Το οικουμενικό Πατριαρχείο της
Κωνσταντινούπολης, όπως κι τα υπόλοιπα, αφόρισαν όλες τις επαναστάσεις των
Ελλήνων κατά του Τουρκικού ζυγού. Όλα τα ντοκουμέντα είναι αναρτημένα σε
εκατοντάδες ιστοσελίδες του διαδικτύου, σε περιοδικά, βιβλία και εφημερίδες. Το
παπαδαριό παραδέχεται το ιστορικό αυτό δεδομένο και γελοιοποιείται συνεχώς
προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Το ερώτημα που προβάλλει φυσικά
είναι το γιατί το παπαδαριό και κυρίως η ανώτερη ιεραρχία του λειτούργησε
σύσσωμη με τον τρόπο αυτόν. Στο ερώτημα λοιπόν αυτό θα δοθεί εδώ απάντηση.
Απάντηση με όλα τα αναγκαία αλλά και ικανά στοιχεία που απαιτούνται.
Κοντολογίς από πού προέρχονται οι εμμονές
των χριστιανών ιεραρχών προς την προτίμηση της υποταγής και της δουλείας. Από
πού προέρχεται η αποστροφή τους προς την ελευθερία. Πώς και γιατί ο
χριστιανισμός καλλιέργησε στο χριστεπώνυμο πλήρωμά του, την νοοτροπία του
δούλου. Από πού ξεκινάει το κακό αυτό.
Ο καθαγιασμός τής δουλείας στον
Χριστιανισμό, μέσα από τις «ιερές» γραφές και τα πατερικά κείμενα
Πολύ καλό για να είναι αληθινό όμως…
Ακόμη κι αν είχε όλη την καλή διάθεση η
Εκκλησία, θα έπρεπε να έχει κάνει προηγουμένως την υπέρβαση και να έρθει σε
ευθεία σύγκρουση, όχι μόνο με τούς «πατέρες», με πρώτον και καλύτερον τον
απόστολο Παύλο, αλλά κι αυτή καθ’ αυτή την Αγία Γραφή.
Στην πραγματικότητα, η δουλεία, σε γενικές
γραμμές, όχι μόνο δεν αποδοκιμάζεται στα «ιερά» κείμενα, αλλά τουναντίον είναι
αποδεκτή ως κάτι φυσιολογικό, ενώ κατά περίπτωσιν παρουσιάζεται λίγο πολύ κι
ως…ευλογία και θέλημα Θεού. Οι δούλοι καλούνται να αποδεκτούν αδιαμαρτύρητα την
κατάστασή τους, γιατί αυτό που είναι να λάβουν απ’ τον Θεό, θα το λάβουν, είτε
σκλαβωμένοι είτε ελεύθεροι. Οι δούλοι θα πρέπει να υποτάσσονται στον κύριό
τους, όπως ακριβώς και στον Θεό.
Στην Παλαιά Διαθήκη, ο ίδιος ο «Πανάγαθος»
παρουσιάζεται να δίνει οδηγίες…ομαλής δουλείας εντάσσοντάς την σε ένα, ας το
πούμε, νομοθετικό πλαίσιο. Στην Καινή Διαθήκη, ακόμη και ο Ιησούς κάνει
διάκριση μεταξύ δούλου και κυρίου, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, αυτός που δίνει
πραγματική παράσταση, είναι ο ιδρυτής τού Χριστιανισμού, ο Παύλος.
Από τον χορό τής εξύψωσης τής δουλείας,
φυσικά δεν θα μπορούσαν να λείπουν και τα καθάρματα τής βρόμικης χριστιανικής
ιστορίας, οι επονομαζόμενοι «πατέρες», όπως π.χ. ο Μέγας Βασίλειος και ο
Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Όπως μάλιστα, πολύ «όμορφα», το έθεσε κι ένας άλλος
«σοφός» τής Εκκλησίας και «διδάσκαλος τού Γένους», ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, «η
δουλεία δεν βλάπτει την πίστην», ή όπως ακόμη πιο «σωστά», το έθεσε ο Ιωάννης ο
Χρυσόστομος: «Καθόλου δεν βλάπτει η δουλεία, αλλ’ ωφελεί μάλιστα»…
ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Γένεσις (9: 25-27):
«καὶ εἶπεν· ἐπικατάρατος Χαναάν· παῖς
οἰκέτης ἔσται τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ. καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Σήμ,
καὶ ἔσται Χαναὰν παῖς οἰκέτης αὐτοῦ πλατύναι ὁ Θεὸς τῷ Ἰάφεθ, καὶ κατοικησάτω
ἐν τοῖς οἴκοις τοῦ Σὴμ καὶ γενηθήτω Χαναὰν παῖς αὐτοῦ».
[Μετάφραση: «Και είπε: Επικατάρατος ο
Χαναάν· θα είναι δούλος των δούλων στους αδελφούς του. Και είπε: Ευλογητός ο
Κύριος ο Θεός τού Σημ· και ο Χαναάν θα είναι σ' αυτόν δούλος· ο Θεός θα
πλατύνει τον Ιάφεθ, και θα κατοικήσει στις σκηνές τού Σημ, και ο Χαναάν θα
είναι σ' αυτόν δούλος».]
Έξοδος (21: 1-11):
«Και ταῦτα τὰ δικαιώματα, ἃ παραθήσῃ
ἐνώπιον αὐτῶν. ἐὰν κτήσῃ παῖδα Ἑβραῖον, ἓξ ἔτη δουλεύσει σοι· τῷ δὲ ἑβδόμῳ ἔτει
ἀπελεύσεται ἐλεύθερος δωρεάν. ἐὰν αὐτὸς μόνος εἰσέλθῃ, καὶ μόνος ἐξελεύσεται·
ἐὰν δὲ γυνὴ συνεισέλθῃ μετ᾿ αὐτοῦ, ἐξελεύσεται καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ. καὶ ἐὰν δὲ ὁ
κύριος δῷ αὐτῷ γυναῖκα, καὶ τέκῃ αὐτῷ υἱοὺς ἢ θυγατέρας, ἡ γυνὴ καὶ τὰ παιδία
ἔσται τῷ κυρίῳ αὐτοῦ, αὐτὸς δὲ μόνος ἐξελεύσεται. ἐὰν δὲ ἀποκριθεὶς εἴπῃ ὁ
παῖς, ἠγάπησα τὸν κύριόν μου καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ παιδία, οὐκ ἀποτρέχω
ἐλεύθερος· προσάξει αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πρὸς τὸ κριτήριον τοῦ Θεοῦ καὶ τότε
προσάξει αὐτὸν ἐπὶ τὴν θύραν ἐπὶ τὸν σταθμόν, καὶ τρυπήσει ὁ κύριος αὐτοῦ τὸ
οὖς τῷ ὀπητίῳ, καὶ δουλεύσει αὐτῷ εἰς τὸν αἰῶνα. ἐὰν δέ τις ἀποδῶται τὴν ἑαυτοῦ
θυγατέρα οἰκέτιν, οὐκ ἀπελεύσεται, ὥσπερ ἀποτρέχουσιν αἱ δοῦλαι. ἐὰν μὴ
εὐαρεστήσῃ τῷ κυρίῳ αὐτῆς ἣν αὐτῷ καθωμολογήσατο, ἀπολυτρώσει αὐτήν· ἔθνει δὲ
ἀλλοτρίῳ οὐ κύριός ἐστι πωλεῖν αὐτήν, ὅτι ἠθέτησεν ἐν αὐτῇ. ἐὰν δὲ τῷ υἱῷ
καθομολογήσηται αὐτήν, κατὰ τὸ δικαίωμα τῶν θυγατέρων ποιήσει αὐτῇ. ἐὰν δὲ
ἄλλην λάβῃ ἑαυτῷ, τὰ δέοντα καὶ τὸν ἱματισμὸν καὶ τὴν ὁμιλίαν αὐτῆς οὐκ
ἀποστερήσει. ἐὰν δὲ τὰ τρία ταῦτα μὴ ποιήσῃ αὐτῇ, ἐξελεύσεται δωρεὰν ἄνευ
ἀργυρίου».
[Μετάφραση: «Και οι κρίσεις, που θα
εκθέσεις μπροστά τους, είναι αυτές: Αν αγοράσεις έναν δούλο, Εβραίο, έξι χρόνια
θα δουλέψει· και στον έβδομο θα αφήνεται ελεύθερος, δωρεάν. Αν ήρθε μόνος,
μόνος και θα αφήνεται· αν είχε γυναίκα, τότε και η γυναίκα του θα αφήνεται μαζί
του. Αν το αφεντικό του τού έδωσε γυναίκα και γέννησε σ' αυτόν γιους ή
θυγατέρες, η γυναίκα και τα παιδιά της θα είναι του αφεντικού της, αυτός όμως
θα αφήνεται μόνος. Αλλά, αν ο δούλος πει φανερά: Αγαπώ το αφεντικό μου, τη
γυναίκα μου, και τα παιδιά μου, δεν θα αφεθώ ελεύθερος· τότε, το αφεντικό του
θα τον φέρει στους κριτές· και θα τον φέρει στη θύρα ή στον παραστάτη τής
θύρας, και το αφεντικό του θα τρυπήσει το αυτί του με ένα τρυπητήρι· και θα τον
δουλεύει παντοτινά. Και αν κάποιος πουλήσει τη θυγατέρα του για δούλη, δεν θα
αφεθεί όπως αφήνονται οι δούλοι. Αν δεν αρέσει στο αφεντικό της, που την
αρραβωνιάστηκε για τον εαυτό του, τότε θα την απολυτρώσει· δεν έχει εξουσία να
την πουλήσει σε ξένο έθνος, επειδή της φέρθηκε άπιστα. Αν, όμως, την
αρραβώνιασε με τον γιο του, θα κάνει σ' αυτή σύμφωνα με το δικαίωμα των
θυγατέρων. Αν πάρει για τον εαυτό του μια άλλη, δεν θα της στερήσει την τροφή, τα
ενδύματά της, και το χρέος του γάμου σ' αυτή. Αν, όμως, δεν της κάνει τα τρία
αυτά, τότε θα φύγει δωρεάν, χωρίς χρήματα».]
Έξοδος (21: 20-21 και 26-27):
«ἐὰν δέ τις πατάξῃ τὸν παῖδα αὐτοῦ ἢ τὴν
παιδίσκην αὐτοῦ ἐν ράβδῳ καὶ ἀποθάνῃ ὑπὸ τὰς χεῖρας αὐτοῦ, δίκῃ ἐκδικηθήσεται.
ἐὰν δὲ διαβιώσῃ ἡμέραν μίαν ἢ δύο, οὐκ ἐκδικηθήσεται· τὸ γὰρ ἀργύριον αὐτοῦ
ἐστιν. [...] ἐὰν δέ τις πατάξῃ τὸν ὀφθαλμὸν τοῦ οἰκέτου αὐτοῦ ἢ τὸν ὀφθαλμὸν
τῆς θεραπαίνης αὐτοῦ, καὶ ἐκτυφλώσῃ, ἐλευθέρους ἐξαποστελεῖ αὐτοὺς ἀντὶ τοῦ
ὀφθαλμοῦ αὐτῶν. ἐὰν δὲ τὸν ὀδόντα τοῦ οἰκέτου ἢ τὸν ὀδόντα τῆς θεραπαίνης αὐτοῦ
ἐκκόψῃ, ἐλευθέρους ἐξαποστελεῖ αὐτοὺς ἀντὶ τοῦ ὀδόντος αὐτῶν».
[Μετάφραση: «Και αν κάποιος χτυπήσει τον
δούλο του ή τη δούλη του με ράβδο, και πεθάνει κάτω από τα χέρια του, οπωσδήποτε
θα τιμωρηθεί. Αν, όμως, ζήσει μία ημέρα ή δύο δεν θα τιμωρηθεί· επειδή, είναι
δικό του χρήμα. Αν κάποιος χτυπήσει το μάτι τού δούλου του ή το μάτι τής δούλης
του, και τον τυφλώσει, θα τον αφήσει ελεύθερο, εξαιτίας του ματιού του. Και αν
βγάλει το δόντι τού δούλου του ή το δόντι τής δούλης του, θα τον αφήσει
ελεύθερο εξαιτίας του δοντιού του».]
Λευιτικόν (25: 42-55):
«διότι οἰκέται μού εἰσιν οὗτοι, οὓς
ἐξήγαγον ἐκ γῆς Αἰγύπτου· οὐ πραθήσεται ἐν πράσει οἰκέτου. οὐ κατατενεῖς αὐτὸν
ἐν τῷ μόχθῳ, καὶ φοβηθήσῃ Κύριον τὸν Θεόν σου. καὶ παῖς καὶ παιδίσκη, ὅσοι ἂν
γένωνταί σοι ἀπὸ τῶν ἐθνῶν, ὅσοι κύκλῳ σού εἰσιν, ἀπ᾿ αὐτῶν κτήσεσθε δοῦλον καὶ
δούλην· καὶ ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν παροίκων τῶν ὄντων ἐν ὑμῖν, ἀπὸ τούτων κτήσεσθε
καὶ ἀπὸ τῶν συγγενῶν αὐτῶν, ὅσοι ἂν γένωνται ἐν γῇ ὑμῶν, ἔστωσαν ὑμῖν εἰς
κατάσχεσιν. καὶ καταμεριεῖτε αὐτοὺς τοῖς τέκνοις ὑμῶν μεθ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσονται
ὑμῖν κατόχιμοι εἰς τὸν αἰῶνα· τῶν δὲ ἀδελφῶν ὑμῶν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, ἕκαστος τὸν
ἀδελφὸν αὐτοῦ οὐ κατατενεῖ αὐτὸν ἐν τοῖς μόχθοις. Ἐὰν δὲ εὕρῃ ἡ χεὶρ τοῦ προσηλύτου
ἢ τοῦ παροίκου τοῦ παρὰ σοί, καὶ ἀπορηθεὶς ὁ ἀδελφός σου πραθῇ τῷ προσηλύτῳ ᾒ
τῷ παροίκῳ τῷ παρὰ σοὶ ἢ ἐκ γενετῆς προσηλύτῳ, μετὰ τὸ πραθῆναι αὐτῷ, λύτρωσις
ἔσται αὐτοῦ· εἷς τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ λυτρώσεται αὐτόν. ἀδελφὸς πατρὸς αὐτοῦ ἢ
υἱὸς ἀδελφοῦ πατρὸς λυτρώσεται αὐτὸν ἢ ἀπὸ τῶν οἰκείων τῶν σαρκῶν αὐτοῦ, ἐκ τῆς
φυλῆς αὐτοῦ, λυτροῦται αὐτόν· ἐὰν δὲ εὐπορηθεὶς ταῖς χερσὶ λυτρῶται ἑαυτόν, καὶ
συλλογιεῖται πρὸς τὸν κεκτημένον αὐτὸν ἀπὸ τοῦ ἔτους, οὗ ἀπέδοτο ἑαυτὸν αὐτῷ
ἕως τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς ἀφέσεως, καὶ ἔσται τὸ ἀργύριον τῆς πράσεως αὐτοῦ ὡς
μισθίου· ἔτος ἐξ ἔτους ἔσται μετ᾿ αὐτοῦ. ἐὰν δέ τινι πλεῖον τῶν ἐτῶν ᾖ, πρὸς
ταῦτα ἀποδώσει τὰ λύτρα αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἀργυρίου τῆς πράσεως αὐτοῦ· ἐὰν δὲ ὀλίγον
καταλειφθῇ ἀπὸ τῶν ἐτῶν εἰς τὸν ἐνιαυτὸν τῆς ἀφέσεως, καὶ συλλογιεῖται αὐτῷ
κατὰ τὰ ἔτη αὐτοῦ, καὶ ἀποδώσει τὰ λύτρα αὐτοῦ. ὡς μισθωτὸς ἐνιαυτὸν ἐξ
ἐνιαυτοῦ ἔσται μετ᾿ αὐτοῦ· οὐ κατατενεῖς αὐτὸν ἐν τῷ μόχθῳ ἐνώπιόν σου. ἐὰν δὲ
μὴ λυτρῶται κατὰ ταῦτα, ἐξελεύσεται ἐν τῷ ἔτει τῆς ἀφέσεως αὐτὸς καὶ τὰ παιδία
αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ· ὅτι ἐμοὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ οἰκέται εἰσί, παῖδές μου οὗτοί εἰσιν,
οὓς ἐξήγαγον ἐκ γῆς Αἰγύπτου· ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν».
[Μετάφραση: «Επειδή, δούλοι μου είναι
αυτοί, που έβγαλα από τη γη τής Αιγύπτου· δεν θα πουλιούνται, καθώς πουλιέται ο
δούλος. Δεν θα δεσπόζεις επάνω του με αυστηρότητα· αλλά θα φοβηθείς τον Θεό
σου. Και ο δούλος σου και η δούλη σου, όσους κι αν έχεις, από τα έθνη που είναι
γύρω σας, απ' αυτά θα αγοράζεις δούλον και δούλη. Κι ακόμα, από τους γιους των
ξένων, που παροικούν μεταξύ σας, απ' αυτούς θα αγοράζετε, και από τις
συγγένειές τους, που βρίσκονται μεταξύ σας, όσοι γεννήθηκαν στη γη σας· και θα
είναι σε σας για ιδιοκτησία. Και θα τους έχετε κληρονομιά για τα παιδιά σας,
ύστερα από σας, για να τους κληρονομήσουν ως ιδιοκτησία· δούλοι σας θα είναι
παντοτινά· όμως, επάνω στους αδελφούς σας, τους γιους Ισραήλ, δεν θα
εξουσιάζετε, ο ένας επάνω στον άλλον, με αυστηρότητα. Και όταν ο ξένος, κι
εκείνος που παροικεί μαζί σου, πλουτίσει, και ο αδελφός σου, που είναι μαζί
του, φτωχύνει, και πουληθεί σε ξένον, που παροικεί μαζί σου ή στη γενεά τής
συγγένειας του ξένου· αφού πουληθεί, θα εξαγοραστεί ξανά· ένας από τα αδέλφια
του θα τον εξαγοράσει· ή ο θείος του ή ο γιος τού θείου του, θα τον εξαγοράσει
ή ένας εξ αίματος συγγενής του από τη συγγένειά του θα τον εξαγοράσει· ή, αν ο
ίδιος ευπόρησε, θα εξαγοράσει ο ίδιος τον εαυτό του. Και θα λογαριάσει με τον
αγοραστή του, από τον χρόνο που πουλήθηκε σ' αυτόν, μέχρι τον χρόνο τής άφεσης·
και η τιμή τής πώλησής του θα είναι σύμφωνα με τον αριθμό των χρόνων· ανάλογα
με τον χρόνο ενός μισθωτού θα του λογαριαστεί. Αν μένουν πολλά χρόνια, ανάλογα
μ' αυτά θα αποδώσει την τιμή τής εξαγοράς του από το ασήμι με το οποίο
αγοράστηκε. Και αν υπολείπονται λίγα χρόνια, μέχρι το χρόνο τής άφεσης, θα
κάνει λογαριασμό μαζί του, και σύμφωνα με τα χρόνια του θα αποδώσει την τιμή
τής εξαγοράς του. Ως ετήσιος μισθωτός θα είναι μαζί του· δεν θα δεσπόζει επάνω
του με αυστηρότητα μπροστά σου. Και αν δεν εξαγοραστεί κατά τα χρόνια αυτά,
τότε θα απελευθερωθεί στον χρόνο τής άφεσης, αυτός και τα παιδιά του μαζί του.
Επειδή, οι γιοι τού Ισραήλ είναι δούλοι σε μένα· δούλοι μου είναι, τους οποίους
έβγαλα από τη γη τής Αιγύπτου. Εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σας».]
ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Κατά Ματθαίον (10: 24):
«Οὐκ ἔστιν μαθητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον οὐδὲ
δοῦλος ὑπὲρ τὸν κύριον αὐτοῦ».
[Μετάφραση: «Δεν υπάρχει μαθητής ανώτερος
από τον δάσκαλο ούτε δούλος ανώτερος από τον κύριό του».]
(Απαραίτητη διευκρίνιση: Τα λόγια αυτά
αποδίδονται στον ίδιον τον Ιησού).
Προς Τιμόθεον Α’ (6: 1-2):
«Ὅσοι εἰσὶν ὑπὸ ζυγὸν δοῦλοι, τοὺς ἰδίους
δεσπότας πάσης τιμῆς ἀξίους ἡγείσθωσαν, ἵνα μὴ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ
διδασκαλία βλασφημῆται. οἱ δὲ πιστοὺς ἔχοντες δεσπότας μὴ καταφρονείτωσαν, ὅτι
ἀδελφοί εἰσιν, ἀλλὰ μᾶλλον δουλευέτωσαν, ὅτι πιστοί εἰσι καὶ ἀγαπητοὶ οἱ τῆς εὐεργεσίας
ἀντιλαμβανόμενοι».
[Μετάφραση: «Όσοι είναι κάτω από ζυγό
δουλείας, ας θεωρούν τούς κυρίους τους άξιους κάθε τιμής, για να μη δυσφημείται
το όνομα του Θεού και η διδασκαλία. Εκείνοι δε που έχουν κυρίους πιστούς, ας μη
τους καταφρονούν, επειδή είναι αδελφοί· αλλά, ας δουλεύουν προθυμότερα, επειδή,
αυτοί που απολαμβάνουν την ευεργεσία, είναι πιστοί και αγαπητοί».]
Προς Τίτον (2: 9-10):
«Δούλους ἰδίοις δεσπόταις ὑποτάσσεσθαι, ἐν
πᾶσιν εὐαρέστους εἶναι, μὴ ἀντιλέγοντας, μὴ νοσφιζομένους, ἀλλὰ πίστιν πᾶσαν
ἐνδεικνυμένους ἀγαθήν, ἵνα τὴν διδασκαλίαν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ κοσμῶσιν ἐν
πᾶσιν».
[Μετάφραση: «Τους δούλους να τους νουθετείς
να υποτάσσονται στους δικούς τους κυρίους, να τους ευαρεστούν σε όλα, να μη
αντιμιλούν· να μη οικειοποιούνται τα ξένα πράγματα, αλλά να δείχνουν κάθε αγαθή
πίστη· για να στολίζουν σε όλα τη διδασκαλία τού σωτήρα μας Θεού».]
Προς Εφεσίους (6: 5-8):
«Οἱ δοῦλοι ὑπακούετε τοῖς κυρίοις κατὰ
σάρκα μετὰ φόβου καὶ τρόμου ἐν ἁπλότητι τῆς καρδίας ὑμῶν ὡς τῷ Χριστῷ, μὴ κατ’
ὀφθαλμοδουλίαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ’ ὡς δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, ποιοῦντες τὸ
θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐκ ψυχῆς, μετ’ εὐνοίας δουλεύοντες ὡς τῷ Κυρίῳ καὶ οὐκ
ἀνθρώποις, εἰδότες ὅτι ὃ ἐάν τι ἕκαστος ποιήσῃ ἀγαθόν, τοῦτο κομιεῖται παρὰ τοῦ
Κυρίου, εἴτε δοῦλος εἴτε ἐλεύθερος.».
[Μετάφραση: «Οι δούλοι, υπακούτε στους κατά
σάρκα κυρίους σας με φόβο και τρόμο, με απλότητα της καρδιάς σας, σαν στον
Χριστό· όχι με οφθαλμοδουλεία, ως ανθρωπάρεσκοι, αλλ' ως δούλοι Χριστού·
εκπληρώνοντας το θέλημα του Θεού από ψυχής, δουλεύοντας με καλή διάθεση σαν να
το κάνετε στον Κύριο, και όχι σε ανθρώπους· ξέροντας ότι κάθε ένας ό,τι καλό
κάνει, αυτό θα πάρει από τον Κύριο, είτε δούλος είτε ελεύθερος».]
Προς Κορινθίους Α’ (7: 21):
«δοῦλος ἐκλήθης; μή σοι μελέτω· ἀλλ’ εἰ καὶ
δύνασαι ἐλεύθερος γενέσθαι, μᾶλλον χρῆσαι».
[Μετάφραση: <«Κλήθηκες δούλος; Μη σε
μέλει· αλλ' αν μπορείς να γίνεις ελεύθερος, μεταχειρίσου το καλύτερα».]
Πέτρου Α’ (2: 18-19):
«οἱ οἰκέται ὑποτασσόμενοι ἐν παντὶ φόβῳ
τοῖς δεσπόταις, οὐ μόνον τοῖς ἀγαθοῖς καὶ ἐπιεικέσιν, ἀλλὰ καὶ τοῖς σκολιοῖς».
[Μετάφραση: «Οι δούλοι, υποτάσσεστε με κάθε
φόβο στους κυρίους σας, όχι μονάχα στους αγαθούς και επιεικείς, αλλά και στους
διεστραμμένους· επειδή, αυτό είναι χάρη, το να υποφέρει κάποιος λύπες εξαιτίας
τής συνείδησης στον Θεό, πάσχοντας άδικα. τοῦτο γὰρ χάρις, εἰ διὰ συνείδησιν
Θεοῦ ὑποφέρει τις λύπας, πάσχων ἀδίκως».]
ΕΞΩΒΙΒΛΙΚΑ ΚΑΙ ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Διδαχή τών Δώδεκα Αποστόλων (4:
11):
«Ὑμεῖς δὲ οἱ δοῦλοι ὑποταγήσεσθε τοῖς
κυρίοις ὑμῶν ὡς τύπῳ θεοῦ ἐν αἰσχύνῃ καὶ φόβῳ».
[Μετάφραση: «Εσείς οι δούλοι να υποτάσσεστε
στους κυρίους σας, με ντροπή και φόβο, όπως και στον Θεό».]
Μέγας Βασίλειος (Βιβλιοθήκη
Ελλήνων Πατέρων, τ. 53, σελ. 207-208):
«Όσοι δούλοι ευρίσκονται υπό ζυγόν και
προσφεύγουν στις αδελφότητες των εκκλησιών, αφού τους νουθετήσουν οι αδελφότητες
να γίνουν υπάκουοι και αφού τους βελτιώσουν, να τους παραδίδουν στους δεσπότες
τους… Ο ζυγός της δουλείας κατά τρόπον αρεστόν κατορθούμενος από τον Κύριο,
κάνει αυτόν που τον υπομένει, άξιο της βασιλείας των ουρανών».
Μέγας Βασίλειος (Λόγος Β´ περί
νηστείας):
«Οι δούλοι (να δέχονται την νηστεία),
(όπως) την ανάπαυση από τους συνεχείς καμάτους της υπηρεσίας».
Ιωάννης ο Χρυσόστομος (Εις την
Α΄ Κορινθίους oμιλία):
«Όπως ακριβώς δεν ωφελεί καθόλου η περιτομή
ούτε βλάπτει η έλλειψις περιτομής, έτσι ούτε βλάπτει η δουλεία ούτε ωφελεί η
ελευθερία… Και δια να καταδείξη τούτο με μεγαλυτέραν σαφήνειαν λέγει (σ.σ.:
αναφέρεται στον Παύλο, ερμηνεύοντας την «Προς Κορινθίους Α’») “αλλά και αν
ημπορείς να γίνεις ελεύθερος, χρησιμοποίησε περισσότερον την δουλείαν”· δηλαδή
να είσαι περισσότερο δούλος. Και διατί τέλος πάντων αυτόν που δύναται να
ελευθερωθεί τον συμβουλεύει να παραμείνη δούλος. Διότι θέλει να δείξη ότι
καθόλου δεν βλάπτει η δουλεία, αλλ’ ωφελεί μάλιστα… Και γνωρίζω μεν ότι μερικοί
ισχυρίζονται ότι το είπε (ο Παύλος) περί ελευθερίας, υποστηρίζοντες ότι
σημαίνει, εάν ημπορείς να ελευθερωθής, ελευθερώσου… Δεν λέγει λοιπόν τούτο,
αλλ’ εκείνο που είπα προηγουμένως, θέλων να δείξη ότι δεν κερδίζει τίποτε
περισσότερον αυτός που γίνεται ελεύθερος και επομένως, λέγει, και αν ακόμη
εξαρτάται από σένα να ελευθερωθής, μάλλον μένε ως δούλος».
Σύνοδος Γάγγρας στην Παφλαγονία
(Κανόνας 3):
«Ει τις δούλον, προφάσει θεοσεβείας,
διδάσκοι καταφρονείν δεσπότου και αναχωρείν της υπηρεσίας και μη μετ’ ευνοίας
και πάσης τιμής τώ εαυτού δεσπότη εξυπηρετείσθαι, ανάθεμα έστω».
Νικόδημος ο Αγιορείτης (Γάμος και
Παρθενία):
«Αν ήσουν, λέγει (σ.σ.: αναφέρεται στον
Παύλο, ερμηνεύοντας την «Προς Κορινθίους Α’»), χριστιανός, δούλος και
επίστευσας, μη φρόντιζε περί τούτου μηδέ ταράττου πως είσαι δούλος και
εξαγορασμένος σκλάβος τινός, διά τι η δουλεία τόσον δεν σε βλάπτει εις την
πίστην και εις την ψυχήν, ώστε οπού, και αν ημπορής να ελευθερωθής από την
δουλείαν, μεταχειρίσου ακόμη περισσότερον την δουλείαν, ήτοι δούλευε και δος
τον εαυτόν σου εις την δούλευσιν του αυθέντου σου».
Κοσμάς ο Αιτωλός (Διδαχή Ε’):
«Τριακόσιους χρόνους μετά την Ανάστασιν του
Χριστού μας, έστειλεν ο Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον
χριστιανικόν∙ και το είχαν χριστιανοί το βασίλειον 1150 χρόνους. Ύστερα το
εσήκωσεν ο Θεός το βασίλειον από τους Χριστιανούς και ήφερε τον Τούρκο μέσα από
την Ανατολήν και του το έδωκε δια εδικόν μας καλόν… Και τι; Άξιος ήτον ο
Τούρκος να έχη βασίλειον; Αλλά ο Θεός του το έδωκε δια το καλόν μας. Και διατί
δεν ήφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, οπού ήτον τόσα ρηγάτα (=βασίλεια) εδώ κοντά να
τους το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον μέσαθε από την Κοκκινην Μηλιά και του το
εχάρισε; Διατί ήξευρεν ο Θεός πως τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις την Πίστιν,
και ο Τούρκος δεν μας βλάπτει, άσπρα (=χρήματα) δώσ’ του και καβαλλίκευσέ τον
από το κεφάλι. Και δια να μην κολασθούμεν το έδωκε του Τούρκου και τον έχει ο
Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλλον να μας φυλάη».
Με βάση τα παραπάνω, είναι να απορεί
κάποιος, γιατί η Εκκλησία ήταν ο καλύτερος συνέταιρος τής εκάστοτε θεοκρατικής
ρωμαϊκής και μετέπειτα βυζαντινής εξουσίας, αλλά και κατ’ επέκτασιν κάθε
χριστιανικής δουλοκτητικής κοινωνίας;
***********************************************************************************
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΑΙΡΕΙ ΤΟΥΣ ΑΦΟΡΙΣΜΟΥΣ
ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ;
***************************************************************************************
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΦΟΡΙΣΜΟΥ
Γρηγόριος ελέω Θεού αρχιεπίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως, νέας Ρώμης και Oικουμενικός Πατριάρχης.
Οι τω καθ’ ημάς αγιωτάτω, πατριαρχικώ,
αποστολικώ και οικουμενικώ θρόνω υποκείμενοι ιερώτατοι μητροπολίται και υπέρτιμοι
και θεοφιλέστατοι αρχιεπίσκοποι τε και επίσκοποι, εν αγίω Πνεύματι αγαπητοί
αδελφοί και συλλειτουργοί, και εντιμότατοι κληρικοί της καθ’ ημάς του Χριστού
μεγάλης εκκλησίας και εκάστης επαρχίας ευλαβέστατοι ιερείς και οσιότατοι
ιερομόναχοι, οι ψάλλοντες εν ταις εκκλησίαις της Πόλεως, του Γαλατά και όλου
του Καταστένου και απανταχού, και λοιποί απαξάπαντες ευλογημένοι Χριστιανοί,
τέκνα εν Κυρίω ημών αγαπητά, χάρις είη υμήν και ειρήνη παρά Θεού, παρ’ ημών δε
ευχή, ευλογία και συγχώρεσις.
Η πρώτη βάσις της ηθικής, ότι είναι η προς
τους ευεργετούντας ευγνωμοσύνη είναι ηλίου λαμπρότερον και όστις ευεργετούμενος
αχαριστεί είναι ο κάκιστος των ανθρώπων. Αυτήν την κακίαν βλέπομεν πολλαχού
στηλιτευομένην και παρά των ιερών γραφών και παρ’ αυτού του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού ασυγχώρητον, καθώς έχομεν το παράδειγμα του Ιούδα. Όταν δε η αχαριστία
ήναι συνωδευμένη και με πνεύμα κακοποιόν και αποστατικόν εναντίον την κοινής
ημών ευεργέτιδος και τροφού, κραταιάς και αηττήτου βασιλείας, τότε εμφαίνει και
τρόπον αντίθεον, επειδή ουκ έστι, φησί, βασιλεία και εξουσία ειμή υπό Θεού
τεταγμένη’ όθεν και πας ο αντιττατόμενος αυτή τη θεόθεν εφ’ ημάς τεταγμένη
κραταιά βασιλεία, τη του Θεού διαταγή ανθέστηκε.
Και τα δύο ταύτα ουσιώδη και βάσιμα ηθικά
και θρησκευτικά χρέη κατεπάτησαν με απαραδειγμάτιστον θρασύτατα και αλαζονείαν
ο,τε προδιορισθείς της Μολδαυίας ηγεμών ως μη ώφειλε, Μιχαήλ, και ο του γνωστού
αγνώμονος και φυγάδος Υψηλάντου αγνώμων υιός Αλέξανδρος Υψηλάντης. Εις όλους
τους ομογενείς μας είναι γνωστά τα άπειρα ελέη, όσα η αένναος της εφ’ ημάς
τεταγμένης κραταίας βασιλείας πηγή εξέχεεν εις τον κακόβουλον αυτόν Μιχαήλ’ από
μικρού και ευτελούς τον ανύψωσεν εις βαθμούς και μεγαλεία’ από αδόξου και
ασήμου τον προήγαγεν εις δόξας και τιμάς’ τον επλούτισε, τον περιέθαλψε, τέλος
πάντων τον ετίμησε και με τον λαμπρότατον της ηγεμονίας αυτής θρόνον και τον
κατέστησεν άρχοντα λαών.
Αυτός όμως, φύσει κακόβουλος ων, εφάνη
τέρας έμψυχον αχαριστίας και συνεφώνησε μετά του Αλεξάνδρου Υψηλάντου, υιού του
δραπέτου και φυγάδος εκείνου Υψηλάντου, όστις παραλαβών μερικούς ομοίους του
βοηθούς ετόλμησε να έλθη αίφνης εις την Μολδαυίαν, και αμφότεροι απονενοημένοι
επίσης, αλαζόνες και δοξομανείς, ή μάλλον ειπείν, ματαιόφρονες, εκήρυξαν του
γένους ελευθερίαν και με την φωνήν αυτήν εφείλκυσαν πολλούς των εκεί κακοήθεις
και ανοήτους, διασπείραντες και αποστόλους εις διάφορα μέρη δια να εξαπατήσωσι
και να εφελκύσωσιν εις τον ίδιον της απωλείας κρημνόν και άλλους πολλούς των
ομογενών μας.
Διά να δυνηθώσι δε τρόπον τινά να
ενθαρρύνωσι τους ακούοντας μετεχειρίσθησαν και το όνομα της Ρωσσικής Δυνάμεως,
προβαλλόμενοι, ότι και αυτή είναι σύμφωνος με τους στοχασμούς και τα κινήματά
των’ πρόβλημα διόλου ψευδές και ανύπαρκτον, και μόνον της ιδικής των
κακοβουλίας και ματαιοφροσύνης γέννημά τε και αποκύημα’ επειδή, εν ω το
τοιούτον είναι αδύνατον ηθικώς και πολλής προξένον μομφής εις την ρωσσικήν
αυτοκρατορίαν, και ο ίδιος ενταύθα εξοχώτατος πρέσβυς αυτής έδωκεν έγγραφον
πληροφορίαν, ότι ουδεμίαν ή είδησιν ή μετοχήν έχει το ρωσσικόν κράτος εις αυτήν
την υπόθεσιν, καταμεμφόμενον μάλιστα και αποτροπιαζόμενον του πράγματος της
βδελυρίαν’ και προσεπιπλέον η αυτού εξοχότης ειδοποίησεν εξ επαγγέλματος τα
διατρέχοντα, υπομνήσας το βασίλειον κράτος, ότι ανάγκη πάσα να φροντίση ευθύς
εξ αρχής τον αποσκορακισμόν και την διάλυσιν των τοιούτων κακών’ και τόσον εκ
της ειδοποιήσεως ταύτης, όσον και από τα έγγραφα, τα οποία επιάσθησαν από
μέρους των μουχαφίσιδων των βασιλικών σερχατίων, και από άλλους πιστούς
ομογενείς επαρρησιάσθησαν, έγεινε γνωστή εις το πολυχρόνιον κράτος η ρίζα και η
βάσις όλου αυτού του κακοήθους σχεδίου.
Με τοιαύτας ραδιουργίας εσχημάτισαν την
ολεθρίαν σκηνήν οι δύο ούτοι και οι τούτων συμπράκτορες φιλελεύθεροι, μάλλον δε
μισελεύθεροι, και επεχείρησαν εις έργον μιαρόν, θεοστυγές και ασύνετον,
θέλοντες να διαταράξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων
της κραταιάς βασιλείας, την οποίαν απολαμβάνουσιν υπό την αμφιλαφή αυτής σκιάν
με τόσα ελευθερίας προνόμια, όσα δεν απολαμβάνει άλλο έθνος υποτελές και
υποκείμενον, ζώντες ανενόχλητοι με τας γυναίκας και τα τέκνα των, με τας
περιουσίας και καταστάσεις, και με την ύπαρξιν της τιμής των, και κατ’ εξοχήν
με τα προνόμια της θρησκείας, ήτις διεφυλάχθη και διατηρείται ασκανδάλιστος
μέχρι της σήμερον επί ψυχική ημών σωτηρία.
Αντί λοιπόν φιλελευθέρων εφάνησαν
μισελεύθεροι, και αντί φιλογενών και φιλοθρήσκων εφάνησαν μισογενείς,
μισόθρησκοι και αντίθεοι, διοργανίζοντες, φευ, οι ασυνείδητοι με τα
απονενοημένα κινήματά των την αγανάκτησιν της ευμενούς κραταιάς βασιλείας
εναντίον των ομογενών μας υπηκόων της, και σπεύδοντες να επιφέρωσι κοινόν και
γενικόν τον όλεθρον εναντίον παντός του γένους. Και αγκαλά είναι γνωστόν, ότι,
όσοι είναι κατηρτισμένοι τω όντι εις την ευσέβειαν, όσοι νουνεχείς και τίμιοι
και των ιερών κανόνων και θείων νόμων ακριβείς φύλακες δεν θέλουν δώσει
ευηκοιαν εις τας ψευδολογίας των αχρείων εκείνων και κακόβουλων’ επειδή όμως
είν’ ενδεχόμενον να σηνηρπάσθησάν τινές και παρασυρθώσι και άλλοι, διά τούτο
προκαταλαμβάνοντες εκ προνοίας εκκλησιαστικής υπαγορεύομεν πάσιν υμίν τα
σωτήρια, και γράφοντες μετά των περί ημας ιερωτάτων συναδελφών, του
μακαριωτάτου πατριάρχου των Ιεροσολύμων, των εκλαμπροτάτων και περιφανεστάτων
προυχόντων του γένους, των τιμιωτάτων πραγματευτών, των αφ’ εκάστου ρουφετίου
προκριτωτέρων και όλων των εν τη βασιλευούση ορθοδόξων μελών εκάστης τάξεως και
εκάστου βαθμού, συμβουλεύομεν και παραινούμεν και εντελλόμεθα και παραγγέλλομεν
πάσιν υμίν τοις κατά τόπον αρχιερεύσι, τοις ηγουμένοις των ιερών μοναστηρίων,
τοις ιερεύσι των εκκλησιών, τοις πνευματικοίς πατράσι των ενοριών, τοις
προεστώσι και ευκαταστάτοις των κωμοπόλεων και χωρίων, και πάσιν απλώς τοις
κατά τόπον προκρίτοις να διακηρύξετε την απάτην των ειρημένων κακοποιών και
κακοβούλων ανθρώπων, και να τους αποδείξετε και να τους στηλιτεύσετε πανταχού
ως κοινούς λυμεώνας και ματαιόφρονας, και να προσέχετε όσον το δυνατόν εις τας
απάτας αυτών και ραδιουργίας, γινώσκοντες, ότι η μόνη απόδειξις της αθωότητος
των είναι να εμφανίσωσιν όσα γράμματα λάβωσι τυχόν εις χείρας περί της αυτής
υποθέσεως, ή ειδήσεις μάθωσι, και να παρρησιάσωσιν οι μεν ενταύθα εν
βασιλευούση προς ημάς, οι δ’ εν τοις έξω μέρεσιν εις τους κατά τόπον αρχιερείς
και τους διοριζομένους παρ’ ημών εκκλησιαστικούς εξάρχους και τους βασιλικούς
εξουσιαστάς και διοικητάς, δηλοποιούντες και παραδίδοντες και εκείνους τους
απλουστέρους, όσοι ήθελαν φωραθή ότι ενεργούν ανοίκεια του ρεαγιαδιακού
χαρακτήρος, καθότι οι τοιούτοι διαταράττουσι την γενικήν ησυχίαν, και
κατακρημνίζουσι τους αδυνάτους και αθώους ομογενείς μας εις της απωλείας το
βάραθρον.
Και τόσον υμείς οι αρχιερείς, οι
μοναστηριακοί, οι ιερωμένοι, και οι προεστώτες και ευκατάστατοι και πρόκριτοι
εκάστου τόπου με την άγρυπνον προσοχήν σας, όσον και οι λοιποί εκάστης τάξεως
και βαθμού άνθρωποι με τας εκ μέρους σας αδιαλείπτους συμβουλάς και νουθεσίας,
και κατά τας πατρικάς και προνοητικάς εκκλησιαστικάς ημών οδηγίας και
παραινέσεις να γενήτε εδραίοι και αμετακίνητοι επί του κέντρου του
ρεαγιαλικίου, και εξ όλης ψυχής και καρδίας σας να διαφυλλάττετε την πίστιν και
κάθε υποταγήν και ευπείθειαν εις αυτήν την θεόθεν εφ’ ημάς τεταγμένην κραταιάν
και αήττητον βασιλείαν, και να αποδεικνύετε εντελώς με όλα τα πραγματικά της
ειλικρινείας σημεία’ καθότι η μετ’ ευχαριστίας και ειλικρινείας υποταγή
χαρακτηρίζει και την προς Θεόν αγάπην και πίστιν, και την προς τας θείας αυτού
εντολάς και τας υπαγορεύσεις των θείων νόμων και ιερών κανόνων υπακοήν, και την
ευγνωμοσύνην της καρδίας ημών διά τ’ άπειρα ελέη, οπού απολαμβάνομεν παρά της
βασιλικής φιλανθρωπίας.
Επειδή δε προς τοις άλλοις εγένετο γνωστόν,
ότι οι το σατανικόν της δημεγερσίας φρόνημα επινοήσαντες, και εταιρίαν τοιαύτην
συστησάμενοι προς αλλήλους συνεδέθησαν και με τον δεσμόν του όρκου,
γινωσκέτωσαν, ότι ο όρκος αυτός είναι όρκος απάτης, είναι αδιάκριτος, και
όμοιος με τον όρκον του Ηρώδου, όστις, διά να μη φανή παραβάτης του όρκου του,
απεκεφάλισεν Ιωάννην τον βαπτιστήν. Αν ήθελεν αθετήσει τον παράλογον όρκον του,
τον οποίον επενόησεν η άλογος επιθυμία του, έζη βέβαια τότε ο θείος πρόδρομος’
ώστε ενός απλού όρκου επιμονή έφερε τον θάνατον του προδρόμου. Η επιμονή άρα
του όρκου εις διατήρησιν των υποσχεθέντων παρά της φατρίας αυτής,
πραγματευομένης ουσιωδώς την απώλειαν ενός ολοκλήρου γένους, πόσον είναι
ολεθρία και θεομίσητος είναι φανερόν’ εξ εναντίας, η αθέτησις του όρκου αυτού,
απαλλάττουσα το γένος εκ των επερχομένων απαραμυθήτων δεινών, είναι θεοφιλής
και σωτηριώδης. Διά τούτο τη χάριτι του παναγίου Πνέυματος έχει η εκκλησία
αυτόν διαλελυμένον, και αποδέχεται και συγχωρεί εκ καρδίας τους μετανοούντας
και επιστρέφοντας, και την προτέραν απάτην ομολογούντας, και το πιστόν
ρεαγιαλίκι αυτών εναγκαλιζομένους ειλικρινώς.
Ταύτα αμέσως να κοινολογήσετε εις όλους του
γνωστούς σας, και να κατασταθήτε όλοι προσεκτικώτεροι, ανατρέποντες και
διαλύοντες ως αραχνιώδη υφάσματα, όσα η απάτη και η κακοβουλία των πρωταιτίων
εκείνων καθ’ οιονδήτινα τρόπον συνέπλεξε. Επειδή, εάν, ο μη γένοιτο, δεν ήθελε
καθαρισθή η θανατηφόρος αύτη λύμη, και φωραθώσί τινες τολμώντες εις
επιχειρήματα εναντία των καθηκόντων του ρεαγιαλικίου, κοντά οπού οι τοιούτοι
έχουσι να παιδευθώσι χωρίς ελέους και οικτιρμών (μη γένοιτο, Χριστέ βασιλεύ!)
αμέσως θέλει εξαφθή η δικαία οργή του κράτους του καθ’ ημών, και ο θυμός τής
εκδικήσεως γενικός των εχλιϊσλάμιδων, και θέλουν εκχυθή τόσων αθώων αίματα
αδίκως και παραλόγως, καθώς αποκριματίστως ταύτα πάντα διεσάλπισεν η κραταιά
και αήττητος βασιλεία διά του εκδοθέντος και επ’ ακροάσει κοινή ημών
αναγνωσθέντος υψηλού βασιλικού προσκυνητού ορισμού.
Εκείνους δε τους ασεβείς πρωταιτίους και
απονενοημένους φυγάδας και αποστάτας ολεθρίους να τους μισήτε και να τους
αποστρέφεσθε και διανοία και λόγω, καθότι και η εκκλησία και το γένος τους έχει
μεμισημένους, και επισωρέυει κατ’ αυτών τας παλαμναιοτάτας και φρικωδεστάτας
αράς’ ως μέλη σεσηπότα, τους έχει αποκεκομμένους της καθαράς και υγιαινούσης
χριστιανικής ολομελείας’ ως παραβάται δε των θείων νόμων και κανονικών
διατάξεων, ως καταφρονηταί του ιερού χρήματος της προς τους ευεργέτας
ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας, ως εναντίοι ηθικών και πολιτικών όρων, ως την
απώλειαν των αθώων και ανευθύνων ομογενών μας ασυνειδήτως τεκταινόμενοι,
αφωρισμένοι υπάρχειεν και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι, και μετά θάνατον άλυτοι,
και τω αιωνίω υπόδικοι αναθέματι, και αυτοί, και όσοι τοις ίχνεσιν αυτών
κατηκολούθησαν του λοιπού, αν μη θελήσωσιν εννοήσαι την αρπαγήν και απάτην, και
επιστραφήναί τε και βαδίσαι την ευθείαν της σωτηρίας οδόν, αν δεν αναλάβωσιν, ό
εστι, τον εντελή χαρακτήρα του ρεαγιαδικού αυτών επαγγέλματος.
Τα αυτά δε και κατά της αρχιερωσύνης σας
και ιερωσύνης σας επανατείνομεν, εαν μη βαδίσετε, εις όσα εν Πνέυματι αγίω
αποφαινόμεθα δια του παρόντος εκκλησιαστικώς, εάν δεν δείξετε εν έργω την
επιμέλειάν σας και προθυμίαν εις την διάλυσιν των σκευωριών, εις την αναστολήν
των καταχρήσεων και αταξιών, εις την επιστροφήν των πλανηθέντων, εις την άμεσον
και έμμεσον καταδρομήν και εκδίκησιν των επιμενόντων εις τα αποστατικά
φρονήματα, εάν δεν συμφωνήσετε τη εκκλησία του Θεού, και, εν ενί λόγω, εάν καθ’
οιονδήτινα τρόπον δολιευθήτε και κατενεχθήτε κατά της κοινής ημών ευεργέτιδος
κραταιάς βασιλείας, έχομεν υμάς αργούς πάσης ιεροπραξίας, και τη δύναμει του
παναγίου Πνεύματος εκπτώτους του βαθμού της αρχιεροσύνης και ιερωσύνης και το
πυρί της γεέννης ενόχους, ως την κοινήν του γένους απώλειαν προτιμήσαντας. Ούτω
τοίνυν γινώσκοντες, ανανήψατε προς Θεού και ποιήσατε καθώς γράφομεν
εκκλησιαστικώς και γενικώς παρακελευόμεθα, και μη άλλως εξ αποφάσεως, ότι
περιμένομεν κατά τάχος την αισίαν των γραφομένων αποπεράτωσιν, ίνα και η του
θεού χάρις και το άπειρον έλεος είη μετά πάντων υμών.
αωκα’ εν μηνί Μαρτίω.
Υπεγράφη συνοδικώς επάνωθεν του ιερού
θυσιαστηρίου παρά της ημών μετριότητος και της μακαριότητός του και πάντων των
συναδέλφων αγίων αρχιερέων.
Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
αποφαίνεται.
Ο Ιεροσολύμων Πολύκαρπος συναποφαίνεται.
Ο Καισαρίας Ιωαννίκιος.
Ο Νικομηδείας Αθανάσιος.
Ο Δέρκων Γρηγόριος.
Ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος.
Ο Βιζύης Ιερεμίας.
Ο Σίφνου Καλλίνικος.
Ο Ηρακλείας Μελέτιος.
Ο Νικαίας Μακάριος.
Ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ.
Ο Βερροίας Ζαχαρίας.
Ο Διδυμοτοίχου Καλλίνικος.
Ο Βάρνης Φιλόθεος.
Ο Ρέοντος Διονύσιος.
Ο Κυζίκου Κωνστάντιος.
Ο Χαλκηδόνας Γρηγόριος.
Ο Τουρνόβου Ιωαννίκιος.
Ο Πισειδίας Αθανάσιος.
Ο Δρύστας Ανθιμος.
Ο Σωζοπόλεως Παίσιος.
Ο Φαναρίου και Φερσάλων Δαμασκηνός.
Ο Ναυπάκτου και Άρτης Άνθιμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου