Ο μεγάλος ιστιοπλόος και πρωτοπόρος της ναυτικής πειραματικής αρχαιολογίας, Thor Heyerdahl, είχε γράψει: «Ο άνθρωπος έμαθε να χρησιμοποιεί ένα κουπί και ένα πανί πριν καβαλήσει τη ράχη ενός ζώου και κατασκευάσει μια σέλα». Ίσως αυτό ισχύει περισσότερο από κάθε άλλον για τους Έλληνες, κατεξοχήν ναυτικό λαό.
Μπορεί η ναυσιπλοΐα να ανάγεται στην αυγή της ιστορίας, εντούτοις η πρώτη μαρτυρία που έχουμε για ένα ταξίδι ανοιχτής θάλασσας είναι στις Κυκλάδες πριν από περίπου 11.000 χρόνια. Αυτό αφορούσε εμπορικούς σκοπούς, τη μεταφορά οψιδιανού λίθου από τη Μήλο. Δε γνωρίζουμε αν η μεταφορά αυτή έγινε πάνω σε μια σχεδία από πάπυρο, όμως η πειραματική αρχαιολογία έκανε ένα ανάλογο πείραμα.
Από τη λίμνη της Καστοριάς έχουμε αρχαιολογικά υπολείμματα ενός λιμναίου σκάφους μήκους 3,3μ από την Ύστερη Νεολιθική εποχή το οποίο είχε διατηρηθεί σχετικά καλά μέσα στη λάσπη και βρέθηκε το 1992 στο Δισπηλιό. Από τη Νάξο έχουμε πάλι δύο βραχογραφίες που παριστάνουν πλοία.
Με τη χρήση των χάλκινων εργαλείων οι ναυπηγοί βελτίωναν τις τεχνικές τους και η ναυπηγική τέχνη έφθασε στο απόγειο με τα θαυμάσια ξύλινα πλοία των Κυκλαδιτών, των Μινωιτών και των Μυκηναίων που χρονολογούνται από τον 16ο -12ο αι. πΧ.
Οι παραστάσεις που έχουμε από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού χρονολογούνται την 3η χιλιετία π.Χ από τις Κυκλάδες και την Κρήτη. Βλέπουμε πολλά μακρά πλοία με μεγάλο αριθμό κουπιών στα τηγανόσχημα αγγεία από 2800 π.Χ- 2300π.Χ
Από το Ακρωτήρι της Θήρας έχουμε τη λεγόμενη «πομπή των πλοίων», στην περίφημη τοιχογραφία της «Δυτικής Οικίας»( μέσα του 16ου αι.), όπου απεικονίζονται όλα τα μέσα προώθησης, κουπιά πανιά κλπ.
Από τα τέλη του 6ου αι. μέχρι τον 4ο αι. π.Χ. έχουμε στη διάθεσή μας θαυμάσια δείγματα εικονογραφίας των πλοίων, στην αγγειογραφία και σε ανάγλυφα που μας παρέχουν πολύτιμες λεπτομέρειες για την κατασκευή του πλοίου, καθώς και τη διακόσμησή του.
Τα πλοία που χρησίμευαν για τη μεταφορά εμπορευμάτων ήταν φαρδιά και ονομάζονταν «νήες στρογγύλαι».
Τα πλοία που αναφέρονται στον Όμηρο δεν ήταν πολεμικά, αλλά μεταγωγικά, μετέφεραν απλά τους πολεμιστές από ακτή σε ακτή. Αυτά χρησιμοποιούσαν ως κινητήρια δύναμη τον άνεμο και επικουρικά τη μυϊκή δύναμη των πληρωμάτων.
Η κατασκευή πολεμικών πλοίων προϋπέθετε όχι μόνο την ανάπτυξη της τεχνικής, αλλά και της ναυπηγικής, έτσι ώστε να ναυπηγούνται πλοία κατάλληλα για τη διεξαγωγή ναυμαχίας.
Η τέχνη του πολέμου στη θάλασσα διαμορφώθηκε αργότερα από την τέχνη του πολέμου στην ξηρά.
Από τον 7ο αι. και μετά, εμφανίζονται πλοία που παρείχαν τη δυνατότητα στους πολεμιστές να χτυπούν με τα εκηβόλα όπλα τους πολεμιστές εχθρικών πλοίων, να πηδούν σε εχθρικά πλοία και ακόμα να τα βυθίζουν. Μέχρι να φθάσουν όμως σε αυτό το σημείο έπρεπε να πραγματοποιηθεί μεγάλη μετατροπή στα πλοία.
Ναυπηγήθηκαν τότε τα πλοία που ονομάζονταν «νήες μακραί», σε διάκριση με τα εμπορικά πλοία («νήες στρογγύλαι»).
Αυτά τα πλοία χρησιμοποιούσαν για την κίνηση κουπιά και μόνο επικουρικά τα πανιά, για να μην εξαρτώνται από τους ανέμους και να κινούνται άνετα στις ναυμαχίες.
Για να αυξηθεί η ταχύτητα είχαν ενισχυμένη την πρώρα στην άκρη της καρίνας και από τις δύο πλευρές με αποτέλεσμα, στη συνάντηση των δύο ενισχυμένων πλευρών, να δημιουργείται ένα έμβολο που βοηθούσε στην υπερνίκηση της αντίστασης των κυμάτων κατά τον πλου και προστάτευε από τους βράχους κατά την προσέγγιση στην ξηρά.
Το έμβολο αργότερα οπλίστηκε και με αιχμή μεταλλική και χρησιμοποιήθηκε για την καταβύθιση των εχθρικών πλοίων με εμβολισμό.
Στο κατάστρωμα υπήρχε χώρος κατάλληλος για τους πολεμιστές που χειρίζονταν τα εκηβόλα όπλα.
Αργότερα επειδή ο εμβολισμός ήταν επιτυχής και αποτελεσματικός, αφαίρεσαν το κατάστρωμα, ελάττωσαν τους πολεμιστές, ενώ αύξησαν τον αριθμό των ερετών (κωπηλατών). Τα νέα πολεμικά πλοία ήταν οι πεντηκόντοροι, δηλαδή πλοία με 50 κωπηλάτες 25 από κάθε πλευρά, σπανιότερα τριακόντοροι ή εκατόντοροι.
Οι πεντηκόντοροι χρησιμοποιήθηκαν ως τα τέλη του 6ου π.Χ αι., αλλά και αργότερα σε μικρότερη κλίμακα. Προς τα τέλη του 6ου π.Χ αι., η πεντηκόντορος άρχισε να εκτοπίζεται από την τριήρη, κατ’εξοχήν πολεμικό πλοίο. Προηγουμένως είχε εμφανιστεί η διήρης, δηλ πλοίο με δύο σειρές κουπιών.
Η τριήρης είχε τρεις σειρές κουπιών, τη μια πάνω από την άλλη, διευθετημένες με τέτοιο τρόπο ώστε να μη χρειάζεται το πλοίο να έχει μεγάλο ύψος. Πιθανή χρονολογία είναι ότι γύρω στο 525π.Χ., οι ιωνικές πόλεις άρχισαν να έχουν μεγάλο αριθμό από τριήρεις και πρώτοι μάλλον οι Σάμιοι, τον καιρό του Πολυκράτη.
Η χρήση του νέου τύπου πλοίων γενικεύθηκε στην Ιωνία και το 494π.Χ., η ναυμαχία της Λάδης έγινε με τριήρεις.
Από μαρτυρίες του Θουκυδίδη και Ηρόδοτου, πιθανόν να διέθεταν τριήρεις νωρίτερα, οι Έλληνες της Σικελίας (Συρακούσιοι), ίσως και οι Κερκυραίοι άποικοι της Κορίνθου.
Γνωστότερος τύπος ήταν οι Αθηναϊκές τριήρεις. Με βάση τους νεώσοικους της Ζέας, υπολογίστηκε ότι οι διαστάσεις των πλοίων ήταν: 36μ. μήκος, 5μ. πλάτος και εκτόπισμα 70-90 τόνοι. Η κίνηση γινόταν με κουπιά είτε με ιστία είτε και με τα δύο ταυτόχρονα.
Σύμφωνα με μια αθηναϊκή επιγραφή, τα κουπιά ήταν 170, δηλαδή 85 σε κάθε πλευρά, μοιρασμένα σε τρεις σειρές.
Οι κωπηλάτες της ανώτερης σειράς ήταν 62 και λέγονταν «θρανίται», της δεύτερης 54 «ζυγίται» κα της τρίτης 54 επίσης «θαλαμίται».
Οι αθηναϊκές τριήρεις από τα τέλη του 5ου π.Χ αι. ώς τα μέσα του 4ου είχαν ένα μεγάλο ιστό με το αντίστοιχο μεγάλο ιστίο κι ένα μικρότερο ιστό «ιστός ακάτειος» με το αντίστοιχο μικρό ιστίο.
Ως πηδάλιο είχαν δύο μεγάλα και πλατιά κουπιά τοποθετημένα στην πρύμνη που τα χειρίζονταν έμπειροι κι επιδέξιοι ναυτικοί.
Στην πρώρα υπήρχε το έμβολο, μια προεξοχή 1μ. που περιβαλλόταν από χάλκινη επένδυση και κατέληγε σε αιχμή. Επάνω από το έμβολο και έξω από το νερό ήταν η «παρεμβολή» ένα μικρότερο έμβολο για να εμποδίζει το μεγάλο έμβολο να σφηνωθεί στο εχθρικό πλοίο και να μη μπορεί η τριήρης να οπισθοχωρήσει.
Η άγκυρα ζύγιζε 20 κ. το πολύ, αλλά σπάνια την χρησιμοποιούσαν, συνήθως έσερναν τις τριήρεις στην ακτή.
Οι τριήρεις που διέθεταν προστασία των κωπηλατών με φράξιμο των πλευρών των πλοίων λέγονταν «κατάφρακτοι».
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ξενοφώντα η ταχύτητα της τριήρους ήταν 8 μίλια την ώρα, αλλά δεν καθορίζεται αν χρησιμοποιούσε ιστία ή και κουπιά. Κανονικά βέβαια οι ερέτες δεν κωπηλατούσαν συγχρόνως αλλά διαδοχικά κατά ομάδες. Μόνο στις ναυμαχίες και σε έκτακτες περιπτώσεις κωπηλατούσαν ταυτόχρονα.
Κατά τον 4ο π.Χ αι. εμφανίστηκαν βαρύτερα πολεμικά πλοία. Γύρω στο 398π.Χ στις Συρακούσες κατασκευάστηκαν οι πρώτες τετρήρεις και πεντήρεις. Αυτά τα νέου τύπου πλοία ήταν εφοδιασμένα με καταπέλτες.
Μπορεί η ναυσιπλοΐα να ανάγεται στην αυγή της ιστορίας, εντούτοις η πρώτη μαρτυρία που έχουμε για ένα ταξίδι ανοιχτής θάλασσας είναι στις Κυκλάδες πριν από περίπου 11.000 χρόνια. Αυτό αφορούσε εμπορικούς σκοπούς, τη μεταφορά οψιδιανού λίθου από τη Μήλο. Δε γνωρίζουμε αν η μεταφορά αυτή έγινε πάνω σε μια σχεδία από πάπυρο, όμως η πειραματική αρχαιολογία έκανε ένα ανάλογο πείραμα.
Από τη λίμνη της Καστοριάς έχουμε αρχαιολογικά υπολείμματα ενός λιμναίου σκάφους μήκους 3,3μ από την Ύστερη Νεολιθική εποχή το οποίο είχε διατηρηθεί σχετικά καλά μέσα στη λάσπη και βρέθηκε το 1992 στο Δισπηλιό. Από τη Νάξο έχουμε πάλι δύο βραχογραφίες που παριστάνουν πλοία.
Με τη χρήση των χάλκινων εργαλείων οι ναυπηγοί βελτίωναν τις τεχνικές τους και η ναυπηγική τέχνη έφθασε στο απόγειο με τα θαυμάσια ξύλινα πλοία των Κυκλαδιτών, των Μινωιτών και των Μυκηναίων που χρονολογούνται από τον 16ο -12ο αι. πΧ.
Οι παραστάσεις που έχουμε από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού χρονολογούνται την 3η χιλιετία π.Χ από τις Κυκλάδες και την Κρήτη. Βλέπουμε πολλά μακρά πλοία με μεγάλο αριθμό κουπιών στα τηγανόσχημα αγγεία από 2800 π.Χ- 2300π.Χ
Από το Ακρωτήρι της Θήρας έχουμε τη λεγόμενη «πομπή των πλοίων», στην περίφημη τοιχογραφία της «Δυτικής Οικίας»( μέσα του 16ου αι.), όπου απεικονίζονται όλα τα μέσα προώθησης, κουπιά πανιά κλπ.
Από τα τέλη του 6ου αι. μέχρι τον 4ο αι. π.Χ. έχουμε στη διάθεσή μας θαυμάσια δείγματα εικονογραφίας των πλοίων, στην αγγειογραφία και σε ανάγλυφα που μας παρέχουν πολύτιμες λεπτομέρειες για την κατασκευή του πλοίου, καθώς και τη διακόσμησή του.
Τα πλοία που χρησίμευαν για τη μεταφορά εμπορευμάτων ήταν φαρδιά και ονομάζονταν «νήες στρογγύλαι».
Τα πλοία που αναφέρονται στον Όμηρο δεν ήταν πολεμικά, αλλά μεταγωγικά, μετέφεραν απλά τους πολεμιστές από ακτή σε ακτή. Αυτά χρησιμοποιούσαν ως κινητήρια δύναμη τον άνεμο και επικουρικά τη μυϊκή δύναμη των πληρωμάτων.
Η κατασκευή πολεμικών πλοίων προϋπέθετε όχι μόνο την ανάπτυξη της τεχνικής, αλλά και της ναυπηγικής, έτσι ώστε να ναυπηγούνται πλοία κατάλληλα για τη διεξαγωγή ναυμαχίας.
Η τέχνη του πολέμου στη θάλασσα διαμορφώθηκε αργότερα από την τέχνη του πολέμου στην ξηρά.
Από τον 7ο αι. και μετά, εμφανίζονται πλοία που παρείχαν τη δυνατότητα στους πολεμιστές να χτυπούν με τα εκηβόλα όπλα τους πολεμιστές εχθρικών πλοίων, να πηδούν σε εχθρικά πλοία και ακόμα να τα βυθίζουν. Μέχρι να φθάσουν όμως σε αυτό το σημείο έπρεπε να πραγματοποιηθεί μεγάλη μετατροπή στα πλοία.
Ναυπηγήθηκαν τότε τα πλοία που ονομάζονταν «νήες μακραί», σε διάκριση με τα εμπορικά πλοία («νήες στρογγύλαι»).
Αυτά τα πλοία χρησιμοποιούσαν για την κίνηση κουπιά και μόνο επικουρικά τα πανιά, για να μην εξαρτώνται από τους ανέμους και να κινούνται άνετα στις ναυμαχίες.
Για να αυξηθεί η ταχύτητα είχαν ενισχυμένη την πρώρα στην άκρη της καρίνας και από τις δύο πλευρές με αποτέλεσμα, στη συνάντηση των δύο ενισχυμένων πλευρών, να δημιουργείται ένα έμβολο που βοηθούσε στην υπερνίκηση της αντίστασης των κυμάτων κατά τον πλου και προστάτευε από τους βράχους κατά την προσέγγιση στην ξηρά.
Το έμβολο αργότερα οπλίστηκε και με αιχμή μεταλλική και χρησιμοποιήθηκε για την καταβύθιση των εχθρικών πλοίων με εμβολισμό.
Στο κατάστρωμα υπήρχε χώρος κατάλληλος για τους πολεμιστές που χειρίζονταν τα εκηβόλα όπλα.
Αργότερα επειδή ο εμβολισμός ήταν επιτυχής και αποτελεσματικός, αφαίρεσαν το κατάστρωμα, ελάττωσαν τους πολεμιστές, ενώ αύξησαν τον αριθμό των ερετών (κωπηλατών). Τα νέα πολεμικά πλοία ήταν οι πεντηκόντοροι, δηλαδή πλοία με 50 κωπηλάτες 25 από κάθε πλευρά, σπανιότερα τριακόντοροι ή εκατόντοροι.
Οι πεντηκόντοροι χρησιμοποιήθηκαν ως τα τέλη του 6ου π.Χ αι., αλλά και αργότερα σε μικρότερη κλίμακα. Προς τα τέλη του 6ου π.Χ αι., η πεντηκόντορος άρχισε να εκτοπίζεται από την τριήρη, κατ’εξοχήν πολεμικό πλοίο. Προηγουμένως είχε εμφανιστεί η διήρης, δηλ πλοίο με δύο σειρές κουπιών.
Η τριήρης είχε τρεις σειρές κουπιών, τη μια πάνω από την άλλη, διευθετημένες με τέτοιο τρόπο ώστε να μη χρειάζεται το πλοίο να έχει μεγάλο ύψος. Πιθανή χρονολογία είναι ότι γύρω στο 525π.Χ., οι ιωνικές πόλεις άρχισαν να έχουν μεγάλο αριθμό από τριήρεις και πρώτοι μάλλον οι Σάμιοι, τον καιρό του Πολυκράτη.
Η χρήση του νέου τύπου πλοίων γενικεύθηκε στην Ιωνία και το 494π.Χ., η ναυμαχία της Λάδης έγινε με τριήρεις.
Από μαρτυρίες του Θουκυδίδη και Ηρόδοτου, πιθανόν να διέθεταν τριήρεις νωρίτερα, οι Έλληνες της Σικελίας (Συρακούσιοι), ίσως και οι Κερκυραίοι άποικοι της Κορίνθου.
Γνωστότερος τύπος ήταν οι Αθηναϊκές τριήρεις. Με βάση τους νεώσοικους της Ζέας, υπολογίστηκε ότι οι διαστάσεις των πλοίων ήταν: 36μ. μήκος, 5μ. πλάτος και εκτόπισμα 70-90 τόνοι. Η κίνηση γινόταν με κουπιά είτε με ιστία είτε και με τα δύο ταυτόχρονα.
Σύμφωνα με μια αθηναϊκή επιγραφή, τα κουπιά ήταν 170, δηλαδή 85 σε κάθε πλευρά, μοιρασμένα σε τρεις σειρές.
Οι κωπηλάτες της ανώτερης σειράς ήταν 62 και λέγονταν «θρανίται», της δεύτερης 54 «ζυγίται» κα της τρίτης 54 επίσης «θαλαμίται».
Οι αθηναϊκές τριήρεις από τα τέλη του 5ου π.Χ αι. ώς τα μέσα του 4ου είχαν ένα μεγάλο ιστό με το αντίστοιχο μεγάλο ιστίο κι ένα μικρότερο ιστό «ιστός ακάτειος» με το αντίστοιχο μικρό ιστίο.
Ως πηδάλιο είχαν δύο μεγάλα και πλατιά κουπιά τοποθετημένα στην πρύμνη που τα χειρίζονταν έμπειροι κι επιδέξιοι ναυτικοί.
Στην πρώρα υπήρχε το έμβολο, μια προεξοχή 1μ. που περιβαλλόταν από χάλκινη επένδυση και κατέληγε σε αιχμή. Επάνω από το έμβολο και έξω από το νερό ήταν η «παρεμβολή» ένα μικρότερο έμβολο για να εμποδίζει το μεγάλο έμβολο να σφηνωθεί στο εχθρικό πλοίο και να μη μπορεί η τριήρης να οπισθοχωρήσει.
Η άγκυρα ζύγιζε 20 κ. το πολύ, αλλά σπάνια την χρησιμοποιούσαν, συνήθως έσερναν τις τριήρεις στην ακτή.
Οι τριήρεις που διέθεταν προστασία των κωπηλατών με φράξιμο των πλευρών των πλοίων λέγονταν «κατάφρακτοι».
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ξενοφώντα η ταχύτητα της τριήρους ήταν 8 μίλια την ώρα, αλλά δεν καθορίζεται αν χρησιμοποιούσε ιστία ή και κουπιά. Κανονικά βέβαια οι ερέτες δεν κωπηλατούσαν συγχρόνως αλλά διαδοχικά κατά ομάδες. Μόνο στις ναυμαχίες και σε έκτακτες περιπτώσεις κωπηλατούσαν ταυτόχρονα.
Κατά τον 4ο π.Χ αι. εμφανίστηκαν βαρύτερα πολεμικά πλοία. Γύρω στο 398π.Χ στις Συρακούσες κατασκευάστηκαν οι πρώτες τετρήρεις και πεντήρεις. Αυτά τα νέου τύπου πλοία ήταν εφοδιασμένα με καταπέλτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου