Ἔχουν γραφεῖ πολλά βιβλία σχετικά μέ τή δουλεία στήν ἀρχαία Ἑλλάδα καί εἰδικά γιά τήν ἠθική καί οἰκονομική της σημασία. Ὁ σκοπός μας ἐδῶ εἶναι νά ὁρίσουμε ἁπλῶς τήν νομική κατάσταση ἑνός δούλου στήν Ἀθήνα τῶν κλασικῶν χρόνων.
Οἱ περισσότεροι δοῦλοι ἦταν ξένοι αἰχμάλωτοι ἡ ἀπόγονοί τους. Ἦταν ἡ παραδεδεγμένη πρακτική στήν Ἑλλάδα ἕνα πρόσωπο πού αἰχμαλωτιζόταν ἀπό τόν ἐχθρό στόν πόλεμο νά γίνεται δοῦλος τῶν ἀνθρώπων πού τόν αἰχμαλώτιζαν, ἐκτός ἄν οἱ συγγενεῖς ἤ οἱ φίλοι του πλήρωναν λύτρα γιά νά τόν ἐλευθερώσουν. Ὑπῆρχαν ἐπίσης καί μερικοί ἄλλοι τρόποι μέ τούς ὁποίους ἕνας ἐλεύθερος ἄνθρωπος μποροῦσε νά γίνει δοῦλος στήν Ἀθήνα: ἡ δουλεία μποροῦσε νά ἐπιβληθεῖ ὡς ποινή γιά κάποιο ἀδίκημα· ἕνας ἄνδρας πού εἶχε αἰχμαλωτισθεῖ στόν πόλεμο καί εἶχε στή συνέχεια ἐλευθερωθεῖ ἔναντι λύτρων, ὑποχρεοῦνταν νά ἐπιστρέψει τό ποσό τῶν λύτρων σ’ ἐκεῖνον πού εἶχε καταβάλει τά λύτρα γιά νά τόν ἐλευθερώσει· ἄν δέν τό ’κανε, γινόταν δοῦλος του[1]. Σέ μερικά ἑλληνικά κράτη ὁ ὀφειλέτης πού δέν μποροῦσε νά ἐξοφλήσει τό χρέος του γινόταν δοῦλος τοῦ δανειστῆ του, ἀλλά στήν Ἀθήνα ἡ δουλεία γιά χρέη ἀπαγορεύθηκε ἀπό τόν Σόλωνα τόν ἕκτο αἰώνα.
Ὁ Πλούταρχος ἀναφέρει στόν «Βίο τοῦ Σόλωνα» (13.5) ὅτι στό παρελθόν μερικοί Ἀθηναῖοι εἶχαν πουλήσει τά παιδιά τους ὡς δούλους καί (23.2) ὅτι ὁ Σόλων θέσπισε ἕνα νόμο πού τό ἀπαγόρευε αὐτό, μέ ἐξαίρεση τήν πώληση τῶν κοριτσιῶν πού εἶχαν ἔρθει σέ συνουσία προτοῦ παντρευτοῦν. Φαίνεται ὅμως ἀπίθανο νά πουλοῦσαν οἱ Ἀθηναῖοι γονεῖς ἀκόμη καί τίς πιό ἄτακτες κόρες τους ἡδη κατά τόν πέμπτο καί τόν τέταρτο αἰώνα.
Ἕνα ἄτομο τοῦ ὁποίου οἱ γονεῖς ἦταν καί οἱ δύο δοῦλοι ἦταν κι ὁ ἴδιος δοῦλος ἐκ γενετῆς. Κανείς ἀρχαῖος συγγραφέας δέν μᾶς λέει κατηγορηματικά τί συνέβαινε στήν κλασική Ἀθήνα, ἄν ὁ ἕνας ἀπό τους γονεῖς ἦταν δοῦλος κι ὁ ἄλλος ὄχι, φαίνεται ὅμως πιθανό ὅτι ἕνας ἄνθρωπος ἦταν δοῦλος ἄν ἦταν δούλη ἡ μητέρα του καί ἐλεύθερος ἄν αὔτη ἦταν ἐλεύθερη[2].
Ὁποιοσδήποτε προσπαθοῦσε νά κάνει δοῦλο του ἕναν ἐλεύθερο ἄνθρωπο ὑπόκεινταν σέ σύλληψη («ἀπαγωγή») ὡς «ἀ ν δ ρ α π ο δ ι σ τ ή ς»[3]. Ἐναλλακτικά, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος παράνομα γινόταν δοῦλος μποροῦσε νά βάλει ἐπίσημα, κάποιον φίλο του νά τόν «ἀπελευθερώσει»[4]. Ἄν ὁ ἄνθρωπος πού ἰσχυριζόταν ὅτι τοῦ ἀνῆκε, ὡς δοῦλος, ἐπιθυμοῦσε ἀκόμη νά ὑποστηρίξει τήν ἀξίωσή του, μποροῦσε στή συνέχεια νά μηνύσει τόν φίλο, ὁ ὁποῖος ἔπρεπε νά παρουσιάσει ἐγγυητές ἐνώπιον του πολεμάρχου γιά νά ἐγγυηθοῦν τήν ἐμφάνιση τοῦ φερομένου ὡς δούλου στή δίκη. Ἡ ἀπόφαση τῶν δικαστῶν ἔκρινε ἄν ὁ φερόμενος ὡς δοῦλος ἦταν πράγματι δοῦλος τοῦ ἀνθρώπου πού τόν διεκδικοῦσε· ἄν αὐτό γινόταν, ὁ φίλος ἦταν ὑποχρεωμένος ὄχι μόνο νά παραδώσει τό δοῦλο ἤ τήν ἀξία του σέ χρήματα (ἡ ἴσως καί τά δύο) , ἀλλά ἔπρεπε ἐπίσης νά πληρώσει ἕνα ἴσο ποσό ὡς πρόστιμο στήν πολιτεία[5].
Ὅπως ἄλλα περιουσιακά στοιχεῖα, ἕνας δοῦλος μποροῦσε νά ἀγοραστεῖ, νά πουληθεῖ, νά ἐνοικιαστεῖ, νά κληροδοτηθεῖ ἡ νά δωρηθεῖ. Ὑπῆρχε ἕνας νόμος πού ἀπαιτοῦσε ἀπό ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος πουλοῦσε δοῦλο νά δηλώσει ὁποιοδήποτε σωματικό του ἐλάττωμα· ἄν ὁ ἀγοραστής ἀνακάλυπτε ἐλάττωμα πού δέν εἶχε δηλωθεῖ, μποροῦσε νά ἐπιστρέφει τό δοῦλο καί νά ζητήσει πίσω τά χρήματα του[6]. Ὁ δοῦλος δέν μποροῦσε ὁ ἴδιος νά κατέχει τίποτε: ὁ κύριός του, ἐκτός ἀπό τήν ἐξασφάλιση τροφῆς καί ρουχισμοῦ, μποροῦσε νά δώσει στό δοῦλο «χαρτζιλίκι» καί ἄλλα πράγματα, ἤ νά τοῦ ἐπτρέπει νά κρατάει μέρος ὅσων χρημάτων κέρδιζε μέ τήν ἐργασία του[7]· τά στοιχεῖα αὐτά ὅμως θά παρέμεναν ἀπό νομική ἄποψη στήν κυριότητα τοῦ κυρίου, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ δοῦλος.
Φαίνεται (μολονότι τά στοιχεῖα δέν εἶναι ἐντελῶς ἀδιαμφισβήτητα) ὅτι ὁ κύριος δέν ἐπιτρεπόταν νά σκοτώσει τό δοῦλο[8], κατά τά ἄλλα ὅμως μποροῦσε νά τόν ξυλοκοπήσει ἤ νά τόν κακομεταχειριστεῖ ὅπως ἡθελε. Δοῦλοι πού φοβόντουσαν νά μήν ξυλοκοπηθοῦν ἀπό τόν κύριό τους εἶναι συνηθισμένοι τύποι στήν ἑλληνική κωμωδία, καί ὑπάρχει ἕνα ἀστεῖο σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ἕνας νεαρός πού εἶχε πρόσφατα κληρονομήσει περιουσία δέν συγκρατιέται ἀπό τό νά δέρνει τούς δούλους του, ἐπειδή δέν ἔχει μάθει ἀκόμη νά μεταχειρίζεται προσεκτικά τά ὑπάρχοντα του[9]. Ἀλλά ὁ δοῦλος εἶχε πράγματι μιά δυνατότητα προστασίας ἀπό τήν κακομεταχείριση τοῦ κυρίου του: μποροῦσε νά ζητήσει ἄσυλο στό θησεῖο καί νά ζητήσει νά πουληθεῖ σέ κάποιον ἄλλον. Ἦταν παράνομο νά τιμωρηθεῖ ἕνας δοῦλος γι’ αὐτήν τήν ἐνέργεια, ἀλλά δέν εἶναι σαφές τί συνέβαινε μετά, ἄν δέν ἐμφανιζόταν κανείς ἀγοραστής πού νά προσφέρει μιά τιμή τήν ὁποία ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ δούλου ἦταν πρόθυμος νά ἀποδεχθεῖ[10].
Στήν Ἀθήνα (ἀντίθετα, ἀπ’ ὅ,τι συνέβαινε σέ μερικές ἄλλες ἑλληνικές πόλεις) δέν ἐπιτρεπόταν νά χτυπήσουν τό δοῦλο ἄλλα πρόσωπα, πέρα ἀπό τόν ἰδιοκτήτη του, μολονότι ὑπῆρχε μία ἐξαίρεση σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἕνας ἀγρότης ἐπιτρεπόταν νά χτυπήσει ἕνα δοῦλο ἄν τόν ἐπιανε νά κλέβει τά προῖόντα του[11]. Ἕνας δοῦλος ὅμως δέν μποροῦσε νά ἀναλάβει αὐτοπροσώπως νομική δράση ἐναντίον ἕνος παραβάτη· ὁποιαδήποτε ἀγωγή ἔπρεπε νά ὑποβληθεῖ ἀπό τόν ἰδιοκτήτη του καί ἄν ὁ ἰδιοκτήτης δέν προέβαινε σέ καμία ἐνέργεια, ὁ δοῦλος δέν μποροῦσε νά κάνει τίποτε σχετικά μ’ αὐτό. (Ἄν τό ἔγκλημα ἦταν, ὅπως ἡ «ὕβρις», ἀπό ἐκεῖνα γιά τά ὁποῖα προβλεπόταν δημόσια δίκη, εἶχε φυσικά δικαίωμα νά ὑποβάλει μήνυση κάθε πολίτης, ἀλλά ἴσως λίγοι ἤ κανένας δέν θά ἔμπαινε στόν κόπο νά προκαλέσει δίκη πρός ὄφελος τοῦ δούλου κάποιου ἄλλου). Ὁμοίως, ἄν ἕνας δοῦλος δολοφονοῦνταν, ἦταν ἔργο τοῦ ἰδιοκτήτη του νά ἀναλάβει δράση κατά τοῦ δολοφόνου[12].
Ἄν κάποιος δοῦλος διέπραττε κάποιο ἀδίκημα ἐναντίον κάποιου ἄλλου προσώπου, ἡ νομική διαδικασία ἐξαρτιόταν ἀπό τό ἄν ἐνεργοῦσε μέ ἐντολές τοῦ κυρίου του. Ἄν συνέβαινε αὐτό, ἡ σωστή διαδικασία ἦταν ἁπλῶς νά μηνυθεῖ ὁ ἰδιοκτήτης. Ἄν ὄχι, ἡ κατηγορία ἀπευθυνόταν στό δοῦλο, ἀλλά κάθε ἀποζημίωση ἤ πρόστιμο πού ἐπέβαλλε τό δικαστήριο ἔπρεπε νά καταβληθεῖ ἀπό τόν ἰδιοκτήτη[13]. Ἐνδεχομένως, μολονότι κανείς ἀρχαῖος συγγραφέας δέν μᾶς λέει ρητά αὐτό τό πράγμα, ἡ διαδικασία καί ὁ ἄρχοντας πού εἰσήγαγε τήν ὑπόθεση ἦταν οἱ ἴδιοι, ὅπως ἄν καταγγελλόταν ὁ ἴδιος ὁ ἰδιοκτήτης, εἴτε ἦταν πολίτης ἤ μέτοικος ἤ ἄλλος ξένος· καί γιά τήν ὑπεράσπιση τοῦ δούλου, μιλοῦσε ὁ ἰδιοκτήτης, ὄχι ὁ δοῦλος.
Προφανῶς, αὐτή ἡ ρύθμιση βασιζόταν στήν ὑπόθεση ὅτι ἕνας δοῦλος βρισκόταν κανονικά ὑπό τήν ἐποπτεία καί τόν ἔλεγχο τοῦ ἰδιοκτήτη του. Ὥς τόν τέταρτο αἰώνα αὐτή ἡ ὑπόθεση δέν ἀνταποκρινόταν στήν πραγματικότητα σέ μερικές περιπτώσεις. Βεβαίως εἶχαν μείνει πολλοί δοῦλοι πού ζοῦσαν καί ἐργάζονταν ὑπό τήν ἐποπτεία τοῦ ἰδιοκτήτη τους στό σπίτι, στό ἀγρόκτημα ἤ στό ἐργαστήριό του· ἦταν, ὅμως, ἐπίσης συνηθισμένο ἔμπιστοι δοῦλοι νά ζοῦν καί νά ἐργάζονται μόνοι τους, ἀσκώντας κάποιο ἐπάγγελμα ἤ κάποια ἐπιχείρηση καί βλέποντας σπάνια τόν ἰδιοκτήτη τους, ἐκτός μόνο γιά νά τοῦ καταβάλουν κάποια πληρωμή («ἀποφορά») πού μποροῦσε νά ἀποτελεῖ ἀναλογία τῶν κερδῶν τοῦ ἐπαγγέλματος ἤ ἁπλῶς ἕνα καθορισμένο ποσό, πληρωτέο μιά φορά τό μήνα ἤ ἀκόμη λιγότερο συχνά. Στούς «Ἐπιτρέποντες» τοῦ Μενάνδρου ὑπάρχει ἕνα ἁπλό παράδειγμα: ἕνας ἀπό τούς χαρακτῆρες εἶναι ὁ Συρίσκος, ἕνας δοῦλος τοῦ Χαιρέστρατου· ὁ Συρίσκος ζεῖ μέ τή γυναίκα του στήν ἐξοχή καί ἐργάζεται ὡς καρβουνιάρης, ἐνῶ τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία λαμβάνει χώρα ἡ δράση τοῦ ἔργου ἔρχεται στό σπίτι τοῦ Χαιρέστρατου γιά νά πληρώσει τήν «ἀποφορά» του[14]. Στήν πραγματική ζωή, ὁ Τίμαρχος λέγεται ὅτι εἶχε ἐννέα ἤ δέκα ἐργάτες δέρματος· ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ πλήρωνε «ἀποφορά» τριῶν ὀβολῶν τήν ἥμερα, ἐνῶ οἱ ἄλλοι, δύο ὁ καθένας, καί κρατοῦσαν τίς ὑπόλοιπες εἰσπράξεις τους γιά τόν ἑαυτό τους[15]. Ὑπῆρχε ἀκόμη ὁ Μίδας, ἕνας δοῦλος τοῦ Ἀθηνογένη. Ὁ Ἀθηνογένης ἦταν ἰδιοκτήτης τριῶν ἀρωματοπωλείων. Ὁ Μίδας ἦταν ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ ἑνός καί ἔριξε τήν ἐπιχείρηση στά χρέη· ὁ Ἀθηνογένης θά ἦταν ὑποχρεωμένος νά πληρώσει τά χρέη, ἄν δέν εἶχε πουλήσει τό κατάστημα καί τόν Μίδα σέ κάποιον ἀγοραστή, πού, ἀνύποπτα, συμφώνησε νά ἀναλάβει τήν εὐθύνη γιά ὅλα τά χρέη χωρίς νά συνειδητοποιήσει πόσο ὑπέρογκα ἡταν[16]. Αὐτή ἡ ὑπόθεση δείχνει ὅτι ἀκόμα καί στή δεκαετία τοῦ 320 ἐξακολουθοῦσε νά ὑπάρχει ὁ νόμος, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ὁ κύριος ἦταν ὑπεύθυνος γιά χρέη πού συνῆψε ὁ δοῦλος του. Ἡ μόνη ἐξαίρεση σ’ αὐτόν τόν κανόνα φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε ἡ ρύθμιση βάσει τῆς ὁποίας οἱ ἐμπορικοί νόμοι πού εἰσάχθηκαν κατά τό μέσο τοῦ τέταρτου αἰώνα ἀντιμετώπιζαν ὅλους τους ἐμπόρους καί τούς καπετάνιους ἰσότιμα, σάν ἀνεξάρτητα πρόσωπα, ἄσχετα μέ τήν πολιτική τούς κατάσταση. Γνωρίζουμε μάλιστα ἕναν καπετάνιο πού ἦταν δοῦλος. Πέρα ἀπό τίς ἐμπορικές ὑποθέσεις, δέν ὑπάρχουν ἱκανοποιητικά στοιχεῖα πού νά ἀποδεικνύουν ὅτι ἕνας δοῦλος πού ἀνῆκε σέ κάποιον συγκεκριμένο ἰδιόκτητη μποροῦσε νά ἀναλάβει ἀνεξάρτητη νομική δράση. Σ’ αὐτό τό ζήτημα τό Ἀθηναῖκό δίκαιο ἦταν συντηρητικό[17].
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΟΙ
Ὁ ἰδιοκτήτης μποροῦσε, ἄν ἡθελε, νά ἀπελευθερώσει ἕνα δοῦλο· αὐτή ἡ πράξη καθιστοῦσε τόν δοῦλο «ἀπελεύθερο». Νομικά δέν ἀπαιτοῦνταν καμία ἐπίσημη διαδικασία γιά νά γίνει αὐτό. Ἕνας δοῦλος ξένης καταγωγῆς μποροῦσε κάλλιστα νά ἐπιστρέψει στήν πατρίδα του ὅταν ἐλευθερωνόταν. Ἄν παρέμενε στήν Ἀθήνα, ἐγγραφόταν ὡς μέτοικος, μέ «προστάτη» τόν πρώην κύριά του· ἔτσι ὁ κύριος μποροῦσε, ἄν ἡθελε, νά ἐμποδίσει τόν ἀπελεύθερό του νά γίνει μέτοικος. Ὁ νόμος ἐπέβαλλε ἐπίσης στόν ἀπελεύθερο κι ἄλλα καθήκοντα ἀπέναντι στόν πρώην κύριό του. Δέν εἶναι γνωστό ποιά εἶναι τά καθήκοντα αὐτά, ἀλλά περιελάμβαναν προφανῶς τό καθῆκον τῆς πραγμάτωσης τῶν ὅρων τούς ὁποίους ἐπέβαλλε ὁ πρώην κύριος ὡς ἀντίτιμο τῆς ἐλευθερίας· μποροῦσε π.χ. νά ζητήσει νά τοῦ καταβληθεῖ ἕνα χρηματικό ποσόν, τό ὁποῖο ὁ ἀπελεύθερος, ἐφόσον δέν μποροῦσε νά κατέχει νόμιμα ὅσο ἦταν δοῦλος, θά ἦταν ἴσως ὑποχρεωμένος νά δανειστεῖ ἀπό φίλους μέχρις ὅτου κέρδιζε ἀρκετά χρήματα γιά νά τό ἐξοφλήσει. Ἄν ὁ ἀπελεύθερος δέν ἐκπλήρωνε τίς ὑποχρεώσεις του πρός τόν πρώην κύριό του ἤ ἐγγραφόταν στά μητρῶα ὡς μέτοικος μέ κάποιον ἄλλον ὡς προστάτη, ὁ πρώην κύριος μποροῦσε νά ἐγείρει δίκη γιά «ἐγκατάλειψη» («δίκη ἀποστασίου»)· ἄν ὁ ἀπελεύθερος κρινόταν ἔνοχος, γινόταν πάλι δούλος[18]. Ἐπειδή ἡ ὑπόθεση ἦταν ἰδιωτικῆς φύσης, ἀσφαλῶς περιερχόταν καί πάλι στήν ἰδιοκτησία τοῦ πρώην κυρίου του· ὅταν διαβάζουμε στόν Δημοσθένη (25.65) ὅτι ἡ πολιτεία πούλησε μία γυναίκα καταδικασμένη «ἀποστασίου», αὐτό πρέπει νά τό θεωρήσουμε ὡς λάθος ἀντί τοῦ «ἀπροστασίου»[19].
Ἡ ἀπελευθέρωση ἕνος δούλου μποροῦσε νά περιληφθεῖ στή διαθήκη τοῦ ἰδιοκτήτη καί νά ἀποκτᾶ ἰσχύ μόνο μέ τόν θάνατό του. Δέν εἶναι γνωστό ἄν, σ’ αὐτήν τήν περίπτωση, ὁ ἀπελεύθερος ἔπρεπε νά ἐκπληρώσει κάποια καθήκοντα ἀπέναντι στόν κληρονόμο τοῦ πρώην κυρίου του, οὔτε ἄν ἔπρεπε νά ἔχει τόν κληρονόμο ὡς προστάτη του γιά τήν ἐγγραφή του ὡς μετοίκου. Ὅταν ἕνας ἰδιοκτήτης πού ἦταν ὁ ἴδιος μέτοικος ἀπελευθέρωνε ἕναν δοῦλο, δέν μπορεῖ νά γινόταν «προστάτης» τοῦ ἀπελεύθερου γιά τήν ἐγγραφή του ὡς μετοίκου, ἐφόσον ὁ προστάτης ἔπρεπε νά εἶναι πολίτης.
Σέ ὁρισμένες περιπτώσεις ἡ πολιτεία ἀπελευθέρωνε ἕναν δοῦλο χωρίς τήν συναίνεση τοῦ κυρίου του. Ἕνας δοῦλος πού κατέδιδε ὅτι ὁ κύριός του εἶχε διαπράξει ἱεροσυλία, ἀπελευθερωνόταν ἄν ἡ καταγγελία ἀποδεικνυόταν ἀληθινή· εἶναι δυνατό, ὄχι ὅμως βέβαιο, ὅτι ἡ ἴδια ἀνταμοιβή δινόταν γιά τήν παροχή πληροφοριῶν καί γιά μερικά ἄλλα ἐγκλήματα[20]. Τό 406 στούς δούλους πού πολέμησαν γιά τήν Ἀθήνα στίς Ἄργινοῦσες δόθηκε ὄχί μόνο ἡ ἐλευθερία ἄλλα καί ἡ ἰδιότητα τοῦ πολίτη.
ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΔΟΥΛΟΙ
Μερικοί δοῦλοι ἀνῆκαν ὄχί σέ ἄτομα ἀλλά στήν πολιτεία· τέτοιοι ἦταν π.χ. οἱ ἐπιστάτες τῶν δημοσίων κτιρίων, ὁ δημόσιος νομισματελεγκτής καί οἱ τοξότες πού ἐπιτελοῦσαν ἀστυνομικά καθήκοντα, ὑπό τίς διαταγές τῶν Ἕνδεκα ἡ ἄλλων ἀξιωματούχων.
Ὁ μόνος δημόσιος δοῦλος γιά τόν ὁποῖο ἔχουμε πολλές πληροφορίες εἶναι ὁ Πιτταλακός, γιά τόν ὁποῖο μιλάει ὁ Αἰσχίνης στόν λόγο του «κατά Τ ι μ ά ρ χ ο υ». Περιγράφεται ὡς «οἰκονομικά εὐκατάστατος». Σέ κάποιο σημεῖο τῆς φιλονικίας του μέ τόν Ἡγήσανδρο καί τόν Τίμαρχο κίνησε νομικές διαδικασίες ἐναντίον τους· τότε ὁ Ἡγήσανδρος ἰσχυρίστηκε ὅτι ὁ Πιτταλακός τοῦ ἀνῆκε καί προσπάθησε νά τόν κάνει δοῦλο του, ἀλλά ὁ Γλαύκων τόν ἐλευθέρωσε.
Ἀπό ὅλα αὐτά γίνεται σαφές ὅτι ἡ νομική κατάσταση ἑνός δημόσιου δούλου ἦταν ἐντελῶς διαφορετική ἀπό τήν κατάσταση ἑνός δούλου πού ἀνῆκε σέ κάποιο ἄτομο· ἡ κατάσταση αὐτή μποροῦσε νά ὀνομασθεῖ ἀκόμη καί «ἐλευθερία». Μπορεῖ νά ἦταν κάτι παρόμοιο μέ τήν κατάσταση τοῦ μετοίκου[21].
---------------------
[1] Δημ. 53. 11.
[2] Πβλ. Harrison «Law» Ι 164.
[3] ΑΠ 52.1, Ἰσοκ. 15. 90.
[4] Λυσίας 23.9-12, Aἰ. 1.62, Δημ. 58.19 κ.λπ.
[5] Λυσίας 23. 9-12, Ίσοκ. 17.14, Δημ. 58.21, 59.40, Ἁρπ. στη λέξη «ἐξαιρέσεως δίκη»· πβλ. Harrison «Law» I 178-9, 221.
[6] ὙΤπ. «Ἀθηνογένης» 15.
[7] Ἀρ. «Σφῆκες» 52, [Ξεν.] Ἀθ. 1.11.
[8] Πβλ. MacDowell «Homicide» 21-2, Harrison «Law» I 171-2.
[9] Ἀρ. «Σφῆκες» 1309.
[10] Ἀρ. ἀπ. 567, σχολ. στόν Αἰσ. 3.13.
[11] [Ξεν.] Ἀθ. 1.10, Δημ. 53.16.
[12] Πλάτων «Γοργίας» 483 β, Δημ. 47.70, 53.20– πβλ. MacDowell «Homicide» 20-1.
[13] 157. Δημ. 37.21, 36.51, 53.20, 55.31-2, Ὑπ. «Ἀθηνογένης» 22· πβλ. Harrison «Law» I 173-4.
[14] Μεν. «Ἐπιτρέποντες» 380.
[15] Αἰσ. 1.97.
[16] Ὑπ. «Ἀθηνογένης»· πβλ. Gernet «Droit» 161-2.
[17] Δημ. 34.5· πβλ. Gernet «Droit» 159-64, Harrison «Law» I 174-6 (ἔχω ὅμως άμφιβολίες γιά τήν ἑρμηνεία πού δίνουν στό χωρίο 36.14 τοῦ Δημ.).
[18] Ἁρπ. στη λέξη «ἀποστασίου», Πολ. 3.83· πβλ. Gernet «Droit» 168-72, Harrison «Law» I 182-6.
[19] Πβλ. Lipsius «Recht» 625.
[20] Λυσίας 5.3-5, Ἀνδ. 1.28 (ἡ ἐπιδίκαση χρημάτων στον Ἀνδρόμαχο ὑποδηλώνει, ὅτι δέν ἦταν πιά δοῦλος). Στόν Ἀντ. 2C.4, 5.34 δέν γίνεται σαφές ἄν ὁ νόμος ἀπαιτοῦσε τήν ἀπελευθέρωση τοῦ δούλου πού ἔδινε πληροφορίες γιά ανθρωποκτονία.
[21] Αἰσ. 1.54, 1.62· πβλ. Harrison «Law» I 177-8.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου