Καθώς η διάρκεια της ζωής μας γίνεται μεγαλύτερη, κατά μέσο όρο η διαφορά των ηλικιών στις οποίες πεθαίνουν οι άνθρωποι γίνεται μικρότερη. Αναλύοντας δεδομένα από 44 χώρες, ερευνητές έδειξαν ότι το προσδόκιμο ζωής και η διακύμανση της ατομικής διάρκειας ζωής των ανθρώπων, συνδέονται ισχυρά με μια μαθηματική σχέση. Εάν το προσδόκιμο ζωής μειώνεται σε καιρούς κρίσης, τότε, σύμφωνα με την ίδια μαθηματική λογική, η κατανομή της περιόδου ζωής των ανθρώπων διευρύνεται.
«Καθώς το προσδόκιμο ζωής πολύ πιθανά συνεχίζει να αυξάνεται, μπορούμε να αναμένουμε ότι λιγότεροι άνθρωποι πρέπει να πεθαίνουν νωρίτερα από το μέσο όρο», λέει ο Alexander Scheuerlein, επιστήμονας στο Ινστιτούτο Max Planck για τη Δημογραφική Έρευνα (MPIDR) στο Rostock, στην Γερμανία. Ο Scheuerlein δημοσίευσε αυτά τα αποτελέσματα για τη διάρκεια ζωής των ανθρώπων, μαζί με τον διευθυντή του MPIDR James Vaupel και μια διεθνή ομάδα ερευνητών, στο επιστημονικό περιοδικό PNAS (Proceedings of the National Academy of Sciences).
Λιγότεροι άνθρωποι πρέπει να πεθάνουν πρόωρα
Μεταξύ των γυναικών στις ΗΠΑ, το φαινόμενο ευθύνεται για μια συμπίεση της θνησιμότητας κατά 10 χρόνια μεταξύ 1933 και 2014 (όπως φαίνεται στο γράφημα, πιο κάτω). Το 1933, οι γυναίκες στην Αμερική είχαν ένα προσδόκιμο ζωής 62,8 χρόνια, ενώ το μισό όλων των θανάτων συνέβη μέσα σε ένα χρονικό διάστημα 26,3 χρόνια γύρω από το μέσο όρο των ηλικιών θανάτου. Αντίθετα, ως το 2014, το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε κατά περίπου 19 χρόνια, στα 81,3 χρόνια, ενώ το χρονικό διάστημα που συμβαίνουν οι μισοί από όλους τους θανάτους συρρικνώθηκε σε μόνο 16,3 χρόνια.
Σύμφωνα με τον Scheuerlein, η συνεχιζόμενη σύγκλιση των ηλικιών ως προς το θάνατο δεν σημαίνει μόνο ότι λιγότεροι άνθρωποι πεθαίνουν εμφανώς πρόωρα, αλλά επίσης ότι λιγότεροι άνθρωποι ζούνε πολύ πέρα από τον μέσο όρο των ηλικιών θανάτου. «Η έκταση στην οποία οι άνθρωποι επωφελούνται από τα κέρδη στο διάστημα ζωής γίνεται ολοένα και περισσότερο ίδια», λέει ο Scheuerlein.
Ένας κανόνας για πολύ διαφορετικές κοινωνίες
Η σχέση αυτή μεταξύ του προσδόκιμου ζωής και της σύγκλισης των ηλικιών ως προς το θάνατο, μπορεί να παρατηρηθεί σταδιακά όχι μόνο μέσα σε ένα ξεχωριστό κράτος, αλλά και σε όλα τα (πολύ διαφορετικά) κράτη, τις ιστορικές εποχές και κοινωνίες – και μεταξύ ανδρών και γυναικών. Ανεξάρτητα από το ποιους τύπους πληθυσμού συνέκριναν οι ερευνητές, πάντα έβρισκαν μια σταθερή σχέση μεταξύ της διαφοράς των επιπέδων του προσδόκιμου ζωής και της διαφοράς στην διακύμανση στις κατανομές των θανάτων σε σχέση με την ηλικία.
Οι ίδιες μαθηματικές συνθήκες εφαρμόζονται ακόμη και σε ακραίες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, ισχύει για τις σύγχρονες Γιαπωνέζες, οι οποίες έχουν το παγκόσμιο ρεκόρ με ένα προσδόκιμο ζωής πολύ πέρα από τα 80 χρόνια. Επίσης εφαρμόζεται για τις παραδοσιακές κοινωνίες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών (με ένα προσδόκιμο ζωής γύρω στα 40 χρόνια) και του ιστορικού πληθυσμού των απελευθερωμένων σκλάβων των ΗΠ στη Λιβερία, ο οποίος προσωρινά είχε ένα μέσο όρο χρόνου ζωής λίγων μόνο χρόνων.
Δεδομένης της ποικιλότητας των ανθρώπινων πληθυσμών, που εμφανίζονται να διέπονται από αυτόν το νέο ανακαλυφθέντα κανόνα, δεν είναι ακόμη δυνατό να προσδιοριστούν οι αιτίες του, λέει ο Scheuerlein. «Η παγκοσμιότητα της σχέσης είναι εντυπωσιακή. Το μόνο πράγμα που είναι προφανές σε μας, τώρα ακριβώς, είναι ότι πρέπει να έχει να κάνει με τον κοινωνικό – πολιτισμικό τρόπο που οι άνθρωποι οργανώνουν τις κοινωνίες τους».
Η μελέτη, στο PNAS, επιβεβαιώνει πρόσφατη έρευνα η οποία δείχνει ότι τα κέρδη στο προσδόκιμο ζωής αναμένονται σε υψηλότερες ηλικίες, επισημαίνει ο Scheuerlein. Στο παρελθόν, οι ατομικές διάρκειες ζωής υπήρξαν περισσότερο διαφορετικές κυρίως εξαιτίας της βρεφικής θνησιμότητας. Οι θάνατοι είχαν συσσωρευτεί σε δυο διακριτές ομάδες, αυτή της πρώιμης παιδικής ηλικίας και, για αυτούς/ές που επιβίωναν, αυτή της ενήλικης περιόδου. Καθώς οι κεντρικές τιμές αυτών των ομάδων απείχαν αρκετά μακριά, δεν αποτελούσε έκπληξη ότι, όταν η βρεφική θνησιμότητα μειώθηκε σχεδόν στο μηδέν, η διακύμανση των περιόδων ζωής συρρικνώθηκε και το προσδόκιμο ζωής, την ίδια στιγμή, αυξήθηκε.
Εν τω μεταξύ η βρεφική θνησιμότητα ήταν σε σταθερά χαμηλά επίπεδα για πολλά χρόνια και η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων επικεντρώνονταν γύρω από τις μεγαλύτερες ηλικίες. Ωστόσο, οι πρόσφατες εξελίξεις επίσης ακολουθούν τον νέο ανακαλυφθέντα κανόνα. Το εύρος των ηλικιών μέσα στις οποίες συμβαίνουν οι περισσότεροι θάνατοι γίνεται ακόμη στενότερο, ακόμη και αν το χρονικό διάστημα γι αυτή τη διαδικασία έχει ήδη γίνει σημαντικά μικρότερο από ότι στο παρελθόν και τώρα λαμβάνει χώρα αργότερα, στο δεύτερο μισό της ζωής. Ταυτόχρονα, το προσδόκιμο ζωής συνεχίζει να φθάνει σε ακόμη υψηλότερες τιμές. «Ο κανόνας μας που πρόσφατα ανακαλύφθηκε, προσθέτει σε ένα αυξανόμενο σώμα της έρευνας που δεν δίνει κανένα στοιχείο ότι οι άνθρωποι πλησιάζουν σε ένα διαφαινόμενο όριο για το προσδόκιμο ζωής», λέει ο Scheuerlein.
«Καθώς το προσδόκιμο ζωής πολύ πιθανά συνεχίζει να αυξάνεται, μπορούμε να αναμένουμε ότι λιγότεροι άνθρωποι πρέπει να πεθαίνουν νωρίτερα από το μέσο όρο», λέει ο Alexander Scheuerlein, επιστήμονας στο Ινστιτούτο Max Planck για τη Δημογραφική Έρευνα (MPIDR) στο Rostock, στην Γερμανία. Ο Scheuerlein δημοσίευσε αυτά τα αποτελέσματα για τη διάρκεια ζωής των ανθρώπων, μαζί με τον διευθυντή του MPIDR James Vaupel και μια διεθνή ομάδα ερευνητών, στο επιστημονικό περιοδικό PNAS (Proceedings of the National Academy of Sciences).
Λιγότεροι άνθρωποι πρέπει να πεθάνουν πρόωρα
Μεταξύ των γυναικών στις ΗΠΑ, το φαινόμενο ευθύνεται για μια συμπίεση της θνησιμότητας κατά 10 χρόνια μεταξύ 1933 και 2014 (όπως φαίνεται στο γράφημα, πιο κάτω). Το 1933, οι γυναίκες στην Αμερική είχαν ένα προσδόκιμο ζωής 62,8 χρόνια, ενώ το μισό όλων των θανάτων συνέβη μέσα σε ένα χρονικό διάστημα 26,3 χρόνια γύρω από το μέσο όρο των ηλικιών θανάτου. Αντίθετα, ως το 2014, το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε κατά περίπου 19 χρόνια, στα 81,3 χρόνια, ενώ το χρονικό διάστημα που συμβαίνουν οι μισοί από όλους τους θανάτους συρρικνώθηκε σε μόνο 16,3 χρόνια.
Σύμφωνα με τον Scheuerlein, η συνεχιζόμενη σύγκλιση των ηλικιών ως προς το θάνατο δεν σημαίνει μόνο ότι λιγότεροι άνθρωποι πεθαίνουν εμφανώς πρόωρα, αλλά επίσης ότι λιγότεροι άνθρωποι ζούνε πολύ πέρα από τον μέσο όρο των ηλικιών θανάτου. «Η έκταση στην οποία οι άνθρωποι επωφελούνται από τα κέρδη στο διάστημα ζωής γίνεται ολοένα και περισσότερο ίδια», λέει ο Scheuerlein.
Ένας κανόνας για πολύ διαφορετικές κοινωνίες
Η σχέση αυτή μεταξύ του προσδόκιμου ζωής και της σύγκλισης των ηλικιών ως προς το θάνατο, μπορεί να παρατηρηθεί σταδιακά όχι μόνο μέσα σε ένα ξεχωριστό κράτος, αλλά και σε όλα τα (πολύ διαφορετικά) κράτη, τις ιστορικές εποχές και κοινωνίες – και μεταξύ ανδρών και γυναικών. Ανεξάρτητα από το ποιους τύπους πληθυσμού συνέκριναν οι ερευνητές, πάντα έβρισκαν μια σταθερή σχέση μεταξύ της διαφοράς των επιπέδων του προσδόκιμου ζωής και της διαφοράς στην διακύμανση στις κατανομές των θανάτων σε σχέση με την ηλικία.
Οι ίδιες μαθηματικές συνθήκες εφαρμόζονται ακόμη και σε ακραίες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, ισχύει για τις σύγχρονες Γιαπωνέζες, οι οποίες έχουν το παγκόσμιο ρεκόρ με ένα προσδόκιμο ζωής πολύ πέρα από τα 80 χρόνια. Επίσης εφαρμόζεται για τις παραδοσιακές κοινωνίες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών (με ένα προσδόκιμο ζωής γύρω στα 40 χρόνια) και του ιστορικού πληθυσμού των απελευθερωμένων σκλάβων των ΗΠ στη Λιβερία, ο οποίος προσωρινά είχε ένα μέσο όρο χρόνου ζωής λίγων μόνο χρόνων.
Δεδομένης της ποικιλότητας των ανθρώπινων πληθυσμών, που εμφανίζονται να διέπονται από αυτόν το νέο ανακαλυφθέντα κανόνα, δεν είναι ακόμη δυνατό να προσδιοριστούν οι αιτίες του, λέει ο Scheuerlein. «Η παγκοσμιότητα της σχέσης είναι εντυπωσιακή. Το μόνο πράγμα που είναι προφανές σε μας, τώρα ακριβώς, είναι ότι πρέπει να έχει να κάνει με τον κοινωνικό – πολιτισμικό τρόπο που οι άνθρωποι οργανώνουν τις κοινωνίες τους».
Η μελέτη, στο PNAS, επιβεβαιώνει πρόσφατη έρευνα η οποία δείχνει ότι τα κέρδη στο προσδόκιμο ζωής αναμένονται σε υψηλότερες ηλικίες, επισημαίνει ο Scheuerlein. Στο παρελθόν, οι ατομικές διάρκειες ζωής υπήρξαν περισσότερο διαφορετικές κυρίως εξαιτίας της βρεφικής θνησιμότητας. Οι θάνατοι είχαν συσσωρευτεί σε δυο διακριτές ομάδες, αυτή της πρώιμης παιδικής ηλικίας και, για αυτούς/ές που επιβίωναν, αυτή της ενήλικης περιόδου. Καθώς οι κεντρικές τιμές αυτών των ομάδων απείχαν αρκετά μακριά, δεν αποτελούσε έκπληξη ότι, όταν η βρεφική θνησιμότητα μειώθηκε σχεδόν στο μηδέν, η διακύμανση των περιόδων ζωής συρρικνώθηκε και το προσδόκιμο ζωής, την ίδια στιγμή, αυξήθηκε.
Εν τω μεταξύ η βρεφική θνησιμότητα ήταν σε σταθερά χαμηλά επίπεδα για πολλά χρόνια και η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων επικεντρώνονταν γύρω από τις μεγαλύτερες ηλικίες. Ωστόσο, οι πρόσφατες εξελίξεις επίσης ακολουθούν τον νέο ανακαλυφθέντα κανόνα. Το εύρος των ηλικιών μέσα στις οποίες συμβαίνουν οι περισσότεροι θάνατοι γίνεται ακόμη στενότερο, ακόμη και αν το χρονικό διάστημα γι αυτή τη διαδικασία έχει ήδη γίνει σημαντικά μικρότερο από ότι στο παρελθόν και τώρα λαμβάνει χώρα αργότερα, στο δεύτερο μισό της ζωής. Ταυτόχρονα, το προσδόκιμο ζωής συνεχίζει να φθάνει σε ακόμη υψηλότερες τιμές. «Ο κανόνας μας που πρόσφατα ανακαλύφθηκε, προσθέτει σε ένα αυξανόμενο σώμα της έρευνας που δεν δίνει κανένα στοιχείο ότι οι άνθρωποι πλησιάζουν σε ένα διαφαινόμενο όριο για το προσδόκιμο ζωής», λέει ο Scheuerlein.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου