Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2023

Το αρχαιοελληνικό χοιρινό ΑΚΡΟΚΩΛΙΟΝ, που έγινε… «Ιταλικό προσιούτο»

Ο Ιπποκράτης (5ος αιώνας π.Χ.) θεωρούσε ότι το χοιρινό «παρέχει την περισσότερη ενέργεια στον οργανισμό και είναι το πιο εύπεπτο».[1]

Η κωλῆν[2] / κωλέα (αἱ κωλῆνες) / κωλία / κωλῆ / κῶλον > ἀκροκώλιον (= άκρα σώματος), σημαίνει στα ελληνικά το οστούν του μηρού[3], μαζί με την σάρκα (μπούτι), ο γλουτός. Λέγεται δε ιδίως, για ύα / χοίρο (> χοιρομέρι[4]) / γουρούνι – και δη δέλφακα[5] - βόδι[6] και ελάφι[7] – βλ. Αριστοφ.[8], Ξεν. «Κωλὴν λεκτέον: οὐχὶ ἀκροκώλιον, οὐδὲ κωλεόν· οὕτως Ἀριστοφάνης» (Λεξ. Φωτίου).

Επίσης, σημαίνει και:

- το σκέλος («κωλῆνες νεβρῶν»),

- το ανδρικό μόριο,

αλλά και

- «ἀγκαλίς, δέσμη χόρτου».

Υποκοριστικό το «κωληνάριον».

Το χοιρομέρι ήταν «ἱερώσυνο», δηλ. μερίδιο ιέρειας, κατά την θυσία.

Στην αρχαία Ελλάδα, υπήρχαν:

- τα «ακροκώλια τα τακερά» (παστωμένο στο αλάτι στο ψύχος)

και

- τα «δίεφθα» (= διπλοψημένα).

Τα συνόδευαν με άκρατο οίνο, στα συμπόσια.

Ο δε Ηρακλής αρνείτο τους βολβούς, και έτρωγε τρία τέτοια μπούτια ψημένο χοιρομέρι στην καθησιά του, πριν συναντήσει την λαθρα-αγαπημένη του Ιόλη, του Ευρύτου (του Μελανέα και της Στρατονίκης), βασιλιά Οιχαλίας και ονοματοδότη των Ευρυτάνων, απόγονου του Απόλλωνος…[9]

Στην Αττική υπήρχε ακρωτήριον που ελέγετο Κωλιάς άκρα, επειδή ομοίαζε με κώλο ανθρώπου[10] («ἐκκείμενος, ὅμοιος ἀνθρώπου κώλωι» και στο οποίο υπήρχε ιερον της θεάς Αφροδίτης, ναυκληρία και Δήμητρος ιερόν πολύστυλο, γύρω από το οποίο κατοικούσαν οι Κωλιεῖς («γένος Ἰθαγενῶν, ὅπερ ἐκ τῆς Κωλιάδος»).[11] Δυστυχώς η άκρα Κωλιάς με τον χρόνο έγινε… «ακρωτήριο… Κόλιας» και ακόμη χειρότερα… Άγιος Κοσμάς, η γνωστή περιοχή αθλητικών εγκαταστάσεων του Αλίμου…

Ιδία για την κωλήνα βλ. Αθηναίου «Δειπνοσοφισταί» (Σύνοψις), βιβλία α,β,γ,θ,ι΄.

Σήμερα το γνωρίζουμε ως… προσιούτο, και ότι είναι «ιταλικό αλλαντικό από χοιρομέρι»… Με προστατευόμενη ονομασία… Πιο γνωστό της Ιταλίας, όπως επιβίωσε από τον πολιτισμό των Ετρούσκων Ελλήνων της Πάρμας[12]… Πρόκειται για το… «ιταλικό ζαμπόν», που παρασκευάζεται από «αλατισμένο χορινό κρέας» (από θαλασσινό ή ορυκτό αλάτι)[13] και από γουρούνια που εκτρέφονται ειδικώς με φρούτα και καλαμπόκι! Αλλά παρασκευάζεται σε όλην την Ανατολική Αδριατική (Μαυροβούνιο, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Σλοβενία [14], Σερβία και Κροατία[15]).

Αλλά και στην Ελλάδα, ιδία στον Προυσό Ευρυτανίας – βλ. Ορεινό Αλλαντοποιείο Στρεμμένου.

Προτείνω, λοιπόν, να καθιερώσει η Ελλάς μια νέα προστατευόμενη ονομασία – προϊόν ΠΟΠ – το ΑΚΡΟΚΩΛΙΟΝ και να κατοχυρώσει έτσι πνευματικά και υλικά της δικαιώματα, ανά τον κόσμο, που προκύπτουν από αρχαίες γραπτές πηγές…

ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης "Το λεξικό των παραδόσεων των λαών του κόσμου" (απόσπ). ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.8.2022.
----------------------
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

- Ευρ. απ. 678). Ιππ. 1227Β. Αριστ. π. τα Ζ. Ιστ. 3.7,7, Pr.935b38. Σχολ. εις Αριστοφ. Πλ. 1129. Hp. Victus 3.75. Φερεκρ. 108.14. Telcel. 48, Ar. Fr. 4, Αρχιπ. 11, Αντιφ. 126, Αλεξ. 118, Ευβ.7.
---------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Βλ. Ol. Sculati « crudo è sana energia», στην εφημ. Repubblica, 30.6.1995, σελ. 13.

[2] Το επίθημα -ήν, -ῆνος, απαντά σε ονομασίες μελών του σώματος (σωλήν, κλπ.).

[3] Και παρακάτω, η κνήμη ελέγετο κώληπα, ἰγνύα, γαστροκνημία.

[4] «κωλὴν ὑείων κρειῶν» = χοιρομέρι.

[5] δέλφαξ = νεαρό γουρούνι, γουρουνάκι, χοιρίδιο (Ηρόδ.).

[6] βοὸς λειπογνώμονος κωλῆν (Λουκ. «Λεξιφάνης»).

[7] κωλῆν ἐρίφου σκέλος (Ξενοφ. «Κυνηγ.»).

[8] «οἴμοι δὲ κωλῆς ἥν ἐγὼ κατήσθιον» (Αριστοφ.).

[9] «θερμότερον ἢ κραυρότερον ἢ μέσως ἔχον, τοῦτ᾽ ἔσθ᾽ ἑκάστῳ μεῖζον ἢ Τροίαν ἑλεῖν. κἀγὼ γὰρ οὐ καυλοῖσιν οὐδὲ σιλφίῳ οὐδ᾽ ἱεροσύλοις καὶ πικραῖς παροψίσι βολβοῖς τ᾽ ἐμαυτὸν χορτάσων ἐλήλυθα. ἃ δ᾽ εἴς τ᾽ ἐδωδὴν πρῶτα καὶ ῥώμης ἀκμὴν καὶ πρὸς ὑγίειαν, πάντα ταῦτ᾽ ἐδαινύμην, κρέας βόειον ἑφθὸν ἀσόλοικον μέγα, ἀκροκώλιόν τε γεννικόν, ὀπτὰ(*) δέλφακος ἁλίπαστα τρία» (Ευβούλου «Αμαλθεία», II 166 K).

[10] Πολλά ελληνικά τοπωνύμια φέρουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά: όρος Κνημίς, Φαλακρό, Μαγούλα, κλπ.

[11] Αρ. Λυσ. 2.

[12] Αλλά και των Εμίλια-Ρομάνια (= Αιμιλία Ρωμαίων / Ετρούσκων / Ελλήνων), Σαν Ντανιέλε, Φρίουλι - Βενέτσια Τζούλια, Carso, Carpegna, Casaletto, Castelnuovo, cinta senese, Cormons, Cuneo, Faeto, Faleria, Modena, Montagnana, Monte, Nebrodi, Norcia, Pietraroja, Toscano, Pratomagno, Veneto Berico-Euganeo, Sardo, Sauris, Jambon de Bosses, Trevico, Venticano, Villagrande Strisaili.

[13] Σε διάφορες παραλλαγές περιέχει και διάφορα μπαχαρικά (πιπέρι, σκόρδο, κλπ.).

[14] ιδία στο οροπέδιο Καρστ και την κοιλάδα Βιτάνα.

[15] Δαλματία, νησί Κύρικον - νυν παραφρασμένα... Κρκ - και Ίστρια.

(*) Σήμερα στην Κρήτη, ακόμη έτσι το λένε: οφτό.

1 σχόλιο :

  1. ΜΕ ΛΙΓΟΤΕΡΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΙΣΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ , Η' ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΕΙΛΙΚΡΙΝΗΣ ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΙΑ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΟΙ ΠΕΡΙΤΜΗΜΕΝΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΑΣ ΘΑ ΕΙΧΑΝ ΚΑΤΩΧΥΡΩΣΕΙ ΤΗΝ ΠΑΤΕΝΤΑ ΟΝΟΜΑΣΙΑΣ ΑΝ ΤΟΥΣ ΕΝΔΙΕΦΕΡΕ

    ΑπάντησηΔιαγραφή