Το δεδομένο ότι ο Αριστοτέλης λαμβάνει πολύ σοβαρά τις αισθήσεις –σε αντίθεση με τον Πλάτωνα– ως μοναδικό ανθρώπινο μέσο για την αντίληψη του φυσικού κόσμου δεν πρέπει να οδηγεί σε παρανοήσεις, ώστε να συγχέονται ή (πολύ περισσότερο) να τίθενται σε θέση ανωτερότητας σε σχέση με τη διάνοια. Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «η διάνοια έχει με την αίσθηση την ακόλουθη διαφορά: Με την όραση δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο, παρά μόνο να δούμε· και με την ακοή τίποτε άλλο, παρά να ακούσουμε· Παράλληλα, τόσο για την όραση όσο και για την ακοή ισχύει το εξής: δε σκεφτόμαστε ούτε αποφασίζουμε για το τι πρέπει να κάνουμε με την ακοή, να ακούσουμε ή να δούμε. Με την διάνοια, όμως, ισχύουν τα αντίθετα: η διάνοια μπορεί να πράττει είτε το ένα είτε το άλλο» (1189b 18.1).
Με δυο λόγια, οι αισθήσεις είναι το εργαλείο που θα δώσει τις πληροφορίες και η διάνοια θα προβεί στην επεξεργασία τους για εξαγωγή συμπερασμάτων. Οι αισθήσεις χωρίς τη διάνοια είναι η ανολοκλήρωτη γνώση μιας πληροφορίας που μένει ανεπεξέργαστη. Από την άλλη, η διάνοια δε θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί χωρίς τα ερεθίσματα των αισθήσεων: «Έτσι εξηγείται που η σκέψη και απόφαση είναι άμεσα και δομικά συνδεμένη με τη διάνοια» (1190a 18.1).
Η διάνοια είναι συνυφασμένη με τη σκέψη που θα επιφέρει τις αποφάσεις, αλλά οι αισθήσεις είναι η αναγνώριση των δεδομένων που θα κινητοποιήσουν τη σκέψη. Το ζήτημα των επιλογών δεν έχει να κάνει με το τελικό κίνητρο που θέλουν να εξυπηρετήσουν (κανείς δεν θέλει να πάρει αποφάσεις που θα τον βλάψουν), αλλά τον τρόπο (τα μέσα) που θα επιτευχθεί το καλό γι’ αυτόν που αποφασίζει: «Το σφάλμα, λοιπόν, συναντάται στην επιλογή του ποια είναι τα καλά, και “καλά” όχι με την έννοια των τελικών στόχων (για τους τελικούς στόχους οι πάντες, βέβαια, ομοφωνούν: όλοι θεωρούν την υγεία αγαθό)· η διαφωνία αφορά στα καλά ως μέσα, αυτά που οδηγούν στους τελικούς στόχους: άραγε ποιο είναι καλό για την υγεία, να το φάει κανείς αυτό ή να μην το φάει;» (1190a 18.2).
Με δεδομένο ότι κανείς δε θέλει να χάσει την υγεία του είναι φανερό ότι οι διαφωνίες που θα προκύψουν θα σχετίζονται με τον τρόπο της διατήρησής της. Κι αν στη σύγχρονη εποχή είναι λίγο-πολύ γνωστό το πώς ορίζεται η υγιεινή διατροφή, το ζήτημα παίρνει ακόμη βαθύτερες διαστάσεις: «Και όσον αφορά ακριβώς τα καλά-μέσα που οδηγούν στους τελικούς στόχους καθοριστική αιτία σφάλματος αποτελούν η ηδονή και η λύπη (ευχαρίστηση και δυσαρέσκεια)· τη μία την αποφεύγουμε, την άλλη την κυνηγάμε» (1190a 18.2).
Τα συναισθήματα αναγνωρίζονται ως κυριότεροι παράγοντες στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, αφού εν τέλει ο άνθρωπος θα κάνει αυτό που τον ευχαριστεί. Υπό αυτή τη συνθήκη το ζήτημα δεν έχει να κάνει τόσο με τη γνώση του τι είναι υγιεινό ή ανθυγιεινό, όσο με την ένταση της ευχαρίστησης από την ανθυγιεινή τροφή ή την πειθαρχία που θα επιδείξει κανείς, ώστε να αντισταθεί βάζοντας μέτρο στις γαστριμαργικές απολαύσεις. Ασφαλώς είναι ζήτημα εθισμού. Εκείνος που θα μάθει να ενδίδει θα γίνει λαίμαργος, ενώ εκείνος που θα νιώθει ευχαρίστηση με τη διατήρηση του μέτρου θα φερθεί με σωφροσύνη προασπίζοντας την υγεία και τη σωματική του ευεξία.
Η αρετή είναι σταθερά συνυφασμένη με τη μεσότητα που σε κάθε περίπτωση θα υποδείξει τη σωστή συμπεριφορά. Σε τελική ανάλυση όμως, η αρετή (ως μεσότητα) αποτελεί η ίδια τον τελικό σκοπό της ανθρώπινης δράσης ή κι αυτή τίθεται στην υπηρεσία ενός άλλου υπέρτερου σκοπού; «Απομένει, συνεπώς, να εξετάσουμε σε τι στοχεύει η αρετή: άραγε αποτελεί τελικό στόχο ή μήπως ανήκει στα μέσα που οδηγούν σε κάποιο τελικό στόχο; Με άλλα λόγια, η αρετή έχει να κάνει με το ίδιο το καλό ή ανήκει σε όσα οδηγούν στο καλό;» (1190a 18.3).
Για μια ακόμη φορά ο Αριστοτέλης θα καταφύγει στον παραλληλισμό της αρετής με τις τέχνες: «Με την επιστήμη-τέχνη, τώρα, τι άραγε συμβαίνει; Άραγε εμπίπτει στην αρμοδιότητα της οικοδομικής να ορίσει εκ των προτέρων ποιος είναι ο καλός τελικός της στόχος, ή να δει απλώς όσα οδηγούν σε αυτόν τον καλό τελικό στόχο; Διότι, αν η οικοδομική ορίσει ποιος είναι ο καλός της τελικός στόχος, π.χ. το να φτιάξει ένα ωραίο σπίτι, τότε αυτή η ίδια η οικοδομική –κι όχι κανένας άλλος– θα βρει και θα ποριστεί τα μέσα που οδηγούν σε τούτον τον τελικό στόχο. Το ίδιο συμβαίνει και με όλες τις άλλες τις άλλες επιστήμες-τέχνες» (1190a 18.4).
Για μια ακόμη φορά ο Αριστοτέλης θα καταφύγει στον παραλληλισμό της αρετής με τις τέχνες: «Με την επιστήμη-τέχνη, τώρα, τι άραγε συμβαίνει; Άραγε εμπίπτει στην αρμοδιότητα της οικοδομικής να ορίσει εκ των προτέρων ποιος είναι ο καλός τελικός της στόχος, ή να δει απλώς όσα οδηγούν σε αυτόν τον καλό τελικό στόχο; Διότι, αν η οικοδομική ορίσει ποιος είναι ο καλός της τελικός στόχος, π.χ. το να φτιάξει ένα ωραίο σπίτι, τότε αυτή η ίδια η οικοδομική –κι όχι κανένας άλλος– θα βρει και θα ποριστεί τα μέσα που οδηγούν σε τούτον τον τελικό στόχο. Το ίδιο συμβαίνει και με όλες τις άλλες τις άλλες επιστήμες-τέχνες» (1190a 18.4).
Για τον Αριστοτέλη δεν μπορεί παρά να ισχύει το ίδιο και για την αρετή: «Άρα, κάτι παρόμοιο θα πρέπει να ισχύει και στην περίπτωση της αρετής: σ’ αυτήν εμπίπτει κυρίως ο τελικός στόχος, που πρέπει να τον θέσει εκ των προτέρων σωστά, και όχι τόσο τα μέσα που οδηγούν σε αυτόν. Και όσον αφορά τα μέσα από τα οποία θα προκύψει η πραγμάτωση του τελικού στόχου, κανείς άλλος δεν πρόκειται να της τα παράσχει· αυτή θα βρει όσα πρέπει να βρει για να πετύχει τον τελικό στόχο» (1190a 18.5).
Η εύρεση, λοιπόν, του τελικού σκοπού που πρέπει να επιτευχθεί δεν είναι το μοναδικό ζήτημα της αρετής, αλλά και τα μέσα που τον εξυπηρετήσουν. Η αρετή τίθεται ως τελικός (υπέρτατος) στόχος, αφού τελικά ταυτίζεται με την ανθρώπινη ευτυχία. Ο Αριστοτέλης δε θα μπορούσε να γίνει πιο κατατοπιστικός: «δεν υπάρχει τίποτα ανώτερο από την αρετή· χάριν αυτής υπάρχουν και τα υπόλοιπα και με αυτήν έχει να κάνει η αρχή [χάριν του τέλους υπάρχουν όσα οδηγούν σε αυτό· και έτσι το τέλος μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος αρχής, και χάριν του τέλους υπάρχει το κάθε επιμέρους μέσο που οδηγεί σ’ αυτό· αλλά αυτή η ύπαρξη του μέσου θα είναι εξαρτημένη από το τέλος-τελικό στόχο]» (1190a 18.6).
Εν τέλει, αφού το τέλος τίθεται από την αρχή κι όλα αποσκοπούν στην επίτευξή του, μπορούμε να πούμε ότι το τέλος είναι ένα είδος αρχής που καθορίζει εκ των προτέρων όλη τη δράση. Ο οικοδόμος αρχίζει να ενεργεί, αφού έχει ήδη καθορίσει επακριβώς τον τελικό στόχο. Μόνο έτσι μπορεί να είναι βέβαιος ότι οι ενέργειές του είναι σωστές.
Κι αυτός είναι ο λόγος που ο προκαθορισμός του τελικού στόχου θα φέρει και τη σωστή οργάνωση για την επίτευξή του. Ο οικοδόμος που ξεκινά τις οικοδομικές εργασίες χωρίς συγκεκριμένο (και μελετημένο εξαρχής) τελικό αποτέλεσμα είναι αμφίβολο αν θα ολοκληρώσει με σωστό τρόπο το έργο του. Το τέλος είναι και αρχή, αφού θα καθορίσει από την πρώτη στιγμή όλες τις ενέργειες. Και βέβαια, ο τελικός στόχος της αρετής είναι η επίτευξη του καλού: «Τελικός στόχος της αρετής είναι ασφαλώς το καλό» (1190a 9.1).
Αυτό που μένει είναι τα μέσα που θα επιφέρουν την ολοκλήρωση του αρχικού (και τελικού) σκοπού: «Άρα, στο καλό το ίδιο στοχεύει πιο πολύ η αρετή, παρά στα μέσα που θα οδηγήσουν σε αυτό. Εντούτοις, αυτά τα μέσα τής ανήκουν. Μπορεί, βέβαια, όλο αυτό να φαίνεται άτοπο· διότι ένας ζωγράφος μπορεί να είναι ικανός στην απόδοση του θέματός του, όμως δεν πρόκειται να κερδίσει τον έπαινο αν δε βάλει τούτο ως στόχο του: να αποδώσει με την τέχνη του τα άριστα. Ίδιον της αρετής, λοιπόν, είναι το εξής: να βάλει πάνω απ’ όλα το καλό ως τελικό τους στόχο» (1190a 19.1).
Από τη στιγμή που η αρετή δεν καθορίζει μόνο τον τελικό σκοπό (που είναι πάντα το καλό), αλλά και τα μέσα που θα τον επιφέρουν («αυτά τα μέσα τής ανήκουν»), είναι σαφές ότι η αρετή καθορίζει και τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν για την πραγμάτωση του τελικού στόχου. Με άλλα λόγια, δε φτάνει απλά να τεθεί ο τελικός στόχος με γνώμονα το καλό, αλλά να καθοριστούν και τα μέσα της επίτευξής του με ακριβώς τον ίδιο γνώμονα (καθώς κι εκείνα οφείλουν ανήκουν στην αρετή). Η ρήση που θέλει το σκοπό να αγιάζει τα μέσα δε φαίνεται να βρίσκει σύμφωνο τον Αριστοτέλη, αφού ο τελικός σκοπός της αρετής δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί από μέσα που αντίκεινται στην ίδια την έννοιά της.
Ο ισχυρισμός ότι για την εξυπηρέτηση του καλού (αρετής) εφαρμόζονται μέσα που δεν έχουν σχέση με την αρετή όχι μόνο επιχειρεί να νομιμοποιήσει ανέντιμες πράξεις (που γίνονται στο όνομα της αρετής), αλλά αποτελεί και εννοιολογική ματαίωσή της, αφού αρετή που προκύπτει από κακά μέσα δεν υφίσταται. Η πράξη που δεν ταυτίζεται με την αρετή είναι ανήθικη, όσο κι αν προσπαθεί να πείσει αυτός που την έκανε ότι είχε καλούς σκοπούς.
Κι εδώ δε γίνεται λόγος για την ηθική νομιμότητα της αμυντικής δράσης μιας πόλης, που εξαναγκάζεται να οδηγηθεί στη βία για να περισώσει την ελευθερία και την αξιοπρέπειά της, αλλά για κάθε είδους ανοσιούργημα που δήθεν τίθεται στην υπηρεσία ενός καλού σκοπού. Οι πολεμικές επιθέσεις, η καταπίεση, τα πιο στυγνά εγκλήματα της ιστορίας επιδιώκουν πάντα να νομιμοποιηθούν ηθικά παριστάνοντας ότι υπηρετούν το καλό κι έχοντας ως συνήθεις προφάσεις την παγκόσμια ειρήνη, την πολιτική σταθερότητα, την ιδεολογική υπεροχή, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, τον εκπολιτισμό με δυο λόγια την αρετή, που (δήθεν) εξυπηρετείται από τα απεχθή (πλην αναγκαία) μέσα που θα την επιφέρουν.
Ο Αριστοτέλης διευκρινίζει: «η ενεργητική πραγμάτωση της αρετής είναι ανώτερη από την απλή κτήση της» (1190b 19.2). Με άλλα λόγια, τι νόημα έχει η απλή κτήση της αρετής, όταν δε συνοδεύεται από την ενεργητική πραγμάτωσή της; Και για να διατυπωθεί και διαφορετικά δε φτάνει κάποιος να ισχυρίζεται ότι κατέχει την αρετή, πρέπει και να το αποδεικνύει πραγματώνοντας τη σε καθημερινό επίπεδο.
Ο Αριστοτέλης διευκρινίζει: «η ενεργητική πραγμάτωση της αρετής είναι ανώτερη από την απλή κτήση της» (1190b 19.2). Με άλλα λόγια, τι νόημα έχει η απλή κτήση της αρετής, όταν δε συνοδεύεται από την ενεργητική πραγμάτωσή της; Και για να διατυπωθεί και διαφορετικά δε φτάνει κάποιος να ισχυρίζεται ότι κατέχει την αρετή, πρέπει και να το αποδεικνύει πραγματώνοντας τη σε καθημερινό επίπεδο.
Εξάλλου, ο ενάρετος κρίνεται από τις πράξεις του κι όχι από τους ισχυρισμούς του: «Διότι οι υπόλοιποι άνθρωποι παρατηρούν τον ενάρετο και τον κρίνουν ως τέτοιο από τις πράξεις του, αφού είναι αδύνατο να διαγνώσουν την προαίρεση του καθενός, ποια ακριβώς είναι· αν είχαν τη δυνατότητα να γνωρίζουν το πνεύμα του καθενός, ποια είναι ακριβώς η τοποθέτησή του απέναντι στο καλό, δε θα χρειαζόταν η πράξη για τη θεώρηση κάποιου ως καλού» (1190b 19.3).
Η αρετή που δεν πραγματώνεται δεν είναι αρετή, καθώς η αρετή δεν είναι προαίρεση, αλλά ενέργεια. Η επίφαση της προαίρεσης για να δικαιολογηθεί η ενέργεια δεν αφορά την αρετή, αλλά τη συγκάλυψη της κακίας. Ο σφαγέας είναι σφαγέας όποια αρετή κι αν διατείνεται ότι υπηρετεί. Κι επειδή ακριβώς δεν υπηρετεί καμία αρετή, δεν έχει άλλη επιλογή από τη διαστρέβλωση των εννοιών. Γι’ αυτό και πρέπει να πείσει ότι οι σφαγές του είναι το αναγκαίο κακό για το τελικό καλό που θα επιφέρει ή ότι η θρασύτητα και η απανθρωπιά που επιδεικνύει είναι θάρρος και πίστη για την πραγμάτωση των υψηλών του ιδανικών.
Στην πραγματικότητα η ματαίωση της αρετής επιφέρει και τις αντίστοιχες αντιδράσεις. Η έννοια της αρετής, ως συνολικού καλού για την ανθρωπότητα, μπορεί να ξεχειλώνει προς πάσα κατεύθυνση, όταν τίθεται στην υπηρεσία συγκεκριμένων επιδιώξεων. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο Αριστοτέλης θα δώσει έμφαση όχι μόνο στο στόχο, αλλά και στα μέσα της αρετής. Γιατί τα μέσα είναι πράξεις. Και οι πράξεις δεν μπορούν να αντιβαίνουν στον τελικό στόχο.
Η κοινωνική διάσταση της αρετής είναι απολύτως ξεκάθαρη, αφού την ενάρετη πράξη δεν την ορίζει αυτός που ενεργεί αλλά «οι υπόλοιποι άνθρωποι» που «παρατηρούν τον ενάρετο και τον κρίνουν ως τέτοιο από τις πράξεις του». Η αρετή είναι αδύνατο να αποκοπεί από το κοινωνικό περιβάλλον, αφού, εν τέλει, τίθεται ως εγγυητής της συνύπαρξης. Οι περιπτώσεις των ανθρώπων που, ενώ άσκησαν την αρετή, εκδιώχτηκαν λοιδορούμενοι δεν αναιρούν την κοινωνική διάστασή της αλλά την επιβεβαιώνουν, καθώς γίνεται σαφές ότι στην έννοια της αρετής καθρεφτίζονται και οι αξίες κάθε εποχής.
Οι διαστρεβλωμένες αξίες των εκάστοτε εποχών καταδεικνύουν την ευκολία στην παραποίηση της αρετής (ως έννοια), αφού μπορεί να ταυτιστεί με τη βία, το φανατισμό ή την αυταρχικότητα που θα ονομαστούν θάρρος, πίστη ή διατήρηση της τάξης. Ο σκοταδισμός μπορεί να παρουσιαστεί ως θεϊκή πρόνοια, η καταπίεση ως απαράβατη ηθική (ακόμη κι ως επαναστατική αφοσίωση), η εκμετάλλευση ως δικαιοσύνη, η βαρβαρότητα ως πολιτισμός. Η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα.
Κι αυτή ακριβώς είναι η έννοια της αρετής που παίρνει διαστάσεις πολιτικής πράξης. Ο ενάρετος άνθρωπος κατευθυνόμενος από τη λογική, τη σωφροσύνη, το μέτρο και τη γενναιοψυχία είναι σε θέση να εναντιωθεί απέναντι σε όλα τα κακώς κείμενα της εποχής του αναλαμβάνοντας και το ενδεχόμενο κόστος μιας τέτοιας πράξης. Είναι ο άνθρωπος που θα εναντιωθεί απέναντι σε μια δεσποτική εξουσία, θα καταγγείλει τη διαφθορά, θα δείξει θάρρος στους επερχόμενους κινδύνους, χωρίς φανατισμό, χωρίς έπαρση.
Κι αν βρεθεί σε θέση εξουσίας δε θα προσπαθήσει να επωφεληθεί από αυτό. Από αυτή την άποψη, η άσκηση της αρετής δεν είναι απλά πολιτική πράξη, αλλά μια ολόκληρη επανάσταση. Η κοινωνία που θα αποτελείται από τέτοιους ανθρώπους θα είναι και η ιδανική. Κι ίσως αυτή να είναι η μεγαλύτερη κοινωνική ουτοπία…
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου