Η πρώτη από τις μεγάλες τούτες φάσεις αρχίζει με τα ταξίδια των ανακαλύψεων, τις κατακτητικές εκστρατείες και την ανάπτυξη του αποικιακού εμπορίου όταν 16ο αιώνα και διαρκεί ίσαμε τη βιομηχανική και φιλελεύθερη επανάσταση. Στους τρεις περίπου αιώνες, που αγκαλιάζει αυτό το χρονικό διάστημα, τα υποκείμενα της πλανητικής πολιτικής, ήτοι οι πλανητικές Δυνάμεις, σε γενικές γραμμές είναι κράτη όπου δεσπόζει η κληρονομική αριστοκρατία, ο κλήρος και διάφορα εμποροβιοτεχνικά στοιχεία, δηλαδή κράτη με έντονα φεουδαλικά-πατριαρχικά γνωρίσματα, τα όποια αντιζυγιάζονταν με τις απολυταρχικές και μερκαντιλιστικές τάσεις. Στη σχετική χαλαρότητα της εσωτερικής τους οργάνωσης και στις περιορισμένες ανάγκες της κατά μεγάλο μέρος γεωργικής και αυτάρκους οικονομίας τους αντιστοιχεί η χαλαρή υφή του πρώιμου αποικιακού συστήματος και η χαμηλή πυκνότητα της πλανητικής πολιτικής γενικότερα. Τα σύγχρονα κράτη αρχίζουν μόλις τώρα να διαμορφώνονται και δεν διαθέτουν τους διοικητικούς μηχανισμούς που θα τους επέτρεπαν έναν τελεσφόρο έλεγχο ολόκληρου του πλανητικού χώρου, όπως δεν είναι ούτε και σε θέση να επιβάλουν στην ίδια τους την επικράτεια μιάν ενιαία νομοθεσία που να αγκαλιάζει όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Και όπως στο εσωτερικό τους οι εστίες των νέων τάσεων στην οικονομία και στη διοίκηση δημιουργούν ακόμα την εντύπωση μικρότερων ή μεγαλύτερων νησιών μέσα στο πέλαγος του πατριαρχισμού, έτσι οι οικονομικές και στρατιωτικές εγκαταστάσεις των πλανητικών Δυνάμεων στις διάφορες ηπείρους αποτελούν κόμβους ενός αραιού δικτύου και μοιάζουν σαν σκόρπια φυλάκια μέσα σ’ έναν κατά μεγάλο μέρος ανεξερεύνητο, εξωτικό, μαγικό-φανταστικό χώρο, οι διαστάσεις του οποίου βαθμιαία μόνον εισδύουν στη συνείδηση ως συγκεκριμένα μεγέθη. Ο χώρος εκδιπλώσεως της πλανητικής πολιτικής αποτελείται συνήθως από εδάφη ασυνεχή· τη συνοχή μεταξύ τους τη δημιουργεί όχι τόσο η πύκνωση των επικοινωνιών όσο η προσπάθεια των πλανητικών Δυνάμεων να εδραιώσουν τη δική τους σφαίρα επιρροής και να την οριοθετήσουν ενάντια σε άλλες. Η προσπάθεια αυτή υπήρξε εντατική και προξένησε σφοδρούς αγώνες, ωστόσο αυτοί διεξάγονταν, αν τους δούμε με σύγχρονα κριτήρια, σε αργούς ρυθμούς και με κινητοποίηση σχετικά μικρών στρατιωτικών δυνάμεων σε λίγες αποφασιστικές θέσεις.
Ο βαθμός πυκνότητας και ο γενικός χαρακτήρας της πλανητικής πολιτικής αλλάζουν ουσιαστικά στην πορεία της επόμενης φάσης, η οποία σημαδεύεται από τη νικηφόρα φιλελεύθερη και βιομηχανική επανάσταση. Το πλανητικό δίκτυο γίνεται τώρα πυκνότερο όχι μόνον επειδή η σύγχρονη βιομηχανία χρειάζεται και δημιουργεί μεγαλύτερες δυνατότητες επικοινωνίας, καθώς ξυπνά ή εντείνει ανταλλακτικές ανάγκες σε πολλαπλά επίπεδα, αλλά και επειδή το σύγχρονο κράτος, έχοντας παραμερίσει τα κατάλοιπα του πατριαρχισμού, παρέχει τα διοικητικά μέσα για την οργάνωση μεγάλων χώρων. Τώρα μπορούν να τεθούν υπό λίγο-πολύ στενό έλεγχο χώρες οι οποίες προηγουμένως επιτηρούνταν μονάχα μέσω στρατιωτικών και εμπορικών βάσεων. Έτσι προσφέρεται η δυνατότητα να μεταβληθεί το δίκτυο των βάσεων σε συμπαγείς χώρους και να κατανεμηθούν οι χώροι αυτοί ανάμεσα στις πλανητικές Δυνάμεις. Πρόκειται για την κλασσική εποχή του ιμπεριαλισμού, η οποία, όχι τυχαία, συμπίπτει με την εποχή της ακμής του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού. Οι πλανητικές Δυνάμεις είναι σε τούτη ή εκείνη τη μορφή φιλελεύθερες και συνάμα ιμπεριαλιστικές, γιατί μονάχα η αλματώδης άνοδος της βιομηχανικής οικονομίας χάρη στον φιλελεύθερο καπιταλισμό και η δημιουργία του αστικού κράτους έδωσαν στον ιμπεριαλισμό όχι μόνο τα ελατήρια, αλλά και τα όργανα της εκδίπλωσής του. Στο ιμπεριαλιστικό εγχείρημα συμμετείχαν βέβαια σε ανώτερο επίπεδο κοινωνικές ομάδες με τις όποιες η αστική τάξη υποχρεώθηκε κάποτε να μοιρασθεί την πολιτική εξουσία (π.χ. ευγενείς πού ως στρατιωτικοί στις αποικίες αναζητούσαν υποκατάστατα για τη χαμένη ή ανασφαλή πια κοινωνική τους θέση στην πατρίδα) και σε κατώτερο επίπεδο ακτήμονες δίχως ελπιδοφόρο μέλλον στον τόπο τους. Μολονότι για τους λόγους αυτοίς ο ιμπεριαλισμός ήταν ευρύτερα δημοφιλής στο εσωτερικό των πλανητικών Δυνάμεων, ωστόσο παρέμεινε αστικό εγχείρημα τόσο ως προς τις κινητήριες δυνάμεις του όσο και από άποψη ιστορική-δομική. Τούτο γίνεται προφανές αν αναλογισθούμε την παραλληλότητα ανάμεσα στην εσωτερική δομή των φιλελεύθερων-καπιταλιστικών κρατών και στη δομή του ιμπεριαλιστικού συστήματος in toto: στον χωρισμό και στη σχέση μεταξύ αστών και προλεταρίων μέσα στα κράτη εκείνα αντιστοιχούσε ο χωρισμός και η σχέση κυρίαρχων και αποικιακών λαών μέσα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Παράλληλη ήταν όμως και η επίδραση του φιλελεύθερου καπιταλισμού στο εσωτερικό των πλανητικών Δυνάμεων και εντός του ιμπεριαλιστικού συστήματος: με τη βιομηχανία και με τη λειτουργία του πολυκομματικού κοινοβουλευτισμού η μεγάλη μάζα του πληθυσμού αποσπάσθηκε από τα δεσμά του πατριαρχισμού και ρίχτηκε μέσα στο χωνευτήρι της μαζικής κοινωνίας, ακριβώς όπως και η μεγάλη μάζα των προλεταριακών λαών βγήκε βίαια από την απομόνωσή της και εντάχθηκε σε μιά παγκόσμια κοινωνία που γινόταν ολοένα και πυκνότερη. Το ιμπεριαλιστικό σύστημα έθεσε σε κίνηση μια διαδικασία μαζοποίησης σε διεθνές επίπεδο, όπως ακριβώς και ο βιομηχανικός καπιταλισμός προώθησε αναγκαστικά τη μαζοποίηση μέσα στο εκάστοτε εθνικό πλαίσιο.
Είναι οφθαλμοφανές ότι η διαφορά ή η απόσταση ανάμεσα σε υποκείμενα και σε αντικείμενα της πλανητικής πολιτικής ήταν και στις δύο αυτές ιστορικές φάσεις της θεμελιώδης για τη λειτουργία του πλανητικού συστήματος, εφ’ όσον μάλιστα καθιερωνόταν από το διεθνές δίκαιο και επί πλέον νομιμοποιούνταν με επιχειρήματα παρμένα από τη φιλοσοφία της ιστορίας και του πολιτισμού. Η πλανητική πολιτική διαμορφωνόταν από τις πλανητικές Δυνάμεις ίσαμε τα μέσα σχεδόν του 20ού αιώνα, ενώ οι υπόλοιπες Δυνάμεις αποτελούσαν, σε τούτον ή εκείνον τον βαθμό, τα αντικείμενα μιας πολιτικής η οποία υπαγορευόταν από τις πρώτες ως κυρίαρχα υποκείμενα. Η κατάσταση αυτή άλλαξε με όλο και γοργότερο ρυθμό στην πορεία του αιώνα μας. και μάλιστα κατά την ίδια έννοια, και στο πλαίσιο της ίδιας κοσμοϊστορικής διαδικασίας, όπως η μαζική δημοκρατία εκτόπισε βαθμιαία τον ολιγαρχικό φιλελευθερισμό στο εσωτερικό των προχωρημένων εθνών, τα όποια και αποτελούσαν κατά κανόνα τις πλανητικές Δυνάμεις. Αυτό σήμαινε ότι αρχή της ισότητας υλοποιήθηκε με την προγραμματική επιδίωξη της «ευημερίας για όλους», ότι ο εκδημοκρατισμός έβαλε στη θέση των λίγο-πολύ κλειστών ολιγαρχιών το παιγνίδι των ανοιχτών ελίτ και στη θέση των πάγιων ιεραρχιών μία κατ’ αρχήν απεριόριστη κοινωνική κινητικότητα, και τέλος ότι η κυρίαρχη ιδεολογία πήρε χαρακτήρα ατομικιστικό, εξισωτικό και πλουραλιστικό (ακόμα και σε σχέση με τις ηθικές αξίες). Χάρη στη μαζική εμφάνιση νέων και μεταξύ τους νομικά ίσων κρατών, η πλανητική πολιτική προσλαμβάνει πυκνότητα και κινητικότητα ανάλογη με εκείνες των μαζικών κοινωνιών ή δημοκρατιών, οι όποιες διαδέχθηκαν τον ολιγαρχικό φιλελευθερισμό. Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία δημιουργείται μιά αληθινή παγκόσμια κοινωνία, η οποία βέβαια χαρακτηρίζεται από σημαντικές πραγματικές ανισότητες και ανισομέρειες.
Ωστόσο από την άλλη πλευρά διακηρύσσει την κατ’ αρχήν ισότητα των μελών της και τους αναγνωρίζει τα ίδια δικαιώματα. Όπως στο εσωτερικό της ανεπτυγμένης μαζικής δημοκρατίας, έτσι και εντός της παγκόσμιας κοινωνίας η ισότητα δεν έχει πραγματοποιηθεί υλικά και ολόπλευρα, πάντως την εγγυάται το διεθνές δίκαιο και τη διατυμπανίζουν οι καθημερινές διακηρύξεις· ρατσιστικές και παρόμοιες διδασκαλίες, οι οποίες ευλογούσαν αποικιοκρατικές-ιμπεριαλιστικές σχέσεις κυριαρχίας και πριν ακόμη από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ήσαν στην Ευρώπη πολύ πιο αυτονόητες απ’ όσο μπορεί ή θέλει να φαντασθεί κανείς σήμερα, θεωρούνται απαράδεκτες και αντικαθίστανται αφ’ ενός με οικουμενικές ανθρωπολογικές και ηθικές αρχές κι αφ’ ετέρου με την ευμενή αξιολόγηση των διαφόρων πολιτισμών, της μοναδικότητας τους και της συμβολής τους στον παγκόσμιο πολιτισμό.
Μετά την κατάρρευση του κλασσικού ιμπεριαλισμού των (πρώην) πλανητικών Δυνάμεων, ο οποίος πρόβαλλε τον φιλελεύθερο χωρισμό μεταξύ αστού και προλεταρίου μέσα στον κόσμο των εθνών, οι «υπανάπτυκτες» χώρες δεν θεωρούνται πλέον, ρητά τουλάχιστον, ως άμαθα παιδιά που έχουν ανάγκη τη σοφή κηδεμονία του Λευκού Ανθρώπου, παρά μάλλον ως αναξιοπαθούντες ή ως (παρακατιανοί) εταίροι, στους οποίους θα πρέπει να δοθούν οι ίδιες δυνατότητες ανόδου όπως και στους αλλοτινούς προλεταρίους των βιομηχανικών εθνών. Από τη διεθνή εφαρμογή των ίδιων εκείνων αρχών που υλοποιήθηκαν πρακτικά στο εσωτερικό της προοδευμένης μαζικής δημοκρατίας προσδοκάται ότι τα κατώτερα στρώματα της παγκόσμιας κοινωνίας, χάρη στην ευημερία και στον εκδημοκρατισμό, θα πλησιάσουν τα ανώτερα και ότι εν τέλει ο πλανήτης, θεωρούμενος στην ολότητα του, θα μοιάζει με μιά τεράστια αγορά κι ένα τεράστιο κοινωνικό κράτος, μέσα στο οποίο θα μπορούσαν να ανακατανεμηθούν πόροι και πλούτη προς όφελος των ίσαμε τώρα αδικημένων. Όμως οι ηγετικές Δυνάμεις δεν περιμείνουν την παγκόσμια κοινωνική συνδιαλλαγή από μια τέτοια άμεση ανακατανομή, η οποία θα συνεπαγόταν δυσάρεστες και μακροπρόθεσμα ίσως ανώφελες θυσίες για τους πλουσίους, παρά μάλλον από τη γρήγορη οικονομική ανάπτυξη στις «υπανάπτυκτες» χώρες – ακριβώς όπως και στις προηγμένες μαζικές δημοκρατίες η ευημερία των ευρύτερων μαζών επιτεύχθηκε περισσότερο με τη δημιουργία νέου πλούτου, χάρη στην ανάπτυξη της τεχνικής και την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, παρά με τη δραστική ανακατανομή του ήδη υπάρχοντος. Η ανάπτυξη των έως τώρα ισχνών περιφερειών της παγκόσμιας οικονομίας φαίνεται άλλωστε να παρέχει οφέλη και στις ισχυρές οικονομίες, έτσι ώστε, όπως νομίζεται, θα μπορούσε να επαναληφθεί σε παγκόσμια κλίμακα η ίδια διαδικασία όπως στις δυτικές μαζικές δημοκρατίες, όπου η κοινωνική άνοδος του εργάτη (ως καταναλωτή) μακροπρόθεσμα αναπτέρωσε τη βιομηχανία, έστω κι αν αυτή υποχρεώθηκε, με σφιγμένα τα δόντια, να σηκώσει ένα μέρος από τα βάρη του κοινωνικού κράτους.
Πρέπει τώρα να τονισθεί ιδιαίτερα η έξης άποψη της περίπλοκης αναλογίας μεταξύ μαζικής δημοκρατίας και παγκόσμιας κοινωνίας. Όπως εντός της πρώτης, έτσι και εντός της δεύτερης η συμπεριφορά των (συλλογικών) υποκειμένων καθορίζεται λιγότερο από την πραγματική, προφανώς δυσυπέρβλητη ανισότητα και περισσότερο από το κατ’ αρχήν αναγνωριζόμενο δικαίωμα της ισότητας – και μάλιστα όχι απλώς ισότητας των τυπικών νομικών δικαιωμάτων, παρά ισότητας στην απόλαυση. Η πανηγυρική αναγνώριση αυτού του δικαιώματος, έστω και μόνο στο επίπεδο των προγραμματικών διακηρύξεων, δημιουργεί τον ορίζοντα των προσδοκιών οι οποίες εμπνέουν τη μακροπρόθεσμη δράση, μολονότι κατά την καθημερινή πραγματιστική άσκηση της πολιτικής τη συμπεριφορά συνήθως εξακολουθεί να την καθορίζει η επίγνωση της χειροπιαστής ανισότητας πλούτου και ισχύος. Τώρα όμως η ανισότητα είναι απλώς πραγματικότητα, η οποία οφείλει να ληφθεί υπ’ όψιν κοντά σε άλλους παράγοντες, κι όχι αρχή, στην οποία είναι κανείς υποχρεωμένος να υποκύψει. Έτσι, τα κατώτερα στρώματα της παγκόσμιας κοινωνίας προβάλλουν στη διεθνή σκηνή με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και τα όρια ανάμεσα σε υποκείμενα και αντικείμενα της πλανητικής πολιτικής γίνονται όλο και πιο ρευστά. Τούτη η δραματική κοσμοϊστορική αλλαγή καθίσταται εξώφθαλμη, αν αναλογισθούμε τη θέση πολλών ασιατικών ή αραβικών κρατών πριν από πενήντα χρόνια σε σύγκριση με σήμερα. Άρχισε, κι όχι τυχαία, με την άνοδο των μπολσεβίκων στην εξουσία, για να πάρει παγκόσμιες διαστάσεις στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και να γίνει αμετάστρεπτη. Στην προσπάθεια τους να κινητοποιήσουν τους έγχρωμους και αποικιακούς λαούς εναντίον των καπιταλιστικών μητροπόλεων, οι κομμουνιστές συνέβαλαν ουσιαστικά στη διάδοση και στην επικράτηση των άρχων της ισότητας, αναγκάζοντας με τον ανταγωνισμό τους το στρατόπεδο των (πρώην) αποικιακών Δυνάμεων να υιοθετήσει βαθμηδόν το ίδιο λεξιλόγιο και τις ίδιες θέσεις. Αλλά ο ανταγωνισμός Ανατολής και Δύσης, προ παντός την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, επέτεινε κι από μιάν ακόμη άποψη την πυκνότητα της πλανητικής πολιτικής στη μαζικοδημοκρατική της φάση. Η ασυμφιλίωτη αντίθεση των δύο στρατοπέδων, πού μόνο με την εξάλειψη του ενός μπορούσε να ξεπερασθεί, μετέβαλε πραγματικά ή δυνητικά κάθε περιοχή του πλανήτη σε επίμαχο σημείο, προωθώντας στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος ό,τι αποτελούσε επιθυμητό στόχο για τη μιά πλευρά, εφ’ όσον αρκούσε να επιθυμεί η μιά πλευρά ένα αντικείμενο προκειμένου να το επιθυμήσει αμέσως και η άλλη. Η αγκύλωση των δύο στρατοπέδων μέσα στα υφιστάμενα σύνορα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (παρά τις κάποιες αλλαγές στην περιφέρεια) ήταν συνέπεια του πυρηνικού εκφοβισμού και εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να συγκριθεί με τον χωρισμό του πλανήτη σε σφαίρες επιρροής, όπως αυτός πραγματοποιήθηκε εν μέρει στην προηγούμενη φάση της πλανητικής πολιτικής, δηλ. στη φάση του ιμπεριαλισμού.
Η κατάρρευση του κομμουνισμού και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αναγκαστικά θα εντείνουν τις υλικές και πνευματικές προσδοκίες οι οποίες ευδοκιμούν πάνω στο έδαφος της γενικά αναγνωρισμένης αρχής της ισότητας. Γιατί ο νικητής του Ψυχρού Πολέμου, η μαζικοδημοκρατική Δύση, φαίνεται να δείχνει έναν δρόμο προς το μέλλον, ο οποίος, μετά την εξάλειψη του μεγάλου αντιπάλου, είναι, όπως λέγεται, ο μόνος δυνατός και ο μόνος ελπιδοφόρος. Η σύζευξη ελευθερίας και ευημερίας, την οποία προπαγάνδισε η Δύση στον πολιτικό και ιδεολογικό της αγώνα εναντίον του κομμουνισμού, έφθασε βαθμηδόν να θεωρείται κάτι σαν αυταπόδεικτο αξίωμα, κι έτσι, ακόμη και όπου δεν υπάρχει πολιτική ελευθερία με τη δυτική έννοια, η λύση των οικονομικών προβλημάτων επαφίεται, στο πλαίσιο του πολιτικά επιτρεπτού ή ανεκτού, στην ελεύθερη δραστηριότητα των οικονομούντων υποκειμένων. Η επίρρωση του «δυτικού προτύπου» μετά την απτή αποτυχία της σχεδιασμένης οικονομίας φαίνεται να έχει παραμερίσει για πάντα αμφιβολίες και άκαρπους πειρασμούς, απελευθερώνοντας έτσι τα πνεύματα και δείχνοντας τον ορθό προσανατολισμό. Ωστόσο θα παρέκαμπτε κανείς το ουσιώδες ζήτημα, αν δεν έθετε το στοιχειώδες ερώτημα γιατί ακριβώς τέτοιες έγνοιες και ακριβώς τέτοια προβλήματα έχουν μπει σήμερα στο επίκεντρο της πλανητικής πολιτικής. Ακόμη πιο συγκεκριμένα το ερώτημα τούτο μπορεί να διατυπωθεί ως έξης: ποια είναι η κοινωνικοϊστορική και πολιτική ταυτότητα των συλλογικών υποκειμένων, τα όποια αναπόδραστα συνδέουν την πολιτική τους δραστηριότητα με τέτοιους σκοπούς, ανεξάρτητα από τις λοιπές εθνικές ή γεωπολιτικές τους φιλοδοξίες; Σ’ ό,τι άφορα τις βιομηχανικά υπερανεπτυγμένες δυτικές χώρες, πρέπει να υπογραμμισθεί με κάθε δυνατή έμφαση ότι πέτυχαν τη σύζευξη ελευθερίας και ευημερίας, στην οποία αποδίδουν τη νίκη τους εναντίον του κομμουνισμού, όχι ως φιλελεύθεροι, παρά ως μαζικοδημοκρατικοί κοινωνικοί σχηματισμοί, παραμερίζοντας δηλ. τον ολιγαρχικό φιλελευθερισμό μέσω του εκδημοκρατισμού και γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ αστού και προλεταρίου (το όποιο κοινωνιολογικά δεν πρέπει να συγχέεται με το χάσμα μεταξύ πλουσίου και φτωχού, εφ’ όσον αυτό το τελευταίο υπάρχει σε όλες τις ιστορικά γνωστές κοινωνίες) μέσω της μαζικής κατανάλωσης και της κοινωνικής κινητικότητας, πράγμα πού τελικά αφάνισε τόσο τον αστό όσο και τον προλετάριο ως κοινωνιολογικούς τύπους με σαφή περιγράμματα. Όχι ο αστικός φιλελευθερισμός, παρά ακριβώς η μαζική δημοκρατία αποτελεί το ιδεώδες των χωρών που θέλουν να ακολουθήσουν τον δρόμο της Δύσης και που άλλωστε δεν διαθέτουν ούτε αστική τάξη κοινωνικά κυρίαρχη και ικανή να δεσπόσει πολιτικά ούτε αντίστοιχες πολιτικές παραδόσεις· αν λοιπόν πλησιάσουν ποτέ τη Δύση, αυτό μπορεί να γίνει μονάχα στο επίπεδο της μαζικής δημοκρατίας. Είναι αναγκασμένες να ενστερνισθούν μαζικοδημοκρατικούς σκοπούς, γιατί εν τω μεταξύ αποτελούν μαζικές κοινωνίες, έχουν δηλ. αποκοπεί λίγο-πολύ, nolentes volentes από τον αγροτικό πατριαρχισμό και την αγροτική παραδοσιολατρία, κι αν θέλουν να βρουν κάποιο κοινωνικοϊστορικό στίγμα μέσα στον σύγχρονο κόσμο, αυτό μπορεί να είναι μονάχα το κατώφλι προς τη μαζική δημοκρατία.
Τούτη η ταξινόμηση ίσως φαίνεται παράδοξη σε μιάν εποχή όπου φαίνεται να αναβιώνουν κάθε είδους εθνικιστικά, χωριστικά και παραδοσιολατρικά κινήματα στρέφοντας προς τα πίσω τον τροχό της Ιστορίας. Όμως τέτοια φαινόμενα δεν μπορούν να παραπλανήσουν όποιον έχει ασκηθεί στην τέχνη να διακρίνει ανάμεσα στην ονομαστική αξία των ιδεολογιών ή των προγραμμάτων και στην αντικειμενική τους λειτουργία ή όποιον διαθέτει αρκετή ιστορική αίσθηση ώστε να είναι σε θέση να διαβλέψει ότι η επίκληση μιας αρχής συχνά υπηρετεί την πραγματοποίηση του αντιθέτου της. Μια προσεκτικότερη εξέταση των παραδοσιολατρικών ρευμάτων δείχνει ότι αυτά είναι υποχρεωμένα να ριζοσπαστικοποιήσουν την έννοια της παράδοσης και να μεταβληθούν σε κινήματα εκσυγχρονιστικά, αν θέλουν να έχουν πολιτικό βάρος.
Πατριαρχικά και παραδοσιακά στοιχεία, αν ακόμη επιβιώνουν, δεν είναι αποφασιστικά από ιστορική άποψη, έστω κι αν σε ορισμένες περιοχές του κόσμου ακόμα υπερέχουν ποσοτικά. Τη μετατροπή των πατριαρχικά-οικογενειοκρατικά οργανωμένων κοινωνιών σε μαζικές κοινωνίες την εγκαινίασε ήδη η αποικιοκρατία των ιμπεριαλιστικών Δυνάμεων, υπάγοντας πρώην αυτόνομες ομάδες κάτω από ενιαία διοίκηση και τελικά εξαναγκάζοντας τες να μπουν μέσα στο χωνευτήρι κρατών με σύνορα χαραγμένα αυθαιρέτως. Η πληθυσμιακή έκρηξη, όπως επίσης και η ανομία που επικρατεί σε μεγάλες περιοχές του πλανήτη, επιτάχυναν ραγδαία από την πλευρά τους τη μαζοποίηση των παραδοσιακών κοινωνιών. Σ’ αυτές προστέθηκαν οι κοινωνικές συνέπειες της κομμουνιστικής κυριαρχίας σε πολλές χώρες, όπου οι προκαπιταλιστικές δομές καταστράφηκαν βίαια, δηλ. οι υφιστάμενες κοινωνικές μονάδες κατακερματίσθηκαν σε άτομα και κατόπιν τα άτομα αυτά εντάχθηκαν σε πολιτικές και οικονομικές ή διοικητικές μαζικές οργανώσεις χωρίς να λογαριάζονται οι παραδοσιακοί τους δεσμοί και οι παραδοσιακές τους προσηλώσεις.
Παναγιώτης Κονδύλης, Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου