Η Αθήνα είναι μια ξεχωριστή πόλη του ελληνικού κόσμου. Οι θεσμοί της εξελίχθηκαν με εντελώς πρωτότυπο τρόπο και συχνά χρησίμευαν ως πρότυπο για άλλες πόλεις· άλλωστε είναι πολύ γνωστοί, κατά τον 4ο αιώνα κυρίως. Γι’ αυτό το λόγο διαλέξαμε να μελετήσουμε την πολιτική επικοινωνία στην Αθήνα. Η πόλη αυτή υπήρξε εξάλλου ένα πολύ σημαντικό πνευματικό κέντρο όπου άνθισαν οι νέες ιδέες της εποχής, η ρητορική και η σοφιστική, οι οποίες και σχολιάστηκαν ή επικρίθηκαν εκεί: έπρεπε λοιπόν να ασχοληθούμε και με τον απόηχο αυτών των συζητήσεων. Τέλος, σ’ αυτή την πόλη θα αναλύσουμε τις πιο σκοτεινές όψεις της επικοινωνίας: τη δυσφήμιση, την προπαγάνδα, τη λογοκρισία.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Το κύριο χαρακτηριστικό της πολιτικής επικοινωνίας στην Αθήνα είναι η άμεση συμμετοχή των πολιτών στις αποφάσεις που αφορούν το σύνολο της κοινότητας. Αυτή η συμμετοχή ήταν δομημένη και οργανωμένη στους κόλπους τριών μεγάλων θεσμών, της Εκκλησίας του Δήμου, της Βουλής και των δικαστηρίων. Θα προσπαθήσουμε να δούμε, μετά την παρουσίαση αυτών των θεσμών, ποιος ήταν ο ρόλος και ο τρόπος δράσης των πολιτικών σε σχέση με αυτό το σύστημα. Έκαναν εκστρατείες; Πώς μπορούσαν να αποκτήσουν φήμη;
Η Εκκλησία
Η Συνέλευση αυτή απαρτιζόταν απ’ όλους τους πολίτες: απέκλειε λοιπόν όσους δεν απολάμβαναν πλήρη πολιτικά δικαιώματα - γυναίκες, μετοίκους, δούλους, αλλά και όσους είχαν στερηθεί την ιδιότητα του πολίτη. Χονδρικά περιλάμβανε, ανάλογα με την περίοδο, από 25.000 ως 40.000 άτομα.
Μπορούσε να ασκηθεί κάποιος έλεγχος στους παρόντες στη συνέλευση; Είναι πιθανό αυτό να έγινε από τον 5ο αιώνα, χάρη στους καταλόγους της στρατολογίας, για παράδειγμα των οπλιτών. Πάντως για ορισμένες συνεδρίες, όταν επρόκειτο για τη διαδικασία του εξοστρακισμού λόγου χάρη, ή κατά τις διανομές σιτηρών, οι παρευρισκόμενοι ελέγχονταν. Από τον 4ο αιώνα καθιερώθηκε η συνήθεια να δίνεται στους παρόντες μία αποζημίωση, ο εκκλησιαστικός μισθός: αυτή η συνήθεια προϋποθέτει το συστηματικό έλεγχο των παρευρισκομένων. Οι συλλογείς με τη βοήθεια των ληξίαρχων, εφοδιασμένοι με καταλόγους πολιτών, επαλήθευαν και μοίραζαν κέρματα (σύμβολα) που παρείχαν το δικαίωμα του μισθού.
Παρ’ όλους αυτούς τους, με δύο λόγια, περιορισμένους ελέγχους, γνωρίζουμε λίγες περιπτώσεις απάτης και σφετερισμού ταυτοτήτων. Δύσκολα φανταζόμαστε εξάλλου έναν ξένο ή ένα μέτοικο να περνάει μπροστά σε όλους ως Αθηναίος πολίτης. Οι τελευταίοι γίνονταν δεκτοί μόνο ως πληροφοριοδότες ή ειδικοί σε κάποιο θέμα και κάθονταν σε ξεχωριστή θέση της Εκκλησίας.
Μπορούμε να διαμορφώσουμε κάποια άποψη για την πραγματική συμμετοχή σ’ αυτή τη συνέλευση; Δεν παρακολουθούσαν όλοι συστηματικά τις συζητήσεις· μια συνηθισμένη συνέλευση αριθμούσε περίπου 6.000 πρόσωπα και συχνά λιγότερα. Πολλοί έπρεπε να έρχονται από μακριά και διένυαν είκοσι ή και πενήντα χιλιόμετρα. Σύμφωνα με τα αρχαία κείμενα, αυτό δε φαίνεται να ενοχλεί τους κατοίκους της Αττικής που είναι συνηθισμένοι, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, να μετακινούνται συχνά με τα πόδια. Άλλωστε η πόλη ήταν ένας χώρος με κύρος όπου μπορούσαν και να έχουν εμπορικές συναλλαγές και να συναντούν τους συμπολίτες τους.
Έτσι ο Δικαιόπολις, ο χωρικός στους Αχαρνής του Αριστοφάνη, είναι αποφασισμένος να μη λείψει από τη συνεδρία της Εκκλησίας, για την οποία έχει φτάσει από πολύ νωρίς:
Ωστόσο εγώ στην Εκκλησία του Δήμου πηγαίνω πάντα πρώτος, πιάνω θέση κι ύστερα μόνος μου χασμουριέμαι, αναστενάζω, τεντώνομαι, αερίζομαι, χαράζω αφηρημένες γραμμές πάνω στο χώμα, τραβάω τις τρίχες μου απ’ τα ρουθούνια, κάνω λογαριασμούς, στρέφω το βλέμμα μου πέρα στο κτήμα μου ποθώντας την ειρήνη1
Ο συνήθης τόπος συγκέντρωσης ήταν αρχικά η αγορά, κατόπιν η Πνύκα, στο λόφο πάνω από την πλατεία. Οι πολίτες δεν είχαν προκαθορισμένη θέση και, κατά τα λεγόμενα του Δικαιόπολι, σε κάθε συνέλευση υπήρχε πολύ στριμωξίδι:
Ούτε κι οι άρχοντες φάνηκαν, μα θα φτάσουν
αργά και θα στριμώχνονται ο ένας πάνω στον άλλο, σαν κοπάδι τρέχοντας για να πιάσουν πρώτη σειρά στους πάγκους2.
Και πιο κάτω:
Δε σας το’ πα; Έρχονται κι οι πολίτες κι όλοι σπρώχνουν για να βρουν καλή θέση3.
Δεν έχουν όλοι την ακρίβεια του Δικαιόπολι. Σύμφωνα με τα αρχαία κείμενα, έπρεπε να χρησιμοποιούν ένα κόκκινο σκοινί για να απομακρύνουν προς την Πνύκα τους πολίτες που φλυαρούσαν ατάραχοι στην αγορά4. Ο λόγος που επικαλούνται γι’ αυτή την πρακτική είναι λιγότερο η ανάγκη για απαρτία και περισσότερο η επίτευξη μιας πλειοψηφίας από αρκετά νωρίς, με αποτέλεσμα τις λιγότερες δυνατές αμφισβητήσεις μετά την ψηφοφορία. Ωστόσο από τον 4ο αιώνα, με τη θέσπιση της αποζημίωσης, του μισθού, οι παρευρισκόμενοι στη συνέλευση ήταν πολύ περισσότεροι και χρειαζόταν, αντίθετα, να απωθείται η υπερπληρότητα με τη βοήθεια του κόκκινου σκοινιού5.
Τη μέρα της συνέλευσης ύψωναν ένα ενδεικτικό σημάδι - αγνοούμε όμως ποιο - που δήλωνε ότι συνερχόταν η Εκκλησία6. Οι συνεδρίες ξεκινούσαν πολύ νωρίς το πρωί για να τελειώσουν κατά την αρχή του απογεύματος - το αργότερο κατά τη δύση του ηλίου αφού δεν ήταν πια δυνατή η καταμέτρηση των ψήφων7. Έτσι, αφού οι συνεδρίες διαρκούσαν κατά μέσο όρο έξι ολόκληρες ώρες, ήταν απαραίτητες, όπως και στο θέατρο, μερικές προμήθειες:
Έρχονταν ένας ένας φέρνοντας με το ασκί ό,τι είχε για να πίνει, μαζί και ξερό ψωμί, δυο κρεμμύδια και τρεις ελιές8.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, κατά τον 4ο αιώνα οι συνελεύσεις γίνονταν τέσσερις φορές στο διάστημα μιας πρυτανείας - δηλαδή σαράντα φορές το χρόνο. Αν εξετάσουμε το βαρυφορτωμένο πρόγραμμά τους - να εκλέξουν τους άρχοντες, να τους ελέγξουν, να πάρουν τις μεγάλες αποφάσεις για την εξωτερική πολιτική, να συζητήσουν τους καινούργιους νόμους, να βρουν χρηματικούς πόρους, να αποφασίσουν για τις εισφορές των συμμάχων, κτλ. - μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ισάριθμες συνελεύσεις ήταν απαραίτητες και κατά τον 5ο αιώνα. Ορισμένες φορές υπήρχαν και έκτακτες συνελεύσεις.
Η ημερήσια διάταξη {πρόγραμμα) καθορίζεται από τη Βουλή, της οποίας τις λειτουργίες θα εξετάσουμε παρακάτω: πρέπει να έχει ανακοινωθεί τέσσερις μέρες πριν για να μπορεί να συνέλθει η Εκκλησία. Ωστόσο υπάρχουν εξαιρετικές περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει χρόνος ούτε για να δημοσιευτεί ένα πρόγραμμα ούτε - κυρίως - για να τηρηθούν οι νόμιμες προθεσμίες. Γι’ αυτές τις συνελεύσεις «της βουής και της αντάρας», οι πρυτάνεις συγκαλούν το λαό όπως όπως: το σύνθημα δίνεται στην πόλη με τη σάλπιγγα, στην εξοχή με μια μεγάλη φωτιά που ανάβει στην αγορά.
Ορισμένος αριθμός συγκεντρώσεων ήταν προγραμματισμένος από πριν έτσι η πρώτη συνέλευση της πρυτανείας ήταν αφιερωμένη στην εξέταση της θητείας των αρχόντων, η δεύτερη στις θρησκευτικές υποθέσεις, η τρίτη στις ικεσίες. Με αφετηρία αυτή τη γενική σειρά και τα αιτήματα που διατυπώνει η ίδια η Συνέλευση, η Βουλή οργανώνει την ημερήσια διάταξη. Πάντως αυτό το πρόγραμμα δεν ήταν υποχρεωτικά δεσμευτικό. Κάποιο γεγονός μπορούσε να απαιτεί μια επείγουσα απόφαση, κάποια συζήτηση μπορούσε να συνεχιστεί και πέρα από μια συνεδρία. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν περίμεναν την επόμενη τακτική συνέλευση, αλλά συγκαλούσαν μια έκτακτη εκκλησία, χωρίς να αναρτούν υποχρεωτικά την ημερήσια διάταξη και χωρίς να τηρούν τη νόμιμη προθεσμία των τεσσάρων ημερών.
Ο χώρος όπου συνέρχεται η Συνέλευση είναι ιερός. Πράγματι, πριν από κάθε συνεδρία λαμβάνει χώρα μια τελετουργική θυσία. Ο περιστίαρχος, που είναι επιφορτισμένος ειδικά, κάνει μαζί με το θύμα το γύρο του χώρου. Ο κήρυκας ξεστομίζει κατόπιν κατάρες εναντίον όσων συμπεριφερθούν άσχημα ως πολίτες. Τέλος, αν φανερωθεί κάποιο θεϊκό σημάδι, λύεται η συνεδρίαση, όπως αργότερα στη Ρώμη. Ένα πρόσωπο του Αριστοφάνη δίνει μια αστεία μαρτυρία όταν ξεκινούν οι Αχαρνής:
- Απαγορεύω, καθώς έχω δικαίωμα, να γίνει συζήτηση στην Εκκλησία τον Δήμον για το αν θα δώσουμε μισθό στους Θράκες. Μου έπεσε στο κούτελο μια ψιχάλα, κακό σημάδι από το Δία.
ΚΗΡΥΚΑΣ.- Να φύγουν οι Θράκες και να ξανάρθουν σε δύο μέρες. Οι άρχοντες λύουν τη συνέλευση9.
Το γραφείο της Συνέλευσης αποτελούνταν κατά τον 5ο αιώνα από τους πρυτάνεις - τους ίδιους που προέδρευαν και στη Βουλή. Ο επικεφαλής ήταν ο επιστάτης των πρυτάνεων.
Ο τελευταίος είχε για βοηθό του έναν κήρυκα που έκανε αντί γι’ αυτόν τις ανακοινώσεις στη Συνέλευση και ένα γραμματέα που διάβαζε τα επίσημα κείμενα. Οι πρυτάνεις και αργότερα οι πρόεδροι βοηθούν τον επικεφαλής στην τήρηση της τάξης· κατά τον 5ο αιώνα έχουν μαζί τους Σκύθες τοξότες. Αργότερα τα μέτρα ασφαλείας αυξάνονται, πιθανώς επειδή πρέπει να ελέγχεται η ταυτότητα των παρευρισκομένων, και οι τριάντα συλλογείς που αναφέραμε είναι επιφορτισμένοι με την επιτήρηση.
Ο πρόεδρος της Συνέλευσης αναθέτει στον κήρυκα να διαβάσει το προβούλευμα που έχει ετοιμάσει η Βουλή. Συνεπώς, σε γενικές γραμμές οι εργασίες έχουν ως αφετηρία ένα κείμενο γραμμένο από τη Βουλή. Στη συνέχεια αρχίζουν οι συζητήσεις. Όλοι είχαν κατ’ αρχήν το δικαίωμα να μιλήσουν και ο κήρυκας απευθυνόταν στη Συνέλευση με αυτές τις απλές λέξεις:
Ποιος θέλει να πάρει το λόγο10;
Όποιος επιθυμούσε να εκφραστεί, έπρεπε να πλησιάσει στο βήμα, να στέψει το κεφάλι του με ένα στεφάνι μύρτο και κατόπιν να εκθέσει τις ιδέες του μπροστά στο πλήθος.
Φανταζόμαστε εύκολα το άγχος που έπρεπε να ξεπεράσει αυτός που ξεκινούσε να μιλάει, χωρίς κανένα μέσο για να ενισχύσει τη φωνή του, μπροστά σε ένα πλήθος 6.000 ή και περισσότερων ατόμων - ένα πλήθος που έπρεπε να εκφράζει άλλωστε υψηλόφωνα τις αντιδράσεις του. Είναι πολύ εύκολο να σφυρίζει κανείς, να εγκρίνει, να δίνει μια σύντομη άποψή του, όμως πολύ λιγότερο να κάνει μια ομιλία με επιχειρήματα μπροστά σε όλους. Έτσι πολλοί μελετητές υποστήριξαν ότι έδιναν την άποψή τους πάντα οι ίδιοι επαγγελματίες της πολιτικής, τολμηροί και δεινοί ρήτορες. Φυσικά όσοι συνήθιζαν να εκφράζονται μπροστά στο πλήθος έπρεπε να μιλούν πιο συχνά από τον κοινό πολίτη, όμως τίποτα δε μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι η υπόλοιπη Συνέλευση δεν έκανε χρήση της ελευθερίας λόγου που είχε. Τα πάντα εξαρτώνταν επίσης από το θέμα που συζητιόταν, όπως δείχνει ο Πλάτων στον Πρωταγόρα. Σύμφωνα με το φιλόσοφο - του οποίου τα λόγια επίσης δεν πρέπει να τα παίρνουμε κατά γράμμα -, όταν πρόκειται για τεχνικά ζητήματα, καλούνται ειδικοί:
(...) Αν όμως παρουσιαστεί να τους συμβουλέψει κάποιος άλλος που νομίζουν εκείνοι ότι δεν είναι ειδικός τεχνίτης, και αν είναι πάρα πολύ ωραίος και πλούσιος και από ευγενική οικογένεια, όχι μόνο δεν τον ακούνε, αλλά τον περιγελούν και κάνουν θόρυβο ωσότου ή ο ίδιος σηκωθεί να φύγει ή οι τοξότες τον σύρουν μακριά από το βήμα και τον πετάξουν έξω κατά διαταγή των πρυτάνεων. (...) Όταν όμως είναι ανάγκη να σκεφτούν και να αποφασίσουν για κάποιο πράγμα που αποβλέπει στη διοίκηση της πόλης, σηκώνεται και τους συμβουλεύει οποιοσδήποτε χωρίς καμία διάκριση, χτίστης, χαλκωματάς, δερματουργίες, έμπορος ή πλοίαρχος, πλούσιος ή φτωχός, ευγενής ή μη ευγενής, και κανείς δεν τον επιπλήττει όπως επιπλήττουν τους προηγούμενους ομιλητές, ότι δήθεν, αν και δεν τα έμαθε από κανένα ούτε είχε κανένα δάσκαλο, τολμά να δίνει συμβουλές11.
Με δυο λόγια ο Πλάτων κατηγορεί τους συμπολίτες του ότι παίρνουν ελεύθερα το λόγο στη συνέλευση, ενώ και τα κείμενα της περιόδου αυτής επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο.
Άραγε οι λόγοι που εκφωνούνταν ήταν αυτοσχέδιοι ή προετοιμασμένοι από πριν, και, σ’ αυτή την περίπτωση, διαβάζονταν ή αποστηθίζονταν, ολόκληροι ή μέρος τους; Διαθέτουμε αλήθεια πολύ λίγα στοιχεία για να απαντήσουμε σ’ αυτές τις ερωτήσεις. Τα πάντα εξαρτώνταν επιπλέον από την προσωπικότητα των ομιλητών: ο Δημοσθένης θεωρούνταν για παράδειγμα εξαιρετικά λεπτολόγος ρήτορας που προετοίμαζε όλες τις ομιλίες του ως τις παραμικρές λεπτομέρειες... κάτι για το οποίο μερικοί τον κορόιδευαν... Ήταν όμως εξίσου ικανός, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, να αυτοσχεδιάζει και να εξαπολύει αιχμές και αστεϊσμούς που δε συμπεριλήφθηκαν στα γραπτά του. Όπως φαίνεται, οι ομιλίες δε διαβάζονταν ολόκληρες - θα ήταν πολύ βαρετό - ούτε μαθαίνονταν απ’ έξω αφού δεν έχουμε καμιά τέτοια μαρτυρία από τις αρχαίες πηγές: οι ρητοροδιδάσκαλοι δίδασκαν τα μνημοτεχνικά μέσα που επέτρεπαν την ανάκληση μιας σειράς επιχειρημάτων, όχι ενός ολόκληρου κειμένου. Είναι λοιπόν πολύ εύλογο οι ομιλητές - τουλάχιστον οι πιο ικανοί απ’ αυτούς -, συνδυάζοντας την προετοιμασία και τον αυτοσχεδιασμό, να συνέθεσαν έναν ιστό που περιείχε τις βασικές ιδέες, τον οποίο ανέπτυσσαν στη συνέχεια ελεύθερα μπροστά στους συμπολίτες τους.
Θεωρητικά η επικοινωνία ήταν μονόδρομοι, από τον ομιλητή προς το ακροατήριο: ο Αισχίνης υπενθυμίζει τους καλούς καιρούς κατά τους οποίους οι συζητήσεις είχαν μεγάλη σπουδαιότητα, όταν καθένας μιλούσε με τη σειρά του «χωρίς να διακοπεί από καμιά φασαρία»12. Ωστόσο στην πράξη τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά και οι μαρτυρίες των Αρχαίων μας άφησαν πολλά παραδείγματα όπου το κοινό αντιδρούσε, κάποτε μάλιστα με πολύ θόρυβο.
Το πλήθος εξέφραζε συχνά με σφοδρό τρόπο την επιδοκιμασία και τη συμπάθειά του13 ή και την αποδοκιμασία του. Ορισμένοι ομιλητές άλλωστε προσπαθούν να προλάβουν εκ των προτέρων τις διαμαρτυρίες του ακροατηρίου τους, όπως κάνει ο Δημοσθένης στο λόγο του Περί της Ειρήνης:
(...) λιγότερο απ’ όλους τους λαούς οι Θηβαίοι και παρακαλώ κανείς να μη θορυβήσει πριν με ακούσει14.
Σε ορισμένες συγκεντρώσεις, η Συνέλευση εκδηλωνόταν με τις πιο ποικίλες αντιδράσεις: έτσι ο Αισχίνης σε μια ομιλία του αφηγείται ότι όταν μιλούσε ο Τίμαρχος, το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνει τις κατηγορίες:
(...) και τότε εσείς κραυγάζατε και γελάγατε, και τον ονομάζατε με το όνομά τους τις πράξεις για τις οποίες γνωρίζατε ότι ήταν ένοχος15.
Κατά τη διάρκεια μιας συνέλευσης ο Αυτόλυκος, ένας από τους ομιλητές του Αρείου Πάγου, πρέπει να εκφράσει τη γνώμη του σχετικά με μια πρόταση που έκανε ο Τίμαρχος· αντιτίθεται σ’ αυτήν και τότε η ικανοποίηση των μελών της Συνέλευσης «ξεσπά με πάταγο»16. Ο Αυτόλυκος, που δεν κατάλαβε την αντίδραση του ακροατηρίου του, διευκρινίζει την άποψή του και ξαφνικά, λέει ο Αισχίνης, «τα γέλια σας και οι κραυγές σας σηκώθηκαν προς το μέρος του ακόμα πιο δυνατά»17.
Βλέπουμε επίσης απ’ αυτό το παράδειγμα ότι οι αντιδράσεις μπορούσαν να είναι άναρθρες, αλλά και ρηματικές. Ήταν δυνατόν, όπως φαίνεται, να τεθούν και ερωτήσεις στον ομιλητή, κάτι που έγινε στη συνέχεια πολύ συνηθισμένη πρακτική, κατά το Δημοσθένη18.
Ορισμένες φορές υπήρχαν και ομάδες που σχηματίζονταν γύρω από έναν ομιλητή ή ένα στρατηγό, και ο Δημοσθένης δηλώνει ότι κάθε παράταξη μπορεί να έχει τους «φωνακλάδες»19 της. Κάποιοι έπιαναν θέση στην πρώτη σειρά, όπως ο Στέφανος, «ένας από εκείνους που στέκονται δίπλα στο βήμα και κραυγάζουνε»20.
Η άποψη των παρευρισκομένων διαμορφωνόταν επιτόπου και τίποτα δε φαίνεται προκαθορισμένο πριν από την ψήφο. Όσο και να προκαλεί έκπληξη κάτι τέτοιο, δεν υπάρχει πουθενά καμιά ένδειξη για ομάδες επιρροής στους κόλπους της Συνέλευσης· οι μελέτες που έχουν γίνει για τις εταιρείες, τις αριστοκρατικές ομάδες, δεν έχουν δώσει κάποια στοιχεία, ούτε και όσες επιδίωξαν να δείξουν μια πιθανή επιρροή των δήμων ή των διαφόρων περιοχών. Ακόμα πιο περίεργο, δεν έχουν βρεθεί αποδείξεις για «εκστρατείες» κατά τις οποίες οπαδοί της μιας ή της άλλης ιδέας θα επιζητούσαν να «θερμάνουν» τις γνώμες. Τα πάντα εκτυλίσσονται σαν να μην έχει προαποφασιστεί τίποτε21.
Όταν δε ζητάει κανείς πια το λόγο, αρχίζει η ψηφοφορία. Οι πρυτάνεις και οι πρόεδροι θέτουν το ζήτημα προς ψήφιση· άρα καθίστανται υπεύθυνοι γι’ αυτό. Αρνούνται να προχωρήσουν στην ψηφοφορία ή ακόμα και στη συζήτηση, αν κρίνουν μη θεμιτή την πρόταση. Για παράδειγμα, ο Σωκράτης κατά την υπόθεση που ακολούθησε τη ναυμαχία των Αργινουσών22 είναι ο μόνος που αντιτίθεται στην παράνομη διαδικασία που προτείνει ο Καλλίξενος: επρό- κειτο να ψηφίσουν με ένα «ναι» ή με ένα «όχι» τη μαζική θανατική καταδίκη των στρατηγών που δεν μπόρεσαν, εξαιτίας μιας καταιγίδας, να περισυλλέξουν τους ναυαγούς μετά τη μάχη23. Ας ακούσουμε τα λόγια του μέσα από τον Πλάτωνα:
(...) Τότε, μόνος εγώ από τους πρυτάνεις, εναντιώθηκα στην επιθυμία σας για να σας εμποδίσω να κάνετε κάτι ασύμφωνο προς τους νόμους. Και ενώ ήταν έτοιμοι οι άλλοι αγορητές να με καταγγείλουν και να με συλλάβουν οδηγώντας με στο δικαστήριο, και ενώ εσείς τους παρακινούσατε με τις φωνές σας, εγώ νόμιζα ότι χρέος μου ήταν να διακινδυνεύσω πηγαίνοντας με το μέρος του νόμου και του δικαίου παρά με το δικό σας μέρος, που δε σκέφτεστε σωστά, από φόβο μήπως φυλακιστώ ή θανατωθώ.
Η ψηφοφορία γίνεται με ανάταση των χεριών: ο κήρυκας ζητάει απ’ αυτούς που συμφωνούν με την πρόταση να εκφραστούν, και κατόπιν από τους αντιπάλους το ίδιο. Αν υπάρχει αμφιβολία, η διαδικασία επαναλαμβάνεται ωσότου οι επικεφαλής διαπιστώσουν μια εμφανή πλειοψηφία.
Σε ορισμένες ιδιαίτερες περιπτώσεις η ψηφοφορία είναι μυστική, κυρίως στις ολομέλειες για την παραχώρηση αδειών ή για τον εξοστρακισμό, και στις τακτικές συνελεύσεις για ειδικά ζητήματα24.
Η Βουλή
Η Βουλή που ανάγεται στην εποχή του Κλεισθένη (τέλη του 6ου αιώνα) αποτελείται από 500 μέλη, 50 από κάθε φυλή: κληρώνονται για την ετήσια θητεία τους από καθένα από τους 139 δήμους ή περιοχές της Αττικής. Κάθε δήμος έπρεπε να δίνει, ανάλογα με τη δύναμή του, από έναν ως είκοσι συμβούλους ή βουλευτές το χρόνο. Οι υποψήφιοι έκαναν τις αιτήσεις τους στο δήμο και ο δήμαρχος διαβίβαζε τον κατάλογο.
Για να γίνει κανείς βουλευτής, πρέπει να είναι τουλάχιστον 30 ετών, ενώ δεν μπορεί να ασκήσει το λειτούργημα περισσότερο από δύο φορές. Καμιά προϋπόθεση σχετική με την περιουσία: έτσι κάθε πολίτης είχε πιθανότητες να συμμετάσχει στη Βουλή τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του. Μ’ αυτό τον τρόπο είχε τη δυνατότητα να ενημερώνεται για τις υποθέσεις που αφορούσαν την πολιτεία και να μαθαίνει να μιλάει μπροστά σε ένα κοινό λιγότερο εντυπωσιακό από εκείνο της Εκκλησίας - 500 άτομα αντί για 6.000 ... Τελικά η μόνη απαιτούμενη προϋπόθεση είναι η μεγάλη διαθεσιμότητα.
Το αξίωμα του βουλευτή ήταν όντως πολύ βαρύ. Σύμφωνα με την Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλη, η Βουλή συνερχόταν κάθε μέρα, εκτός απ’ τις γιορτές (και τις αποφράδες ημέρες), δηλαδή περίπου 300 μέρες το χρόνο... Πιθανώς ο κανόνας δεν είναι τόσο επιτακτικός κατά τον 5ο αιώνα και η Βουλή μπορούσε κάλλιστα να συνέρχεται μόνο σε επίπεδο επιτροπής. Ωστόσο τα μέλη της Βουλής μπορεί να συγκαλούνται απροσδόκητα σε επείγουσες περιπτώσεις: αν ήθελαν λοιπόν να εκπληρώνουν τα καθήκοντα τους σωστά, τους ήταν δύσκολο να τα συνδυάζουν με άλλες δραστηριότητες.
Με δεδομένη τη μεγάλη διαθεσιμότητα που απαιτούνταν απ’ αυτούς, οι βουλευτές έπαιρναν αποζημίωση, 5 οβολούς τη μέρα κατά την εποχή του Αριστοτέλη. Μπαίνοντας στο χώρο των συσκέψεων, μάλλον έπαιρναν ένα σύμβολο για την παρουσία τους το οποίο αντάλλασσαν στη συνέχεια με χρήματα. Πριν αναλάβει τα καθήκοντα του ο βουλευτής υφίσταται, όπως και οι υπόλοιποι άρχοντες, μια δοκιμασία κατά την οποία πρέπει στην ουσία να αποδείξει ότι είναι καλός πολίτης.
Η Βουλή συνερχόταν συνήθως σε ένα κτίριο χτισμένο ειδικά γι’ αυτό το σκοπό, το Βουλευτήριο: τις μέρες της συνέλευσης υψωνόταν εκεί μια σημαία που υπέστελλε ο κήρυκας όταν άρχιζε η συνεδρία. Οι συζητήσεις της Βουλής, όπως και της Εκκλησίας, άρχιζαν με μια θυσία και με προσευχές.
Οι συνελεύσεις ήταν ανοιχτές στο κοινό: για παράδειγμα, ο Δημοσθένης στο λόγο του Περί των εν Χερρονήσω αναφέρεται σε ό,τι είχε μόλις ακούσει στη Βουλή25. Ένα μέρος των παρευρισκομένων μάλλον μπορούσε να βρίσκεται στο εσωτερικό της αίθουσας συσκέψεων, ενώ με ένα εμπόδιο χωρίζονταν από τους υπολοίπους26. Ορισμένες συζητήσεις διεξάγονταν μυστικά. Κι αυτό, όπως φαίνεται, με ένα απλό αίτημα:
Επειδή δεν μπορούσε να εξαπατήσει τόσο φανερά την πόλη, (ο Κτησιφών) πήγε στο Βουλευτήριο και, αφού παρέσυρε μερικούς απλοϊκούς, πέτυχε την έκδοση προβουλεύματος το οποίο και παρουσίασε στην Εκκλησία του Δήμου, εκμεταλλευόμενος την απειρία αυτού που συνέταξε το προβούλευμα27.
Κάθε πολίτης που δεν ήταν μέλος της Βουλής μπορούσε να κάνει κάποια ανακοίνωση μπροστά στο όργανο αυτό: έπρεπε μόνο από πριν να έχει απευθύνει ένα γραπτό αίτημα προς τους πρυτάνεις. Οι ξένοι που τιμούσαν οι Αθηναίοι είχαν συχνά δικαίωμα λόγου στη Βουλή, καθώς επίσης και οι κήρυκες και οι απεσταλμένοι άλλων πόλεων.
Οι συζητήσεις εκτυλίσσονταν όπως και στην Εκκλησία, και όποιος ήθελε να λάβει το λόγο έπρεπε να πάει στο βήμα που βρισκόταν σε περίοπτη θέση28. Μόλις τελείωναν οι συζητήσεις, γινόταν ψηφοφορία με ανάταση των χεριών - εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες έπρεπε να ληφθεί η απόφαση μυστικά. Σε τέτοιες περιπτώσεις, για να εξασφαλιστεί πλήρως η μυστικότητα, κάθε μέλος της Βουλής είχε δύο πλακάκια, ένα μαύρο και ένα άσπρο, και έριχνε ένα μέσα σε δύο υδρίες όπου μαζεύονταν οι ψήφοι. Η τάξη τηρούνταν από μια ομάδα τοξοτών που εκτελούσε τις αποφάσεις της Βουλής και φρόντιζε για την ησυχία γύρω από το Βουλευτήριο.
Όταν μια υπόθεση έφτανε στη Βουλή, δηλαδή μπροστά σε πολλές εκατοντάδες άτομα, είχε λίγες πιθανότητες να κρατηθεί μυστική. Ας ακούσουμε το Χρέμη να λέει σχετικά στις Εκκλησιάζουσες:
Η γυναίκα είναι ένα πράγμα τετραπέρατο που κάνει και περιουσία. Τα μυστικά των Θεσμοφορίων οι γυναίκες δεν τα μαρτυρούν ποτέ, ενώ εγώ κι εσύ πάντα το κάνουμε όταν είμαστε βουλευτές29.
Οι επικεφαλής της Βουλής είχαν ένα πολύ σημαντικό ρόλο: κατά τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων τους εκπροσωπούσαν την ανώτατη εξουσία στην πόλη. Εκπροσωπούσαν τη Βουλή στο μεσοδιάστημα των συνελεύσεων, όμως δεν ήταν πάντοτε τα ίδια άτομα. Για να μην παραμείνει η εξουσία στα χέρια των ίδιων προσώπων, είχε τεθεί σε εφαρμογή ένα κυλιόμενο σύστημα μεταξύ των δέκα φυλών: καθεμιά απ’ αυτές έπρεπε να εδρεύει αδιάκοπα για μια χρονική περίοδο ίση με το ένα δέκατο της χρονιάς, περίπου 36 μέρες. Η σειρά με την οποία έδρευε κάθε φυλή κληρωνόταν και άρα χρειάζονταν κάθε χρόνο εννιά κληρώσεις. Το ένα τρίτο της πρυτανεύουσας φυλής ασκούσε τα καθήκοντά της μέρα και νύχτα κατά το ένα τρίτο του χρόνου, δηλαδή περίπου 12 μέρες.
Ο επιστάτης των πρυτάνεων κληρώνεται κάθε μέρα.
Αυτός εκτελεί τα καθήκοντά του για μια νύχτα και για μια μέρα και δεν επιτρέπεται ούτε περισσότερο χρόνο ούτε δυο φορές να διατελέσει ο ίδιος σ’ αυτό το αξίωμα. Φυλάει τα κλειδιά των ναών όπου βρίσκονται ο κρατικός θησαυρός και τα δημόσια αρχεία, καθώς και τη σφραγίδα του Κράτους. Πρέπει να παραμένει στο Θόλο μαζί με την τριττύ των πρυτάνεων που ορίζει ο ίδιος30.
Τα δικαστήρια
Τα δικαστήρια στην Αθήνα είναι ένα όργανο του Κράτους ισάξιο με την Εκκλησία ή τη Βουλή. Αν δεν είναι, όπως θα δούμε, ένας τόπος συζητήσεων, παίζουν ωστόσο σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή και γι’ αυτό θα αναφέρουμε ορισμένα σχετικά στοιχεία.
Το δικαστικό σύστημα της Αθήνας παρουσίαζε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: απ’ τη μια τα δικαστήρια ασκούσαν έλεγχο σε μεγάλο μέρος της πολιτικής ζωής αφού κάθε πολίτης μπορούσε να υποβάλει σ’ αυτά μία υπόθεση που έβλαπτε την κοινότητα. Επιπλέον δεν ήταν ανάγκη να θεωρείται κάποιος ένοχος για να κλητευθεί στο δικαστήριο: για παράδειγμα, οι άρχοντες έπρεπε κατά την έναρξη και τη λήξη της θητείας τους να υποβληθούν σε μία δοκιμασία, δηλαδή σε ένα είδος εξέτασης για την καλή τους αγωγή, ενώπιον των δικαστηρίων. Απ’ την άλλη η δικαιοσύνη ασκούνταν από μη ειδικούς, από κοινούς πολίτες χωρίς καμιά δικαστική αρμοδιότητα, ενώ πολλοί απ’ αυτούς πήγαιναν σχεδόν κάθε μέρα στο δικαστήριο κατά τη διάρκεια της ετήσιας θητείας τους.
Ορισμένοι αριθμοί αμέσως φαίνονται εύγλωττοι: τα δικαστήρια έδρευαν κατά μέσο όρο από 175 ως 225 μέρες το χρόνο31 και πολλές δίκες λάμβαναν χώρα ταυτόχρονα· κάθε μέρα επιτάσσονταν από 200 ως 2.500 δικαστές32, ανάλογα με τη σπουδαιότητα και τον αριθμό των υποθέσεων. Η δικαστική δραστηριότητα είχε γίνει μανία για τους Αθηναίους σε τέτοιο σημείο που ο οίστρος του Αριστοφάνη μιλά γι’ αυτήν σε πολλά έργα του: ο χορός στις Σφήκες, λόγου χάρη, αποτελείται από δικαστές και ο κύριος ήρωας είναι ένας γέρος που έχει παθιαστεί με τα δικαστήρια, που «στενάζει αν δεν κάθεται στην πρώτη σειρά»33.
Κάθε χρόνο 6.000 πολίτες εθελοντές κληρώνονται για να γίνουν δικαστές για ένα χρόνο. Όμως τις ημέρες που γίνονταν οι δίκες, κανείς απ’ αυτούς δεν ήξερε από πριν αν θα ασκούσε τα καθήκοντα τον και, αν ναι, σε ποιο δικαστήριο: όλοι πράγματι έπρεπε να μεταβούν στο χώρο της δίκης όπου κατά τον 5ο αιώνα έπαιρναν αυτούς που έφταναν πρώτοι και κατόπιν έκλειναν τις πόρτες. Κατά τον 4ο αιώνα τέθηκε σε εφαρμογή ένα πολύπλοκο σύστημα κλήρωσης που περιγράφεται στις παραμικρές του λεπτομέρειες από τον Αριστοτέλη34: μια τέτοια διαδικασία είχε προορισμό της να διασφαλίζει μια κυλιόμενη παρουσία των δικαστών, αλλά, κυρίως, και να αποτρέπει κάθε απόπειρα διαφθοράς - κι αυτό για οποιονδήποτε τύπο δίκης35.
Πολλοί ήθελαν να συμμετέχουν στα δικαστήρια· έρχονταν από τους πιο απομακρυσμένους δήμους και κάποιες φορές δε δίσταζαν να περπατήσουν και είκοσι χιλιόμετρα για να φτάσουν ως εκεί. Καθένας απ’ τους δικαστές έπαιρνε, και ως ταυτότητα αλλά και ως λαχνό για την κλήρωση, μια μπρούντζινη πλάκα: κάποιες εκατοντάδες απ’ αυτές έχουν βρεθεί και φέρουν το όνομα των ενόρκων, καθώς και του δήμου τους. Οι περισσότερες σβήνονταν και ξαναχαράζονταν, πολλές συνεχόμενες φορές, καθώς άλλαζαν ιδιοκτήτη36: ένδειξη ότι οι υποψηφιότητες για το δικαστήριο δεν έλειπαν... Πρέπει να αναφερθεί επίσης ότι από τον 5ο αιώνα οι κριτές πληρώνονταν, αρχικά δύο και κατόπιν τρεις οβολούς για κάθε μέρα δίκης, ποσό ασήμαντο, που όμως επέτρεπε στους πιο φτωχούς να προμηθεύονται τα απαραίτητα37.
Καθώς πολλά δικαστήρια λειτουργούσαν ταυτόχρονα, οι Αθηναίοι είχαν εφεύρει ένα επιδέξιο σύστημα που επέτρεπε στους εκατοντάδες κριτές που κινούνταν σχεδόν καθημερινά να εντοπίζουν εύκολα το μέρος στο οποίο έπρεπε να πάνε - και το οποίο κάθε φορά άλλαζε. Το επιστύλιο καθενός δικαστηρίου ήταν βαμμένο με ένα ιδιαίτερο χρώμα, κόκκινο (φοινίκιον), πράσινο (βατραχιούν), κτλ. Αφού γινόταν η κλήρωση της ημέρας, οι κριτές ενός δικαστηρίου έπαιρναν ο καθένας από ένα μπαστούνι με το χρώμα του επιστυλίου του κτιρίου στο οποίο έπρεπε να μεταβούν: έτσι αποφεύγονταν πολλές συγχύσεις. Την ώρα που έμπαινε στο δικαστήριο, κάθε κριτής έπαιρνε και μία μολυβένια πινακίδα με την οποία μπορούσε στο τέλος της συνεδρίας να ζητήσει τον ημερήσιο ηλιαστικό μισθό του.
Οι συνεδρίες ήταν δημόσιες, όμως οι δικαστές είχαν έναν ειδικό γι’ αυτούς χώρο χωρίς τον οποίο θα βασίλευε μια γενικευμένη σύγχυση: οι μεγάλες πολιτικές δίκες προσέλκυαν πολύ κόσμο, που κάποιες φορές ερχόταν και από πολύ μακρινές σε σχέση με την Αττική περιοχές. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι δίκες μπορούσαν να κινητοποιήσουν τόσο κόσμο όσο και οι θεατρικές παραστάσεις.
Στο εσωτερικό αυτού του ειδικού χώρου οι δικαστές κάθονταν πάνω σε πάγκους. Οι διάδικοι βρίσκονταν σε βήματα που είχαν τέτοια διάταξη, ώστε οι πολυάριθμοι κριτές να μπορούσαν να τους βλέπουν και να τους ακούνε εύκολα38.
Κάθε πλευρά έπρεπε να αγορεύσει. Φανταζόμαστε ότι ήταν πολύ δύσκολο για έναν κοινό άνθρωπο να προετοιμάσει έναν τεκμηριωμένο λόγο για τα 500 ως 2.500 πρόσωπα που θα τον άκουγαν. Γι’ αυτό άνθισε, κυρίως κατά τον 4ο αιώνα, η δραστηριότητα των λογογράφων, ανθρώπων που έγραφαν ομιλίες για τις δίκες, που τις μάθαιναν απ’ έξω οι ενάγοντες: ακόμα και κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες η εμπειρία έπρεπε να είναι τρομερή. Η δραστηριότητα του λογογράφου, παρ’ όλο που δεν ήταν και σε πολύ μεγάλη υπόληψη, ήταν κερδοφόρα και επέτρεπε σ’ αυτόν που την εξασκούσε να συνάπτει διάφορες σχέσεις: ο Δημοσθένης και ο Λυσίας την εξάσκησαν και ο πρώτος αποκατάστησε χάρη σ’ αυτήν την περιουσία που του είχαν κατασπαταλήσει οι κηδεμόνες του.
Αν δεν υπήρχε δικηγόρος, ο ενάγων μπορούσε ωστόσο να βοηθηθεί - αλλά μόνο αφού είχε μιλήσει ο ίδιος - από έναν ή περισσότερους συνηγόρους, ετυμολογικά «αυτούς που μιλούν μαζί του», τους οποίους διάλεγε ανάλογα με την περίσταση. Ο κατήγορος του λόγου Κατά Νεαίρας, ο Θεόμνηστος, παραχωρεί γρήγορα το λόγο στον κουνιάδο του, τον Απολλόδωρο:
(...) να μου επιτρέψετε να επικαλεστώ σ’ αυτό το δικαστικό αγώνα τη βοήθεια του Απολλόδωρον γιατί και μεγαλύτερος μου είναι και πιο έμπειρος στους νόμους και ενδιαφέρθηκε ζωηρά για όλα αυτά τα ζητήματα39.
Ο χρόνος ομιλίας κάθε πλευράς ήταν αυστηρά καθορισμένος: ποίκιλλε κατά περίπτωση, αλλά μετριόταν με μία κλεψύδρα, της οποίας τη λειτουργία περιγράφει ο Αριστοτέλης:
Υπάρχουν (στο δικαστήριο) κλεψύδρες εφοδιασμένες με σωλήνες για τη ροή. Χύνουν μέσα σ’ αυτές νερό, του οποίου η ποσότητα καθορίζει τη διάρκεια των αγορεύσεων. Παραχωρούνται δέκα χοείς40 για τις υποθέσεις άνω των 5.000 δραχμών και τρεις για τη δευτερολογία. Επτά χοείς για όσες είναι μέχρι 5.000 δραχμές και δύο για τη δευτερολογία. Πέντε χοείς γι’ αυτές που φτάνουν ως τις 1.000 δραχμές και δύο για τη δευτερολογία. Έξι χοείς για τις διαμφισβητήσεις μεταξύ συναπαιτητών στις οποίες ποτέ δε γίνεται δευτερολογία. Ο δικαστής που επιβλέπει την κλεψύδρα κλείνει το σωλήνα κάθε φορά που ο γραμματέας πρόκειται να διαβάσει ένα νόμο, μια κατάθεση ή άλλο παρόμοιο κείμενο41.
Η ανάγνωση λοιπόν των μαρτύρων που έχουν συγκεντρωθεί για τη δίκη δεν περιλαμβάνεται στο χρόνο της ομιλίας. Ο λόγος του συνηγόρου δε συνυπολογιζόταν στο χρόνο που είχε στη διάθεσή του. Σύμφωνα μ’ αυτό το κείμενο του Αριστοτέλη, βλέπουμε επίσης ότι οι μαρτυρίες πρώτα γράφονταν κι έπειτα διαβάζονταν: έτσι είχαν τα πράγματα από το 380 π.Χ., οπότε και δε γινόταν πια ακρόαση μαρτύρων. Ωστόσο οι τελευταίοι όφειλαν να παρευρίσκονται στη δίκη, όχι για να μιλήσουν αλλά για να ενισχύσουν με την παρουσία τους την αλήθεια των δηλώσεων τους.
Καθώς μόλις είδαμε, οι μαρτυρίες συντάσσονταν γραπτά, όπως και πολλά απαραίτητα έγγραφα για τη δίκη, για παράδειγμα όπως η κατάθεση της αρχικής αγωγής. Όμως επρόκειτο για τη σύνταξη προφορικών καταθέσεων, με άλλα λόγια για προφορική ομιλία σε γραπτό λόγο. Η πραγματική γραπτή απόδειξη - συμβόλαιο, διαθήκη, άλλες πράξεις ιδιωτικού δικαίου - δεν είχαν μεγάλη αποδεικτική ισχύ42.
Μετά την ακρόαση των δύο πλευρών, τα μέλη του δικαστηρίου ψήφισαν άμεσα, χωρίς συζήτηση. Η ψηφοφορία, αντίθετα απ’ αυτήν της Εκκλησίας, ήταν μυστική και γινόταν με σύμβολα που έριχναν μέσα σε υδρίες χωρίς να φαίνεται για ποιον ψήφιζε ο καθένας. Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, αυτό αποτελούσε εγγύηση για την αμε- ροληψία των κριτών.
Από την αρχή της διαδικασίας δημοσιευόταν η κατηγορία. Έτσι ο Δημοσθένης κατηγορήθηκε για λιποταξία από τον Ευκτήμονα με τρόπο ώστε:
(...) καθένας μπορούσε να διαβάζει μπροστά στους Αδριάνες των Επωνύμων: «Ο Ευκτήμων από το δήμο Λουσίας μήνυσε το Δημοσθένη από την Παιανία για λιποταξία». Νομίζω μάλιστα πως με ευχαρίστηση θα προσέθετε, αν ήταν δυνατόν, «αφού πληρώθηκε από το Μειδία»44.
Έτσι δινόταν δημοσιότητα σε όποιον αντιμετώπιζε κάποια κατηγορία, μερικές φορές άδικα. Γνωρίζοντας ότι κάθε πολίτης μπορούσε να εγείρει αγωγή κάθε φορά που θεωρούσε ότι υπήρχε προσβολή της κοινότητας, φανταζόμαστε το βάρος που μπορούσαν να έχουν τα δικαστήρια στην πολιτική ζωή και ιδιαίτερα όσον αφορά τη στερέωση ή την καταστροφή της φήμης ενός ρήτορα ή ενός στρατηγού. Αρχικά κατηγορώντας τον άμεσα με κάθε λογής παραπτώματα. Αλλά συχνά επίσης έμμεσα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη γραφή παρανόμων, μια διαδικασία που συνίσταται στο να πλήξει ως μη νόμιμο ένα ψήφισμα μπροστά στο δικαστήριο. Ορισμένα ψηφίσματα που προτείνονταν ή ψηφίζονταν στην Εκκλησία είχαν σκοπό τους να τιμήσουν τον έναν ή τον άλλο πολιτικό αρχηγό. Έτσι ο Αισχίνης επιτέθηκε στον Κτησιφώντα, που είχε προτείνει να τιμηθεί ο Δημοσθένης με την απόδοση ενός στεφανιού. Πλήττοντας ως μη νόμιμη μια πρόταση με στόχο την ανταμοιβή ενός ρήτορα ή ενός στρατηγού, δεν απευθυνόταν κανείς μόνο σ’ αυτόν που πρότεινε το ψήφισμα αλλά και στον ίδιο τον εμπλεκόμενο πολιτικό: αν το δικαστήριο καταδίκαζε το ψήφισμα, αυτό ισοδυναμούσε με ψήφο επιτίμησης και η φήμη του αρχηγού υφίστατο μεγάλο πλήγμα. Μια ευνοϊκή ψήφος του δικαστηρίου ισοδυναμούσε, αντίθετα, με την οριστική έγκριση της πολιτικής του - τουλάχιστον αυτής που είχε δείξει μέχρι τη στιγμή της δίκης. Στην υπόθεση που αναφέραμε παραπάνω, ο Αισχίνης δεν πήρε με το μέρος του ούτε το ένα πέμπτο των ψήφων και έπρεπε να πληρώσει πρόστιμο 1.000 δραχμών. Όμως αυτή η δικαστική απόφαση ήταν μια πραγματική αποδοκιμασία της πολιτικής του: εξορίστηκε έτσι εκούσια και για πάντα.
Οι πολιτικοί
Ποιος είναι ο ρόλος των πολιτικών σ’ αυτό το σύστημα; Και πρώτα απ’ όλα τι είναι στην Αθήνα ένας πολιτικός; Είναι είτε ένα πρόσωπο που έχει τη δύναμη να επηρεάζει με τις προτάσεις του τις αποφάσεις της Εκκλησίας, όπως έκανε ο Δημοσθένης, είτε ένας άρχοντας που εκτελεί καθήκοντα: για παράδειγμα, ο Περικλής υπήρξε πολλές φορές στρατηγός. Τα αξιώματα αυτά ήταν πολυάριθμα - περίπου 700 - και αναλαμβάνονταν είτε με κλήρωση είτε με εκλογή: εκλεγόταν κανείς για τα αξιώματα που, σύμφωνα με τους Αθηναίους, απαιτούσαν μια ειδική ικανότητα - λόγου χάρη για το υψηλότερο απ’ αυτά, τη στρατηγία, δηλαδή τη διοίκηση των στρατευμάτων. Έτσι ήταν δυνατόν να ασκεί κανείς πολιτικά λειτουργήματα σε διάφορα επίπεδα χωρίς απαραίτητα να διεξάγει εκστρατεία αφού μπορούσε να διοριστεί και με κλήρωση. Ωστόσο μόνο οι στρατηγοί διαθέτουν πραγματική εξουσία.
Αυτή η εξουσία των στρατηγών ή όσων πετυχαίνουν την έγκριση των προτάσεών τους θεωρητικά είναι απεριόριστη: είναι «ανώτερη (από εκείνη) ενός Προέδρου της Δημοκρατίας ή ενός Πρωθυπουργού, των οποίων η σφαίρα επιρροής περιορίζεται από ένα Σύνταγμα»45. Όμως είναι πάντα έμμεση αφού συνίσταται όχι στη λήψη αποφάσεων, αλλά στο να πείσει την Εκκλησία να τις υιοθετήσει, άρα στην επικοινωνία μ’ αυτήν.
Βλέπουμε ευθύς αμέσως ότι ήταν απαραίτητο για έναν πολιτικό να μπορεί να εκφράζεται δημόσια αφού επρόκειτο πρωτίστως να πείθει την Εκκλησία ή τη Βουλή: γι’ αυτό το λόγο τα δημόσια πρόσωπα αποκαλούνταν συχνά ρήτορες. Ήταν άραγε τόσο εύκολο να πείθουν το πλήθος; Τα αρχαία κείμενα κάνουν συχνά λόγο για τους «δημαγωγούς», λέξη που αρχικά σήμαινε «επικεφαλής του λαού» αλλά που κατά τον 5ο αιώνα προσέλαβε την υποτιμητική σημασία που έχει και σήμερα. Η μάστιγα των προσώπων που κολακεύουν το λαό καταγγέλθηκε από τον Ευριπίδη, το Θουκυδίδη, τον Αριστοφάνη. Έτσι ο Θουκυδίδης αντιπαραθέτει τη ρώμη του Περικλή στους χειρισμούς των διαδόχων του:
Αυτό συνέβαινε επειδή εκείνος επιβαλλόταν χάρη στην υπόληψη που είχε και χάρη στη σύνεσή τον, και χωρίς αμφιβολία ήταν εντελώς ακέραιος ως προς τα χρήματα: έτσι κρατούσε το πλήθος χωρίς να γίνεται δούλος τον κι αντί να αφήνεται να κυβερνηθεί απ’ αυτό, το κυβερνούσε εκείνος· επειδή δεν απέκτησε τη δύναμή τον με αθέμιτα μέσα, δεν κολάκευε το λαό με τα λόγια τον, αλλά μπορούσε με την επιβολή τον να αντιτάσσεται σ’ αυτόν, ακόμη και με τρόπο οργισμένο. Και όταν έβλεπε τους ανθρώπους να εκδηλώνουν χωρίς λόγο αλαζονικό θάρρος τους έτυπτε με τα λόγια τον και τους φόβιζε· όταν πάλι ήταν φοβισμένοι χωρίς λόγο, ενίσχυε το θάρρος τους. Έτσι το πολίτευμα ονομαζόταν δημοκρατία ενώ στην πραγματικότητα κυβερνούσε ο πρώτος πολίτης. Αντίθετα μ ’ αυτόν, οι διάδοχοί τον ήταν σχεδόν ίσοι μεταξύ τους και ο καθένας τους επιδίωκε να βρίσκεται στην πρώτη θέση. Για να ευχαριστήσουν λοιπόν το λαό, άρχισαν να παραδίδουν την κυβέρνηση στα χέρια του46.
Σύμφωνα μ’ αυτό το κείμενο, βλέπουμε ότι δημαγωγός σημαίνει όχι τόσο να οδηγεί κανείς το πλήθος, αλλά να αφήνεται να παρασυρθεί απ’ αυτό, να ακολουθεί τις επιθυμίες της μάζας. Στη συνέχεια της αφήγησής του, ο ιστορικός καταγγέλλει ουσιαστικά τον Κλέωνα, τον Αλκιβιάδη και ορισμένους εχθρούς του. Ο Κλέων ωθεί τους Αθηναίους να αποφασίσουν τη θανάτωση των κατοίκων της Λέσβου, απόφαση για την οποία μετανιώνουν κατόπιν τους παρακινεί επίσης να συνεχίσουν την πολιορκία των Λακεδαιμονίων στην Πΰλο47. Ο Αλκιβιάδης υποστηρίζει με ζέση το σχέδιο της εκστρατείας στη Σικελία, ακολουθώντας και σ’ αυτή την περίπτωση τους Αθηναίους που επιθυμούν διακαώς να εκστρατεύσουν48. Η δραστηριότητα των δημαγωγών περιορίστηκε ωστόσο, κυρίως στα τέλη του 5ου αιώνα, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου: πράγματι, εκτός από ορισμένα επεισόδια, η Εκκλησία δεν υιοθετούσε οποιαδήποτε απόφαση.
Εξάλλου υπήρχαν πραγματικά όρια στην ισχύ των πολιτικών, κάτι που αντιλαμβανόμαστε πολύ καλά αν γνωρίζουμε ότι οι ελληνικές πόλεις στο σύνολό τους ήταν πολύ εχθρικές απέναντι στην προσωπική εξουσία. Καταρχάς υπάρχουν συνταγματικοί περιορισμοί για όποιον κατέχει ένα αξίωμα. Η στρατηγία παραχωρούνταν για ένα έτος και σπάνια αυτό το αξίωμα ασκήθηκε για πολύ χρόνο, κάτι που συνέβη στην περίπτωση του Περικλή. Όσοι είχαν θέσεις εξουσίας υπόκειντο επιπλέον στον αυστηρό έλεγχο της Εκκλησίας του Δήμου και της Βουλής. Όλοι υφίσταντο, πριν την ανάληψη των καθηκόντων τους, μια «δοκιμασία», μια άσκηση που αφορούσε όχι τις επαγγελματικές τους ικανότητες, αλλά την ποιότητά τους ως πολίτες, την ηθικότητά τους, την ιδιωτική τους ζωή. Κατά την άσκηση της θητείας τους παρεχόταν, μια φορά σε κάθε πρυτανεία, μια ψήφος εμπιστοσύνης με ανάταση των χεριών. Τέλος, όταν ολοκλήρωναν την άσκηση των καθηκόντων τους, υπόκειντο σε μία λογοδοσία: δέκα ακροατές, δέκα δικηγόροι και δέκα ελεγκτές εξέταζαν λεπτομερειακά τη διαχείρισή τους και τα νέα τους εισοδήματα: αυτό περιόριζε, χωρίς ωστόσο να αποκλείει εντελώς, την πιθανότητα να πλουτίσει κάποιος χάρη σε ένα πολιτικό αξίωμα ή να υπεξαιρέσει χρήματα. Εξάλλου ένας πολιτικός έχανε την ισχύ του μόλις σταματούσε να ανανεώνεται η εμπιστοσύνη του λαού προς το πρόσωπό του.
Πώς μπορούσε κανείς να αποκτήσει μια φήμη αρκετή ώστε να τον ακούν οι άλλοι; Στην αρχή μόνο οι μεγάλες οικογένειες είχαν πολιτική επιρροή. Αν τα πράγματα άλλαξαν κατά τον 5ο αιώνα, ήταν πολύ δύσκολο να ακολουθήσει κανείς σταδιοδρομία μόνος του: όπως είδαμε, κάποιος άγνωστος μπορούσε να πάρει το λόγο στη Συνέλευση για να εκφράσει τη γνώμη του, όμως απ’ αυτό μέχρι το σημείο να παρουσιάσει ένα ψήφισμα και μάλιστα να καταφέρει αυτό να γίνει αποδεκτό, υπήρχε πολύ μεγάλη απόσταση. Όποιος ήθελε να σταδιοδρομήσει στον πολιτικό στίβο έπρεπε να συχνάζει στον περίγυρο ενός προσώπου με επιρροή, κάτι πολύ εύκολο στην Αθήνα εξαιτίας του μικρού αριθμού των πολιτών της. Ήταν δυνατόν να προσεγγίσει κανείς τους ρήτορες στο τέλος μιας συνεδρίας της Εκκλησίας ή στην αγορά. Αν το σημαίνον πρόσωπο έκρινε τον νεοφερμένο αρκετά προικισμένο, μπορούσε, για να τον βοηθήσει να κάνει τα πρώτα του βήματα, να του ζητήσει να υποστηρίξει ενώπιον της Συνέλευσης μία πρόταση που δεν ήθελε απαραίτητα να υποβάλει ο ίδιος.
Αυτές οι συγκεντρώσεις γύρω από κάποιο περίοπτο πρόσωπο δεν αποτελούσαν κόμματα με τη σύγχρονη έννοια του όρου· το άτομο ήταν ολοκάθαρα περισσότερο σημαντικό απ’ ό,τι η ομάδα. Ομάδες επιρροής σχηματίζονταν πράγματι για να υποστηρίξουν την τάδε ή τη δείνα πολιτική, επρόκειτο όμως για συμμορίες που φτιάχνονταν και διαλύονταν και όχι για πολιτικούς πυρήνες οργανωμένους γύρω από ορισμένες ισχυρές ιδέες.
Αφού γίνει γνωστός, ο δημόσιος άνδρας πρέπει να διαφυλάξει κάποια εικόνα του. Εξαιτίας της δυσπιστίας των Αθηναίων, όπως είδαμε, αλλά και των Ελλήνων γενικότερα, απέναντι στην προσωπική εξουσία, είναι απαραίτητο πριν απ’ όλα να αποφύγει τα εξωτερικά σημάδια της πολυτέλειας και της επίδειξης: ούτε λόγος για μετακινήσεις με πολυτελή άμαξα ή για χρονοτριβή στα συμπόσια. Ο Περικλής, μόλις έγινε γνωστός, φέρεται, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ως εξής:
Αμέσως μάλιστα άλλαξε και τον τρόπο ζωής τον. Δεν τον έβλεπες πια παρά να περπατάει σε ένα μόνο δρόμο της πόλης, αυτόν που οδηγεί στην αγορά και στο Βουλευτήριο. Αρνήθηκε κάθε πρόσκληση σε δείπνα και σε κάθε παρόμοια συγκέντρωση φιλικού χαρακτήρα, ώστε όλο αυτό το διάστημα κατά το οποίο πολιτεύτηκε - και το οποίο ήταν μακρύ - ποτέ δε δείπνησε σε κανενός φίλου του το σπίτι εκτός από τότε που παντρεύτηκε ο ξάδελφος τον ο Ευρυπτόλεμος49.
Σύμφωνα με τον ίδιο συγγραφέα, ο Νικίας φέρεται παρόμοια:
Επειδή λοιπόν φοβόταν τόσο πολύ τους συκοφάντες, όε δειπνούσε με κανέναν από τους συμπολίτες του ούτε λάβαινε μέρος σε συναναστροφές και συγκεντρώσεις. (...) Ως άρχων περνούσε στο στρατηγείο τη μέρα τον μέχρι το βράδυ και, ενώ έφτανε πρώτος στη Βουλή, έφευγε τελευταίος. Όταν δεν έβγαινε για κάτι στην αγορά, ήταν δύσκολο να τον συναντήσει και να τον πλησιάσει κανείς αφού παρέμενε κλεισμένος στο σπίτι του. Σε όσους τον ζητούσαν, παρουσιάζονταν οι φίλοι του στην πόρτα του και παρακαλούσαν να τον συγχωρήσουν γιατί ήταν απασχολημένος, έλεγαν, με δημόσιες υποθέσεις και δεν είχε ελεύθερο χρόνο50.
Ο Νικίας άλλωστε έχει βρει στο πρόσωπο κάποιου Ιέρωνα τον εκπρόσωπό του, το «σύμβουλο επικοινωνίας» του:
Αυτός που συμμετείχε σε όλη αυτή τη σκηνοθεσία και συνέβαλλε κατά πολύ στη δόξα και το μεγαλείο του ήταν ο Ιέρων. (...) Αυτός ο Ιέρων είχε στα χέρια του τις μυστικές συμβουλές που είχε πάρει ο Νικίας από τους μάντεις και διέδιδε στο λαό ότι για χάρη της πόλης ο Νικίας ζούσε μια ζωή κουραστική και ταλαίπωρη. «Ακόμα και στο λουτρό, έλεγε, ή και όταν δειπνεί, πάντοτε έχει στο νου κάποια δημόσια υπόθεση. Παραμελεί τα ιδιωτικά τον ζητήματα αφού οι έγνοιες του αφορούν μόνο τα κοινά και με δυσκολία πια πέφτει να κοιμηθεί μέσα στην προχωρημένη νύχτα. (...) Οι άλλοι αντίθετα χρησιμοποιούν το πολιτικό βήμα για να κάνουν φίλους και για να πλουτίζουν καλοπερνούν και δε νοιάζονται για τα δημόσια ζητήματα»51.
Όλος ο κόσμος δε ζούσε την ίδια αυστηρή ζωή για να διαφυλάξει τη φήμη του, όπως περιγράφει ο Πλούταρχος τον Περικλή ή το Νικία. Ωστόσο η σταδιοδρομία των αρχηγών ήταν αρκετά εύθραυστη και πολλοί κατέληξαν εξόριστοι ή καταστράφηκαν.
Βλέπουμε ότι ο Αθηναίος πολιτικός δεν έκανε εκστρατεία, με τη σύγχρονη έννοια του όρου, για να καταφέρει να γίνει γνωστός. Έπρεπε να κάνει ένα διπλό διάβημα: να έρθει σε επαφή με ένα πρόσωπο επιρροής και να εκφραστεί στην Εκκλησία ευθέως, μπροστά στους συμπολίτες του. Δεν παρουσίαζε ένα πρόγραμμα, αλλά μέτρα άμεσα εφαρμόσιμα. Μια και η πειθώ βρισκόταν στην καρδιά του συστήματος, χρησιμοποιούσε την καινούργια επικοινωνιακή τεχνική που επεξεργάστηκαν οι σοφιστές, τη ρητορική.
ΣΟΦΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Στην αθηναϊκή πολιτεία, όπως την είδαμε να λειτουργεί, η ικανότητα σωστής έκφρασης είναι θεμελιώδης. Μόνο αυτή επιτρέπει στο άτομο να γίνει γνωστό, να παρουσιάσει ένα σχέδιο στην Εκκλησία, να ακολουθήσει μια πολιτική σταδιοδρομία. Και οι σοφιστές, που σκέφτηκαν ότι αυτό μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο διδασκαλίας, κάλυψαν έτσι μια τεράστια έλλειψη: όντως δεν υπήρχε ούτε στην Αθήνα ούτε άλλωστε και στις άλλες πόλεις κάτι ισοδύναμο με μια ανώτερη εκπαίδευση. Αφού τελείωνε το σχολείο, έχοντας αποστηθίσει κάποια ομηρικά αποσπάσματα, έχοντας μάθει ανάγνωση, μουσική και γυμναστική, ο νεαρός Αθηναίος δεν είχε τη δυνατότητα να ακολουθήσει άλλη εκπαίδευση. Κατανοούμε λοιπόν την εμφάνιση και την επιτυχία των σοφιστών που έδωσαν ακριβώς στους συγχρόνους τους την κατάρτιση που τους έλειπε.
Η έλξη που άσκησαν αυτοί οι διανοούμενοι γρήγορα ξεσήκωσε στην Αθήνα πολλές κριτικές, αρχικά για τους ίδιους τους σοφιστές και κατόπιν γενικότερα για τη σοφιστική. Οι λόγιοι αυτοί κατηγορήθηκαν πως δίδασκαν για τα χρήματα: πράγματι πληρώνονταν πολύ ακριβά - ο Πρωταγόρας και ο Γοργίας ήταν πολύ πλούσιοι. Τους κατηγόρησαν για ένα πολύ φιλόδοξο και πολύ γρήγορο πρόγραμμα που ήθελε να κάνει τον οποιονδήποτε ευθύς αμέσως τον τέλειο ρήτορα. Έτσι ο Ισοκράτης αλλά και ο Πλάτων πιστεύουν ότι οι σοφιστές δεν λαμβάνουν υπόψη τους αρκετά τις προσωπικές ικανότητες απ’ τη μια, τις ασκήσεις και την εργασία απ’ την άλλη. Τους κατηγόρησαν ακόμη ότι έδιναν συνταγές και τεχνάσματα απογυμνωμένα από κάθε περιεχόμενο52. Η πιο δριμεία κριτική προέρχεται από τον Πλάτωνα, που αρνείται τη ρητορική γενικά και θεωρεί ότι αυτή δεν ασχολείται με το ορθό και το αληθινό, αλλά ότι είναι μια κενή μορφή, επικίνδυνη αφού επιτρέπει να δοθεί στο ψευδές η δύναμη του αληθούς. Ας ακούσουμε μια από τις πολυάριθμες κριτικές του φιλοσόφου:
(Οι σοφιστές) διέκριναν ότι πρέπει να θεωρούμε προτιμότερα τα πιθανά από τα αληθινά· με τη δύναμη του λόγον τους κάνουν τα μικρά να φαίνονται μεγάλα και τα μεγάλα μικρά και τα καινούργια τα παρουσιάζουν σαν αρχαία και τα αρχαία καινούργια, και βρήκαν μια μέθοδο να μιλούν για όλα τα θέματα και με συντομία και με διεξοδικότητα53.
Κι ωστόσο η κίνηση είχε ήδη εδραιωθεί. Δίπλα στους μεγάλους σοφιστές παρουσιάστηκαν ρήτορες δεύτερης κλάσης που παρέδιδαν μαθήματα πολύ λιγότερο ακριβά. Άνοιξαν σχολές ρητορικής. Παράλληλα με την προφορική διδασκαλία, πολλαπλασιάστηκαν τα κείμενα που αφορούσαν τη ρητορική τέχνη. Επρόκειτο για υποδείγματα μερών από λόγους - εισαγωγές, επίλογοι -, για ολόκληρους λόγους, για τεχνικές πραγματείες και τέλος για θεωρητικά έργα.
Άρχισαν να δημοσιεύονται λόγοι που είχαν ήδη εκφωνηθεί ή που είχαν τροποποιηθεί, καθώς και φανταστικοί λόγοι. Ο Ισοκράτης, για παράδειγμα, δεν εκφώνησε παρά μόνο μία συνηγορία στη ζωή του και έχασε τη δίκη. Όμως απέκτησε μια τεράστια φήμη ως συγγραφέας φανταστικών λόγων - δηλαδή υποδειγμάτων συνηγοριών που ποτέ δεν ανταποκρίνονταν σε πραγματικές περιπτώσεις - ή πολιτικών λόγων που δεν εκφωνήθηκαν. Όλα αυτά τα κείμενα έχουν διασωθεί- αντίθετα δεν έχουμε παρά μόνο έμμεσες μαρτυρίες για μικρές πραγματείες τεχνικού χαρακτήρα - πιθανώς σημειώσεις μαθημάτων που προέρχονταν από τους καθηγητές της ρητορικής ή τους μαθητές τους54. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, τα βιβλία αυτά ήταν πάρα πολλά:
ΦΑΙΔΡΟΣ.- Μπορούμε πολλά, Σωκράτη, να πούμε με όλα αυτά που βρίσκουμε στα βιβλία που γράφουν για τη ρητορική τέχνη.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ.- Καλά έκανες που μου το υπενθύμισες. Νομίζω ότι πρώτα υπάρχει το προοίμιο που πρέπει να λέγεται στην αρχή του λόγου. Αυτά τα πράγματα εννοείς - έτσι δεν είναι; - «επιτήδευση της τέχνης»55;
Τα βιβλία αυτά περιέγραφαν πιθανώς διάφορα μέρη του λόγου. Απηχώντας τις τελευταίες καινοτομίες σ’ αυτό τον τομέα, παραγράφονταν σύντομα και τα αντικαθιστούσαν άλλα, πιο ενημερωμένα- αυτός ίσως είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους κανένα απ’ αυτά δε διασώθηκε56.
Τέλος, με τον Αριστοτέλη γεννήθηκε μια πραγματική θεωρία του λόγου. Αντιτιθέμενος σε όλους εκείνους που ασκούσαν κριτική στη ρητορική, δικαιολογεί με σαφή τρόπο τη μάθησή της και τη χρήση της με επιχειρήματα από τα οποία ορισμένα θα μπορούσαν, ακόμη και σήμερα, να αντιπαρατεθούν σε όσους βλέπουν με κακό μάτι μια τέχνη της ομιλίας. Πρώτα απ’ όλα, λέει ο Αριστοτέλης, το αληθές έχει περισσότερη δύναμη από το ψευδές· άρα οι συνήγοροι που έχουν δίκιο, εξαιτίας της άγνοιας των τεχνικών ζητημάτων, χάνουν από τους αντιπάλους τους που έχουν άδικο, που όμως είναι περισσότερο έμπειροι και επιδέξιοι57. Αν η αφετηρία είναι συζητήσιμη - αφού η αλήθεια, αν υπάρχει μία, δεν έχει από μόνη της πειστική αξία -, η επιχειρηματολογία που ακολουθεί είναι πολύ πειστική. Κατά δεύτερο, σύμφωνα με το φιλόσοφο:
(...) και όταν θα είμαστε κάτοχοι της ακριβέστερης μεταξύ των επιστημών, θα υπήρχαν ορισμένοι άνθρωποι που δε θα μας ήταν εύκολο να πείσουμε αντλώντας μόνο απ’ αυτή την πηγή μέσα στο λόγο μας. Η ομιλία σύμφωνα με την επιστήμη ανήκει στο χώρο της διδασκαλίας και είναι αδύνατον να χρησιμοποιήσουμε τη διδασκαλία για να πείσουμε το πλήθος. Για να παρουσιάσουμε αποδείξεις και επιχειρήματα, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε κοινούς τόπους, όπως έχουμε ήδη πει στα Τοπικά σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να μιλάει κανείς προς το πλήθος58.
Με άλλα λόγια ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει την αναγκαιότητα ενός λόγου προσαρμοσμένου στο ακροατήριό του: ο ειδικός πρέπει να γνωρίζει - και να μπορεί - να απευθύνεται με σαφή ομιλία στον μη ειδικό.
Κατά τρίτο λόγο, πάντα σύμφωνα με το φιλόσοφο, πρέπει να προβλέπεται η επιχειρηματολογία του αντιπάλου έτσι ώστε να υπάρχει δυνατότητα αυτή να ανασκευαστεί. Τέλος,
(...) αν είναι ντροπή να μην μπορεί κανείς να υπερασπίσει τον εαυτό τον με το σώμα τον, είναι παράλογο να μη θεωρείται επίσης ντροπή να μην μπορεί να το κάνει και με τα λόγια, των οποίων η χρήση ταιριάζει περισσότερο στον άνθρωπο από εκείνη του σώματος59.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η ρητορική είναι λιγότερο η τέχνη της πειθούς απ’ ό,τι της εξεύρεσης «των μέσων πειθούς που απαιτεί κάθε περίπτωση»60. Μετά από αυτό το προοίμιο, ο φιλόσοφος περνάει σε μια πραγματική θεωρία της ρητορικής που δε θα αναπτύξουμε εδώ: ορισμός των αποδείξεων, των επιχειρημάτων, των κοινών τόπων, των διαφόρων τύπων λόγων.
Σε όλα αυτά βλέπουμε ένα εμφανές ενδιαφέρον για τη γλώσσα. Όμως οι Αθηναίοι, τουλάχιστον στα κείμενα που έχουν διασωθεί, φαίνονται να ενδιαφέρονται πολύ λιγότερο από τους Ρωμαίους για την εκφορά του λόγου και για τις χειρονομίες που τον συνοδεύουν. Ο Αριστοτέλης λέει λίγες μόνο λέξεις σχετικά. Ο Αισχίνης, στο λόγο του Κατά Τιμάρχου, ψέγει τους νέους ρήτορες πως κινούνται προς όλες τις διευθύνσεις, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τη λιτότητα των παλαιοτέρων:
Σκεφτείτε, σας παρακαλώ, πόσο διαφέρει ο Τίμαρχος από το Σόλωνα και τους άνδρες που ανέφερα πριν από λίγο. Εκείνοι ντρέπονταν να μιλούν βγάζοντας το χέρι έξω από το χιτώνα, ενώ αυτός ο Τίμαρχος - όεν πάει πολύς καιρός τώρα - έβγαλε τα ρούχα του και χειρονομούσε βίαια στην Εκκλησία, παρουσιάζοντας ένα φριχτό θέαμα61.
Ωστόσο γνωρίζουμε από ορισμένες μαρτυρίες ότι ο τρόπος εκφοράς του λόγου ήταν κάτι ουσιώδες. Αν ο Ισοκράτης δεν εκφώνησε ποτέ συνηγορίες, είναι επειδή ήταν πολύ ντροπαλός και δεν είχε αρκετά δυνατή φωνή. Όσο για το Δημοσθένη,
(...) όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά ενώπιων του λαού, τον υποδέχτηκαν με πολύ θόρυβο και με ειρωνείες επειδή η ομιλία του ήταν παράξενη και οι μπερδεμένες περίοδοί του, παραφορτωμένες με συλλογισμούς, τον έκαναν να φαίνεται υπερβολικά ψυχρός και κουραστικός. Εξάλλου και η φωνή του, καθώς φαίνεται, ήταν αδύναμη και η γλώσσα του είχε κάποια τραυλότητα και η αναπνοή του ήταν κοντή, κάτι που έκανε ακόμα πιο σκοτεινό το νόημα των λόγων του με το κομμάτια- σμα των φράσεων62.
Συναντώντας τον ηθοποιό Σάτυρο που του απαγγέλλει μια περικοπή του Ευριπίδη,
(...) κατάλαβε λοιπόν πόσο η τέχνη του ηθοποιού προσθέτει ομορφιά και χάρη στο λόγο και αντιλήφθηκε ότι η άσκηση δεν ήταν πολύ σημαντική, καθόλου μάλιστα, αν παραμελούσε την προφορά και τον κατάλληλο τόνο για όσα λέγονται63.
Μετά απ’ αυτή την εμπειρία, ο Δημοσθένης διαμορφώνει μια υπόγεια αίθουσα μελέτης όπου πηγαίνει κάθε μέρα για να εξασκηθεί στην ομιλία. Κάποιες φορές μένει πολλές μέρες συνεχώς και ξυρίζεται μόνο απ’ τη μια πλευρά για να μην μπει στον πειρασμό να βγει έξω64. Εξάλλου,
(...) κατάφερε με τις προσπάθειες τον να απαλλαγεί από το μπέρδεμα και την τραυλότητα της γλώσσας τον65, βάζοντας στο στόμα τον χαλίκια και ταυτόχρονα απαγγέλλοντας περικοπές λόγων. Για να εξασκήσει τη φωνή τον μιλούσε τρέχοντας και ανεβαίνοντας ανηφοριές και εκφωνούσε μονομιάς, χωρίς να πάρει ανάσα, τμήματα λόγων ή στίχους. Τέλος, είχε στο σπίτι τον ένα μεγάλο καθρέφτη και στεκόταν απέναντι τον για να ενασκείται στην εκφώνηση66.
Μπορούμε έτσι να υποθέσουμε πως οι λογογράφοι, όταν παρέδιδαν ένα λόγο σε έναν από τους διαδίκους, τον βοηθούσαν να εκφωνήσει τον έτοιμο λόγο: αφού κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο ώστε να τον ακούσουν οι άλλοι, όπως βλέπουμε ξεκάθαρα από την εμπειρία που είχε ο Δημοσθένης. Υπάρχουν λοιπόν ακριβείς συνταγές, σ’ αυτό τον τομέα όμως τίποτε δε φαίνεται ακόμη να έχει κωδικοποιηθεί - ή να έχει κριθεί άξιο κωδικοποίησης.
ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ, ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ
Όπως είδαμε στο κεφάλαιο για τα δικαστήρια, κάθε πολίτης μπορούσε να ασκήσει στην Αθήνα την εισαγγελία. Ορισμένοι το έκαναν συνεχώς και έτσι δημιουργήθηκε μια τάξη επαγγελματιών κατηγόρων, οι συκοφάντες, οι οποίοι συχνά δε δίσταζαν να χρησιμοποιούν εκβιασμούς και αποσκοπούσαν στο κέρδος.
Η ετυμολογία της λέξης - σύκον και η ρίζα του ρήματος «φανερώνω, καταγγέλλω» - δεν ήταν σαφής, ακόμη και κατά την Αρχαιότητα. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο όρος πρέπει να σήμαινε κατά την εποχή του Σόλωνα αυτόν που κατάγγελλε τους εξαγωγείς σύκων67: ωστόσο κανένα άλλο κείμενο δε μνημονεύει μια παρόμοια απαγόρευση. Οι σύγχρονοι σχολιαστές τείνουν προς την άποψη ότι οι συκοφάντες ήταν αρχικά όσοι έδειχναν τα σύκα μέσα στα ρούχα των κλεφτών68 - με δυο λόγια όσοι κατάγγελλαν αρπαγές. Και μάλιστα μικροαρπαγές αφού τα σύκα βρίσκονταν σε αφθονία και η αξία τους δεν ήταν μεγάλη69.
Κατά τον 5ο αιώνα οι συκοφάντες αφθονούν στην πόλη. Ας ακούσουμε, από τον Πλούτο του Αριστοφάνη, το πορτραίτο ενός συκοφάντη καθώς απαντά ο ίδιος στις ερωτήσεις που του κάνει ένας δίκαιος άνδρας:
- Τελικά, ποια τέχνη έμαθες;
- Καμιά, μα το Αία!
- Και πώς έζησες, από τι, αν δεν έκανες τίποτα;
- Επιβλέπω τις υποθέσεις τον Κράτους και τις ιδιωτικές υποθέσεις και όλες.
- Εσύ; Και για ποιο λόγο;
- Έτσι θέλω.
- Και πώς, βρε κλέφτη, να είσαι τίμιος αφού μπλέκεις στις δουλειές των άλ-
λων και όλοι σε εχθρεύονται;
-Δεν είναι δουλειά μου, μπούφε, να ευεργετώ την πόλη μου όσο μπορώ;
- Ευεργεσία είναι να χώνεις τη μύτη σου παντού;
- Πες καλύτερα να συντρέχεις στους νόμους και να εμποδίζεις την παραβίασή
τους.
- Λεν υπάρχουν δικαστές ειδικά γι’ αυτή τη δουλειά που τους έχει ορίσει η πό-
λη;
- Και ποιος κάνει τις καταγγελίες;
- Όποιος το θέλει.
- Ε λοιπόν, εγώ το θέλω. Έτσι τα ζητήματα του Κράτους είναι δικά μουΊ0.
Όμως οι συκοφάντες δεν αρκούνταν στην καταγγελία των υπεξαιρέσεων του δημόσιου χρήματος. Αναζητούσαν, κάποιες φορές σαν φρενιασμένοι, οποιονδήποτε μπορούσαν να καταγγείλουν. Αυτή τη φορά ο Δημοσθένης μας χρωματίζει το πορτραίτο του κατηγόρου Αριστογείτονα:
Περνάει μέσα απ’ την αγορά σαν οχιά ή σαν σκόρπιός, με ορθωμένο το κεντρί, ορμώντας εδώ κι εκεί, κοιτάζοντας σε ποιον θα πετάξει κάποια συμφορά, κάποια κακή κουβέντα ή πράξη, ποιον θα φοβίσει για να του αποσπάσει χρήματα71.
Όπως βλέπουμε από το παραπάνω απόσπασμα, η αγορά είναι ένα από τα αγαπημένα μέρη των συκοφαντών. Και ένα από τα μέσα που χρησιμοποιούν είναι να διασπείρουν φήμες, αληθινές ή ψευδείς, στις μικρές παρέες που συχνάζουν στην πλατεία ή στα γύρω μαγαζιά: σ’ αυτή την περίπτωση επαναλαμβάνουν πολλές φορές την κατηγορία τους μπροστά σε έναν περιορισμένο αριθμό ανθρώπων. Όμως είχαν κι άλλους τρόπους δράσης. Μπορούσαν να εμφανίζονται στην Εκκλησία, δηλαδή φανερά μπροστά σε όλους, είτε διατυπώνοντας κατηγορίες είτε φωνασκώντας είτε κραυγάζοντας εναντίον του τάδε ή του δείνα. Επίσης μπορούσαν να υποβάλλουν και μηνύσεις.
Τα άτομα αυτά συχνά ήταν εκβιαστές - κάτι που συνέβαλε κατά πολύ στην κακή τους φήμη. Πουλούσαν λοιπόν τη σιωπή τους στην αγορά ή στην Εκκλησία και την παραίτηση τους από τη δικαστική δίωξη. Ο Δημοσθένης δείχνει πώς ο Αριστογείτων απέσυρε τις περισσότερες από τις μηνύσεις του:
Θυμάσαι πώς πούλησε την εισαγγελία για εσχάτη προδοσία εναντίον τον Ηγήμονα. Ξέρεις πώς εγκατέλειψε τις μηνύσεις εναντίον τον Δημάδη. Μερικές μέρες πριν, ενώ φώναζε, ούρλιαζε, αποδοκίμαζε και έκανε άνω-κάτω τις συνελεύσεις, λέγοντας ότι έπρεπε να θανατώσουν με βασανιστήρια το λαδέμπορα Αγάθωνα, αφού πήρε κι εγώ δεν ξέρω πόσα, όταν αθωωνόταν ο άλλος, αυτός στεκόταν εκεί αμίλητος12.
Διασπορείς φημών, οι συκοφάντες μπορούσαν να εξαπολύουν ψευδείς όσο και αληθινές κατηγορίες. Όσοι ήταν θύματα των καταγγελιών τους δεν ήταν πράγματι υποχρεωτικά ένοχοι. Ο Αριστοφάνης, και πάλι, δείχνει πώς μπορούσαν να τα βάλουν με οποιονδήποτε:
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ: Να και ο Νίκαρχος που έρχεται να καταγγείλει.
ΘΗΒΑΙΟΣ: Πόσο μικρόσωμος είναι!
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ: Όμως γεμάτος κακία.
(Ένας συκοφάντης μπαίνει στο χώρο της ορχήστρας)
ΝΙΚΑΡΧΟΣ: Ποιανού είναι αυτά τα εμπορεύματα;
ΘΗΒΑΙΟΣ: Εμένα του ίδιου, που ήρθα απ’ τη
Θήβα, μάρτυς μου ο Δίας!
ΝΙΚΑΡΧΟΣ: Λοιπόν, εγώ ο ίδιος, τα καταγγέλλω ως εχθρικά.
ΘΗΒΑΙΟΣ: Τι σον έκαναν τα κακομοίρα τα πουλάκια και σ’ έπιασε θυμός κι οργή;
ΝΙΚΑΡΧΟΣ: Κι αυτά κι εσένα θα καταγγείλω.
ΘΗΒΑΙΟΣ: Τι κακό σου έχω κάνει73;
Φυσικά η εικόνα φαντάζει υπερβολική, κάτι που γίνεται εύκολα κατανοητό, αφού πρόκειται για ένα απόσπασμα από κωμωδία. Όμως ο τάδε μπορεί να ήθελε να μην αποκαλυφθούν οι ρίζες του και ο δείνα η ιδιωτική του ζωή. Οι συκοφάντες έπαιζαν κάπως το ρόλο του σκανδαλοθηρικού Τύπου της εποχής μας. Με αυτή τη διαφορά όμως, ότι στην Αθήνα μια φήμη, ακόμη και ψευδής, μπορούσε να προκαλέσει ισχυρό πλήγμα στα δημόσια πρόσωπα και τη σταδιοδρομία τους. Καθώς τα πρόσωπα αυτά υφίσταντο τον αυστηρό έλεγχο της Εκκλησίας, ορισμένα συμπεριφέρονταν με τον πιο διακριτικό τρόπο από φόβο μήπως πέσουν θύματα των συκοφαντών.
Οι συκοφάντες αποτελούσαν ένα κατά κάποιον τρόπο αναγκαίο κακό της αθηναϊκής δημοκρατίας. Έτσι όπως είχε συλληφθεί το σύστημα, χρειάζονταν όντως άνθρωποι χωρίς ενδοιασμούς για να καταγγέλλουν τις παραβιάσεις των νόμων: όμως πολλοί επωφελήθηκαν απ’ αυτό και βάλθηκαν να καταγγέλλουν τους πάντες και τα πάντα για τα χρήματα. Τουλάχιστον τα πράγματα γίνονταν ανοιχτά: όταν μια δίκη ξεκινούσε ενώπιον της Εκκλησίας ή των δικαστηρίων, οι πολίτες είχαν να πουν το λόγο τους. Είναι ενδεικτικό ότι, κατά τις δύο ολιγαρχικές περιόδους που γνώρισε η πόλη, τα πρόσωπα αυτά εξαφανίστηκαν. Τη θέση τους πήραν τότε κλασικές μέθοδοι καταγγελίας σε αυταρχικά καθεστώτα: σύνταξη καταλόγων «ενόχων» από ορισμένα άτομα που βρίσκονταν στα πράγματα και που προχωρούσαν σε συλλήψεις και κατόπιν σε αυθαίρετες καταδίκες.
Αν η δυσφήμιση ήταν τρέχουσα πρακτική με τους συκοφάντες, η προπαγάνδα ήταν πολύ πιο σπάνια στο εσωτερικό της πόλης. Η ύπαρξή της συνδέθηκε κυρίως με ταραγμένα επεισόδια της αθηναϊκής ιστορίας. Για παράδειγμα, κατά την εξέλιξη του Πελοποννησιακού πολέμου, μετά από τη ναυμαχία των Αργινουσών, οι στρατηγοί επιφόρτισαν τους τριηράρχους Θηραμένη και Θρασύβουλο με την περισυλλογή των ναυαγών. Μια τρικυμία που ξέσπασε απότομα εμποδίζει τη διάσωσή τους. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, οι στρατηγοί κατηγορούνται, ιδιαίτερα από εκείνους που τους είχαν αναθέσει να περισυλλέξουν τους επι- ζώντες· πρέπει να αντιμετωπίσουν την Εκκλησία του Δήμου. Και ο αναγνώστης παρακολουθεί μια πραγματική μηχανορραφία που οδηγεί στη θανατική τους καταδίκη.
Αρχικά δεν τους δίνεται για την υπεράσπισή τους ο χρόνος ομιλίας που προβλέπεται από το νόμο74. Μπορούν τουλάχιστον να πουν ότι ζήτησαν από τους υφισταμένους τους να περισυλλέξουν τους ναυαγούς. Όμως, ενώ το πλήθος είναι έτοιμο να πιστέψει τη μαρτυρία τους, η συνεδρία μετατίθεται για την επομένη75. Τότε ο Θηραμένης προετοιμάζει μια χυδαία ραδιουργία.
Εκείνη την εποχή γιορτάζονταν τα Απατούρια κατά τα οποία συγκεντρώνονταν όσοι ανήκαν στις ίδιες φρατρίες καθώς και οι συγγενείς. Τότε ο Θηραμένης και οι φίλοι του οργάνωσαν μια πορεία από πολλούς ανθρώπους ντυμένους στα μαύρα και με κομμένα σύρριζα τα μαλλιά για να πάνε στην Εκκλησία, συγγενείς δήθεν των χαμένων ακόμη έπεισαν τον Καλλίξενο να κατηγορήσει τους στρατηγούς στη Βουλή16.
Κατά τη διάρκεια της δίκης στην Εκκλησία, φτάνει ένας μάρτυρας που δηλώνει ότι σώθηκε πάνω σε ένα βυτίο αλευριού και ότι οι στρατηγοί δεν έκαναν το καθήκον τους77. Ο Καλλίξενος, όπως είχε προβλεφθεί, κατηγορεί τους στρατηγούς και προτείνει η Συνέλευση να ψηφίσει για την τύχη τους συνολικά και όχι ατομικά, κάτι που είναι παράνομο78- μπροστά στις πιέσεις του πλήθους που είχε πέσει στην πλάνη αυτής της σκηνοθεσίας και είχε διεγερθεί, οι επικεφαλής της Βουλής υποχωρούν - εκτός από το Σωκράτη79. Μετά από άλλες περιπτώσεις, η Εκκλησία καταδικάζει τους στρατηγούς σε θάνατο.
Βλέπουμε σ’ αυτό το επεισόδιο πόσο χειραγωγείται η Εκκλησία: εμφάνιση ψευδομαρτύρων - μεταμφιεσμένα πρόσωπα ή ψευδοδιασωθέντες -, παραποιημένη κατηγορία, εφαρμογή μιας παράνομης διαδικασίας - η συνολική καταδίκη σε θάνατο -, άρνηση του κανονικού χρόνου ομιλίας. Ο αθηναϊκός λαός εξαπατήθηκε από μια μικρή ομάδα- όταν μετανιώνει για την απόφασή του, είναι πια πολύ αργά80.
Αν η προπαγάνδα δεν ήταν πολύ σημαντική στην Αθήνα, ωστόσο υπήρχε απέναντι στης άλλες πόλεις: για παράδειγμα, κατά τις θεατρικές παραστάσεις είδαμε τη θεαματική παρέλαση αυτών που έφερναν τις εισφορές, παρέλαση που είχε ως στόχο της να δείξει σε όλη την Ελλάδα την ισχύ της μεγάλης πόλης.
Τι συμβαίνει τώρα με τη λογοκρισία; Εξαιτίας της επίβλεψης της αντιγραφής βιβλίων όχι από κάποιο κεντρικό όργανο αλλά από ατομικές και διάσπαρτες πρωτοβουλίες, δεν υπήρχε λογοκρισία πριν την έκδοση. Σύμφωνα με τα κείμενα που μας έχουν διασωθεί, η ελευθερία έκφρασης ασκείται σε πολύ εκτεταμένα πεδία και αφορά κυρίως την κωμωδία. Η κριτική και η πολιτική σάτιρα είναι τρέχοντα στοιχεία της: τα πιο περίοπτα δημόσια πρόσωπα προσφέρονται στο χλευασμό των θεατών από τον Αριστοφάνη.
Έτσι συμβαίνει με το στρατηγό Κλέωνα «που κάνει τους φτωχούς να κλάνουν από φόβο»81. Στους Ιππής ο κορυφαίος του χορού διατάζει έναν αλλαντοπώλη, που θα υποσκελίσει τον Κλέωνα, να τον χτυπήσει:
Χτύπα, χτύπα τον αχρείο, που ταράζει τους ιππείς, το φορομπήχτη, τον αβυσσαλέο, τη Χάρυβδη των αρπαγών, τον αχρείο και ξανά τον αχρείο82.
Και παρακάτω:
(...) κάθαρμα των φωνακλάδων, η ξετσιπωσιά σου γεμίζει όλο τον τόπο και τη Βουλή ολάκερη και τα ταμεία, τα αρχεία και τα δικαστήρια. Εσύ που τη βρωμιά ανακατεύεις κι έχεις κάνει άνω κάτω όλη μας την πόλη, εσύ που με τις φωνές σου έχεις ξεκουφάνει εντελώς την Αθήνα μας83.
Ο Αριστοφάνης δε μασάει τα λόγια του. Τα βάζει και με τους διανοουμένους του καιρού του: ο Σωκράτης στις Νεφέλες περιγράφεται ως ένα πρόσωπο που προκαλεί θυμηδία, περιτριγυρισμένος από αυτούς τους φαύλους, από «αυτούς τους κατάχλωμους και ξυπόλητους»84. Στο τέλος του έργου, η σχολή που του έχει αποδώσει η φαντασία του κωμωδιογράφου καίγεται, μαζί και ο Σωκράτης, και όλος ο κόσμος χαίρεται. Στην Αθήνα δεν υπάρχει ούτε λογοκρισία ηθών: οι κωμωδίες του Αριστοφάνη βρίθουν από την πιο μεγάλη ποικιλία ωμών λέξεων.
Ωστόσο γνωρίζουμε τρεις περιπτώσεις λογοκρισίας που αφορούν τον Αναξαγόρα, τον Πρωταγόρα και το Σωκράτη. Ο πρώτος, σύμφωνα με το Διογένη Λαέρτιο, που αφηγείται ο ίδιος τα λόγια του Σάτυρου, πρέπει να είχε κατηγορηθεί από τον Κλέωνα για ασέβεια επειδή είχε υποστηρίξει ότι ο ήλιος είναι μια διάπυρη μάζα: όμως αυτή η υπόθεση μοιάζει περισσότερο με πολιτική εκδίκηση παρά με πραγματική λογοκρισία. Πράγματι ο Αναξαγόρας ήταν οικείος του Περικλή, εχθρού του Κλέωνα. Όσο για τον Πρωταγόρα, πρέπει να είχε καταδικαστεί εξαιτίας ενός έργου του, του οποίου την αρχή παραθέτει ο Διογένης Λαέρτιος:
«Όσο για τους θεούς, δεν μπορώ να ξέρω ούτε αν υπάρχουν ούτε αν δεν υπάρχουν αφού πολλοί είναι οι παράγοντες που εμποδίζουν αυτή μας τη γνώση, και το πόσο σκοτεινό είναι το ζήτημα και το πόσο σύντομη είναι η ζωή του ανθρώπου». Γι’ αυτή την εισαγωγή του συγγράμματος του, οι Αθηναίοι τον έδιωξαν απ’ την πόλη και έκαψαν τα βιβλία του στην αγορά αφού πρώτα έστειλαν έναν κήρυκα να τα ζητήσει απ’ όσους τα είχαν αγοράσει.
Αργότερα, σύμφωνα με τον ίδιο συγγραφέα, ο Πρωταγόρας πρέπει να είχε κατηγορηθεί από τον Πυθόδωρο, έναν από τους Τετρακόσιους, και να καταδικάστηκε85. Όμως ολόκληρη αυτή η παράδοση θεωρείται σήμερα από τους ειδικούς ως μύθος86.
Η περίπτωση του Σωκράτη είναι πολύ σοβαρή. Ακόμη κι αν δεν έγραψε τίποτε, η δίκη του και η καταδίκη του το 399 ισοδυναμούν με λογοκρισία αυτού που υπήρξε η διδασκαλία του για περισσότερο από είκοσι χρόνια. Και αυτή η καταδίκη δεν έλαβε χώρα σε περίοδο ολιγαρχικής διακυβέρνησης, αλλά αντίθετα σε μια στιγμή που η δημοκρατία είχε πλέον αποκατασταθεί.
Όπως σε κάθε δίκη, βρέθηκαν άνθρωποι να κατηγορήσουν το Σωκράτη. Ο Άνυτος, ο Μέλητος και ο Λύκων. Τα πρόσωπα αυτά δεν ήταν αχρείοι και δεν τους ώθησε κάποια προσωπική εκδίκηση. Μόνο οι ιστορικές συγκυρίες μπορούν να εξηγήσουν το θλιβερό αυτό επεισόδιο. Η Αθήνα μόλις έβγαινε από είκοσι επτά χρόνια εμφυλίου πολέμου, στο τέλος του οποίου είχε χάσει την κυριαρχία της και τη δόξα της. Η ατμόσφαιρα ήταν θλιβερή· οι παλιές αξίες επανήλθαν στο προσκήνιο και αυτοί οι διανοούμενοι που λυμαίνονταν την πόλη από το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα θεωρήθηκαν υπεύθυνοι της τότε παρακμής. Οι σοφιστές βρέθηκαν ιδιαίτερα στο στόχαστρο. Ο Σωκράτης δεν ήταν ένας από τους σοφιστές, όμως αφομοιώθηκε μ’ αυτούς από την κοινή γνώμη. Η κυριότερη κατηγορία που του αποδόθηκε ήταν ότι διέφθειρε τη νεολαία με τη διδασκαλία του, με λίγα λόγια ότι την οδήγησε στο σημείο που βρισκόταν, στην ήττα. Το κείμενο της μήνυσης που κατέθεσε ο Μέλητος είναι λακωνικό:
Ο Σωκράτης (...) είναι ένοχος επειδή διαφθείρει τους νέους, επειδή δεν πιστεύει στους θεούς στους οποίους πιστεύει η πόλη και επειδή τους αντικαθιστά με καινούργιες ιδέες. Η ποινή που προτείνεται είναι ο θάνατος87.
Ο Σωκράτης είχε επίσης γνωρίσει πολύ καλά τους εχθρούς του καθεστώτος, τους αριστοκράτες που ήθελαν να καταλύσουν τη δημοκρατία μετά την ήττα, όπως τον Κριτία ή το Χαρμίδη. Κι έπειτα, όπως δείχνει ο Μ. I. Finley, οι επιθέσεις του Αριστοφάνη σε ένα έργο όπως οι Νεφέλες, που είχαν μάλιστα παρουσιαστεί είκοσι τέσσερα χρόνια νωρίτερα, ίσως είχαν παίξει το ρόλο τους στην εικόνα που είχε σχηματιστεί γύρω από το φιλόσοφο88. Τέλος, όπως υπογραμμίζει ο ίδιος φιλόλογος, ο θάνατος του Σωκράτη είναι μια συγκυρία, μια κακή συγκυρία. Θα μπορούσε να μην είχε κατηγορηθεί χωρίς την πρωτοβουλία του Άνυτου, του Μέλητου και του Λύκωνα, οι οποίοι συνασπίστηκαν για λόγους που δεν είναι σαφείς- θα μπορούσε επίσης να μην είχε καταδικαστεί. Από τους 501 ενόρκους, 281 τον κήρυξαν ένοχο και 220 τον αθώωσαν.
Η δίκη του Σωκράτη, ακόμη κι αν αποτελεί ένα μεμονωμένο επεισόδιο, παραμένει μια από τις αποτυχίες της αθηναϊκής δημοκρατίας και ήδη από την Αρχαιότητα απέκτησε ένα πολύ σημαντικό συμβολικό βάρος. Η ανάγνωση διαλόγων όπως ο Φαίδων ή ο Κρίτων δείχνει την απήχηση που αυτή η καταδίκη είχε σε άλλες ελληνικές πόλεις. Έτσι η τραγωδία ενός ατόμου μας οδηγεί να θέσουμε ένα γενικό πρόβλημα, αυτό της κυκλοφορίας των ειδήσεων από πόλη σε πόλη.
--------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Αριστοφάνης, Αχαρνής, 28-32.
2. Αντ., 23-26.
3. Αντ., 41-42.
4. Αριστοφάνης, Αχαρνής, 22.
5. Ή, σύμφωνα με τον Αριστοφάνη, ραντίζοντάς τους με κιννάβαρι (Εκκλησιάζουσαι, 378-379).
6. Αριστοφάνης, Θεσμοφοριάζουσαι, 277-278· Ανδοκίδης, Περί των μυστηρίων, A ’, 36.
7. Πβ. Ξενοφών, Ελληνικά, A', 7, 5: μεταθέτουν τη συνεδρία της συνέλευσης για την επομένη αφού ήταν αργά και δε θα μπορούσαν πια να διακρίνουν τα χέρια.
8. Αριστοφάνης, Εκκλησιάζουσαι, 306-307.
9. Αριστοφάνης, Αχαρνής, 196 κε.
10. Δημοσθένης, Περί του στεφάνου, 170. Η ερώτηση αρχικά ήταν: «Ποιος απ’ όσους είναι πάνω από πενήντα χρονών θέλει να λάβει το λόγο;»
11. Πλάτων, Πρωταγόρας, 319 c-d.
12. Αισχίνης, Κατά Κτησιφώντος, Γ', 2.
13. Για παράδειγμα, Δημοσθένης, Κατά Μειδίου, 14.
14. Δημοσθένης, Περί της ειρήνης, 15.
15. Αισχίνης, Κατά Τιμάρχου, 80.
16. Αντ., 82.
17. Αντ., 84.
18. Δημοσθένης, Περί των εν Χερρονήσω, 38.
19. Δημοσθένης, 2ος Ολυνθιακός, 29.
20. Δημοσθένης, Κατά Νεαίρας, 43.
21. Πβ. σχετικά F. Ruze, ό.π., σ. 460.
22. Για αυτή την υπόθεση, πβ. παρακάτω σσ. 163-164.
23. Πβ. Ξενοφών, Ελληνικά, Α', 7, 15· Πλάτων, Απολογία, 32 b. "Στα Απομνημονεύματα (Α ,1, 18 και Β', 4, 2), ο Ξενοφών, για να εξωραΐσει την πραγματικότητα, λέει πως ο Σωκράτης ήταν επιστάτης των πρυτάνεων.
24. Για παράδειγμα, σχετικά με την υπόθεση των Αργινουσών: Ξενοφών, Ελληνικά, Α' ,1,9.
25. Δημοσθένης, Περί των εν Χερρονήσω, 4.
26. Δημοσθένης, Κατά Αριστογείτονος, Α', 23.
27. Αισχίνης, Κατά Κτησιφώντος, 125.
28. Αντιφών, Περί του χορευτού, 40.
29. Αριστοφάνης, Εκκλησιάζουσαι, 441-444.
30. Αριστοτέλης, Αθηναίων πολιτεία, XLIV, 1.
31. Μ. Η. Hansen, La democratic athenienne, σ. 222.
32. Στην πραγματικότητα, για να αποφεύγεται μια ισοψηφία, υπήρχε πάντοτε μονός αριθμός κριτών: 201 για τις ιδιωτικές υποθέσεις, τουλάχιστον 501 για τις δημόσιες. Για ορισμένες πολύ σημαντικές δίκες, επιστρατεύονταν όλοι οι κριτές, δηλαδή 6.000 πρόσωπα. Πβ. Ανδοκίδης, Μυστήρια, 17.
33. Αριστοφάνης, Σφήκες, 89-90.
34. Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 63-66.
35. Όχι μόνο στις ποινικές δίκες, όπως συμβαίνει σήμερα.
36. Μ. Η. Hansen, ό.π., σ. 216.
37. Αυτ., σ. 223.
38. Αισχίνης, Κατά Κτησιφώντος, 207.
39. Δημοσθένης, Κατά Νεαίρας, 14· το πρόσωπο απευθύνεται στους δικαστές.
40. Ένας χοεύς νερού=3,24 λίτρα.
41. Αριστοτέλης, Αθηναίων πολιτεία, 67, 2-3.
42. Μ. Η. Hansen, ό.π., σ. 237. Κατά τον 4ο αιώνα οι περισσότερες συναλλαγές γίνονταν ακόμη προφορικά και επικυρώνονταν με την παρουσία μαρτύρων.
43. Οι Επώνυμοι ή Επώνυμοι ήρωες στην Αθήνα είναι δέκα πρόσωπα που έδωσαν το όνομά τους στις δέκα φυλές της Αττικής. Τα αγάλματα τους είχαν τοποθετηθεί στην αγορά.
44. Δημοσθένης, Κατά Μειδίου, 103. Μιλά ο Δημοσθένης.
45. P. Carlier, Demosthene, σ. 28.
46. Δημοσθένης, Κατά Μειδίου, Β ', 65, 8-10.
47. Αντ., Δ', 26 κε.
48. Αντ., ΣΤ', 8-19. Ο Αλκιβιάδης θα αναλάβει την αρχηγία της εκστρατείας στη Σικελία.
49. Πλούταρχος, Περικλής, 7, 5.
50. Πλούταρχος, Νικίας, 5, 1-2.
51. Αντ., 5, 3-6.
52. Πβ. για παράδειγμα Ισοκράτης, Κατά των σοφιστών, 9-13- Πλάτων, Φαίδρος, 268 c.
53. Πλάτων, Φαίδρος, 267 a-b.
54. G. Kennedy, The art of persuasion, a. 53.
55. Πλάτων, Φαίδρος, 266 d· πολύ λίγες μαρτυρίες διασώθηκαν από αυτά τα έργα.
56. G. Kennedy, ό.π., σ. 58.
57. Αριστοτέλης, Ρητορική, I, 1355α.
58. Αντ.
59. Αντ., 1355 b.
60. Αντ.
61. Αισχίνης, Κατά Τιμάρχου, 26.
62. Πλούταρχος, Δημοσθένης, 6, 3-4.
63. Αντ., 7, 5.
64. Αντ., 7, 6.
65. Η τραυλότητά του συνίστατο στο ότι δεν πρόφερε καλά το ρ και στο ότι είχε την τάση να χρησιμοποιεί το λ.
66. Πλούταρχος, Δημοσθένης, 11, 1.
67. Πλούταρχος, Σόλων, 24, 1-2.
68. P. Chantraine, Dictionnaire etymologique, ad loc · o P. Chantraine ακολουθεί την ερμηνεία του L. Gernet, Milanges Boiscacq, I, σ. 393.
69. P. Chantraine, ό.π.
70. Αριστοφάνης, Πλούτος, 905 κε.
71. Δημοσθένης, Κατά Αριστογείτονος, Α', 52.
72. Αυτ., I, 47.
73. Αριστοφάνης, Αχαρνής, 980 κε.
74. Ξενοφών, Ελληνικά, A', 7, 5.
75. Αυτ., A', 7, 7.
76. Αυτ., Α', 7, 8.
77. Αυτ ·., Α', 7, 11.
78. Αυτ., Α', 7, 9.
79. Αυτ., Α', 7, 15.
80. Αυτ., Α', 7, 35.
81. Αριστοφάνης, Ιππής, 224.
82. Αυτ., 247-249.
83. Αυτ., 304-311.
84. Αριστοφάνης, Νεφέλαι, 102-103.
85. Διογένης Λαέρτιος, Θ', 51-52.
86. Μ. Untersteiner, Les sophistes, I, σ. 21.
87. Είναι η διατύπωση που δίνει ο Πλάτων (Απολογία, 24 b) εκτός από την αναγγελία της καταδίκης. Την ξαναβρίσκουμε σχεδόν ίδια και στον Ξενοφώντα (Απομνημονεύματα Α', 1) ο οποίος αναστρέφει τη σειρά των αιτιάσεων.
88. Μ. I. Finley, «Socrate et Athenes», στο: On a perdu la guerre de Troie, oo. 76-77.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου