Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

Οικονομία & Πόλεμος



Οικονομία και πόλεμος, γεωπολιτική και κλίμα.

Ένας παγκόσμιος πόλεμος ή ένας πόλεμος ενάντια στο φυσικό μας περιβάλλον δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της αναζήτησης της απόλυτης εξουσίας.

Το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα που εξακολουθεί και σήμερα να κυριαρχεί στον πλανήτη είναι μια εξελιγμένη, γενικευμένη, διευρυμένη και παγκοσμιοποιημένη μορφή εκείνου που επικρατούσε στον δυτικό καπιταλισμό κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, και που βασιζόταν σε τελική ανάλυση στο laissez faire και στα νεοκλασικά οικονομικά δόγματα.

Η προηγούμενη μορφή αυτού του είδους καπιταλισμού ήταν που προκάλεσε τις δύο μεγάλες οικονομικές κρίσεις (1873 και 1929), τους δύο παγκόσμιους πολέμους, τη Ρωσική Επανάσταση και την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία. Δεν πρέπει να εκπλήσσει επομένως ότι η κυριαρχία του ίδιου, διευρυμένου και παγκοσμιοποιημένου μοντέλου, ιδίως μετά το 1980 και το 1990, έχει ήδη προκαλέσει την παγκόσμια οικονομική κρίση στο περιβάλλον της οποίας ζούμε μετά το 2008. Ούτε ότι μας έχει φέρει στα πρόθυρα ενός παγκόσμιου πολέμου που θα είχε ήδη ξεκινήσει, αν δεν υπήρχαν τα πυρηνικά όπλα.

Αυτό το μοντέλο επιταχύνει επίσης την πορεία μας προς ένα κλιματικό και ευρύτερα περιβαλλοντικό ολοκαύτωμα. Στο τέλος τέλος, μια τέτοια τροπή των πραγμάτων είναι απολύτως φυσιολογική, στον βαθμό που η βασική αξία που διέπει τη «νεοκλασική» και τη «νεοφιλελεύθερη» οικονομία είναι ο «ανεμπόδιστος» ανταγωνισμός -και στην πραγματικότητα ο θανάσιμος αγώνας, όλων εναντίον όλων.

Ένας παγκόσμιος πόλεμος ή ένας πόλεμος ενάντια στο φυσικό μας περιβάλλον δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της αναζήτησης της απόλυτης εξουσίας (κυριαρχίας) και μιας πάντα επιταχυνόμενης -με κάθε μέσο- συσσώρευσης του Κεφαλαίου, που χαρακτηρίζει τη θεμελιώδη λειτουργία του κοινωνικού συστήματος. Εδώ συναντιούνται η οικονομία, η γεωπολιτική, η οικολογία και ο πολιτισμός.

1980-90: Ο θρίαμβος του νεοφιλελευθερισμού και του νεοσυντηρητισμού.

Μετά τη νίκη επί του Ναζισμού, το 1945, δημιουργήθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο οι συνθήκες που επέτρεψαν και επέβαλαν την επανεπιβεβαίωση και διεύρυνση των αρχών του New Deal στις ΗΠΑ, την εγκαθίδρυση ενός σοσιαλδημοκρατικού συμβιβασμού μεταξύ Εργασίας και Κεφαλαίου στην Ευρώπη και την ανάδυση πιο ανεξάρτητων καθεστώτων στην Κίνα και σε πολλές πρώην αποικίες. Σημαντικά στοιχεία σχεδιασμού εισέδυσαν στην οικονομική πολιτική των δυτικών κρατών, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Αυτή η μεταπολεμική ισορροπία και τα κοινωνικά κεκτημένα της αμφισβητήθηκε με την αντεπίθεση του Μεγάλου Κεφαλαίου, με αιχμή τους Νεοφιλελεύθερους υπό την ηγεσία του Ρόναλντ Ρέιγκαν και της Μάργκαρετ Θάτσερ μετά το 1980, ενώ είχε αμφισβητηθεί προηγουμένως και στον παγκόσμιο Νότο (τρίτο κόσμο) με την νέο-αποικιοκρατία. Τη δεκαετία του 1980 βλέπουμε να επιβάλλεται ένα νέο οικονομικό μοντέλο, το οποίο κωδικοποιείται στη συναίνεση της Ουάσιγκτον.

Η κατάρρευση, αν όχι η αυτοκτονία του σοβιετικού γραφειοκρατικού καθεστώτος μεταξύ 1989 και 1991, προς μια ριζοσπαστική νεοκαπιταλιστική, νεοφιλελεύθερη και «κλεπτοκρατική» κατεύθυνση, αποτελεί παγκόσμιο θρίαμβο του νέου κυρίαρχου παραδείγματος. Βασικοί διεθνείς θεσμοί όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ και ο ΠΟΕ μεταρρυθμίζονται σύμφωνα με το νέο οικονομικό μοντέλο. Όλοι οι περιορισμοί στη δράση του χρηματιστικού κεφαλαίου, που επιβλήθηκαν μετά την κρίση του 1929, καταργούνται. Η Ευρώπη υιοθετεί τη Συνθήκη του Μάαστριχ, με την οποία ο νεοφιλελευθερισμός αναγνωρίζεται ως βασική συνταγματική αρχή του νέου ευρωπαϊκού sui generis «υπερκράτους».

Η Συνθήκη αυτή επισημοποιεί επίσης την απόλυτη εξουσία του ΝΑΤΟ επί της εξωτερικής και στρατιωτικής πολιτικής της Ε.Ε.. Η άνοδος των Νεοσυντηρητικών, η κατάρρευση ολόκληρης της διεθνούς δομής του ελέγχου των εξοπλισμών, η συνεχής επέκταση του ΝΑΤΟ και οι πόλεμοι στη Γιουγκοσλαβία και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή δεν είναι παρά το γεωπολιτικό επακόλουθο αυτής της μαζικής μετατόπισης του συσχετισμού δύναμης και μεταξύ Κεφαλαίου και Εργασίας, και μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχούμενων υπό εκμετάλλευση εθνών.

Όπως ήδη είπαμε και όπως μας διδάσκει το ιστορικό παρελθόν, πρέπει σε τελική ανάλυση να αναζητήσουμε στον θρίαμβο αυτού του μοντέλου τον βαθύτερο λόγο για τον οποίο βρισκόμαστε και πάλι στα πρόθυρα ενός Τρίτου, του τελευταίου αν συμβεί, Παγκόσμιου Πολέμου. Μια οικονομική και κοινωνική οργάνωση βασισμένη στον πόλεμο εναντίον όλων σε όλα τα επίπεδα, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει και στους πολέμους μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, ή στους πολέμους σήμερα του «αυτοκρατορικού κέντρου» εναντίον όλων των άλλων.

Η ενσωμάτωση του πρώην «σοσιαλιστικού» μπλοκ στον παγκόσμιο καπιταλισμό υπήρξε η στιγμή του θριάμβου για το νέο μοντέλο και το θεμέλιο για τη διεκδίκηση μιας παγκόσμιας κυριαρχίας του Χρηματιστικού Κεφαλαίου και της «συλλογικής Δύσης», ενός «μονοπολικού» συστήματος, αν και, ευθύς εξ αρχής, τρεις σημαντικές εξαιρέσεις στην εικόνα, η σημασία των οποίων έχει γίνει σήμερα προφανής:

Πρώτον, η Ρωσία διατήρησε εν μέρει ορισμένους από τους μηχανισμούς και τα μέσα ανεξαρτησίας του σοβιετικού κράτους, που γεννήθηκε από μια αντικαπιταλιστική, σοσιαλιστική επανάσταση και, μαζί με αυτούς, ένα πυρηνικό οπλοστάσιο που εξασφαλίζει στρατηγική ισοτιμία με τις ΗΠΑ.

Δεύτερον, στην Κίνα, παρά την εκτεταμένη χρήση ξένων κεφαλαίων και τις πολύ μεγάλες παραχωρήσεις στον καπιταλισμό, το καθεστώς διατήρησε το βαθμό ανεξαρτησίας που κληρονόμησε από την επανάσταση του 1949. Η Κίνα παραμένει μια μη καπιταλιστική χώρα με μια σχεδιασμένη οικονομία, αν και δεν κατευθύνεται με διοικητικές αλλά με μεθόδους της αγοράς και αρνείται να υποκύψει στην οικονομική παγκοσμιοποίηση, δηλαδή στην παγκόσμια δύναμη της διεθνούς οικονομίας.

Τρίτον, οι μαζικές στρατιωτικές επεμβάσεις της Δύσης στην ευρύτερη Μέση Ανατολή μετέτρεψαν ένα μεγάλο μέρος της σε ζώνη ερειπίων, αλλά δεν μπόρεσαν ούτε να καταστείλουν τις δυνάμεις αντίστασης στην περιοχή, ούτε να την εντάξουν κάπως ομαλά στην περιφέρεια της Δύσης.

H κρίση του μονοπολικού, μετα-ψυχροπολεμικού κόσμου.

Σήμερα, σχεδόν μισό αιώνα μετά τους θριάμβους του Ρέιγκαν και της Θάτσερ, περισσότερα από τριάντα χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την ίδρυση της Ε.Ε., το κυρίαρχο παγκόσμιο οικονομικό μοντέλο δεν έχει επιτύχει κανέναν από τους βασικούς στόχους που είχε θέσει και οι θεωρητικοί του πίστευαν ότι θα επιτευχθούν λόγω της απρόσκοπτης εφαρμογής του. Αντιθέτως, έχει επιδεινώσει μια σειρά από σοβαρά προβλήματα και κρίσεις, ορισμένες από τις οποίες απειλούν ακόμη και την ίδια την επιβίωση της ανθρωπότητας και μας έχει φέρει στα πρόθυρα ενός νέου Παγκόσμιου Πολέμου:

Ο δυτικός καπιταλισμός έχει εισέλθει σε μια μόνιμη και βαθιά οικονομική κρίση από το 2008, κάτι που δεν είχε προβλεφθεί από το μοντέλο. Τα κράτη επέστρεψαν για να αναλάβουν κρίσιμους ρόλους προκειμένου να διασώσουν, να ρυθμίσουν και να «καθοδηγήσουν» τις «αγορές». Η κρίση προκάλεσε εκτεταμένη κοινωνική καταστροφή, ακόμη και την καταστροφή της οικονομίας ολόκληρων κρατών (όπως στην Ελλάδα, τον αποδιοπομπαίο τράγο της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους) και κρατά υπό τεράστια πίεση ό,τι έχει απομείνει από τη δημοκρατία και τα έθνη-κράτη στη Δύση, για παράδειγμα στη Γαλλία.

Το κυρίαρχο σύστημα δεν άφησε τις αγορές να κάνουν τη δουλειά τους, δηλαδή να χρεοκοπήσουν τις τράπεζες, καθώς έλεγαν ότι ήταν «πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν». Αντί να χρεοκοπούν οι τράπεζες, τώρα χρεοκοπούν ολόκληρα κράτη και κοινωνίες.

Το παρόν μοντέλο βασίζεται στη δυνατότητα «δίκαιου και απρόσκοπτου οικονομικού ανταγωνισμού» μεταξύ πολλαπλών οικονομικών φορέων. Αλλά ποτέ στην ιστορία δεν είχαμε μια τόσο τεράστια διεθνή συγκέντρωση κεφαλαίου σε περιορισμένες μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές δομές, με τον έναν μετά τον άλλο, μεγάλους και ζωτικούς οικονομικούς τομείς, όπως τα τρόφιμα, τα φάρμακα, την πληροφόρηση, την ενέργεια κ.λπ. να υποκύπτουν στον ολιγοπωλιακό έλεγχο, υπό τη γενική αιγίδα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.

Το μοντέλο βασίζεται στην υπόθεση ότι η «παγκόσμια αγορά» είναι ακέφαλη, δεν έχει ηγέτη που να αποφασίζει, πολύ περισσότερο δεν έχει «δικτάτορα» που να μπορεί να παραβιάζει τους νόμους της. Αλλά ήδη ο ρόλος του δολαρίου, το σύστημα SWIFT, ο έλεγχος του διαδικτύου από μια χούφτα μεγάλων εταιρειών, ο ρόλος των ιδιωτικών οίκων αξιολόγησης κ.λπ. σε συνδυασμό με τον συγκεντρωτισμό του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και την αρπαγή διαδικασιών που παραδοσιακά ανήκαν στην εξουσία των κρατών (όπως η έμμεση αρπαγή του προνομίου της παραγωγής χρήματος μέσω της βιομηχανίας παραγώγων) διαψεύδουν αυτή την εικόνα.

Σήμερα, το Μεγάλο Παγκόσμιο Χρηματοπιστωτικό Κεφάλαιο ενεργεί όπως κάποτε το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΣΕ, παραβιάζοντας ακόμα και τον ίδιο το νόμο της αξίας. Σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επιβάλει κυρώσεις σε δεκάδες χώρες παγκοσμίως, ενώ δηλώνουν ανοιχτά ότι μια κατάσταση όπου η Κίνα, ενώ παίζει με τους κανόνες του συστήματος, μπορεί να γίνει μια δύναμη οικονομικά ισχυρότερη από την Αμερική, είναι εντελώς απαράδεκτη γιατί δεν ανταποκρίνεται στις πολιτικές τους αντιλήψεις. Κάτι που παρεμπιπτόντως δεν απαιτήθηκε ποτέ όταν το κράτος αυτό έγινε δεκτό ως μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Η Δύση διακηρύσσει διαρκώς την υποστήριξή της σε μια «διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες», αλλά είναι η ίδια που παραβιάζει διαρκώς αυτούς τους κανόνες.

Το κυρίαρχο μοντέλο υποτίθεται ότι διασφαλίζει, μέσω των μηχανισμών της αγοράς και του ανταγωνισμού, τη συνεχή αύξηση της παραγωγικότητας και, τελικά, τη δίκαιη κατανομή της, «ανεβάζοντας» τα πιο καθυστερημένα κοινωνικά στρώματα και χώρες. Στην πραγματικότητα, όμως, γινόμαστε μάρτυρες μιας έκρηξης των ανισοτήτων τόσο μεταξύ των κρατών όσο και εντός των κρατών, ενώ η δομή των παραγόμενων προϊόντων τείνει να περιλαμβάνει όλο και περισσότερο αντικοινωνικά και αντι-οικολογικά προϊόντα. Αντί να πάμε στην καντιανή «αιώνια ειρήνη» και στο «τέλος της ιστορίας» που προβλέπουν οι θεωρητικοί αυτής της σχολής, πήγαμε στη γενίκευση όλο και πιο επικίνδυνων πολέμων, αλλά και στη γενίκευση μιας διαλυτικής ανασφάλειας των πολιτών και ολόκληρων χωρών σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας παλεύει κάτω από ένα τεράστιο Χρέος, ενώ ένας μικρός αριθμός εταιρειών και ατόμων έχει συσσωρεύσει ένα μυθικό μέρος του παγκόσμιου πλούτου, απειλώντας να υποδουλώσει όλη την ανθρωπότητα, αν δεν υπάρξει ένα αποφασιστικό εμπόδιο στην εξουσία τους. Προς το παρόν, μετά την ταχεία υποχώρηση του Εργατικού Κινήματος στη Δύση, μόνο η πολυπολικότητα μπορεί να αποτελέσει την αναγκαία, αν και όχι ικανή, συνθήκη για την αποφυγή μιας τέτοιας υποδούλωσης όλων των ανθρώπων.

Εκεί που το σύστημα των «ελεύθερων και κυρίαρχων αγορών» φαίνεται εντελώς ανίκανο, είναι η αντιμετώπιση ζωτικών προβλημάτων, ακόμη και προβλημάτων επιβίωσης της ανθρωπότητας, ιδίως καθώς ξεπερνάμε τα φυσικά όρια του πλανήτη, αντιμετωπίζουμε μια γενικευμένη μόλυνση του περιβάλλοντος, κλιματική κρίση, τον έλεγχο της πληροφορίας και της διακίνησής της από μια χούφτα ιδιωτικές εταιρείες, την ανάπτυξη πολύ επικίνδυνων και κοινωνικά ανεξέλεγκτων τεχνολογιών, όπως η βιοτεχνολογία, η τεχνητή νοημοσύνη, η βιοχημεία, η νευροεπιστήμη και πολλές άλλες τεχνολογίες που είναι ικανές να προκαλέσουν την καταστροφή του ανθρώπινου είδους ή να αποτελέσουν τη βάση για μια ολοκληρωτική «κοινωνία».

Το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα προωθεί, αντικειμενικά και υποκειμενικά, με την ίδια τη λειτουργία του και παντού, τοπικές ελίτ που υπονομεύουν τις προσπάθειες κάποιων εθνών ή και περιοχών για μεγαλύτερη κυριαρχία και ανεξαρτησία.

Αυτοί είναι μερικοί από τους λόγους για τους οποίους είναι επείγον να αντικατασταθεί η Συναίνεση της Ουάσιγκτον από ένα άλλο οικονομικό σύστημα, σε εθνική, περιφερειακή και παγκόσμια κλίμακα. Αν η επιδίωξη της πολυπολικότητας είναι η αναγκαία, μόνο η σταδιακή δημιουργία μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής, κοινωνικής και οικολογικής τάξης είναι η επαρκής προϋπόθεση για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων απειλών για τον ανθρώπινο πολιτισμό και την ίδια την ύπαρξή μας. Αλλά πάνω σε ποιες αρχές μπορεί και πρέπει να θεμελιωθεί μια τέτοια εναλλακτική στο σημερινό μοντέλο λύση;

Ποια η εναλλακτική στο σημερινό οικονομικό μοντέλο;

Ποιο εναλλακτικό οικονομικό σύστημα θα μπορούσε να αντικαταστήσει το υπάρχον, ποιο πρέπει να είναι το σύστημα που θα έπρεπε να επιδιώξουν να επιβάλλουν οι δυνάμεις που είναι αντίθετες στο γεωπολιτικό «μονοπολισμό» και τον «υπέρ-νεοφιλελευθερισμό»;

Υπό το πρίσμα των μεγάλων και ποικίλων προβλημάτων του σοβιετικού και όλων των υπερσυγκεντρωτικών οικονομικών και πολιτικών μοντέλων, κανείς δεν μπορεί, φυσικά, να αρνηθεί τη χρησιμότητα των μηχανισμών της αγοράς, τουλάχιστον για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, τόσο για οικονομικούς όσο και για ψυχολογικούς και πολιτιστικούς λόγους. Ωστόσο, η λειτουργία της αγοράς πρέπει να περιορίζεται από την ύπαρξη του σχεδίου, όπου η «αγορά» θα επιτρέπεται να λειτουργεί στο βαθμό που συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά, ταυτόχρονα, θα «διορθώνεται» και θα «περιορίζεται» από την ύπαρξη ενός γενικού εθνικού, περιφερειακού και παγκόσμιου σχεδίου, το οποίο θα δίνει προτεραιότητα στην επίτευξη των βασικών κοινωνικών αναγκών, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, καθώς και στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, χωρίς την οποία, στο στάδιο που έχουν φτάσει οι παραγωγικές δυνάμεις και η τεχνολογία του ανθρώπου, δεν έχει νόημα καμία συζήτηση.

Αν δεν υπάρχει ανθρωπότητα, δεν έχει νόημα να συζητάμε για την οικονομία ή την πολιτική. Επομένως, οι αγορές και το προωθητικό τους καύσιμο, το κέρδος και η αέναη συσσώρευση κεφαλαίου, πρέπει να παυθούν από τον ρόλο του κυρίαρχου, που έχουν τώρα και να περιοριστούν σε αυτόν του υπό όρους και περιορισμένους υποστηρικτή της ανθρωπότητας στο δύσκολο και επικίνδυνο δρόμο που έχουμε μπροστά μας.

Η «διόρθωση» μπορεί να γίνει κατά προτίμηση και με τη χρήση οικονομικών εργαλείων. Τα διοικητικά μέτρα θα πρέπει να αποφεύγονται στο μέτρο του δυνατού. Για παράδειγμα, η Κίνα πειραματίζεται ήδη με ορισμούς του ΑΕΠ που περιλαμβάνουν το φυσικό κεφάλαιο που δαπανάται ή δημιουργείται από ένα προϊόν ή μια επένδυση. Στην πραγματικότητα, όταν ένα αεροπλάνο μεταφέρει π.χ. σαλάτες από τη Χιλή στη Νορβηγία, κανείς δεν λαμβάνει υπόψη τη ζημιά που προκαλείται στη στρατόσφαιρα της Γης κατά τον υπολογισμό του κόστους και των τιμών.

Παρεμπιπτόντως, υπάρχουν, φυσικά, όλο και περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες που εκθέτουν τα οικοσυστήματα στον κίνδυνο μη αναστρέψιμων αλλαγών. Όταν ο κίνδυνος από μια δραστηριότητα έχει πολύ μικρές πιθανότητες να εμφανιστεί, αλλά τεράστιο κόστος όταν συμβεί, η «αναμενόμενη ζημιά» τείνει στο άπειρο. Τέτοιες δραστηριότητες πρέπει να καταργηθούν σταδιακά.

Η ιδιωτική ιδιοκτησία πολύ μεγάλων παραγωγικών δυνάμεων δεν μπορεί να επιτραπεί. Είναι απαράδεκτο μια χούφτα ανθρώπων/επιχειρήσεων να μπορεί να ελέγχει κρίσιμες παραγωγικές δυνάμεις ή τεχνολογίες αιχμής, όπως είναι, για παράδειγμα αυτές που αφορούν το DNA και τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, την κατασκευή ιών, τη διακίνηση πληροφοριών στο διαδίκτυο, τα κυβερνο-όπλα, τις μεγάλες ροές ενέργειας και χρήματος, την τεχνητή νοημοσύνη και πολλές άλλες οικονομικές ή τεχνολογικές δραστηριότητες, ή να μπορεί να επηρεάζει αποφασιστικά τις κατευθύνσεις της ανθρώπινης διατροφής, της εκπαίδευσης και της ιατρικής, ή να ελέγχει μονοπωλιακά ή ολιγοπωλιακά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (Τύπος, τηλεόραση, διαδίκτυο).

Ο κρατικός ή κοινωνικός έλεγχος δεν αρκεί, διότι οι ιδιοκτήτες αυτών των εξουσιών αποκτούν τόσο δυσανάλογη δύναμη που υπερισχύουν, όπως έχει δείξει η εμπειρία, έναντι κάθε ρύθμισης. Η ιδιοκτησία σε αυτούς τους τομείς πρέπει να περάσει στα χέρια των κρατών και των κοινωνιών και, στο μέτρο του δυνατού, προοπτικά, να ελέγχεται διεθνώς.

Αλλά και η ίδια η διοίκηση πρέπει να απομακρυνθεί από το κλασικό μοντέλο του κρατικού ελέγχου, το οποίο δημιουργεί μια τάξη μάνατζερ που λειτουργούν τελικά για το δικό τους και όχι για το κοινωνικό όφελος. Εξάλλου, η αποτελεσματικότητα -ακόμη και στο καθαρά οικονομικό επίπεδο- του κλασικού αυστηρού κρατικού ελέγχου έχει αποδειχθεί ότι είναι περιορισμένη τόσο από τη σοβιετική εμπειρία όσο και από την εμπειρία των κρατικών τομέων των καπιταλιστικών κρατών και των πρώην αποικιών.

Για να γίνουν αυτά, είναι απαραίτητη η ταυτόχρονη εφαρμογή μεθόδων αυτοδιαχείρισης και κοινωνικού ελέγχου, ώστε να λαμβάνονται υπόψη τα γενικά συμφέροντα της κοινωνίας στο σύνολό της και όχι μόνο των εργαζομένων σε μια παραγωγική μονάδα ή βιομηχανία. Η διαχείριση των νέων παραγωγικών δυνάμεων και τεχνολογιών από ένα υπερσυγκεντρωτικό σύστημα δεν είναι, μακροπρόθεσμα, ούτε δυνατή ούτε επιθυμητή. Αυτό που απαιτούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα και αυτό που θα κάνει την αντιμετώπισή τους μακροπρόθεσμα αποτελεσματικότερη, είναι μια συνολική αύξηση του επιπέδου της διάχυτης στην κοινωνία νοημοσύνης, με ανθρώπους που να είναι όλο και περισσότερο συνειδητοποιημένοι και επίσης υπεύθυνοι -και για να είναι συνειδητοποιημένοι και υπεύθυνοι πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στη λήψη αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα.

Είναι επίσης προφανές ότι χρειαζόμαστε τον σταδιακό εκδημοκρατισμό του διεθνούς νομισματικού συστήματος, ίσως με την καθιέρωση περιφερειακών νομισματικών μέσων, αλλά και με τη δημιουργία ενός συστήματος διεθνών ανταλλαγών που θα προσπαθήσει να ανατρέψει τον νόμο της «άνισης ανταλλαγής», όπως τον διατύπωσε ο Αργύρης Εμμανουήλ, λαμβάνοντας υπόψη τόσο την ανάγκη ανύψωσης του επιπέδου των φτωχότερων εθνών όσο και τα οικολογικά προβλήματα.

Είναι σημαντικό να θυμηθούμε στο σημείο αυτό ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν, σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ένας οργανισμός που οργάνωσε τη μεταφορά πλεονασμάτων από τις πλουσιότερες στις φτωχότερες περιοχές, μια ιδέα που ο Μέιναρντ Κέινς, με διαφορετικούς όρους, είχε υποστηρίξει για τη λειτουργία του διεθνούς οικονομικού συστήματος, επιρρίπτοντας ευθύνες και στα μόνιμα πλεονάσματα. Κατά τη ρύθμιση των διεθνών οικονομικών ανταλλαγών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη αντιμετώπισης των ανισοτήτων σε παγκόσμιο επίπεδο και η ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος που καθιστά δυνατή τη ζωή και τον πολιτισμό.

Φυσικά μπορείτε να μου πείτε σε αυτό το σημείο, όπως είπε ο Φάουστ: Δείξε μου τον σκοπό, αλλά δείξε μου και τον δρόμο. Δεν μπορούμε στα πλαίσια ενός άρθρου να αναφερθούμε έστω και περιγραφικά σε ένα τόσο σοβαρό και περίπλοκο ζήτημα. Αλλά είναι επίσης αδύνατο να περιγραφεί λεπτομερώς μια τέτοια πορεία, δεν υπάρχει κανένας προκατασκευασμένος δρόμος για μετάβαση από την προϊστορία στην ιστορία.

Είμαστε ακόμα πολύ μακριά από το να μπορέσουμε να εφαρμόσουμε αυτές τις ιδέες σε παγκόσμια κλίμακα. Επί του παρόντος, και δεδομένων των πολιτικών και κοινωνικών τάσεων που επικρατούν σήμερα στη Δύση, ένα αναγκαίο μεταβατικό στάδιο πρέπει να περιλαμβάνει τον αγώνα για έναν πολυπολικό κόσμο και την προσπάθεια να σχηματιστούν ανεξάρτητες περιφερειακές ενώσεις, για παράδειγμα στη Λατινική Αμερική ή την Αφρική, με ιδιαίτερη έμφαση στον αγώνα κατά των ανισοτήτων και στην εισαγωγή στοιχείων αυτοδιαχείρισης όπου είναι δυνατό. Αυτό θα βοηθούσε να διαμορφωθεί και μια εναλλακτική, μια γενναία ριζοσπαστική τάση στην ίδια τη Δύση, χωρίς την έγκαιρη εμφάνιση της οποίας αυξάνονται σημαντικά οι πιθανότητες μιας παγκόσμιας οικολογικής ή πυρηνικής καταστροφής.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου