Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

 
«Το σύγγραμμά μου προορίζεται να είναι αιώνιο κτήμα και όχι προσωρινά μόνο χρήσιμο.» Θουκυδίδης
Ο καλοντυμένος Αθηναίος από τον δήμο Αλιμούντος (Φάληρο) προχώρησε μεγαλόπρεπα ανάμεσα από το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην Αγορά για ν΄ ακούσει την δημόσια ανάγνωση της «Ιστορίης απόδεξιν» του Αλικαρνασσέως λογογράφου Ηροδότου. Συνοδευόταν από τον δωδεκάχρονο γιο του, ένα ευγενικό και λιγομίλητο αγόρι με μεγάλο καθαρό μέτωπο και μιαν ακόμα δυσδιάκριτη αποφασιστικότητα και αφοβία στο βλέμμα.

Στην Αγορά εκείνη την ημέρα παρευρίσκονταν όλοι οι πολίτες και οι σημαντικοί άνθρωποι της πόλεως των Αθηνών: οι ποιητές Σοφοκλής και νεαρός Ευριπίδης, οι σοφιστές Πρωταγόρας, Πρόδικος, Γοργίας, ο ρήτορας Αντιφών ο Ραμνούσιος, ο Περικλής, ο Σωκράτης, ο αρχιτέκτων Μνησικλής, ο Φειδίας, ο Ικτίνος και πολλοί άλλοι εξ ίσου περιώνυμοι.
- Χαίρε Όλορε. Έμαθα πως πρόσφατα επέστρεψες από τα κτήματά σου στην Σκαπτή Ύλη. (Παγγαίον)
- Χαίρε Γοργία, καλέ μου φίλε. Ναι, επέστρεψα πριν λίγες ημέρες. Παραβρίσκομαι εδώ μαζί με τον νεαρό σου μαθητή, που ήθελε κι εκείνος ν΄ ακούσει την ανάγνωση του ιστορικού έργου. Θέλω να ευελπιστώ πως ο γιος μου είναι μαθητής αρεστός σε σένα. Μίλησέ μου για την πρόοδό του.
- Ώ, αν ήσαν όλοι οι μαθητές μου σαν τον Θουκυδίδη, πολλά πράγματα θα άλλαζαν στην πανέμορφη πόλη μας, και όχι μόνο.
- Σου χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη, όση και στους άλλους δασκάλους του παιδιού μου.
- Αξίζει ο γιος σου Όλορε, αξίζει!

Χαμογέλασε ο πατέρας ευχαριστώντας τον διδάσκαλο κι επιμελώς κρύβοντας την υπερηφάνεια του. Φρόντιζε με κάθε επιμέλεια για την παιδεία του γιου του, προσλαμβάνοντας ως εκπαιδευτές τον Γοργία τον Λεοντίνο για να διδάξει «παρισώσεις και αντιθέσεις», τον Πρόδικο τον Κείο «περί των ονομάτων ακρίβειαν» (αυτόν που αργότερα θα χαρακτήριζαν ως τον «πρώτο ανθρωπολόγο» που διατύπωσε την θεωρία ότι, η πίστη στους θεούς είναι ανθρώπινο καθαρά κατασκεύασμα), τον Αναξαγόρα που με την διδαχή της φιλοσοφίας του θα απάλλασσε το παιδί από θρησκευτικές προλήψεις και θα το βοηθούσε ν΄ αναπτύξει υψηλή διάνοια, και τον ρήτορα Αντιφώντα που θα το ασκούσε στην ρητορική δεινότητα και θα του καλλιεργούσε την αρετή. Τον Αντιφώντα, που ίσως ήταν ο πρώτος που είχε συνειδητοποιήσει ότι, ο έντεχνος ρητορικός λόγος μπορούσε, εκτός από την πρόσκαιρη συμβολή του στην εξέλιξη μιας δίκης, να γίνει ένα έργο με πνευματική αυτοτέλεια και διάρκεια. Αυτός που διαπνεόταν από αντιδημοκρατικά ιδεώδη, που με θάρρος υποστήριζε ως το τέλος της ζωής του και λόγω αυτών τελικά πέθανε καταδικασμένος να πιει το κώνειο. Χρόνια αργότερα, ο μαθητής του Θουκυδίδης, ο τόσο φειδωλός σε προσωπικούς επαίνους, θα εξάρει το ήθος του δασκάλου του γράφοντας: «Αντιφών ην ανήρ Αθηναίων των καθ΄ εαυτόν αρετή τε ουδενός ύστερος και κράτιστος».
Ο Όλορος βημάτισε ανάμεσα στους Αθηναίους παρατηρώντας για λίγο την εμφάνισή τους. Χαμογέλασε με την διαφορά. Θυμήθηκε πώς ντύνονταν και χτενίζονταν οι πολίτες, ιδιαίτερα πριν από την εποχή των Μηδικών πολέμων. Τότε φορούσαν λινούς ποδήρεις χιτώνες με χρυσές πόρπες, και χτένιζαν τα μαλλιά τους με τον κρωβύλο, εκείνο το χτένισμα που κατέληγε σε οξύ σχήμα στην κορυφή του κεφαλιού και συγκρατούνταν με χρυσούς τέττιγες ως σύμβολο της αυτοχθονίας τους. Σήμερα όμως, όλα αυτά αποτελούν παρελθόν. Οι Αθηναίοι φορούν κοντό μάλλινο δωρικό χιτώνα και ασχολούνται με σπουδαιότερα πράγματα.
«Ώ λατρεμένη πόλις!» ψιθύρισε κι έστρεψε το βλέμμα εμπρός.
………….
Ο ψηλός Δωριεύς από την Αλικαρνασσό των νοτιοδυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας φορώντας τον ιωνικό ποδήρη χιτώνα του, βάδισε αγέρωχος προς το βήμα.
Κοίταξε το συγκεντρωμένο πλήθος που περίμενε την ανάγνωση της «Ιστορίης» του ήρεμος και χαμογέλασε. Ήταν όμορφος άνδρας ο Ηρόδοτος, ο γιος του Κάρα Λύξη και της Ελληνίδας Ροιούς. Η πλούσια περιποιημένη γενειάδα του τόνιζε την αριστοκρατική καταγωγή του, και ο τρόπος ένδυσης και συμπεριφοράς την επίδραση της Ιωνίας στην πλούσια παιδεία του.
Είχε εγκατασταθεί πριν δυο χρόνια στην Αθήνα φεύγοντας από την πατρίδα του, αφού πρώτα είχε μετάσχει στην συνομωσία των δημοκρατικών εναντίον της τυραννίδας του Λύγδαμη, προστατευόμενου του Μεγάλου Βασιλέως, και την αποτίναξη του περσικού ζυγού από τις ελληνικές αποικίες της Μ. Ασίας.
Οι Αθηναίοι γνώριζαν αρκετά καλά το παρελθόν αυτού του εθνογράφου-γεωγράφου-ιστορικού με τα πάμπολλα ταξίδια στην κυρίως Ελλάδα, την Κάτω Ιταλία, τα νησιά του Αιγαίου, την Μ. Ασία, την Προποντίδα, τον Εύξεινο Πόντο, Κολχίδα, Αίγυπτο, Φοινίκη, Βαβυλώνα και τις χώρες του Ίστρου (Δούναβη).
Οι πολίτες ακούνε γοητευμένοι την καθάρια δυνατή φωνή του να επικαλείται τις Μούσες και να αναγιγνώσκει σε πεζό λόγο το έργο του. Είναι αυτός, που μετά από τέσσερις περίπου αιώνες, ο Κικέρων θα χαρακτηρίσει ως «Πατέρα της Ιστορίας».
Γεννημένος στα χρόνια των Μηδικών πολέμων που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, σφράγισαν την αγάπη του για την ελευθερία, που το πάθος του γι΄ αυτήν είναι έκδηλο στο ομηρικό επικό ύφος της συγγραφής του.
Άνοιξε τις δέλτους του και άρχισε την ανάγνωση.
Στην ιωνική διάλεκτο επικαλείται πρώτα την Μούσα Κλειώ, δίνοντας επίσημα το όνομα, την καταγωγή του, τον τίτλο και το περιεχόμενο του έργου του δηλώνοντας τον σκοπό της συγγραφής του, που αναζητά τα αίτια που οδήγησαν στην σύρραξη των δυο μεγαλύτερων λαών της εποχής, των Ελλήνων και των Περσών.
Συνεχίζει με την επίκληση της Ευτέρπης, περιγράφοντας γεωγραφικούς χώρους, θρησκείες, νόμους, γλώσσες, πολιτισμούς, ποικίλες ή περίεργες συνήθειες κατοίκων, αξιοθέατα. «Την φύσιν χώρης, τα θωμάσια, τους νόμους», όπως χαρακτηριστικά τον άκουσαν οι ακροατές του να λέει.
Στην σειρά ακολουθούν η Θάλεια, Μελπομένη, Τερψιχόρη, Πολύμνια, Ουρανία, Καλλιόπη, που με την βοήθειά τους διηγείται με ζωντανή περιγραφή όσα θαυμαστά και περίεργα είδε ή έμαθε στις περιδιαβάσεις του στον κόσμο. Στην συνέχεια ιστορεί την ιωνική επανάσταση και τους περσικούς πολέμους.
Και η φωνή του ακούγεται παλλόμενη όταν ιστορεί…
«Κατά τις παραμονές της εκστρατείας του Ξέρξου, δυο επιφανείς Σπαρτιάτες πηγαίνουν εθελοντές να προσφέρουν τον εαυτό τους εξιλαστήριο θύμα για τους Πέρσες κήρυκες που οι συμπατριώτες τους είχαν γκρεμίσει στο πηγάδι. Ο Πέρσης στρατηγός Υδάρνης προτείνει οι Σπαρτιάτες να γίνουν φίλοι με τον Μεγάλο Βασιλέα. Αλλά εκείνοι απαντούν:
- Υδάρνη, η συμβουλή που μας δίνεις, δεν προέρχεται από άνθρωπο που τα έχει δοκιμάσει και τα δύο. Το ένα μας το συμβουλεύεις αφού το έχεις δοκιμάσει, το άλλο ενώ δεν το έχεις δοκιμάσει. Γιατί, το να είσαι σκλάβος το ξέρεις, την ελευθερία όμως δεν την έχεις δοκιμάσει ούτε αν είναι γλυκιά ούτε αν δεν είναι. Αν την είχες γευτεί, θα μας συμβούλευες να πολεμάμε γι΄ αυτήν, όχι μόνο με κοντάρια αλλά και με τσεκούρια!»
Κι όταν αργότερα έφτασαν μπροστά στον Μεγάλο Βασιλέα και οι δορυφόροι τους διέταξαν να προσκυνήσουν, αρνήθηκαν, γιατί «…ούτε συνηθίζουν να προσκυνούν ανθρώπους, ούτε γι΄ αυτό έχουν έλθει».
Η ανάγνωση συνεχίζεται…
«Οι Αθηναίοι έδωσαν δυο υπερήφανες απαντήσεις, την μία στον Αλέξανδρο της Μακεδονίας για να την μεταβιβάσει στον Μαρδόνιο, που τους είχε προτείνει να συνθηκολογήσουν με δελεαστικούς όρους, και την άλλη στους Σπαρτιάτες που φοβήθηκαν μήπως οι Αθηναίοι δεχθούν. Στον Αλέξανδρο είπαν: «Ξέρουμε πως οι δυνάμεις των Περσών είναι πολλαπλάσιες από τις δικές μας…όμως η λαχτάρα μας για την ελευθερία είναι τέτοια, ώστε θα πολεμήσουμε όπως μπορούμε…όσο ο ήλιος συνεχίζει την πορεία που τώρα ακολουθεί, δεν θα συμμαχήσουμε ποτέ με τον Ξέρξη». Και στους Σπαρτιάτες: «Δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο τόσο χρυσάφι, ούτε χώρα που να ξεπερνά την δική μας τόσο πολύ σε ομορφιά και παλικαριά, που να τα δεχθούμε και να θελήσουμε να μηδίσουμε και να υποδουλώσουμε την Ελλάδα».
Όλοι συγκινημένοι, πολλοί με δακρυσμένα μάτια και άφωνοι από θαυμασμό για την περιγραφή, ένιωθαν τον παλμό του ενθουσιασμού και της εθνικής υπερηφάνειας να τους συνεπαίρνει, γιατί ήσαν Έλληνες και όχι βάρβαροι. Ήσαν γεννημένοι πολίτες και όχι υπήκοοι. Γεννήθηκαν για να δημιουργούν μέσα από την ελευθερία, και όχι να υπακούουν στις προσταγές του οιουδήποτε «Δεσπότου». Και το επιβεβαιώνουν ακούγοντας τους «αγώνες λόγων», δηλαδή τις ζωηρές συζητήσεις των πρωταγωνιστών της «Ιστορίης» του Ηροδότου.
………..
Το δωδεκάχρονο αγόρι αποσπάστηκε από την ομήγυρη των φίλων και συγγενών του, με προσοχή και διακριτικότητα πέρασε ανάμεσα από το πλήθος φτάνοντας σχεδόν μπροστά από τον Ηρόδοτο, θέλοντας να βλέπει κατά πρόσωπο τον συγγραφέα και ακούγοντας καθαρότερα τους «λόγους» του.
Χωρίς, εν πρώτοις, ν΄ αντιλαμβάνεται το γιατί, οι λέξεις «θεός», «θείον», θεία πρήγματα», «θεία τύχη», «δαίμων», «μοίρα», «πεπρωμένο», τον ξένισαν αρκετά.
«…φίλε, ό,τι είναι να έλθει από τον θεό, είναι αδύνατον στον άνθρωπο να το αποτρέψει, και η χειρότερη πίκρα για τον άνθρωπο είναι αυτή: μολονότι σκέπτεται πολλά, ωστόσο δεν εξουσιάζει τίποτα», άκουγε το νεαρό αγόρι στην διάρκεια της ανάγνωσης και θέλησε να φέρει πολλές αντιρρήσεις. Οι διδάσκαλοί του άλλα προσπαθούσαν να του ενσπείρουν. Δυσκολευόταν να καταλάβει την άποψη του λογογράφου, που ήθελε τις ανθρώπινες πράξεις να καθορίζονται όχι τόσο από την ατομική βούληση, όσο από την θεία βουλή, που πολλές φορές παίρνει την μορφή της Μοίρας.
Και συνεχίζοντας εμφατικά: «Ο θεός συνηθίζει όλα όσα ξεχωρίζουν, να τα κολοβώνει.»
- «Θα προσπαθήσω να ξεχωρίσω αξιοπρεπώς, για να δω αν η δύναμη του θεού σου θα με κολοβώσει», σκέφτηκε ο γιος του Όλορου, μη αποδεχόμενος την θεοσέβεια του Ηρόδοτου, και προκαλώντας έτσι τον εαυτό του σε μεγαλύτερη απεξάρτηση από «εξωκόσμιες αρχές».
Το τέλος της ανάγνωσης ακολούθησαν δυνατές επευφημίες και αλαλαγμοί ενθουσιασμού. Η βράβευση του Ηροδότου με δέκα τάλαντα από τους Αθηναίους ήταν πολύ γενναιόδωρη για εκείνη την δημόσια ανάγνωση.
Όσο για τον νεαρό Θουκυδίδη, εκείνη η μέρα ήταν σημαντική. Πήρε την απόφαση να γίνει, όπως και έγινε, ο «άθεος ηρέμα», αυτός που με ορθό λόγο και αυστηρή κρίση θα ιστορούσε την ιστορία των χρόνων της εποχής του. Και αυτό, με καθαρά επιστημονικό τρόπο. Ήταν κι αυτός ένας από τους «Αθηναίους που γεννήθηκαν για να μην ησυχάζουν οι ίδιοι, κι ούτε τους άλλους ν΄ αφήνουν ήσυχους», όπως θα γράψει πολλά χρόνια αργότερα, συμπυκνώνοντας όλη την πραγματικά ελληνική υγιή νοοτροπία σε μια φράση.
Δέκα χρόνια μετά από εκείνη την βραβευμένη ανάγνωση (450π.Χ) ο Ηρόδοτος ωθούμενος από τις κοσμοπολίτικες τάσεις του, και με τις ενέργειες του Περικλή και τους Πρωταγόρα, πήρε μέρος στον αποικισμό των Θουρίων, εκείνης της πανελλήνιας αποικίας, της ιδρυμένης κοντά στα ερείπια της Συβάρεως στην Κάτω Ιταλία. Εκεί πέθανε, αφού πρόλαβε την κήρυξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, την μεγαλύτερη πληγή της Ελλάδος που αιμορραγώντας, δεν έκλεισε ποτέ.
…………….
Καλοκαίρι του 430π.Χ.
Στο λιμάνι του Πειραιά υπάρχει η συνηθισμένη κίνηση με τους εργάτες να φωνάζουν, τους εμπόρους να διαπραγματεύονται τις πραμάτειες τους, να φορτώνονται και να ξεφορτώνονται πλοία απ΄ όλο τον γνωστό κόσμο, και το δόρυ της Παλλάδος Αθηνάς να διακρίνεται από τους ναυτικούς που μένουν στα σκάφη τους αρόδου στ΄ ανοιχτά, αστραφτερό πάνω στην ακρόπολη των Αθηνών.
Η Ελλάδα, και ιδίως η νησιωτική, ουδέποτε υπήρξε αυτάρκης σε σιτηρά και τρόφιμα, γι΄ αυτό τα εισήγαγε από το εξωτερικό και ιδιαίτερα από την Αίγυπτο, την Μ. Ασία και τον Εύξεινο Πόντο.
Ένα φορτηγό πλοίο ελλιμενίζεται στο λιμάνι από την Αίγυπτο με φορτίο σίτου. Τα αυγουστιάτικα μελτέμια εμπόδισαν για λίγο την άφιξή του. Στα καπηλειά του λιμανιού κατέλυσαν οι ναυτικοί της φορτηγίδας, κατάκοποι από τα καπρίτσια των αέρηδων κατά τον πλου της Μεσογείου. Το ταξίδι δεν ήταν πολυήμερο, όμως η εμφάνιση των ναυτικών έδειχνε αρρωστημένη. Κάποιοι απ΄ αυτούς βγαίνοντας ξέρασαν κι έπεσαν μισολιπόθυμοι στην προβλήτα.
Μερικοί λιμενεργάτες κοιτούσαν περίεργα εκείνους τους μελαψούς Αιγυπτίους με τα κατακόκκινα μάτια που ζητούσαν να πιουν απεγνωσμένα νερό, και να φωνάζουν στην γλώσσα τους «καίγομαι…καίγομαι».
Τελευταίος από το «υπτίως του Αιγαίου» πλοίο βγήκε ο καπετάνιος, ένας γενειοφόρος σημαδεμένος Αιγύπτιος, που δεν έδειχνε την διάθεση να βρίσει τους «ακαμάτες κι άχρηστους» του πληρώματός του. Είχε μια έκφραση αγωνίας, που δεν μπορούσε να ερμηνευτεί από τους γνωστούς του καπεταναίους στο πειραιώτικο λιμάνι. Έβηχε κι έφτυνε συνεχώς, και το στόμα του βρωμοκοπούσε.
- Απαίσιε βάρβαρε, βρωμάς και ζέχνεις!!!», του φώναξε κι έστρεψε αλλού το πρόσωπο ο υπεύθυνος των σιταποθηκών, αναγνωρίζοντας τον ταλαιπωρημένο ναυτικό.
- Λίγο νερό δώσε μου, σιχαμένε Αλιμούντιε», ζήτησε σχεδόν ικετεύοντας ο Αιγύπτιος.
- Μόνο νερό, σκληρόπετσε μπάσταρδε;
- Και κρασί στο καπηλειό της ομορφοκάπουλης Ενιπώς», απάντησε ξέπνοα ο κουρασμένος θαλασσόλυκος, και το βεβιασμένο χαμόγελο πάγωσε στα χείλη του.
………….
Είχε περάσει ο χειμώνας, ο πρώτος του μεγάλου πολέμου που αργότερα θα ονομαστεί «Πελοποννησιακός», και με την άφιξη του θέρους συμπληρώνεται ένας χρόνος από την έναρξή του.
Οι Λακεδαιμόνιοι με τον βασιλιά τους Αρχίδαμο είχαν εισβάλει στην Αττική, έκαιγαν τα χωράφια της κι ερήμωναν την ύπαιθρο. Λίγο πριν ο Περικλής, ο Άρχων των Αθηναίων, είχε συγκεντρώσει τον πληθυσμό της υπαίθρου μέσα στα τείχη της πόλεως. Το «κλεινόν άστυ» ασφυκτιά, αλλά δεν γίνεται διαφορετικά. Όλοι το κατανοούν και συμπεριφέρονται ανάλογα.
Εκείνο τον χειμώνα οι Αθηναίοι εφαρμόζοντας το παλαιό έθιμο της πατρίδας τους, κάνουν δημόσιο ενταφιασμό των πρώτων νεκρών του πολέμου.
Εκθέτουν τα οστά των φονευμένων για τρεις μέρες μέσα σε παράπηγμα που κατασκευάζουν ειδικά για εκείνη την περίσταση, και ο καθένας προσφέρει στον δικό του νεκρό ό,τι θέλει. Όταν έρχεται η μέρα της εκφοράς, άμαξες φέρνουν λάρνακες από ξύλο κυπαρισσιού, τόσες όσες και οι φυλές που κατοικούν στην Αττική. Τα οστά κάθε νεκρού τοποθετούνται στην λάρνακα της φυλής του. Εκτός από τις δέκα λάρνακες υπάρχει και μια κλίνη νεκρικά στολισμένη για τους αγνοούμενους, για τα πτώματα εκείνων που τυχόν δεν βρέθηκαν για να ενταφιαστούν. Την εκφορά ακολουθεί όποιος από τους πολίτες θέλει, αλλά και από τους ξένους. Στον τάφο πηγαίνουν και γυναίκες συγγενείς των νεκρών που θρηνούν γι΄ αυτούς. Τους θάβουν στο «δημόσιο σήμα», στο δημόσιο νεκροταφείο, που βρίσκεται στο ωραιότερο προάστιο της πόλης, στην οδό που οδηγεί από το Δίπυλο στην Ακαδήμεια. Εκεί δεν ενταφιάστηκαν μόνον οι πεσόντες στον Μαραθώνα. Τον τάφο εκείνων τον έστησαν στο πεδίο της μάχης που έπεσαν, γιατί έκριναν εξαιρετική την ανδρεία τους.
Αφού καλύψουν τις λάρνακες με χώμα, εκφωνεί γι΄ αυτούς τον κατάλληλο εγκωμιαστικό επιτάφιο λόγο ένας άνθρωπος που τον έχει εκλέξει γι΄ αυτόν τον σκοπό η πόλη, και είναι κατά κοινή ομολογία συνετός στην σκέψη και κατέχει ανώτερο αξίωμα στην πόλη.
Και σ΄ αυτήν την περίπτωση, όταν έφτασε η κατάλληλη στιγμή, ο εκλεγμένος από τους πολίτες, αφού βημάτισε από το μνημείο, ανέβηκε πάνω σε ένα ψηλό βήμα επίτηδες κατασκευασμένο για ν΄ ακούγεται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του συγκεντρωμένου πλήθους, και εκφώνησε τον επιτάφιο λόγο. Ήταν ο Περικλής του Ξανθίππου, ο άρχων των Αθηναίων.
Ο Περικλής εκφωνεί τον «Επιτάφιο» εκθειάζοντας το πολίτευμα και την πόλη των Αθηνών, εμψυχώνοντας τους ανδρείους κατοίκους. Ο εμπνευσμένος λόγος του άρχοντα αναπτερώνει το πλήθος και δίνει ασφάλεια στους υπερήφανους Αθηναίους που η θαλασσοκρατορία τους άρχει στο Αιγαίο. Παρών και ο Θουκυδίδης, ο εύπορος Αθηναίος που ασχολείται με την «συγγραφή».
Είκοσι επτά χρόνια μετά από εκείνο τον χειμώνα, ο ιστορικός Θουκυδίδης θα ανασυντάξει τον επιτάφιο λόγο που εκφώνησε ο άρχοντας Περικλής την ημέρα της επίσημης ταφής των πρώτων νεκρών. Θυμάται καλά τι είχε πει ο άνδρας που χάρισε στην πατρίδα τόση δόξα και ακμή. Και τα ιστορεί ως φόρο τιμής στον άξιο πολιτικό που κατέστησε την Αθήνα πλήρως αυτάρκη στον πόλεμο και στην ειρήνη.
«Γιατί αυτή η πρότυπη πολιτεία συνδυάζει δημοκρατικές μαζί και αριστοκρατικές αρχές: ισότητα των πολιτών έμπροσθεν των νόμων, στα δημόσια όμως πράγματα επιλογή των αρίστων, μόνο που την αρετή την καθορίζει τώρα η προσωπική αξία και όχι η καταγωγή ή τα πλούτη.»
Έτσι είχε μιλήσει ο πολιτικός εκείνος που επί μιαν ολόκληρη γενιά κυβέρνησε την πόλη με την θέλησή της ως ο πιο άξιος πολίτης της: «εγένετο λόγω μεν δημοκρατία, έργω δε υπό του πρώτου ανδρός αρχή.»
Είχε πολύ σωστά διευκρινίσει ότι:
«Την ιδιωτική ζωή του ο πολίτης μπορεί να την διαμορφώσει ανενόχλητα όπως θέλει, και όμως, υπάρχει υπακοή στους νόμους, προ παντός στους άγραφους, από σεβασμό όμως, όχι από τον φόβο τιμωρίας. Αντίθετα από την Σπάρτη που απαγορεύει κάθε πολυτέλεια, η Αθήνα με τις δημόσιες γιορτές, τις ιδιωτικές ανέσεις και τα αγαθά που εισάγονται απ΄ όλα τα μέρη της γης, δίνει στον πολίτη της συχνή ανάπαυλα από τους μόχθους της ζωής.
Στα πολεμικά πράγματα έχουμε από την μια την Σπάρτη με την καχυποψία της σε εγρήγορση, και την υπερβολική πειθαρχία που επιβάλλει στον πολίτη της από παιδί για να τον μεταβάλλει σε πολεμική μηχανή, και από την άλλη την Αθήνα που είναι ανοιχτή σε φίλους κι εχθρούς, αφού την υπεροχή της την στηρίζει στην αναπαλλοτρίωτη ψυχική της αντοχή.
Δεν ταλαιπωρεί τον πολίτη της, αφού εν καιρώ ειρήνης τον κρατά ελεύθερο και ξέγνοιαστο, ακριβώς για να του δώσει την δυνατότητα την ώρα του πολέμου χωρίς εξαναγκασμό, αλλά με ελεύθερη βούληση, ν΄ αντιμετωπίσει γενναία τον κίνδυνο.
Οι ιδιωτικές έγνοιες δεν καθιστούν τον πολίτη αδιάφορο για τα κοινά. Γιατί όποιος δεν συμμετέχει σ΄ αυτά θεωρείται άχρηστος.
Η Αθήνα είναι η «παίδευσις», το πρότυπο μορφωτικό κέντρο όλων των Ελλήνων. Ο κάθε πολίτης είναι ακέραιος και αυτάρκης, πρόθυμος να θυσιαστεί για την πόλη του σαν ψυχή ελεύθερη κι όχι σαν δούλος μιας αξεχώριστης μάζας. Και είναι τόση η πίστη του σ΄ αυτήν, ώστε φτάνει να την αγαπήσει σαν εραστής, με την επίγνωση πως ευτυχία σημαίνει ελευθερία, ελευθερία σημαίνει δυνατή ψυχή. Γι΄ αυτό και των νεκρών μας ο τάφος ξεχωρίζει από παντού, όχι τόσο εκεί που αναπαύονται, όσο εκεί που η δόξα τους μένει για να μνημονεύεται αιώνια σε κάθε ευκαιρία. Γιατί των ξεχωριστών ανθρώπων τάφος είναι η γη ολόκληρη!»
Έτσι είχε γίνει ο ενταφιασμός εκείνο τον χειμώνα, και όταν πέρασε, τελείωσε ο πρώτος χρόνος του πολέμου.
……………
Είχε μπει για καλά το καλοκαίρι και οι Αθηναίοι περιδιάβαιναν την Αγορά, χωρίς οι περισσότεροι απ΄ αυτούς να παρατηρήσουν μερικούς Πειραιώτες που βρίσκονταν εκεί, έχοντας όμως μιαν άσχημη κουρασμένη όψη, έντονο βήχα και κόκκινα μάτια. Είχαν φτάσει από το λιμάνι για να επιτύχουν μια καλή τιμή πώλησης για τον σίτο που παρέλαβαν τα αφεντικά τους, με τους Αθηναίους εμπόρους.
Στο σπίτι του Αθηναίου με την θρακική καταγωγή, του Θουκυδίδη, ο υπηρέτης έφερε τα τρόφιμα της ημέρας από την αγορά του Φαλήρου. Κατέβαινε καθημερινά και μαζί με τα ψώνια έφερνε τα νέα από το άστυ των Αθηνών και από το λιμάνι του Πειραιά.
Τελευταία ο αφέντης της οικίας έγραφε συνεχώς για τον πόλεμο, όσα συνέβαιναν στα πεδία των μαχών ή τις διαβουλεύσεις, και κατέγραφε κάθε πληροφορία που άκουγε και από την αντίπαλη μεριά. Έλειπε πολύ συχνά από την Αθήνα προσπαθώντας να ενημερώνεται από πολλές πηγές που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αντικειμενική συγγραφή του έργου του.
Έπειτα από μια ανάλογη έξοδο, ο Θουκυδίδης επέστρεψε στο σπίτι του, στον δήμο Αλιμούντος. Έριξε το ιμάτιό του πάνω στο ανάκλιντρο του αίθριου και ζήτησε από την θεραπαινίδα να του ετοιμάσει το λουτρό και το αφέψημα από βασιλικό και μέλι που έπινε πάντα, αν τυχόν και κάποιος πονοκέφαλος τον ταλαιπωρούσε.
- Τι παράξενο σήμερα! Η Ευαρέτη και ο Περιμήδης ζήτησαν τα βοτάνια μου για τον πονόλαιμο που είχαν όλη μέρα χθες», σχολίασε η Θρακιώτισσα γριά που μεγάλωσε τον Θουκυδίδη. «Τι έκαμαν και τους τιμωρούν οι θεοί;» ρώτησε αγκαλιάζοντας τρυφερά τον «γιο» της.
- Τυχαίο θα είναι, βάβω μου, μια καλοκαιριάτικη αδιαθεσία, συμβαίνει συχνά, όπως μου είπε ο φίλος μου ο γιατρός, ο Ιπποκράτης ο Κώος, ξέρεις.»
- Λείπεις τρεις μέρες και το πρόσωπό σου είναι πλαδαρό, κόκκινο και έχει μερικές φλύκταινες. Πού ήσουν γιε μου;»
- Πέρασα από τον Πειραιά να παραλάβω το φορτίο από τα κτήματά μας στην Σκαπτή Ύλη και μετά βάδισα στην Αθήνα για ν΄ ακούσω και συμπαρασταθώ στον άρχοντα. Η Ασπασία μας παρείχε ένα θαυμαστό δείπνο και ενέπνευσε με τους ρητορικούς λόγους της τον σύντροφό της πριν την σημαντική παρουσία του στην εκκλησία του δήμου. Αχ αυτή η Μιλήσια! Τέλεια γυναίκα και άξια δασκάλα ρητορικής, ανάλογη για ταίρι του Περικλή!
- Αναπαύου τώρα. Ο βήχας σου με ανησυχεί, ο λόξιγκας και η δυσφορία σου είναι άγνωστες σε μένα. Ποτέ δεν σε έχω ξαναδεί έτσι, με τρομάζεις!», είπε η παραμάνα κι έσπρωξε μαλακά τον σαραντάρη αναθρεμμένο απ΄ αυτήν, αριστοκράτη στο δώμα του.
Τις επόμενες ημέρες το μέτωπο του άνδρα έκαιγε και ο λόγος έβγαινε βραχνός από το στόμα του.
«Απόλλωνά μου…η αρρώστια!!!» αναφώνησε τρομοκρατημένη η γριά παραμάνα, που μπαινόβγαινε σε πολλά σπίτια της γειτονιάς της. Ο γείτονας με τον παραγιό του αρρώστησαν ξαφνικά. Και ήσαν τόσο δυνατοί! Ποτέ δεν ρώτησαν τον ασκληπιάδη (γιατρό) για κάτι που τους ενοχλούσε. Χθες όμως, οι μέχρι χθες ροδομάγουλοι και τροφαντοί εκείνοι λιμενεργάτες που έμεναν κοντά, έδειχναν και ήσαν άρρωστοι. Είχαν διάρροια, βήχα και ακατάσχετους εμετούς. Στο λιμάνι πάρα πολλοί αρρώστησαν και μερικοί απ΄ αυτούς πέθαναν με την δίψα και την αγωνία ν΄ αφήνουν τις τελευταίες τους λέξεις να το δηλώσουν.
Ήταν η αρχή που το μαύρο σύννεφο του λοιμού άρχισε να σκιάζει, ή μάλλον να σκοτεινιάζει τον ουρανό του Πειραιά και της Αθήνας. Η πανώλη άπλωνε τα θανατερά φτερά της πάνω από την ωραιότερη πόλη της Ελλάδας και το σημαντικότερο λιμάνι της. Οι φήμες οργίαζαν και η δεισιδαιμονία κέρδιζε έδαφος στον όχλο του λιμανιού και στους συγκεντρωμένους επαρχιώτες του άστεως.
- Το Μαντείο των Δελφών είχε πει στους Λακεδαιμόνιους πως θα νικήσουν, και πως ο Πύθιος θεός θα τους βοηθήσει ακόμη κι αν δεν τον καλέσουν!!!
- Θυμηθείτε το άσμα που έλεγαν οι γεροντότεροι, πως «θα έλθει δωρικός πόλεμος και μαζί μ΄ αυτόν λοιμός»!!!
Αυτά και άλλα πολλά μετέφερε σαν πληροφορίες η γριά βάβω στον Θουκυδίδη.
- Αν ήσαν διαφορετικά τα πράγματα, αν για παράδειγμα είχαμε σιτοδεία, ο όχλος θα τραγουδούσε για λιμό (πείνα) και όχι για λοιμό (επιδημία). Τυχαίο είναι. Οι άνθρωποι άγονται και φέρονται από την απαιδευσιά τους. Δεν λαμβάνουν υπ΄ όψιν τους το τυχαίο. Καημένοι δεισιδαίμονες!», σχολίασε κρατώντας την κοιλιακή του χώρα από πόνο ο δεσπότης του οίκου.
- Όμως ο χρησμός που δόθηκε στους Σπαρτιάτες, έλεγε…»
- Μην συνεχίζεις άλλο! Δεν είναι όλοι εξαρτώμενοι από τις συμβουλές των μαντείων! Γνωρίζουμε πολύ καλά τον ρόλο τους!
- Σωστά τα λες φίλε μου», συμπλήρωσε ο Κίμων, ο αγαπημένος συγγενής του Θουκυδίδη, που εκείνη την ώρα έμπαινε στο σπίτι και άκουσε το σχόλιο της κυρά Θάλειας.
- Κίμων, οι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι για ό,τι πράττουν. Οι θεοί δεν ευθύνονται για τα ανθρώπινα. Ο άνθρωπος πορεύεται με τις δικές του δυνάμεις σε εγρήγορση. Στην ιστορία πάντα συμβαίνει κάτι που απαιτεί την αντίδραση και την σπουδή του ανθρώπου. Μέσα στη δύνη του πολέμου, στη συμφορά και στον θάνατο, μόνον οι ισχυροί μπορούν να αντιδράσουν. Οι ανήμποροι μένουν άβουλοι, έρμαια της τύχης τους. Μιας τύχης που δεν την ελέγχουν οι άνθρωποι, παρά μόνο αν είναι προικισμένοι με καρτερία και δύναμη, ικανοί για δράση και αντίδραση.»
- Και μιας και μιλάμε για αντίδραση, ας θυμηθούμε τον Θεμιστοκλή όταν αναγκάστηκε, αφού δεν μπορούσε να πείσει τον λαό με λογικά επιχειρήματα, παρουσίασε θεϊκά σημεία και μαντείες από τους Δελφούς.
- Ναι Κίμων, έστειλε θεωρούς στο μαντείο να ζητήσουν χρησμό από τον Απόλλωνα. Και η αχρειότητα του ιερατείου κατέληξε σε τόσο αντεθνική στάση, που ενώ οι Αθηναίοι αντιμετώπιζαν την εισβολή των Περσών στην πόλη, πήραν εκείνο τον φρικιαστικό και κατάπτυστο χρησμό, που τους παρότρυνε να εγκαταλείψουν την πατρίδα γιατί τους ανέμενε μεγάλη καταστροφή!
- Θυμάμαι καλά πώς το έλεγε:
«Άμοιροι, τι περιμένετε;
Φύγετε από την πατρίδα σας και πηγαίνετε στα έσχατα της γης…
Όλα τα γκρεμίζει η φωτιά και ο τρομερός Άρης
πάνω στο περσικό άρμα. Πολλά οχυρώματα θα καταστρέψει
και όχι μόνο το δικό σας» (Ηροδ. Ζ΄140)
- Δεν έγινε όμως έτσι! Οι Αθηναίοι έμειναν και ναυμάχησαν στην Σαλαμίνα και νίκησαν!
- Και βέβαια έμειναν και νίκησαν! Γιατί ο Θεμιστοκλής τράβηξε τα αυτιά του ξεπουλημένου ιερατείου που είχε μηδίσει. Του ιερατείου που είχε θεό όχι τον Απόλλωνα αλλά τον χρυσό, και πήρε τον «χρησμό» που ήθελε. Έτσι έπεισε για την ερμηνεία του τον λαό, δίνοντας στην Ελλάδα την επιφανέστερη νίκη κατά των βαρβάρων!
- Ήταν όμως ο Θεμιστοκλής, που η προσωπικότητά του επικύρωνε την δύναμη της μεγαλοφυΐας, ο πλέον θαυμαστός από οιονδήποτε άλλον στην σύνεση. Γιατί μόνο με την έμφυτη σύνεσή του, χωρίς να πληροφορηθεί κάτι προηγουμένως ή εκ των υστέρων, σχημάτιζε άριστη γνώμη με ελάχιστη σκέψη για τα κάθε φορά παρουσιαζόμενα ζητήματα. Για την έκβαση των μελλοντικών πραγμάτων έκανε άριστες προβλέψεις, αφού βρισκόταν πλησιέστερα προς αυτά. Είχε την ικανότητα να δίνει λεπτομερείς εξηγήσεις για όσα κάθε φορά ισχυριζόταν, και για όσα δεν είχε ασχοληθεί καθόλου είχε επίσης την ικανότητα να κρίνει ορθά. Προέβλεπε καλύτερα από κάθε άλλον το όφελος όσο και την ζημιά, ακόμη κι αν τα πράγματα δεν ήσαν φανερά. Και γενικά κάποιος θα μπορούσε να συμπεράνει πως, με την δύναμη της ευφυΐας του και με ελάχιστη μελέτη, εκείνος υπήρξε άριστος στο να βρίσκει εκ του προχείρου τι έπρεπε να γίνει για κάθε ζήτημα. (Θουκυδίδου Ιστορίαι Α΄138)
- Καταλαβαίνουμε λοιπόν, γιατί ο Θεμιστοκλής τράβηξε τα μαλλιά της Πυθίας και τα γένια των ιερέων του δελφικού μαντείου, και τους εξανάγκασε να μιλήσουν για «ξύλινα τείχη».
- Ναι, γιατί είχε την υποχρέωση, μα διέθετε και τον ανδρισμό να σώσει την πατρίδα του, ακόμη κι αν χρειάστηκε να «γρονθοκοπηθεί» με τους αργυρώνητους δελφικούς ιερείς. Εμείς οι ίδιοι είμαστε τα μαντεία και οι Απόλλωνες, Κίμων! Το είπε και ο Δημόκριτος: «Η τύχη είναι το είδωλο το οποίο οι άνθρωποι έπλασαν για να δικαιολογήσουν την διανοητική τους ικανότητα. Είναι γεγονός ότι η τύχη έρχεται σπανίως σε σύγκρουση με την σύνεση. Στις περισσότερες υποθέσεις της ζωής ευφυής νους μπορεί να επιδείξει οξυδέρκεια με επιτυχία.»
- Αρκετά σε κούρασα με την συνομιλία μας. Βλέπω την κατάστασή σου και ανησυχώ, Θουκυδίδη. Πρόσεχε σε παρακαλώ. Θα ξαναπεράσω να σε δω. Εύχομαι τα ματζούνια της κυρά Θάλειας να βοηθήσουν, αφού τίποτα άλλο δεν μπορεί να πολεμήσει αυτή την άγνωστη νόσο.
- Στο καλό Κίμων. Πρόσεχε κι εσύ τον εαυτό σου.
Οι μέρες περνούσαν και η κατάσταση της υγείας του συνεχώς επιδεινωνόταν. Ο ισχυρός βήχας και οι σπασμοί τον κρατούσαν άυπνο, η δίψα τον βασάνιζε, οι εξελκώσεις επεκτείνονταν στο σώμα του, και το κάψιμο που ένιωθε εσωτερικά τον έκαναν να μην ανέχεται ούτε ένα λεπτό σεντόνι πάνω του.
Η γριά παραμάνα ξενυχτούσε στην προσπάθειά της να κάνει κάτι για να τον βοηθήσει, και ο φίλος του γιατρός, ο Φιλήμων, να παρίσταται ανήμπορος μπροστά στην άγνωστη επιδημία.
Η νόσος τον βασάνισε αρκετά, μα κάποια μέρα άρχισε να υποχωρεί χωρίς αιτία και ο ασθενής να συνέρχεται. Όταν ανάρρωσε αρκετά, μπόρεσε με νηφαλιότητα ν΄ ακούσει τι συνέβαινε έξω από την οικία του και ν΄ αποφασίσει ν΄ αξιολογήσει την κατάσταση που επικρατούσε, βγαίνοντας και βλέποντας ο ίδιος, χωρίς τον παραμυθητικό φακό της προκατάληψης και της άγνοιας των υπηρετών του.
Το καλοκαίρι παρέδιδε την σκυτάλη στο φθινόπωρο με τους υγρούς νοτιάδες να κάνουν την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Είχε μπει ο Βοηδρομιών (σελήνη Σεπτεμβρίου) και ο Θουκυδίδης αναχώρησε από το σπίτι για την επιτόπια έρευνά του. Θα επέστρεφε μετά από μέρες, για να καταγράψει όσα είδε με αντικειμενικότητα και γνώση. Μόνο που δεν φαντάστηκε, όταν έκλεινε πίσω του η πόρτα του σπιτιού αναχωρώντας, την τραγικότητα της κατάστασης.
Πράγματι, επιστρέφοντας, πήρε την γραφίδα και άρχισε να ιστορεί:
«Θα αναφέρω την πορεία και τα συμπτώματα του νοσήματος, ώστε αν εμφανιστεί εκ νέου, να το γνωρίζει ο καθένας εκ των προτέρων και να μην αγνοεί ότι και τότε θα πρόκειται για το ίδιο νόσημα. Είμαι είς θέσιν να το κάνω, διότι και ο ίδιος προσβλήθηκα και άλλους πάσχοντες είδα με τα μάτια μου.»
Η ευρεία παιδεία, η καλλιέργεια και οι γνώσεις ιατρικής που είχε λάβει, τον έκαναν να περιγράψει με μοναδική ακρίβεια την κυριότερη αιτία της πτώσεως των Αθηνών, αυτήν του λοιμού, που διήρκεσε περίπου δυο χρόνια, αποδεκατίζοντας το μεγαλύτερο μέρος του μάχιμου, και όχι μόνον, πληθυσμού.
«Λίγες μέρες μετά την εισβολή των Λακεδαιμονίων στην Αττική, άρχισε να εμφανίζεται μεταξύ των Αθηναίων η νόσος, που προηγουμένως είχε ενσκήψει σε πολλούς τόπους, τόσο μεγάλη όμως φθορά σε ανθρώπους σε κανένα άλλο μέρος δεν αναφέρθηκε ότι έγινε. Γιατί, ούτε οι γιατροί επαρκούσαν προσπαθώντας να θεραπεύσουν μιαν άγνωστη σε αυτούς αρρώστια, αλλά και οι ίδιοι πέθαιναν συχνότερα από τους άλλους, επειδή πλησίαζαν περισσότερο τους ασθενείς.
Οι παρακλήσεις που έκαναν οι άνθρωποι στα ιερά των θεών, οι χρησμοί, και όλα όσα παρόμοια μεταχειρίστηκαν, όλα αποδείχθηκαν ανωφελή. Στο τέλος, έπαψαν να καταφεύγουν σ΄ αυτά υποκύπτοντας στην συμφορά.
Η νόσος εμφανίστηκε, όπως λένε, πρώτα στην Αιθιοπία, έπειτα στην Αίγυπτο, στην Λιβύη, και στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας του βασιλέως των Περσών. Στην πόλη των Αθηναίων ενέσκηψε ξαφνικά και πρόσβαλε πρώτα τους ανθρώπους στον Πειραιά.
Την χρονιά εκείνη, όπως όλοι παραδέχονται, συνέβη να είναι απ΄ όλα τα χρόνια η πλέον απαλλαγμένη από άλλες αρρώστιες. Ακόμη κι αν κανείς αρρώσταινε από κάποια άλλη νόσο, τελικά όλα τα νοσήματα έπαιρναν την μορφή της νέας επιδημίας. Τους άλλους, χωρίς να προηγηθεί καμιά αφορμή, ξαφνικά, ενώ ήσαν υγιείς, τους κατελάμβανε πρώτα ισχυρός πυρετός της κεφαλής, παρουσιάζονταν κοκκινίλες και φλόγωση των ματιών, και εσωτερικά, δηλαδή ο φάρυγγας και η γλώσσα, γίνονταν αμέσως αιματώδη και έβγαζαν μιαν ασυνήθιστη δυσωδία. Μετά απ΄ αυτά επερχόταν φτάρνισμα και βραχνάδα, και εντός ολίγου κατέβαινε στο στήθος ο πόνος συνοδευόμενος από ισχυρό βήχα. Όταν προσέβαλε το στομάχι, το ανέστρεφε με εμετούς χολής όλων των ειδών και με μεγάλη ταλαιπωρία. Οι περισσότεροι καταλαμβάνονταν από λόξυγκα χωρίς εμετό, προκαλούσαν όμως ισχυρό σπασμό που έπαυε μετά από λίγο. Και εξωτερικά μεν το σώμα ούτε πολύ θερμό φαινόταν όταν κανείς το άγγιζε, ούτε ήταν πολύ ωχρό, αλλά κάπως κόκκινο, πλαδαρό και έφερε ως εξανθήματα μικρές φλύκταινες και έλκη. Το εσωτερικό όμως του σώματος έκαιγε τόσο πολύ, που οι ασθενείς δεν ανέχονταν ούτε τα λεπτότερα ενδύματα, αλλά μόνον γυμνοί μπορούσαν να μένουν, και πολύ ευχαρίστως θα έπεφταν μέσα σε κρύο νερό. Πολλοί μάλιστα, όταν δεν τους έβλεπε κάποιος, το έκαναν πράγματι, πέφτοντας σε φρέατα εξ αιτίας της διαρκούς δίψας τους. Το νερό όμως που έπιναν οι ασθενείς είτε πολύ είτε λίγο, έφερνε το ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή, δεν τους ανακούφιζε. Σε όλη την διάρκεια της νόσου οι ασθενείς βασανίζονταν χωρίς να μπορούν να ησυχάσουν ή να κοιμηθούν.
Το σώμα, όσο χρόνο η νόσος βρισκόταν στην ακμή της, δεν εξαντλούταν, αλλά άντεχε στην κακουχία, ώστε ή πέθαιναν οι περισσότεροι την ένατη ή και την έβδομη μέρα διατηρώντας ακόμη την δύναμή τους, ή όσοι τυχόν γλίτωναν, πέθαιναν οι περισσότεροι από αδυναμία, εφ΄ όσον το νόσημα κατέβαινε στην κοιλιά εντός της οποίας παρουσιαζόταν ισχυρή εξέλκωση και επίμονη διάρροια.
Αν κάποιος διέφευγε τους μέγιστους κινδύνους, παρέμεναν εν τούτοις τα συμπτώματα της νόσου στα άκρα του, προσβάλλοντας τα γεννητικά όργανα και τις άκρες των χεριών και ποδιών, με αποτέλεσμα πολλοί να χάνουν τα μέλη αυτά διαφεύγοντας τον θάνατο, αν και μερικοί έχαναν και τα μάτια τους. Άλλοι πάλι, καταλαμβάνονταν από γενική αμνησία μόλις περνούσε η νόσος, και δεν αναγνώριζαν πια ούτε τους εαυτούς τους ούτε τους συγγενείς τους.
Η νόσος με την μορφή που εμφανίστηκε, υπήρξε ανώτερη κάθε περιγραφής και πρόσβαλε τα θύματά της σκληρότερα απ΄ όσο αντέχει ο ανθρώπινος οργανισμός. Τα πτηνά και τα τετράποδα, όσα τρώνε ανθρώπινα πτώματα, ή δεν πλησίαζαν τα πολυάριθμα άταφα σώματα, ή αν έτρωγαν, μολύνονταν και πέθαιναν. Απόδειξη αυτού υπήρξε η φανερή εξαφάνιση των πτηνών αυτών, οι δε σκύλοι αποδεικνύουν το πράγμα καλύτερα, επειδή ζουν με τους ανθρώπους.
Όσοι προσβλήθηκαν από τη νόσο, πέθαναν. Κανένα απολύτως μέσον θεραπείας δεν υπήρξε τόσο αποτελεσματικό, ώστε όταν προσφερόταν να ωφελήσει, γιατί, ό,τι ωφελούσε τον έναν, το ίδιο έβλαπτε τον άλλον. Η κράση του σώματος του ασθενούς δεν έπαιζε κανένα ρόλο αν ήταν ισχυρή ή αδύναμη, και το νόσημα καταλάμβανε όλους τους οργανισμούς, ακόμη και των ανθρώπων που εφάρμοζαν αυστηρότατη δίαιτα.
Το φοβερότερο όμως όλης αυτής της συμφοράς ήταν η απογοήτευση που καταλάμβανε όποιον καταλάβαινε ότι προσβλήθηκε από τη νόσο, γιατί αμέσως όλοι σχημάτιζαν την ιδέα ότι δεν είχαν καμιά ελπίδα σωτηρίας, και γι΄ αυτό δεν έκαναν τίποτα για να σωθούν, και αφ΄ ετέρου, το γεγονός ότι μολύνονταν ο ένας από τον άλλον που περιποιόταν, και πέθαιναν όπως τα πρόβατα. Γιατί, αν οι υγιείς, από φόβο δεν ήθελαν να πλησιάσουν τους ασθενείς, εκείνοι πέθαιναν εγκαταλελειμμένοι και πολλά σπίτια ερημώθηκαν επειδή κανείς δεν παρουσιαζόταν για να βοηθήσει τους ασθενείς. Αν δε πλησίαζαν, μολύνονταν και πέθαιναν, και περισσότερο όσοι θέλησαν να δείξουν κάπως ευγενική συμπεριφορά και από ντροπή αδιαφορώντας για την ζωή τους, έμπαιναν στα σπίτια των φίλων τους. Στο τέλος, είχε καταντήσει, ώστε οι οικείοι να μην θρηνούν τους δικούς τους νεκρούς, αφού τους είχε καταβάλει αυτή η μέγιστη συμφορά.
Αντίθετα, όσοι από εκείνους που προσβλήθηκαν και διέφυγαν τον θάνατο, έδειχναν οίκτο για τους νεκρούς και τους πάσχοντες επειδή είχαν πείρα. Άλλωστε, δεν είχαν πια φόβο, γιατί η νόσος δεν προσέβαλε για δεύτερη φορά τον ίδιο άνθρωπο, τουλάχιστον με την θανατερή της μορφή. Και θεωρούνταν ευτυχείς από τους άλλους, αλλά και οι ίδιοι, λόγω της μεγάλης χαράς που τους κατείχε εκείνη τη στιγμή, είχαν μιαν αμυδρή ελπίδα ότι και στο μέλλον ίσως ποτέ δεν θα πέθαιναν, ούτε από οποιαδήποτε άλλη αρρώστια.
Πολλοί από τους πεθαμένους κείτονταν ο ένας πάνω στον άλλο, πολλοί κυλιόντουσαν στους δρόμους γύρω από τις κρήνες λόγω της δίψας τους. Οι ναοί, στους οποίους είχαν εγκατασταθεί οι κάτοικοι της υπαίθρου που συγκεντρώθηκαν στο άστυ, ήσαν γεμάτοι πτώματα, γιατί οι άνθρωποι πιεζόμενοι υπερβολικά από τη συμφορά, δεν είχαν τι να κάνουν και τράπηκαν σε γενική παραμέληση των ιερών και των οσίων. Παραβιάστηκαν ακόμα και όλα τα έθιμα που αφορούσαν στην ταφή, και ο καθένας έθαπτε τον νεκρό του όπως μπορούσε. Πολλοί μάλιστα, που δεν είχαν τα αναγκαία μέσα επειδή προηγήθηκε η ταφή πολλών άλλων δικών τους, κατέφευγαν σε επαίσχυντα μέσα ταφής. Έτρεχαν σε ξένες πυρές και αφού προλάβαιναν εκείνους που είχαν συγκεντρώσει τα ξύλα, απέθεταν τους δικούς τους νεκρούς και άναβαν την πυρά. Άλλοι, όσο χρόνο καιγόταν ο νεκρός, έριχναν και τον δικό τους νεκρό επάνω και έφευγαν αμέσως.
Η νόσος υπήρξε ως προς τα άλλα η πρώτη αφορμή μεγαλύτερης παρανομίας στην πόλη. Γιατί, τώρα ευκολότερα τολμούσε κανείς να κάνει όσα προηγουμένως ήθελε για την ευχαρίστησή του και τα έκρυβε. Αφού έβλεπαν ότι η κατάσταση συνεχώς μεταβαλλόταν και μερικοί πλούσιοι πέθαιναν αιφνίδια, τους έπαιρναν τις περιουσίες. Έτσι όλοι σκέπτονταν ότι έπρεπε να κυνηγούν τις άμεσες απολαύσεις και τέρψεις, θεωρώντας εφήμερα και τα σώματα και τις περιουσίες. Και κανείς δεν ήταν πρόθυμος να κοπιάσει για το καλό, γιατί πίστευαν ότι ήταν άχρηστο να το επιτύχει αφού θα πεθάνει. Μόνο εκείνο που παρείχε άμεση ευχαρίστηση κατάντησε να θεωρείται καλό και χρήσιμο.
Τον λαό δεν συγκρατούσε κανένας φόβος θεών ή νόμος των ανθρώπων, γιατί πίστευαν ότι μεταξύ ευσεβών και ασεβών καμία διαφορά δεν υπάρχει, εφ΄ όσον όλοι αδιακρίτως πέθαιναν, και γιατί κανείς δεν ανέμενε να ζήσει μέχρι να δικαστεί και τιμωρηθεί για την παρανομία του. Πολύ μεγαλύτερη ποινή θεωρούσαν αυτήν που είχε ήδη αποφασιστεί και κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια τους, την αρρώστια, και έκριναν ότι ήταν φυσικό ν΄ απολαύσουν κάπως την ζωή, πριν εκτελεστεί αυτή η ποινή.
Αυτά σχετικά με την επιδημία.» (Α΄49,50)
…………
Άφησε την γραφίδα αδύναμος ακόμη. Είχε αναρρώσει εξ ολοκλήρου, όμως οι δυνάμεις του ήσαν μετρημένες. Θα διέκοπτε για λίγο την συγγραφή του έργου περιμένοντας τον Ιπποκράτη που βρισκόταν τις ημέρες εκείνες στην Αθήνα, για να βοηθήσει στην καταπολέμηση της νόσου.
- Χαίρε Θουκυδίδη, ταχύτατε στην σκέψη.
- Χαίρε Ιπποκράτη, μεγάλε ασκληπιάδη.
- Ενθουσιάζομαι όταν σε βλέπω να επιτελείς το σημαντικό έργο σου. Πρέπει να καταγραφούν όλα τα στοιχεία που συνέλεξες. Είναι αναγκαίο οι άνθρωποι των μελλοντικών γενεών να μάθουν την αλήθεια και να διδαχθούν απ΄ αυτήν, με αντικειμενικό κι επιστημονικό τρόπο.
- Αυτό προσπαθώ φίλε μου, και μάλιστα χρησιμοποιώ την δική σου μέθοδο, ως ερευνητής που θεωρούμαι. Από την σπουδή των επί μέρους συγκεκριμένων πραγμάτων, στην κατανόηση των γενικότερων σχέσεών τους, επομένως στην προσέγγιση της ιστορικής αλήθειας, αυτής που υπηρετώ με πάθος και δεν απομακρύνομαι ποτέ. Ευελπιστώ μόνο να προλάβω να ολοκληρώσω το έργο μου.
- Μην λησμονείς πως, η ιστορική γνώση και αλήθεια, ανήκουν στους ζωντανούς ανθρώπους. Σ΄ αυτούς που δρουν και προσπαθούν, σ΄ αυτούς που διαφυλάττουν και τιμούν κάτι. Προ πάντων σ΄ εκείνους που αγωνίζονται έναν μεγάλο αγώνα, που χρειάζονται πρότυπα, δασκάλους, και δεν μπορούν να τους βρουν ανάμεσα στους δικούς τους και στο παρόν.
- Για όλους αυτούς γράφω, για τους ανθρώπους των επερχόμενων γενεών, για να διδαχθούν από τα δικά μας λάθη και να μην τα επαναλάβουν. «Το πάθημα μάθημα», όπως λέει ο Σοφοκλής.
- Είμαι σίγουρος ότι αξίζει η προσπάθειά σου. Πρέπει να διδαχθούν οι άνθρωποι να φυλάγονται από τους Κλέωνες, τους Αλκιβιάδηδες που καθιστούν την δημοκρατία ευάλωτη, και να ενθαρρύνουν όσο και εμπιστεύονται τους Διόδοτους και τους Περικλείς της δημόσιας ζωής.
…………….
Είναι το εικοστό πρώτο έτος του πολέμου. Ενός πολέμου που χαρακτηρίστηκε ως το τραγικότερο πολεμικό δράμα της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, πλέον αξιόλογος του Τρωικού και Περσικού, που με δυο ναυμαχίες και δυο πεζομαχίες έφερε γρήγορα την κρίση.
Και η γραφίδα του επιστήμονα ιστορικού θα καταγράψει:
«Σκληρή μορφή πήρε ο εμφύλιος πόλεμος, και φάνηκε ακόμη σκληρότερος γιατί ήταν ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος που έγινε μεταξύ των Ελλήνων, αφού αργότερα ολόκληρη σχεδόν η Ελλάδα περιήλθε σε εμφυλίους πολέμους λόγω των κομματικών διαφορών, ώστε σε κάθε πόλη οι αρχηγοί των δημοκρατικών να καλούν σε βοήθεια τους Αθηναίους, και των ολιγαρχικών τους Λακεδαιμόνιους.
Και λόγω των εμφυλίων πολέμων επήλθαν στις πόλεις πολλές και μεγάλες συμφορές, πράγμα που γίνεται και θα γίνεται πάντοτε, όσον η ανθρώπινη φύση παραμένει η ίδια. Διότι σε καιρό ειρήνης και καλής πολιτικής κατάστασης οι πόλεις και οι άνθρωποι έχουν καλύτερες διαθέσεις, επειδή δεν αναγκάζονται να ενεργήσουν παρά την θέλησή τους. Ο πόλεμος όμως, που εξαφανίζει σιγά-σιγά κάθε ευκολία της καθημερινής ζωής, διδάσκει και επιβάλλει την βία και εξομοιώνει την ψυχική διάθεση των ανθρώπων προς την επικρατούσα την στιγμή εκείνη πολεμική κατάσταση.
Έγιναν λοιπόν εμφύλιοι πόλεμοι στις πόλεις και όπου καθυστέρησαν να εκραγούν, εκεί, κατά τη γνώμη μου, λόγω της πείρας που είχαν αποκτήσει από προηγούμενους εμφυλίους πολέμους, έγιναν εφευρετικότεροι και τελειοποίησαν τους τρόπους επιθέσεως κατά των αντιπάλων, και τις επιβαλλόμενες παράδοξες τιμωρίες.
Οι άνθρωποι άλλαξαν την συνηθισμένη σημασία των λέξεων και τους έδωσαν όχι την πραγματική, αλλά την κατά την γνώμη τους συμφέρουσα. Η αλόγιστη τόλμη λ.χ. θεωρήθηκε ανδρεία υπέρ των ομοϊδεατών, ενώ η προβλεπτική διστακτικότητα θεωρήθηκε εύσχημη δειλία. Η σωφροσύνη θεωρήθηκε πρόσχημα ανανδρίας, και η σύνεση για το κάθε τι θεωρήθηκε τέλεια αδράνεια. Η μανιώδης ορμητικότητα προστέθηκε στα προσόντα πραγματικού ανδρός, ενώ η επανεξέταση ληφθείσας αποφάσεως για την ασφαλέστερη επιτυχία της, θεωρήθηκε ως εύσχημη πρόφαση υπεκφυγής. Όποιος φαινόταν σκληρός κατά των εχθρών του ήταν άξιος εμπιστοσύνης, ενώ όποιος πρόβαλλε αντιρρήσεις θεωρούνταν ύποπτος. Όποιος μηχανευόταν μιαν επιβουλή και την επιτύχαινε θεωρούνταν έξυπνος, και όποιος την προέβλεπε και την ματαίωνε, θεωρούνταν ακόμη εξυπνότερος. Αλλά, όποιος είχε πάρει τα μέτρα του ώστε να μην του χρειαστεί ούτε αυτός να κάνει επιβουλή εναντίον άλλου, ούτε να ματαιώσει επιβουλή άλλου εναντίον του, αυτός θεωρούνταν διαλυτικό στοιχείο και τρομοκρατημένος από τους εχθρούς του. Και γενικώς, θεωρούνταν αξιέπαινος όποιος προλάβαινε άλλον που επρόκειτο να του κάνει κακό, και όποιος παρακινούσε άλλον να κάνει κακό που δεν είχε υπ΄ όψιν του να κάνει.
Αλλά και η συγγένεια θεωρούνταν κατώτερος δεσμός εν συγκρίσει προς τον κομματικό, επειδή καθένας ήταν προθυμότερος να τολμήσει οτιδήποτε και απροφάσιστα υπέρ των ομοφρόνων του. Γιατί αυτές οι κομματικές ενώσεις δεν δημιουργούνται βάσει των νόμων προς αλληλοβοήθεια των μελών, αλλά πέρα από τους ισχύοντες νόμους, για την επιδίωξη αθέμιτων κερδών.
Την εμπιστοσύνη μεταξύ τους δεν την στήριζαν στον θείο νόμο και στους όρκους, αλλά στην κοινή παρανομία. Όσα σωστά έλεγαν οι αντίπαλοί τους τα παραδέχονταν, όχι από γενναιοφροσύνη αν ήσαν ισχυρότεροι, αλλά με διάφορες προφυλάξεις που έπαιρναν απέναντί τους. Καθένας θεωρούσε προτιμότερο να εκδικηθεί κάποιον, παρά να πάθει ο ίδιος προηγουμένως κακό. Αιτία όλων αυτών ήταν η εξουσία που την ήθελαν λόγω πλεονεξίας και της φιλοδοξίας τους. Από την τάση αυτή και από την αυξανόμενη φιλονικία τους προήλθε και η προθυμία τους για εξουσία. Γιατί οι αρχηγοί κομμάτων στις διάφορες πόλεις πρόβαλαν ο καθένας τους ως πρόσχημα τις ωραίες ιδέες που ήθελαν να πραγματοποιήσουν. Οι αρχηγοί των δημοκρατικών πρόβαλαν την ισονομία και την πολιτική ελευθερία του λαού, ενώ οι ολιγαρχικοί την συνετή διακυβέρνηση των αρίστων.
Έτσι μόνο με λόγια φρόντιζαν για τα κοινά, στην πραγματικότητα όμως θεωρούσαν τα κοινά ως βραβεία για τον νικητή. Γι΄ αυτό, αγωνιζόμενοι με κάθε τρόπο να επικρατήσει ο ένας εις βάρος του άλλου, έφτασαν στο σημείο να κάνουν φοβερότερα εγκλήματα και αντεκδικήσεις ακόμη μεγαλύτερες, και δεν τα περιόρισαν αυτά μέχρι του σημείου που θεωρούσαν ότι ήσαν δίκαια και συμφέροντα στην πόλη, αλλά και οι δύο έθεταν ως όριο το σημείο που κάθε φορά έφτανε η ευχαρίστηση της αντεκδίκησης, και καταδικάζοντας άδικα τους αντιπάλους τους ή υποτάσσοντάς τους με την βία, ήσαν πρόθυμοι να χορτάσουν το στιγμιαίο πάθος τους με τρομερές ποινές.
Οι μετριοπαθείς πολίτες που δεν ανήκαν σε καμία πολιτική παράταξη, εξολοθρεύονταν και από τις δυο, είτε γιατί δεν βοηθούσαν, είτε γιατί τους φθονούσαν επειδή ζούσαν ήσυχα και μακριά από τους κινδύνους.
Έτσι, λόγω των εμφυλίων πολέμων σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο επικράτησε κάθε είδος κακοτροπίας, και οι άνθρωποι με καλό χαρακτήρα, όπως είναι οι περισσότεροι που έχουν ευγενικά φρονήματα, εξευτελίστηκαν και εξαφανίστηκαν, ενώ αντιθέτως, μεγάλη ανάπτυξη πήρε η διαρκής αντίθεση γνωμών και η αμοιβαία δυσπιστία. Γιατί ούτε ο όρκος που δινόταν κρατούνταν ώστε να προσφέρει την συμφιλίωση, ούτε όρκος που να προκαλεί φόβο αν τον παρέβαιναν, αλλά όσοι γενικά έχοντας υπ΄ όψιν τους ότι δεν θα επικρατούσαν οι συμφωνίες και οι όρκοι και δεν είχαν καμία ελπίδα για να στηριχθούν πάνω τους, προσπαθούσαν να πάρουν προφυλάξεις για να μην πάθουν κακό, από το να δείξουν εμπιστοσύνη σ΄ αυτά.
Και ως επί το πλείστον, επικρατούσαν οι περισσότερο αμόρφωτοι. Γιατί έχοντας επίγνωση της δικής τους κατωτερότητας και της υπεροχής των αντιπάλων τους, φοβούνταν μήπως στις συζητήσεις νικηθούν και μήπως πέσουν θύματα της επιβουλής των αντιπάλων λόγω της μεγάλης οξυδέρκειας εκείνων, και γι΄ αυτό με μεγάλη τόλμη προχωρούσαν στην εκτέλεση των σκοπών τους. Οι μορφωμένοι, επειδή τους περιφρονούσαν νομίζοντας ότι θα καταλάβουν κάθε σχεδιαζόμενη πράξη τους και δεν θα υπήρχε ανάγκη να χρησιμοποιήσουν βία για να πάρουν κάτι που θα μπορούσαν να το πάρουν με την οξυδέρκειά τους, δεν έπαιρναν προφυλάξεις και έτσι εξολοθρεύονταν.» (Α΄83)
Έτσι κατέγραψε ο κάλαμος του Θουκυδίδη αντικειμενικά και αυστηρά, κρίνοντας τις καταστάσεις που δημιουργούσε η χαοτική συμπεριφορά στον πόλεμο.
…………….
«Ιεροσυλία!!!! Ιεροσυλία!!!» κραύγαζαν με οργή και αγανάκτηση οι Αθηναίοι αντικρίζοντας τις ακρωτηριασμένες ερμαϊκές στήλες στην πόλη εκείνο το μαγιάτικο πρωινό του 415π.Χ
«Κακός οιωνός για την εκστρατεία!», σχολίαζαν εκδηλώνοντας την δεισιδαιμονία τους πολλοί.
«Πρέπει να βρεθούν και να τιμωρηθούν οι ερμοκοπίδες», απαιτούσε ο λαός από τους άρχοντες.
«Ο Αλκιβιάδης πρέπει να είναι και αυτός αναμεμειγμένος. Θυμηθείτε πως παρωδούσε τα Ελευσίνια Μυστήρια μέσα στην οικία του μαζί με τον λογογράφο Ανδοκίδη και τον Ευφίλητο! Και τώρα είναι στρατηγός της εκστρατείας! Είναι ένας έκλυτος και ιερόσυλος άνδρας!», αποφαίνονταν αρκετοί από τους πολίτες για τον έναν από τους τρεις στρατηγούς της εξόρμησης των Αθηναίων προς την Δύση.
Πράγματι, οι άρχοντες Πείσανδρος και Κλεώνυμος πρότειναν με ψήφισμα να δοθούν «μεγάλα μήνυτρα», δηλαδή μεγάλες αμοιβές στους καταδότες των ενόχων, και μάλιστα, να τους αμνηστεύσουν σε ενδεχόμενη συμμετοχή τους στην ιερόσυλη πράξη. Αποδόθηκε κατηγορία στον Αλκιβιάδη και σε εννέα άλλους κατηγορούμενους. Εκείνοι θανατώθηκαν. Όσο για τον στρατηγό, αναβλήθηκε η δίκη του για μετά την επιστροφή του από την αποστολή που του ανέθεσαν οι Αθηναίοι.
Οι προετοιμασίες εκείνες για την εκστρατεία προς την Σικελία ήσαν οι μεγαλύτερες που έγιναν ποτέ. Η καταπληκτική τόλμη, η λαμπρότητα της εμφανίσεως, ο υπερβολικός αριθμός του στρατού συγκριτικά με εκείνους εναντίον των οποίων θα έρχονταν, ο μακρότατος διάπλους και η μέγιστη ελπίδα για τα αναμενόμενα αποτελέσματα, έκαναν την εκστρατεία αυτή περιβόητη.
Από πολλούς θεωρήθηκε σαν μια επίδειξη δυνάμεως και εξουσίας των Αθηναίων, παρά ως πολεμική προπαρασκευή εναντίον εχθρών.
Πολλά ήσαν τα έθνη των Ελλήνων και των βαρβάρων που κατοικούσαν την Σικελία, και εναντίον αυτής που ήταν τόσο μεγάλη θέλησαν να εκστρατεύσουν οι Αθηναίοι θέλοντας στην πραγματικότητα να γίνουν κύριοι ολόκληρης της νήσου, προφασιζόμενοι όμως ότι θέλουν να βοηθήσουν τους ομοεθνείς τους και τους συμμάχους.
Οι Αθηναίοι και όσοι από τους συμμάχους τους βρίσκονταν στην Αθήνα, κατέβηκαν την ορισμένη μέρα με την αυγή στο λιμάνι του Πειραιά για να επιβιβαστούν στα πλοία για αναχώρηση. Μαζί τους κατέβηκε και όλος σχεδόν ο πληθυσμός της πόλεως, πολίτες και ξένοι. Οι Αθηναίοι χαιρετούσαν τους δικούς τους, φίλους, συγγενείς, γιους. Βάδιζαν με ελπίδες και θρήνους μαζί, γιατί θα είχαν βέβαια νέες κατακτήσεις, αλλά τους δικούς τους ίσως να μην τους ξανάβλεπαν ποτέ. Αναλογίζονταν το μάκρος του ταξιδιού που θα έκαναν όσοι έφευγαν από την πατρίδα, και την ώρα του αποχαιρετισμού συλλογίζονταν τα δεινά του πολέμου περισσότερο τώρα, παρά όταν αποφάσιζαν την εκστρατεία. Έπαιρναν όμως πάλι θάρρος, βλέποντας μπροστά στα μάτια τους το πλήθος της προετοιμασίας που φανέρωνε πόσο μεγάλη ήταν η αθηναϊκή δύναμη εκείνη την εποχή. Οι ξένοι και ο υπόλοιπος λαός είχαν πάει να δουν το θέαμα με την σκέψη πως ήταν κάτι το εξαιρετικό, που και με την φαντασία τους ακόμη ήταν δύσκολο να το συλλάβουν.
Πραγματικά, η εκστρατεία αυτή ήταν η δαπανηρότερη και η λαμπρότερη από όσες υπερπόντιες είχαν οργανωθεί έως τώρα από μια μόνο πολιτεία και με δυνάμεις καθαρά ελληνικές.
Όταν επιβιβάστηκαν όλα τα πληρώματα και φορτώθηκαν όλα όσα έπρεπε να πάρουν μαζί τους, η σάλπιγγα σήμανε σιωπητήριο, και η συγκίνηση έφτασε στην κορύφωση. Οι συνηθισμένες πριν από κάθε ταξίδι ευχές, όχι όμως σε κάθε πλοίο ξεχωριστά αλλά σε όλα μαζί, άρχισαν να προσφωνούνται με τον ρυθμό που τους έδινε ο κήρυκας. Σε όλο το στράτευμα είχαν αναμείξει κρασί σε κρατήρες και οι αξιωματικοί όσο και οι οπλίτες, έκαναν σπονδές με χρυσά ή ασημένια ποτήρια. Αφού τραγούδησαν τον παιάνα όλοι μαζί και τελείωσαν οι σπονδές, ανοίχτηκαν στο πέλαγος. Μπροστά στα έκπληκτα από θαυμασμό μάτια των Αθηναίων ο στόλος άνοιγε πανιά σε μια επεκτατική απόπειρα του αθηναϊκού κράτους προς την Δύση, χωρίς όμως να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της πρώτα με τους εχθρούς του εδώ στην Ελλάδα.
«Φεύγουν χωρίς σχέδιο δράσης, μόνο με ελπίδες! Τι άτοπο!», σκέφτονταν οι πιο συνετοί, εκείνοι που είχαν αντιταχθεί στην εκκλησία του δήμου, στην λήψη της απόφασης για την επίθεση των Αθηναίων στις κυρίαρχες στην Σικελία Συρακούσες.
«Θαλασσοκρατούμε στις δικές μας θάλασσες. Είναι παράλογη η απαίτηση να γίνουμε κοσμοκράτορες, είναι ύβρις!», συμφωνούσαν μεταξύ τους στις συζητήσεις.
«Θα είναι τρομερό αν αναλάβει τη νουθεσία μας η Νέμεσις!»
Οι φόβοι όμως των ανθρώπων και η ανείπωτη πρόρρηση που έκαναν σκεπτόμενοι τα χειρότερα, επαληθεύθηκαν με τον πλέον τραγικό τρόπο. Το εκστρατευτικό σώμα των Αθηναίων και των συμμάχων τους αποδεκατίστηκε. Αιχμάλωτοι οι στρατιώτες σύρθηκαν για να εργαστούν στα λατομεία κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Από το πλήθος των 55.000 πολεμιστών που εκστράτευσε, ελάχιστοι επέστρεψαν για να ανακοινώσουν το μέγεθος της καταστροφής και να ντύσουν την Αθήνα στο πένθος και τον θρήνο. Πολλοί λίγοι ήσαν εκείνοι που είχαν καταλάβει, τότε που μιλούσε ο Περικλής και έλεγε:
«Θα νικήσουμε, αν μείνουμε ήσυχοι φροντίζοντας το ναυτικό μας, και αν δεν επιδιώξουμε κατακτήσεις κατά την διάρκεια του πολέμου, και δεν μπλέξουμε την πόλη μας σε κινδύνους.»
Με πόσο τραγικό τρόπο το θυμήθηκαν!
……………..
Ο ήλιος ανέτειλε πάνω από το Παγγαίο όρος φωτίζοντας την Σκαπτή Ύλη.
Ο εξόριστος Αθηναίος με την θρακική καταγωγή συνέχιζε την συγγραφή του έργου του, ταξιδεύοντας ακόμη και στην Σικελία και Ιταλία ως «πολεμικός ανταποκριτής» προκειμένου να συλλέξει στοιχεία για να καταγράψει την εκστρατεία των Αθηνών εναντίον των Συρακουσών, που κατατέθηκε σε μια από τις μελανότερες σελίδες της αθηναϊκής ηγεμονίας.
Έχουν περάσει εννέα χρόνια από τότε που κατηγορήθηκε για προδοσία, και φοβούμενος την εμπάθεια των αντιπάλων του, προτίμησε την εκούσια εικοσαετή εξορία. Από το ψήφισμα του Καννωπού που δήλωνε πως, όποιος αδικούσε τον δήμο θα ριχνόταν στο βάραθρο και θα δημευόταν η περιουσία του, προτίμησε να αγνοήσει τον δημαγωγό Κλέωνα που διόγκωσε στο δικαστήριο τις συνέπειες του ατυχήματος της Αμφίπολης, και να αποχωρήσει από την Αθήνα.
Ήταν το έτος 424π.Χ όταν έγινε στρατηγός σε μια μοίρα του αθηναϊκού στόλου στο βόρειο Αιγαίο. Η αποτυχία του να σώσει την Αμφίπολη από τα χέρια του Βρασίδα, δίκαια ή άδικα προκάλεσε αυτή την εξορία. Η λιγόλογη αναφορά στο σύγγραμμά του για την διαβολή από τον Κλέωνα και την αδικία από τον δήμο, η μεγαλοπρεπής αυτή σιγή, αποδεικνύει την αθωότητα του στρατηγού, την αριστοκρατική του φύση και το υψηλόφρων ήθος του.
Τώρα, κάτω από το λαμπρό φως της θρακικής γης καταγράφει όσα συμβαίνουν. Και τα καταγράφει όπως έγιναν. Ο Θουκυδίδης στέκεται σε απόσταση από τους ακροατές του, αριστοκράτης και στον τρόπο του σκέπτεσθαι και στον τρόπο του λέγειν. Το κύριο γι΄ αυτόν είναι το θέμα του και όχι ο ακροατής, αυτός μπορεί να είναι αδιάφορος ή κακόγνωμος, αλλά ο ιστορικός δεν ενδιαφέρεται να τον επαναφέρει στην ορθή οδό. Μέσα στις σελίδες του έργου, οι αναγνώστες του Θουκυδίδη διαβάζουν:
«Την στέρηση ελευθερίας δεν την επιφέρει εκείνος που υποδούλωσε άλλον λαό, αλλά κυρίως εκείνος που έχει μεν την δύναμη να τον ελευθερώσει, αλλά αδιαφορεί.» (Α΄69)
«Αλλά είναι αιώνιος νόμος, ο ασθενέστερος να περιορίζεται από τον ισχυρότερο.» (Α΄76)
«Καθώς φαίνεται, οι άνθρωποι οργίζονται περισσότερο όταν αδικούνται παρά όταν εκβιάζονται. Γιατί η αδικία φαίνεται ότι προέρχεται από άνθρωπο που έχει ίσα δικαιώματα, ενώ η βία είναι αποτέλεσμα καταναγκασμού από τον ισχυρότερο.» (Α΄77)
«Δεν πρέπει να νομίζουμε ότι διαφέρει πολύ άνθρωπος από άνθρωπο, αλλά ότι καλύτερος είναι εκείνος που εκπαιδεύεται στα πιο αναγκαία για κάθε περίσταση.» (Α΄84)
«Η καταφρόνηση του αντιπάλου, επειδή πολλούς οδηγεί στην καταστροφή, έχει ονομαστεί, ως αντίθετη της σωφροσύνης, αφροσύνη.» ( Α΄122)
«Για κανέναν δεν θεωρείται ντροπή το να παραδέχεται ότι είναι φτωχός, αλλά μεγαλύτερη ντροπή είναι, αν δεν προσπαθεί ν΄ αποφύγει την φτώχεια με την εργασία του.» (Β΄40)
«Εκεί που έχουν οριστεί μεγάλα βραβεία για την αρετή, εκεί και οι πολίτες είναι άριστοι άνδρες.» (Β΄46)
«Μια πόλις ωφελεί τα άτομα περισσότερο όταν αυτή ακμάζει στο σύνολό της, παρά όταν ευτυχεί ο κάθε ένας ατομικά η δε πόλις δυστυχεί. Γιατί κάθε πολίτης που ευτυχεί ως άτομο, αν καταστραφεί η πατρίδα του, συμπαρασύρεται ασφαλώς στην καταστροφή, ενώ ο δυστυχών σε ευτυχούσα πατρίδα έχει μεγαλύτερη ελπίδα σωτηρίας.» (Β΄60)
«Η ησυχία δεν διατηρείται αν δεν συνοδεύεται με δραστηριότητα και δεν συμφέρει σε ηγεμονεύουσα πόλη, αλλά σε υπήκοο για ν΄ αποφεύγει τους κινδύνους παραμένοντας υπόδουλος.» (Β΄63)
«Την κυριαρχία που κατέχει κάποιος ως τυραννίδα, είναι άδικο να την καταλαμβάνει, επικίνδυνο όμως να την αφήσει.» (Β΄63)
«Όσοι στις συμφορές ψυχικά μεν ελάχιστα χάνουν το θάρρος τους, με έργα δρ δείχνουν μέγιστη αντοχή, αυτοί είναι άριστοι, είτε για πόλεις πρόκειται είτε για ιδιώτες.» (Β΄64)
«Τρία πράγματα είναι επιβλαβή κατ΄ εξοχήν στην πολιτεία: ο οίκτος, η ηδονή των λόγων, και η επιείκεια.» (Γ΄40)
«Δύο πράγματα είναι κατ΄ εξοχήν αντίθετα προς την ορθή σκέψη: η ταχύτητα και η οργή. Το μεν ένα συνήθως συνυπάρχει με την ανοησία, το δε άλλο με την αγροικία και την στενότητα σκέψεως.» (Γ΄42)
«Η ελπίδα και η επιθυμία βρίσκονται παντού. Η μεν επιθυμία προηγείται, ενώ η ελπίδα ακολουθεί. Και η μεν φροντίζει για την επιχείρηση, η δε άλλη την εύνοια της τύχη θέτοντας ως προϋπόθεση. Και οι δυο προξενούν τις μεγαλύτερες ζημιές στους ανθρώπους. Επειδή είναι αφανείς, είναι τρομερότερες απ΄ εκείνες που φαίνονται.» (Γ΄45)
«Η πραγματική γενναιότητα επιβάλλει να τιμωρεί κανείς τους εχθρούς του, όταν εκείνοι έχουν την ίδια δύναμη μ΄ εκείνον.» (Α΄136)
«…μην θελήσετε να πάθετε, μήτε να ομοιάσετε με τους πολλούς οι οποίοι, ενώ τους είναι δυνατόν να σωθούν με ανθρώπινα μέσα, όταν εις την μεγάλη τους ανάγκη χάσουν και την τελευταία φανερή ελπίδα, τρέπονται εις τους αφανείς, δηλαδή εις την μαντική, τους χρησμούς και άλλα τέτοια, όσα προσφέρουν αβέβαιες ελπίδες εις τους ανθρώπους και τους καταστρέφουν.» (Ε΄103)
Ο Θουκυδίδης, αυτός που έχει το νου ταχύ, όπως ετυμολογείται το όνομά του, άφησε την γραφίδα που κρατούσε κι έγειρε λίγο ν΄ αναπαυθεί. Η ξαφνική αδιαθεσία του σταμάτησε τη συνέχιση της συγγραφής. Την σταμάτησε όμως τελειωτικά, αφού ο επιστήμων ιστορικός εκείνη τη στιγμή περνούσε για πάντα την όχθη της Αχερουσίας λίμνης, έχοντας παρέα τον Χάροντα που του έγνεψε στοργικά, τιμώντας με τον τρόπο αυτόν έναν ακόμη «αθάνατο» που θα ταξίδευε στο βασίλειο του Άδου, ενώ παράλληλα θα παρέμενε ολοζώντανος στο νου κάθε πεπαιδευμένου ανθρώπου κάθε εποχής. Και όπως αναγνωρίζει στον Όμηρο τον «ποιητή», το ίδιο παραδέχεται τον Θουκυδίδη ως τον «επιστήμονα συγγραφέα», αναγνωρίζοντας στο έργο του το πρώτο κρατικό, πολιτικό και κοινωνιολογικό δοκίμιο της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Στην Αθήνα, στα «Κιμώνεια μνήματα» στήθηκε επιτύμβια στήλη που πάνω της γράφτηκε: Θουκυδίδης Ολόρου Αλιμούσιος.
Αφορά στον πρώτο επιστήμονα ιστορικό που καταφρόνησε τις υπερβολές των ποιητών, τις δεισιδαιμονίες των συγχρόνων του και που αιώνες αργότερα θα χαρακτηριστεί ως «ο Αναξαγόρας της Ιστορίας». Είναι αυτός που απαλλαγμένος από τις θρησκευτικές προλήψεις, δεν καθιστά την Ιστορία θέατρο θαυμάτων, ούτε το παρελθόν γεμίζει μύθους, αλλά με την συγγραφή του θα ιστορίσει την αλήθεια, θα διδάξει και θα δημιουργήσει την Επιστημονική Κριτική Πολιτική Ιστορία.
Ο Θουκυδίδης εν γνώσει του έγραφε:
Το σύγγραμμά μου προορίζεται να είναι αιώνιο κτήμα και όχι προσωρινά μόνο χρήσιμο.
 -----------------

Βιβλιογραφία
Θουκυδίδου Ιστορίαι, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων εκδ. Γεωργιάδη
Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Γ2
Ιστορία και ζωή, Φ. Νίτσε, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1993
Θουκυδίδης, Περικλέους Επιτάφιος, Ι. Μπάρμπας εκδ. Ζήτρος 2002

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου