Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

ΑΡΧΑΪΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ - •Ἐπίνικος V - ‹Τῷ αὐτῷ (= Ἱέρωνι) κέλητι Ὀλύμπια› (5.1-5.40)

ΕΠΙΝΙΚΟΣ V
‹ΤΩΙ ΑΥΤΩΙ (= ΙΕΡΩΝΙ) ΚΕΛΗΤΙ ΟΛΥΜΠΙΑ›
Εὔμοιρε [Σ]υρακ[οσίω]ν [στρ. α]
ἱπποδινήτων στρατα[γ]έ,
γνώσῃ μὲν [ἰ]οστεφάνων
Μοισᾶν γλυκ[ύ]δωρον ἄγαλμα, τῶν γε νῦν
5 αἴ τις ἐπιχθονίων,
ὀρθῶς· φρένα δ᾽ εὐθύδικ[ο]ν
ἀτρέμ᾽ ἀμπαύσας μεριμνᾶν
δεῦρ᾽ ‹ἄγ᾽› ἄθρησον νώῳ·
ἦ σὺν Χαρίτεσσι βαθυζώνοις ὑφάνας
10ὕμνον ἀπὸ ζαθέας
νάσου ξένος ὑμετέραν
ἐς κλυτὰν πέμπει πώλιν,
χρυσάμπυκος Οὐρανίας
κλεινὸς θεράπων· ἐθέλει {δὲ}
15γᾶρυν ἐκ στηθέων χέων

αἰνεῖν Ἱέρωνα. βαθὺν [αντ. α]
δ᾽ αἰθέρα ξουθαῖσι τάμνων
ὑψοῦ πτερύγεσσι ταχεί-
αις αἰετὸς εὐρυάνακτος ἄγγελος
20 Ζηνὸς ἐρισφαράγου
θαρσεῖ κρατερᾷ πίσυνος
ἰσχύϊ, πτάσσοντι δ᾽ ὄρνι-
χες λιγύφθογγοι φώβῳ·
οὔ νιν κορυφαὶ μεγάλας ἴσχουσι γαίας,
25οὐδ᾽ ἁλὸς ἀκαμάτας
δυσπαίπαλα κύματα· νω-
μᾷ δ᾽ ἐν ἀτρύτῳ χάει
λεπτώτριχα σὺν ζεφύρου πνοι-
αῖσιν ἔθειραν ἀρί-
30γνωτος {μετ᾽} ἀνθρώποις ἰδεῖν·

τὼς νῦν καὶ ‹ἐ›μοὶ μυρία πάντᾳ κέλευθος [επωδ. α]
ὑμετέραν ἀρετὰν
ὑμνεῖν, κυανοπλοκάμου θ᾽ ἕκατι Νίκας
χαλκεοστέρνου τ᾽ Ἄρηος,
35 Δεινομένευς ἀγέρωχοι
παῖδες· εὖ ἔρδων δὲ μὴ κάμοι θεώς.
ξανθώτριχα μὲν Φερένικον
Ἀλφεὸν παρ᾽ εὐρυδίναν
πῶλον ἀελλοδρώμαν
40εἶδε νικάσαντα χρυσώπαχυς Ἀώς,
 
***
ΠΑΛΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΕΡΩΝΑ, ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΙΠΠΟΔΡΟΜΙΕΣ, ΣΤΗΝ ΟΛΥΜΠΙΑ
Καλότυχε [στρ. α]των αλογοστροβίλιστων Συρακουσίων στρατάρχη,όσο κανείς στον κόσμο τώρα,σωστά θα νιώθεις ένα δώρογλυκιάς χαράς, δώρο Μουσώνμενεξεδοστεφάνωτων· λύσε απαλά απ᾽ τις έγνοιεςτη σκέψη σου, που ορθό φυλάει το δίκιο,και γύρνα κατά δω το νου·φίλος σου ξένος, δουλευτής10της Ουρανίας της χρυσομαν-τιλούσας —κι οι βαθύζωνεςοι Χάριτες τον βοήθησαν— ύμνο ύφανε· τον στέλνειαπ᾽ το νησί του το ιερό στην ξακουστή σας πόλη,και με λαλιά, απ᾽ τα στήθια του χυμένη, λαχταράτον Ιέρωνα να υμνήσει.
Κατάβαθα [αντ. α]στον ουρανό, με καστανές γοργές ο αητός φτερούγεςχιμά, του Δία μαντατοφόρος, του Δία με την πλατιά εξουσία,του αφέντη της βροντής· χιμά20μ᾽ εμπιστοσύνη στην τρανή του δύναμη· τα λάλατότε πουλιά ζαρώνουν απ᾽ το φόβο·δεν του είναι μπόδιο της πλατιάςστεριάς ψηλές βουνοκορφέςκι ούτε της αγαλήνευτηςθάλασσας τ᾽ άγρια κύματα·μέσα στο ακαταμέτρητο ο αητός το χάος ορμάει,του κεφαλιού και του λαιμού τα πούπουλα ανεμίζουνμε του Ζέφυρου τις πνοές, κι όπου φανεί, απ᾽ τη γη30τον ξεχωρίζουν όλοι.
Και μπροστά σ᾽ εμένα τώρα δώθε κείθε, [επωδ. α]μύριοι δρόμοι είν᾽ ανοιχτοί, του Δεινομένηγιοι αφεντάνθρωποι, να υμνώτην αντρεία σας, που είναι σκέπη της η Νίκηη σκοτεινοπλεξουδάτη,μα και ο Άρης ο χαλκόστερνος· κι ο θεόςπάντ᾽ ακούραστα ας χαρίζει τ᾽ αγαθά του.Το Φερένικο, ξανθό και θυελλοδρόμο,να νικά η Αυγή τον είδε η χρυσοχέρα40στον πλατύ κοντά Αλφειό, και στην Πυθώ,γη αγιασμένη.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου