Οι γνώσεις μας για το Διόδοτο είναι σχεδόν μηδαμινές. Ο Γεωργοπαπαδάκος παραθέτει σε υποσημείωση: «Δεν ξέρουμε τίποτε περισσότερο για το συνετό αυτόν άντρα». Το σίγουρο είναι ότι παίρνει το λόγο όταν συγκεντρώνεται η εκκλησία του Δήμου για να συζητήσει την αναθεώρηση της εξοντωτικής απόφασης εναντίον των Μυτιληναίων για την αποστασία τους. Ο Θουκυδίδης παρουσιάζει το λόγο του αμέσως μετά τον εμπρηστικό λόγο του Κλέωνα (που δικαίωνε την ολοκληρωτική καταστροφή των Μυτιληναίων) ως αντίβαρο επιείκειας και λογικής απέναντι στην τυφλή, ισοπεδωτική ορμή της προηγούμενης εκδικητικής απόφασης. Όμως ο λόγος του Διόδοτου είναι πολιτικός. Είναι δηλαδή προορισμένος να καταδείξει το συμφέρον της πόλης. Υπό αυτούς τους όρους κάθε συναισθηματισμός ή ανθρωπιστική διάθεση δεν μπορούν να έχουν καμία ισχύ, αφού εδώ μιλάμε για τον ξερό ωφελιμισμό της πόλης, που οφείλει να βγει κερδισμένη από τις περιστάσεις. Εξάλλου, η ίδια η έννοια της αθηναϊκής ηγεμονίας, που ούτε απαρνείται ούτε καταδικάζει ο Διόδοτος, είναι η πιστοποίηση της αδικίας, που όμως θεωρείται αυτονόητη – κι ως εκ τούτου δίκαιη – αφού δεν υπάρχει κανένας πιο αυτονόητος νόμος από το δίκιο του ισχυρού. Οι Αθηναίοι δεν χρειάζεται να έχουν καμία ενοχή για τη συμπεριφορά τους προς τους συμμάχους, αφού είναι βέβαιο ότι αν είχαν το πάνω χέρι εκείνοι θα έκαναν τα ίδια, για να μην πούμε χειρότερα. Ο Διόδοτος, αν θέλει να γίνει πιστευτός, οφείλει να αποδείξει τα χειροπιαστά οφέλη του ανθρωπισμού ή αλλιώς τη συμφεροντολογική οπτική της ανθρωπιάς, τοποθετώντας το ανθρωπιστικό ιδεώδες στο σκληρό, πολλές φορές κυνικό, πλαίσιο της πολιτικής. Οφείλει δηλαδή να καταδείξει τα πολιτικά οφέλη του ουμανισμού ή, ακόμα καλύτερα, τα οικονομικά οφέλη, αφού, επί της ουσίας, τα πολιτικά οφέλη μιας πόλης (κράτους) μόνο ως οικονομική υπεροχή μπορούν να νοηματοδοτηθούν (ή στρατιωτική, που σε τελική ανάλυση είναι το ίδιο): «Το κύριο επιχείρημα του Κλέωνα είναι ότι σας συμφέρει, για να αποστατούν στο μέλλον λιγότερο συχνά οι σύμμαχοί σας, να ορίσετε προκαταβολικά ως ποινή το θάνατο. Αλλά εγώ, που νοιάζομαι το ίδιο για το μελλοντικό συμφέρον της πόλης, έχω την αντίθετη γνώμη. Κι έχω την απαίτηση να μην απορρίψετε τη χρησιμότητα του δικού μου λόγου παρασυρμένοι από τη δική του εντυπωσιακή επιχειρηματολογία». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 44).
Το εξ’ αρχής ξεκαθάρισμα του Διόδοτου ότι ενδιαφέρεται αποκλειστικά για το συμφέρον της πόλης, δεν είναι τίποτε άλλο από την τοποθέτηση του λόγου του στην ορθή πολιτική βάση. Γιατί δεν πρέπει να υπάρξει καμία υπόνοια για το αντίθετο. Γιατί οποιαδήποτε τέτοια υπόνοια θα διέλυε, από θέση αρχής, κάθε αξιοπιστία: «Σκεφτείτε πως σήμερα, αν κάποια πόλη αποστατήσει κι ύστερα καταλάβει ότι δε θα υπερισχύσει, μπορεί να συνθηκολογήσει, ενώ ακόμη είναι σε θέση να δώσει πολεμική αποζημίωση και να πληρώνει μελλοντικά το φόρο υποτέλειας. Αν όμως αλλάξτε πολιτική, ποια πόλη νομίζετε πως θα βρεθεί που δε θα ετοιμαστεί καλύτερα από ό,τι ως σήμερα για να αποστατήσει και σε μια πολιορκία δε θα παρατείνει την αντίστασή της ως τα έσχατα, αν ξέρει ότι μια αργότερη ή νωρίτερη συνθηκολόγηση θα έχει τις ίδιες συνέπειες; Αλλά και για μας δε θα ‘ταν ζημιά να ξοδευτούμε σε μια μακροχρόνια πολιορκία της – αφού θα ήταν αδύνατη η συνθηκολόγηση – κι αν την κυριέψουμε, να πάρουμε μια πόλη κατεστραμμένη και χωρίς τη δυνατότητα να ‘χουμε στο μέλλον έσοδα απ’ αυτή; Κι ήμαστε ισχυροί απέναντι στους εχθρούς μας ακριβώς χάρη στα έσοδα αυτά». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 46).
Βρισκόμαστε μπροστά στην πιο ορθολογική διαχείριση της εξουσίας, που επιβάλλει ότι τους αδύναμους δεν πρέπει να τους εξοντώνει ο ισχυρός, αλλά να τους απομυζεί. Οι αποστάτες πρέπει να επιστρέφουν στην ηγεμονία – με την ουρά στα σκέλια – όσο το δυνατό πιο σύντομα και πιο ανέξοδα. Η εκ των προτέρων καθορισμένη θανατική ποινή σε βάρος τους είναι προφανές ότι δεν εξυπηρετεί αυτόν τον προσανατολισμό, καθώς θα εξαναγκάσει τους αποστάτες να αγωνιστούν μέχρις εσχάτων φέρνοντας ζημιές στρατιωτικές (αφού οι μάχες θα παραταθούν μέχρι τα πιο ακραία όριά τους) και ματαιώνοντας την ίδια την έννοια της νίκης (αφού μια ισοπεδωμένη πόλη δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα). Η σύνεση, ως παντοδύναμο πολιτικό όπλο των ισχυρών, καθιστά σαφές ότι δεν υπάρχει πιο σώφρων πολιτικός δρόμος από την κερδοφορία που τελεί εν ειρήνη. Οι εξάρσεις και οι αποστασίες δε συμφέρουν τους ισχυρούς. Πόσο μάλλον η χρονική παράτασή τους. Ο ανθρωπισμός οφείλει να προβάλλεται ως ύψιστη γενναιοδωρία. Αν η ισχύς καταφέρει και φορέσει πειστικά το ουμανιστικό προσωπείο, θα διαρκέσει επ’ άπειρο, αφού θα έχει ματαιώσει όλες τις αντιστάσεις. Ο υποτελής πρέπει να νιώθει προστατευμένος από τον ισχυρό και – αν είναι δυνατό – να μην αντιλαμβάνεται την εκμετάλλευση που υφίσταται. Η ανάκληση της παράλογης τιμωρίας των Μυτιληναίων, όχι μόνο δεν θα βλάψει την ηγεμονία, αλλά θα την τονώσει λειτουργώντας καθησυχαστικά στα υπόλοιπα μέλη, που σε κάθε περίπτωση πρέπει να τρέφουν την ψευδαίσθηση της εμπιστοσύνης και της ελευθερίας. Η λογική τιμωρία θα μεταφραστεί ως δικαιοσύνη. Η συλλήβδην εξόντωση του πληθυσμού όμως δεν μπορεί να πείσει κανένα. Αντιθέτως, θα γεννήσει την ανασφάλεια που διαλύει όλες τις ψευδαισθήσεις. Γιατί κάθε ηγεμονία εγκαθιδρύει προτεκτοράτα, και κάθε προτεκτοράτο οφείλει να κινείται από τις πολιτικές αποφάσεις των ιθυνόντων, που πρέπει να φαίνονται ανεξάρτητοι. Κι αυτή είναι η μαγική ισορροπία της υποτέλειας. Η πολιτική σκηνή να διαμορφώνεται από τους κατάλληλους προς την ηγεμονία ανθρώπους και ταυτόχρονα ο λαός να θεωρεί ότι κρατά την τύχη του στα χέρια του. Γι’ αυτό οι ντόπιοι πολιτικοί εκφραστές της ηγεμονίας πρέπει πάνω απ’ όλα να νιώθουν ασφαλείς: «Αν όμως εξοντώσετε τους δημοκρατικούς της Μυτιλήνης, που όχι μόνο δεν πήραν μέρος στην αποστασία, αλλά και όταν πέτυχαν να τους δοθούν όπλα, σας παραδώσανε θεληματικά την πόλη τους, πρώτο θα κάμετε έγκλημα σκοτώνοντας τους ευεργέτες σας, κι ύστερα θα εξασφαλίσετε στους ολιγαρχικούς αυτό που πάνω απ’ όλα θέλουν: στις αποστασίες που θα προκαλούν στις πόλεις τους, να ‘χουν αμέσως συμμάχους τους δημοκρατικούς, μια κι εσείς θα ‘χετε δείξει σ’ όλους πανηγυρικά ότι η ίδια τιμωρία περιμένει και τους ενόχους και τους αθώους. Οφείλεται λοιπόν, κι αν ακόμη σας αδίκησαν, να προσποιηθείτε πως δεν το καταλάβατε, για να μη γίνει εχθρικό το μόνο μέρος του πληθυσμού που είναι ακόμη φιλικό απέναντί σας». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 47).
Όμως ο Διόδοτος δεν σταματά εδώ, αλλά προχωρά ακόμη βαθύτερα αναλύοντας την ίδια τη φύση της θανατικής ποινής: «Κι είναι πιθανό, παλιότερα, οι ποινές για τα βαρύτερα εγκλήματα να ήταν πιο ελαφριές, επειδή όμως οι παρανομίες συνεχίζονταν, με τον καιρό οι περισσότερες ποινές έφτασαν να είναι ο θάνατος. Αλλά παρόλα αυτά τα εγκλήματα συνεχίζονται. Ή, λοιπόν, πρέπει να βρούμε κάποιο σκιάχτρο πιο φοβερό απ’ το θάνατο ή να παραδεχτούμε πως αυτός δε σταματά το έγκλημα. Γιατί οι άνθρωποι, είτε από τόλμη που τη γεννά η φτώχεια με τις πιεστικές ανάγκες, είτε από πλεονεξία που την προκαλεί η δύναμη και την κάνει ακόρεστη η αλαζονεία και η αυτοπεποίθηση, είτε από τα πάθη που κάθε φορά πια ακατανίκητα τους εξουσιάζουν στις διάφορες περιστάσεις του βίου, παρασύρονται σ’ επικίντυνες περιπέτειες». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 45).
Παρακολουθούμε την πιο ανόθευτη ανθρωπιστική πρόταση, η οποία κατατίθεται όχι ως διάλεξη ή φιλοσοφική τοποθέτηση ή καλλιτεχνικό έργο – που, από θέση αρχής, μπορούν να κινηθούν πιο ελεύθερα – αλλά ως επιχείρημα μέσα σε πολιτικό λόγο, που οφείλει να εξυπηρετήσει συγκεκριμένες γραμμές, που οφείλει δηλαδή να διαμορφώσει την άποψη του κοινού ώστε να ψηφιστούν τα προτεινόμενα. Ο ανεπιτήδευτος συνδυασμός της πολιτικής πειθούς με το ανθρωπιστικό ιδεώδες ξεπερνά όλα τα ρητορικά καλούπια, όχι επειδή επικαλείται μια προοδευτική ιδέα ως πολιτικό όπλο, αλλά γιατί εντάσσει μια ολόκληρη κοινωνική αντίληψη περί τιμωρίας (που δεν είναι βέβαιο ότι την ασπάζεται το κοινό) στο πλαίσιο μιας ρητορικής που επιδιώκει να κατευθύνει άμεσα προς μια συγκεκριμένη πολιτική απόφαση. Ο Διόδοτος, αφού χειριστεί επαρκώς τα ωφελιμιστικά πρότυπα που επιβάλλει ο πολιτικός λόγος, προχωράει σε ατόφιες ανθρωπιστικές αξίες, που, εμμέσως πλην σαφώς, καταθέτει επίσης προς ψήφιση. Πετυχαίνει δηλαδή δύο στόχους, αφού το κοινό δεν θα αποδεχτεί απλώς μια περιστασιακά επικερδή πρόταση, αλλά μια σταθερή πολιτική αντίληψη, που εστιάζει στην αγάπη προς τον συνάνθρωπο και το σεβασμό της ζωής. Γιατί η απονομή των ποινών, από τη φύση της, εμπεριέχει τον αγώνα του ανθρώπου να εκπολιτιστεί. Τον αγώνα να ξεπεράσει τα πηγαία εκδικητικά του συναισθήματα. Τον αγώνα της πίστης στην αναμόρφωση του ανθρώπου, που δε χρειάζεται να πεθάνει. Τον αγώνα για τη συνύπαρξη. Γι’ αυτό ο Διόδοτος μιλά για τα ανθρώπινα πάθη. Γι’ αυτό επικαλείται τη φτώχεια και τις πιεστικές ανάγκες. Γι’ αυτό αναφέρεται στο ακατανίκητο των συναισθημάτων. Γιατί ξέρει ότι οι αυστηρές – εξοντωτικές ποινές δεν μπορούν να τα νικήσουν. (Εξάλλου, έχουν ήδη αποτύχει). Γιατί ξέρει ότι ο άνθρωπος πρέπει να απευθυνθεί αλλού, αν θέλει να τα δαμάσει: «Κοντολογίς, είναι αδύνατο – κι είναι πολύ ανόητος όποιος πιστεύει το αντίθετο – η ανθρώπινη φύση, όταν σπρώχνεται από το πάθος να πράξει κάτι, να συγκρατηθεί από αυστηρούς νόμους ή από κάποιον άλλο φόβο». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 45).
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου