Σε αντίθεση με τον δάσκαλό του, Σωκράτη, ο Πλάτωνας, ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος, άφησε πίσω του ένα πλούσιο όσο και ενδιαφέρον γραπτό έργο, η μελέτη του οποίου διαρκώς φέρνει στο φως νέα στοιχεία που μας καλούν να αναθεωρήσουμε την άποψη που είχαμε σχηματίσει για τις γνώσεις του Πλάτωνα σχετικά με ζητήματα που, μέχρι πριν λίγες δεκαετείς οι περισσότεροι θεωρούσαν εξωπραγματικό να υπήρχαν σε μία τόσο παλιά εποχή, όσο αυτή του Πλάτωνα...
Το μυστήριο της χαμένης Ατλαντίδας, όσο κι αν από πολλούς θεωρείτο το κύριο κομμάτι της γνώσης του Πλάτωνα, στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα μικρό κομμάτι ενός κατά πολύ ευρύτερου συνόλου γνώσεων και πληροφοριών που φυσικά δεν περιορίζεται μόνο στα δύο βιβλία του Πλάτωνα που αναφέρουν την Ατλαντίδα…
Ρίχνοντας μία πιο ερευνητική ματιά στα κείμενα του Πλάτωνα, μπορεί κανείς να βρει πολλά πράγματα τα οποία συσχετίζονται με τις σύγχρονες επιστημονικές γνώσεις και που επιβεβαιώνονται απ’ αυτές.
Για παράδειγμα θα φέρω τις γνώσεις του Πλάτωνα για την Μεσολιθική εποχή, στις οποίες και αφιέρωσα και ένα προηγούμενο άρθρο μου το οποίο φιλοξενείται στο «Αναζητώντας το Παράξενο»· όπως θα διαπιστώσει όποιος διαβάσει το εν λόγω άρθρο, οι σύγχρονες έρευνες πάνω στους προϊστορικούς πληθυσμούς της Ευρώπης και της Αφρικής, δείχνουν πως αυτοί εκτείνονταν ακριβώς μέσα στα γεωγραφικά πλαίσια που ορίζει ο Πλάτωνας, στο έργο του «Τίμαιος».
Αφήνοντας όμως προσωρινά τον «Τίμαιο» και τον «Κριτία», τα δύο έργα του Πλάτωνα που αφορούν – το πρώτο εν μέρει και το δεύτερο ολόκληρο – την Ατλαντίδα, αλλά και γενικότερα το θέμα της χαμένης ηπείρου του Ατλαντικού ωκεανού, αν μελετήσουμε το κείμενο του Πλάτωνα «Πρωταγόρας», μπορούμε να εντοπίσουμε υπερσύγχρονες γνώσεις γενετικής!
Για όσους είναι εξοικειωμένοι με το κείμενο και σπεύσουν να πουν ότι τα όσα αναφέρονται περί του τρόπου με τον οποίο μοιράστηκαν οι δυνάμεις-ικανότητες-γενετικά χαρακτηριστικά στα έμβια όντα από τους θεούς, θα μπορούσαν κάλλιστα να οφείλονται σε απλές βιολογικές παρατηρήσεις σε συνδυασμό με φιλοσοφικούς στοχασμούς, εκ των προτέρων λέω ότι συμφωνώ απόλυτα μαζί τους.
Οι γνώσεις της γενετικής άλλωστε – και όχι της απλής παρατήρησης της βιολογίας των ζώων – οι οποίες βρίσκονται στο κείμενο του Πλάτωνα δεν είναι αυτές, αλλά είναι κρυμμένες αλλού· και την λέξη «κρυμμένες» την εννοώ με την κυριολεκτική της σημασία…
Το φαινομενικά άσχετο με την επιστήμη της γενετικής θέμα του έργου του Πλάτωνα «Πρωταγόρας» είναι το αν η πολιτική αρετή, το πώς δηλαδή μπορεί κανείς να είναι καλός και ενάρετος πολίτης, μπορεί να διδαχτεί ή όχι. Πάνω στο θέμα αυτό, στον «Πρωταγόρα», εμφανίζονται να συζητούν δύο από τους μεγαλύτερους ανθρώπους του πνεύματος της εποχής· ο Σωκράτης, ο μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος που υπήρξε δάσκαλος του Πλάτωνα από την μία και από την άλλη ένας από τους μεγαλύτερους σοφιστές της εποχής από τον οποίο και το κείμενο αυτό του Πλάτωνα πήρε το όνομά του, ο Πρωταγόρας.
ΟΠρωταγόρας, παρά του ότι ήταν σοφιστής και του ότι οι σοφιστές αποτελούσαν τον αντίποδα της διδασκαλίας του Σωκράτη, την οποία ασπαζόταν και ο Πλάτωνας, αντιμετωπίζεται από τον συγγραφέα του κειμένου, σε αντίθεση με τους άλλους δύο σοφιστές που κάνουν την εμφάνισή τους σε αυτό, με μεγάλο σεβασμό.
Αν και ο Πλάτωνας δεν διστάζει να ειρωνευτεί, μέσα από το στόμα του Σωκράτη, τις δύο από τις τρεις μεθόδους πειθούς που χρησιμοποιεί ο Πρωταγόρας, δεν ειρωνεύεται ούτε τις ιδέες του, ούτε και την προσωπικότητά του.
Είναι σαν με έμμεσο τρόπο ο Πλάτωνας να μας λέει πως τα όσα θα πει το πρόσωπο αυτό κατά την διάρκεια της συζήτησής του με τον Σωκράτη είναι πράγματα που περιέχουν σημαντικές αλήθειες.
Ο Πρωταγόρας χρησιμοποιεί τρεις διαφορετικές μεθόδους· τον μύθο, την διάλεξη και τον σχολιασμό των ποιητικών κειμένων.
Από τις μεθόδους αυτές ο Πλάτωνας καταδικάζει δια μέσω της ειρωνείας του τόσο την διάλεξη, όσο και τον σχολιασμό των ποιητικών κειμένων, λόγω του ότι αποτελούν περισσότερο μεθόδους πειθούς, παρά μεθόδους αναζήτησης της αλήθειας. Στην περίπτωση του μύθου όμως, μίας μεθόδου που και ο ίδιος ο Πλάτων χρησιμοποιούσε, ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος αφήνει τον σοφιστή να αφηγηθεί τον μύθο χωρίς αυτός να κάνει, δια μέσω του Σωκράτη, κάποιο ειρωνικό σχόλιο.
Αν λοιπόν κάτι κρύβεται στα λόγια του Πρωταγόρα, στο κείμενο αυτό, αυτό δεν μπορεί να βρίσκεται πουθενά αλλού, παρά μέσα στον μύθο που λέει ο σοφιστής.
Ο μύθος που αφηγείται ο Πρωταγόρας είναι ουσιαστικά μία ιστορία μυθολογικής φύσεως. Τέτοιες ιστορίες υπήρχαν πολλές στην προφορική και γραπτή παράδοση της εποχής. Προέρχονταν δε από εποχές πολύ παλιές, αλλά ήταν αδύνατον να είναι εντελώς αναλλοίωτες από το πέρασμα του χρόνου, ειδικά μάλιστα κατά τα χρόνια που αυτές διαδίδονταν από γενιά σε γενιά μέσα από την προφορική παράδοση. Αυτό συνεπάγεται ότι θα πρέπει κανείς να είναι προσεκτικός, αν θέλει να εντοπίσει στοιχεία, λεπτομέρειες ή γνώσεις που να αφορούν κάτι σχετικά με τις «αδικαιολόγητες» για την εποχή γνώσεις του συγγραφέα.
Η εποχή στην οποία αναφέρεται ο συγκεκριμένος μύθος είναι η εποχή της δημιουργίας του ανθρώπου. Επρόκειτο για έναν μύθο ευρέως γνωστό στους Έλληνες· για τον μύθο της δημιουργίας του ανθρώπου, της κλοπής της φωτιάς και της επιβίωσης του ανθρώπινου είδους στα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του. Η χρήση του στον διάλογο είναι η επιχειρηματολογία του Πρωταγόρα υπέρ του ότι η πολιτική αρετή είναι δυνατόν να διδαχθεί· είναι όμως αμφίβολο το αν λειτουργεί παράλληλα και σαν «κρυψώνα» για τα στοιχεία αυτά που ο Πλάτωνας ήθελε να αποτυπώσει σε γραπτό κείμενο.
Δεν αποκλείεται άλλωστε ο Πλάτωνας να χρησιμοποιεί τον Πρωταγόρα, όπως ακριβώς και τον Κριτία στα έργα του που αφορούν την Ατλαντίδα προκειμένου να περάσει στο κείμενό του κάποιες γνώσεις που στην πραγματικότητα ο ίδιος – όχι απαραίτητα όμως μόνο αυτός – κατείχε.
Όσο για το αν υπάρχουν στον «Πρωταγόρα» τέτοιες γνώσεις, ο καλύτερος τρόπος για να το διαπιστώσουμε είναι να διαβάσουμε με προσοχή το αρχαίο κείμενο.
Περιληπτικά, το κείμενο του Πλάτωνα αρχίζει όταν ο Σωκράτης συναντά έναν φίλο του – του οποίου το όνομα δεν αναφέρεται – και αρχίζει να του εξιστορεί τα όσα προηγήθηκαν.
Ένας νεαρός Αθηναίος του ζήτησε να μιλήσει στον Πρωταγόρα που τον καιρό εκείνο είχε έρθει στην Αθήνα, με σκοπό να τον πάρει για μαθητή του και να τον διδάξει την πολιτική αρετή που οι σοφιστές ισχυρίζονταν πως μπορούσαν να διδάξουν.
Ο Σωκράτης συνεχίζει την αφήγηση λέγοντας πως πήγε στο σπίτι όπου βρισκόταν ο Πρωταγόρας μαζί με τον νεαρό Αθηναίο και πως, αμφισβητώντας το κατά πόσον ο Πρωταγόρας – και οι σοφιστές γενικότερα – ήταν οι κατάλληλοι άνθρωποι για να διδάσκουν την πολιτική αρετή, αλλά και το αν η ίδια η πολιτική αρετή ήταν διδακτή ή όχι, άρχισε, με χρήση της διαλεκτικής μαιευτικής και της προσποίησης άγνοιας, να μιλά με τον Πρωταγόρα, καλώντας τον ουσιαστικά να επιχειρηματολογήσει σχετικά με το αν αυτός, ή ο οποιοσδήποτε άλλος, είναι ικανός να διδάξει στους άλλους την πολιτική αρετή.
Το σημαντικότερο δε από τα επιχειρήματα του Σωκράτη ήταν ότι η Εκκλησία του Δήμου στην αθηναϊκή πολιτεία, ενώ για θέματα τεχνικά συμβουλευόταν συγκεκριμένους τεχνίτες και δεν ανεχόταν κάποιον άσχετο με το θέμα να πάρει τον λόγο, στα θέματα που αφορούσαν την πολική, άφηνε τον καθένα να μιλήσει ελεύθερα, σαν να πίστευε ότι όλοι οι άνθρωποι κατέχουν εκ φύσεως την πολιτική αρετή και άρα δεν χρειάζονται να την διδαχθούν όπως οι ειδικοί τεχνίτες διδάσκονται την τέχνη την οποία εξασκούν.
Ορμώμενος από αυτό το επιχείρημα του Σωκράτη, ο Πρωταγόρας επιλέγει να του απαντήσει με έναν μύθο. Και ο μύθος αυτός είναι η ιστορία του πώς οι θεοί δημιούργησαν τα έμβια όντα, του πώς μοιράστηκαν οι δυνάμεις-ικανότητες-γενετικά χαρακτηριστικά στα όντα αυτά, του πώς ο άνθρωπος κατάφερε να επιβιώσει και να κυριαρχήσει αποκτώντας την φωτιά και τις τεχνικές γνώσεις που ως τότε κατείχαν μόνο οι θεοί και του πώς του δόθηκε η πολιτική αρετή και, ως εκ τούτου, η δυνατότητα να θεμελιώσει μακρόβιες κοινωνίες.
Αν και το περιεχόμενο του μύθου φαντάζει – και λογικά καθώς πρόκειται για μύθο παρμένο από την αρχαία ελληνική παράδοση – αμιγώς θρησκευτικού περιεχομένου, αυτό απλά δεν ισχύει.
Στοιχείο δε που αποδεικνύει ότι πίσω από τον μύθο κρύβεται και κάτι άλλο είναι το γεγονός ότι ο Πλάτωνας τον βγάζει μέσα από το στόμα του Πρωταγόρα που ήταν αγνωστικιστής, δηλαδή δεν πίστευε σε καμία θρησκεία, χωρίς να δέχεται ή να απορρίπτει την ύπαρξη μιας θεϊκής δημιουργικής δύναμης και χωρίς να αμφισβητεί την ανάγκη του ανθρώπου για θρησκευτική πίστη.
Ο λόγος λοιπόν για τον οποίο ο Πλάτωνας βάζει έναν μη θρήσκο – αλλά ούτε και άθεο – διανοούμενο της εποχής του να επιχειρηματολογεί με έναν συγκεκριμένο μύθο της δωδεκαθεϊστικής θρησκευτικής παράδοσης, κάνουν τον αναγνώστη – και ειδικά αυτόν που γνωρίζει εις βάθος την αγνωστικιστική κοσμοθεωρία της εποχής – να καταλάβει ότι η επιλογή του Πλάτωνα – η και του ίδιου του Πρωταγόρα, αν υποθέσουμε πως πρόκειται για μία συζήτηση που όντως συνέβη και που αργότερα ο Σωκράτης διηγήθηκε στον Πλάτωνα που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι και ο ανώνυμος φίλος του Σωκράτη που εμφανίζεται στην αρχή του έργου – να χρησιμοποιήσει τον μύθο αυτό, μόνο τυχαία που δεν ήταν.
Διαβάζοντας λοιπόν τον μύθο σήμερα, μπορούμε να εντοπίσουμε πολλά στοιχεία τα οποία αναφέρονται στις γνώσεις του Πλάτωνα που κανονικά κανείς εκείνη την εποχή, αν δεχτούμε τα όσα λέει η συμβατική ιστορία, δεν θα μπορούσε να έχει…
Ο μύθος αρχίζει ως εξής: «Ἦν γάρ ποτε χρόνος ὅτε θεοὶ μὲν ἦσαν, θνητὰ δὲ γένη οὐκ ἦν. ἐπειδὴ δὲ καὶ τούτοις χρόνος ἦλθεν εἱμαρμένος γενέσεως, τυποῦσιν αὐτὰ θεοὶ γῆς ἔνδον ἐκ γῆς καὶ πυρὸς μείξαντες καὶ τῶν ὅσα πυρὶ καὶ γῇ κεράννυται.» (Πρωταγόρας 320c-320d). Αυτό το μικρό χωρίο των δύο περιόδων που αποτελεί την αρχή του μύθου που αφηγείται ο Πρωταγόρας, αφού πρώτα, στην πρώτη περίοδο, προσδιορίζει τον χρόνο στον οποίο ο μύθος αναφέρεται, στον καιρό δηλαδή που υπήρχαν μεν θεοί, αλλά δεν υπήρχαν τα είδη των θνητών όντων – και ασφαλώς ούτε και το γένος των ανθρώπων, στην δεύτερη περίοδο, μας μιλά για την δημιουργία της ζωής, η οποία και κρύβει και την πρώτη σημαντική πληροφορία περί γενετικής του μύθου αυτού. Πριν περάσω όμως στην ανάλυσή του, θα ήθελα, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, να τονίσω ένα μικρό λάθος – το οποίο όμως είναι αρκετά σημαντικό – που έχουν πολλές από τις μεταφράσεις του κειμένου· η φράση «θνητὰ γένη» που από πολλούς μεταφραστές έχει μεταφραστεί ως «είδη ζώων» θα ήταν καλύτερα, για να φαίνεται και ευκολότερα αυτό που θέλει να πει ο συγγραφέας, να μεταφραστεί – σε μία πιο «κατά λέξη» μετάφραση – ως «θνητά είδη».
Οι λόγοι για τους οποίους προτείνω αυτήν την δεύτερη μετάφραση είναι δύο· πρώτον διότι μέσα στα «θνητά είδη», συγκαταλέγεται και ο άνθρωπος και οι αρχαίοι Έλληνες κάθε άλλο παρά ζώο τον θεωρούσαν και δεύτερον διότι ο Πλάτωνας στο σημείο αυτό – όπως θα αναλύσουμε και στην συνέχεια – δεν μας μιλά άμεσα για την δημιουργία των ζώων – στην οποία και αναφέρεται στην συνέχεια – αλλά για την δημιουργία της πρώτης ζωής, η οποία και στην συνέχεια διαφοροποιήθηκε ώστε να σχηματιστούν τα διάφορα είδη των «θνητών όντων».
Σύμφωνα με τον μύθο λοιπόν, οι θεοί – με τον όρο «θεοί» ένας αγνωστικιστής όπως ο Πρωταγόρας σίγουρα δεν εννοεί το δωδεκάθεο όπως το εννοούν οι σύγχρονοί του, αλλά χρησιμοποιεί τον όρο αυτό για να δηλώσει την ανώνυμη δύναμη της δημιουργίας την οποία και θεωρεί από πιθανό ως και λογικό να υπάρχει – έφτιαξαν την ζωή μέσα στην γη αναμειγνύοντας γη και φωτιά και ό,τι μπορεί να αναμειχθεί με γη ή φωτιά.
Οι πληροφορίες που μας δίνονται και που πρέπει να εξετάσουμε είναι δύο· το ότι η δημιουργία της ζωής έγινε υπόγεια και το ότι για να λάβει χώρα χρησιμοποιήθηκαν γη, φωτιά και ό,τι μπορεί να αναμειχθεί μαζί τους.
Τρισδιάστατη αναπαράσταση ενός μορίου αδενίνης (Α). Η
αδενίνη είναι ένα νουκλεοτίδιο απαραίτητο για τον σχηματισμό
του DNA, αλλά για να συντεθεί χρειάζεται θερμοκρασίες
χαμηλές, όπως αυτές των υπόγειων σπηλαίων.
Όσο για το αν η δημιουργία της ζωής έγινε υπόγεια ή όχι, το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε είναι ότι ο όρος «υπόγεια» θα μπορούσε να ερμηνευτεί σαν «μέσα σε σπήλαια».
Έπειτα θα πρέπει να παρατηρήσουμε τις συνθήκες που επικρατούν στο περιβάλλον ενός σπηλαίου που βρίσκεται σε σχετικά μεγάλο βάθος κάτω από την επιφάνεια της Γης.
Το κύριο χαρακτηριστικό ενός τέτοιου σπηλαίου είναι συνήθως οι κρύες θερμοκρασίες που επικρατούν σταθερά στο εσωτερικό του.
Θα μπορούσε όμως να σχηματιστεί ζωή σε ένα τέτοιο ψυχρό περιβάλλον, σαν αυτό ενός σπηλαίου;
Η επιστήμη στις ημέρες μας έχει αποδείξει ότι η αδενίνη (A) και η γουανίνη (G) για να συντεθούν χρειάζονται θερμοκρασίες ψύχους, ακριβώς όπως αυτές των σπηλαίων. Και, ως γνωστόν, οι δύο αυτές χημικές ενώσεις είναι δύο απαραίτητα για την ύπαρξη ζωής νουκλεοτίδια καθώς αποτελούν δομικά στοιχεία του γενετικού υλικού (DNA ή RNA) όλων των ζωντανών οργανισμών!
Για να υπάρξει όμως ζωή με βάση το DNA, δύο είδη νουκλεοτιδίων δεν επαρκούν καθώς θα έπρεπε να υπάρχουν επίσης και οι συμπληρωματικές τους αζωτούχες βάσεις, η θυμίνη (Τ) και η κυτοσίνη (C), οι οποίες δεν θα μπορούσαν να σχηματιστούν το ίδιο εύκολα εκεί κάτω.
Αν όμως στα σπήλαια αυτά υπήρχε νερό – που είναι σίγουρο το ότι θα υπήρχε καθώς η ζωή βασίζεται στο νερό – δεν θα ήταν καθόλου παράξενο να ήρθαν με αυτό τα άλλα δύο νουκλεοτίδια που χρειάζονται περισσότερη ζέστη για να σχηματιστούν από το εξωτερικό του σπηλαίου.
Η λέξη "πυρ" εκτός από την έννοια της φωτιάς μπορεί να έχει
και την έννοια της ενέργειας. Στον "Πρωταγόρα" αναφέρεται
ότι, για την δημιουργεία της ζωής, χρησιμοποιήθηκε πυρ, κάτι
που συμφωνεί με την σύγχρονη επιστήμη που θέλει, τον καιρό
της δημιουργίας της ζωής, η ατμόσφαιρα της Γης να ήταν
έντονα φορτισμένη, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται
πολυάριθμοι ηλεκτρικοί σπινθήρες που συνέβαλλαν στην
δημιουργία της πρώτης ζωής στην Γη.
Η δημιουργία όμως της ζωής, καθώς και η σύνθεση των χημικών ενώσεων που την αποτελούν χρειάζονται ενέργεια για να λάβουν χώρα.
Ο Πλάτωνας όμως το είπε και αυτό· είπε δηλαδή ότι η ζωή προήλθε από την ανάμειξη γης, δηλαδή στέρεας ύλης – που θα μπορούσε στο κρύο περιβάλλον του σπηλαίου να διατηρήσει την στερεά της κατάσταση – φωτιάς – δηλαδή ενέργειας, καθώς και η λέξη «ενέργεια» αποτελεί μετάφραση της αρχαίας λέξης «πὺρ» – και με ό,τι αναμειγνύεται με τα στοιχεία αυτά, δηλαδή, κατά την κοσμοθεωρία της εποχής, από νερό (ύλη σε υγρή μορφή) και αέρα (ύλη σε αέρια μορφή).
Από όλα αυτά, δεν υπάρχει κάτι που να μην είναι χρήσιμο στην δημιουργία της ζωής. Το νερό σε υγρή μορφή είναι στοιχείο απαραίτητο για την ζωή, αλλά και για την διάδοση της ενέργειας που με την μορφή ηλεκτρικών σπινθήρων, όπως υποστηρίζεται από την σύγχρονη επιστήμη, εκλυόταν
από την έντονα ηλεκτρικά φορτισμένη ατμόσφαιρα (αέρα) που υπήρχε τον καιρό που στην Γη πρωτοεμφανίστηκε η ζωή.
Έχοντας λοιπόν κρύες – αλλά όχι παγωμένες – θερμοκρασίες, σχηματισμένα νουκλεοτίδια, νερό, αέρα – που μεταξύ των άλλων περιείχε υδρογόνο, μεθάνιο και αμμωνία – και ισχυρούς ηλεκτρικούς σπινθήρες για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, το οποίο δηλώνεται στον Πρωταγόρα του Πλάτωνα με την φράση: «ἐπειδὴ δὲ καὶ τούτοις χρόνος ἦλθεν εἱμαρμένος γενέσεως», θα ήταν πάρα πολύ πιθανό, μέσα στα υγρά σπήλαια να δημιουργήθηκε η ζωή στην Γη, πράγμα το οποίο στις μέρες μας θεωρείται πολύ πιθανό.
Το μυστήριο της χαμένης Ατλαντίδας, όσο κι αν από πολλούς θεωρείτο το κύριο κομμάτι της γνώσης του Πλάτωνα, στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα μικρό κομμάτι ενός κατά πολύ ευρύτερου συνόλου γνώσεων και πληροφοριών που φυσικά δεν περιορίζεται μόνο στα δύο βιβλία του Πλάτωνα που αναφέρουν την Ατλαντίδα…
Ρίχνοντας μία πιο ερευνητική ματιά στα κείμενα του Πλάτωνα, μπορεί κανείς να βρει πολλά πράγματα τα οποία συσχετίζονται με τις σύγχρονες επιστημονικές γνώσεις και που επιβεβαιώνονται απ’ αυτές.
Για παράδειγμα θα φέρω τις γνώσεις του Πλάτωνα για την Μεσολιθική εποχή, στις οποίες και αφιέρωσα και ένα προηγούμενο άρθρο μου το οποίο φιλοξενείται στο «Αναζητώντας το Παράξενο»· όπως θα διαπιστώσει όποιος διαβάσει το εν λόγω άρθρο, οι σύγχρονες έρευνες πάνω στους προϊστορικούς πληθυσμούς της Ευρώπης και της Αφρικής, δείχνουν πως αυτοί εκτείνονταν ακριβώς μέσα στα γεωγραφικά πλαίσια που ορίζει ο Πλάτωνας, στο έργο του «Τίμαιος».
Αφήνοντας όμως προσωρινά τον «Τίμαιο» και τον «Κριτία», τα δύο έργα του Πλάτωνα που αφορούν – το πρώτο εν μέρει και το δεύτερο ολόκληρο – την Ατλαντίδα, αλλά και γενικότερα το θέμα της χαμένης ηπείρου του Ατλαντικού ωκεανού, αν μελετήσουμε το κείμενο του Πλάτωνα «Πρωταγόρας», μπορούμε να εντοπίσουμε υπερσύγχρονες γνώσεις γενετικής!
Για όσους είναι εξοικειωμένοι με το κείμενο και σπεύσουν να πουν ότι τα όσα αναφέρονται περί του τρόπου με τον οποίο μοιράστηκαν οι δυνάμεις-ικανότητες-γενετικά χαρακτηριστικά στα έμβια όντα από τους θεούς, θα μπορούσαν κάλλιστα να οφείλονται σε απλές βιολογικές παρατηρήσεις σε συνδυασμό με φιλοσοφικούς στοχασμούς, εκ των προτέρων λέω ότι συμφωνώ απόλυτα μαζί τους.
Οι γνώσεις της γενετικής άλλωστε – και όχι της απλής παρατήρησης της βιολογίας των ζώων – οι οποίες βρίσκονται στο κείμενο του Πλάτωνα δεν είναι αυτές, αλλά είναι κρυμμένες αλλού· και την λέξη «κρυμμένες» την εννοώ με την κυριολεκτική της σημασία…
Το φαινομενικά άσχετο με την επιστήμη της γενετικής θέμα του έργου του Πλάτωνα «Πρωταγόρας» είναι το αν η πολιτική αρετή, το πώς δηλαδή μπορεί κανείς να είναι καλός και ενάρετος πολίτης, μπορεί να διδαχτεί ή όχι. Πάνω στο θέμα αυτό, στον «Πρωταγόρα», εμφανίζονται να συζητούν δύο από τους μεγαλύτερους ανθρώπους του πνεύματος της εποχής· ο Σωκράτης, ο μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος που υπήρξε δάσκαλος του Πλάτωνα από την μία και από την άλλη ένας από τους μεγαλύτερους σοφιστές της εποχής από τον οποίο και το κείμενο αυτό του Πλάτωνα πήρε το όνομά του, ο Πρωταγόρας.
ΟΠρωταγόρας, παρά του ότι ήταν σοφιστής και του ότι οι σοφιστές αποτελούσαν τον αντίποδα της διδασκαλίας του Σωκράτη, την οποία ασπαζόταν και ο Πλάτωνας, αντιμετωπίζεται από τον συγγραφέα του κειμένου, σε αντίθεση με τους άλλους δύο σοφιστές που κάνουν την εμφάνισή τους σε αυτό, με μεγάλο σεβασμό.
Αν και ο Πλάτωνας δεν διστάζει να ειρωνευτεί, μέσα από το στόμα του Σωκράτη, τις δύο από τις τρεις μεθόδους πειθούς που χρησιμοποιεί ο Πρωταγόρας, δεν ειρωνεύεται ούτε τις ιδέες του, ούτε και την προσωπικότητά του.
Είναι σαν με έμμεσο τρόπο ο Πλάτωνας να μας λέει πως τα όσα θα πει το πρόσωπο αυτό κατά την διάρκεια της συζήτησής του με τον Σωκράτη είναι πράγματα που περιέχουν σημαντικές αλήθειες.
Ο Πρωταγόρας χρησιμοποιεί τρεις διαφορετικές μεθόδους· τον μύθο, την διάλεξη και τον σχολιασμό των ποιητικών κειμένων.
Από τις μεθόδους αυτές ο Πλάτωνας καταδικάζει δια μέσω της ειρωνείας του τόσο την διάλεξη, όσο και τον σχολιασμό των ποιητικών κειμένων, λόγω του ότι αποτελούν περισσότερο μεθόδους πειθούς, παρά μεθόδους αναζήτησης της αλήθειας. Στην περίπτωση του μύθου όμως, μίας μεθόδου που και ο ίδιος ο Πλάτων χρησιμοποιούσε, ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος αφήνει τον σοφιστή να αφηγηθεί τον μύθο χωρίς αυτός να κάνει, δια μέσω του Σωκράτη, κάποιο ειρωνικό σχόλιο.
Αν λοιπόν κάτι κρύβεται στα λόγια του Πρωταγόρα, στο κείμενο αυτό, αυτό δεν μπορεί να βρίσκεται πουθενά αλλού, παρά μέσα στον μύθο που λέει ο σοφιστής.
Ο μύθος που αφηγείται ο Πρωταγόρας είναι ουσιαστικά μία ιστορία μυθολογικής φύσεως. Τέτοιες ιστορίες υπήρχαν πολλές στην προφορική και γραπτή παράδοση της εποχής. Προέρχονταν δε από εποχές πολύ παλιές, αλλά ήταν αδύνατον να είναι εντελώς αναλλοίωτες από το πέρασμα του χρόνου, ειδικά μάλιστα κατά τα χρόνια που αυτές διαδίδονταν από γενιά σε γενιά μέσα από την προφορική παράδοση. Αυτό συνεπάγεται ότι θα πρέπει κανείς να είναι προσεκτικός, αν θέλει να εντοπίσει στοιχεία, λεπτομέρειες ή γνώσεις που να αφορούν κάτι σχετικά με τις «αδικαιολόγητες» για την εποχή γνώσεις του συγγραφέα.
Η εποχή στην οποία αναφέρεται ο συγκεκριμένος μύθος είναι η εποχή της δημιουργίας του ανθρώπου. Επρόκειτο για έναν μύθο ευρέως γνωστό στους Έλληνες· για τον μύθο της δημιουργίας του ανθρώπου, της κλοπής της φωτιάς και της επιβίωσης του ανθρώπινου είδους στα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του. Η χρήση του στον διάλογο είναι η επιχειρηματολογία του Πρωταγόρα υπέρ του ότι η πολιτική αρετή είναι δυνατόν να διδαχθεί· είναι όμως αμφίβολο το αν λειτουργεί παράλληλα και σαν «κρυψώνα» για τα στοιχεία αυτά που ο Πλάτωνας ήθελε να αποτυπώσει σε γραπτό κείμενο.
Δεν αποκλείεται άλλωστε ο Πλάτωνας να χρησιμοποιεί τον Πρωταγόρα, όπως ακριβώς και τον Κριτία στα έργα του που αφορούν την Ατλαντίδα προκειμένου να περάσει στο κείμενό του κάποιες γνώσεις που στην πραγματικότητα ο ίδιος – όχι απαραίτητα όμως μόνο αυτός – κατείχε.
Όσο για το αν υπάρχουν στον «Πρωταγόρα» τέτοιες γνώσεις, ο καλύτερος τρόπος για να το διαπιστώσουμε είναι να διαβάσουμε με προσοχή το αρχαίο κείμενο.
Περιληπτικά, το κείμενο του Πλάτωνα αρχίζει όταν ο Σωκράτης συναντά έναν φίλο του – του οποίου το όνομα δεν αναφέρεται – και αρχίζει να του εξιστορεί τα όσα προηγήθηκαν.
Ένας νεαρός Αθηναίος του ζήτησε να μιλήσει στον Πρωταγόρα που τον καιρό εκείνο είχε έρθει στην Αθήνα, με σκοπό να τον πάρει για μαθητή του και να τον διδάξει την πολιτική αρετή που οι σοφιστές ισχυρίζονταν πως μπορούσαν να διδάξουν.
Ο Σωκράτης συνεχίζει την αφήγηση λέγοντας πως πήγε στο σπίτι όπου βρισκόταν ο Πρωταγόρας μαζί με τον νεαρό Αθηναίο και πως, αμφισβητώντας το κατά πόσον ο Πρωταγόρας – και οι σοφιστές γενικότερα – ήταν οι κατάλληλοι άνθρωποι για να διδάσκουν την πολιτική αρετή, αλλά και το αν η ίδια η πολιτική αρετή ήταν διδακτή ή όχι, άρχισε, με χρήση της διαλεκτικής μαιευτικής και της προσποίησης άγνοιας, να μιλά με τον Πρωταγόρα, καλώντας τον ουσιαστικά να επιχειρηματολογήσει σχετικά με το αν αυτός, ή ο οποιοσδήποτε άλλος, είναι ικανός να διδάξει στους άλλους την πολιτική αρετή.
Το σημαντικότερο δε από τα επιχειρήματα του Σωκράτη ήταν ότι η Εκκλησία του Δήμου στην αθηναϊκή πολιτεία, ενώ για θέματα τεχνικά συμβουλευόταν συγκεκριμένους τεχνίτες και δεν ανεχόταν κάποιον άσχετο με το θέμα να πάρει τον λόγο, στα θέματα που αφορούσαν την πολική, άφηνε τον καθένα να μιλήσει ελεύθερα, σαν να πίστευε ότι όλοι οι άνθρωποι κατέχουν εκ φύσεως την πολιτική αρετή και άρα δεν χρειάζονται να την διδαχθούν όπως οι ειδικοί τεχνίτες διδάσκονται την τέχνη την οποία εξασκούν.
Ορμώμενος από αυτό το επιχείρημα του Σωκράτη, ο Πρωταγόρας επιλέγει να του απαντήσει με έναν μύθο. Και ο μύθος αυτός είναι η ιστορία του πώς οι θεοί δημιούργησαν τα έμβια όντα, του πώς μοιράστηκαν οι δυνάμεις-ικανότητες-γενετικά χαρακτηριστικά στα όντα αυτά, του πώς ο άνθρωπος κατάφερε να επιβιώσει και να κυριαρχήσει αποκτώντας την φωτιά και τις τεχνικές γνώσεις που ως τότε κατείχαν μόνο οι θεοί και του πώς του δόθηκε η πολιτική αρετή και, ως εκ τούτου, η δυνατότητα να θεμελιώσει μακρόβιες κοινωνίες.
Προτομή του μεγάλου αρχαίου Έλληνα σοφιστή Πρωταγόρα. |
Στοιχείο δε που αποδεικνύει ότι πίσω από τον μύθο κρύβεται και κάτι άλλο είναι το γεγονός ότι ο Πλάτωνας τον βγάζει μέσα από το στόμα του Πρωταγόρα που ήταν αγνωστικιστής, δηλαδή δεν πίστευε σε καμία θρησκεία, χωρίς να δέχεται ή να απορρίπτει την ύπαρξη μιας θεϊκής δημιουργικής δύναμης και χωρίς να αμφισβητεί την ανάγκη του ανθρώπου για θρησκευτική πίστη.
Ο λόγος λοιπόν για τον οποίο ο Πλάτωνας βάζει έναν μη θρήσκο – αλλά ούτε και άθεο – διανοούμενο της εποχής του να επιχειρηματολογεί με έναν συγκεκριμένο μύθο της δωδεκαθεϊστικής θρησκευτικής παράδοσης, κάνουν τον αναγνώστη – και ειδικά αυτόν που γνωρίζει εις βάθος την αγνωστικιστική κοσμοθεωρία της εποχής – να καταλάβει ότι η επιλογή του Πλάτωνα – η και του ίδιου του Πρωταγόρα, αν υποθέσουμε πως πρόκειται για μία συζήτηση που όντως συνέβη και που αργότερα ο Σωκράτης διηγήθηκε στον Πλάτωνα που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι και ο ανώνυμος φίλος του Σωκράτη που εμφανίζεται στην αρχή του έργου – να χρησιμοποιήσει τον μύθο αυτό, μόνο τυχαία που δεν ήταν.
Διαβάζοντας λοιπόν τον μύθο σήμερα, μπορούμε να εντοπίσουμε πολλά στοιχεία τα οποία αναφέρονται στις γνώσεις του Πλάτωνα που κανονικά κανείς εκείνη την εποχή, αν δεχτούμε τα όσα λέει η συμβατική ιστορία, δεν θα μπορούσε να έχει…
Ο μύθος αρχίζει ως εξής: «Ἦν γάρ ποτε χρόνος ὅτε θεοὶ μὲν ἦσαν, θνητὰ δὲ γένη οὐκ ἦν. ἐπειδὴ δὲ καὶ τούτοις χρόνος ἦλθεν εἱμαρμένος γενέσεως, τυποῦσιν αὐτὰ θεοὶ γῆς ἔνδον ἐκ γῆς καὶ πυρὸς μείξαντες καὶ τῶν ὅσα πυρὶ καὶ γῇ κεράννυται.» (Πρωταγόρας 320c-320d). Αυτό το μικρό χωρίο των δύο περιόδων που αποτελεί την αρχή του μύθου που αφηγείται ο Πρωταγόρας, αφού πρώτα, στην πρώτη περίοδο, προσδιορίζει τον χρόνο στον οποίο ο μύθος αναφέρεται, στον καιρό δηλαδή που υπήρχαν μεν θεοί, αλλά δεν υπήρχαν τα είδη των θνητών όντων – και ασφαλώς ούτε και το γένος των ανθρώπων, στην δεύτερη περίοδο, μας μιλά για την δημιουργία της ζωής, η οποία και κρύβει και την πρώτη σημαντική πληροφορία περί γενετικής του μύθου αυτού. Πριν περάσω όμως στην ανάλυσή του, θα ήθελα, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, να τονίσω ένα μικρό λάθος – το οποίο όμως είναι αρκετά σημαντικό – που έχουν πολλές από τις μεταφράσεις του κειμένου· η φράση «θνητὰ γένη» που από πολλούς μεταφραστές έχει μεταφραστεί ως «είδη ζώων» θα ήταν καλύτερα, για να φαίνεται και ευκολότερα αυτό που θέλει να πει ο συγγραφέας, να μεταφραστεί – σε μία πιο «κατά λέξη» μετάφραση – ως «θνητά είδη».
Οι λόγοι για τους οποίους προτείνω αυτήν την δεύτερη μετάφραση είναι δύο· πρώτον διότι μέσα στα «θνητά είδη», συγκαταλέγεται και ο άνθρωπος και οι αρχαίοι Έλληνες κάθε άλλο παρά ζώο τον θεωρούσαν και δεύτερον διότι ο Πλάτωνας στο σημείο αυτό – όπως θα αναλύσουμε και στην συνέχεια – δεν μας μιλά άμεσα για την δημιουργία των ζώων – στην οποία και αναφέρεται στην συνέχεια – αλλά για την δημιουργία της πρώτης ζωής, η οποία και στην συνέχεια διαφοροποιήθηκε ώστε να σχηματιστούν τα διάφορα είδη των «θνητών όντων».
Σύμφωνα με τον μύθο λοιπόν, οι θεοί – με τον όρο «θεοί» ένας αγνωστικιστής όπως ο Πρωταγόρας σίγουρα δεν εννοεί το δωδεκάθεο όπως το εννοούν οι σύγχρονοί του, αλλά χρησιμοποιεί τον όρο αυτό για να δηλώσει την ανώνυμη δύναμη της δημιουργίας την οποία και θεωρεί από πιθανό ως και λογικό να υπάρχει – έφτιαξαν την ζωή μέσα στην γη αναμειγνύοντας γη και φωτιά και ό,τι μπορεί να αναμειχθεί με γη ή φωτιά.
Οι πληροφορίες που μας δίνονται και που πρέπει να εξετάσουμε είναι δύο· το ότι η δημιουργία της ζωής έγινε υπόγεια και το ότι για να λάβει χώρα χρησιμοποιήθηκαν γη, φωτιά και ό,τι μπορεί να αναμειχθεί μαζί τους.
Τρισδιάστατη αναπαράσταση ενός μορίου αδενίνης (Α). Η
αδενίνη είναι ένα νουκλεοτίδιο απαραίτητο για τον σχηματισμό
του DNA, αλλά για να συντεθεί χρειάζεται θερμοκρασίες
χαμηλές, όπως αυτές των υπόγειων σπηλαίων.
Όσο για το αν η δημιουργία της ζωής έγινε υπόγεια ή όχι, το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε είναι ότι ο όρος «υπόγεια» θα μπορούσε να ερμηνευτεί σαν «μέσα σε σπήλαια».
Έπειτα θα πρέπει να παρατηρήσουμε τις συνθήκες που επικρατούν στο περιβάλλον ενός σπηλαίου που βρίσκεται σε σχετικά μεγάλο βάθος κάτω από την επιφάνεια της Γης.
Το κύριο χαρακτηριστικό ενός τέτοιου σπηλαίου είναι συνήθως οι κρύες θερμοκρασίες που επικρατούν σταθερά στο εσωτερικό του.
Θα μπορούσε όμως να σχηματιστεί ζωή σε ένα τέτοιο ψυχρό περιβάλλον, σαν αυτό ενός σπηλαίου;
Η επιστήμη στις ημέρες μας έχει αποδείξει ότι η αδενίνη (A) και η γουανίνη (G) για να συντεθούν χρειάζονται θερμοκρασίες ψύχους, ακριβώς όπως αυτές των σπηλαίων. Και, ως γνωστόν, οι δύο αυτές χημικές ενώσεις είναι δύο απαραίτητα για την ύπαρξη ζωής νουκλεοτίδια καθώς αποτελούν δομικά στοιχεία του γενετικού υλικού (DNA ή RNA) όλων των ζωντανών οργανισμών!
Για να υπάρξει όμως ζωή με βάση το DNA, δύο είδη νουκλεοτιδίων δεν επαρκούν καθώς θα έπρεπε να υπάρχουν επίσης και οι συμπληρωματικές τους αζωτούχες βάσεις, η θυμίνη (Τ) και η κυτοσίνη (C), οι οποίες δεν θα μπορούσαν να σχηματιστούν το ίδιο εύκολα εκεί κάτω.
Αν όμως στα σπήλαια αυτά υπήρχε νερό – που είναι σίγουρο το ότι θα υπήρχε καθώς η ζωή βασίζεται στο νερό – δεν θα ήταν καθόλου παράξενο να ήρθαν με αυτό τα άλλα δύο νουκλεοτίδια που χρειάζονται περισσότερη ζέστη για να σχηματιστούν από το εξωτερικό του σπηλαίου.
Η λέξη "πυρ" εκτός από την έννοια της φωτιάς μπορεί να έχει
και την έννοια της ενέργειας. Στον "Πρωταγόρα" αναφέρεται
ότι, για την δημιουργεία της ζωής, χρησιμοποιήθηκε πυρ, κάτι
που συμφωνεί με την σύγχρονη επιστήμη που θέλει, τον καιρό
της δημιουργίας της ζωής, η ατμόσφαιρα της Γης να ήταν
έντονα φορτισμένη, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται
πολυάριθμοι ηλεκτρικοί σπινθήρες που συνέβαλλαν στην
δημιουργία της πρώτης ζωής στην Γη.
Η δημιουργία όμως της ζωής, καθώς και η σύνθεση των χημικών ενώσεων που την αποτελούν χρειάζονται ενέργεια για να λάβουν χώρα.
Ο Πλάτωνας όμως το είπε και αυτό· είπε δηλαδή ότι η ζωή προήλθε από την ανάμειξη γης, δηλαδή στέρεας ύλης – που θα μπορούσε στο κρύο περιβάλλον του σπηλαίου να διατηρήσει την στερεά της κατάσταση – φωτιάς – δηλαδή ενέργειας, καθώς και η λέξη «ενέργεια» αποτελεί μετάφραση της αρχαίας λέξης «πὺρ» – και με ό,τι αναμειγνύεται με τα στοιχεία αυτά, δηλαδή, κατά την κοσμοθεωρία της εποχής, από νερό (ύλη σε υγρή μορφή) και αέρα (ύλη σε αέρια μορφή).
Από όλα αυτά, δεν υπάρχει κάτι που να μην είναι χρήσιμο στην δημιουργία της ζωής. Το νερό σε υγρή μορφή είναι στοιχείο απαραίτητο για την ζωή, αλλά και για την διάδοση της ενέργειας που με την μορφή ηλεκτρικών σπινθήρων, όπως υποστηρίζεται από την σύγχρονη επιστήμη, εκλυόταν
από την έντονα ηλεκτρικά φορτισμένη ατμόσφαιρα (αέρα) που υπήρχε τον καιρό που στην Γη πρωτοεμφανίστηκε η ζωή.
Έχοντας λοιπόν κρύες – αλλά όχι παγωμένες – θερμοκρασίες, σχηματισμένα νουκλεοτίδια, νερό, αέρα – που μεταξύ των άλλων περιείχε υδρογόνο, μεθάνιο και αμμωνία – και ισχυρούς ηλεκτρικούς σπινθήρες για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, το οποίο δηλώνεται στον Πρωταγόρα του Πλάτωνα με την φράση: «ἐπειδὴ δὲ καὶ τούτοις χρόνος ἦλθεν εἱμαρμένος γενέσεως», θα ήταν πάρα πολύ πιθανό, μέσα στα υγρά σπήλαια να δημιουργήθηκε η ζωή στην Γη, πράγμα το οποίο στις μέρες μας θεωρείται πολύ πιθανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου