Το θεώρημα του Μπελ είναι μία από τις συγκλονιστικότερες ανακαλύψεις, σε τέτοιον βαθμό μάλιστα που πιστεύω ότι όταν θα γίνει κατανοητό στην ουσία του θα αλλάξει ριζικά τον τρόπο σκέψης και αντίληψης της πραγματικότητας. Είναι ίσως το μοναδικό φαινόμενο το οποίο, αν και επιστημονικά αγνωρισμένο, η ίδια η επιστήμη το φοβάται και το περιορίζει.
To θεώρημα του Μπελ είναι μια πόρτα που οδηγεί σε μια πραγματικότητα συμπληρωματική της δικής μας, άχωρη και άχρονη, η οποία συνεχίζει να αγνοείται εξ αιτίας των σοβαρών επιπτώσεων που μπορεί να έχει στη λογική δομή πάνω στην οποία είναι βασισμένη.
«Τα υποατομικά μόρια είναι ικανά να προκαλέσουν «τηλεπαθητικά» φαινόμενα πέρα από τον χώρο, τα οποία δεν εξηγούνται αν δεν γίνει αποδεκτή η μη χωροχρονική ύπαρξη της Ψυχής.»
Το θεώρημα του Μπελ δείχνει πως μία εμπειρία αλληλεπίδρασης που λαμβάνει χώρα στο παρελθόν μεταξύ δύο μορίων δημιουργεί μεταξύ αυτών ένα είδος «σύνδεσης» που ξεπερνά τον χωρο-χρονο.
Καθένα από τα μόρια διατηρεί τη μνήμη της αλληλεπίδρασης που βίωσε, αλλά η συμπεριφορά του καθενός από αυτά συνεχίζει να καθορίζει τη συμπεριφορά του άλλου, πέρα από τον χωρόχρονο, ανεξάρτητα από τον χώρο ή τον χρόνο που τα χωρίζει.
Το θεώρημα αυτό αποδείχθηκε και επιβεβαιώθηκε πειραματικά και χάρισε στην ανθρωπότητα μια νέα μεγάλη ευκαιρία γνώσης, μέσω της οποίας κάθε γεγονός της ζωής κάθε ανθρώπινου ό-ντος μπορεί να αποκτήσει μια πολύ πιο βαθιά σημασία.
«Στο Σύμπαν ισχύει μία αρχή μη τόπον, μέσω της οποίας τα φαινόμενα εμφανίζονται έτσι που καθετί να μοιάζει ότι βρίσκεται σε απευθείας και άμεση επαφή με οποιοδήποτε άλλο, ανεξαρτήτως της φυσικής απόστασης που τα χωρίζει.»
Όλα ξεκίνησαν από το πείραμα που διεξήγαγαν οι Αϊνστάιν, Ποντόλσκι και Ρόζεν.
Στην ουσία, το πείραμα αποσκοπούσε στο διαχωρισμό ενός ζεύγους μορίων ή δύο δίδυμων μορίων (που είχαν γεννηθεί μαζί από το ίδιο γεγονός), στην τροποποίηση της συμπεριφοράς του ενός και στην παρατήρηση της συμπεριφοράς του άλλου.
Μία από τις χαρακτηριστικές ιδιότητες των υποατομικών μορίων είναι η αίσθηση της περιστροφής, το επονομαζόμενο spin. Τότε, λοιπόν, αν σε ένα από τα δύο μόρια, μόλις χωριστεί και απομακρυνθεί από το «αδερφάκι» του, αναστραφεί η αίσθηση της περιστροφής, άμεσα και ανεξάρτητα από την απόσταση που χωρίζει τα δύο μόρια, τότε και το «αδερφάκι» αναστρέφει την αίσθηση περιστροφής του.
Αυτή η «σύνδεση» μεταξύ των δύο μορίων είναι ακαριαία, επομένως, παραβιάζει τον νόμο της σχετικότητας που ορίζει πως τίποτε δεν μπορεί να ταξιδέψει ταχύτερα από το φως.
Οι φυσικοί έχουν επιχειρήσει να εξηγήσουν το φαινόμενο αυτό όπως έχουν κάνει και με όλες τις άλλες δυνάμεις: μέσω της έννοιας ενός μεταφορέα, ενός είδους «αγγελιαφόρου» που ξεκινά από το ένα μόριο για να φθάσει στο άλλο και να το ειδοποιήσει να αλλάξει τη συμπεριφορά του.
Εν τούτοις, αν η εξήγηση ήταν αυτή, θα έπρεπε να περιμένουν μία καθυστέρηση λόγω του χρόνου που απαιτείται για να διανύσει ο υποθετικός αγγελιαφόρος το διάστημα ανάμεσα στα μόρια με ταχύτητα αναγκαστικά ίση ή κατώτερη αυτής του φωτός (η αποδοχή της υπόθεσης ότι ό αγγελιαφόρος μπορεί να ταξιδέψει ταχύτερα από το φως, θα ακύρωνε την ισχύ του νόμου της σχετικότητας). Παρά ταύτα, η πληροφορία φθάνει στιγμιαία και το ενδεχόμενο ενός αγγελιαφόρου απορρίπτεται.
Κατά συνέπεια, η ιδέα αυτή δεν έχει νόημα: πώς θα μπορούσε αλήθεια ένας «αγγελιαφόρος» που ξεκινά από ένα μόριο να γνωρίζει προς ποια κατεύθυνση πρέπει να ταξιδέψει στο Σύμπαν για να φθάσει στο άλλο; Και αν αυτό το μόριο είχε «κρυφτεί» κάπου; Ο υποθετικός αγγελιαφόρος θα έπρεπε να κινηθεί από το πρώτο μόριο προς κάθε κατεύθυνση στο Σύμπαν, για χιλιάδες ή εκατομμύρια χρόνια, ώσπου να εισδύσει πλήρως στο δεύτερο.
Αν είχε αποδειχθεί ότι η υπόθεση του αγγελιαφόρου ισχύει στην πραγματικότητα, κατά παράδοξο τρόπο, ίσως να είχε διαφυλαχθεί η εγκυρότητα του νόμου της σχετικότητας, αλλά θα ήμασταν αντιμέτωποι με ένα άλλο μυστήριο, ακόμη πιο μεγάλο.
Για κάθε αλλαγή συμπεριφοράς κάθε υπαρκτού υποατομικού μορίου θα υπήρχε στο Σύμπαν ένας αγγελιαφόρος που εκτείνεται ως το άπειρο, και έτσι στο Σύμπαν θα κυκλοφορούσαν άπειρα πιο πολλοί αγγελιαφόροι από υποατομικά μόρια. Κάθε φωτόνιο θα μπορούσε να παράγει τρισεκατομμύρια αιώνιους αγγελιοφόρους εκτεινόμενους στο άπειρο του χωρόχρονου.
Η φυσική ψάχνει παντού τρόπους για να εξηγήσει όλα τα φαινόμενα που συμβαίνουν στη χωροχρονική πραγματικότητα, χωρίς να λαμβάνει υπ' όψιν ότι υπάρχει και μία άλλη, μη χωροχρονική πραγματικότητα, από την οποία όχι μόνο προήλθε η χωροχρονική αλλά χάρη σ' αυτήν μπορεί και υπάρχει.
Υπάρχει μία πραγματικότητα που δεν έχει ούτε χώρο ούτε χρόνο, η οποία, κατά συνέπεια, δεν ακολουθεί τους νόμους του χώρου και του χρόνου• σ' αυτήν την πραγματικότητα που είναι συμπληρωματική της δικής μας, σε διαρκή και άμεση σύνδεση δεν βρίσκονται μόνο τα δύο μόρια μα και κάθε τι που υπάρχει στο Σύμπαν, απλά διότι, αν υπάρχει, υπάρχει διότι συνάδει με αυτήν την πραγματικότητα.
Το πείραμα Αϊνστάιν-Ποντόλσκι-Ρόζεν δεν κατάφερε να εξασφαλίσει ποτέ την αποδοχή και έγκριση της επίσημης επιστήμης, εν τούτοις, μπορεί τόσο να παρατηρηθεί όσο και να επαναληφθεί. Αν το πρώτο πείραμα των τριών αυτών επιστημόνων ήταν πιο θεωρητικό παρά πρακτικό, ο Άλεν Άσπεκτ και οι συνάδερφοι του στο Ινστιτούτο Θεωρητικής και Εφαρμοσμένης Οπτικής στο Παρίσι επιβεβαίωσαν μεταγενέστερα, με πείραμα που διενεργήθηκε το 1982, πως υπάρχουν μη τοπικές συνδέσεις, ταχύτερες από το φως, ακόμη και μεταξύ απομακρυσμένων περιοχών στον χωρόχρονο.
Το περιεχόμενο του πειράματος είχε «προβληματίσει» και τον ίδιο τον Αϊνστάιν είναι διάσημη η δήλωσή του: «Δεν μπορώ να πιστέψω πως ένα ποντικάκι μπορεί να αλλάξει το Σύμπαν απλά και μόνο παρατηρώντας το». Παρά ταύτα, η επιστημονική επικύρωση του εν λόγω φαινόμενου ήρθε στη δεκαετία του '60 από τον Τζον Στούαρτ Μπελ στον οποίο οφείλει και το όνομά του.
Η επίσημη επιστήμη απορρίπτει έκτων προτέρων όλα τα φαινόμενα που θεωρεί ανεπίδεκτα λογικής εξήγησης, όχι μόνο αρνούμενη να τα ερευνήσει για να ανακαλύψει την αλήθεια, αλλά στρεφόμενη εναντίον τους με μόνη πρόθεση και επιθυμία να τα εξευτελίσει. Οι εκπρόσωποι εκείνης της «επιστήμης» (που δεν έχει την παραμικρή σχέση με την αναζήτηση της αλήθειας) αγνοούν το θεώρημα του Μπελ διότι μπορεί να εξηγήσει το μεγαλύτερο μέρος τέτοιου είδους φαινομένων.
Το θεώρημα του Μπελ δεν εξηγεί μόνο την τηλεπάθεια και τη διορατικότητα, αλλά και αυτό που ο καθένας από εμάς θεωρεί πως καθορίζει τη σκέψη και τη συμπεριφορά αυτού που σκέφτεται ανάλογα με την ένταση της αλληλεπίδρασης αυτών των δύο. Εξηγεί επίσης πώς ο καθένας από εμάς βρίσκεται σε διαρκή σύνδεση πέρα από τον χωρόχρονο και με καθετί που υπάρχει στο Σύμπαν.
Για να εδραιώσουμε μια «δυνατή» επαφή πέρα από τον χωρόχρονο, δεν χρειάζεται τα δύο μόρια να είναι δίδυμα (τουτέστιν, να έχουν τον ίδιο «γονέα»): αρκεί να υπάρχει έντονη αλληλεπίδραση μεταξύ τους όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση δυο ανθρώπων που κάνουν έρωτα- οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση αλληλεπίδραση προσδιορίζει μία επαφή πέρα από τον χωρόχρονο.
«Κάθε μόριο αποκτά πληροφορίες σχετικά με όλα εκείνα με τα οποία έχει αλληλεπιδράσει κατά την ύπαρξη του, ενώ διατηρεί τις πληροφορίες αυτές σε μία «μνήμη», την οποία μοιράζεται με καθετί που υπάρχει στο Σύμπαν και χωρίς χωροχρονικούς περιορισμούς. Στη μνήμη αυτή δεν εισέρχεται διαρκώς μόνο το μόριο για να γνωρίζει πώς πρέπει να «συμπεριφέρεται», αλλά, σε διαφορετικές αναλογίες, και όλα τα μόρια που έχουν αλληλεπιδράσει με αυτό ή είναι ίσα με αυτό.»
Σίγουρα η πιο ενδιαφέρουσα άποψη, είναι πως το φαινόμενο αυτό δεν αφορά μόνο σε υποατομικά μόρια αλλά σε οποιαδήποτε δομή της ύλης, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι τα πάντα συνίστανται από υποατομικά μόρια.
Η κατανόηση της σημαντικής αυτής έννοιας συμπίπτει με την αρχή της ανόδου με τον ανελκυστήρα. Τώρα θα αναφερθώ σε κάτι που ίσως σας ταράξει: σκεφτείτε τα άτομα που αποτελούσαν το σώμα του Ιησού. Με κάθε ανάσα του, ο Ιησούς Χριστός απελευθέρωνε στην ατμόσφαιρα έναν εντυπωσιακό αριθμό ατόμων ισοδύναμο με 100.000.000.000.000.000.000.000.
Αν αναλογιστούμε πόσες φορές ανέπνευσε ο Ιησούς στα 33 χρόνια της ζωής του καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως στην ατμόσφαιρα υπάρχουν τόσα πολλά από τα άτομά του που σε κάθε δική μας ανάσα υπάρχουν τουλάχιστον δέκα άτομα που ανήκαν στο σώμα του.
Αυτό ισχύει όχι μόνο για τον αέρα, μα και για το ψωμί ή το κρασί που τρώμε και πίνουμε αντιστοίχως. Τα άτομα αυτά διατηρούν τις πληροφορίες σχετικά με τις εμπειρίες που βίωσαν στο σώμα του Ιησού.
Όταν κατά τη διάρκεια μιας χριστιανικής λειτουργίας ακούγεται το «τούτο εστι το σώμα Μου» (το σώμα του Χριστού), γνωρίζουμε πλέον ότι πρόκειται για φράση με βαθύτατο νόημα. Στο σώμα μας δεν εισέρχονται μόνο τα άτομα που ανήκουν στον Ιησού, μα και εκείνα του Χίτλερ, του Αϊνστάιν, ακόμη και της γειτόνισσάς μας.
Η ιδέα πως μέσα στο σώμα μας υπάρχουν άτομα που υπήρξαν μέρος του σώματος άλλων ανθρώπων οι οποίοι έζησαν στον πλανήτη μας, ίσως μας βοηθά να αισθανόμαστε λιγότερο μόνοι αλλά το συγκλονιστικότερο είναι πως έχουμε πρόσβαση στις πληροφορίες που προέκυψαν από τις εμπειρίες τους οι οποίες, όπως και να 'χει, μας έχουν επηρεάσει.
Ο καθένας από εμάς επηρεάζεται διαρκώς, κατά τρόπο σαφή ή «διακριτικό», από όλα όσα έχουν συμβεί και συμβαίνουν στον κόσμο και στο Σύμπαν, αλλά, με τον ίδιο τρόπο, ο καθένας μας επηρεάζει, ακόμη και μόνο με τη σκέψη, όχι απλά τον ίδιο μας τον εαυτό αλλά και τον κόσμο και το Σύμπαν του σήμερα και του μέλλοντος.
Ο άνθρωπος που ζει μέσα στον φόβο είναι ο πιο ευάλωτος στο να αντιδρά παθητικά στις εξωτερικές εξαρτήσεις, σαφείς ή «διακριτικές», και συχνά δεν κατορθώνει να κάνει τίποτε άλλο από το να συνεχίζει να πιστεύει στην τύχη ή στην ατυχία αντί να τις αντιμετωπίζει και να λυτρώνεται από τις φοβίες του.
«Τα άτομα που σήμερα υπάρχουν μέσα στα φρύδια σας είναι τα ίδια εκείνα που εκατομμύρια χρόνια πριν υπήρχαν μέσα στην πρωτόγονη ύλη από την οποία και προήλθαν στο Σύμπαν. Κάθε άτομο έχει συμβάλει και μπορεί να συμμετάσχει στην ιστορία του Σύμπαντος ενώ εμείς διαθέτουμε δυνητικά μια άμεση και απευθείας επαφή με τον καρπό των εμπειριών του καθενός από εμάς.»
Στην καθημερινή ζωή, το θεώρημα του Μπελ εξηγεί φαινόμενα στα οποία είναι πολλοί αυτοί που δεν πιστεύουν, όπως για παράδειγμα, την τηλεπάθεια, όπως το γεγονός ότι μια μητέρα μπορεί να προαισθάνεται τον πόνο του παιδιού της έστω κι αν εκείνο βρίσκεται στην άλλη άκρη του κόσμου- αλλά ακόμη και το γεγονός ότι όταν σκεφτούμε με μίσος ή αγάπη κάποιον με τον οποίο μας δένει μια σχέση περισσότερο ή λιγότερη δυνατή, τότε, είτε το άτομο αυτό το γνωρίζει είτε όχι, λαμβάνει άμεσα τις πληροφορίες.
Το αν το εν λόγω πρόσωπο κατορθώνει πνευματικά να γνωρίζει ή να αγνοεί την επικοινωνία αυτή εξαρτάται από την ευαισθησία του' όπως και να 'χει, οι πληροφορίες αυτές επηρεάζουν τόσο τη συμπεριφορά του σε σχέση με μας, όσο και τη συμπεριφορά του γενικά.
«Όταν κάποιος στενοχωριέται διότι πιστεύει ότι τον μισούν, τον έχουν προδώσει είτε δεν τον αγαπούν προκαλεί μέσα τον, στις σκέψεις του, ακριβώς εκείνη την αντίδραση για την οποία είναι πεπεισμένος.»
Κάθε σκέψη είναι μια πληροφορία που έχει τη δική της τάση να επηρεάζει τα γεγονότα πέρα από τον χωρόχρονο. Ο άνθρωπος πραγματοποιεί ένα σοβαρό «εξελικτικό άλμα» όταν γνωρίζει πως αυτό που σκέφτεται είναι πιο σημαντικό από αυτό που κάνει. Αυτό που κάνει εξαρτάται από αυτό που σκέφτεται, αλλά και αυτό που σκέφτεται μπορεί να έχει συνέπειες απείρως πιο σημαντικές, «ανεξήγητες» και ανεξέλεγκτες από αυτό που κάνει.
Κάθε «υλική» δράση προσδιορίζει τις αντιδράσεις, αυτό, όμως, συμβαίνει σε «τοπικό» επίπεδο και αφορά μόνο στον χωρόχρονο αυτού που δρα και αυτού που αντιδρά. Κάθε σκέψη που παράγει ένα ανθρώπινο ον, περιέχει πληροφορίες που ανταποκρίνονται στην έννοια της «μη τοπικότητας»• από αυτές δεν εξαρτώνται μόνο οι μελλοντικές του πράξεις, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο θα αντιδράσει ολόκληρο το Σύμπαν όταν τις λάβει, όχι μόνο σε σχέση με το ίδιο το άτομο αλλά και σε σχέση με όλα όσα υπάρχουν στο Σύμπαν το ίδιο.
Εν τούτοις, όλα αυτά θα σας φανούν πιο αποδεκτά όταν ο ανελκυστήρας θα έχει ανέβει ακόμη πιο ψηλά.
To θεώρημα του Μπελ είναι μια πόρτα που οδηγεί σε μια πραγματικότητα συμπληρωματική της δικής μας, άχωρη και άχρονη, η οποία συνεχίζει να αγνοείται εξ αιτίας των σοβαρών επιπτώσεων που μπορεί να έχει στη λογική δομή πάνω στην οποία είναι βασισμένη.
«Τα υποατομικά μόρια είναι ικανά να προκαλέσουν «τηλεπαθητικά» φαινόμενα πέρα από τον χώρο, τα οποία δεν εξηγούνται αν δεν γίνει αποδεκτή η μη χωροχρονική ύπαρξη της Ψυχής.»
Το θεώρημα του Μπελ δείχνει πως μία εμπειρία αλληλεπίδρασης που λαμβάνει χώρα στο παρελθόν μεταξύ δύο μορίων δημιουργεί μεταξύ αυτών ένα είδος «σύνδεσης» που ξεπερνά τον χωρο-χρονο.
Καθένα από τα μόρια διατηρεί τη μνήμη της αλληλεπίδρασης που βίωσε, αλλά η συμπεριφορά του καθενός από αυτά συνεχίζει να καθορίζει τη συμπεριφορά του άλλου, πέρα από τον χωρόχρονο, ανεξάρτητα από τον χώρο ή τον χρόνο που τα χωρίζει.
Το θεώρημα αυτό αποδείχθηκε και επιβεβαιώθηκε πειραματικά και χάρισε στην ανθρωπότητα μια νέα μεγάλη ευκαιρία γνώσης, μέσω της οποίας κάθε γεγονός της ζωής κάθε ανθρώπινου ό-ντος μπορεί να αποκτήσει μια πολύ πιο βαθιά σημασία.
«Στο Σύμπαν ισχύει μία αρχή μη τόπον, μέσω της οποίας τα φαινόμενα εμφανίζονται έτσι που καθετί να μοιάζει ότι βρίσκεται σε απευθείας και άμεση επαφή με οποιοδήποτε άλλο, ανεξαρτήτως της φυσικής απόστασης που τα χωρίζει.»
Όλα ξεκίνησαν από το πείραμα που διεξήγαγαν οι Αϊνστάιν, Ποντόλσκι και Ρόζεν.
Στην ουσία, το πείραμα αποσκοπούσε στο διαχωρισμό ενός ζεύγους μορίων ή δύο δίδυμων μορίων (που είχαν γεννηθεί μαζί από το ίδιο γεγονός), στην τροποποίηση της συμπεριφοράς του ενός και στην παρατήρηση της συμπεριφοράς του άλλου.
Μία από τις χαρακτηριστικές ιδιότητες των υποατομικών μορίων είναι η αίσθηση της περιστροφής, το επονομαζόμενο spin. Τότε, λοιπόν, αν σε ένα από τα δύο μόρια, μόλις χωριστεί και απομακρυνθεί από το «αδερφάκι» του, αναστραφεί η αίσθηση της περιστροφής, άμεσα και ανεξάρτητα από την απόσταση που χωρίζει τα δύο μόρια, τότε και το «αδερφάκι» αναστρέφει την αίσθηση περιστροφής του.
Αυτή η «σύνδεση» μεταξύ των δύο μορίων είναι ακαριαία, επομένως, παραβιάζει τον νόμο της σχετικότητας που ορίζει πως τίποτε δεν μπορεί να ταξιδέψει ταχύτερα από το φως.
Οι φυσικοί έχουν επιχειρήσει να εξηγήσουν το φαινόμενο αυτό όπως έχουν κάνει και με όλες τις άλλες δυνάμεις: μέσω της έννοιας ενός μεταφορέα, ενός είδους «αγγελιαφόρου» που ξεκινά από το ένα μόριο για να φθάσει στο άλλο και να το ειδοποιήσει να αλλάξει τη συμπεριφορά του.
Εν τούτοις, αν η εξήγηση ήταν αυτή, θα έπρεπε να περιμένουν μία καθυστέρηση λόγω του χρόνου που απαιτείται για να διανύσει ο υποθετικός αγγελιαφόρος το διάστημα ανάμεσα στα μόρια με ταχύτητα αναγκαστικά ίση ή κατώτερη αυτής του φωτός (η αποδοχή της υπόθεσης ότι ό αγγελιαφόρος μπορεί να ταξιδέψει ταχύτερα από το φως, θα ακύρωνε την ισχύ του νόμου της σχετικότητας). Παρά ταύτα, η πληροφορία φθάνει στιγμιαία και το ενδεχόμενο ενός αγγελιαφόρου απορρίπτεται.
Κατά συνέπεια, η ιδέα αυτή δεν έχει νόημα: πώς θα μπορούσε αλήθεια ένας «αγγελιαφόρος» που ξεκινά από ένα μόριο να γνωρίζει προς ποια κατεύθυνση πρέπει να ταξιδέψει στο Σύμπαν για να φθάσει στο άλλο; Και αν αυτό το μόριο είχε «κρυφτεί» κάπου; Ο υποθετικός αγγελιαφόρος θα έπρεπε να κινηθεί από το πρώτο μόριο προς κάθε κατεύθυνση στο Σύμπαν, για χιλιάδες ή εκατομμύρια χρόνια, ώσπου να εισδύσει πλήρως στο δεύτερο.
Αν είχε αποδειχθεί ότι η υπόθεση του αγγελιαφόρου ισχύει στην πραγματικότητα, κατά παράδοξο τρόπο, ίσως να είχε διαφυλαχθεί η εγκυρότητα του νόμου της σχετικότητας, αλλά θα ήμασταν αντιμέτωποι με ένα άλλο μυστήριο, ακόμη πιο μεγάλο.
Για κάθε αλλαγή συμπεριφοράς κάθε υπαρκτού υποατομικού μορίου θα υπήρχε στο Σύμπαν ένας αγγελιαφόρος που εκτείνεται ως το άπειρο, και έτσι στο Σύμπαν θα κυκλοφορούσαν άπειρα πιο πολλοί αγγελιαφόροι από υποατομικά μόρια. Κάθε φωτόνιο θα μπορούσε να παράγει τρισεκατομμύρια αιώνιους αγγελιοφόρους εκτεινόμενους στο άπειρο του χωρόχρονου.
Η φυσική ψάχνει παντού τρόπους για να εξηγήσει όλα τα φαινόμενα που συμβαίνουν στη χωροχρονική πραγματικότητα, χωρίς να λαμβάνει υπ' όψιν ότι υπάρχει και μία άλλη, μη χωροχρονική πραγματικότητα, από την οποία όχι μόνο προήλθε η χωροχρονική αλλά χάρη σ' αυτήν μπορεί και υπάρχει.
Υπάρχει μία πραγματικότητα που δεν έχει ούτε χώρο ούτε χρόνο, η οποία, κατά συνέπεια, δεν ακολουθεί τους νόμους του χώρου και του χρόνου• σ' αυτήν την πραγματικότητα που είναι συμπληρωματική της δικής μας, σε διαρκή και άμεση σύνδεση δεν βρίσκονται μόνο τα δύο μόρια μα και κάθε τι που υπάρχει στο Σύμπαν, απλά διότι, αν υπάρχει, υπάρχει διότι συνάδει με αυτήν την πραγματικότητα.
Το πείραμα Αϊνστάιν-Ποντόλσκι-Ρόζεν δεν κατάφερε να εξασφαλίσει ποτέ την αποδοχή και έγκριση της επίσημης επιστήμης, εν τούτοις, μπορεί τόσο να παρατηρηθεί όσο και να επαναληφθεί. Αν το πρώτο πείραμα των τριών αυτών επιστημόνων ήταν πιο θεωρητικό παρά πρακτικό, ο Άλεν Άσπεκτ και οι συνάδερφοι του στο Ινστιτούτο Θεωρητικής και Εφαρμοσμένης Οπτικής στο Παρίσι επιβεβαίωσαν μεταγενέστερα, με πείραμα που διενεργήθηκε το 1982, πως υπάρχουν μη τοπικές συνδέσεις, ταχύτερες από το φως, ακόμη και μεταξύ απομακρυσμένων περιοχών στον χωρόχρονο.
Το περιεχόμενο του πειράματος είχε «προβληματίσει» και τον ίδιο τον Αϊνστάιν είναι διάσημη η δήλωσή του: «Δεν μπορώ να πιστέψω πως ένα ποντικάκι μπορεί να αλλάξει το Σύμπαν απλά και μόνο παρατηρώντας το». Παρά ταύτα, η επιστημονική επικύρωση του εν λόγω φαινόμενου ήρθε στη δεκαετία του '60 από τον Τζον Στούαρτ Μπελ στον οποίο οφείλει και το όνομά του.
Η επίσημη επιστήμη απορρίπτει έκτων προτέρων όλα τα φαινόμενα που θεωρεί ανεπίδεκτα λογικής εξήγησης, όχι μόνο αρνούμενη να τα ερευνήσει για να ανακαλύψει την αλήθεια, αλλά στρεφόμενη εναντίον τους με μόνη πρόθεση και επιθυμία να τα εξευτελίσει. Οι εκπρόσωποι εκείνης της «επιστήμης» (που δεν έχει την παραμικρή σχέση με την αναζήτηση της αλήθειας) αγνοούν το θεώρημα του Μπελ διότι μπορεί να εξηγήσει το μεγαλύτερο μέρος τέτοιου είδους φαινομένων.
Το θεώρημα του Μπελ δεν εξηγεί μόνο την τηλεπάθεια και τη διορατικότητα, αλλά και αυτό που ο καθένας από εμάς θεωρεί πως καθορίζει τη σκέψη και τη συμπεριφορά αυτού που σκέφτεται ανάλογα με την ένταση της αλληλεπίδρασης αυτών των δύο. Εξηγεί επίσης πώς ο καθένας από εμάς βρίσκεται σε διαρκή σύνδεση πέρα από τον χωρόχρονο και με καθετί που υπάρχει στο Σύμπαν.
Για να εδραιώσουμε μια «δυνατή» επαφή πέρα από τον χωρόχρονο, δεν χρειάζεται τα δύο μόρια να είναι δίδυμα (τουτέστιν, να έχουν τον ίδιο «γονέα»): αρκεί να υπάρχει έντονη αλληλεπίδραση μεταξύ τους όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση δυο ανθρώπων που κάνουν έρωτα- οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση αλληλεπίδραση προσδιορίζει μία επαφή πέρα από τον χωρόχρονο.
«Κάθε μόριο αποκτά πληροφορίες σχετικά με όλα εκείνα με τα οποία έχει αλληλεπιδράσει κατά την ύπαρξη του, ενώ διατηρεί τις πληροφορίες αυτές σε μία «μνήμη», την οποία μοιράζεται με καθετί που υπάρχει στο Σύμπαν και χωρίς χωροχρονικούς περιορισμούς. Στη μνήμη αυτή δεν εισέρχεται διαρκώς μόνο το μόριο για να γνωρίζει πώς πρέπει να «συμπεριφέρεται», αλλά, σε διαφορετικές αναλογίες, και όλα τα μόρια που έχουν αλληλεπιδράσει με αυτό ή είναι ίσα με αυτό.»
Σίγουρα η πιο ενδιαφέρουσα άποψη, είναι πως το φαινόμενο αυτό δεν αφορά μόνο σε υποατομικά μόρια αλλά σε οποιαδήποτε δομή της ύλης, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι τα πάντα συνίστανται από υποατομικά μόρια.
Η κατανόηση της σημαντικής αυτής έννοιας συμπίπτει με την αρχή της ανόδου με τον ανελκυστήρα. Τώρα θα αναφερθώ σε κάτι που ίσως σας ταράξει: σκεφτείτε τα άτομα που αποτελούσαν το σώμα του Ιησού. Με κάθε ανάσα του, ο Ιησούς Χριστός απελευθέρωνε στην ατμόσφαιρα έναν εντυπωσιακό αριθμό ατόμων ισοδύναμο με 100.000.000.000.000.000.000.000.
Αν αναλογιστούμε πόσες φορές ανέπνευσε ο Ιησούς στα 33 χρόνια της ζωής του καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως στην ατμόσφαιρα υπάρχουν τόσα πολλά από τα άτομά του που σε κάθε δική μας ανάσα υπάρχουν τουλάχιστον δέκα άτομα που ανήκαν στο σώμα του.
Αυτό ισχύει όχι μόνο για τον αέρα, μα και για το ψωμί ή το κρασί που τρώμε και πίνουμε αντιστοίχως. Τα άτομα αυτά διατηρούν τις πληροφορίες σχετικά με τις εμπειρίες που βίωσαν στο σώμα του Ιησού.
Όταν κατά τη διάρκεια μιας χριστιανικής λειτουργίας ακούγεται το «τούτο εστι το σώμα Μου» (το σώμα του Χριστού), γνωρίζουμε πλέον ότι πρόκειται για φράση με βαθύτατο νόημα. Στο σώμα μας δεν εισέρχονται μόνο τα άτομα που ανήκουν στον Ιησού, μα και εκείνα του Χίτλερ, του Αϊνστάιν, ακόμη και της γειτόνισσάς μας.
Η ιδέα πως μέσα στο σώμα μας υπάρχουν άτομα που υπήρξαν μέρος του σώματος άλλων ανθρώπων οι οποίοι έζησαν στον πλανήτη μας, ίσως μας βοηθά να αισθανόμαστε λιγότερο μόνοι αλλά το συγκλονιστικότερο είναι πως έχουμε πρόσβαση στις πληροφορίες που προέκυψαν από τις εμπειρίες τους οι οποίες, όπως και να 'χει, μας έχουν επηρεάσει.
Ο καθένας από εμάς επηρεάζεται διαρκώς, κατά τρόπο σαφή ή «διακριτικό», από όλα όσα έχουν συμβεί και συμβαίνουν στον κόσμο και στο Σύμπαν, αλλά, με τον ίδιο τρόπο, ο καθένας μας επηρεάζει, ακόμη και μόνο με τη σκέψη, όχι απλά τον ίδιο μας τον εαυτό αλλά και τον κόσμο και το Σύμπαν του σήμερα και του μέλλοντος.
Ο άνθρωπος που ζει μέσα στον φόβο είναι ο πιο ευάλωτος στο να αντιδρά παθητικά στις εξωτερικές εξαρτήσεις, σαφείς ή «διακριτικές», και συχνά δεν κατορθώνει να κάνει τίποτε άλλο από το να συνεχίζει να πιστεύει στην τύχη ή στην ατυχία αντί να τις αντιμετωπίζει και να λυτρώνεται από τις φοβίες του.
«Τα άτομα που σήμερα υπάρχουν μέσα στα φρύδια σας είναι τα ίδια εκείνα που εκατομμύρια χρόνια πριν υπήρχαν μέσα στην πρωτόγονη ύλη από την οποία και προήλθαν στο Σύμπαν. Κάθε άτομο έχει συμβάλει και μπορεί να συμμετάσχει στην ιστορία του Σύμπαντος ενώ εμείς διαθέτουμε δυνητικά μια άμεση και απευθείας επαφή με τον καρπό των εμπειριών του καθενός από εμάς.»
Στην καθημερινή ζωή, το θεώρημα του Μπελ εξηγεί φαινόμενα στα οποία είναι πολλοί αυτοί που δεν πιστεύουν, όπως για παράδειγμα, την τηλεπάθεια, όπως το γεγονός ότι μια μητέρα μπορεί να προαισθάνεται τον πόνο του παιδιού της έστω κι αν εκείνο βρίσκεται στην άλλη άκρη του κόσμου- αλλά ακόμη και το γεγονός ότι όταν σκεφτούμε με μίσος ή αγάπη κάποιον με τον οποίο μας δένει μια σχέση περισσότερο ή λιγότερη δυνατή, τότε, είτε το άτομο αυτό το γνωρίζει είτε όχι, λαμβάνει άμεσα τις πληροφορίες.
Το αν το εν λόγω πρόσωπο κατορθώνει πνευματικά να γνωρίζει ή να αγνοεί την επικοινωνία αυτή εξαρτάται από την ευαισθησία του' όπως και να 'χει, οι πληροφορίες αυτές επηρεάζουν τόσο τη συμπεριφορά του σε σχέση με μας, όσο και τη συμπεριφορά του γενικά.
«Όταν κάποιος στενοχωριέται διότι πιστεύει ότι τον μισούν, τον έχουν προδώσει είτε δεν τον αγαπούν προκαλεί μέσα τον, στις σκέψεις του, ακριβώς εκείνη την αντίδραση για την οποία είναι πεπεισμένος.»
Κάθε σκέψη είναι μια πληροφορία που έχει τη δική της τάση να επηρεάζει τα γεγονότα πέρα από τον χωρόχρονο. Ο άνθρωπος πραγματοποιεί ένα σοβαρό «εξελικτικό άλμα» όταν γνωρίζει πως αυτό που σκέφτεται είναι πιο σημαντικό από αυτό που κάνει. Αυτό που κάνει εξαρτάται από αυτό που σκέφτεται, αλλά και αυτό που σκέφτεται μπορεί να έχει συνέπειες απείρως πιο σημαντικές, «ανεξήγητες» και ανεξέλεγκτες από αυτό που κάνει.
Κάθε «υλική» δράση προσδιορίζει τις αντιδράσεις, αυτό, όμως, συμβαίνει σε «τοπικό» επίπεδο και αφορά μόνο στον χωρόχρονο αυτού που δρα και αυτού που αντιδρά. Κάθε σκέψη που παράγει ένα ανθρώπινο ον, περιέχει πληροφορίες που ανταποκρίνονται στην έννοια της «μη τοπικότητας»• από αυτές δεν εξαρτώνται μόνο οι μελλοντικές του πράξεις, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο θα αντιδράσει ολόκληρο το Σύμπαν όταν τις λάβει, όχι μόνο σε σχέση με το ίδιο το άτομο αλλά και σε σχέση με όλα όσα υπάρχουν στο Σύμπαν το ίδιο.
Εν τούτοις, όλα αυτά θα σας φανούν πιο αποδεκτά όταν ο ανελκυστήρας θα έχει ανέβει ακόμη πιο ψηλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου