντι παρά με τον χασάπη δίπλα. Κοινότητα του σκοπού σημαίνει ανταγωνισμό για τους ίδιους πόρους, για τους ίδιους χώρους και για τα ίδια έπαθλα.
Προ παντός επιτεύγματα, τα όποια θα είχαν πραγματοποιηθεί με δυτικές μεθόδους, θα μπορούσαν να οδηγήσουν τους επιτυχημένους σε συγκρούσεις τόσο με τη Δύση όσο και μεταξύ τους. Αλλά και η απουσία τέτοιων επιτευγμάτων θα μπορούσε να επιφέρει το ίδιο αποτέλεσμα. Όταν πιστεύεται ότι ορισμένοι σκοποί πρέπει να τεθούν και να πραγματωθούν αναγκαίά, ενώ συνάμα διαπιστώνεται ότι η πραγμάτωση τους είναι αδύνατη, εκεί οι εκρηκτικές αντιδράσεις είναι πιθανότατες, μια αίσθηση ιστορικού αδιεξόδου και επιθετικής απογοήτευσης θα καταλάμβανε έθνη, τα όποια θα έβλεπαν πως δεν είναι σε θέση να καταφέρουν ό,τι κατά τη γενική αντίληψη πρέπει σήμερα να αναμένεται οπωσδήποτε από όποιον δεν θέλει να είναι ο παρίας και ο λεπρός του σύγχρονου κόσμου. Η διαγραφόμενη οικουμενικότητα των σκοπών θα αποτελέσει και απ’ αυτή την άποψη περισσότερο μιάν αιτία έντασης παρά έναν παράγοντα συνεννόησης. Η οικουμενικότητα αυτή δεν πρόκειται άλλωστε να διαταραχθεί ουσιαστικά από το γεγονός ότι η κάθε πλευρά θα αντιλαμβάνεται και θα πραγματώνει τους οικουμενικά αναγνωριζόμενους σκοπούς και τις αντίστοιχες αξίες κατά τον τρόπο που θα της υπαγορεύει εκάστοτε η συγκεκριμένη της ισχύς και θέση. Δεν θα ήταν κάτι κοσμοϊστορικά πρωτοφανές αν η μαζική δημοκρατία, ως κοινωνικός σχηματισμός πλανητικών διαστάσεων, παρουσίαζε ποικίλες μορφές οφειλόμενες σε διαφορετικό επίπεδο και διαφορετικούς όρους αναπτύξεως· το ίδιο παρατηρήθηκε με το δουλοκτητικό καθεστώς, με τον φεουδαλισμό ή με τον αστικό φιλελευθερισμό.
Θα πρέπει να αναμένεται ότι πάρα πολλές συγκρούσεις της αρχόμενης περιόδου της πλανητικής πολιτικής θα εμφανισθούν μέσα στην προοπτική των ιδεολογικών υποκειμένων ως αντιθέσεις ανάμεσα σε ιστορικές παραδόσεις. Όμως θα παραβλέπαμε τον αποφασιστικό παράγοντα αν τυχόν θα θέλαμε να περιγράψουμε την κατάσταση ξεκινώντας από τέτοιες κατηγορίες. Το αποφασιστικό σημείο εμπεριέχεται στο ερώτημα: ποιες δυνάμεις κινητοποιούν σήμερα διάφορες παραδόσεις και τις φέρνουν αντιμέτωπες τη μιά με την άλλη; Οι δυνάμεις αυτές δεν λανθάνουν μέσα στις ίδιες τις παραδόσεις, οι οποίες άλλωστε ριζώνουν ως επί το πλείστον σε κόσμους νεκρούς από καιρό, παρά είναι οι κινητήριες δυνάμεις των σύγχρονων μαζικοδημοκρατικών βλέψεων κι επιδιώξεων, οι οποίες έχουν ήδη αγκαλιάσει ολόκληρο τον πλανήτη. Όποιος δεν το βλέπει αυτό δεν είναι σε θέση να σταθμίσει ακριβοδίκαια ούτε τη σημερινή πλανητική συγκυρία ούτε τον ρόλο και το βάρος των παραδόσεων εντός της. Ελάχιστα διαφωτιστική θα ήταν επίσης η γενική απόφανση ότι συγκρούσεις, και μάλιστα αιματηρές, γίνονταν πάντα ανάμεσα στους ανθρώπους και θα γίνονται και στο μέλλον. Αυτό είναι ορθό, όμως τούτη η απόφανση είναι ανθρωπολογική, όχι κοινωνιολογική και ιστορική, άρα παραμένει κενή αν δεν διευκρινισθεί ποιοι παράγοντες θα αποτελέσουν μέσα στη συγκεκριμένη πλανητική κατάσταση τις πιο πιθανές και τις πιο ισχυρές αιτίες συγκρούσεων. Καμμιά επιστήμη για τον άνθρωπο και για την πολιτική δεν μπορεί να αποφύγει τη χρήση ορισμένων σταθερών μεγεθών, όμως και καμμιά πολιτική ανάλυση δεν είναι δυνατή αν τα σταθερά μεγέθη δεν εξειδικεύονται σε αναφορά με μια συγκεκριμένη κατάσταση. Για την ανάλυση της πλανητικής πολιτικής στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας μια τέτοια εξειδίκευση ενδείκνυται ιδιαίτερα στο θέμα των σχέσεων μεταξύ πολιτικής και οικονομίας όπως επίσης και στο θέμα του κράτους.
Ωστόσο ο εκδημοκρατισμός δεν αρκεί από μόνος του στις νεοφανείς ή σχηματιζόμενες μαζικές κοινωνίες. Σ’ αυτόν πρέπει να προστεθεί ο οικονομικός εκσυγχρονισμός και η οικονομική ανάπτυξη, και μάλιστα όχι μόνον επειδή πρέπει να διατραφεί ο αυξανόμενος πληθυσμός ή επειδή η άμυνα ενός φτωχού κράτους γίνεται όλο και δυσχερέστερη υπό τις σημερινές τεχνικές συνθήκες. Με τα κίνητρα αυτά που καθ’ αυτά είναι πιεστικά, συνδέεται και ένας λόγος κοινωνικός με την ευρύτερη έννοια. Μόνον ο οικονομικός εκσυγχρονισμός και η επίταση της οικονομικής προσπάθειας μπορεί να δημιουργήσει κοινωνικές δομές, οι όποιες δένουν τα άτομα με πάγιες λειτουργίες και συνάμα με το κοινωνικό σύνολο, έτσι ώστε να τεθεί φραγμός στον δριμύ κίνδυνο της ανομίας. Οι πατριαρχικές-παραδοσιακές μορφές κοινωνικής οργάνωσης είχαν τη δυνατότητα να λειτουργήσουν μονάχα με περιορισμένο αριθμό ατόμων· το ευσύνοπτο κι ελέγξιμο μέγεθος της ομάδας ήταν όρος της ύπαρξης τους, ο οποίος εκλείπει όταν οι άνθρωποι έχουν πολλαπλασιασθεί τόσο, ώστε δεν είναι πια δυνατό να στριμωχτούν μέσα στα στενά όρια των παραδεδομένων θεσμών. Η ανομία και η κοινωνική αποσύνθεση επέρχονται αυτόματα, όταν το παλιό πλαίσιο δεν μπορεί πιά να συμπεριλάβει τους ανθρώπους και θρυμματίζεται κάτω από την πίεση τους, ενώ δεν υπάρχει ακόμα ένα καινούργιο και σταθερό. Σ’ αυτή την ενδιάμεση κατάσταση μονάχα ο εκσυγχρονισμός και η επέκταση της οικονομίας μπορούν να βοηθήσουν, γιατί μονάχα ο σύγχρονος καταμερισμός της εργασίας μπορεί να οργανώσει μεγάλες μάζες με τη μορφή ενός κοινωνικού συνόλου και αντίστοιχα να τις πειθαρχήσει. Από την άποψη αυτή θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί η μαζοποίηση ως δύναμη που πιέζει τόσο προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού όσο και προς την κατεύθυνση του οικονομικού εκσυγχρονισμού.
Ο εκδημοκρατισμός και η οικονομική ανάπτυξη σε προηγμένη τεχνική βάση αποτελούν με τη σειρά τους τη γέφυρα για τη μετάβαση μιας μαζικής κοινωνίας στη μαζική δημοκρατία δυτικού τύπου. Άλλωστε και η τελευταία προήλθε από μια μαζική κοινωνία, η οποία στην πορεία της βιομηχανικής επανάστασης διέλυσε οριστικά τη φεουδαλική-πατριαρχική Ευρώπη και συνώθησε τους ανθρώπους αγεληδόν προς τις πόλεις. Τούτη η προδημοκρατική μαζική κοινωνία συνέπεσε λοιπόν κατά μεγάλο μέρος με την κυριαρχία του ολιγαρχικού φιλελευθερισμού. Εδώ βρίσκεται μια σημαντική και μελλοντικά ίσως αποφασιστική διαφορά ανάμεσα στη δυτική εξέλιξη και στην εξέλιξη των (πλείστων) άλλων χωρίον, όπου η διαδικασία της μαζοποίησης δεν συντελείται υπό τις μορφές εκείνες, οι οποίες στη Δύση προδιέγραψαν μιά λιγότερο ή περισσότερο ανώδυνη μετάβαση προς τη σύγχρονη μαζική δημοκρατία. Στη Δύση οι ιεραρχίες της φιλελεύθερης ταξικής κοινωνίας γκρεμίσθηκαν βαθμιαία με τη θυελλώδη πρόοδο της τεχνικής, με την εκλέπτυνση του καταμερισμού της εργασίας, με την κοινωνική κινητικότητα και τη μαζική ευημερία. Ο κατακερματισμός της κοινωνίας σε άτομα και η κοινωνική ισοπέδωση ακολούθησαν αυτές τις αλλαγές ή συμβάδισαν μαζί τους, και μάλιστα νομιμοποιήθηκαν ιδεολογικά με μεθερμηνείες του ήδη νικηφόρου φιλελευθερισμού. Αντίθετα, στις (πλείστες) άλλες κοινωνίες η κοινωνική ισοπέδωση και ο κατακερματισμός της κοινωνίας σε άτομα έχουν από καιρό προχωρήσει χωρίς να έχουν αντισταθμισθεί επαρκώς από τεχνικές και οικονομικές προόδους. Γι’ αυτό και συχνότατα απελευθερώνουν τις δυνάμεις της ανομίας, τις οποίες ακολούθως επιδιώκουν να χαλιναγωγήσουν αυταρχικά, θρησκευτικά ή καισαριστικά μαζικά κινήματα.
Οι παρατηρήσεις αυτές υποδεικνύουν ήδη μιά πηγή πιθανών συγκρούσεων μέσα στους κόλπους της σημερινής πλανητικής πολιτικής.
Πολλοί σχολιαστές πιστεύουν ότι η ομοθυμία που φαίνεται να επικρατεί μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ως προς την υπεροχή του δυτικού συστήματος και οι κοινοί σκοποί, οι όποιοι απορρέουν από τούτη την ομόθυμα, θα οδηγήσουν στη συναίνεση και στη συνεργασία. Ωστόσο η ειρηνική συνύπαρξη και η αγαστή σύμπνοια διόλου δεν προκύπτουν από την κοινότητα των σκοπών καθ’ αυτήν, παρά από τη συμφωνία πάνω στο ποια θέση θα καταλάβει η κάθε πλευρά κατά την επιδίωξη του κοινού σκοπού και ποια πλεονεκτήματα θα αντλήσει από την ενδεχόμενη πραγματοποίησή του. Αν οι γνώμες πάνω σ’ αυτό το πρακτικά αποφασιστικό ζήτημα διχάζονται, τότε η κοινότητα του σκοπού δεν συντείνει στην άμβλυνση παρά ακριβώς στην όξυνση των συγκρούσεων – για τον ίδιο λόγο, για τον οποίο ο χασάπης δεν έχει έχθρα με τον μανάβη απέναντι παρά με τον χασάπη δίπλα. Κοινότητα του σκοπού σημαίνει ανταγωνισμό για τους ίδιους πόρους, για τους ίδιους χώρους και για τα ίδια έπαθλα.
Προ παντός επιτεύγματα, τα όποια θα είχαν πραγματοποιηθεί με δυτικές μεθόδους, θα μπορούσαν να οδηγήσουν τους επιτυχημένους σε συγκρούσεις τόσο με τη Δύση όσο και μεταξύ τους. Αλλά και η απουσία τέτοιων επιτευγμάτων θα μπορούσε να επιφέρει το ίδιο αποτέλεσμα. Όταν πιστεύεται ότι ορισμένοι σκοποί πρέπει να τεθούν και να πραγματωθούν αναγκαίά, ενώ συνάμα διαπιστώνεται ότι η πραγμάτωση τους είναι αδύνατη, εκεί οι εκρηκτικές αντιδράσεις είναι πιθανότατες, μια αίσθηση ιστορικού αδιεξόδου και επιθετικής απογοήτευσης θα καταλάμβανε έθνη, τα όποια θα έβλεπαν πως δεν είναι σε θέση να καταφέρουν ό,τι κατά τη γενική αντίληψη πρέπει σήμερα να αναμένεται οπωσδήποτε από όποιον δεν θέλει να είναι ο παρίας και ο λεπρός του σύγχρονου κόσμου. Η διαγραφόμενη οικουμενικότητα των σκοπών θα αποτελέσει και απ’ αυτή την άποψη περισσότερο μιάν αιτία έντασης παρά έναν παράγοντα συνεννόησης. Η οικουμενικότητα αυτή δεν πρόκειται άλλωστε να διαταραχθεί ουσιαστικά από το γεγονός ότι η κάθε πλευρά θα αντιλαμβάνεται και θα πραγματώνει τους οικουμενικά αναγνωριζόμενους σκοπούς και τις αντίστοιχες αξίες κατά τον τρόπο που θα της υπαγορεύει εκάστοτε η συγκεκριμένη της ισχύς και θέση. Δεν θα ήταν κάτι κοσμοϊστορικά πρωτοφανές αν η μαζική δημοκρατία, ως κοινωνικός σχηματισμός πλανητικών διαστάσεων, παρουσίαζε ποικίλες μορφές οφειλόμενες σε διαφορετικό επίπεδο και διαφορετικούς όρους αναπτύξεως· το ίδιο παρατηρήθηκε με το δουλοκτητικό καθεστώς, με τον φεουδαλισμό ή με τον αστικό φιλελευθερισμό.
Θα πρέπει να αναμένεται ότι πάρα πολλές συγκρούσεις της αρχόμενης περιόδου της πλανητικής πολιτικής θα εμφανισθούν μέσα στην προοπτική των ιδεολογικών υποκειμένων ως αντιθέσεις ανάμεσα σε ιστορικές παραδόσεις. Όμως θα παραβλέπαμε τον αποφασιστικό παράγοντα αν τυχόν θα θέλαμε να περιγράψουμε την κατάσταση ξεκινώντας από τέτοιες κατηγορίες. Το αποφασιστικό σημείο εμπεριέχεται στο ερώτημα: ποιες δυνάμεις κινητοποιούν σήμερα διάφορες παραδόσεις και τις φέρνουν αντιμέτωπες τη μιά με την άλλη; Οι δυνάμεις αυτές δεν λανθάνουν μέσα στις ίδιες τις παραδόσεις, οι οποίες άλλωστε ριζώνουν ως επί το πλείστον σε κόσμους νεκρούς από καιρό, παρά είναι οι κινητήριες δυνάμεις των σύγχρονων μαζικοδημοκρατικών βλέψεων κι επιδιώξεων, οι οποίες έχουν ήδη αγκαλιάσει ολόκληρο τον πλανήτη. Όποιος δεν το βλέπει αυτό δεν είναι σε θέση να σταθμίσει ακριβοδίκαια ούτε τη σημερινή πλανητική συγκυρία ούτε τον ρόλο και το βάρος των παραδόσεων εντός της. Ελάχιστα διαφωτιστική θα ήταν επίσης η γενική απόφανση ότι συγκρούσεις, και μάλιστα αιματηρές, γίνονταν πάντα ανάμεσα στους ανθρώπους και θα γίνονται και στο μέλλον. Αυτό είναι ορθό, όμως τούτη η απόφανση είναι ανθρωπολογική, όχι κοινωνιολογική και ιστορική, άρα παραμένει κενή αν δεν διευκρινισθεί ποιοι παράγοντες θα αποτελέσουν μέσα στη συγκεκριμένη πλανητική κατάσταση τις πιο πιθανές και τις πιο ισχυρές αιτίες συγκρούσεων. Καμμιά επιστήμη για τον άνθρωπο και για την πολιτική δεν μπορεί να αποφύγει τη χρήση ορισμένων σταθερών μεγεθών, όμως και καμμιά πολιτική ανάλυση δεν είναι δυνατή αν τα σταθερά μεγέθη δεν εξειδικεύονται σε αναφορά με μια συγκεκριμένη κατάσταση. Για την ανάλυση της πλανητικής πολιτικής στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας μια τέτοια εξειδίκευση ενδείκνυται ιδιαίτερα στο θέμα των σχέσεων μεταξύ πολιτικής και οικονομίας όπως επίσης και στο θέμα του κράτους.
Παναγιώτης Κονδύλης, Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο
ΔΕΣ:
Μορφή και ιστορικές φάσεις της πλανητικής πολιτικής (1)
Μορφή και ιστορικές φάσεις της πλανητικής πολιτικής (2)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου