Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ: Α' ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1912 (ΜΕΡΟΣ Α΄)

Γενικά περί των δύο Βαλκανικών Πολέμων

Εισαγωγή

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-1913 έχουν εξαιρετική σημασία για την ιστορία του 20ού αιώνα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειές τους επηρέασαν τις πολιτικές, κοινωνικο-οικονομικές και πολιτισμικές εξελίξεις της περιοχής για πολλές δεκαετίες και ορισμένες από τις επιπτώσεις τους αποτελούν και σήμερα αντικείμενο επιστημονικών αλλά και δημόσιων συζητήσεων. Οι ιστοριογραφίες των χωρών που πήραν μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους πρότειναν αντιφατικές μεταξύ τους ερμηνείες. Είναι ωστόσο χαρακτηριστικό ότι διαφοροποιήσεις δεν παρουσιάζονται μόνο μεταξύ των διαφορετικών χωρών αλλά και μέσα στα σύνορα της ίδιας χώρας...

Σε κράτη όπως η Βουλγαρία και η Τουρκία, το τραύμα της ήττας πυροδότησε το αίτημα για την απόδοση «ευθυνών», ενώ η αναζήτηση των «αιτιών» των πολέμων είχε πολιτικούς στόχους. Στις περιπτώσεις της Σερβίας και της Ελλάδας, που βγήκαν νικήτριες από τον πόλεμο, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ενσωματώθηκαν – για διαφορετικούς, σε κάθε περίπτωση, λόγους – σε ένα ευρύτερο ιστοριογραφικό πλαίσιο, το οποίο συμπεριλάμβανε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην περίπτωση της Σερβίας και τη Μικρασιατική Εκστρατεία στην περίπτωση της Ελλάδας.

Οι ρίζες των Βαλκανικών Πολέμων πρέπει να αναζητηθούν πίσω στο χρόνο, στα επακόλουθα του Ρωσο-Οθωμανικού πολέμου του 1877-1878, ο οποίος σηματοδότησε το τέλος της ανατολικής κρίσης της περιόδου 1875-1878 – μιας από τις σημαντικότερες κρίσεις στην ιστορία του λεγόμενου Ανατολικού Ζητήματος. Το ζήτημα αυτό μπορεί να αναλυθεί σε τρεις βασικούς άξονες:
  • Το διπλωματικό ανταγωνισμό μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων για την κυριαρχία στα οθωμανικά εδάφη, 
  • Τη σταδιακή παρακμή της αυτοκρατορίας του σουλτάνου και 
  • Τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των βαλκανικών λαών που αγωνίζονταν για την ίδρυση των εθνών-κρατών τους. 
Στην κρίση της περιόδου 1875-1878 έδωσαν τέλος οι Μεγάλες Δυνάμεις με το Συνέδριο του Βερολίνου. Εκεί αποφασίστηκε η ανεξαρτητοποίηση του Μαυροβουνίου, της Ρουμανίας και της Σερβίας – χώρες που κέρδισαν νέα εδάφη, όπως και η Ελλάδα – και η δημιουργία της Ηγεμονίας της Βουλγαρίας και της αυτόνομης επαρχίας της Ανατολικής Ρωμυλίας. Επιπλέον, η Υψηλή Πύλη υποχρεώθηκε να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις και να παραχωρήσει αυτονομία και σε άλλες Ευρωπαϊκές της κτήσεις: την Αλβανία, τη Μακεδονία, την Ήπειρο, κ.λπ. 

Η διοίκηση της Κύπρου παραχωρήθηκε στη Βρετανία, ενώ η Αυστροουγγαρία κατέλαβε τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Νόβι Παζάρ. Ωστόσο, η Συνθήκη του Βερολίνου δημιούργησε αρκετές συγκρούσεις και εντάσεις μεταξύ των Βαλκανικών εθνών, καθώς δεν ακολούθησε τη νεοτερική αρχή της εθνικότητας στη χάραξη των νέων συνόρων των κρατών. Σε πολλές περιπτώσεις, ήταν αδύνατο να ακολουθηθεί η αρχή αυτή, διότι διαφορετικές εθνότητες συνυπήρχαν και συμβίωναν επί αιώνες. 

Κανένα από τα Βαλκανικά κράτη δεν κατάφερε να πετύχει την εθνική του ολοκλήρωση μέσα σε ένα κράτος και η επιδίωξη της ολοκλήρωσης αυτής έγινε ο κύριος άξονας της εξωτερικής τους πολιτικής. Αυτή ακριβώς η τάση προκάλεσε πολλές κρίσεις:
  • Την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία και τον επακόλουθο Σερβο-Βουλγαρικό πόλεμο το 1885, 
  • Τον Ελληνο-Τουρκικό πόλεμο του 1897, τον ξεσηκωμό στη Μακεδονία το 1903, 
  • Την προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία και 
  • Τη διακήρυξη της Βουλγαρικής ανεξαρτησίας το 1908, 
  • Την Αλβανική εξέγερση της περιόδου 1910-1912 και κάποιες ακόμα μικρότερης σημασίας εντάσεις.
Παρ’όλα αυτά η κυρίαρχη τάση στην ιστορία των Βαλκανικών χωρών ήταν η ειρηνική ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός. Έγιναν προσπάθειες να εγκαθιδρυθούν σύγχρονοι φιλελεύθεροι συνταγματικοί θεσμοί και πολιτικά συστήματα, να συγκροτηθούν ισχυρά επικοινωνιακά δίκτυα μέσα από την ανάπτυξη δρόμων και σιδηροδρόμων, να οικοδομηθεί βιομηχανία και ένα δραστήριο εμπορικό δίκτυο στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Από κάθε άποψη, οι Βαλκανικές χώρες οραματίζονταν την ενσωμάτωσή τους στον ευρωπαϊκό κόσμο. Αυτό καλλιέργησε ένα πνεύμα ανταγωνισμού και προόδου.

 
Η ανάπτυξη της εθνικής κουλτούρας αποτέλεσε ένα από τα κύρια πεδία του εκσυγχρονισμού αλλά και του ανταγωνισμού, ένα πεδίο στο οποίο το κράτος ενεργούσε ως ο κύριος κατασκευαστής της εθνικής ταυτότητας. Αφού όλα τα Βαλκανικά έθνη είχαν δημιουργήσει τα έθνη-κράτη τους, ήταν πλέον η κατάλληλη ώρα για τα έθνη-κράτη να εδραιώσουν τα έθνη τους. Τα μέσα που χρησιμοποίησαν προς αυτήν την κατεύθυνση ήταν η δημόσια εκπαίδευση, οι εθνικοί εορτασμοί και οι επέτειοι, η στρατιωτική θητεία, οι εθνικές εκκλησίες. 

Το πνεύμα του εθνικισμού ήταν κυρίαρχο σε κάθε γεγονός και σε κάθε διαδικασία. Ταυτόχρονα, όλα τα Βαλκανικά κράτη προσπαθούσαν να εδραιώσουν την ύπαρξή τους, δημιουργώντας τις συνθήκες για περαιτέρω εδαφικές προσαρτήσεις σε βάρος των γειτόνων τους και κυρίως σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στήριζαν τις διεκδικήσεις τους σε εθνογραφικές, γεωπολιτικές και οικονομικές πραγματικότητες καθώς και σε ιστορικά και πολιτισμικά δίκαια.

Πιο αποτελεσματικά εργαλεία για την επίτευξη αυτής της πολιτικής του κρατικού εθνικισμού των Βαλκανικών χωρών αποδείχθηκαν τα σχολεία των «μιλέτ» και οι κοινοτικές δομές στις Ευρωπαϊκές Οθωμανικές επαρχίες, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξε και η διαμάχη μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Η ίδια πολιτική υποστηριζόταν από κάθε είδους αστικές και αλυτρωτικές πρωτοβουλίες. Στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, η πολιτική συγκυρία στην Ευρώπη έδινε ώθηση σε παρόμοιες εξελίξεις. 

Η καθιέρωση δύο ανταγωνιστικών στρατιωτικών συνασπισμών – της Αντάντ και των Κεντρικών Δυνάμεων – επηρέασε βαθιά τις διαβαλκανικές σχέσεις. Ο εξοπλιστικός αγώνας δρόμου και ο μιλιταρισμός αποτέλεσαν κυρίαρχα χαρακτηριστικά των κοινωνιών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ο στρατιωτικός προϋπολογισμός των κυβερνήσεων της Νοτιοανατολικής Ευρώπης έφτανε το ένα τρίτο των κρατικών δαπανών. Το μέγεθος των στρατών διπλασιάζονταν και νέα όπλα αγοράζονταν από την Ευρώπη. Όλα τα κράτη προετοιμάζονταν για πόλεμο. 

Με τη συνεχή πίεση από τις χώρες της Αντάντ και κυρίως από τη Ρωσία, άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα δημοφιλής η ιδέα της δημιουργίας μιας Βαλκανικής ένωσης, η οποία θα μπορούσε να επιλύσει τα κοινά προβλήματα των Βαλκανικών κρατών μέσω της συνεργασίας. Προς αυτήν την κατεύθυνση παρακίνησε τους Βαλκάνιους πολιτικούς τόσο ο Ιταλο-Οθωμανικός πόλεμος του 1911-1912, που είχε ως αποτέλεσμα την κατάκτηση της Λιβύης και των Δωδεκανήσων από την Ιταλία, όσο και η μόνιμη αστάθεια που ταλαιπωρούσε τα Ευρωπαϊκά Οθωμανικά εδάφη.

Η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιταχύνθηκε μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908. Ο Τουρκικός εθνικισμός της Επιτροπής για την Ένωση και την Πρόοδο (ΕΕΠ) αύξησε την εχθρότητα των Χριστιανών, ενώ ταυτόχρονα αποξένωσε τους Αλβανούς, το λαό που παραδοσιακά επιδείκνυε νομιμότητα απέναντι στο Οθωμανικό καθεστώς. Η Αλβανική εξέγερση του 1911 προανήγγειλε ριζικές αλλαγές στην ισορροπία δυνάμεων στα Βαλκάνια. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, ειδικά η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία, έδειχναν μεγάλη ανησυχία για το μέλλον της Αλβανίας, ενώ τα γειτονικά Βαλκανικά κράτη έτρεφαν προσδοκίες για εδαφικά οφέλη από την ίδια περιοχή. 

Οι Αλβανοί ηγέτες, αντιμέτωποι με τον εφιάλτη του διαμελισμού της χώρας τους από τους γειτονικούς τους λαούς – προοπτική καθόλου απίθανη μετά τις Οθωμανικές ήττες στον Ιταλο-Οθωμανικό πόλεμο – αποφάσισαν να οργανώσουν μια γενικευμένη εξέγερση, προκειμένου να εξασφαλίσουν την αυτονομία τους. Μέχρι τα μέσα Ιουλίου του 1912, οι Αλβανοί επαναστάτες είχαν νικήσει τα Τουρκικά στρατεύματα και στις 20 Ιουλίου απαίτησαν τη διάλυση του Οθωμανικού κοινοβουλίου μέσα σε σαράντα οχτώ ώρες.

Το Φεβρουάριο του 1912 υπογράφτηκε ένα σύμφωνο συμμαχίας μεταξύ της Σερβίας και της Βουλγαρίας, ενώ τον Μάιο του 1912 ένα παρόμοιο σύμφωνο υπογράφτηκε μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας. Τον Αύγουστο του 1912 η Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο έφτασαν σε μια προφορική συμφωνία. Οι προσπάθειες να ενταχθεί η Ρουμανία στο Βαλκανικό Συνασπισμό αποδείχθηκαν άκαρπες. Η Αντάντ επέβλεπε στενά τη συγκρότηση της ένωσης, με απώτατο στόχο να τη χρησιμοποιήσει στον επερχόμενο Παγκόσμιο Πόλεμο.

 
Τα συμφέροντα ωστόσο των Βαλκάνιων Συμμάχων μετέβαλαν τα πράγματα. Οι Σύμμαχοι πήραν την πρωτοβουλία να ασκήσουν πίεση στην Οθωμανική κυβέρνηση ζητώντας μεταρρυθμίσεις και την αυτονομία της Αλβανίας και της Μακεδονίας. Όταν η Υψηλή Πύλη απέρριψε τα αιτήματα, ξέσπασε ο πόλεμος – στις αρχές Οκτωβρίου του 1912 – παρά τις προσπάθειες των Μεγάλων Δυνάμεων να τον καθυστερήσουν. Στις αρχές Νοεμβρίου, οι Βαλκάνιοι Σύμμαχοι βγήκαν νικητές από την πρώτη φάση του πολέμου. 

Ο Βουλγαρικός στρατός έφτασε κοντά στην Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη, ο Ελληνικός στρατός εισέβαλε στη Θεσσαλονίκη και απέκτησε τον έλεγχο της Ηπείρου και μέρους της Μακεδονίας, ο Σερβικός και Μαυροβουνιακός στρατός κατέλαβαν το Κόσοβο, το Νόβι Παζάρ, τη βόρεια Αλβανία και μέρος της Μακεδονίας. Το Ελληνικό ναυτικό παρέλυσε τις Οθωμανικές επικοινωνίες στο Αιγαίο Πέλαγος, ενώ το Βουλγαρικό έκανε το ίδιο στη Μαύρη Θάλασσα. Στα τέλη Νοεμβρίου υπογράφτηκε εκεχειρία χωρίς τη συμμετοχή της Ελλάδας η οποία συνέχισε τον πόλεμο καταλαμβάνοντας τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου – τη Λήμνο, τη Λέσβο, τη Χίο και τη Σάμο – και προχωρώντας προς τη νότια Αλβανία.
 
Οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν στις αρχές Δεκεμβρίου του 1912 στο Λονδίνο, όπου είχαν ήδη συγκεντρωθεί οι πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων για την επεξεργασία των όρων της ειρήνης. Οι Βαλκάνιοι Σύμμαχοι προσπάθησαν να αποκτήσουν όλες τις Οθωμανικές κτήσεις που βρίσκονταν σε Ευρωπαϊκό έδαφος δυτικά της γραμμής Μήδειας-Ραιδεστού και τα νησιά του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένης και της Κρήτης. Η Υψηλή Πύλη πρότεινε να παραχωρήσει αυτονομία στη Μακεδονία και την Αλβανία, όχι όμως και εδάφη. 

Η συμφωνία, την οποία πρότειναν οι Μεγάλες Δυνάμεις, ήταν πιο κοντά στις διεκδικήσεις των Συμμάχων. Οι εξελίξεις αυτές προκάλεσαν πραξικόπημα στην Κωνσταντινούπολη και την ανάδειξη μιας νέας κυβέρνησης, η οποία διέκοψε τις διαπραγματεύσεις και ανανέωσε τις εχθροπραξίες από τα μέσα του Ιανουαρίου του 1913. Η δεύτερη φάση του πολέμου διήρκεσε σχεδόν τρεις μήνες. Η Οθωμανική αντεπίθεση στην ανατολική Θράκη απωθήθηκε από το Βουλγαρικό στρατό, ο στρατός του Μαυροβουνίου κατέλαβε το οχυρό της Σκόδρας, ο Ελληνικός στρατός κατέλαβε τα Ιωάννινα και ο Βουλγαρικός την Αδριανούπολη. Οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις άρχισαν πάλι στο Λονδίνο και στις 17 Μαΐου 1913 υπογράφτηκε η ειρήνη.

Οι Σύμμαχοι πήραν όλα τα οθωμανικά εδάφη στην Ευρώπη δυτικά της γραμμής Αίνου-Μήδειας και επίσης, την Κρήτη. Έπρεπε τώρα να προχωρήσουν στον επιμερισμό των εδαφικών προσαρτήσεων μεταξύ τους και αυτό το κρίσιμο πρόβλημα οδήγησε στη διάλυση του Βαλκανικού Συνασπισμού. Στο μεταξύ, η Ρουμανία διεκδικούσε τη νότια Δοβρουτσά. Αρχικά, η Βουλγαρία απέρριψε τις διεκδικήσεις, αργότερα όμως, στη διάρκεια της διάσκεψης της Αγίας Πετρούπολης, τον Απρίλιο του 1913, συμφώνησε να παραχωρήσει την πόλη της Σιλιστρίας. 

Ωστόσο, ο πραγματικός καταμερισμός των κτήσεων του πολέμου δεν είχε ακόμα ξεκινήσει. Οι πολιτικοί των Βαλκανικών χωρών, οπλισμένοι με κάθε δυνατό επιχείρημα, διεκδίκησαν τα περισσότερα δυνατά εδαφικά οφέλη. Το μήλον της έριδος ήταν η Μακεδονία, όπου ο καθορισμός των συνόρων αποδείχθηκε ένα σχεδόν άλυτο πρόβλημα. Ενώ η διαίρεση μεταξύ Σερβίας και Ελλάδας ήταν ευκολότερη, η περιοχή που ζητούσε η Βουλγαρία ήταν οριζόντια και διαπερνούσε τις Ελληνικές και Σερβικές ζώνες κατοχής. 

Στο εσωτερικό των Βαλκανικών κρατών, τα κόμματα της αντιπολίτευσης υποστήριζαν εξαιρετικά ακραίες θέσεις, επιδιώκοντας ένα νέο πόλεμο, αυτή τη φορά εναντίον των πρώην συμμάχων. Οι αλυτρωτικές οργανώσεις απειλούσαν με θάνατο τους ίδιους τους υπουργούς των χωρών τους, εάν συναινούσαν σε παραχωρήσεις εδαφών. Παρ’ όλα αυτά, οι κυβερνήσεις προσπάθησαν να προχωρήσουν σε συμφωνίες αποστρατικοποίησης και σε ορισμένες περιπτώσεις το κατάφεραν. 

Η αυξανόμενη ένταση εκδηλώθηκε με μικρής κλίμακας συγκρούσεις και μεμονωμένα περιστατικά μεταξύ των συμμάχων. Στις 19 Μαΐου 1913, η Ελλάδα και η Σερβία υπέγραψαν σύμφωνο συμμαχίας στο οποίο ρυθμίζονταν και οι μεταξύ τους εδαφικές διεκδικήσεις. Η Ρωσική απόπειρα να οργανωθεί μία ακόμα διάσκεψη του Βαλκάνιων πρωθυπουργών στην Αγία Πετρούπολη, προκειμένου να επιλυθούν οι εδαφικές διεκδικήσεις, άργησε να γίνει και αποδείχθηκε αναποτελεσματική.

 
Στις 13 Ιουνίου 1913, ο Βασιλιάς Φερδινάνδος διέταξε τον στρατηγό Σάβοφνα επιτεθεί στις Σερβικές και Ελληνικές στρατιωτικές μονάδες στη Μακεδονία. Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος μεταξύ των πρώην συμμάχων ξεκίνησε. Η Ελλάδα, η Σερβία και το Μαυροβούνιο κήρυξαν πόλεμο στη Βουλγαρία, με την υποστήριξη της Ρουμανίας. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έστρεψε επίσης τα στρατεύματά της εναντίον της Βουλγαρίας. Μετά από ένα μήνα σκληρών μαχών, οι Μεγάλες Δυνάμεις αναμείχθηκαν για μία ακόμα φορά και έθεσαν τέλος στη στρατιωτική δράση. 

Με τις συνθήκες του Βουκουρεστίου και της Κωνσταντινούπολης καθορίστηκαν τα νέα εδαφικά σύνορα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η Ρουμανία πήρε τη νότια Δοβρουτσά. Η Σερβία απέκτησε το Κόσοβο, το Νόβι Παζάρ και τη Μακεδονία του Βαρδάρη. Η Ελλάδα την Ήπειρο και τη Μακεδονία του Αιγαίου. Το Μαυροβούνιο προσάρτησε έναν αριθμό γειτονικών περιοχών. Η Βουλγαρία πήρε τη Μακεδονία του Πιρίν και τη Δυτική Θράκη. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη. Η Αλβανία ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι δημιούργησαν νέα δεδομένα στη χερσόνησο. Καμιά από τις χώρες δεν ήταν πλήρως ευχαριστημένη με τα νέα της σύνορα, ενώ η δυσαρέσκεια ήταν πολύ μεγαλύτερη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τη Βουλγαρία και την Αλβανία. Η Ελλάδα απαιτούσε τα νησιά του Αιγαίου, η Σερβία επιδίωκε μια διέξοδο προς τη θάλασσα και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιο ήθελε τη Σκόδρα και η Ρουμανία ενδιαφερόταν για την Τρανσυλβανία και τη Βεσσαραβία. 

Οι εθνικοί αυτοί πόθοι διαμόρφωσαν αντίστοιχα τις πολιτικές των Βαλκανικών κρατών λίγο πριν το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος ξεκίνησε στα Βαλκάνια. Γι’ αυτό και πολλοί σύγχρονοι της εποχής καθώς και μεταγενέστεροι ιστορικοί τον θεώρησαν ως έναν ακόμα Βαλκανικό πόλεμο – με την ενεργή συμμετοχή των Μεγάλων Δυνάμεων αυτή τη φορά. Επιπλέον, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι γέννησαν το μίσος, την καχυποψία και το φόβο μεταξύ των Βαλκανικών λαών. Τα εθνικά αφηγήματα των χωρών εξαφάνισαν κάθε ίχνος από τις προσωπικές μνήμες και τα κοινά αισθήματα των Βαλκανικών λαών και διαμόρφωσαν την εικόνα του εχθρού για τα γειτονικά έθνη. 

Το ψυχολογικό τραύμα των πολέμων, το οποίο βασάνισε για πολλά χρόνια κάθε μια από τις εμπόλεμες χώρες, σε συνδυασμό με το νέο τραύμα που προκάλεσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ήταν ιδιαίτερα ισχυρό στην περίπτωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Βουλγαρίας. Το τραύμα αυτό διατήρησαν ζωντανό για πολλές δεκαετίες οι οικογένειες των προσφύγων και επηρέασε τη συλλογική μνήμη του κάθε Βαλκανικού έθνους. Από αυτήν την άποψη, οι πόλεμοι ενδυνάμωσαν τα εθνικά αισθήματα και την εθνική ταυτότητα, αυξάνοντας τη σημασία της έννοιας της εθνικής αλληλεγγύης και του κοινού – συλλογικού – πεπρωμένου.

Η Δημιουργία της Βαλκανικής Συμμαχίας

Τον Μάρτιο του 1912 η Σερβία και η Βουλγαρία με την έγκριση της Γερμανίας υπέγραψαν συμμαχία εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βάσει της συμφωνίας σε περίπτωση νίκης επί των Τούρκων, η Βουλγαρία θα προσαρτούσε τα εδάφη ανατολικά του Στρυμόνα, η Σερβία τα εδάφη βόρεια του όρους Σκάρδος. Οι δύο χώρες δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το μοίρασμα των εδαφών της Μακεδονίας. Στην συμμαχία προστέθηκε αργότερα και το Μαυροβούνιο.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος που ήταν τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, θεωρώντας ότι, αν ξεσπάσει ένοπλη σύγκρουση στα Βαλκάνια χωρίς Ελληνική συμμετοχή θα χανόταν για πάντα η δυνατότητα να υλοποιηθούν οι Ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη, υπέγραψε τον Μάιο του 1912 αμυντική συμμαχία με τη Βουλγαρία. Οι δύο χώρες επίσης δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το μοίρασμα των εδαφών της Μακεδονίας και συναίνεσαν απλώς στο να κρατήσει κάθε χώρα όσα εδάφη θα κατάφερνε να αποσπάσει από την Οθωμανική αυτοκρατορία. 

Ένας παράγοντας που ώθησε την Βουλγαρική ηγεσία να δεχθεί τέτοιου είδους συμφωνία ήταν το γεγονός πως η ήττα της Ελλάδας κατά τον Ελληνο-Τουρκικό πόλεμο του 1897 είχε δημιουργήσει στους υπολοίπους Βαλκάνιους την πεποίθηση ότι ο Ελληνικός Στρατός δεν αποτελούσε υπολογίσιμο παράγοντα.

 
Οι Βούλγαροι, οι οποίοι θεωρούσαν ότι είναι «οι Πρώσοι των Βαλκανίων», πίστευαν ότι στην καλύτερη περίπτωση ο Ελληνικός Στρατός θα κολλούσε στα σύνορα ή θα σημείωνε λίγες τοπικές επιτυχίες χωρίς πάντως να μπορέσει να διεκδικήσει με αξιώσεις εδάφη που αποτελούσαν στόχο της Βουλγαρίας. Δέχθηκαν όμως την συμμαχία με την Ελλάδα επειδή πίστευαν στο αξιόμαχο του Ελληνικού στόλου, ο οποίος είχε την δυνατότητα να εμποδίσει την μεταφορά ενισχύσεων από τα λιμάνια της Μικράς Ασίας προς την Ευρωπαϊκή Τουρκία, όπως και πράγματι έκανε.

Με τις τολμηρές του διπλωματικές πρωτοβουλίες ο Βενιζέλος ήρθε σε αντίθεση με την ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο (όπως και ο Ίων Δραγούμης) λόγω και του πρόσφατου Μακεδονικού αγώνα θεωρούσε πιο επικίνδυνο αντίπαλο την Βουλγαρία και εξέταζε την περίπτωση συμμαχίας με την Τουρκία. Με δεδομένη την πρόσφατη περίοδο του Μακεδονικού αγώνα, την αντιπαλότητα με τη Βουλγαρία και γενικότερα με τους φορείς των ιδεών του πανσλαβισμού, στην Ελληνική πολιτική ζωή κυριαρχούσε από τα τέλη του 19ου αιώνα η ιδέα του Σλαβικού κινδύνου. 

Η Ελλάδα αντιμετώπιζε το δίλημμα εάν θα ήταν προτιμότερη η συμμαχία με τους Χριστιανούς Σλάβους εναντίον των Τούρκων ή εάν η σλαβική απειλή ήταν τόσο επικίνδυνη ώστε θα έπρεπε να προτιμηθεί η συμμαχία με την καταρρέουσα Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία μετεξελισσόμενη θα μπορούσε ίσως και να κυβερνηθεί από Έλληνες.

Ο καταστροφικός πόλεμος του 1897 είχε επηρεάσει πολλούς, ανάμεσα τους και τον Ίωνα Δραγούμη ο οποίος θεώρησε ότι το Ελληνικό κράτος είχε αποτύχει και ότι η πρόοδος του Ελληνισμού θα έπρεπε να αναζητηθεί με μία αυτοκρατορική λογική μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι απόψεις αυτές φτάνουν στο αποκορύφωμά τους λίγο πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους όταν ο Ίων Δραγούμης απογοητευμένος από το Ελληνικό κράτος μιλάει πιο ιδεαλιστικά για «ανατολικό κράτος», απαξιώνοντας «το κρατίδιον», όπως αποκαλούσε την Ελλάδα. 

Αντίθετα ο Βενιζέλος, τέκνο της Κρήτης η οποία είχε μόλις πρόσφατα αποκτήσει την αυτονομία της, εμφανιζόταν περισσότερο ως οπαδός του κλασσικού αλυτρωτισμού του 19ου αιώνα. Θέτοντας δε ως άμεσο στόχο την απελευθέρωση των Οθωμανικών κτήσεων στην Ευρώπη, χωρίς μάλιστα προηγούμενη συμφωνία για το μοίρασμα τους, άλλαξε άρδην την εξωτερική πολιτική. 

Η επιλογή του Βενιζέλου για συμμαχία με τη Βουλγαρία αποτελούσε μεγάλη τομή ειδικά για την παλιά γενιά του Μακεδονικού Αγώνα. Τελικά ο Κρητικός πολιτικός κατάφερε να υπερνικήσει τις αντιδράσεις της διπλωματικής γραφειοκρατίας, φροντίζοντας ταυτόχρονα να καταστήσει την χώρα ετοιμοπόλεμη, ώστε να μην επαναληφθεί η τραυματική εμπειρία του 1897.

Η αλήθεια είναι ότι μετά την επανάσταση στο Γουδί ο Ελληνικός στρατός είχε βελτιώσει με πολύ γρήγορους ρυθμούς το επίπεδο εκπαιδεύσεως με την άφιξη ξένων (Γαλλικών) εκπαιδευτικών αποστολών, είχε ανανεώσει και εκσυγχρονίσει τον εξοπλισμό του, και είχε διοικητικά αναδιοργανωθεί με την βελτίωση του συστήματος των προαγωγών των αξιωματικών και την απομάκρυνση των Βασιλοπαίδων από την ηγεσία. Ταυτόχρονα τέθηκε σε εφαρμογή και το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του στόλου με αποκορύφωμα την αγορά του Θωρηκτού «Αβέρωφ».

Γενική Βαλκανική Κατάσταση

1903 Αυστροουγγαρία και Ρωσία συνομολογούν το Πρόγραμμα Μυρστέγκ που αφορά μεταρρυθμίσεις για τη Μακεδονία. Αναταραχή στη Σερβία. Δολοφονείται ο Βασιλιάς Αλέξανδρος εκ του Οίκου Ομπρένοβιτς από συνωμότες αξιωματικούς. Η εθνική συνέλευση εκλέγει Βασιλιά τον Πέτρο Καραγιώργιεβιτς που αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στα μετέπειτα δρώμενα. Η Βουλγαρία σε επαναστατικό κίνημα. Οι Τούρκοι συλλαμβάνουν Βούλγαρους κομητατζήδες.


1904 Μεταξύ Σερβίας και Μαυροβουνίου συνομολογείται η Συμφωνία Κεττίγνης που αφορά συμφέροντα επί της Μακεδονίας. Ακολουθεί η (μυστική) Συμφωνία Βελιγραδίου (1904) (συμμαχία Σερβίας - Βουλγαρίας), της οποίας συνέχεια είναι η Συνθήκη Βελιγραδίου (1904). Η Βουλγαρία αποτελεί εξαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι επίβουλες δραστηριότητές της σε βάρος αλλοεθνών πληθυσμών και περισσότερο Ελληνογενών πολλαπλασιάζονται. Η Βουλγαρική κυβέρνηση εξαπολύει έντονη προπαγάνδα προς τους λαούς της Ευρώπης παρουσιάζοντας τη Μακεδονία ως Βουλγαρική. 

Η Κυβέρνηση Θεοτόκη αντιδρά. Δημιουργείται το Ελληνικό αμυντικό κομιτάτο. Ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ και η κυβέρνηση Θεοτόκη το υποστηρίζουν. Έναρξη Μακεδονικού Αγώνα. Θάνατος του Παύλου Μελά. Μέχρι το τέλος του έτους η Βουλγαρία έχει προσαρτήσει 130 Ελληνικές κοινότητες. Παράλληλα η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία συνομολογούν τη Συμφωνία Αμπατσίας για την "Αδριατική Ισορροπία". Επίσης μεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας συνομολογείται η Συνθήκη Σόφιας (1904) που αφορά πολιτική προσέγγιση και αμνηστία στους Βουλγάρους επαναστάτες.

1906 Ο Ελληνικός ένοπλος αγώνας στη Μακεδονία έχει επικρατήσει. Οι Βούλγαροι εξαπολύουν στη συνέχεια συμμορίες κατά Ελλήνων στην Ανατολική Ρωμυλία ενώ τον Ιούνιο επέδραμαν στη Φιλιππούπολη, Αγχίαλο και Βάρνα. Ακολουθούν σφαγές πυρπολήσεις και διωγμός Ελλήνων. Η Ελλάδα ξεκινά επίσημα, (πρώτη Βαλκανική Χώρα), προγράμματα στρατιωτικού εξοπλισμού και εκπαίδευσης.

1907 Μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών συνομολογείται η Δήλωση Συνεννόησης (1907) που περισσότερο αφορά σύσφιξη σχέσεων. Οι Μονάρχες Ρωσίας και Αυστρίας συνομολογούν τη Συμφωνία του Ίτσλ για διατήρηση του "Status Quo" στη Βαλκανική. εκ της οποίας και ακολουθεί η Διακοίνωση Ρωσίας - Αυστρίας προς κυβερνήσεις Αθηνών, Βελιγραδίου και Σόφιας.

1908 Η Βουλγαρία, με την υποστήριξη της Αυστροουγγαρίας ανακηρύσσεται ανεξάρτητο Βασίλειο. Ο Σουλτάνος, υπό την πίεση των Ρώσων αναγκάζεται να το αναγνωρίσει. Βασιλιάς αναλαμβάνει ο Φερδινάνδος ο οποίος και ξεκινά αμέσως πρόγραμμα στρατιωτικού εξοπλισμού και εκπαίδευσης. Ακολουθεί η Συμφωνία Σόφιας (1908) μεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας που αφορά Μουσουλμανικά προνόμια, όχι όμως και των Ελλήνων. 

Παρά ταύτα νέες βουλγαρικές συμμορίες εισχωρούν στη Μακεδονία. Οι δολοφονίες πολλαπλασιάζονται, μεταξύ των θυμάτων και ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος. Στις 11 Ιουνίου του 1908 συστήθηκε το Νεοτουρκικό κομιτάτο που στρέφεται κατά του Σουλτάνου Χαμίτ Β' με κύριο αίτημα τη παραχώρηση συντάγματος. Με την ανακήρυξη Συνταγματικού Πολιτεύματος παύει και επίσημα ο Μακεδονικός Αγώνας.

1909 Από τις αρχές του έτους το Νεοτουρκικό κομιτάτο φέρεται να έχει επικρατήσει. Ένταση μεταξύ Τουρκίας και Βουλγαρίας, συνομολογούνται τα δύο Πρωτόκολλα Πετρούπολης (1909). Αυτών ακολουθεί η (μυστική) Συνθήκη Πετρούπολης (1909) μεταξύ Ρωσίας και Βουλγαρίας. Η σχέση του Νεοτουρκικού κομιτάτου με την Ελλάδα αρχίζει να εκτραχύνεται, στη προσπάθεια των Νεότουρκων για κατάργηση της αυτονομίας της Κρήτης και την επαναφορά της στην Οθωμανική κυριαρχία. 

Ο Σουλτάνος μη αναγνωρίζοντας επίσημα τους Νεότουρκους εξαναγκάζει και την επίσημη Ελλάδα σε απ΄ ευθείας υποσχετικές δηλώσεις και διπλωματικές υποχωρήσεις στα αιτήματα των Νεοτούρκων. Στάση που θα επηρεάσει έντονα τα εσωτερικά γεγονότα της Ελλάδας, με στρατιωτική επανάσταση.


1910 Το Μαυροβούνιο αναγνωρίζεται Βασίλειο. Βασιλιάς αναλαμβάνει ο ηγεμών Νικήτας με σαφείς βλέψεις προέκτασης της Χώρας του.

1912 Διάβημα Αυστρίας (1912) προς Ιταλία γι΄ αποφυγή εμπλοκής στα Βαλκάνια. Συνομολογείται η Συνθήκη Φιλίας - Συμμαχίας Σόφιας μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας, αυτής ακολουθεί η Συνθήκη Αμυντικής Συμμαχίας Σόφιας μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Τον Ιούνιο συνέρχεται το Συνέδριο Πάτμου (1912) που εκφράζει τον διακαή πόθο της ένωσης της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα. Ξεκινά η Διάσκεψη του Βουκουρεστίου που θα ολοκληρωθεί τον Αύγουστο του 1913. Τέλος στις 18 Ιουνίου συνομολογείται η περίφημη Συμφωνία των Χριστιανικών Κρατών του Αίμου που αφορά τη συμμαχία μεταξύ Σερβίας, Βουλγαρίας, Ελλάδας και Μαυροβουνίου.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία πριν την Έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων 

Τις παραμονές του Α’ Βαλκανικού Πολέμου τα σύνορα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έχουν υποχωρήσει σε σημαντικό βαθμό και τίποτα δεν θυμίζει την παλιά κραταιά δύναμη που δέσποζε άλλοτε στην περιοχή. Η εν λόγω υποχώρηση οφείλεται σε μια σειρά από παράγοντες που άπτονται του ουσιαστικού ζητήματος του εκσυγχρονισμού της αυτοκρατορίας, η οποία αδυνατεί να παρακολουθήσει τις ραγδαίες κοινωνικές, τεχνολογικές, οικονομικές, πολιτικές κ.ά. εξελίξεις της γηραιάς ηπείρου, αλλά και στις επιδιώξεις του εξωτερικού παράγοντα.

Οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που έλαβαν χώρα τις προηγούμενες δεκαετίες, κυρίως μετά τον Μαχμούτ Β’, είχαν παραμείνει προσκολλημένες στο δόγμα του «διαιώνιου κράτους», παραβλέποντας ουσιαστικά τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες στην αυτοκρατορία. Η αδυναμία της Υψηλής Πύλης να αφουγκραστεί τις ανάγκες της πολυεθνικής κοινωνίας τρέφει με τη σειρά της τις κεντρόφυγες τάσεις στις τάξεις της αυτοκρατορίας, οι οποίες ευνοούνται κυρίως από τις πολιτικές απόκτησης σφαιρών επιρροής των μεγάλων δυνάμεων της εποχής εκείνης. 

Απόρροια αυτής της κατάστασης ήταν ότι οι μεταρρυθμίσεις, που στόχευαν κυρίως στη βελτίωση της στρατιωτικής και κρατικής μηχανής, αφενός απέτυχαν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις για πλήρη ισονομία των μη Μουσουλμάνων της αυτοκρατορίας με τους Μουσουλμάνους, και αφετέρου απέτρεψαν τις ποικίλες απειλές που προέρχονταν από τις γειτονικές κυρίως μεγάλες δυνάμεις, όπως η Ρωσία και η Αυστροουγγαρία, αλλά και τη Γαλλία και την Αγγλία, οι οποίες καραδοκούν, προκαλώντας τεράστιες απώλειες εδαφών σε όλα τα μήκη και πλάτη της αυτοκρατορίας.

Η Συνθήκη του Βερολίνου

Ήδη με τις αποφάσεις του συνεδρίου του Βερολίνου, τον Ιούνιο του 1878, το οποίο περιόριζε μερικώς τα καταστροφικά αποτελέσματα της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου του Μαρτίου του 1878, που αναγκάστηκε να παραχωρήσει η Υψηλή Πύλη μετά τη συντριβή των στρατευμάτων της από τους Ρώσους λίγο έξω από την Κωνσταντινούπολη, η Οθωμανική αυτοκρατορία έχει απολέσει σημαντικές κτήσεις της στην Ευρώπη. 

Σημαντικότερο επίτευγμα της συνθήκης του Βερολίνου ήταν η αποτροπή της δημιουργίας μιας μεγάλης Βουλγαρίας, σενάριο που προκαλούσε σοβαρές ανησυχίες στην Αγγλία και την Αυστροουγγαρία, καθώς μια Ρωσόφιλη Βουλγαρία θα αντίκειτο στα συμφέροντά τους. Επακόλουθο αυτού ήταν, πρώτον, η δημιουργία μιας μικρής αυτόνομης Βουλγαρίας στη θέση της μεγάλης και, δεύτερον, η δημιουργία μιας αυτόνομης Ανατολικής Ρωμυλίας, η οποία λίγα χρόνια μετά, το 1885, θα προσαρτηθεί από την πρώτη, εξασφαλίζοντας μάλιστα τη συγκατάθεση της Πύλης το αμέσως επόμενο έτος. 

Η συνθήκη προβλέπει ακόμη ανεξαρτητοποίηση του Μαυροβουνίου, της Σερβίας και της Ρουμανίας. Η Αυστροουγγαρία αποκτά δικαίωμα κατοχής και διοίκησης της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης -καθώς και του σαντζακίου του Νόβι Παζάρ- η οποία εξακολουθεί να είναι Οθωμανική κτήση. Ένα άλλο έμμεσο αποτέλεσμα ήταν η παραχώρηση του ελέγχου της Κύπρου στους Άγγλους ως αντάλλαγμα στη στήριξη που παρείχαν οι τελευταίοι στην Πύλη κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στο Βερολίνο. Εξάλλου παραχωρούνται σημαντικές πόλεις της αυτοκρατορίας στα βορειανατολικά σύνορά της στη Ρωσία, όπως το Βατούμ, το Καρς και το Αρνταχάν.


Η παραπάνω συνθήκη δεν θα σταθεί εμπόδιο ούτε θα περιορίσει τις ορέξεις των Μεγάλων Δυνάμεων, αντιθέτως θα τις αυξήσει. Συγκεκριμένα η Γαλλία και η Αγγλία θα επεκτείνουν τον έλεγχο και την επιρροή τους στη Βόρεια Αφρική, όπου η Πύλη αδυνατούσε να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Έτσι, η Γαλλία θα εγκατασταθεί στην Τυνησία το 1881, ενώ τον επόμενο χρόνο η Αγγλία, προφασιζόμενη κινδύνους από φυλετικές εξεγέρσεις, θα κάνει το ίδιο στην Αίγυπτο.

Η Αυτοκρατορία μετά την Επανάσταση των Νεοτούρκων

Η κατάσταση της αυτοκρατορίας θα επιδεινωθεί έτι περισσότερο με την επανάσταση των Νεοτούρκων που ξεσπά το 1908. Οι Αυστριακοί, έχοντας εξασφαλίσει την ανοχή της Ρωσίας και εκμεταλλευόμενοι τη ρευστή κατάσταση που δημιούργησε η εν λόγω επανάσταση, προσάρτησε οριστικά την περιοχή. 

Η Βουλγαρία δεν θα αφήσει επίσης να περάσει ανεκμετάλλευτη η ευκαιρία και λίγους μήνες μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων θα κηρύξει την ανεξαρτησία της από την αυτοκρατορία. Τέλος, η Ιταλία, η οποία εισήλθε καθυστερημένα στον αγώνα για την απόκτηση αποικιών, θα επιδιώξει και θα πετύχει να καταλάβει την Τριπολίτιδα, την Κυρηναϊκή και τα Δωδεκάνησα το 1911-1912.

Αποτέλεσμα των παραπάνω υποχωρήσεων ήταν να περιοριστεί σε σημαντικό βαθμό η κυριαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στην Ευρώπη εξακολουθούσε να ελέγχει τη σημερινή Αλβανία, το Κόσοβο, το ανατολικό Μαυροβούνιο, μια στενή λωρίδα γης στα νότια της Σερβίας, την Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θράκη. 

Είχε απολέσει δηλαδή σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού της στη Βαλκανική χερσόνησο, ο οποίος μάλιστα ήταν κατά κανόνα Χριστιανικός, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν τα ποσοστά του μουσουλμανικού πληθυσμού της αυτοκρατορίας. Όσον αφορά την Ασία, η Οθωμανική κυριαρχία εκτείνεται στη Μικρά Ασία (περίπου έως τα σύνορα της σημερινής Γεωργίας, της Αρμενίας και του Ιράν), τη σημερινή Συρία, τον Λίβανο, την Παλαιστίνη, την Ιορδανία, την (βόρεια) Υεμένη, καθώς και τις περιοχές της Χετζάζης (σήμερα στη Σαουδική Αραβία) και της Μεσοποταμίας (Ιράκ και Κουβέιτ). 

Τέλος, στη Βόρεια Αφρική εξακολουθεί τυπικά μόνο, όπως προαναφέραμε, να κατέχει εδάφη, καθώς τελούν υπό τον έλεγχο των Μεγάλων Δυνάμεων.

Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος

Εισαγωγή 

Η επιθυμία των βαλκανικών κρατών –Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο και Βουλγαρία– για οριστική αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας οδήγησε στις αρχές του φθινοπώρου του 1912 στη σύμπραξη κατά της ασθμαίνουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η άρνηση της Τουρκίας να αποδεχθεί ριζικές μεταρρυθμίσεις προς όφελος των χριστιανικών πληθυσμών είχε ως αποτέλεσμα την κήρυξη του πολέμου, ο οποίος ονομάστηκε Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Παρά το γεγονός ότι μεταξύ των τεσσάρων συμμαχικών κρατών είχαν συναφθεί αμυντικές συνθήκες και συμφωνίες, ωστόσο εισήλθαν στον πόλεμο χωρίς κοινό σχέδιο επιχειρήσεων.

Στις 4 το απόγευμα της 5ης Οκτωβρίου 1912 έφτανε στην Αθήνα η πρώτη είδηση για την έναρξη του πολέμου των Βαλκάνιων συμμάχων κατά της Τουρκίας, και την προέλαση τής υπό τον διάδοχο τότε Κωνσταντίνο ελληνικής στρατιάς στη Μακεδονία. Είκοσι μόλις μέρες μετά, η ελληνική σημαία κυμάτιζε στη Θεσσαλονίκη.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913 αναμφισβήτητα αποτελούν ιστορικό ορόσημο στη Νεότερη Ιστορία της Ελλάδας και μία από τις μεγαλύτερες εξάρσεις του Έθνους. Κατά τους πολέμους αυτούς όλοι οι Έλληνες αδελφωμένοι σε εθνική πανστρατιά και με ζηλευτή ομοψυχία αποδύθηκαν σ' έναν τιτάνιο αγώνα.


Η Ελλάδα, διαθέτοντας την περίοδο εκείνη έναν πλήρως αναδιοργανωμένο, άρτια εκπαιδευμένο και καλά εξοπλισμένο Στρατό και έχοντας εξασφαλισμένη την υπεροπλία στη θάλασσα, χάρη στο Ναυτικό της, έμπαινε στον πόλεμο κατά της Τουρκίας στο πλευρό των Βαλκανικών Συμμάχων της Βουλγαρίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου, με τις ευνοϊκότερες συνθήκες. Ακλόνητη πίστη όλων ήταν η απελευθέρωση των εθνικών εδαφών και των ομοεθνών τους που εξακολουθούσαν να βρίσκονται υπό το ζυγό των Τούρκων και καθημερινά υπέφεραν το φυλετικό και θρησκευτικό φανατισμό τους. Επιπλέον η Ελλάδα επιθυμούσε να αποπλύνει την ήττα του άτυχου πολέμου του 1897, που τόσα δεινά της είχε φέρει.

Στη γιγάντια αυτή προσπάθεια, ο Ελληνικός Στρατός, πέρα από την ένθερμη συμπαράσταση ολόκληρου του ελληνικού λαού, είχε και την ενεργή συμμετοχή των αλύτρωτων ακόμη αδελφών μας, αλλά και πολλών φιλελλήνων του Εξωτερικού και Κρητών εθελοντών, που κατά χιλιάδες συνέρεαν και ενίσχυαν τον αγώνα. Τα πατριωτικά κηρύγματα είχαν διαποτίσει τις ψυχές όλων των Ελλήνων και είχαν ανάψει στα στήθη της νεολαίας την ορμή για αγώνα.

Αίτια και Αφορμές 

Η Ελλάδα και τα άλλα βαλκανικά κράτη, είχαν βλέψεις στις κατεχόμενες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία περιοχές της Βαλκανικής Χερσονήσου, για να επιτύχουν την απελευθέρωση των «ομαιμόνων» πληθυσμών τους, οι οποίοι υπέφεραν υπό τον Οθωμανικό ζυγό, αλλά και για την εδαφική τους επέκταση. Στις βλέψεις και επιδιώξεις αυτές, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις συνέπιπταν, αποδίδονται τα αίτια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.

Τα αίτια υπήρχαν, οι ήδη συναφθείσες, μεταξύ των βαλκανικών κρατών, συμμαχίες έστω και διμερείς, ενίσχυαν τη θέση τους και τα καθιστούσαν ικανά να εμπλακούν και να ανταπεξέλθουν σε ένα πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.  Το μόνο που απέμενε ήταν να δοθεί η σχετική αφορμή. Και υπήρξαν πολλές από μέρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας  οι οποίες οδήγησαν στη βέβαιη, όπως προδιαγραφόταν, σύγκρουση.

Συγκεκριμένα:
  • Οι σφαγές των Χριστιανών που οργανώθηκαν από τις τουρκικές αρχές στη σερβική πόλη ΚΟΤΣΑΝΑ του Κοσσυφοπεδίου, τον Ιούλιο του 1912, ενώ είχε προηγηθεί η αιματηρή καταστολή της Αλβανικής Επαναστάσεως. 
  • Η κατάσχεση από τις τουρκικές αρχές, μεγάλων ποσοτήτων σερβικού πολεμικού υλικού στα ΣΚΟΠΙΑ και η επίταξη όσων ελληνικών πλοίων βρίσκονταν σε τουρκικά λιμάνια, τον Σεπτέμβριο. 
  • Η παραβίαση των συνθηκών του 1832 που καθόριζαν το καθεστώς της ΣΑΜΟΥ με αποβίβαση στο νησί τουρκικών δυνάμεων και εκτόξευση πυρών κατά του επιβατηγού πλοίου «Ρούμελη», που εκτελούσε δρομολόγιο της γραμμής. 
  • Τα σοβαρά μεθοριακά επεισόδια στα σύνορα με τη Βουλγαρία, Σερβία και το Μαυροβούνιο. 
  • Η κινητοποίηση/επιστράτευση, υπό το πρόσχημα ασκήσεων στη Θράκη εκ μέρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις 16 Σεπτεμβρίου 1912, την οποία ακολούθησαν και οι σύμμαχοι χώρες την επομένη ημέρα. 
Παρά τις παρεμβάσεις, που επιχείρησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις ο πόλεμος δεν αποφεύχθηκε. Έτσι στις 25 Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση του Μαυροβουνίου, αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία, κήρυξε τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας  για να ακολουθήσουν η Σερβία και Βουλγαρία στις 4 και η Ελλάδα στις 5 Οκτωβρίου.


Τα Γεγονότα πριν τον Πόλεμο

Το Κομιτάτο των Νεοτούρκων, κατέλαβε την εξουσία στην Τουρκία με την επανάσταση του 1908. Παρά τις εξαγγελίες του, όμως, για φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, όχι μόνο δεν τηρούσε τους όρους της Συνθήκης του Βερολίνου, του 1878, που προέβλεπαν παραχώρηση εδαφών σε Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο και ευρύτατη αυτονομία των εθνικών μειονοτήτων που παρέμεναν στα εδάφη της Τουρκίας, αλλά ασκούσε όλο και πιο έντονη καταπίεση των μειονοτήτων αυτών. 

Ήταν φανερό ότι οι Νεότουρκοι δεν επιθυμούσαν τη δημιουργία ενός συνταγματικού πολυεθνικού οθωμανικού κράτους, όπως είχαν επαγγελθεί, αλλά την εγκαθίδρυση ενός εθνικιστικού Τουρκικού συγκεντρωτικού κράτους. Κι έτσι, τα Βαλκανικά κράτη συμμαχούν, αποφασισμένα να υποστηρίξουν τα δικαιώματα των ομοεθνών τους. Και τον Σεπτέμβριο του 1912 επιδίδουν ταυτόχρονα διακοινώσεις-τελεσίγραφα στην Τουρκία. Εκείνη αντιδρά κηρύσσοντας γενική επιστράτευση, τα Βαλκανικά κράτη κάνουν το ίδιο, και ο πόλεμος αρχίζει για να τακτοποιηθούν παλιοί ανεξόφλητοι λογαριασμοί.

Αρχιστράτηγος των Ελληνικών δυνάμεων είναι και πάλι ο διάδοχος Κωνσταντίνος, ο νικημένος του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897. Σοφότερος όμως τώρα, και με την πολιτική καθοδήγηση του μεγάλου Ελευθέριου Βενιζέλου, ηγείται ενός στρατού καλά οργανωμένου, καλά εφοδιασμένου με σύγχρονα όπλα και άφθονο υλικό, και με υψηλό φρόνημα. Μέσα σε τρία χρόνια από τη στρατιωτική επανάσταση στο Γουδί, έχουν γίνει πραγματικά θαύματα στην Ελλάδα.

Οι Οθωμανοί Υποτίμησαν τις Δυνατότητες της Ελλάδας 

Η πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα σφραγίστηκε από ευρείες αλλαγές σε διάφορα επίπεδα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης της χώρας. Τα εκρηκτικά ανοιχτά εθνικά θέματα, ιδίως οι εξελίξεις στην Κρήτη και τη Μακεδονία, τροφοδοτούσαν πολιτική ένταση υπαγορεύοντας άμεσες και αποτελεσματικές πρωτοβουλίες. 

Ωστόσο, για μεγάλο χρονικό διάστημα οι Ελληνικές κυβερνήσεις εμφανίζονταν απρόθυμες να αναμιχθούν σε μια πολεμική αναμέτρηση με τους Οθωμανούς, έχοντας ως θλιβερό προηγούμενο την ταπείνωση στον πόλεμο του 1897. Ακολούθησαν έτσι την πολιτική που έχει μείνει γνωστή ως «άψογος στάση», προκαλώντας συχνά την αγανάκτηση και την αντίδραση της κοινής γνώμης, που απαιτούσε την υιοθέτηση μιας δυναμικής πολιτικής. 

Την ίδια στιγμή, η πίεση προς την πολιτική ηγεσία και από τις τάξεις του στρατού ήταν συνεχής, αφού οι στρατιωτικοί επιθυμούσαν να πάρουν εκδίκηση για τις πολεμικές αποτυχίες του πρόσφατου παρελθόντος. Μέσα στο πλαίσιο αυτό ερμηνεύεται και το κίνημα στο Γουδί (1909), αλλά και η μετάβαση στην Αθήνα του φλογερού νεαρού δικηγόρου Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος ηγήθηκε της προσπάθειας ανανέωσης του πολιτικού κόσμου και ενός μεταρρυθμιστικού και εκσυγχρονιστικού προγράμματος.

Είναι γνωστό ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η κυβέρνησή του προετοιμάζονταν από καιρό για πόλεμο στα βόρεια της τότε Ελλάδας. Οι λόγοι που υπέβαλλαν κάτι τέτοιο ήταν οι ορέξεις της Βουλγαρίας για τη Μακεδονία και η κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο «Μεγάλος Ασθενής»;

Τόσο ο Ελευθέριος Βενιζέλος όσο και η πλειοψηφία του τότε πολιτικού κόσμου μπορούσαν να διακρίνουν πως από τη μια η αποσύνθεση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και από την άλλη η κορύφωση του εθνικιστικού παροξυσμού σε όλα σχεδόν τα Βαλκανικά εθνικά κράτη καθιστούσαν μια ένοπλη αναμέτρηση στον χώρο της μείζονος γεωγραφικής Μακεδονίας αναπόφευκτη.


Την ίδια στιγμή οι βαθιές πληγές που η πρόσφατη, ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908) είχε ανοίξει στις Ελληνο-Βουλγαρικές σχέσεις μαρτυρούσαν πως η Ελλάδα και η Βουλγαρία επρόκειτο να συγκρουστούν με σφοδρότητα για την κληρονομιά που θα άφηνε πίσω της η καταρρέουσα Υψηλή Πύλη.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ένας διορατικός και τολμηρός πολιτικός, ο οποίος δεν δίσταζε να αναλάβει πρωτοβουλίες, εφόσον έκρινε ότι αυτό θα εξυπηρετούσε τα εθνικά συμφέροντα. Στο πλαίσιο αυτό γνώριζε καλά πως ο ύψιστος στόχος των Χριστιανικών κρατών της Βαλκανικής ήταν η εκδίωξη των Οθωμανών από τα Βαλκάνια και ο τερματισμός της μακραίωνης Οθωμανικής κυριαρχίας. Όλα τα υπόλοιπα μπορούσαν να περιμένουν τη διευθέτησή τους. 

Έτσι η σύμπραξη με τα υπόλοιπα Βαλκανικά εθνικά κράτη στις παραμονές του Α’ Βαλκανικού Πολέμου φάνταζε απόλυτα λογική εξέλιξη προκειμένου να προστατευθούν οι Χριστιανικοί πληθυσμοί της περιοχής από τις αυθαιρεσίες των Οθωμανών, που είχαν κορυφωθεί μετά τη Νεοτουρκική Επανάσταση του 1908.

Παρά την οδυνηρή στρατιωτική ήττα και ταπείνωση στον πόλεμο με την Οθωμανική αυτοκρατορία το 1897, και εν μέσω οξείας οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα είχε προχωρήσει σε αναδιοργάνωση του στρατεύματος, εξοπλίζοντάς το με σύγχρονο πολεμικό υλικό και φροντίζοντας για τη μετεκπαίδευση των αξιωματικών σε χώρες της δυτικής Ευρώπης. Το ηθικό ήταν υψηλό, ενώ τα συνεχή γυμνάσια εξασφάλιζαν το αξιόμαχό του. 

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στον Ελληνικό στόλο, ο οποίος είχε ενισχυθεί ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα με παραγγελίες πολεμικών πλοίων. Ανάμεσά τους ξεχωριστή θέση κατέχει το «Αβέρωφ», το θωρηκτό που με τη δράση του στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων άνοιξε τον δρόμο των μεγάλων ναυτικών επιτυχιών που οδήγησαν στην επικράτηση του Ελληνικού πολεμικού ναυτικού στη θάλασσα. 

Μάλιστα η δράση του Ελληνικού στόλου είχε τεθεί, ήδη από τις παραμονές των πολεμικών επιχειρήσεων, και από τις άλλες Βαλκανικές χώρες ως προϋπόθεση για την επικράτησή τους έναντι των Οθωμανών, αφού θα εμπόδιζε τον ανεφοδιασμό των Οθωμανικών στρατευμάτων διά θαλάσσης, συντελώντας έτσι αποφασιστικά στην αποδυνάμωσή τους.

Ο Ελληνικός λαός, σχεδόν στο σύνολό του, ζούσε με την προσμονή της εκπλήρωσης του ονείρου της Μεγάλης Ιδέας, της εδαφικής δηλαδή ολοκλήρωσης της Ελλάδας και της απελευθέρωσης των αλύτρωτων αδελφών. Το ενδεχόμενο σύγκρουσης με την Οθωμανική αυτοκρατορία γινόταν δεκτό με ενθουσιασμό. 

Αξίζει να σημειωθεί επίσης πως επί δεκαετίες, και μολονότι οι Ελληνικές κυβερνήσεις παρέμεναν αδρανείς, διάφορες μυστικές «πατριωτικές» εταιρείες, στις οποίες συμμετείχαν εξέχουσες μορφές της πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής του τόπου, συμμετείχαν ενεργά υποθάλποντας διάφορες επαναστάσεις στις αλύτρωτες ιστορικές Ελληνικές χώρες. Έτσι, η κήρυξη του πολέμου έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, τα βάσανα των Ελλήνων σε Κρήτη και Μακεδονία εξήγειραν συνειδήσεις, η ώρα της «εξιλέωσης» είχε πλέον φθάσει.


Η κατάσταση κατά μήκος των συνόρων ήταν από καιρό τεταμένη, αφού εκτός από τις στρατιωτικές κινήσεις των αντιμαχομένων, εγγενή προβλήματα όπως η ληστεία και το λαθρεμπόριο επέτειναν την ανασφάλεια και τον φόβο. Ιδιαίτερα στη Μακεδονία η θέση των Ελλήνων είχε επιδεινωθεί μετά το κίνημα των Νεότουρκων το 1908, αφού το νέο καθεστώς εξαπέλυσε διώξεις εναντίον τους επιχειρώντας να εξουδετερώσει οποιαδήποτε πιθανή εστία αντίστασης.

Η έναρξη των πολεμικών συγκρούσεων και η ταχεία κατάρρευση της Οθωμανικής αντίστασης μαρτυρούσαν τη σύγχυση αλλά και την ελλιπή προετοιμασία των Οθωμανών. Γνωρίζουμε σήμερα πως οι Οθωμανικές αρχές είχαν υποτιμήσει τις δυνατότητες του Ελληνικού στρατού αλλά και την πρόθεση της Ελληνικής κυβέρνησης να εμπλακεί στις πολεμικές αντιπαραθέσεις.

Επιπλέον, τα προβλήματα στη συνεννόηση των οθωμανικών μονάδων μεταξύ τους καθώς και η έλλειψη πολεμοφοδίων και τροφίμων για τον Οθωμανικό στρατό ήταν ενδείξεις σοβαρών εσωτερικών προβλημάτων και πολιτικών αδιεξόδων. Σαφή ένδειξη της σύγχυσης στο εσωτερικό των Οθωμανών αποτελεί η ταχεία προέλαση του Ελληνικού στρατού από τον Σαραντάπορο στη Θεσσαλονίκη σε μόλις είκοσι μέρες, αλλά και οι βαρύτατες ήττες τους στις συγκρούσεις με τους Βουλγάρους στο μέτωπο της Θράκης.

Οι πρώτες ειδήσεις για την ταχεία προέλαση του Ελληνικού στρατού προκάλεσαν ρίγη συγκίνησης στην Αθήνα. Η ενότητα της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, στο πρόσωπο του πρωθυπουργού Βενιζέλου και του Διαδόχου Αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου, λειτουργούσε ενοποιητικά αλλά και ενισχυτικά της εθνικής προσπάθειας. Οι νίκες των Βαλκανικών πολέμων τόνωσαν την εθνική αυτοπεποίθηση. Ήταν οι πρώτες ουσιαστικά επιτυχίες, μετά την Ελληνική Επανάσταση, εναντίον των άλλοτε πανίσχυρων Οθωμανών.

Ακόμη μεγαλύτερη υπήρξε η συγκίνηση των κατοίκων των νεοαπελευθερωμένων περιοχών. Η καταπίεση, οι διακρίσεις και οι ταπεινώσεις είχαν επιτέλους λάβει τέλος. Σε όλες τις απελευθερωμένες περιοχές οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, οι κάτοικοι ξεχύνονταν στους δρόμους, παρελάσεις και εορταστικές εκδηλώσεις ολοκλήρωναν το εορταστικό σκηνικό. Το όνειρο της απελευθέρωσης είχε πραγματοποιηθεί, δικαιώνοντας τη θυσία όσων επί δεκαετίες είχαν αγωνιστεί για τα δίκαια του έθνους.

Επανάσταση στο Γουδί 1909

Η αρχή του 20ου αιώνα, σημαδεύτηκε από δύο στρατιωτικά κινήματα, τά οποία έμελλαν νά σφραγίσουν τή μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων στήν Ελλάδα καί στήν Τουρκία. Τό ένα κίνημα, τό κίνημα των Νεότουρκων του Κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος», έγινε τό 1908 καί στόχο είχε τήν κατάργηση του θεοκρατικού καθεστώτος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας καί τήν αντικατάστασή του μέ ένα καθεστώς, ευρωπαϊκού τύπου. 

Τό κίνημα αυτό ξεκίνησε μέ τούς καλύτερους οιωνούς γιά τίς μειονότητες της Τουρκίας, αφού δεσμευόταν γιά ίσα δικαιώματα όλων των πολιτών ανεξαρτήτου θρησκείας καί υπόσχοταν φιλελεύθερη πολιτική. Όταν όμως οι Νεότουρκοι κατέλαβαν τήν εξουσία, προέβησαν σέ μία απίστευτης βαρβαρότητας εξόντωση όλων των χριστιανών της τουρκικής επικράτειας, η οποία ξεκίνησε μέ τήν τριανδρία Εμβέρ - Τζεμάλ - Ταλαάτ καί κορυφώθηκε μέ τήν εμφάνιση του εθνικιστικού κινήματος του 1921 υπό τήν ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ. 

Ότι δέν κατάφεραν οι σουλτάνοι καί οι βεζύρηδες των θεοκρατικών καθεστώτων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σέ 5 αιώνες, τό κατάφεραν οι Ευρωπαϊστές - εκσυγχρονιστές Τούρκοι μέσα σέ 8 μόλις χρόνια (1914-1922), μέ τήν ανοχή καί τήν συνεργασία πολλές φορές των ευρωπαϊκών "πολιτισμένων" κρατών. Πέτυχαν τό βίαιο ξερίζωμα χιλιόχρονων πολιτισμών καί τήν γενοκτονία πανάρχαιων λαών όπως ήταν οι Αρμένιοι, οι Ασσύριοι καί οι Ελληνες.

Μία χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η ολoκληρωτική καταστροφή της Φώκαιας (γενέτειρας της Μασσαλίας) την 14η Ιουνίου 1914 που καταγράφηκε από τον Γάλλο αρχαιολόγο Φελιξ Σαρτιώ, ο οποίος βρισκόμενος στην Φώκαια ενημέρωσε γιά τις σφαγές και τίς λεηλασίες, τή Γαλλική κοινή γνώμη. Τό Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακήρυξε τήν εκκλησία εν διωγμώ τον Μάιο του 1914. Η κατάσταση χειροτέρευσε με την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στά τέλη Οκτωβρίου 1914. 

Σε πολλές εκθέσεις και αναφορές πρεσβευτών ουδέτερων χωρών αναφέρεται ο ρόλος της Γερμανίας στην παρότρυνση της Οθωμανικής κυβέρνησης να εφαρμόσει μαζική εθνοκάθαρση με όλα τα χαρακτηριστικά που σήμερα θεωρείται ότι συνιστούν «Εθνοκάθαρση ή Γενοκτονία». Επιμένω στήν χρονολογία 1914, διότι οι Τουρκόδουλοι της σημερινής εποχής επιμένουν ότι η είσοδος του Ελληνικού στρατού στή Σμύρνη καί τά εγκλήματα των Ελλήνων στρατιωτών στά Τουρκικά χωριά - πού σίγουρα έγιναν - ευθύνονται γιά τήν στάση των Τούρκων. Ξεχνούν νά αναφέρουν ότι οι Ελληνες στρατιώτες πάτησαν τή γή της Ιωνίας, πέντε χρόνια αργότερα.... 


Στήν αντίπερα όχθη του Αρχιπελάγους, στίς 15 Αυγούστου 1909, έγινε τό κίνημα στό Γουδή, όπου συμμετείχαν περίπου 2000 αξιωματικοί καί στρατιώτες. Ανάμεσα στούς στασιαστές ήταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος και ο λαοφιλής Σπύρος Σπυρομήλιος (ο Καπετάν Μπούας του Μακεδονικού Αγώνα).

Απογοητευμένοι από τήν διαφθορά καί τήν ανικανότητα των πολιτικών, από τήν οικονομική δυσπραγία, τήν ήττα του 1897 καί τήν αδράνεια στό Μακεδονικό καί στό Κρητικό ζήτημα, Έλληνες αξιωματικοί του "Στρατιωτικού Συνδέσμου" μέ επικεφαλής τόν συνταγματάρχη Νικόλαο Ζορμπά εστασίασαν ζητώντας τήν παραίτηση της κυβέρνησης καί τήν επιβολή νέων μέτρων. Η επανάσταση στό Γουδί, βρήκε ευρεία απήχηση στίς λαϊκές μάζες, ενώ η εφημερίδα "Ακρόπολις" έγραφε γιά: 

"Μίαν Ειρηνικήν Επανάστασιν, η οποία απήχει μέ τό εγερτήριον σάλπισμά της τάς ελπίδας δι' εν καλύτερον μέλλον, διά μίαν νέαν Ελλάδα, τήν εκμηδένισιν των παλαιών τζακιών, τήν αναδιοργάνωσιν της εθνικής οικονομίας, τήν καλυτέρευσιν της θέσεως των εργαζομένων..." 

Ακολουθούν τά κύρια σημεία της διακήρυξης του Στρατιωτικού Συνδέσμου:

«Προς την Α.Μ. τον βασιλέα, την Κυβέρνησιν και τον Ελληνικόν Λαόν:

Η πατρίς μας ευρίσκεται υπό δυσχερεστάτας περιστάσεις, το δε επίσημον Κράτος, υβρισθέν και ταπεινωθέν, αδυνατεί να κινηθή προς άμυναν των δικαίων του.

Άπας ο Ελληνισμός, βαρυαλγών δια την λυπηράν ταύτην κατάστασιν, εξεδήλωσεν ότι ποθεί διακαώς την λήψιν συντόνων μέτρων προς αποτροπήν παρομοίων κινδύνων εν τω μέλλοντι. Aλλως τε υπό ξένων ακόμη, επισήμων και μη, επανειλημμένως υπεδείχθη, ότι το Έθνος μας δεν θα υφίστατο τ' ατυχήματα και τους εξευτελισμούς ους μέχρι τούδε υπέστη, εάν είχομεν παρασκευασμένην προς άμυναν Στρατιωτικήν και Ναυτικήν Δύναμιν επαρκή.

Ο Σύνδεσμος των αξιωματικών του Εθνικού στρατού της Ξηράς και του Ναυτικού, εμφορούμενος υπό των αυτών συναισθημάτων και συναισθανόμενος, ως πάντες οι Έλληνες, το δεινόν των περιστάσεων και την προς άμυναν του πατρίου εδάφους και των δικαίων του Έθνους ανάγκην υπάρξεως αξιομάχου στρατού και στόλου, γιγνώσκων δε ότι υπό των εκάστοτε αρμοδίων ημελήθη ο πλήρης καταρτισμός αυτών, ουχί εκ κακής θελήσεως. 
 
Αλλ' επί τη αδικαιολογήτω προφάσει της ανεπαρκείας των προσόδων του Κράτους, κατασπαταλωμένων εν τούτοις εική και ως έτυχε, προβαίνει εις την υποβολήν ιεράς παρακλήσεως προς τον Βασιλέα, τον - κατά τον θεμελιώδη Νόμον - Αρχηγόν των κατά ξηράν και Θάλασσαν στρατιωτικών δυνάμεων του κράτους, και προς την κυβέρνησίν Του, όπως ολοψύχως εποδοθώσιν εις την άμεσον και ταχείαν ανόρθωσιν των κακώς εν γένει εχόντων, ιδία δε των του Στρατού και Ναυτικού.

Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν επιδιώκει την κατάργησιν της Δυναστείας ή την αντικατάστασιν του Βασιλέως, ούτινος το πρόσωπον είναι ιερόν δια τους αποτελούντας αυτόν, ουδ' επιθυμεί να εγκαθιδρύση την απολυταρχίαν, ή την στρατοκρατίαν, ή να θίξη καθ' οιονδήποτε τρόπο το Συνταγματικόν Πολίτευμα, διότι οι αποτελούντες αυτόν αξιωματικοί εισί και αυτοί πολίται Έλληνες και έχουσιν ορκισθή εις την τήρησιν του Συντάγματος.

Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος ποθεί όπως η θρησκεία μας υψωθεί εις τόν εμπρέποντα ιερόν προορισμόν της,όπως η Διοίκησις της Χώρας καταστή χρηστή και έντιμος, όπως η Δικαιοσύνη απονέμηται ταχέως μετ' αμεροληψίας και ισότητος προς άπαντας εν γένει τους πολίτας αδιακρίτως τάξεως, όπως η Εκπαίδευσις του Λαού καταστή λυσιτελής δια τον πρακτικόν βίον και τας στρατιωτικάς ανάγκας της Χώρας, όπως η ζωή, η τιμή και η περιουσία των πολιτών εξασφαλισθώσιν, και τέλος όπως τα οικονομικά ανορθωθώσιν, λαμβανομένων των απαιτουμένων μέτρων προς λελογισμένην διαρρύθμισιν των εσόδων και εξόδων του Κράτους. 
 
Ώστε αφ' ενός μεν ο σχεδόν πενόμενος Ελληνικός λαός ανακουφισθή εκ των επαχθών φόρων, ους ήδη καταβάλλει και οίτινες ασπλάχνως κατασπαταλώνται προς διατήρησιν πολυτελών και περιττών υπηρεσιών και υπαλλήλων, χάριν της απαισίας συναλλαγής, αφ' ετέρου δε καθορισθώσι θετικώς τα όρια εντός των οποίων δύναται ν' αυξηθώσιν αι δαπάναι δια την στρατιωτικήν της Χώρας παρασκευήν και δια την συντήρησιν του στρατού και του στόλου εν ειρήνη....»
 

Η Άνοδος του Βενιζέλου

Οι στρατιωτικοί πολύ ορθά δέν επιθυμούσαν νά αναλάβουν οι ίδιοι κυβερνητικό έργο, απλά έψαχναν μία κυβέρνηση η οποία θά έφερνε εις πέρας τό πρόγραμμα του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Οι παλαιοί πολιτικοί Θεοτόκης καί Ράλλης είχαν παραιτηθεί καί ο Ζορμπάς κάλεσε έναν πολιτικό, ο οποίος είχε δείξει πυγμή καί αποφασιστικότητα στό Κρητικό ζήτημα καί ο οποίος δέν ήταν άλλος από τόν Ελευθέριο Βενιζέλο.

Ο Κρητικός πολιτικός έφθασε στήν Αθήνα στό τέλος του έτους καί απέρριψε τήν αίτηση νά ανακηρυχθεί δικτάτωρ ή νά αναλάβει τήν πρωθυπουργία. Στίς 10 Ιανουαρίου 1910 ανέλαβε πρωθυπουργός ο Στέφανος Δραγούμης, μέ υπουργό στρατιωτικών τό Νικόλαο Ζορμπά καί ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος διαλύθηκε. Τόν Αύγουστο του 1910 έγιναν βουλευτικές εκλογές μέ αντιπάλους πολιτικούς πού εξέφραζαν τά παλαιά κόμματα (Θεοτόκης, Ράλλης, Ζαΐμης) καί νέους πολιτικούς όπως ήταν ο Βενιζέλος. 

Μετά από τίς επαναληπτικές εκλογές γιά Αναθεωρητική Βουλή (12 Οκτωβρίου 1910), ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ηγέτης του κόμματος των Φιλελευθέρων, εξασφάλισε 307 από τίς 362 έδρες στή νέα Βουλή αναλαμβάνοντας έτσι γιά πρώτη φορά τήν πρωθυπουργία της χώρας. Αρχιζε μια νέα εποχή....

«Ερχομαι απλός σημαιοφόρος νέων πολιτικών ιδεών καί υπό τήν σημαίαν ταύτην καλώ πάντας εκείνους, οίτινες συμμερίζονται τάς ιδέας ταύτας, εμπνέονται από τόν ιερόν πόθον ν'αφιερώσωσι πάσας τάς δυνάμεις της ψυχής καί του σώματος, νά συντελέσωσιν εις τήν επιτυχίαν των ιδεών τούτων. 
 
Η ιθύνουσα τήν πολιτείαν μου κεντρική αρχή είναι ότι ο πολιτικός ανήρ οφείλει νά έχη γνώμονα πάσης αυτού πράξεως τό κοινόν συμφέρον καί εις τό συμφέρον τούτο νά υποτάσση άνευ ενδοιασμού τό συμφέρον του κόμματος εις ό ανήκει, ότι οφείλει νά έχη πάντοτε τό θάρρος των γνωμών αυτού, μηδέποτε διαψεύδων ταύτας διά νά γίνεται αρεστός πρός τά άνω ή πρός τά κάτω, ότι πρός τήν εξουσίαν πρέπει νά αποβλέπη ουχί ως σκοπόν, αλλ' ως μέσον πρός επιτυχίαν άλλου υψηλοτέρου σκοπού...»

Ο Βενιζέλος ως πρωθυπουργός εξασφάλισε μεγάλο Γαλλικό δάνειο γιά τήν ανόρθωση των οικονομικών καί γιά τήν προμήθεια εξοπλισμών οδηγώντας τή χώρα σέ εσωτερική ανασυγκρότηση, περαιτέρω εκβιομηχάνιση καί πολιτική σταθερότητα. Ρυθμίστηκαν θέματα πού αφορούσαν τά αγροτικά θέματα, τήν εργατική τάξη, τά δικαιώματα των γυναικών καί τήν αναδιοργάνωση του στρατού, ο οποίος είχε χάσει τό γόητρό του μετά τόν πόλεμο του 1897. Γάλλοι ανέλαβαν τήν εκπαίδευση του στρατού καί Βρετανοί ανέλαβαν τήν οργάνωση του στόλου. Τόν Μάρτιο του 1912, επανήλθε ως αρχηγός του στρατεύματος ο διάδοχος Κωνσταντίνος. 

Τό θωρηκτό "Γεώργιος Αβέρωφ" έφθασε στό Φάληρο τό Σεπτέμβριο του 1911 καί θά αποτελούσε τήν πιό σύγχρονη μονάδα του Ελληνικού στόλου απέναντι στόν Οθωμανικό στόλο. Στό εσωτερικό, εκτός των άλλων, υπήρχε τό πρόβλημα του γλωσσικού ζητήματος μέ τή διαμάχη γιά τήν καθιέρωση ως επίσημης γλώσσας της καθαρεύουσας ή της δημοτικής. Περίφημη είναι η φράση του δημοτικιστή Λορέντζου Μαβίλη: «Δέν υπάρχει χυδαία γλώσσα. Υπάρχουν χυδαίοι άνθρωποι.» 


Στό εξωτερικό, η Βουλγαρία είχε ανακηρυχθεί σέ ανεξάρτητο Βασίλειο, η αυτόνομη Κρητική Πολιτείαείχε κηρύξει τήν ένωσή της μέ τήν Ελλάδα, ενώ οι Χριστιανικοί πληθυσμοί της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, πού είχαν χαιρετίσει μέ ικανοποίηση τήν επανάσταση των Νεότουρκων, είδαν τίς ελπίδες νά διαψεύδονται οικτρά, καθώς άρχιζαν οι πρώτες διώξεις καί η κατάργηση των προνομίων τους από τό νέο καθεστώς. 

Οι μεγάλες αποικιακές δυνάμεις της Ευρώπης προσπαθούσαν νά επεκταθούν στίς ηπείρους της Αφρικής καί της Ασίας, η μία εις βάρος της άλλης καί ήταν έτοιμες νά κατασπαράξουν τό πτώμα του"Μεγάλου Ασθενούς", ο οποίος δέν ήταν άλλος από τήν Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Ιταλία πού δέν ήθελε νά μείνει αμέτοχη στήν αποικιοκρατική επέκταση εκήρυξε τόν πόλεμο στήν Υψηλή Πύλη καί στίς 5 Οκτωβρίου 1911 κατέλαβε τήν Τρίπολη της Λιβύης ενώ τόν επόμενο χρόνο θά κατελάμβανε τά Δωδεκάνησα. Οι Σάμιοι μέ ηγέτη τόν Θεμιστοκλή Σοφούλη, εξεγέρθησαν ζητώντας τήν ένωσι μέ τήν μητέρα Ελλάδα καί ακολούθησε αντίστοιχη εξέγερση καί στήν Ικαρία. 

Οι νέες συνθήκες της εποχής οδήγησαν σέ προσέγγιση τίς όμορες πρός τήν αυτοκρατορία χώρες της Βουλγαρίας, της Σερβίας καί της Ελλάδος. Από τό φθινόπωρο του 1911 τα Βαλκανικά αυτά κράτη επιδόθησαν σέ ένα Μαραθώνιο μυστικών διαπραγματεύσεων, οι οποίες κατέληξαν σέ μία σειρά από διμερείς συνθήκες καί στρατιωτικές συμβάσεις. Στήν Αθήνα, πλήν του Βενιζέλου, του Βασιλιά Γεωργίου Α', του υπουργού εξωτερικών Γρυπάρη καί του πρεσβευτή στή Σόφια Δημητρίου Πανά, ελάχιστοι γνώριζαν γιά τήν ύπαρξη μυστικών διαπραγματεύσεων. 

Η Ρωσία, μέ παραδοσιακούς συμμάχους τή Σερβία καί τή Βουλγαρία, προσπαθούσε νά κατέλθει νότια υφαρπάζοντας εδάφη της καταρρέουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εμπόδιο σταθερό, κάτι πού άλλωστε ισχύει καί σήμερα, θά έβρισκε τήν "Γηραιά Αλβιώνα", η οποία ουδόλως θά επέτρεπε τήν κάθοδο της Ρωσίας στή Μεσόγειο. Αυτός ήταν καί συνεχίζει νά είναι ο λόγος γιά τόν οποίο η Αγγλία υποστήριζε καί ενίσχυε τήν Τουρκία. 

Η πολιτική αυτή είναι σταθερή από παλαιότερα καί είναι γνωστή άλλωστε η φράση του Βρετανού Πρέσβη Σερ Λάιονς, σε ένα υπόμνημα του (1844): «Μια ανεξάρτητη Ελλάδα είναι παραλογισμός. Η Ελλάδα θα είναι είτε Ρωσική, είτε Αγγλική. Κι αφού δεν πρέπει να είναι Ρωσική, θα είναι Αγγλική». Ο Βενιζέλος θά ήταν αυτός πού θά δένονταν σταθερά μέ τό άρμα της Βρετανίας σέ ολόκληρη τήν πολιτική του καριέρα.

Προετοιμασία και Έναρξη του Πολέμου 

Η επίθεση της Ελλάδας εναντίον του Οθωμανικού στρατού στις αρχές Οκτωβρίου του 1912 θα μπορούσε να είναι ο δεύτερος γύρος του άτυχου και ταπεινωτικού για την Ελλάδα Ελληνο-Τουρκικού πολέμου του 1897. Τα πράγματα όμως αυτή τη φορά ήταν τελείως διαφορετικά, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε διπλωματικό επίπεδο. Άλλωστε στην καθοριστική αυτή σύγκρουση για την περιοχή θα εμπλακούν περισσότερες χώρες εναντίον του «μεγάλου ασθενούς», δηλαδή της εξόφθαλμα πλέον παραπαίουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Εν τω μεταξύ όμως η άλλοτε κραταιά αυτοκρατορία, κατά τη διάρκεια του πρόσφατου Ιταλο-Τουρκικού πολέμου, είχε αποψιλωθεί από κτήσεις της τόσο στη Βόρεια Αφρική (Λιβύη) όσο και στο Αιγαίο με την κατάληψη της Δωδεκανήσου. Και βεβαίως το καθεστώς των Νεοτούρκων δεν σεβάστηκε όπως επαγγελλόταν τις ποικίλες εθνότητες που διαβιούσαν στην αχανή αυτοκρατορία.

Έτσι, οι Χριστιανικές χώρες της περιοχής, Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο και Ελλάδα, δεν έχασαν την ευκαιρία να συνάψουν μεταξύ τους συνθήκες - άσχετο αν σε κάποιες περιπτώσεις τα συμφέροντά τους ήταν αλληλοσυγκρουόμενα.
 
Για παράδειγμα, τέσσερα χρόνια μετά το κίνημα των Νεοτούρκων (1908) που έφερε και τη λήξη του Μακεδονικού Αγώνα, οι Βούλγαροι κομιτατζήδες επέστρεψαν ξανά στη Μακεδονία πραγματοποιώντας πλήθος τρομοκρατικών επιθέσεων, δολοφονίες, βομβιστικές επιθέσεις, ακόμη και μέσα στην ίδια τη Θεσσαλονίκη, το αδιαφιλονίκητο αντικείμενο του πόθου τους.

Ο ουσιαστικός όμως εχθρός ήταν η Οθωμανική αυτοκρατορία και τα υπόλοιπα ζητήματα θα επιλύονταν εν καιρώ, δηλαδή κι αυτά διά των όπλων.
 
Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1912, πριν από ακριβώς 100 περίπου χρόνια, επιδόθηκε στην Τουρκία από τους πρεσβευτές των πιο πάνω τεσσάρων Χριστιανικών κρατών διακοίνωση, η οποία δεν αποτελούσε μια απλή διπλωματική κοινοποίηση ή γνωστοποίηση, αλλά ενείχε την τάξη τελεσιγράφου και απαιτούσε την καθιέρωση ειδικού καθεστώτος αυτονομίας στις Ευρωπαϊκές περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.


Η Τουρκία όμως στις 4 Οκτωβρίου προτίμησε να επιτεθεί στη Σερβία και στη Βουλγαρία, έχοντας μάλλον την πεποίθηση πως η Ελλάδα δεν θα είχε το σθένος να της επιτεθεί, ενώ προφανώς δεν τη συνέφερε να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο. Παρ’ όλα αυτά την επόμενη μέρα η Ελλάδα κηρύττει τον πόλεμο στην Τουρκία και αρχίζει την προέλαση.

Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον όμως είναι ότι οι Χριστιανικές Βαλκανικές χώρες στη φάση αυτή δεν έδειξαν μόνον ανυπακοή στην Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά δεν δέχτηκαν να συμμορφωθούν και στις υποδείξεις των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, τις οποίες τη στιγμή εκείνη τις ενδιέφερε η ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και όχι η ενδυνάμωση των άλλων «περιφερειακών» κρατών.

Παρ’ όλα αυτά ούτε η Βαλκανική κοινοπολιτεία θα πραγματοποιηθεί, ούτε το όραμα του Ρήγα για μια ευρεία συνεννόηση στην περιοχή θα εμπνεύσει τους Βαλκάνιους συμμάχους για κάτι συλλογικότερο, και κυρίως χωρίς να χυθεί αίμα στην περιοχή. Για την Ελλάδα βεβαίως της ήττας του Ελληνο-Τουρκικού πολέμου του 1897, ο δρόμος για τη Θεσσαλονίκη και την απελευθέρωση ολόκληρης της Βόρειας Ελλάδα είχε ανοίξει. Και τις πρώτες μέρες του Οκτωβρίου του 1912 οι πρώτες περιοχές ήταν ήδη ελεύθερες.

Η Συγκρότηση και η Κατάρρευση της Βαλκανικής Συμμαχίας 

Η συγκρότηση της Βαλκανικής συμμαχίας το 1912 ήταν αποτέλεσμα της επενέργειας πολλών παραγόντων, που κατέστησαν εφικτή την προσέγγιση των Βαλκανικών κρατών.

Οι παράγοντες αυτοί ήταν:

1) Η πολιτική του εκτουρκισμού των Νεοτούρκων εξανέμισε κάθε ελπίδα εξέλιξης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε ένα κοσμοπολίτικο κράτος.

2) Η άρση των Αγγλικών επιφυλάξεων στο ενδεχόμενο της διάλυσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας μετά την Αγγλο-Ρωσική προσέγγιση του 1907.

3) Η ήττα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά τον Ιταλο-Τουρκικό πόλεμο (1911-12). Η Ιταλία κατέλαβε την Τρίπολη και τη Βεγγάζη και στις 5 Νοεμβρίου 1911 προσάρτησε το βιλαέτι της Τριπολίτιδας, που τώρα μετονομάστηκε σε Λιβύη. Τον Μάιο του 1912 η Ιταλία κατέλαβε και τα Δωδεκάνησα για να εξαναγκάσει την Υψηλή Πύλη να αποδεχτεί την προσάρτηση της Τριπολίτιδας και της Κυρηναϊκής. Στις 18 Οκτωβρίου 1912 στη Λοζάνη υπογράφτηκε η συνθήκη ειρήνης. Η Οθωμανική αυτοκρατορία αναγνώρισε την Τριπολίτιδα και την Κυρηναϊκή ως Ιταλικές κτήσεις έναντι αποζημίωσης 2.000.000 Ιταλικών λιρών. 

Οι δύο πλευρές συμφώνησαν να αποσύρουν τα στρατεύματά τους: η Οθωμανική αυτοκρατορία από την Τριπολίτιδα και την Κυρηναϊκή, η Ιταλία από τα Δωδεκάνησα. Αλλά μετά την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου η Ιταλία δεν σεβάστηκε τη συνθήκη ειρήνης και συνέχισε την κατοχή των Δωδεκανήσων μέχρι το 1947.

4) Οι Αλβανικές εξεγέρσεις το 1910-11 ήταν απόδειξη της ύπαρξης Αλβανικού εθνικού κινήματος, ανταγωνιστικού προς τις διεκδικήσεις της Ελλάδας (Ήπειρος), της Σερβίας (Κόσοβο) και του Μαυροβουνίου (Σκόδρα).

5) Η Ρωσία είχε ανακτήσει την επιρροή στη Σερβία και τη Βουλγαρία και μετά την ήττα της στον Ρωσο-Ιαπωνικό πόλεμο (1904-1905) επέστρεψε στα Βαλκάνια. Προώθησε το σχέδιό της για διανομή της Μακεδονίας. Υπό την επίδραση των παραγόντων αυτών τα Βαλκανικά κράτη έθεσαν επί τάπητος το ζήτημα της λύσης του Ανατολικού Ζητήματος με πόλεμο. Από το 1911 είχαν αρχίσει οι μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της Σερβικής κυβέρνησης του Μίλοβαν Μιλοβάνοβιτς και της Βουλγαρικής του Ιβάν Γκέσοφ.


Η Ρωσόφιλη κυβέρνηση των Γκέσοφ - Ντάνεφ αποδέχτηκε επί της αρχής το Ρωσικό σχέδιο για διανομή της Μακεδονίας με αντάλλαγμα την επιδίκαση στη Βουλγαρία του βιλαετίου της Αδριανουπόλεως. Το 1911 ήταν επίσης αισθητή μια Ελληνο-Βουλγαρική προσέγγιση, για την οποία εργάστηκε ο δημοσιογράφος των «Times» Τζέιμς Μπάουρτσερ, φίλος του Βενιζέλου και του Γκέσοφ.

Προσπάθειες Βενιζέλου για Προσέγγιση της Βουλγαρίας 

Μέχρι το 1908 όλες οι προσπάθειες μιας Ελληνο-Βουλγαρικής προσέγγισης είχαν αποτύχει, αφού η Βουλγαρία δεν αποδεχόταν μια Ελληνο-Βουλγαρική οριοθετική γραμμή στη Μακεδονία, αλλά επέμενε στη λύση της αυτονομίας του ευρύτερου Μακεδονικού χώρου ως μέσου προσάρτησης στη Βουλγαρία. Ωστόσο, ο Βενιζέλος είχε διαγνώσει την αλλαγή των δεδομένων στη Βαλκανική σκηνή μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων. Η πολιτική εκτουρκισμού των Νεοτούρκων έθιγε όχι μόνο τους Πατριαρχικούς, αλλά και τους Εξαρχικούς στη Μακεδονία. Συνεπώς ούτε η Ελλάδα ούτε η Βουλγαρία ανέμεναν κάποια θετική εξέλιξη στην Οθωμανική αυτοκρατορία για την προώθηση των εθνικών τους συμφερόντων.

Από την άλλη πλευρά, η Σερβο-Βουλγαρική προσέγγιση, υπό Ρωσική κηδεμονία, ενείχε τον κίνδυνο αποκλεισμού της Ελλάδας από μια πιθανή Σερβο-Βουλγαρική συμμαχία. Αν η Σερβο-Βουλγαρική προσέγγιση οδηγούσε σε έναν πόλεμο κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η Ελλάδα θα βρισκόταν προ τετελεσμένου γεγονότος. Παρά το κλίμα δυσπιστίας μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας, ο Βενιζέλος εγκαινίασε μια πολιτική Ελληνο-Βουλγαρικής προσέγγισης, ώστε η Ελλάδα να μη μείνει αμέτοχη στο νέο Βαλκανικό γίγνεσθαι. Το 1911 ομάδα Βούλγαρων φοιτητών επισκέφθηκε την Αθήνα και ο Διάδοχος Κωνσταντίνος B’ παρέστη στις εορταστικές εκδηλώσεις στη Σόφια για την επέτειο της ενηλικίωσης του πρίγκιπα Βόριδος Γ’.

Σύναψη Σερβοβουλγαρικής Συμμαχίας 

Μετά από μυστικές διαβουλεύσεις μεταξύ Γκέσοφ και Μιλοβάνοβιτς, τις οποίες κατηύθυναν οι ρώσοι πρεσβευτές στη Σόφια και το Βελιγράδι, Νεκλιούντοφ και Χάρτβινγκ, υπογράφτηκε στις 12 Μαρτίου 1912 συνθήκη φιλίας και συμμαχίας μεταξύ Βουλγαρίας καιΣερβίας, με ένα μυστικό παράρτημα.

Η συνθήκη φιλίας και συμμαχίας προέβλεπε ότι οι δύο πλευρές εγγυόνταν την εδαφική τους ακεραιότητα και δεσμεύονταν σε αμοιβαία βοήθεια, αν μία απ’ αυτές δεχόταν επίθεση από τρίτο κράτος ή αν κάποια «μεγάλη δύναμη προσπαθήσει να προσαρτήσει ή να κατέχει ή προσωρινά να καταλάβει οποιοδήποτε τμήμα βαλκανικού εδάφους που σήμερα βρίσκεται υπό την τουρκική εξουσία». Η δύναμη αυτή ήταν η Αυστροουγγαρία. 

Το μυστικό παράρτημα προέβλεπε ότι, αν οι δύο πλευρές αποφασίσουν να κηρύξουν πόλεμο στην Τουρκία, θα ζητήσουν τη συγκατάθεση της Ρωσίας. Αν η τελευταία δεν αντιταχθεί, οι δύο πλευρές θα αρχίσουν τις πολεμικές δραστηριότητες. Η συνθήκη προέβλεπε την ακόλουθη διανομή των εδαφών σε περίπτωση επιτυχούς πολέμου κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

1) Οι περιοχές ανατολικά της Ροδόπης και του Στρυμόνα επιδικάζονται στη Βουλγαρία, βόρεια και δυτικά του Σκάρδου στη Σερβία.

2) Η περιοχή ανάμεσα στον Σκάρδο και τη Ροδόπη, αν δεν καταστεί δυνατό να αποτελέσει μια αυτόνομη επαρχία, θα διανεμηθεί ως εξής: τα τμήματα νότια και ανατολικά της γραμμής Κρίβα Παλάνκα και της λίμνης της Αχρίδας αναγνωρίζονται ως σφαίρα επιρροής της Βουλγαρίας, το τμήμα μεταξύ της γραμμής αυτής και του Σκάρδου (Κουμάνοβο, Σκόπια, Τέτοβο, Γκόστιβαρ, Δίβρα) θα αποτελέσει μια «αμφισβητούμενη ζώνη», για την τύχη της οποίας ως διαιτητής ορίστηκε ο τσάρος.

 
Η αυτονομία της Μακεδονίας, αν και δεν απορρίφθηκε τυπικά, στην ουσία εγκαταλείφθηκε. Η έκταση της Βουλγαρίας που θα προέκυπτε, αν η συμφωνία αυτή τηρούνταν, ουσιαστικά ήταν ισοδύναμη μ’ αυτή της Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου, με τη διαφορά ότι ένα μέρος της Μακεδονίας που θα επιδικαζόταν στους Σέρβους θα αντισταθμιζόταν από τη Θράκη. Η Βουλγαρία δεν είχε απαλλαγεί από το ηγεμονικό της σύνδρομο. Το Μάιο του 1912 υπογράφτηκε και στρατιωτική σύμβαση μεταξύ Βουλγαρίας και Σερβίας, η οποία είχε αντιοθωμανική και αντιαυστριακή αιχμή, αμυντικό και επιθετικό χαρακτήρα. 

Σε περίπτωση επίθεσης της Αυστροουγγαρίας εναντίον της Σερβίας, η Βουλγαρία ήταν υποχρεωμένη να βοηθήσει τη Σερβία με 200.000 στρατό. Σε περίπτωση επίθεσης της Ρουμανίας εναντίον της Βουλγαρίας, η Σερβία δεσμευόταν να βοηθήσει τη Βουλγαρία με 100.000 στρατό. Στη σύμβαση υπήρχε ειδική διάταξη που προέβλεπε τη συνεργασία μεταξύ των δύο επιτελείων κατά τον πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Ελληνοβουλγαρική Συνθήκη και η Στάση της Ρουμανίας 

Στις 29 Μαΐου 1912 υπογράφτηκε Ελληνο-Βουλγαρική συνθήκη που είχε αμυντικό χαρακτήρα. Προέβλεπε απλά αμοιβαία βοήθεια, αν ένα συμβεβλημένο μέρος δεχόταν επίθεση από την Τουρκία. Αλλά σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου λόγω της Κρήτης η Βουλγαρία θα τηρούσε ευμενή ουδετερότητα. Η συνθήκη δεν προέβλεπε τίποτε για διανομή της νοτίου ζώνης της Μακεδονίας. 

Ο Βενιζέλος δεν γνώριζε το περιεχόμενο της Σερβο-Βουλγαρικής συνθήκης και ο ίδιος αρνήθηκε να συζητήσει το εδαφικό, διότι προέβλεπε ότι σε τέτοια περίπτωση οι Βούλγαροι θα έθεταν ζήτημα Θεσσαλονίκης και έτσι η υπογραφή της συνθήκης συμμαχίας ίσως ήταν ανέφικτη. Μια Ελληνο-Βουλγαρική εδαφική οριοθέτηση προϋπέθετε και την άρση του Βουλγαρικού σχίσματος. Πεποίθηση του Βενιζέλου ήταν ότι το εδαφικό θα λυνόταν με πόλεμο. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν αόριστα ότι το εδαφικό θα καθοριζόταν ανάλογα με τη συνεισφορά της κάθε πλευράς στον πόλεμο. 

Ο Βενιζέλος είχε διαγνώσει ότι ο κύριος όγκος του Βουλγαρικού στρατού θα κατευθυνόταν προς τη Θράκη, και έτσι ο αξιόμαχος πλέον Ελληνικός στρατός θα μπορούσε να διεισδύσει στη Νότιο Μακεδονία. Η Βουλγαρία υποτιμούσε το αξιόμαχο του Ελληνικού στρατού και υπολόγιζε κυρίως στη βοήθεια του στόλου. Σχετικά με τα εδαφικά κέρδη της Ελλάδας ο Γκέσοφ πίστευε ότι η Ελλάδα θα ικανοποιούνταν με την Κρήτη και ορισμένα νησιά του Αιγαίου.

Η Ρουμανία, σύμμαχος της Αυστροουγγαρίας και χώρα που δεν διεκδικούσε Οθωμανικά εδάφη, παρέμεινε εκτός της Βαλκανικής συμμαχίας. Ωστόσο, πάγια θέση της Ρουμανικής εξωτερικής πολιτικής ήταν ότι για τη Ρουμανία το Μακεδονικό ζήτημα και το ζήτημα της Δοβρουτσάς ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα. Με μια επέκταση της Βουλγαρίας στον Νότο θα ανατρεπόταν η ενδοβαλκανική ισορροπία, και για τον λόγο αυτό η Ρουμανία θα έθετε ζήτημα νοτίου Δοβρουτσάς (σε βάρος της Βουλγαρίας). 

Τον Μάρτιο του 1912 ο υπουργός Εξωτερικών της Ρουμανίας, Τίτο Μαγιορέσκου, δήλωσε στον επιτετραμμένο της Βουλγαρίας στο Βουκουρέστι ότι η Ρουμανία ήταν υπέρ της διατήρησης του status quo, αλλά αν η Βουλγαρία κινηθεί προς τον Νότο, η Ρουμανία «με όλα τα μέσα θα ζητήσει βελτίωση του αφύσικου ορίου της Δοβρουτσάς με τη Βουλγαρία». Ο Γκέσοφ δεν έλαβε σοβαρά υπόψη τις ρουμανικές προειδοποιήσεις.

Η Στάση της Γαλλίας και η Αλβανική Εξέγερση 

Για τη Βαλκανική συμμαχία η Ρωσική κυβέρνηση ενημέρωσε τον Γάλλο πρωθυπουργό Πουανκαρέ κατά την επίσκεψή του στην Πετρούπολη στις αρχές Αυγούστου 1912.Ο Πουανκαρέ χαρακτήρισε τη συμμαχία «Εργαλείο Πολέμου» και συμφώνησε με τον υπουργό Πολέμου της Ρωσίας, Σαζόνοφ, να αποτρέψουν μια πρόωρη έναρξη του Βαλκανικού πολέμου. Γαλλία και Ρωσία φοβούνταν μήπως ο Βαλκανικός πόλεμος αποτελέσει το προοίμιο ενός παγκοσμίου πολέμου με την εμπλοκή της Ρουμανίας και της Αυστροουγγαρίας, αν δηλαδή η Ρουμανία εξαπέλυε επίθεση εναντίον της Βουλγαρίας και η Αυστροουγγαρία εναντίον της Σερβίας.

 
Η Ρωσία δεν ήταν ακόμα έτοιμη για έναν παγκόσμιο πόλεμο. Ωστόσο, ο Πουανκαρέ υποσχέθηκε ότι η Γαλλία θα εμπλακεί στον πόλεμο μόνο αν η Αυστροουγγαρία επιτεθεί στη Σερβία, η Ρωσία στηρίξει τη Σερβία και η Γερμανία επιτεθεί εναντίον της Ρωσίας. Η στάση της Γαλλίας ικανοποίησε τη Ρωσία, η οποία χρειαζόταν τη Γαλλική βοήθεια σε περίπτωση Γερμανικής επίθεσης, υπολογίζοντας ότι με την Αυστροουγγαρία θα μπορούσε να αναμετρηθεί επιτυχώς.

Ωστόσο, η μεγάλη Αλβανική εξέγερση του 1912 και τα αιτήματα των Αλβανών για αυτονομία των βιλαετίων Σκόδρας, Ιωαννίνων, Μοναστηρίου και Κοσόβου επέσπευσαν τις διπλωματικές και πολεμικές προπαρασκευές των Βαλκανικών κρατών, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν ενθαρρυνθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις να αρχίσουν σύντομα τις επιχειρήσεις. Μετά την πτώση των Νεοτούρκων, τον Ιούλιο του 1912, και την άνοδο των Φιλελευθέρων στην εξουσία υπό τον Αγγλόφιλο Κιαμήλ Πασά η Αγγλική πολιτική διέκειτο ευμενώς προς το νέο καθεστώς. 

Ο νέος υπουργός Εξωτερικών της Αυστροουγγαρίας, Μπέρτχολντ, πρότεινε τη διοικητική αποκέντρωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η Ρωσία, φοβούμενη την εξέλιξη του Βαλκανικού πολέμου σε παγκόσμιο, είχε τις επιφυλάξεις της για την πρόωρη έναρξη των επιχειρήσεων. Αλλά ήδη είχε διαμορφωθεί μια πολεμική ατμόσφαιρα. 

Με αφορμή μια Βουλγαρική πρόκληση στις 14 Αυγούστου 1912, την έκρηξη δηλαδή μιας βόμβας στην αγορά της Κοτσάνης με θύματα δύο Τούρκους και έξι Βούλγαρους, οι Οθωμανικές αρχές προέβησαν σε αντίποινα: εκτελέστηκαν 150 Βούλγαροι και τραυματίστηκαν πάνω από 250. Ακολούθησαν πολεμικά συλλαλητήρια στη Βουλγαρία για την προστασία των Βουλγάρων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 

Μετά την είσοδο των Αλβανών στα Σκόπια στις 13 Αυγούστου 1912, τις φήμες για κάθοδό τους στη Θεσσαλονίκη και την ικανοποίηση κατά βάση του Αλβανικού προγράμματος των 14 σημείων του Χασάν Πριστίνα από τη φιλελεύθερη κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, τα περιθώρια αδράνειας των βαλκανικών κυβερνήσεων εξαντλήθηκαν.

Ο Αλβανικός παράγοντας ήταν μια νέα, μη προβλέψιμη παράμετρος. Μια ευνοϊκή συγκυρία για τα Βαλκανικά κράτη ήταν το γεγονός ότι ο Ιταλο-Τουρκικός πόλεμος δεν είχε λήξει ακόμα. Ωστόσο, πολλά ζητήματα αναφύονταν. Τι θα συνέβαινε αν η Αυστροουγγαρία κήρυσσε πόλεμο κατά της Σερβίας, αν η Οθωμανική αυτοκρατορία τελικά νικούσε τους Βαλκάνιους συμμάχους; 

Τα σχέδια των Οθωμανών προέβλεπαν συρρίκνωση των Βαλκανικών κρατών, οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις μόνο διπλωματική υποστήριξη θα μπορούσαν να παράσχουν σε περίπτωση ήττας των συμμάχων, η Αυστροουγγαρία δεν επιθυμούσε κατάλυση της Οθωμανικής κυριαρχίας αλλά διοικητική αποκέντρωση των Οθωμανικών βιλαετιών.

Έναρξη πολέμου – Διεκδίκηση Θεσσαλονίκης

Τα Βαλκανικά κράτη άρχισαν τις πολεμικές επιχειρήσεις με απρόβλεπτη τη στάση της Αυστροουγγαρίας και της Ρουμανίας, με αβέβαιη τη στρατιωτική βοήθεια της Ρωσίας, με παραγνώριση του Αλβανικού παράγοντα και με την ανυπαρξία Ελληνο-Βουλγαρικής συμφωνίας για το εδαφικό. Έτσι, η στρατιωτική νίκη επί της Οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν προεξοφλούσε τη διατήρηση της Βαλκανικής αλληλεγγύης.


Η είσοδος του Ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη δεν σήμαινε αυτόματα και την Ελληνική κατοχύρωση της πόλης. Εκτός από την αδιάφορη έως εχθρική αρχικά στάση του Εβραϊκού στοιχείου και τη διείσδυση Βουλγαρικού στρατού στην πόλη, η κατοχύρωση της Θεσσαλονίκης ήταν ανέφικτη χωρίς την ύπαρξη ενδοχώρας. Για τον λόγο αυτό ο Ελληνικός στρατός προσπαθούσε να κρατήσει θέσεις στο Παγγαίο, διεκδικώντας και τις Σέρρες.

Για τη Θεσσαλονίκη διεξαγόταν ένας διπλωματικός Ελληνο-Βουλγαρικός πόλεμος από τον Δεκέμβριο του 1912 και ένας ακήρυχτος πραγματικός πόλεμος στο Παγγαίο και στη Νιγρίτα από τον Απρίλιο του 1913. Με την ίδρυση Αλβανικού κράτους, κατόπιν έντονου διπλωματικού παρασκηνίου της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας, οι Σέρβοι αποχώρησαν από την Αδριατική και ζήτησαν την αναθεώρηση της Σερβο-Βουλγαρικής συμφωνίας για το εδαφικό. 

Το εδαφικό ζήτημα λύθηκε στο πεδίο των μαχών κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο. Τα εχέγγυα των Ελληνικών νικών ήταν το αξιόμαχο του Ελληνικού στρατού και η πολιτική ιδιοφυΐα του Βενιζέλου. Το Ελληνικό κράτος έπαιρνε την εκδίκηση για την ήττα του 1897 και η Αθήνα υποκαθιστούσε, έστω και προσωρινά, την Κωνσταντινούπολη ως κέντρο του Ελληνισμού.

Η Κατάσταση του «Μεγάλου Ασθενούς»

Ο όρος «Μεγάλος Ασθενής» είναι χαρακτηρισμός ο οποίος χρησιμοποιήθηκε πολύ πριν τους Βαλκανικούς πολέμους για να περιγράψει τη δυσμενή θέση στην οποία είχε εισέλθει η Οθωμανική αυτοκρατορία. Αποδίδεται κατά κοινή ομολογία στον τσάρο Νικόλαο Α’, ο οποίος φέρεται να έχει χρησιμοποιήσει τον εν λόγω χαρακτηρισμό σε συνομιλίες του με Άγγλους διπλωμάτες στα μέσα του 19ου αιώνα.

Είναι προφανής ο συμβολισμός που κρύβεται πίσω από τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό. Ο όρος αυτός υποδηλώνει την αδυναμία της αυτοκρατορίας να αντιμετωπίσει το σοβαρό πρόβλημα επιβίωσής της, καθώς επίσης και την ανάγκη επίτευξης μιας συμφωνίας μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες έχουν ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή, έτσι ώστε να διαχειριστούν με τον πιο κατάλληλο τρόπο την κατάσταση που θα προκύψει από τη διαφαινόμενη κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 

Την παραμονή του Α’ Βαλκανικού Πολέμου ο «Μεγάλος Ασθενής» αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις τόσο στο διεθνές στερέωμα όσο και στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Η αυτοκρατορία εξακολουθεί να έχει κάποια σημασία για τις Μεγάλες Δυνάμεις, ωστόσο περιφερειακοί παίκτες ετοιμάζονται να μπουν δυναμικά στο παιχνίδι και να διεκδικήσουν μερίδιο. Όσο για την εσωτερική πολιτική σκηνή, μετά το 1908 έχει τεθεί μεν τέλος στο απολυταρχικό και καταπιεστικό καθεστώς του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β’, η διάδοχη κατάσταση όμως επιφυλάσσει οδυνηρές εκπλήξεις.

Το κίνημα των Νεοτούρκων είχε πτυχές που άπτονται της εσωτερικής πολιτικής σκηνής, καθώς και των διεθνών σχέσεων της χώρας, οι οποίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Κατά κανόνα οι Νεότουρκοι και το συγκείμενο πνευματικό πλαίσιο από το οποίο προέρχονται είναι έμμεσο αποτέλεσμα των απέλπιδων προσπαθειών εκσυγχρονισμού του Οθωμανικού συστήματος, που ξεκινά στην πραγματικότητα από τον προηγούμενο αιώνα επί Σελίμ Γ’. 

Οι καταπιεστικές πολιτικές που ακολουθεί ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β’ ήδη από την ενθρόνισή του, το 1876, ωθούν τις φιλελεύθερες δυνάμεις (όπως και τους υπόλοιπους αντικαθεστωτικούς), οι οποίες δέχονται ολοένα και περισσότερο τις επιρροές της Δύσης, καθώς έχουν αρχίσει να κατέχουν ξένες γλώσσες (στρατός και διοίκηση) στο πλαίσιο της εκπαίδευσης που λαμβάνουν ως υποψήφια στελέχη της κρατικής μηχανής, να καταφύγουν στην Εσπερία, όπου συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους.

 
Μολονότι οι Νεότουρκοι δεν αποτελούν μια συμπαγή ομάδα και διαφέρουν μεταξύ τους σε αρκετά σημεία, συγκλίνουν στην ανάγκη εξεύρεσης μιας λύσης ικανής να ανακόψει την άτακτη υποχώρηση από τη διεθνή σκηνή, η οποία οδηγεί στον κατακερματισμό της αυτοκρατορίας. 

Υπ’ αυτή την έννοια, αποκτούν μια συνείδηση διαφορετικότητας από τις υπόλοιπες εθνότητες της αυτοκρατορίας, που είτε ανεξαρτητοποιήθηκαν προσφάτως και επιδιώκουν την εθνική τους ολοκλήρωση είτε πρόκειται να διεκδικήσουν την αυτοδιάθεσή τους προσεχώς. Διεκδικώντας ένα πιο φιλελεύθερο καθεστώς στην εσωτερική πολιτική σκηνή, θα βρεθούν στην ίδια παράταξη προσωρινά με τις μη Μουσουλμανικές κυρίως εθνότητες που απαρτίζουν την Οθωμανική αυτοκρατορία, εναντίον του Αμπντούλ Χαμίτ Β’, ο οποίος διαχειριζόταν με τα μικρά μέσα που διέθετε -σε σύγκριση με άλλες εποχές- μια αρκετά περίπλοκη κατάσταση. 

Συνεπώς, κι αν ακόμη θεωρήσουμε ότι το κίνημα είχε ως στόχο να θεραπεύσει τον «Μεγάλο Ασθενή», η απαραίτητη «μεταρρυθμιστική» προσπάθεια που θα καθιστούσε ικανό έναν κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό της αυτοκρατορίας εκδηλώθηκε με μεγάλη καθυστέρηση, καθώς αυτή επικεντρώθηκε και πάλι στους κρατικούς θεσμούς. 

Εν τη απουσία, άλλωστε, μιας εμπειρίας θεσμών διακυβέρνησης δυτικού τύπου στην αυτοκρατορία, η αισιοδοξία άφησε τη θέση της γρήγορα στην πικρία από την ολοένα και αυξανόμενη διολίσθηση προς τον αυταρχισμό των Νεότουρκων με κυριότερη έκφρασή τους την Επιτροπή «Ένωση και Πρόοδος», η οποία με αθέμιτα μέσα θα καταλάβει την εξουσία τον Ιανουάριο του 1913. 

Είχε εξαναγκαστεί σε αποχώρηση περίπου ένα εξάμηνο νωρίτερα. Αποτέλεσμα, λοιπόν, ήταν να συνεχιστούν οι αυταρχικές πρακτικές στην αυτοκρατορία, διαψεύδοντας τα οράματα των μη Μουσουλμανικών, μη τουρκικών πληθυσμών της αυτοκρατορίας -διότι και οι Αραβικές επαρχίες δέχτηκαν εξίσου τις αυταρχικές πολιτικές των Νεότουρκων- και επιταχύνοντας την πορεία προς μια χαοτική κατάσταση λίγο μετά.

Η δυσαρέσκεια των Βαλκανικών λαών -αλλά και των Αράβων- για τις πολιτικές Τουρκοποίησης που ακολουθούν τα ακραία στοιχεία των Νεότουρκων μετά τη σταθεροποίησή τους στην εξουσία εκφράστηκε με ποικίλους τρόπους. 

Οι Βούλγαροι διαμαρτύρονταν για την εγκατάσταση Μουσουλμάνων προσφύγων στη Μακεδονία, το οικουμενικό πατριαρχείο κατήγγειλε την πολυδιαφημισμένη θέση περί «Ισότητας και Αδελφοσύνης» των εθνοτήτων που προήγαγαν οι Νεότουρκοι, φράση κενή, οι Αλβανοί αρνήθηκαν να καταβάλουν τους φόρους τους και σημειώθηκαν συγκρούσεις στις περιοχές πλησίον του Μαυροβουνίου κ.ο.κ. Ωστόσο, τα σημαντικότερα γεγονότα λαμβάνουν χώρα μετά τον Ιταλο-Τουρκικό πόλεμο στην Τριπολίτιδα. Αιματηρές συγκρούσεις λαμβάνουν στα σύνορα με το Μαυροβούνιο, στο Σαντζάκι και στη Μακεδονία.

Το τελευταίο συμβάν μάλιστα είχε εξαγριώσει τους Βούλγαρους, οι οποίοι δεν άργησαν να εκφράσουν τις διαθέσεις τους για μια πολεμική αναμέτρηση. Η παραχώρηση περιορισμένης αυτονομίας στους Αλβανούς θεωρήθηκε από τα υπόλοιπα Βαλκανικά έθνη ότι υπονομεύει τα συμφέροντά τους στην περιοχή. Μια σειρά από ήσσονος σημασίας θέματα οδήγησε ακόμη τον αυστριακό υπουργό Εξωτερικών να επικοινωνήσει με τις υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις για να εξετάσουν το ενδεχόμενο να προτείνουν στην Οθωμανική αυτοκρατορία να υιοθετήσει ένα πρόγραμμα ευρείας αποκέντρωσης στα Βαλκάνια.

 
Φαίνεται όμως ότι η εν λόγω πρωτοβουλία ξεπεράστηκε από τα γεγονότα, καθώς τα Βαλκανικά έθνη κατόρθωσαν να συνάψουν εγκαίρως μια σειρά από αμυντικές συμφωνίες, θέτοντας στο περιθώριο -έστω και προσωρινά- ανταγωνισμούς και αντιζηλίες. Ως αποτέλεσμα συντονισμένων κινήσεων των τεσσάρων συμμάχων, ζητήθηκε η εφαρμογή του άρθρου 23 της συνθήκης του Βερολίνου του 1878, το οποίο προέβλεπε τη σύσταση αυτοδιοικητικών θεσμών στις Ευρωπαϊκές επαρχίες της αυτοκρατορίας, καθώς και στην Κρήτη. 

Η Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία αντιμετώπιζε δυσχέρειες στην εσωτερική πολιτική σκηνή, εξαιτίας της πολιτικής διαμάχης μεταξύ του κόμματος «Ένωση και Πρόοδος», το οποίο αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την εξουσία στα μέσα του θέρους του 1912, και του αντίπαλου κόμματος «Ελευθερία και Συνεννόηση», απάντησε με πρόθεση εφαρμογής του ισχύοντος νόμου περί περιφερειακής μεταρρύθμισης. Εξάλλου, η αυτοκρατορία αντιμετώπιζε επίσης σοβαρά προβλήματα στον ανεφοδιασμό των βάσεών της στη Βαλκανική, εξαιτίας τόσο των καταστροφικών συνεπειών του Ιταλο-Τουρκικού πολέμου σε ξηρά και θάλασσα όσο και της μετάθεσης μονάδων της από την περιοχή, οι οποίες είχαν κληθεί λίγο πριν να θέσουν υπό έλεγχο την εξέγερση στην Υεμένη. 

Την κρίσιμη εκείνη στιγμή, η Αυστρία και η Ρωσία επιχειρούν να αποτρέψουν τους συμμάχους από εχθροπραξίες εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, τονίζοντάς τους ότι δεν θα γίνουν δεκτές οποιεσδήποτε συνοριακές αλλαγές μετά το τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων. Οι Βαλκάνιοι ηγέτες, όμως, απέρριψαν τη διαμεσολάβηση και το Μαυροβούνιο θα κήρυττε τον πόλεμο λίγο μετά.

Η Τουρκία όχι μόνον απέρριψε τη διακοίνωση των τεσσάρων Χριστιανικών κρατών, που της επέδωσαν στις 30 Σεπτεμβρίου, τελεσίγραφο στην ουσία, αλλά με την εκπνοή της η ίδια κήρυξε τον πόλεμο σε Βουλγαρία και Σερβία. Την επόμενη όμως ημέρα μπήκε και η χώρα μας στον πόλεμο, στο πλευρό των συμμάχων. Η Τουρκία πίστευε πως θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τις χώρες αυτές αν η Ελλάδα έμενε αμέτοχη;

Η απόρριψη της διακοίνωσης και η επακόλουθη κήρυξη του πολέμου εναντίον δύο αντί τριών Βαλκανικών κρατών εκ μέρους των Οθωμανών φαίνεται ότι ήταν μια συνειδητή στρατηγική επιλογή. Τη συγκεκριμένη περίοδο η παρουσία του Οθωμανικού στρατού στη Βαλκανική παρουσιάζει ελλείψεις, λόγω κυρίως άλλων πολέμων, όπως προαναφέραμε, που αντιμετώπιζε η αυτοκρατορία, λόγω προβλημάτων στις επικοινωνίες και κατ’ επέκταση στις γραμμές ανεφοδιασμού και, φυσικά, λόγω της μείωσης που παρατηρείται στον στρατεύσιμο μουσουλμανικό πληθυσμό στα Βαλκάνια. 

Συνεπώς η πρόκληση ενός τόσο διευρυμένου πολέμου, τον οποίο η Οθωμανική αυτοκρατορία καλούνταν να διεξαγάγει εναντίον τεσσάρων χωρών, εμπεριείχε μεγάλους κινδύνους, όπως αποδείχτηκε και στην πράξη. Εξάλλου, η οθωμανική κυβέρνηση ενδέχεται να υπολόγιζε και να έτρεφε ελπίδες -ασχέτως αν είχε πληροφορηθεί ή όχι για τη συμμετοχή της Ελλάδας στην τετραμερή συμμαχία- ότι δεδομένου του ατυχούς αποτελέσματος του πολέμου του 1897, η Αθήνα θα βρισκόταν σε δίλημμα και τελικά θα προτιμούσε να μη συμμετέχει στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων εναντίον της αυτοκρατορίας.

Ένας επιπλέον λόγος είναι ότι οι Οθωμανοί παρέλειψαν να κηρύξουν τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας φοβούμενοι μια παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία και Ρωσία) στο πλευρό των Βαλκανικών κρατών, η ανάμιξη των οποίων θα ήταν εις βάρος των Οθωμανών. Ας σημειωθεί ότι η όλη διαχείριση του πολέμου εκ μέρους των Νεότουρκων φαίνεται να έχει επηρεαστεί από την ταυτότητα των ηγετών της και την υπεροπτική προσέγγιση έναντι των νέων και φαινομενικά κατώτερων δυνατοτήτων βαλκανικών κρατών (πρώην υπηκόων της).

Οι στρατιωτικές αποτυχίες των οθωμανικών στρατευμάτων επιβάρυναν έτι περισσότερο την ήδη βαριά ατμόσφαιρα που υπήρχε στην εσωτερική πολιτική σκηνή της αυτοκρατορίας, λόγω, όπως προαναφέραμε, των πολιτικών αντιπαραθέσεων μεταξύ των δύο σημαντικότερων πολιτικών παρατάξεων.

 
Η κατάσταση επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο όταν το Οθωμανικό κοινοβούλιο δέχεται τις προτάσεις του Συνεδρίου Ειρήνης του Λονδίνου, οι οποίες κατατέθηκαν στα μέσα του Ιανουαρίου του 1913, περί παράδοσης της Αδριανούπολης και των νησιών του Αιγαίου. Άλλη άποψη όμως είχε ο σκληρός πυρήνας των Νεοτούρκων. Λίγες μέρες μετά, η «Ένωση και Πρόοδος», η οποία είχε εξωθηθεί από την εξουσία τον Ιούνιο του 1912, την καταλαμβάνει αυτή τη φορά πραξικοπηματικά με επικεφαλής τον Ενβέρ.

Ο μεγάλος Βεζίρης Κιαμίλ Πασά αναγκάζεται σε παραίτηση, ενώ ο αρχιστράτηγος Ναζίμ Πασά δολοφονείται. Άμεσο αποτέλεσμα των εσωτερικών βίαιων ανακατατάξεων ήταν να συνεχιστούν οι πολεμικές επιχειρήσεις με στόχο την ανακατάληψη της Αδριανούπολης, κατάσταση που θα οδηγήσει τη χώρα στη δίνη του Β’ Βαλκανικού Πολέμου.

Στρατιωτική Σύμβασις Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας 

Η Α.Μ. ο Βασιλεύς των Βουλγάρων και η Α.Μ. ο Βασιλεύς των Ελλήνων, επιθυμούντες την συμπλήρωσιν της Συνθήκης αμυντικής συμμαχίας της συναφθείσης εν Σόφια την 16ης Μαΐου 1912 μεταξύ του Βασιλείου της Βουλγαρίας και του Βασιλείου της Ελλάδος δια στρατιωτικής συμβάσεως διώρισαν προς τον σκοπόν τούτον τους πληρεξουσίους αυτών.

Η Α.Μ. ο Βασιλεύς των Βουλγάρων την Α.Ε. τον κ. Ιβάν Γκέσοφ κλπ και τον Στρατηγόν Φίτσεφ Αρχηγόν του Γενικού Επιτελείου κλπ.

Η Α.Μ. ο Βασιλεύς των Ελλήνων την Α.Ε. τον κ. Δ. Πανάν κλπ. και τον Λοχαγόν του Μηχανικού κ. Ιωάννην Μεταξάν, οίτινες αφού αντήλλαξαν τα πληρεξούσια αυτών έγγραφα ευρεθέντα εν τάξει, συνεφώνησαν τα επόμενα:

Άρθρον 1ον

Εις περίπτωσιν καθ’ ην συμφώνως προς τα υποχρεώσεις τας απορρεούσας εκ της συνθήκης αμυντικής συμμαχίας της συνομολογηθείσης εν Σόφια την 16ην Μαΐου 1912 μεταξύ Βουλγαρίας και της Ελλάδος, η Ελλάς ήθελεν επέμβη στρατιωτικώς κατά της Τουρκίας εν περιπτώσει Βουλγαροτουρκικού πολέμου ή η Βουλγαρία κατά της Τουρκίας εν περιπτώσει Ελληνοτουρκικού πολέμου, τα δύο Κράτη, Βουλγαρικόν και Ελληνικόν, υποχρεούνται να παράσχωσιν αλλήλοις αμοιβαίαν συνδρομήν ήτοι: η μεν Ελλάς κατ’ ελάχιστον όρον δια δυνάμεως εκατόν είκοσιν χιλιάδων ανδρών, η δε Βουλγαρία δια δυνάμεως τριακοσίων χιλιάδων τουλάχιστον ανδρών. αι δυνάμεις αύται πρέπει να είναι ικαναί τόσον να διεξαγάγωσιν πόλεμον επί των συνόρων, όσον και να συμετάσχωσιν εις Στρατιωτικάς επιχειρήσεις πέραν των ορίων του εθνικού εδάφους.

Αι προμνησθείσαι δυνάμεις, οφείλουσι να συγκεντρωθώσιν εις τα σύνορα και να διαβώσι μάλιστα ταύτα το βραδύτερον την εικοστήν ημέραν από της επιστρατεύσεως ή από της αναγγελίας υφ’ ενός των συμβαλλομένων μερών περί της υπάρξεως του συμμαχικού όρου. (casus foederis).

Άρθρον 2ον

Εις περίπτωσιν καθ’ ην η Ελλάς ήθελεν προσβληθή υπό της Τουρκίας η Βουλγαρία υποχρεούται να κηρύξη τον πόλεμον προς την δύναμιν ταύτην και να εκστρατεύση κατ’ αυτής δια του συνόλου των δυνάμεων των ορισθεισών υπό των διατάξεων του πρώτου άρθρου, ανερχομένων εις 300.000 ανδρών, κατ’ ελάχιστον όριον προσαρμόζουσα τας στρατιωτικάς επιχειρήσεις αυτής προς το υπό του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου, συνταχθέν σχέδιον.

Εις περίπτωσιν καθ’ ην η Βουλγαρία ήθελεν προσβληθή υπό της Τουρκίας η Ελλάς υποχρεούται να κηρύξη τον πόλεμον προς την δύναμιν ταύτην και να εκστρατεύση κατ’ αυτής δια του συνόλου των δυνάμεων των ορισθεισών υπό των διατάξεων του πρώτου άρθρου, ανερχομένων εις εκατόν είκοσι χιλιάδων ανδρών τουλάχιστον, προσαρμόζουσα τας στρατιωτικάς επιχειρήσεις της προς το σχέδιον το συνταχθέν υπό του Βουλγαρικού Γενικού Επιτελείου. Ο πρώτιστος σκοπός του Ελληνικού στόλου, πρέπει οπωσδήποτε να είναι το να καταστή κύριος του Αιγαίου Πελάγους και να διακόψη τας θαλασσίας συγκοινωνίας μεταξύ της μικράς Ασίας και της Ευρωπαϊκής Τουρκίας.


Εις τας υπό των προηγουμένων παραγράφων προβλεπόμενας περιπτώσεις, η Βουλγαρία υποχρεούται να ενεργήση επιθετικώς δια σπουδαιοτάτου τμήματος του στρατού αυτής κατά των Τουρκικών δυνάμεων των συγκεντρωθησομένων εις την περιοχήν των Βιλαετίων του Κοσσόβου, του Μοναστηρίου και της Θεσσαλονίκης. 

Εάν η Σερβία, δυνάμει των μετά της Βουλγαρίας συμφωνιών αυτής, μετάσχη εις τον πόλεμον, η Βουλγαρία θα δυνηθή να διαθέση το σύνολον των δυνάμεων αυτής εις την Θράκην. εις την περίπτωσιν απέναντι της Ελλάδος όπως Σερβικά Στρατεύματα δυνάμεως τουλάχιστον 120.000 μαχητών ενεργήσωσιν επιθετικώς κατά των συγκεντρωθησομένων Τουρκικών Δυνάμεων εις την περιοχήν των προμνησθέντων τριών Βιλαετίων.

Άρθρον 3ον

Εάν η Βουλγαρία και η Ελλάς επί τη βάσει διατάξεων προηγουμένης τινός συνεννοήσεως, κηρύξωσι τον πόλεμον κατά της Τουρκίας, υποχρεούνται αμφότεροι -πλην διαφοροτρόπου κανονισμού υπό ειδικής συμφωνίας- να διαθέσωσι δια την εκστρατείαν, τας υπό του πρώτου άρθρου της παρούσης συμβάσεως προβλεπομένας δυνάμεις.

Αι διατάξεις των δύο τελευταίων παραγράφων του 2ου άρθρου έχουσιν επίσης ισχύν εις την περίπτωσιν ταύτην.

Άρθρον 4ον

Εις την περίπτωσιν καθ’ ην η μία των συμβαλλομένων Κυβερνήσεων ήθελεν κηρύξη τον πόλεμον εις έτερον Κράτος και ουχί την Τουρκίαν άνευ προηγουμένης συνεννοήσεως και άνευ της συγκαταθέσεως της ετέρας Κυβερνήσεως η τελευταία αύτη λύεται των υποχρεώσεων των εκτεθεισών εις το 1ον άρθρον υποχρεούται όμως να τηρήση, καθ’ άπασαν την διάρκειαν του πολέμου, φιλικήν ουδετερότητα προς την σύμμαχον αυτής

Άρθρον 5ον

Εν περιπτώσει ομαδικού πολέμου ουδέν των συμμάχων Κρατών δύναται να συνομολογήση ανακωχήν, διαρκείας μεγαλειτέρας των είκοσι τεσσάρων ωρών, άνευ προηγούμενης συνεννοήσεως και άνευ της συγκαταθέσεως του ετέρου συμμάχου Κράτους.

Η συνεννόησις των δύο συμβαλλομένων μερών, περιλαμβανομένη εις έγγραφον συμφωνίαν, θα είναι ομοίως απαραίτητος ίνα το έτερον δυνηθή να αναλάβη διαπραγματεύσεις ειρήνης ή να συνομολογήση συνθήκην ειρήνης.

Άρθρον 6ον

Εις ην περίπτωσιν, καθ’ όν χρόνον η Βουλγαρία και η Ελλάς θα ευρίσκονται εν επιστρατεύσει των ενόπλων αυτών δυνάμεων ή θα ήρχιζον τας επιχειρήσεις, η Ελλάς ήθελεν υποχρεωθή να κανονίση το Κρητικόν ζήτημα, κατά τους πόθους του πληθυσμού της νήσου και ένεκεν τούτου ήθελεν προσβληθή υπό της Τουρκίας, η Βουλγαρία υποχρεούται να συνδράμη αυτήν συμφώνως προς το άρθρον 1ον της παρούσης συμβάσεως.

Άρθρον 7ον

Οι Αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων του Βουλγαρικού και του Ελληνικού Στρατού, οφείλουσιν, εν περιπτώσει πολέμου, να ανακοινώσωσιν αμοιβαίως και εν ευθέτω χρόνω τα σχετικά σχέδια επιχειρήσεων. Οφείλουσιν επίσης να γνωστοποιώσιν κατ’ έτος τας επιφερομένας εις τα σχέδια ταύτα, ένεκα νέων περιστατικών τροποποιήσεις.

Άρθρον 8ον

Η παρούσα σύμβασις κατασταθήσεται υποχρεωτική δι’ αμφοτέρα τα συμβαλλόμενα μέρη, αμέσως μετά την υπογραφήν αυτής, θέλει δε ισχύει καθ’ όλην την διάρκειαν της ισχύος της αμυντικής συνθήκης συμμαχίας της 16ης Μαΐου 1912, εις ην αύτη θέλει προσαρτηθή ως αποτελούσα μέρος αυτής.

Εγένετο εν Σόφια εις διπλούν τη 22α Σεπτεμβρίου 1912.

              Γκέσωφ                                                    Δ. Πανάς
       Στρατηγός Φίτσερ                                    Λοχαγός Ι. Μεταξάς

 
Έκρηξις του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου

«Πρός τόν λαό μου,

Αι ιεραί υποχρεώσεις πρός τήν φιλτάτην πατρίδα, πρός τούς υποδούλους αδελφούς μας καί πρός τήν ανθρωπότητα επιβάλλουσιν εις τό Κράτος, μετά τήν αποτυχίαν των ειρηνικών προσπαθειών του πρός επίτευξιν καί εξασφάλισιν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των υπό τόν τουρκικόν ζυγόν Χριστιανών, όπως διά των όπλων θέση τέρμα εις τήν δυστυχίαν ήν ούτοι υφίστανται από τόσων αιώνων.

Η Ελλάς πάνοπλος μετά των συμμάχων αυτής εμπνεομένων υπό των αυτών αισθημάτων καί συνδεομένων διά κοινών υποχρεώσεων, αναλαμβάνει τόν ιερόν αγώνα του δικαίου καί της ελευθερίας των καταδυναστευομένων λαών της Ανατολής.

Ο κατά ξηράν καί θάλασσαν στρατός ημών εν πλήρει συναισθήσει του καθήκοντος αυτού πρός τό έθνος καί τήν Χριστιανοσύνην, μνήμων των εθνικών αυτού παραδόσεων καί υπερήφανος διά τήν ηθικήν αυτού υπεροχήν κατ' αξίαν αποδύεται μετά πίστεως εις τόν αγώνα όπως διά του τιμίου αυτού αίματος αποδώση τήν ελευθερίαν εις τούς τυραννουμένους.

Η Ελλάς μετά των αδελφών συμμάχων κρατών θά επιδιώξη πάση θυσία τόν ιερόν αυτόν σκοπόν.

Επικαλούμεθα δέ τήν αρωγήν του Υψίστου εν τω δικαιωτάτω τούτω αγώνι του πολιτισμού καί ανακράζομεν

Ζήτω η Ελλάς!
Ζήτω τό Εθνος!»


Αθήναι 5 Οκτωβρίου 1912 

Γεώργιος Α΄ Βασιλεύς της Ελλάδος

Το Υπουργικόν Συμβούλιον
 
Ελευθέριος Βενιζέλος

Λ.Α. Κορομηλάς

Κ.Δ. Ρακτιβάν

Εμμ. Ρεπούλης 

Ιω.Δ. Τσιριμώκος 

Αλ.Ν. Διομήδης 

Ανδρ. Μιχαλακόπουλος 

Τό παραπάνω είναι τό άγγελμα του Βασιλέως Γεωργίου Α' μέ τό οποίο κήρυξε τόν πόλεμο στόν προαιώνιο εχθρό του Γένους μας. Στό άγγελμα αυτό διαφαίνεται τό κύρος, η φιλοπατρία καί η υπερηφάνεια πού είχαν κάποτε οι ηγέτες της πατρίδας μας. Δέν είναι άλλωστε τυχαίο ότι μέ τέτοιους ηγέτες είχαμε νίκες μέ τίς οποίες απελευθερώσαμε ένα μέρος των υπόδουλων περιοχών μας. 
 
Μέχρι σήμερα στά 2018, καί στά τελευταία εξήντα και χρόνια οι Αμερικανόδουλοι, δειλοί καί τιποτένιοι πολιτικοί ταγοί μας μόνο ραπίσματα δέχονται καί ταπεινώσεις, οι οποίες έχουν οδηγήσει σέ συνεχόμενες ήττες (Πόλις 1955, Πόλις 1964, Κύπρος 1974, Ίμια 1996, Αιγαίο, Θράκη).

Τόν Οκτώβριο του 1912, τά σύμμαχα Βαλκανικά κράτη πού επιτέθηκαν στήν Τουρκία ήταν η Σερβία, η Ελλάδα, τό Μαυροβούνιο καί η θεωρητικώς ισχυρότερη όλων Βουλγαρία. Είχε προηγηθεί κοινό τελεσίγραφο πρός την Πύλη με το οποίο απαιτούσαν, πέρα από την άμεση ανάκληση των Τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων από τις παραμεθόριες περιοχές, και άλλες ρυθμίσεις και μεταρρυθμίσεις όπως ήταν η επικύρωση της εθνικής αυτονομίας των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέ την αναλογική τους αντιπροσώπευση στο Τουρκικό κοινοβούλιο, η αναγνώριση των Χριστιανικών σχολείων ως ισοτίμων των Μουσουλμανικών, ο διορισμός Χριστιανών σε δημόσιες θέσεις κτλ. Τό τελεσίγραφο απορρίφθηκε από τήν Πύλη καί οι παραπάνω Βαλκανικές χώρες κήρυξαν τόν πόλεμο στήν Τουρκία.

Η συνολική δύναμις του Ελληνικού στρατού ανήρχετο σέ 100.000 περίπου άνδρες καί 100 πυροβόλα. Επτά μεραρχίες συγκεντρώθησαν στή Θεσσαλία υπό τή διοίκηση του διαδόχου Κωνσταντίνου, με διοικητές τους υποστράτηγους Εμμ. Μανουσογιαννάκη, Κ. Καλλάρη, Κ. Δαμιανό, Κ. Μοσχόπουλο και τους συνταγματάρχες Δ. Ματθαιόπουλο, Κ. Μηλιώτη-Κομνηνό και Κλεομένη Κλεομένους. Κι ακόμη, ένα ανεξάρτητο σώμα υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη του Μηχανικού Στεφάνου Γεννάδη, μια ανεξάρτητη ταξιαρχία ιππικού, υπό τον υποστράτηγο εν εφεδρεία Αλέξανδρο Σούτσο, και το Σώμα των Γεφυροποιών. Μία μεραρχία, υπό τόν στρατηγό Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη ανέλαβε τό βάρος του μετώπου της Ηπείρου. 


Η κατάσταση του Ελληνικού στρατού είχε βελτιωθεί κατά πολύ από τήν εποχή του 1897. Στίς διοικήσεις των συνταγμάτων υπήρχαν απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων, εκπαιδευμένοι από Γάλλους ανώτερους αξιωματικούς, ενώ τό πεζικό ήταν εφοδιασμένο μέ τό καινούργιο όπλο τύπου Μάνλιχερ - Σενάουερ καί πολυβόλο τύπου Σαρτλόζε. 

Αρχηγός του επιτελείου ορίσθηκε ο Σουλιώτης Παναγιώτης Δαγκλής γιός του αγωνιστή της επαναστάσεως του 1821 Γεωργίου Δαγκλή, υπαρχηγός τοποθετήθηκε ο Βίκτωρ Δούσμανης, μέ βοηθούς τούς Ιωάννη Μεταξά, Κωνσταντίνο Πάλλη καί Ξενοφώντα Στρατηγό. Από τίς 30 Σεπτεμβρίου ο αρχιστράτηγος μέ τό επιτελείο του είχαν εγκατασταθεί στήν Λάρισα. Απέναντί του ο απελευθερωτικός στρατός είχε νά αντιμετωπίσει τουρκική δύναμη 50000 ανδρών υπό τόν Ταξίν πασά.

Το Πρώτο Ανακοινωθέν του Πολέμου

Από το ίδιο εκείνο στρατηγείο του Τυρνάβου, που τόσο επαίσχυντα είχε εγκαταλείψει το 1897, ο Κωνσταντίνος δίνει εντολή στον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου του, υποστράτηγο Δαγκλή, να εκδώσει το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν:

«Τύρναβος, Παρασκευή 4 μ.μ. Πέντε μεραρχίαι διήλθον από πρωίας τα σύνορα, εισβαλούσαι άνευ σχεδόν αντιστάσεως εις το τουρκικόν έδαφος. Η Πρώτη μεραρχία έφθασε μέχρι τριών χιλιομέτρων βορείως της Τσαριτσαίνης, η Δευτέρα μέχρι της Σκόμπας, η Τρίτη μέχρι Δομενίκου, η Τετάρτη δι' Ελευθεροχωρίου, μέχρι Βλαχογιάννη και η Πέμπτη εν δευτέρα γραμμή μέχρι Ρεθωνίου». 

Και ο δημοσιογράφος, που ακολουθεί τον Ελληνικό στρατό στην εξόρμησή του, γράφει: 

«Από της προηγουμένης ημέρας, μεθ' όλην την τηρουμένην αυστηροτάτην εχεμύθειαν υπό του Γεν. Επιτελείου, είχον πληροφορηθή ότι η προέλασις είχεν ορισθή διά την επαύριον. Πράγματι, περί το μεσονύκτιον, μου ανηγγέλθη εμπιστευτικώς ότι, την 2αν ώραν της πρωίας θα ανεκοινούτο εις τους Μεράρχους η διαταγή της προελάσεως. Και περί την 3ην ώραν της πρωίας, εισελθών εις άμαξαν, διηυθύνθην εις τον Τύρναβον. 

Καθ' όλον το διάστημα της μεταβάσεώς μου, συνήντων μακράς και ατελευτήτους σειράς εφοδιοπομπών... Η οδός κατελαμβάνετο υπό παντός είδους ζώων, ίππων, ημιόνων και όνων φορτωμένων με σάκκους άρτου, τυρού, με βαρέλια ελαιών, με βαρέλια πλήρη ύδατος, με κιβώτια φυσιγγίων, με παντοειδή εφόδια. Εν μέσω δε αυτών, ποίμνια βοών και προβάτων, καθώς και πλήρων αμαξών. 

Στον Τύρναβον, ο στρατός είχεν ήδη εξυπνήσει και πυρετωδώς προητοιμάζετο διά την προέλασιν. Ζωηροί και εύθυμοι οι άνδρες συνεπλήρουν τον καθαρισμόν του ιματισμού και του οπλισμού των, εδίπλωναν τα αντίσκηνα, και μετ' ολίγον εν αδιαπτώτω ευθυμία έτρωγον το συσσίτιόν των, επαναλαμβάνοντες εν μέσω ακρατήτου ενθουσιασμού την φράσιν, ην είπεν εις λοχαγός του πεζικού και ήτις είχε μεταδοθή ως αστραπή: 

― Η τελευταία κουραμάνα που τρώμε στη Θεσσαλία !
― Διέρχομαι τας γραμμάς των στρατιωτών και μένω έκπληκτος προ του ενθέου ενθουσιασμού όστις κατέχει αυτούς. 
 
Η συγκίνησίς μου κορυφούται και δάκρυα χαράς αναβλύζουσιν εκ των οφθαλμών μου, εκ της πεποιθήσεως ήτις γεννάται παρ' εμοί, ότι αδύνατον τοιούτος στρατός να μη νικήση. Προχωρώ, και παρά την είσοδον παλαιού οικοδομήματος προχείρως επισκευασθέντος, διακρίνω υψηλόν κοντόν, και επ' αυτού ανεμίζον το σήμα του Αρχηγού, το οποίον επέπρωτο, μετά είκοσι μόλις ημέρας να εισέλθη θριαμβευτικόν εις την πρωτεύουσαν της Μακεδονίας... Συναντώ τον Μέραρχον της Α' Μεραρχίας κύριον Μανουσογιαννάκην, όστις μου λέγει: 

― Τους βλέπεις τους άνδρας αυτούς; Ή θα φθάσωσιν νικηφόροι εις Θεσσαλονίκην ή ουδείς εξ αυτών θα επανίδη την πατρίδα του. Δεν το λέγω αυτό ως αρχηγός των, αλλ' ως διερμηνεύς πιστός των αισθημάτων των».
 
 
Διάταγμα Επιστρατεύσεως 

Γεώργιος Α’ Βασιλεύς των Ελλήνων

Προτάσει του Υμετέρου Υπουργικού Συμβουλίου και έχοντες υπόψιν το άρθρο 35 του νόμου ΓΦΝΣΤ περί του Οργανισμού του Στρατού, απεφασίσαμεν και διατάσομεν

Άρθρον 1ον

Τίθεμεν εις επιστράτευσιν τον εν ειρήνη Στρατόν.

Άρθρον 2ον

Καλούμεν υπό τα όπλα:

1ον Τους διαθεσίμους των απογραφών του 1910 και 1911.

2ον Πάντας τας κλάσεις της εφεδρείας του ενεργού Στρατού πλην των διατελούντων εν αναβολή κατατάξι ως και των απαλλαγέντων των κλάσεων 1900, 1901, 1902, 1910 και 1911.

3ον Εκ της Εθνοφρουράς τους επιλοχίας και λοχίας του πεζικού, των ευζώνων και του πυροβολικού πασών των κλάσεων, μόνιν δε τους δεκανείς των κλάσεων 1896, 1897, 1898 και 1899 των αυτών όπλων.

4ον Τους οπλίτας των κλάσεων της Εθνοφρουράς 1896, 1897, 1898 και 1899 των διαμερισμάτων 1ου 2ου 3ου 7ου και 8ου παραρτήματος, πλην των κριθέντων ικανών δια τας βοηθητικάς υπηρεσίας του Στρατού.

Εις τον Ημέτερον επί των Στρατιωτικών Υπουργόν, ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος Διατάγματος.

Αθήνησι τη 16 Σεπτεμβρίου 1912 
 
Εν ονόματι του Βασιλέως 
Ο Αντιβασιλεύς 
Κωνσταντίνος Διάδοχος 
 
Το υπουργικόν Συμβούλιο
                       Ο Πρόεδρος                                                                          Τα μέλη 
                       Ε. Βενιζέλος                                       (υπογραφές των μελώνΥπουργικού Συμβουλίου)

 
Κατάσταση στις Παραμονές του Πολέμου

Από το καλοκαίρι του 1912 ο κίνδυνος πολεμικής ανάφλεξης στα Βαλκάνια φαίνονταν κάτι παραπάνω από υπαρκτός, ιδιαίτερα από μέρους της Βουλγαρίας και του Μαυροβουνίου, που είχαν συνάψει ήδη συμφωνία κοινής επιθέσεως εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος είχε υπολογίσει την έναρξη του πολέμου την άνοιξη του 1913, έβλεπε όμως το χρόνο να πιέζει ασφυκτικά. Επιχείρησε να ολοκληρώσει το πλέγμα των Βαλκανικών συμμαχιών της Ελλάδας, συνάπτοντας συμφωνίες από κοινού επίθεσης με Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο. Η συμφωνίες αυτές υπογράφτηκαν στις 22 Σεπτεμβρίου 1912.

Διπλωματική Προετοιμασία

Για τον Βενιζέλο ήταν ολοφάνερο ότι η παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία θα οδηγούνταν σε διαμελισμό. Για την Ελληνική εξωτερική πολιτική η ιδέα να επαναληφθεί το σφάλμα που οδήγησε στην ήττα του 1897, μιας αντιμετώπισης της Τουρκίας χωρίς συμμάχους ήταν αδιανόητη. Η Ελλάδα για να εξασφαλίσει μια θέση στον Βαλκανικό συνασπισμό έπρεπε να πείσει τους εν δυνάμει συμμάχους ότι:
  • Θα προσέφερε σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα που θα την καθιστούσε απαραίτητη στην συμμαχία.
  • Θα επεδείκνυε διάθεση για συμβιβασμό προκειμένου να ξεπεραστούν δυσεπίλυτα προβλήματα.
Από το φθινόπωρο του 1911, μέχρι τις παραμονές του πολέμου, όλα τα Βαλκανικά κράτη: Βουλγαρία, Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο επιδόθηκαν σε Μαραθώνιο μυστικών διαπραγματεύσεων, που κατέληξαν σε μία σειρά από διμερείς συνθήκες και στρατιωτικές συμβάσεις. Αυτό το πλέγμα διμερών σχέσεων ονομάστηκε «Βαλκανικός Συνασπισμός».

Οι διαπραγματεύσεις και τα κείμενα των συνθηκών που κατέληξαν χαρακτηρίστηκαν από απόλυτη μυστικότητα. Στην Ελλάδα εκτός από τον Βενιζέλο και τον Βασιλιά Γεώργιο ελάχιστοι γνώριζαν την ύπαρξη και την πορεία των διαπραγματεύσεων. Ο ίδιος ο Βενιζέλος όταν διαπραγματευόταν με τον Βούλγαρο πρωθυπουργό, δεν γνώριζε το κείμενο της Σερβο-Βουλγαρικής συνθήκης. Πολύ περισσότερο, πλήρη άγνοια είχαν οι Μεγάλες Δυνάμεις με την εξαίρεση της Ρωσίας, η οποία υποστήριξε την Σερβο-Βουλγαρική προσέγγιση.

Στρατιωτική Προπαρασκευή

Κατ΄ αρχήν κύριος μοχλός της στρατιωτικής προπαρασκευής, ήταν το αποτέλεσμα του Ελληνο-Τουρκικού πολέμου του 1897 εκ της μελέτης του οποίου τα συμπεράσματα που εξήχθησαν οδήγησαν την τότε στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της Ελλάδας στην αναδιοργάνωση των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, αλλά και στην επαύξηση της εκπαίδευσης με παράλληλο εκσυγχρονισμό των διατιθέμενων μέσων. 

Ένας δεύτερος μοχλός υπήρξε ο συνεχιζόμενος Μακεδονικός Αγώνας, τρίτος επίσης μοχλός ήταν το Κρητικό Ζήτημα. Πέραν όμως αυτών τα διάφορα παράλληλα γεγονότα που συνέβαιναν τότε στα Βαλκάνια, δεν άφηναν καμία αμφιβολία πως τα σύννεφα ενός γενικευμένου πολέμου δεν θ΄ αργούσαν να φανούν. Και βεβαίως η Ελλάδα δεν μπορούσε να αγνοήσει και τους Ελληνογενείς πληθυσμούς της Μακεδονίας που υπέφεραν κυρίως από τις Βουλγαρικές βαρβαρότητες.


Το 1900 επί κυβέρνησης Γ. Θεοτόκη, που ανέλαβε το 1899, συστήθηκε η «Γενική Διοίκηση Στρατού» υπό τον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο το 1904 εγκρίνεται και ψηφίζεται ο νέος οργανισμός του στρατού. Σύμφωνα με αυτόν ο Ελληνικός στρατός συγκροτείται από τρεις Μεραρχίες. Παράλληλα δημιουργείται το «Ταμείο Εθνικής Αμύνης» από τους πόρους του οποίου παραγγέλθηκαν 60.000 τυφέκια Μάνλιχερ. 

Η συνολική δύναμη του Ελληνικού "εν ενεργεία" στρατού ανέρχονταν μέχρι τότε σε 18.000 άνδρες από τους οποίους οι 8.000 ήταν αποσπασμένοι σε Βασιλική Χωροφυλακή, μεταβατικά αποσπάσματα, φρουρές φυλακών, Τελωνοφυλακή, ακόμη και Αγροφυλακή. Η υπόλοιπη στρατιωτική δύναμη ήταν κατανεμημένη σε διάφορες πόλεις της χώρας, σε τέτοια διασπορά όμως, που ήταν αδύνατη η εκπαίδευση των μονάδων.

Το 1906 και συνέχεια της ίδιας κυβέρνηση, μετά τη βελτίωση των δημοσίων οικονομικών, λήφθηκαν και τα πρώτα σοβαρά μέτρα στρατιωτικής ανασυγκρότησης τα οποία και εξακολούθησαν να επιταχύνονται κατά τη διάρκεια της μακράς θητείας της κυβέρνησης Θεοτόκη. Το Ταμείο Εθνικής Αμύνης με μια σειρά διαταγμάτων προικοδοτήθηκε με νέους πόρους έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η παραγγελία άλλων 40.000 ακόμη τυφεκίων Μάνλιχερ που παραλήφθηκαν το ίδιο έτος, ενώ συνάφθηκε δάνειο 20.000.000 δρχ. που διατέθηκε στο παραπάνω Ταμείο για παραγγελίες υλικού επιστράτευσης και κατασκευή αποθηκών. 

Το ύψος εκείνων των παραγγελιών καθώς και των ετών 1907, 1908, και 1909 (επί Θεοτόκη) ανήλθε στο συνολικό ποσό των 77.000.000 δρχ. Έτσι το 1909 όταν μετά τη παραίτηση του Γ. Θεοτόκη ανέλαβε ο Δ. Ράλλης ο Ελληνικός στρατός είχε παραλάβει συνολικά: 100.000 Τυφέκια Μάνλιχερ, 7.000 Αραβίδες Μάνλιχερ, 10 Πυροβολαρχίες ταχυβόλων, 36.000.000 Φυσίγγια νέου τυφεκίου, όπως και υλικό επιστράτευσης για δύναμη τριών μεραρχιών και κάποια δευτερεύοντα είδη που δεν είχαν ακόμη παραληφθεί.

Ο Ελληνικός Στρατός το 1912

Ο Στρατός Θεσσαλίας στον οποίο συγκεντρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων αποτελούνταν από: 
  • 1ης έως 7ης Μεραρχίες, 
  • 20 Συντάγματα Πεζικού, 
  • 1 Σύνταγμα Κρητών, 
  • 1 Τάγμα Ευζώνων, 
  • 3 Τάγματα Εθνοφρουράς, 
  • 1 Ταξιαρχία Ιππικού Πυροβολικού 
  • 4 Συντάγματα Πεδινού Πυροβολικού 
  • 2 Μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού. 
Επίσης το Μηχανικό αποτελούνταν από:
  • 2 Συντάγματα Σκαπανέων, 
  • 1 Τάγμα Γεφυροποιών και 
  • 2 Λόχους Τηλεγραφητών
  • 4 Αεροσκάφη.
Ο Στρατός Ηπείρου, που ο ρόλος του θα ήταν δευτερεύων, αποτελούνταν από την 
  • 8η Μεραρχία, 
  • 1 Σύνταγμα Πεζικού, 
  • 4 Τάγματα Ευζώνων, 
  • 1 Τάγμα Εθνοφρουράς, 
  • 1 Ίλη Ιππικού, 
  • 1 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού
  • 1 Ορειβατικού Πυροβολικού και 
  • 1 Τοπομαχικού Πυροβολικού. 
  • 1 Λόχο Μηχανικού.

Ο Ελληνικός Στόλος το 1912

Εκτός όμως των παραπάνω προμηθειών και κατασκευών αποθηκών κ.λπ. η κυβέρνηση Θεοτόκη προώθησε τη βελτίωση του Ελληνικού στόλου. Δέκα χρόνια πριν ο Ελληνικός στόλος απαρτιζόταν από απαρχαιωμένα σκάφη, με εξαίρεση τα θωρηκτά που αποκτήθηκαν το 1890 και τα τορπιλοβόλα που είχε αγοράσει η Κυβέρνηση του Τρικούπη. 

Έτσι το 1900 ιδρύθηκε και το "Ταμείο Εθνικού Στόλου" το οποίο και ενισχύθηκε με 2.500.000 φράγκα που κληροδότησε ο Γεώργιος Αβέρωφ ενώ κατ΄ έτος αντλούσε επίσης 925.000 δραχμές από κονδύλια του προϋπολογισμού. Τον Νοέμβριο του 1908 ξεκινά η παραγγελία του θωρηκτού καταδρομικού κλάσης "Πίζα", που ονομάσθηκε "Γ. ΑΒΕΡΩΦ" και κατέπλευσε μόλις το 1911. Επίσης τότε, την ίδια περίοδο (1906) και για πρώτη φορά ξεκίνησε η σύντονη εκπαίδευση του στρατού. 

Ο Θεοτόκης με μια αποφασιστική ενέργεια κατάργησε όλες εκείνες τις αποσπάσεις των αξιωματικών του στρατού σε άλλες υπηρεσίες, αστυνομία, αποσπάσματα, φύλαξη λιμένων κ.λπ. απελευθερώνοντας χρηματικούς πόρους. Έτσι το 1907 ξεκινά η εκπαίδευση του στρατού καθώς και των έφεδρων τεσσάρων προηγουμένων κλάσεων. Το 1908 εκπαιδεύονται όλες οι κλάσεις από 1900 μέχρι και 1908. Το δε 1909 συνεχίσθηκε η συμπληρωματική εκπαίδευση τριών κλάσεων 1902, 1904 και 1906.

Στόλος Αιγαίου:
  • Θωρηκτά: 4 (Αβέρωφ, Σπέτσαι,Ψαρά, Ύδρα)
  • Αντιτορπιλλικά: 10[1] (Βέλος, Σφενδόνη, Λόγχη, Νίκη, Ναυκρατούσα, Δόκα, Νέα Γενεά, Ασπίς, Θύελλα, Κεραυνός)
  • Ανιχνευτικά: 4 (Λέων, Πάνθηρ, Αετός, Ιέραξ)
  • Τορπιλλοβόλα: 5 (11, 12, 14, 15, 16)
  • Υποβρύχια: 1 (Δελφίν)
  • Υδροπλάνα: 1
  • Οπλιταγωγά: 1 (Σφακτηρία)
  • Ναρκοθετικά: 1 (Άρης)
  • Ανεφοδιαστικά: 1 (Κανάρης)
Μοίρα Ιονίου:
  • Ατμοβάριδες: 2 (Άκτιον, Αμβρακία)
  • Ατμομυοδρόμωνες: 4 (Αλφειός, Αχελώος, Πηνειός, Ευρώτας)
  • Κανονιοφόροι: 3 (Α, Β, Δ)
Μοίρα Ευδρόμων:
  • Επίτακτα εξοπλισμένα:
  • Εμπορικά: 5 (Εσπερία, Μυκάλη,Μακεδονία, Αθήναι, Αρκαδία)
  • Βοηθητικά: 3 (Αιγιαλεία, Μονεμβασία, Ναυπλία)
Χωρίς αυτή τη προπαρασκευή όπως σημειώνουν σύγχρονοι στρατιωτικοί αναλυτές η Ελλάδα θα ήταν αδύνατον να βρεθεί έτοιμη στις ραγδαίες εκείνες εξελίξεις παρόλο τον πυρετώδη αγώνα που κατέβαλε στη συνέχεια ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος του 1909 και η κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου μεταξύ των ετών 1909 - 1912 με ακόμη επιτάχυνση της εκπαίδευσης και του εξοπλισμού του Ελληνικού στρατού. 

Σημειώνεται επίσης ότι και η Οθωμανική Αυτοκρατορία βλέποντας μάλλον θορυβημένη την αύξηση της Ελληνικής ναυτικής δύναμης παρήγγειλε το 1910 δύο Γερμανικά καταδρομικά. Η ναυτική όμως υπεροχή και υπεροπλία της Ελλάδας ήταν ήδη δεδομένη έναντι της χαώδους κατάστασης που επικρατούσε στον Τουρκικό στόλο που ήταν αμφίβολος ακόμη και ο απόπλους του λόγω ακριβώς της παντελούς έλλειψης ναυτικής εκπαίδευσης.


(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ: ΜΕΡΟΣ Β' - ΜΕΡΟΣ Γ' - ΜΕΡΟΣ Δ'

ΔΕΣ




Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ (1913)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου