Χωρίς αμφιβολία ο πιο διάσημος λόξιγκας—τουλάχιστον για την αρχαία Ελληνική
γραμματεία είναι αυτός του κωμωδιογράφου Αριστοφάνη. Στο περίφημο έργο του
Πλάτωνα Συμπόσιο, όπου το θέμα της συζήτησης
ήταν ο έρωτας, όταν έρχεται η σειρά του Αριστοφάνη να μιλήσει, ο ίδιος ζητά από
τους συνδαιτυμόνες του να τον συγχωρήσουν γιατί του είναι αδύνατο να μιλήσει
εξαιτίας ενός έντονου λόξιγκα που έχει.
Παρακαλεί μάλιστα, τον περίφημο γιατρό Ερυξίμαχο που παραβρίσκεται να του υποδείξει έναν τρόπο ώστε να σταματήσει ο λόξιγκάς του: «Ερυξίμαχε, είσαι υποχρεωμένος είτε να μου σταματήσεις το λόξυγκα είτε να μιλήσεις στη θέση μου μέχρι να μπορέσω να τον σταματήσω.»
Και ο Ερυξίμαχος απάντησε: «Θα τα κάνω και τα δύο, θα μιλήσω στη θέση σου και όταν σταματήσει θα μιλήσεις εσύ στη δική μου. Όσο όμως εγώ θα μιλάω αν θέλεις κράτησε την αναπνοή σου για αρκετή ώρα τότε ίσως ο λόξιγκάς σου να σταματήσει. Αν πάλι όχι, κάνε γαργάρες με νερό. Αν πάλι ο λόξιγκάς σου είναι ισχυρός, τότε γαργάλησε με κάτι τη μύτη σου ώστε να φταρνιστείς.»
Ο Ερυξίμαχος, όντως πήρε το λόγο και από ό,τι φαίνεται από τα συμφραζόμενα, ο Αριστοφάνης όλο αυτό το διάστημα προσπαθούσε απελπισμένα να σταματήσει το λόξιγκά του κρατώντας την αναπνοή του, κάνοντας γαργάρες και τέλος γαργαλώντας τη μύτη του μάλλον περισσότερες από μία φορές. Μάλιστα μετά το τέλος του λόγου του Ερυξίμαχου φαίνεται αδύνατο στον Αριστοφάνη—καλύτερα στον Πλάτωνα θα λέγαμε—να μη γελοιοποιήσει με υψηλό ύφος τη σοβαροφάνεια και υψηλή διάνοια που απαιτούσε το θέμα του συμποσίου.
Παρακολουθώντας θα λέγαμε μία μικρή κωμική σκηνή ο Αριστοφάνης σημειώνει: «μου προκαλεί εντύπωση που το σώμα μας για να διατηρεί μία ικανοποιητική κατάσταση έχει ανάγκη τέτοιους θορύβους και γαργαλίματα, σαν το φτάρνισμα. Ο λόξιγκας σταμάτησε αμέσως με την πρόκληση του φταρνίσματος.»
Ο σοβαρός Ερυξίμαχος δεν φαίνεται να βρήκε αστεία τα λόγια του συνδαιτυμόνα του και αναφώνησε: «Καλέ μου, Αριστοφάνη, κοίτα τι κάνεις! Προκαλείς γέλια με το να καθυστερείς να μιλήσεις και έτσι με αναγκάζεις να υπερασπιστώ το λόγο σου σε περίπτωση που πεις κάτι αστείο παρόλο που μπορείς να μιλήσεις με ήρεμο τρόπο.»
Η αλήθεια είναι πως δεν φαντάζεστε πόσο μελάνι έχει χυθεί για αυτόν τον περίφημο Αριστοφάνειο λόξιγκα. Μάλιστα υπάρχουν μελετητές που υποστηρίζουν ακράδαντα ότι αν κάποιος δεν καταλάβει το λόγο που ο Πλάτωνας σημειώνει το περιστατικό αυτό, δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβει το νόημα του Συμποσίου.
Όντως, από θέμα δομής ο λόξιγκας αυτός φέρνει τα πάνω κάτω στη σειρά των ομιλητών και ουσιαστικά χωρίζει τους ομιλητές σε δύο ομάδες. Πώς όμως είναι δυνατόν κάτι τόσο άναρθρο σαν ήχος όπως ένας λόξυγκας να κυριαρχεί σε αυτό τουλάχιστον το σημείο δίπλα στον έναρθρο, μεστό και σκεπτόμενο λόγο των εταίρων της παρέας του Συμποσίου;
Άναρθρες κραυγές ή ήχοι που προκαλούνται εκούσια ή μη από το ανθρώπινο σώμα όπως βήχας, λόξιγκας, ρέψιμο κτλ. φαίνεται πως αντιμετωπίζονταν στην αρχαιότητα σαν αυτό που συνδέει την ανθρώπινη φωνή με τη ζωώδη φύση. Ο Αριστοτέλης αναφέρει σχετικά με αυτό το ζήτημα στο έργο του Περί Ψυχής ότι η «φωνή είναι ο ήχος ενός έμψυχου όντος, γιατί τα άψυχα μπορεί μεν να έχουν φωνή, αλλά μόνο καθ’ ομοίωση λέμε ότι έχουν φωνή, όπως για παράδειγμα ο αυλός ή η λύρα.»
Επομένως, κάθε τι που ονομάζουμε ήχο δεν είναι απαραίτητα και φωνή, όπως για παράδειγμα ο ήχος που βγάζει ένα ζώο, ή ο ήχος της γλώσσας μας ή ακόμα και ακούσιοι ήχοι που βγάζουμε όπως ο βήχας, το ρέψιμο, ο λόξιγκας κτλ. Αυτό λοιπόν που παράγει τη φωνή, πρέπει να έχει ψυχή για τον Αριστοτέλη γιατί η ίδια η φωνή είναι ένας ήχος με περιεχόμενο και όχι απλά το αποτέλεσμα που παίρνουμε σε οτιδήποτε μπορεί να προκαλέσει ένα ηχητικό αποτέλεσμα όταν ο αέρας πάλλεται.
Αν λοιπόν η φωνή είναι ένας «έμψυχος ήχος», τότε ο λόξιγκας στο παράδειγμά μας είναι μία άψυχη φωνή και μάλιστα μία φωνή που δεν ηχεί κατάλληλα. Τόσο ο βήχας όσο και ο λόξιγκας είναι λειτουργίες που γίνονται ακούσια και επομένως αποτελούν μία ρήξη μέσα στη ροή του λόγου, μία διακοπή στο νόημα και το περιεχόμενο των σκέψεων, μία παρέμβαση στην ίδια τη δομή του λόγου.
Παρόλο αυτά είναι ενδιαφέρον ότι στο παράδειγμα του Αριστοφάνη το γεγονός αυτό αντιστρέφεται και οι λειτουργίες και ήχοι του σώματος—όσο ανεπιθύμητα—και αν είναι αποκτούν ουσιαστική δομή μέσα στο κείμενο και έχουν τη δική τους σημειολογία.
Σκεφθείτε για παράδειγμα πόσο άτυχοι είμαστε σήμερα όπου αν και έχουμε τη δυνατότητα να διαβάσουμε μία κωμωδία του Αριστοφάνη, ουσιαστικά έχουμε χάσει για πάντα τα ξεχωριστά εκείνα ηχητικά στοιχεία που παρουσιάζονταν στη διάρκεια της παράστασης. Όλα εκείνα που ο Αριστοτέλης θα ονόμαζε «άψυχες φωνές», όπως χτυπήματα των χεριών-ποδιών, αστείες κραυγές και φωνές, σωματικοί ήχοι (λόξιγκας, φτέρνισμα και ήχους δύσοσμων αερίων) κτλ. ή κάθε είδους αστείοι ήχοι είναι αναπόσπαστο—χαμένο μεν για εμάς—κομμάτι μίας αρχαίας Ελληνικής κωμωδίας.
Σ’ αυτό να προσθέσουμε και τη γλώσσα του σώματος για την οποία μπορούμε να πάρουμε μία μικρή ιδέα από τον τρόπο που αποτυπώνουν τις χειρονομίες και τις στάσεις του σώματος οι αγγειογράφοι της εποχής. Δεν θα ήταν άτοπο να λέγαμε πως η ένταση όλων αυτών των ήχων και σε πολλές περιπτώσεις θορύβων είναι δυσανάλογη σε σχέση με τις αιτίες που τους προκαλούν πράγμα που επίσης σχετίζεται με τη διαμόρφωση ενός κωμικού κλίματος για τον θεατή. Στην πραγματικότητα αυτό που είναι άναρθρο είναι και αυτό που χαράζει την πορεία στον έναρθρο λόγο.
Έτσι λοιπόν, ίσως και ο Πλάτωνας με την σειρά του δίνει τόσο έμφαση και λεπτομέρεια στον λόξιγκα του Αριστοφάνη που είναι δυσανάλογη ως προς την ίδια τη βαρύτητα του θέματος που έχουν επιλέξει οι συνομιλητές του να αναλύσουν, δηλαδή τον έρωτα. Όσο και αν άναρθρος είναι ο λόξιγκας του Αριστοφάνη είναι μέρος της ίδιας της δομής του Συμποσίου. Όπως αναφέραμε μελετητές ακόμα και σήμερα στύβουν το μυαλό τους να καταλάβουν το υψηλό νόημα αυτού του λόξιγκα και συγκεκριμένα το φιλοσοφικό του υπόβαθρο.
Αυτή λοιπόν η αναφορά του συγκεκριμένου ήχου που προκαλείται ακούσια μπορεί να είναι για τον Πλάτωνα μία συμπυκνωμένη έννοια για τον άλογο ήχο που παράλληλα όμως μπορεί να δώσει λόγο και υπόσταση στο όλον.
Επομένως, όλα αυτά τα στοιχεία που δεν αποτελούν «έμψυχες φωνές» από τον βήχα και τον λόξιγκα, έως τις κραυγές, το γέλιο και την ομιλία των μωρών μπορεί να μην χαρακτηρίζονται σαν έλλογοι ήχοι, αλλά δεν βρίσκονται έξω από την ίδια τη δομή της γλώσσας. Ίσως, επειδή ακριβώς λειτουργούν έξω από μία έναρθρη δομή του λόγου να είναι ιδιαίτερα ικανά να ενσωματώνουν μία δική τους δομή και ένα νόημα που είναι από μόνα τους αυθύπαρκτα. Είναι θα λέγαμε με έναν δικό τους τρόπο είναι «οι ατίθασες και μη εξημερωμένες εκφράσεις» του έναρθρου λόγου.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι δείγμα προόδου ενός πολιτισμού είναι το πόσο θόρυβο μπορεί να παράγει: όσο πιο πολύ φασαρία κάνει—άναρθρος λόγος—τόσο πιο πολύ πρόοδο σημειώνει. Ωστόσο τα όρια του τι είναι θόρυβος και τι φωνή είναι συχνά δυσδιάκριτα. Η αλήθεια πάντως είναι πως ο λόξιγκας του Αριστοφάνη ακόμα και σήμερα παράγει φωνή για όσους μπορούν και έχουν διάκριση.
Παρακαλεί μάλιστα, τον περίφημο γιατρό Ερυξίμαχο που παραβρίσκεται να του υποδείξει έναν τρόπο ώστε να σταματήσει ο λόξιγκάς του: «Ερυξίμαχε, είσαι υποχρεωμένος είτε να μου σταματήσεις το λόξυγκα είτε να μιλήσεις στη θέση μου μέχρι να μπορέσω να τον σταματήσω.»
Και ο Ερυξίμαχος απάντησε: «Θα τα κάνω και τα δύο, θα μιλήσω στη θέση σου και όταν σταματήσει θα μιλήσεις εσύ στη δική μου. Όσο όμως εγώ θα μιλάω αν θέλεις κράτησε την αναπνοή σου για αρκετή ώρα τότε ίσως ο λόξιγκάς σου να σταματήσει. Αν πάλι όχι, κάνε γαργάρες με νερό. Αν πάλι ο λόξιγκάς σου είναι ισχυρός, τότε γαργάλησε με κάτι τη μύτη σου ώστε να φταρνιστείς.»
Ο Ερυξίμαχος, όντως πήρε το λόγο και από ό,τι φαίνεται από τα συμφραζόμενα, ο Αριστοφάνης όλο αυτό το διάστημα προσπαθούσε απελπισμένα να σταματήσει το λόξιγκά του κρατώντας την αναπνοή του, κάνοντας γαργάρες και τέλος γαργαλώντας τη μύτη του μάλλον περισσότερες από μία φορές. Μάλιστα μετά το τέλος του λόγου του Ερυξίμαχου φαίνεται αδύνατο στον Αριστοφάνη—καλύτερα στον Πλάτωνα θα λέγαμε—να μη γελοιοποιήσει με υψηλό ύφος τη σοβαροφάνεια και υψηλή διάνοια που απαιτούσε το θέμα του συμποσίου.
Παρακολουθώντας θα λέγαμε μία μικρή κωμική σκηνή ο Αριστοφάνης σημειώνει: «μου προκαλεί εντύπωση που το σώμα μας για να διατηρεί μία ικανοποιητική κατάσταση έχει ανάγκη τέτοιους θορύβους και γαργαλίματα, σαν το φτάρνισμα. Ο λόξιγκας σταμάτησε αμέσως με την πρόκληση του φταρνίσματος.»
Ο σοβαρός Ερυξίμαχος δεν φαίνεται να βρήκε αστεία τα λόγια του συνδαιτυμόνα του και αναφώνησε: «Καλέ μου, Αριστοφάνη, κοίτα τι κάνεις! Προκαλείς γέλια με το να καθυστερείς να μιλήσεις και έτσι με αναγκάζεις να υπερασπιστώ το λόγο σου σε περίπτωση που πεις κάτι αστείο παρόλο που μπορείς να μιλήσεις με ήρεμο τρόπο.»
Η αλήθεια είναι πως δεν φαντάζεστε πόσο μελάνι έχει χυθεί για αυτόν τον περίφημο Αριστοφάνειο λόξιγκα. Μάλιστα υπάρχουν μελετητές που υποστηρίζουν ακράδαντα ότι αν κάποιος δεν καταλάβει το λόγο που ο Πλάτωνας σημειώνει το περιστατικό αυτό, δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβει το νόημα του Συμποσίου.
Όντως, από θέμα δομής ο λόξιγκας αυτός φέρνει τα πάνω κάτω στη σειρά των ομιλητών και ουσιαστικά χωρίζει τους ομιλητές σε δύο ομάδες. Πώς όμως είναι δυνατόν κάτι τόσο άναρθρο σαν ήχος όπως ένας λόξυγκας να κυριαρχεί σε αυτό τουλάχιστον το σημείο δίπλα στον έναρθρο, μεστό και σκεπτόμενο λόγο των εταίρων της παρέας του Συμποσίου;
Άναρθρες κραυγές ή ήχοι που προκαλούνται εκούσια ή μη από το ανθρώπινο σώμα όπως βήχας, λόξιγκας, ρέψιμο κτλ. φαίνεται πως αντιμετωπίζονταν στην αρχαιότητα σαν αυτό που συνδέει την ανθρώπινη φωνή με τη ζωώδη φύση. Ο Αριστοτέλης αναφέρει σχετικά με αυτό το ζήτημα στο έργο του Περί Ψυχής ότι η «φωνή είναι ο ήχος ενός έμψυχου όντος, γιατί τα άψυχα μπορεί μεν να έχουν φωνή, αλλά μόνο καθ’ ομοίωση λέμε ότι έχουν φωνή, όπως για παράδειγμα ο αυλός ή η λύρα.»
Επομένως, κάθε τι που ονομάζουμε ήχο δεν είναι απαραίτητα και φωνή, όπως για παράδειγμα ο ήχος που βγάζει ένα ζώο, ή ο ήχος της γλώσσας μας ή ακόμα και ακούσιοι ήχοι που βγάζουμε όπως ο βήχας, το ρέψιμο, ο λόξιγκας κτλ. Αυτό λοιπόν που παράγει τη φωνή, πρέπει να έχει ψυχή για τον Αριστοτέλη γιατί η ίδια η φωνή είναι ένας ήχος με περιεχόμενο και όχι απλά το αποτέλεσμα που παίρνουμε σε οτιδήποτε μπορεί να προκαλέσει ένα ηχητικό αποτέλεσμα όταν ο αέρας πάλλεται.
Αν λοιπόν η φωνή είναι ένας «έμψυχος ήχος», τότε ο λόξιγκας στο παράδειγμά μας είναι μία άψυχη φωνή και μάλιστα μία φωνή που δεν ηχεί κατάλληλα. Τόσο ο βήχας όσο και ο λόξιγκας είναι λειτουργίες που γίνονται ακούσια και επομένως αποτελούν μία ρήξη μέσα στη ροή του λόγου, μία διακοπή στο νόημα και το περιεχόμενο των σκέψεων, μία παρέμβαση στην ίδια τη δομή του λόγου.
Παρόλο αυτά είναι ενδιαφέρον ότι στο παράδειγμα του Αριστοφάνη το γεγονός αυτό αντιστρέφεται και οι λειτουργίες και ήχοι του σώματος—όσο ανεπιθύμητα—και αν είναι αποκτούν ουσιαστική δομή μέσα στο κείμενο και έχουν τη δική τους σημειολογία.
Σκεφθείτε για παράδειγμα πόσο άτυχοι είμαστε σήμερα όπου αν και έχουμε τη δυνατότητα να διαβάσουμε μία κωμωδία του Αριστοφάνη, ουσιαστικά έχουμε χάσει για πάντα τα ξεχωριστά εκείνα ηχητικά στοιχεία που παρουσιάζονταν στη διάρκεια της παράστασης. Όλα εκείνα που ο Αριστοτέλης θα ονόμαζε «άψυχες φωνές», όπως χτυπήματα των χεριών-ποδιών, αστείες κραυγές και φωνές, σωματικοί ήχοι (λόξιγκας, φτέρνισμα και ήχους δύσοσμων αερίων) κτλ. ή κάθε είδους αστείοι ήχοι είναι αναπόσπαστο—χαμένο μεν για εμάς—κομμάτι μίας αρχαίας Ελληνικής κωμωδίας.
Σ’ αυτό να προσθέσουμε και τη γλώσσα του σώματος για την οποία μπορούμε να πάρουμε μία μικρή ιδέα από τον τρόπο που αποτυπώνουν τις χειρονομίες και τις στάσεις του σώματος οι αγγειογράφοι της εποχής. Δεν θα ήταν άτοπο να λέγαμε πως η ένταση όλων αυτών των ήχων και σε πολλές περιπτώσεις θορύβων είναι δυσανάλογη σε σχέση με τις αιτίες που τους προκαλούν πράγμα που επίσης σχετίζεται με τη διαμόρφωση ενός κωμικού κλίματος για τον θεατή. Στην πραγματικότητα αυτό που είναι άναρθρο είναι και αυτό που χαράζει την πορεία στον έναρθρο λόγο.
Έτσι λοιπόν, ίσως και ο Πλάτωνας με την σειρά του δίνει τόσο έμφαση και λεπτομέρεια στον λόξιγκα του Αριστοφάνη που είναι δυσανάλογη ως προς την ίδια τη βαρύτητα του θέματος που έχουν επιλέξει οι συνομιλητές του να αναλύσουν, δηλαδή τον έρωτα. Όσο και αν άναρθρος είναι ο λόξιγκας του Αριστοφάνη είναι μέρος της ίδιας της δομής του Συμποσίου. Όπως αναφέραμε μελετητές ακόμα και σήμερα στύβουν το μυαλό τους να καταλάβουν το υψηλό νόημα αυτού του λόξιγκα και συγκεκριμένα το φιλοσοφικό του υπόβαθρο.
Αυτή λοιπόν η αναφορά του συγκεκριμένου ήχου που προκαλείται ακούσια μπορεί να είναι για τον Πλάτωνα μία συμπυκνωμένη έννοια για τον άλογο ήχο που παράλληλα όμως μπορεί να δώσει λόγο και υπόσταση στο όλον.
Επομένως, όλα αυτά τα στοιχεία που δεν αποτελούν «έμψυχες φωνές» από τον βήχα και τον λόξιγκα, έως τις κραυγές, το γέλιο και την ομιλία των μωρών μπορεί να μην χαρακτηρίζονται σαν έλλογοι ήχοι, αλλά δεν βρίσκονται έξω από την ίδια τη δομή της γλώσσας. Ίσως, επειδή ακριβώς λειτουργούν έξω από μία έναρθρη δομή του λόγου να είναι ιδιαίτερα ικανά να ενσωματώνουν μία δική τους δομή και ένα νόημα που είναι από μόνα τους αυθύπαρκτα. Είναι θα λέγαμε με έναν δικό τους τρόπο είναι «οι ατίθασες και μη εξημερωμένες εκφράσεις» του έναρθρου λόγου.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι δείγμα προόδου ενός πολιτισμού είναι το πόσο θόρυβο μπορεί να παράγει: όσο πιο πολύ φασαρία κάνει—άναρθρος λόγος—τόσο πιο πολύ πρόοδο σημειώνει. Ωστόσο τα όρια του τι είναι θόρυβος και τι φωνή είναι συχνά δυσδιάκριτα. Η αλήθεια πάντως είναι πως ο λόξιγκας του Αριστοφάνη ακόμα και σήμερα παράγει φωνή για όσους μπορούν και έχουν διάκριση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου