Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

Ο Αριστοτέλης για τις ηδονές

Για τον Αριστοτέλη ένα έργο ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας θα ήταν κατάφωρα ελλιπές, αν δεν προέβαινε στην (όσο το δυνατό πιο πλήρη) διερεύνησή της ηδονής και της λύπης: «Η εξέταση και η σπουδή της ηδονής και της λύπης είναι έργο του φιλοσόφου που ασχολείται με την πολιτική επιστήμη· αυτός είναι, πράγματι, ο “αρχιτέκτονας” του τέλους, του τελικού σκοπού, προς τον οποίο στρέφουμε το βλέμμα μας προκειμένου να ονομάσουμε αυτό το πράγμα κακό και εκείνο καλό με τρόπο καθαρό και απόλυτο» (1152b 11, 1-4).
 
Κι όχι μόνο αυτό: «Επιπλέον, είναι ένα από τα θέματα που είναι απαραίτητο να εξετάσουμε: δεν είναι μόνο ότι οι ίδιοι εμείς καθορίσαμε ότι η ηθική αρετή και κακία σχετίζεται με τις λύπες και τις ηδονές· είναι και ότι ο περισσότερος κόσμος βεβαιώνει ότι η ευδαιμονία πάει μαζί με την ηδονή· αυτός είναι και ο λόγος που για να δηλώσουν τον ευτυχισμένο χρησιμοποιούν τη λέξη μακάριος, μια λέξη που βγαίνει από το ρήμα χαίρω» (1152b 11, 4-9).
 
Με δεδομένο ότι ο τελικός σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η ευτυχία, αυτό που μένει είναι η αναζήτηση της χαράς, καθώς ευτυχία χωρίς χαρά δεν υφίσταται. Οι ηδονές ως αδιαπραγμάτευτη πηγή χαράς παίρνουν διαστάσεις σχεδόν υπαρξιακές, αφού καθορίζονται ως «“αρχιτέκτονας” του τέλους» θεμελιώνοντας την ευτυχία.
 
Η ευχαρίστηση ή η λύπη που προξενείται από τις πράξεις είναι το κριτήριο για να χαρακτηριστούν επιθυμητές ή όχι. Όμως αυτό δε γίνεται κατ’ ανάγκη με τρόπο άμεσο. Η λύπη που προκαλεί ο σημερινός κόπος δεν τον καθιστά κακό, γιατί θα επιφέρει την ηδονή της μελλοντικής καρποφορίας του. Μόνο ο μάταιος κόπος είναι κάτι κακό, γιατί επιφέρει λύπη χωρίς προσδοκία χαράς. Η ευχαρίστηση που αντλείται από κάθε πράξη είναι η κινητήριος δύναμη της ανθρώπινης συμπεριφοράς, γιατί τον ωθεί προς την ολοκλήρωση.
 
Αυτός είναι και ο λόγος της υπερβολής που υπάρχει στην αναζήτηση των ηδονών. Η τρομακτική ένταση του πόθου για ολοκλήρωση (ευτυχία) κάνει τους ανθρώπους να χάνουν το μέτρο επιφέροντας τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Αυτή η ένταση γεννά και τον ακρατή και τον ακόλαστο, που προσπαθώντας να κατακτήσουν την ευτυχία τελικά την υπονομεύουν. Παρατηρώντας κανείς τους ανθρώπινους χαρακτήρες θα έλεγε ότι το κυνήγι των ηδονών αφορά περισσότερο τη δυστυχία παρά την ευτυχία, καθώς όσοι αφήνονται σ’ αυτές (σχεδόν νομοτελειακά) καταστρέφουν τη ζωή τους, ενώ όσοι αντιστέκονται, όπως ο εγκρατής ή ο σώφρων, κατά κανόνα γίνονται περισσότερο ευτυχείς.

Η προσέγγιση αυτή έφτασε σε σημείο να οδηγήσει στη ματαίωση των ηδονών με τη σκέψη ότι τελικά δε συνδέονται με την ευτυχία. Ο Αριστοτέλης παραθέτει ενδεικτικά τέτοιες απόψεις: «Κάποιοι, λοιπόν, θεωρούν ότι καμιά ηδονή δεν είναι κάτι καλό, είτε καθαυτό είτε κατά σύμπτωση· γιατί, όπως λένε, το αγαθό και η ηδονή δεν είναι το ίδιο πράγμα. Άλλοι όμως λένε ότι μερικές ηδονές είναι κάτι καλό, οι περισσότερες όμως είναι κάτι κακό» (1152b 11, 9-12).
 
Και συνεχίζει: «Ο σώφρων άνθρωπος αποφεύγει τις ηδονές. Ο φρόνιμος άνθρωπος επιδιώκει την απουσία της λύπης, όχι την ηδονή. Οι ηδονές είναι εμπόδιο για τη φρόνηση, και όσο πιο μεγάλη είναι η ευχαρίστηση που προκαλούν, τόσο πιο μεγάλο εμπόδιο για τη φρόνηση είναι, όπως, επιπαραδείγματι, στην περίπτωση της αφροδισιακής ηδονής· γιατί κανένας δε θα μπορούσε να σκεφτεί οτιδήποτε όσο είναι παραδομένος σ’ αυτήν» (1152b 11, 17-22).
 
Παρακολουθούμε ένα είδος δαιμονοποίησης των ηδονών, που ανάγονται σχεδόν σε σύμβολο του κακού που καταστρέφει τους ανθρώπους. Οι ηδονές δεν μπορούν να έχουν καμία σχέση ούτε με την αρετή ούτε με το αγαθό: «Δεν υπάρχει καμία τέχνη που να έχει για αντικείμενό της την ηδονή· όμως κάθε αγαθό πράγμα είναι έργο κάποιας τέχνης. Τα παιδιά και τα ζώα κυνηγούν τις ηδονές» (1152b 11, 22-24).
 
Ο Αριστοτέλης στέκεται κριτικά απέναντι σε τέτοιες απόψεις. Η ματαίωση της ηδονής εκμηδενίζει τον «αρχιτέκτονα» της ευτυχίας. Θα έλεγε κανείς ότι η υπερβολή της αναζήτησης των ηδονών από τους ανθρώπους (με όλα τα αρνητικά της αποτελέσματα) επέφερε το άλλο άκρο της έλλειψης που καταδικάζει τις ηδονές ως πηγή δυστυχίας. Ο Αριστοτέλης δε θα μπορούσε παρά να τοποθετήσει το ζήτημα στη βάση της μεσότητας. Κι αυτός είναι ο λόγος που (αφού έχει καταδείξει τα αδιέξοδα της υπερβολής καταδικάζοντας και τον ακρατή και τον ακόλαστο) θα επιχειρήσει να ανατρέψει και τα επιχειρήματα που καταδικάζουν τις ηδονές ως κάτι κακό από θέση αρχής.

Για τον Αριστοτέλη οι ηδονές είναι πράξεις που οδηγούν τον άνθρωπο στην ολοκλήρωση: «Δεν είναι ανάγκη να υπάρχει κάτι άλλο καλύτερο από την ηδονή, όπως λένε μερικοί ότι το τέλος είναι καλύτερο από τη διαδικασία που οδηγεί σ’ αυτό· γιατί οι ηδονές δεν είναι γενέσεις, ούτε και συνοδεύονται όλες τους από γένεση, αλλά είναι ενέργειες και τέλος. Ούτε προκύπτουν όταν γινόμαστε κάτι, αλλά όταν κάνουμε χρήση αυτού του πράγματος» (1153a 12, 10-14).
 
Το ξεκαθάρισμα ότι η ηδονή δεν αφορά τη γένεση ενός πράγματος αποτελεί απάντηση στην άποψη ότι οι ηδονές προέρχονται από μια γένεση που γίνεται αντιληπτή από τις αισθήσεις και προκαλείται, επειδή επαναφέρει το άτομο στην κατάσταση που όρισε η φύση γι’ αυτό. Με άλλα λόγια (σύμφωνα με αυτή την αντίληψη) οι αισθήσεις γεννούν τις ηδονές, που είναι ευχάριστες, γιατί συνδέονται με τη φυσική υπόσταση του ανθρώπου. Γι’ αυτό και σχετίζονται κυρίως με τη βιολογική του υπόσταση.
 
Για τον Αριστοτέλη μια τέτοια ερμηνεία δεν μπορεί να πείσει, καθώς οι ηδονές δεν προέρχονται από γένεση, αλλά από πράξη. Οι ηδονές έχουν να κάνουν με την ενέργεια που μεταδίδει ευχαρίστηση μέσω των αισθήσεων (κι όχι μόνο) κι αυτό που επιδιώκεται είναι η χρήση αυτού που προκαλεί την ευχαρίστηση κι όχι η γένεσή του.
 
Στην ουσία πρόκειται για το διαχωρισμό της ενέργειας από τη γένεση που πολλοί τις ταυτίζουν: «Κάποιοι θεωρούν ότι η ηδονή είναι γένεση, επειδή είναι κάτι το καλό στην πλήρη σημασία της λέξης· πιστεύουν, πράγματι, ότι η ενέργεια είναι γένεση, ενώ στην πραγματικότητα είναι κάτι διαφορετικό» (1153a 12, 19-21).
 
Γι’ αυτό και το ξεκαθάρισμα ότι οι ηδονές δεν «προκύπτουν όταν γινόμαστε κάτι, αλλά όταν κάνουμε χρήση αυτού του πράγματος». Και γι’ αυτό θα συμπληρώσει: «… δεν είναι σωστό να λέμε ότι η ηδονή είναι μια αντιληπτή με τις αισθήσεις γένεση, αλλά μάλλον μια ενέργεια της φυσικής μας έξης, και αντί να λέμε “αντιληπτή με τις αισθήσεις” καλύτερα να λέμε “ανεμπόδιστη”» (1153a 12, 15-19).
 
Η αντικατάσταση της λέξης αντιληπτή με τη λέξη ανεμπόδιστη, είναι η κατάδειξη ότι οι ηδονές έχουν να κάνουν με τη φύση του ανθρώπου και γι’ αυτό δεν εμποδίζονται από τις αισθήσεις. Η φύση πρόσφερε ηδονές, για να βοηθήσει τον άνθρωπο να ολοκληρωθεί, να φτάσει δηλαδή στο τέλος του, που είναι η ευτυχία. Η άρνηση των ηδονών ισοδυναμεί με την άρνηση του τέλους, που έχει δοθεί από τη φύση. Από αυτή την άποψη, ο άνθρωπος οφείλει να ενεργήσει προς την απόκτησή τους. Αρκεί να κινείται στα όρια της μεσότητας, όπως χαράσσονται από τη λογική.
 
Η άποψη που κατατάσσει τις ηδονές στις αρνητικές έξεις για το λόγο ότι πολλές είναι βλαβερές για την υγεία βρίσκει τον Αριστοτέλη αντίθετο: «Να λέμε, επίσης, ότι η ηδονή είναι κάτι κακό για το λόγο ότι κάποια ευχάριστα πράγματα βλάπτουν την υγεία, είναι το ίδιο σαν να λέμε ότι μερικά υγιεινά πράγματα (είναι κακά γιατί) είναι κακά για το πορτοφόλι μας· από την άποψη που είπαμε είναι, πράγματι, και τα δύο κάτι κακό, δεν είναι όμως καθαυτά κάτι κακό γι’ αυτόν μόνο το λόγο» (1153a 12, 21-23).
 
Με άλλα λόγια, αν κάποια ευχαρίστηση βλάπτει την υγεία δεν είναι κακή με την ολοκληρωτική έννοια, αλλά μόνο με την έννοια της υγείας. Αντιστοίχως, πολλές ανήθικες πράξεις που οφείλονται στην ηδονή και δε βλάπτουν την υγεία δε σημαίνει ότι δε θα χαρακτηριστούν κι αρνητικές. Το ζήτημα της υγείας είναι κάτι που πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του, αλλά δεν είναι ο παράγοντας που θα καταδείξει αν μια πράξη είναι καλή ή κακή στο σύνολό της.

Όσο για το ότι οι ηδονές δε συνδέονται με καμία τέχνη, ο Αριστοτέλης αναφέρει: «…το ότι δεν υπάρχει ηδονή που να είναι προϊόν κάποιας τέχνης, αυτό είναι απλώς εντελώς φυσικό και κανονικό: η τέχνη δεν έχει ποτέ ως αντικείμενό της μια οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, παρά μόνο την αντίστοιχη δύναμη (ιδιότητα)· και όμως και η τέχνη των αρωμάτων και η μαγειρική τέχνη θεωρούνται ότι παράγουν ηδονή» (1153a 12, 28-32).
 
Από κει και πέρα, το αδιαπραγμάτευτο της ύπαρξης καλών και κακών ηδονών δεν αποκλείει ότι το ύψιστο αγαθό για τον άνθρωπο, δηλαδή η ευδαιμονία, είναι κάποιας μορφής ηδονή: «Το ότι κάποιες ηδονές είναι ευτελείς και κακές, δε μας εμποδίζει καθόλου να πούμε ότι κάποιο είδος ηδονής είναι το ύψιστο αγαθό – ακριβώς όπως και κάποιο είδος γνώσης μπορεί να είναι εξαιρετικά καλό, μολονότι ορισμένα είδη γνώσης είναι ασήμαντα και κακά» (1153b 13, 9-11).
 
Κι αμέσως συμπληρώνεται: «Ίσα ίσα είναι ίσως υποχρεωτικό να δεχθούμε ότι: Αν υπάρχουν ανεμπόδιστες ενέργειες για κάθε έξη, τότε, είτε η ευδαιμονία είναι το αποτέλεσμα της ενέργειας του συνόλου των έξεών μας είτε της ενέργειας κάποιας από αυτές (φτάνει να είναι ανεμπόδιστη), η ενέργεια αυτή πρέπει να είναι ό,τι πιο άξιο επιλογής και προτίμησης. Αυτή όμως η ενέργεια είναι η ηδονή» (1153b 13, 11-15).
 
Το τελικό συμπέρασμα είναι έτοιμο να διατυπωθεί: «Το ύψιστο επομένως αγαθό θα είναι κάποιο είδος ηδονής, έστω κι αν οι περισσότερες ηδονές είναι κακές – μπορεί και κακές γενικά και απόλυτα. Αυτός είναι και ο λόγος που οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η ευδαίμων ζωή είναι μια ευχάριστη ζωή, κάνοντας στην ουσία την ηδονή συστατικό στοιχείο της ευδαιμονίας – εντελώς δικαιολογημένα, αφού καμιά ενέργεια δεν μπορεί να είναι τέλεια, αν εμποδίζεται, και η ευδαιμονία ανήκει στα πράγματα που είναι τέλεια» (1153b 13, 15-20).
 
Η ευτυχία δεν μπορεί να νοηθεί ως κάτι ανεξάρτητο από τις ηδονές. Σε τελική ανάλυση, η ίδια η έννοιά της δεν είναι παρά μια υπέρτατη ηδονή που εξυψώνει το θεϊκό στοιχείο που έχει ο άνθρωπος μέσα του. Αυτός είναι και ο λόγος, που, όσο κι αν διαφέρουν οι ηδονές που αναζητά κάθε άνθρωπος σε σχέση με τους άλλους, στην ουσία όλοι αναζητούν το ίδιο πράγμα: «Επειδή όμως δεν είναι, ούτε θεωρείται πως είναι ίδια για όλους η φύση ή η άριστη έξη, δεν κυνηγούν όλοι την ίδια ηδονή – την ηδονή, πάντως, την κυνηγούν όλοι. Και ίσως στην πραγματικότητα κυνηγούν όχι την ηδονή που νομίζουν ότι κυνηγούν, ούτε αυτή που θα έλεγαν ότι κυνηγούν, αλλά μία και την ίδια ηδονή. Γιατί όλα τα όντα έχουν από τη φύση κάτι το θεϊκό μέσα τους» (1153b 13, 34-38).
 
Κατ’ επέκταση, ο ενάρετος, ως άνθρωπος που είναι σε θέση να φτάσει στην ευδαιμονία, είναι αδύνατο να νοηθεί με τη σημασία του ανθρώπου που περιφρονεί ή στερείται τις ηδονές. Πολύ περισσότερο να οδηγείται θεληματικά σε συνθήκες στέρησης ή μαρτυρίων (δηλαδή ολοκληρωτικής λύπης) για να πιστοποιήσει την αρετή του προς ενίσχυση της ευτυχίας του.
 
Για τον Αριστοτέλη οι απόψεις που θέτουν την ευτυχία μέσα στο πλαίσιο της μαρτυρικής αγιοσύνης είναι πεντακάθαρες ανοησίες: «Όσο γι αυτούς που ισχυρίζονται ότι ακόμη και ο άνθρωπος που βασανίζεται στον τροχό ή ο άνθρωπος που τον βρήκαν μεγάλες δυστυχίες είναι ευδαίμων, αν είναι αγαθός, απλώς λένε, θεληματικά ή αθέλητα, ανοησίες» (1153b 13, 23-25).
 
Για να είναι κανείς ευδαίμων χρειάζεται όλες τις προϋποθέσεις που θα του εξασφαλίσουν την καλή ζωή: «Αυτός είναι ο λόγος που ο ευδαίμων άνθρωπος χρειάζεται επίσης τα σωματικά αγαθά και τα εξωτερικά αγαθά, τα αγαθά δηλαδή της τύχης, αν είναι να μην έχει κανένα εμπόδιο από την έλλειψή τους» (1153b 13, 21-23).
 
Όμως, το ότι για την ευτυχία χρειάζεται και η καλή τύχη, δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ότι η ευτυχία είναι ένα τυχαίο γεγονός. Η τύχη μπορεί να παίζει μεγάλο ρόλο στη ζωή των ανθρώπων (είτε προς το καλό είτε προς το κακό), αλλά ο αληθινά ενάρετος έχει τη γνώση της διαχείρισής της, αφού είναι σε θέση να ενεργεί προς την κατάκτηση της ύψιστης ηδονής που φέρει η ευτυχία.
 
Ασφαλώς, εκείνος που πέρασε μια τεράστια αναπάντεχη συμφορά δεν είναι εύκολο να είναι ευτυχισμένος, αφού η τύχη έχει διαταράξει επώδυνα τη συναισθηματική του ισορροπία. Κι εδώ βρίσκεται η διαφορά του ενάρετου από τους άλλους ανθρώπους. Ενώ όλοι σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί να συντριβούν ολοκληρωτικά, ο ενάρετος θα βρει τη δύναμη να το ξεπεράσει ασκώντας την αρετή κι αντλώντας ευχαρίστηση από τις ποιοτικές έξεις που χαρακτηρίζουν τη ζωή του. Με το πέρασμα του χρόνου έχει τη δυνατότητα να ξαναγίνει ευδαίμων, έστω κι αν η σκιά της συμφοράς που πέρασε βρίσκεται πάντα μέσα του.
 
Η ευδαιμονία ασφαλώς κι επηρεάζεται από τις περιστάσεις, αλλά ο κάτοχος της αρετής θα είναι πάντα πιο κοντά στην ευτυχία από οποιονδήποτε άλλον μέσα στις ίδιες συνθήκες ζωής. Το να συγκρίνεται η ευτυχία του ενάρετου που γνωρίζει την πιο αντίξοη τύχη με την ευτυχία κάποιου άλλου που όλα του έρχονται ευνοϊκά στερείται λογικής και είναι από θέση αρχής άδικο.
 
Οι συγκρίσεις αυτού του είδους είναι που οδηγούν σε εσφαλμένα συμπεράσματα, αφού πάντα κατευθύνονται από το μεμονωμένο συγκεκριμένων ανθρώπων. Πράγματι, μπορεί να βρεθεί κάποιος ενάρετος που λόγω της τύχης να είναι λιγότερο ευτυχής από κάποιον άλλον. Γι’ αυτό και πολλοί συνδέουν την ευτυχία αποκλειστικά με την τύχη.
 
Αυτό όμως δεν είναι ο κανόνας. Η τύχη δε στοχοποιεί συχνά ένα άτομο οδηγώντας το σε απανωτές συμφορές, ώστε να μη σηκώσει ποτέ κεφάλι. Κάτι τέτοιο είναι μάλλον σπάνιο (εκτός αν πρόκειται για κοινωνική παθογένεια που οδηγεί τους πολίτες στην εξαθλίωση). Το σίγουρο είναι ότι σε μια συνηθισμένη ζωή (με τις χαρές και τις λύπες της) ο ενάρετος θα είναι πιο ευτυχής από κάθε άλλον. Και είναι σε θέση να αντέξει και συμφορές που άλλοι δε θα μπορούσαν. Αν αναλογιστεί κανείς σε τι κατάσταση θα ήταν ο μη ενάρετος, αν η τύχη του έφερνε συμφορές, ή σε τι ευτυχία θα ήταν ο ενάρετος με μια φιλική τύχη, γίνεται σαφές ότι η αρετή αποτελεί ξεκάθαρο προβάδισμα για την κατάκτηση της ευτυχίας.
 
Επιστρέφοντας στο ζήτημα των ηδονών, η ευτυχία δεν έγκειται στην αποφυγή τους, αλλά στη γνώση και την επιλογή εκείνων που έχουν ποιότητα: «Επειδή όμως οι άνθρωποι στρέφονται συχνότατα προς τις σωματικές ηδονές και έχουν όλοι τους συμμετοχή σ’ αυτές, οι ηδονές αυτές κληρονόμησαν όλα τα δικαιώματα πάνω στη λέξη· καθώς λοιπόν μόνο αυτές οι ηδονές τούς είναι γνωστές και οικείες, θεωρούν πως δεν υπάρχουν άλλες» (1153b 13, 38-40 και 1154a 13, 1-2).
 
Βρισκόμαστε μπροστά στη στρέβλωση της υπερβολής που μετουσιώνει τις σωματικές ηδονές σε ατόφια ευτυχία ωθώντας τους ανθρώπους προς τα αρνητικά χαρακτηριστικά της ακράτειας και της ακολασίας και που αντιστοίχως γεννά και την άποψη της έλλειψης, η οποία καταδικάζει τις σωματικές ηδονές ως κάτι από θέση αρχής κακό που πρέπει να αποφεύγεται. Ο Αριστοτέλης θα θέσει το ζήτημα στην ορθή βάση της μεσότητας: «Στα σωματικά αγαθά υπάρχει υπερβολή, και ο κακός άνθρωπος είναι κακός επειδή κυνηγάει την υπερβολή, όχι επειδή κυνηγάει τις “αναγκαίες” ηδονές· γιατί όλοι οι άνθρωποι χαίρονται ως ένα βαθμό και τα φαγητά, και τα κρασιά και τις χαρές του έρωτα, όχι όμως πάντοτε με τον τρόπο που πρέπει» (1154a 14, 18-22).
 
Δεν είναι λοιπόν κακό να απολαμβάνει κανείς το φαγητό ή τον έρωτα. Αντιθέτως είναι κακό να τα στερείται στο όνομα μιας καταπιεστικής ηθικής που θα τον κάνει ενάρετο. Η αρετή δεν έχει να κάνει με τη στέρηση, γιατί η στέρηση ταυτίζεται με την έλλειψη. Ο ενάρετος είναι αυτός που ακολουθεί το μέσο απολαμβάνοντας όλες τις σωματικές ηδονές και αντλώντας τη χαρά που μπορούν να του προσφέρουν, χωρίς όμως να τις μετατρέπει σε προτεραιότητα που θα νοηματοδοτήσει την ύπαρξή του. Μια τέτοια υπερβολή δεν μπορεί παρά να έχει αρνητικά αποτελέσματα, αφού υποβιβάζει τον άνθρωπο στο ζωώδες.
 
Κι αυτός είναι ένας άλλος δρόμος που μπορεί να οδηγηθεί κανείς στην ευτυχία εκλαμβάνοντάς την ως ισορροπία ανάμεσα στις ανάγκες του σώματος και της ψυχής. Η συνείδηση της διπλής υπόστασης του ανθρώπου (σώματος και ψυχής) θα επιφέρει τη μεσότητα των πράξεων προς την ικανοποίηση και των δύο μερών, αφού θα καταστεί σαφές ότι η τροφή του ενός πρέπει να σταματά προκειμένου να τραφεί και το άλλο. Θα έλεγε κανείς ότι τα όρια τίθενται από μόνα τους. Αρκεί να μπορεί κανείς να τα αντιλαμβάνεται. Κι ίσως αυτή η αντίληψη να σηματοδοτεί αυτό που ονομάζουμε ολοκληρωμένη προσωπικότητα.
 
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου