11. ΑΛΙΕΥΣ [11.1] ἁλιεὺς αὐλητικῆς ἔμπειρος ἀναλαβὼν αὐλοὺς καὶ τὰ δίκτυα παρεγένετο εἰς τὴν θάλασσαν καὶ στὰς ἐπί τινος προβλῆτος πέτρας τὸ μὲν πρῶτον ᾖδε, νομίζων αὐτομάτους πρὸς τὴν ἡδυφωνίαν τοὺς ἰχθύας ἐξάλλεσθαι. ὡς δὲ αὐτοῦ ἐπὶ πολὺ διατεινομένου οὐδὲν πέρας ἠνύετο, ἀποθέμενος τοὺς αὐλοὺς ἀνείλετο τὸ ἀμφίβληστρον καὶ βαλὼν κατὰ τοῦ ὕδατος πολλοὺς ἰχθύας ἤγρευσεν. ἐκβαλὼν δὲ αὐτοὺς ἀπὸ τῶν δικτύων ἐπὶ τὴν ἠιόνα ὡς ἐθεάσατο σπαίροντας, ἔφη· «ὦ κάκιστα ζῷα, ὑμεῖς, ὅτε μὲν ηὔλουν, οὐκ ὠρχεῖσθε, νῦν δέ, ὅτε πέπαυμαι, τοῦτο πράττετε».
πρὸς τοὺς παρὰ καιρόν τι πράττοντας ὁ λόγος εὔκαιρος.
12. ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΠΑΡΔΑΛΙΣ
[12.1] ἀλώπηξ καὶ πάρδαλις περὶ κάλλους ἤριζον. τῆς δὲ παρδάλεως παρ᾽ ἕκαστα τὴν τοῦ σώματος ποικιλίαν προβαλλομένης ἡ ἀλώπηξ ὑποτυχοῦσα ἔφη· «καὶ πόσον ἐγὼ σοῦ καλλίων ὑπάρχω, ἥτις οὐ τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν πεποίκιλμαι;»
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τοῦ σωματικοῦ κάλλους ἀμείνων ἐστὶν ὁ τῆς διανοίας κόσμος.
13. ΑΛΙΕΙΣ
[13.1] ἁλιεῖς σαγήνην εἷλκον· βαρείας δὲ αὐτῆς οὔσης ἔχαιρον καὶ ὠρχοῦντο, πολλὴν εἶναι νομίζοντες τὴν ἄγραν. ὡς δὲ ἀφελκύσαντες ἐπὶ τὴν ἠιόνα τῶν μὲν ἰχθύων ὀλίγους εὗρον, λίθων δὲ καὶ ἄμμων μεστὴν τὴν σαγήνην, οὐ μετρίως ἐβαρυθύμουν, οὐχ οὕτω μᾶλλον ἐπὶ τῷ συμβεβηκότι δυσφοροῦντες, ὅσον ὅτι καὶ τὰ ἐναντία προσειλήφασιν. εἷς δέ τις ἐν αὐτοῖς γηραιὸς ὢν εἶπεν· «ἀλλὰ παυσώμεθα, ὦ ἑταῖροι· χαρᾶς γάρ, ὡς ἔοικεν, ἀδελφή ἐστιν ἡ λύπη, καὶ ἡμᾶς ἔδει τοσαῦτα προησθέντας πάντως τι καὶ λυπηθῆναι».
ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς δεῖ τοῦ βίου τὸ εὐμετάβλητον ὁρῶντας μὴ τοῖς αὐτοῖς ἀεὶ πράγμασιν ἐπαγάλλεσθαι λογιζομένους, ὅτι ἐκ πολλῆς εὐδίας ἀνάγκη καὶ χειμῶνα γενέσθαι.
14. ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΠΙΘΗΚΟΣ
[14.1] ἀλώπηξ καὶ πίθηκος ἐν ταὐτῷ ὁδοιποροῦντες περὶ εὐγενείας ἤριζον. πολλὰ δὲ ἑκατέρου διεξιόντος ἐπειδὴ ἐγένοντο κατά τι‹νας τύμβους›, ἐνταῦθα ἀποβλέψας ἀνεστέναξεν ὁ πίθηκος. τῆς δὲ ἀλώπεκος ἐρομένης τὴν αἰτίαν ὁ πίθηκος ἐπιδείξας αὐτῇ τὰ μνήματα εἶπεν· «ἀλλ᾽ οὐ μέλλω κλαίειν ὁρῶν τὰς στήλας τῶν πατρικῶν μου ἀπελευθέρων καὶ δούλων;» κἀκείνη πρὸς αὐτὸν ἔφη· «ἀλλὰ ψεύδου, ὅσα βούλει. οὐδεὶς γὰρ τούτων ἀναστὰς ἐλέγξει σε».
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ ψευδολόγοι τότε μάλιστα καταλαζονεύονται, ὅταν τοὺς ἐλέγχοντας μὴ ἔχωσι.
15a. ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΒΟΤΡΥΣ
[15a.1] ἀλώπηξ λιμώττουσα ὡς ἐθεάσατο ἀπό τινος ἀναδενδράδος βότρυας κρεμαμένους, ἠβουλήθη αὐτῶν περιγενέσθαι καὶ οὐκ ἠδύνατο. ἀπαλλαττομένη δὲ πρὸς ἑαυτὴν εἶπεν· «ὄμφακές εἰσιν».
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι τῶν πραγμάτων ἐφικέσθαι μὴ δυνάμενοι δι᾽ ἀσθένειαν τοὺς καιροὺς αἰτιῶνται.
15b. ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΜΥΣ
[15b.1] ἀλώπηξ ἐν κρεβαττίνῃ βότρυας πεπείρους ἰδοῦσα ἤμελλε φαγεῖν, ἐν ὕψει δὲ ὄντας οὐκ ηὐπόρει φαγεῖν. μῦς δὲ ἰδὼν ταύτην ἐμειδίασεν εἰπών· «οὐδὲν τρώγεις». ἡ δὲ ἀλώπηξ μὴ θέλουσα ἡττηθῆναι πρὸς τοῦ μυὸς ἔφη· «ὄμφακές εἰσιν».
ὅτι τοὺς πονηροὺς καὶ μὴ βουλομένους πείθειν τὸν λόγον ὁ μῦθος ἐλέγχει.
***
11. Ο ψαράς.
[11.1] Ήταν ένας ψαράς που ήξερε να παίζει φλογέρα. Πήρε, που λέτε, τη φλογέρα του και τα δίχτυα του και πήγε στη θάλασσα. Εκεί πέρα στάθηκε πάνω σε κάποιον βράχο που προεξείχε πάνω από τα νερά και ξεκίνησε να παίζει μουσική. Νόμιζε, βλέπετε, ότι τα ψάρια θα πηδούσαν έξω από μόνα τους, σαν ανταπόκριση προς την όμορφη μελωδία. Για πολλή ώρα ζοριζόταν έτσι χωρίς να φέρνει κανένα αποτέλεσμα. Στο τέλος, λοιπόν, άφησε στην άκρη τη φλογέρα, σήκωσε το πεζόβολό του και το έριξε μέσα στη θάλασσα, πιάνοντας πολλά ψάρια. Μόλις τα έβγαλε από τα δίχτυα πάνω στο ακρογιάλι, τα είδε που σπαρταρούσαν και τα αποπήρε: «Βρε αχαΐρευτα πλάσματα, όταν σας έπαιζα φλογέρα, δεν χορεύατε. Τώρα που σταμάτησα βρήκατε να το κάνετε;».
Ο μύθος ταιριάζει για όποιον κάνει κάτι σε ακατάλληλη περίσταση.
12. Η αλεπού και η λεοπάρδαλη.
[12.1] Η αλεπού και η λεοπάρδαλη μάλωναν ποιά είναι πιο όμορφη. Η λεοπάρδαλη έδειχνε ένα-ένα τα μέρη του σώματός της και εκθείαζε το όλο βούλες δέρμα της. Όμως η αλεπού τής έφερε αντίρρηση: «Για φαντάσου, λοιπόν, πόσο πιο όμορφη από σένα πρέπει να είμαι εγώ, που η ποικιλομορφία μου δεν βρίσκεται στο σώμα αλλά στην ψυχή μου».
Το δίδαγμα του μύθου: Τα στολίδια του πνεύματος είναι ανώτερα από την ομορφιά του σώματος.
13. Οι ψαράδες.
[13.1] Ήταν κάτι ψαράδες που τραβούσαν την τράτα τους, και επειδή την ένιωθαν βαριά, χόρευαν από τη χαρά τους, νομίζοντας πως η ψαριά τους θα είναι μεγάλη. Όταν όμως τράβηξαν τα δίχτυα στο ακρογιάλι, δεν βρήκαν μέσα παρά λίγα μόνο ψάρια· βλέπετε, η τράτα είχε γεμίσει το πιο πολύ από πέτρες και άμμο. Τους ψαράδες μας τότε τους έπιασε φοβερή στενοχώρια· μάλιστα δυσανασχετούσαν όχι τόσο για το ίδιο το πάθημα όσο επειδή είχαν ελπίσει σε αντίθετη έκβαση προηγουμένως. Στο τέλος ένας γέρος που ήταν ανάμεσά τους είπε: «Σώνει πια, αδέρφια. Το ξέρουμε δα, η λύπη είναι αδελφή της χαράς. Λοιπόν, με τέτοια χαρά που πήραμε εμείς στην αρχή, ήταν της μοίρας μας εξάπαντος να λυπηθούμε και λίγο».
Το ίδιο ισχύει και για εμάς: είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε την ευμετάβλητη φύση της ζωής και να μην περιμένουμε ότι πάντα θα πανηγυρίζουμε με τον ίδιο τρόπο. Ας το βάλουμε στο μυαλό μας: ύστερα από μεγάλη καλοκαιρία είναι αναπόφευκτο να έρθει σε κάποια στιγμή και η καταιγίδα.
14. Η αλεπού και ο πίθηκος.
[14.1] Μια φορά η αλεπού και ο πίθηκος περπατούσαν μαζί στον ίδιο δρόμο και μάλωναν ποιός από τους δύο έχει πιο αριστοκρατική καταγωγή. Εξιστορούσαν, που λέτε, και οι δυο τους πολλά και διάφορα, μέχρι που βρέθηκαν σε ένα μέρος με τάφους. Εκεί πέρα ο πίθηκος κάρφωσε το βλέμμα του πάνω στα μνήματα και έβγαλε βαθύ στεναγμό. Η αλεπού φυσικά τον ρώτησε γιατί. Τότε ο πίθηκος έκανε μια χειρονομία, δείχνοντάς της τις ταφόπλακες, και αποφάνθηκε: «Πώς να μην κλάψω σαν θωρώ τις επιτύμβιες στήλες των δούλων και απελεύθερων που είχαμε στο πατρικό μου;». Εκείνη όμως δεν τον άφησε δίχως απάντηση: «Μωρέ δεν πα να λες όσα ψέματα θέλεις — κανένας από αυτούς εδώ δεν πρόκειται να σηκωθεί για να σε διαψεύσει».
Έτσι γίνεται και με τους ανθρώπους: οι ψεύτες ξεστομίζουν τις πιο εξωφρενικές καυχησιές, ιδίως όταν δεν είναι τριγύρω κανένας για να τους ελέγξει.
15a. Η αλεπού και τα σταφύλια.
[15a.1] Ήταν μια αλεπού που πέθαινε της πείνας, όταν ξάφνου αντίκρισε ένα τσαμπί σταφύλια να κρέμεται από κάποια κληματαριά. Πάσχισε τότε να τα βάλει στο χέρι, αλλά δεν τα κατάφερε. Τί να κάνει, λοιπόν; Σηκώθηκε να φύγει, και μουρμούριζε μονάχη της: «Άι σιχτίρ, αγουρίδες είναι!».
Έτσι γίνεται και με τους ανθρώπους: ορισμένοι, όταν δεν έχουν τη δύναμη και την ικανότητα να πετύχουν τα πράγματα που θέλουν, ρίχνουν το φταίξιμο στις αντίξοες περιστάσεις.
15b. Η αλεπού και ο ποντικός.
[15b.1] Ήταν μια αλεπού που λιγουρεύτηκε κάτι ώριμα σταφύλια σε μια κληματαριά και το έβαλε σκοπό να τα φάει. Έλα όμως που κρέμονταν πολύ ψηλά και δεν κατάφερνε να τα φτάσει. Την πρόσεξε τότε ο ποντικός και της πέταξε χασκογελώντας: «Πάει το γεύμα σου». Η αλεπού όμως δεν θα άφηνε τον πόντικα να τη νικήσει έτσι, και του αντιγύρισε: «Άσ᾽ τα, μωρέ! Αγουρίδες είναι».
Ο μύθος αυτός καταδικάζει εκείνους που κάνουν πονηριές και δεν παίρνουν από λόγια.
πρὸς τοὺς παρὰ καιρόν τι πράττοντας ὁ λόγος εὔκαιρος.
12. ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΠΑΡΔΑΛΙΣ
[12.1] ἀλώπηξ καὶ πάρδαλις περὶ κάλλους ἤριζον. τῆς δὲ παρδάλεως παρ᾽ ἕκαστα τὴν τοῦ σώματος ποικιλίαν προβαλλομένης ἡ ἀλώπηξ ὑποτυχοῦσα ἔφη· «καὶ πόσον ἐγὼ σοῦ καλλίων ὑπάρχω, ἥτις οὐ τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν πεποίκιλμαι;»
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τοῦ σωματικοῦ κάλλους ἀμείνων ἐστὶν ὁ τῆς διανοίας κόσμος.
13. ΑΛΙΕΙΣ
[13.1] ἁλιεῖς σαγήνην εἷλκον· βαρείας δὲ αὐτῆς οὔσης ἔχαιρον καὶ ὠρχοῦντο, πολλὴν εἶναι νομίζοντες τὴν ἄγραν. ὡς δὲ ἀφελκύσαντες ἐπὶ τὴν ἠιόνα τῶν μὲν ἰχθύων ὀλίγους εὗρον, λίθων δὲ καὶ ἄμμων μεστὴν τὴν σαγήνην, οὐ μετρίως ἐβαρυθύμουν, οὐχ οὕτω μᾶλλον ἐπὶ τῷ συμβεβηκότι δυσφοροῦντες, ὅσον ὅτι καὶ τὰ ἐναντία προσειλήφασιν. εἷς δέ τις ἐν αὐτοῖς γηραιὸς ὢν εἶπεν· «ἀλλὰ παυσώμεθα, ὦ ἑταῖροι· χαρᾶς γάρ, ὡς ἔοικεν, ἀδελφή ἐστιν ἡ λύπη, καὶ ἡμᾶς ἔδει τοσαῦτα προησθέντας πάντως τι καὶ λυπηθῆναι».
ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς δεῖ τοῦ βίου τὸ εὐμετάβλητον ὁρῶντας μὴ τοῖς αὐτοῖς ἀεὶ πράγμασιν ἐπαγάλλεσθαι λογιζομένους, ὅτι ἐκ πολλῆς εὐδίας ἀνάγκη καὶ χειμῶνα γενέσθαι.
14. ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΠΙΘΗΚΟΣ
[14.1] ἀλώπηξ καὶ πίθηκος ἐν ταὐτῷ ὁδοιποροῦντες περὶ εὐγενείας ἤριζον. πολλὰ δὲ ἑκατέρου διεξιόντος ἐπειδὴ ἐγένοντο κατά τι‹νας τύμβους›, ἐνταῦθα ἀποβλέψας ἀνεστέναξεν ὁ πίθηκος. τῆς δὲ ἀλώπεκος ἐρομένης τὴν αἰτίαν ὁ πίθηκος ἐπιδείξας αὐτῇ τὰ μνήματα εἶπεν· «ἀλλ᾽ οὐ μέλλω κλαίειν ὁρῶν τὰς στήλας τῶν πατρικῶν μου ἀπελευθέρων καὶ δούλων;» κἀκείνη πρὸς αὐτὸν ἔφη· «ἀλλὰ ψεύδου, ὅσα βούλει. οὐδεὶς γὰρ τούτων ἀναστὰς ἐλέγξει σε».
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ ψευδολόγοι τότε μάλιστα καταλαζονεύονται, ὅταν τοὺς ἐλέγχοντας μὴ ἔχωσι.
15a. ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΒΟΤΡΥΣ
[15a.1] ἀλώπηξ λιμώττουσα ὡς ἐθεάσατο ἀπό τινος ἀναδενδράδος βότρυας κρεμαμένους, ἠβουλήθη αὐτῶν περιγενέσθαι καὶ οὐκ ἠδύνατο. ἀπαλλαττομένη δὲ πρὸς ἑαυτὴν εἶπεν· «ὄμφακές εἰσιν».
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι τῶν πραγμάτων ἐφικέσθαι μὴ δυνάμενοι δι᾽ ἀσθένειαν τοὺς καιροὺς αἰτιῶνται.
15b. ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΜΥΣ
[15b.1] ἀλώπηξ ἐν κρεβαττίνῃ βότρυας πεπείρους ἰδοῦσα ἤμελλε φαγεῖν, ἐν ὕψει δὲ ὄντας οὐκ ηὐπόρει φαγεῖν. μῦς δὲ ἰδὼν ταύτην ἐμειδίασεν εἰπών· «οὐδὲν τρώγεις». ἡ δὲ ἀλώπηξ μὴ θέλουσα ἡττηθῆναι πρὸς τοῦ μυὸς ἔφη· «ὄμφακές εἰσιν».
ὅτι τοὺς πονηροὺς καὶ μὴ βουλομένους πείθειν τὸν λόγον ὁ μῦθος ἐλέγχει.
***
11. Ο ψαράς.
[11.1] Ήταν ένας ψαράς που ήξερε να παίζει φλογέρα. Πήρε, που λέτε, τη φλογέρα του και τα δίχτυα του και πήγε στη θάλασσα. Εκεί πέρα στάθηκε πάνω σε κάποιον βράχο που προεξείχε πάνω από τα νερά και ξεκίνησε να παίζει μουσική. Νόμιζε, βλέπετε, ότι τα ψάρια θα πηδούσαν έξω από μόνα τους, σαν ανταπόκριση προς την όμορφη μελωδία. Για πολλή ώρα ζοριζόταν έτσι χωρίς να φέρνει κανένα αποτέλεσμα. Στο τέλος, λοιπόν, άφησε στην άκρη τη φλογέρα, σήκωσε το πεζόβολό του και το έριξε μέσα στη θάλασσα, πιάνοντας πολλά ψάρια. Μόλις τα έβγαλε από τα δίχτυα πάνω στο ακρογιάλι, τα είδε που σπαρταρούσαν και τα αποπήρε: «Βρε αχαΐρευτα πλάσματα, όταν σας έπαιζα φλογέρα, δεν χορεύατε. Τώρα που σταμάτησα βρήκατε να το κάνετε;».
Ο μύθος ταιριάζει για όποιον κάνει κάτι σε ακατάλληλη περίσταση.
12. Η αλεπού και η λεοπάρδαλη.
[12.1] Η αλεπού και η λεοπάρδαλη μάλωναν ποιά είναι πιο όμορφη. Η λεοπάρδαλη έδειχνε ένα-ένα τα μέρη του σώματός της και εκθείαζε το όλο βούλες δέρμα της. Όμως η αλεπού τής έφερε αντίρρηση: «Για φαντάσου, λοιπόν, πόσο πιο όμορφη από σένα πρέπει να είμαι εγώ, που η ποικιλομορφία μου δεν βρίσκεται στο σώμα αλλά στην ψυχή μου».
Το δίδαγμα του μύθου: Τα στολίδια του πνεύματος είναι ανώτερα από την ομορφιά του σώματος.
13. Οι ψαράδες.
[13.1] Ήταν κάτι ψαράδες που τραβούσαν την τράτα τους, και επειδή την ένιωθαν βαριά, χόρευαν από τη χαρά τους, νομίζοντας πως η ψαριά τους θα είναι μεγάλη. Όταν όμως τράβηξαν τα δίχτυα στο ακρογιάλι, δεν βρήκαν μέσα παρά λίγα μόνο ψάρια· βλέπετε, η τράτα είχε γεμίσει το πιο πολύ από πέτρες και άμμο. Τους ψαράδες μας τότε τους έπιασε φοβερή στενοχώρια· μάλιστα δυσανασχετούσαν όχι τόσο για το ίδιο το πάθημα όσο επειδή είχαν ελπίσει σε αντίθετη έκβαση προηγουμένως. Στο τέλος ένας γέρος που ήταν ανάμεσά τους είπε: «Σώνει πια, αδέρφια. Το ξέρουμε δα, η λύπη είναι αδελφή της χαράς. Λοιπόν, με τέτοια χαρά που πήραμε εμείς στην αρχή, ήταν της μοίρας μας εξάπαντος να λυπηθούμε και λίγο».
Το ίδιο ισχύει και για εμάς: είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε την ευμετάβλητη φύση της ζωής και να μην περιμένουμε ότι πάντα θα πανηγυρίζουμε με τον ίδιο τρόπο. Ας το βάλουμε στο μυαλό μας: ύστερα από μεγάλη καλοκαιρία είναι αναπόφευκτο να έρθει σε κάποια στιγμή και η καταιγίδα.
14. Η αλεπού και ο πίθηκος.
[14.1] Μια φορά η αλεπού και ο πίθηκος περπατούσαν μαζί στον ίδιο δρόμο και μάλωναν ποιός από τους δύο έχει πιο αριστοκρατική καταγωγή. Εξιστορούσαν, που λέτε, και οι δυο τους πολλά και διάφορα, μέχρι που βρέθηκαν σε ένα μέρος με τάφους. Εκεί πέρα ο πίθηκος κάρφωσε το βλέμμα του πάνω στα μνήματα και έβγαλε βαθύ στεναγμό. Η αλεπού φυσικά τον ρώτησε γιατί. Τότε ο πίθηκος έκανε μια χειρονομία, δείχνοντάς της τις ταφόπλακες, και αποφάνθηκε: «Πώς να μην κλάψω σαν θωρώ τις επιτύμβιες στήλες των δούλων και απελεύθερων που είχαμε στο πατρικό μου;». Εκείνη όμως δεν τον άφησε δίχως απάντηση: «Μωρέ δεν πα να λες όσα ψέματα θέλεις — κανένας από αυτούς εδώ δεν πρόκειται να σηκωθεί για να σε διαψεύσει».
Έτσι γίνεται και με τους ανθρώπους: οι ψεύτες ξεστομίζουν τις πιο εξωφρενικές καυχησιές, ιδίως όταν δεν είναι τριγύρω κανένας για να τους ελέγξει.
15a. Η αλεπού και τα σταφύλια.
[15a.1] Ήταν μια αλεπού που πέθαινε της πείνας, όταν ξάφνου αντίκρισε ένα τσαμπί σταφύλια να κρέμεται από κάποια κληματαριά. Πάσχισε τότε να τα βάλει στο χέρι, αλλά δεν τα κατάφερε. Τί να κάνει, λοιπόν; Σηκώθηκε να φύγει, και μουρμούριζε μονάχη της: «Άι σιχτίρ, αγουρίδες είναι!».
Έτσι γίνεται και με τους ανθρώπους: ορισμένοι, όταν δεν έχουν τη δύναμη και την ικανότητα να πετύχουν τα πράγματα που θέλουν, ρίχνουν το φταίξιμο στις αντίξοες περιστάσεις.
15b. Η αλεπού και ο ποντικός.
[15b.1] Ήταν μια αλεπού που λιγουρεύτηκε κάτι ώριμα σταφύλια σε μια κληματαριά και το έβαλε σκοπό να τα φάει. Έλα όμως που κρέμονταν πολύ ψηλά και δεν κατάφερνε να τα φτάσει. Την πρόσεξε τότε ο ποντικός και της πέταξε χασκογελώντας: «Πάει το γεύμα σου». Η αλεπού όμως δεν θα άφηνε τον πόντικα να τη νικήσει έτσι, και του αντιγύρισε: «Άσ᾽ τα, μωρέ! Αγουρίδες είναι».
Ο μύθος αυτός καταδικάζει εκείνους που κάνουν πονηριές και δεν παίρνουν από λόγια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου