Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2023

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός 4. Από τα Κούναξα στη Χαιρώνεια

4.3. Κάθε πόλη αποτελείται από οικογένειες

Η πόλη είναι ένα πλήθος από οικογένειες και γη και ιδιόκτητες περιουσίες που παρέχει αυτάρκεια για την καλή ζωή.


Έτσι συνόψιζε ένας συγγραφέας του ύστερου 4ου αιώνα την κυρίαρχη πολιτική άποψη των αρχαίων Ελλήνων. Και διευκρίνιζε: «μέρη του οίκου είναι οι άνθρωποι και τα αποκτήματα». Οἰκονομία -κυριολεκτικά η διευθέτηση (νομή) του οἴκου- σήμαινε την επιστήμη της ορθής διαχείρισης του νοικοκυριού. Στην αρχαιότητα οἶκος ήταν το σύνολο των έμβιων και άψυχων όντων που συναπάρτιζαν μια οικογένεια και την περιουσία της. Αυτός ήταν ο βασικός πυρήνας της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Στην περιουσία περιλαμβάνονταν όχι μόνο το σπίτι (οἰκία), τα έπιπλα, τα καλλιεργημένα κτήματα και τα ζωντανά, αλλά επίσης οι οικόσιτοι δούλοι. Όλα αυτά υπήρχαν προς χάριν της καλής ζωής των ελεύθερων μελών. Ελεύθερα μέλη του οίκου ήταν οι σύζυγοι και τα τέκνα - και όποιος παππούς ή γιαγιά τυχόν ζούσε μαζί τους. Αδιαμφισβήτητος όμως αρχηγός της οικογένειας ήταν ο άνδρας-πατέρας, που ονομαζόταν κύριος (σε σχέση με όλα τα μέλη) και δεσπότης (σε σχέση ειδικά με τους δούλους).

Η χρηστή διαχείριση του οίκου απαιτούσε καταμερισμό των εργασιών μεταξύ των συζύγων, επίβλεψη των τέκνων και εποπτεία του υπόδουλου υπηρετικού προσωπικού. Απαιτούσε, επίσης, την καθημερινή συντήρηση όλων των μελών με τροφή και την προστασία τους κάτω από μια στέγη.

Γενικά, η διαφοροποίηση των ρόλων ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα σε μια αρχαιοελληνική οικογένεια ήταν μεγάλη. Αντικατοπτριζόταν μάλιστα στην ίδια την αρχιτεκτονική του σπιτιού. Τα δωμάτια της συζύγου και των λοιπών γυναικών (γυναικωνῖτις), όπου έμεναν και τα παιδιά κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, ήταν διαχωρισμένα από τους χώρους των ανδρών (τον ἀνδρῶνα), εκεί όπου μπορούσε ο κύριος του οίκου να δέχεται τους φίλους του και να οργανώνει συμπόσια. Η γυναίκα ήταν υπεύθυνη για όσα συνέβαιναν μέσα στο σπίτι και ο άνδρας πρωτοστατούσε στις εξωτερικές εργασίες. Αυτός εκπροσωπούσε την οικογένεια στην κοινωνία: έκανε τις αναγκαίες οικονομικές συναλλαγές, παρουσιαζόταν στο δικαστήριο και την Εκκλησία του Δήμου, καλλιεργούσε τα κτήματα, προμηθευόταν σκεύη και εργαλεία, έφερνε τις πρώτες ύλες της τροφής και της ένδυσης. Η γυναίκα ήταν αρμόδια για την παρασκευή του φαγητού (σιτίον, δηλαδή ξηρά τροφή) και των ρούχων. Το άλεσμα των δημητριακών και το ζύμωμα του -συχνότατα κριθαρένιου- ψωμιού, το μαγείρεμα της όποιας συνοδείας του (ὄψον, δηλαδή ό,τι τρώγεται μαζί με το ψωμί), η ύφανση χιτώνων και κλινοσκεπασμάτων στον αργαλειό, το συγύρισμα και η καθαριότητα του σπιτιού και η ανατροφή των παιδιών μέχρι την ηλικία των επτά ετών ήταν δικές της ευθύνες, που τις διεκπεραίωνε είτε με τη βοήθεια δούλων είτε μόνη της.

Στις σχετικά εύπορες οικογένειες, όπου ένας αριθμός δούλων αρκούσε για το μεγαλύτερο μέρος των χειρωνακτικών εργασιών, η πιο έμπιστη δούλη αναλάμβανε τον ρόλο της οικονόμου. Ονομαζόταν ταμία. Αυτή είχε την επιστασία των υπόλοιπων δούλων που έμεναν στο σπίτι, των οἰκετῶν -άλλοι ακολουθούσαν τον άνδρα στα κτήματα ή έμεναν μόνιμα εκεί- και αυτή φρόντιζε για την αποθήκευση και συντήρηση των προϊόντων στους χώρους της οικίας. Επιτηρήτρια της οικονόμου ήταν η σύζυγος. Αντίστοιχα, ο άνδρας μπορούσε να ορίσει κάποιον ἐπίτροπον ως επιστάτη των δούλων στα κτήματα.

Τα αγαθά έρχονται στο σπίτι, κατά κύριο λόγο, από του άντρα τις πράξεις, ενώ τα περισσότερα καταναλώνονται με τις μετρημένες ενέργειες της γυναίκας, γράφει ο Ξενοφών στον Οἰκονομικόν του, το πρώτο σωζόμενο σύγγραμμα οικιακής οικονομίας.

Την έντονη διαφοροποίηση των ρόλων ανάμεσα στα φύλα ενδυνάμωνε η πεποίθηση ότι η κυριότερη κοινωνική λειτουργία της γυναίκας είναι η τεκνοποιία, ότι στον γάμο βρίσκει η ίδια την ολοκλήρωσή της και ότι η φύση την έχει φτιάξει έτσι, ώστε να προτιμά τον κλειστό και προφυλαγμένο χώρο του σπιτιού από την εκτεθειμένη σε κίνδυνους υπαίθρια χώρα. Ό,τι ήταν ο πόλεμος και η προετοιμασία του για τον άνδρα, ήταν για τη γυναίκα η εγκυμοσύνη, η γέννα και η ανατροφή των παιδιών. Ειδικά ο τοκετός, με τους σοβαρούς κινδύνους που περιλάμβανε λόγω της περιορισμένης τεχνικής γνώσης και της άγνωστης ακόμη καισαρικής τομής, αντιμετωπιζόταν ως το πεδίο όπου οι γυναίκες δίνουν τις δικές τους σπουδαίες μάχες. Ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό εγκύων πέθαινε κατά τη γέννα, ιδιαίτερα εξαιτίας της κακής θέσης του εμβρύου στη μήτρα. Στη Σπάρτη, αναγράφονταν στους τάφους μόνο τα ονόματα αυτών των γυναικών, όπως ακριβώς επιτρεπόταν η αναγραφή του ονόματος μόνο για όσους οπλίτες σκοτώθηκαν στη μάχη. Ο λεγόμενος «όμορφος θάνατος» των Σπαρτιατών πολεμιστών είχε το αντίστοιχό του στις βίαιες ωδίνες της γέννας. Οι φυσιολογικοί θάνατοι των υπολοίπων δεν είχαν τίποτε ένδοξο για να είναι άξιοι μνήμης.

Αναμφίβολα η σωματική άσκηση των κοριτσιών και το γεγονός ότι τεκνοποιούσαν σε μεγαλύτερη ηλικία μείωνε στη Σπάρτη τις περιπτώσεις θανάτου κατά τον τοκετό. Αλλά στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού κόσμου, όπου η δημόσια γύμνωση και εκγύμναση ελεύθερων γυναικών ήταν αδιανόητη, τα αδύνατα σώματα αρκετών νεαρών συζύγων δεν άντεχαν τη δοκιμασία της γέννας. Η βοήθεια που μπορούσε να παράσχει μια έμπειρη μαία δεν ήταν πάντοτε αρκετή.

Στις περισσότερες πόλεις της Ελλάδας το δέρμα μιας ευυπόληπτης γυναίκας έπρεπε να είναι λευκό από τη σκιατραφία. Το ίδιο χαρακτηριστικό στον άνδρα ήταν δείγμα επονείδιστης θηλυπρέπειας και απολιτικής βαρβαρότητας. Στα αγγεία και στα επιζωγραφισμένα αγάλματα, η χρωματική διάκριση ήταν ιδιαίτερα τονισμένη: κατάλευκες οι γυναίκες (όπως και οι κάθε λογής βάρβαροι), μαυρισμένοι από την έκθεση στον μεσογειακό ήλιο οι άνδρες (και οι μεγάλοι ήρωες του παρελθόντος).

Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς θεώρησαν τον άνδρα και τη γυναίκα ως συμπληρωματικά αντίθετα, η σωστή εναρμόνιση των οποίων παράγει οικογενειακή σταθερότητα και πολιτική ισορροπία. Ο διαχωρισμός των σφαιρών δράσης για τα δύο φύλα υπήρξε σαφέστατος: το μέσα, το κλειστό, το περιορισμένο, προστατευμένο και ιδιωτικό ήταν ο χώρος του θηλυκού, ενώ το έξω, το ανοιχτό, το υπαίθριο, δημόσιο και εντέλει πολιτικό ήταν ο χώρος του αρσενικού.

Φυσικά η αντίθεση αυτή δεν ίσχυε πλήρως στην πραγματικότητα. Το ιδανικό της ελεύθερης γυναίκας που δεν βγαίνει από το σπίτι της παρά μόνο για να μετάσχει σε κάποια ιερά πανήγυρη ή εορτή μπορούσε να εφαρμόζεται μόνο στα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας. Οι πολλές άλλες γυναίκες, είτε πολίτιδες είτε μέτοικοι, ήταν αναγκασμένες να βοηθούν τους συζύγους τους στις αγροτικές και λοιπές εργασίες και να πωλούν διάφορα προϊόντα (λουλούδια, μέλι, οπωροκηπευτικά, άνθινα στεφάνια, κορδέλες) στη δημόσια αγορά. Οι γυναίκες αυτές υπολείπονταν από το πρότυπο της λευκής ομορφιάς, αλλά, αν πιστέψουμε τον Αριστοφάνη, δεν αισθάνονταν ιδιαίτερα μειονεκτικά. Από την άλλη μεριά, οι αστές των καλών οικογενειών, που μπορούσαν πράγματι να ανταποκρίνονται στο ιδανικό της κοινωνίας τους, είχαν τις μεγαλύτερες πιθανότητες να εκλέγονται ιέρειες και να πρωτοστατούν στις θρησκευτικές τελετές των θηλυκών θεοτήτων.

Μετά την κριτική αποτίμηση της ιστορικής πραγματικότητας από τους σοφιστές, το ζήτημα της φύσεως τέθηκε με μεγαλύτερη οξύτητα. Κάποιοι είχαν αρνηθεί να δεχτούν ότι όλες οι παραπάνω διαφορές στους κοινωνικούς ρόλους ανδρών και γυναικών ή δούλων και ελευθέρων προέρχονταν από τη φύση. Ορισμένες ήταν το αποτέλεσμα σύμβασης (νόμου) και καταναγκασμού (βίας) - ισχυρίζονταν. Οι εθνογραφικές γνώσεις πολυταξιδεμένων ανθρώπων, όπως του Ηροδότου, μπορούσαν να κλονίσουν την εδραιωμένη πεποίθηση για τη φυσικότητα των ελληνικών θεσμών. Μέσα στον ίδιο τον ελληνικό χώρο υπήρχε επίσης το αντιπαράδειγμα της Σπάρτης: κορίτσια που χαίρονταν τον ήλιο και την άσκηση με μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων από οπουδήποτε αλλού. Ακόμη και αν οι γυναίκες ήταν, όπως κάποιοι άρχιζαν τώρα να πιστεύουν, ικανές για πολύ περισσότερα επιτεύγματα από όσα η πόλη συνήθως απαιτούσε από αυτές, η ίδια η βιολογική διαφοροποίηση των φύλων υποδείκνυε διαφορετικές λειτουργίες και, κατά συνέπεια, διακριτές αρετές. Η φυσική ανομοιότητα απέκλειε κάθε λόγο για κοινωνική εξομοίωση ή ισότητα:

Νομίζω ότι οι θεοί, γυναίκα μου, δημιούργησαν με περίσκεψη μεγάλη αυτό το ζεύγος που αποκαλούμε θηλυκό και αρσενικό, για να επωφελείται στον μέγιστο βαθμό από τη συνύπαρξη. Και εξηγούμαι. Τα φύλα υπάρχουν για να δίνουν απογόνους και να μην εκλείπει το είδος. Επίσης, ο άντρας και η γυναίκα αποκτούν με τον τρόπο αυτό μέλη ικανά για να τους φροντίσουν στα γεράματα. Μάλιστα, επειδή η ζωή των ανθρώπων δεν είναι, όπως των άλλων ζώων, στο ύπαιθρο αλλά χρειάζεται στέγη, ο θεός, νομίζω, έφτιαξε ευθύς εξαρχής τη φύση της γυναίκας κατάλληλη για τα εσωτερικά έργα, ενώ του άντρα για τα εξωτερικά. Με άλλα λόγια, ο θεός διευθέτησε έτσι το σώμα και την ψυχή του άντρα ώστε να αντέχει τα κρύα και τις ζέστες και τις πεζοπορίες και τις εκστρατείες και του ανέθεσε αυτές τις υπαίθριες δραστηριότητες, ενώ στη γυναίκα έδωσε ασθενέστερο σώμα, της επέβαλε τις εσωτερικές δουλειές και της χάρισε μεγαλύτερη στοργή και αγάπη για τα βρέφη και περισσότερο φόβο. Στον άντρα, αντίθετα, έδωσε ο θεός μεγαλύτερο θάρρος, επειδή γνώριζε ότι όποιος είναι υπεύθυνος για τα εξωτερικά έργα θα χρειαστεί να υπερασπιστεί το δίκιο του απέναντι σε αυτόν που τον αδικεί.

Με αυτά τα λόγια παρουσιάζει ο Ξενοφών έναν χρηστό Αθηναίο πολίτη να διαπαιδαγωγεί τη νεαρή σύζυγό του.

Τη φαινομενική ή ουσιαστική υποταγή της γυναίκας στον άνδρα της, που αποτελούσε το ιδανικό όλων των αρχαίων πόλεων, βοηθούσε η σημαντική διαφορά ηλικίας ανάμεσα στους συζύγους. Ιδανικά, ο γαμπρός ήταν τριάντα ετών και η νύφη δεκαπέντε, αλλά τα χρόνια που τους χώριζαν στην πραγματικότητα μπορούσαν να είναι πολύ περισσότερα. Ο ίδιος ο γάμος δεν ήταν παρά μια υπόθεση ανδρών. Ο επίδοξος σύζυγος ζητούσε από τον πατέρα της μελλόνυμφης την κόρη του, όταν αυτή βρισκόταν σε προεφηβική ηλικία. Οι δύο άνδρες συμφωνούσαν με μια αμοιβαία υπόσχεση (ἐγγύην) που επικυρωνόταν, όταν πλησίαζε η κόρη σε γόνιμη ηλικία, με την εγκατάστασή της στο σπίτι του συζύγου. Η εγκατάσταση ονομαζόταν συνοίκησις.

Οι παράγοντες που κυρίως καθόριζαν τον γάμο ήταν ο πλούτος και η κοινωνική θέση των δύο οικογενειών. Η ομορφιά του νεαρού κοριτσιού, όπως και οι συνθήκες ανατροφής του, είχαν οπωσδήποτε σημασία, αλλά δεν αποτελούσαν κυρίαρχο κριτήριο στην επιλογή. Σε μια ελεύθερη αγορά προσφοράς και ζήτησης οι δυνατότητες απότομης κοινωνικής ανόδου μέσω του γάμου ήταν μάλλον περιορισμένες και η ταξική συμβατότητα πρακτικά είχε τον πρώτο λόγο στη σύναψη της συμφωνίας. Ωστόσο, μαρτυρούνται μεμονωμένες περιπτώσεις ταξικά ασύμβατων γάμων, ιδίως όταν η νύφη παντρευόταν για δεύτερη φορά, λόγω διαζυγίου ή θανάτου του πρώτου συζύγου της.

Ο πατέρας της νύφης είχε την υποχρέωση να δώσει στην κόρη του προίκα. Συνήθως δίνονταν κινητά αγαθά (σκεύη, ρούχα, έπιπλα κτλ.), αλλά η προίκα μπορούσε να περιλαμβάνει και γη. Ο άνδρας αναλάμβανε την υποχρέωση να συντηρεί τη σύζυγό του και να συνευρίσκεται μαζί της για την απόκτηση νόμιμων τέκνων. Η διατήρηση της γενιάς και του ονόματος της οικογένειας, η μεταβίβαση της περιουσίας σε άρρενα τέκνα και η φροντίδα κατά τη γεροντική ηλικία από νόμιμα παιδιά ήταν οι κύριοι στόχοι του γάμου. Η ερωτική ζωή των καλῶν κἀγαθῶν, όπως αρέσκονταν να αυτοαποκαλούνται οι εύποροι και μορφωμένοι πολίτες, δεν περιοριζόταν στον οίκο. Εκτός από τους δούλους, υπήρχαν επίσης εταίρες, παλλακίδες και κοινές πόρνες. Βεβαίως, οι θρυλικές αντιδράσεις της Κλυταιμνήστρας και της «βάρβαρης» Μήδειας στις προκλητικές συμπεριφορές των συζύγων τους υπενθύμιζαν ότι υπήρχαν όρια τα οποία δεν ήταν συνετό να παραβιάζονται. Μέχρι και ο πανίσχυρος Δίας προσπαθούσε να προφυλαχθεί από την οργή της απατημένης Ήρας.

Η τελετή του γάμου διαρκούσε τρεις μέρες και ήταν ιδιωτική υπόθεση των δύο οικογενειών. Την πρώτη μέρα η νύφη αφιέρωνε τα παιδικά παιχνίδια της στην Άρτεμη, την παρθένα θεότητα των δασών. Από εδώ και στο εξής θα εγκατέλειπε οριστικά την άγρια θεά, μαζί με την παρθενία, για να βρεθεί κάτω από την προστασία της Ήρας Τελείας, θεάς του γάμου, της Εστίας, που προστάτευε την οικογενειακή φωτιά, και της Δήμητρας, που χάριζε γονιμότητα. Μόνο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και στους θηριώδεις πόνους του τοκετού θα ξανάβρισκε η παντρεμένη γυναίκα τη θεά της παιδικής της ηλικίας (που ονομαζόταν τώρα Άρτεμις Λοχία), μαζί με την Ειλείθυια, προστάτιδα των ωδίνων. Τη δεύτερη μέρα, ύστερα από το γαμήλιο γεύμα που παρέθετε ο πατέρας της νύφης στο σπίτι του, οδηγούσαν την κοπέλα, με το πρόσωπο καλυμμένο με πέπλο, στο σπίτι του γαμπρού και τελούσαν ενώπιόν του τα ἀποκαλυπτήρια. Την επόμενη και τελευταία μέρα της τελετής η νύφη δεχόταν στη νέα της κατοικία τα γαμήλια δώρα συγγενών και φίλων και προετοιμαζόταν για την επόμενη φάση της ζωής της. Ανάλογα με τη θέση του στην κοινωνία και την οικονομική επιφάνειά του, ο πατέρας της νύφης μπορούσε να παραθέσει γαμήλιο τραπέζι στον δῆμον όπου ανήκε.

Η τριήμερη τελετή του γάμου ήταν, εκτός από γιορτή, επίσης μια διαβατήρια τελετή για την ενηλικίωση της νύφης. Η κοπέλα δεν άλλαζε μόνο κύριον και τόπο κατοικίας. Άλλαζε πρωτίστως θέση στην κοινωνία. Από παρθένα και κόρη, που ήταν έως τότε, γινόταν τώρα γυναίκα, και σε λίγους μήνες θα φανέρωνε την ιδιότητα της μητέρας. Η στειρότητα ήταν η μεγαλύτερη μομφή για μια γυναίκα, γιατί σήμαινε αδυναμία να επιτελέσει τον κυριότερο ρόλο που της είχε αναθέσει η φύση και η πόλη.

Η γέννηση, όπως και ο θάνατος, αντιμετωπιζόταν με δέος. Μια έκφραση του σεβασμού απέναντι στην ακατάληπτη δύναμη που φέρνει στο φως νέες υπάρξεις ήταν η θεώρηση του τοκετού και της λοχείας ως φάσεων που προκαλούν μόλυνση - ιδίως σε όσους δεν συμμετέχουν άμεσα στη διαδικασία. Οι άνδρες χρειάζονταν μεγαλύτερη προφύλαξη, διότι ήταν ευκολότερα θύματα της δυναμικής αυτής έξαρσης της ζωής. Η επαφή τους με το νεογέννητο και τη λεχώνα σύζυγο απαιτούσε τελετουργικούς καθαρμούς. Την κλασική περίοδο έγιναν προσπάθειες να διαδοθεί η καινοφανής ιδέα ότι ο άνδρας είναι ο αληθινός γεννήτορας του βρέφους και ότι η γυναίκα παρέχει μόνο τον απαραίτητο τόπο για την ανάπτυξη του ανδρικού σπόρου με τροφή. Όμως η παλαιά (και φυσικότερη) πεποίθηση ότι το νεογνό ανήκει ουσιαστικά στη μητέρα παρέμενε ισχυρή. Η απόσπασή του από αυτή και το καλωσόρισμά του στον ευρύτερο χώρο του οίκου έπρεπε να γίνεται τελετουργικά.

Η ένταξη του νεογέννητου βρέφους στους κόλπους της οικογένειας ήταν μια ιδιωτική υπόθεση, που συνέβαινε με θρησκευτική σοβαρότητα. Την πέμπτη μέρα μετά τη γέννηση, ο πατέρας έτρεχε, με το βρέφος στην αγκαλιά και ίσως γυμνός, γύρω από την εστία του σπιτιού, ζητώντας την ευμένεια των θεών και παρακαλώντας την Εστία, θεά του οίκου, να το δεχτεί. Η μητέρα ήταν παρούσα και ίσως συμμετείχε τρέχοντας και αυτή. Η τελετή ονομαζόταν ἀμφιδρόμια, είχε τη μορφή υιοθεσίας και ήταν παρόμοια με αυτή που τελούσαν για να δεξιωθούν στο σπιτικό έναν νεοαποκτηθέντα δούλο. Το γεγονός σηματοδοτούσε την απόφαση των γονέων να αναθρέψουν το παιδί, αντί να το απορρίψουν εκθέτοντάς το στους δρόμους. Κατόπιν οι συγγενείς έφερναν γενέθλια δώρα. Σε μια άλλη ιδιωτική τελετή, που γινόταν πέντε μέρες μετά, οι γονείς έδιναν όνομα στο ανώνυμο νεογνό. Το πρώτο αγόρι της οικογένειας έπαιρνε κατά κανόνα το όνομα του παππού του. Έτσι έκλεινε ο τριμερής κύκλος φυσικής αναγέννησης (πατέρας-γιος-εγγονός), καθώς είχε αποδειχθεί η γονιμική δύναμη του γιου. Για τα επόμενα επτά χρόνια της ζωής του το παιδί θα συναναστρεφόταν σχεδόν αποκλειστικά γυναίκες: τη μητέρα του, τη βάγια-τροφό (αν υπήρχε) και τις δούλες του σπιτιού.

Στις ιωνικές πόλεις η καταγραφή των αρρένων τέκνων στους καταλόγους της φρατρίας γινόταν μια φορά τον χρόνο, κατά την τρίτη μέρα της εορτής των Απατουρίων (Οκτώβριος-Νοέμβριος). Η μέρα ονομαζόταν κουρεῶτις. Όλα τα μέλη της φρατρίας, σε μια κοινή σύναξη, ανέφεραν στους επικεφαλής (φράτορας) τα νέα μέλη. Ο πατέρας ή ένας εκπρόσωπός του ορκιζόταν ότι το αγόρι ήταν νόμιμο τέκνο που είχε προέλθει από κανονικό γάμο με ελεύθερη πολίτιδα και, αν δεν εκφραζόταν αντίρρηση, το νέο μέλος εγγραφόταν στη φρατρία. Δεν είναι σαφές αν η ίδια διαδικασία ίσχυε για τα κορίτσια.

Όπως είναι αναμενόμενο για κοινότητες παραδοσιακού τύπου, όπου μόνο τα άρρενα τέκνα αποτελούν πλουτοπαραγωγικές μονάδες, ενώ τα κορίτσια απαιτούν προίκα για να παντρευτούν και ζημιώνουν οικονομικά την πατρική περιουσία, η έκθεση των θηλέων βρεφών ήταν ένα αρκετά συνηθισμένο φαινόμενο και αποτελούσε λύση ανάγκης για τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις. Προστατευμένα μέσα σε μια χύτρα, τα εκτεθειμένα βρέφη αφήνονταν στην τύχη τους κοντά στο σπίτι που γεννήθηκαν. Η έκθεσή τους ονομαζόταν χυτρισμός. Αν δεν πέθαιναν επιτόπου, το μέλλον τους καθοριζόταν από τον περαστικό. Μπορούσαν να καταλήξουν υιοθετημένα σε μια άτεκνη οικογένεια, να πουληθούν ως δούλοι ή να βρεθούν τελικά σε κάποιο πορνείο.

Στον χώρο του αγοραίου έρωτα η πλούσια Κόρινθος, με τη μεγάλη εμπορική κίνηση και τους πάμπολλους ξένους ναυτικούς, κρατούσε τα πρωτεία. Αλλά και του Πειραιά η φήμη δεν ήταν ευκαταφρόνητη. Από τις πόρνες, που συνήθως προστατεύονταν από κάποιον μαστροπό και ήταν εγκατεστημένες σε μια από τις κακόφημες και πολυσύχναστες συνοικίες, η πόλη εισέπραττε φόρο. Αν δεν ήταν, όπως συνέβαινε συχνά, δούλες, αλλά ελεύθερες ή απελεύθερες που είχαν μετοικήσει στην Αθήνα, η πόλη εισέπραττε επίσης τον νόμιμο ετήσιο φόρο που πλήρωναν όλοι οι μέτοικοι (μετοίκιον), και που ανερχόταν στις δώδεκα δραχμές για τους άνδρες και στις έξι για τις γυναίκες. (Μισή δραχμή ήταν το χαμηλότερο ημερομίσθιο στην Αθήνα της κλασικής εποχής.) Κανένας περιορισμός δεν επιβαλλόταν στην ελεύθερη αγορά της σωματικής ηδονής, όταν επρόκειτο για δούλους ή ξένους. Αλλά αν κάποιος οδηγούσε στην πορνεία το αρσενικό ή θηλυκό τέκνο μιας οικογένειας ελεύθερων πολιτών, τότε η τιμωρία του ενόχου ήταν βαρύτατη. Η πόλη ενδιαφερόταν, πάνω απ᾽ όλα, για την προστασία των πολιτών της. Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στην περίπτωση της μοιχείας, που ήταν έγκλημα σε όλες τις ελληνικές πόλεις.

Αυστηρά μιλώντας, μοιχεία ήταν η ερωτική συνεύρεση με μια ελεύθερη παντρεμένη γυναίκα. Γενικότερα, όμως, κάθε μορφή γενετήσιας επαφής με την κόρη, μητέρα ή αδελφή ενός πολίτη, ακόμη και σε περίπτωση χηρείας της, αντιμετωπιζόταν με τον ίδιο αυστηρό τρόπο. Στην πραγματικότητα, η πράξη αποτελούσε βαρύτατη προσβολή κατά της τιμής του κυρίου της και εντασσόταν στα εγκλήματα αλαζονείας (ὑβριστικά), όπως ήταν και η χειροδικία προς ελεύθερο πολίτη. Στην Αθήνα, αν ο κύριος έπιανε τον εραστή τη στιγμή της πράξης μέσα στο ίδιο του το σπίτι, είχε το δικαίωμα να τον θανατώσει. Αυτή ήταν μία από τις λίγες περιπτώσεις αυτοδικίας που επέτρεπε, στο πνεύμα της παλαιάς νομοθεσίας του Δράκοντα, η νεότερη του Σόλωνα. Παρόμοια ήταν η εκτέλεση του διαρρήκτη που είχε πιαστεί επ᾽ αυτοφώρω. (Η τιμωρία ενός λωποδύτη που είχε δράσει σε δημόσιο χώρο ήταν ηπιότερη.) Τα εγκλήματα αυτά παραβίαζαν, με τον πλέον κατάφωρο τρόπο, τον ιδιωτικό χώρο των πολιτών. Η αδυναμία, λόγω αμέλειας ή δειλίας, να υποστηρίξει κάποιος αποτελεσματικά τον οίκο του επέφερε τη μείωση της υπόληψής του στα μάτια των συμπολιτών.

Η θανάτωση του μοιχού επιτρεπόταν, μόνο εφόσον ο ίδιος είχε ομολογήσει το έγκλημά του - πράγμα σχεδόν αυτονόητο όταν συλλαμβανόταν επ᾽ αυτοφώρω, δεδομένου ότι ο μόνος αποδεκτός τρόπος να καταπραΰνει τον θυμό του προσβληθέντος συζύγου ήταν να προτείνει αμέσως χρηματική αποζημίωση. Αν η πληγωμένη τιμή του συζύγου δεν έμενε ικανοποιημένη από την πρόταση, ο μοιχός μπορούσε να θανατωθεί επιτόπου. Λίγες τέτοιες θανατώσεις συνέβησαν στην Αθήνα της κλασικής εποχής. Από έναν λόγο του διάσημου ρήτορα Λυσία, που ήταν γιος πλούσιου μέτοικου από τις Συρακούσες, μαθαίνουμε ότι η εφαρμογή της αυτοδικίας μπορούσε κάποτε να οδηγήσει τον αυτουργό στο δικαστήριο με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας. Συνηθέστερη ήταν λοιπόν η παρουσίαση του μοιχού ενώπιον των αρχόντων, οι οποίοι, αν ομολογούσε, τον έδιναν αμέσως στον απατηθέντα σύζυγο για να τον κακοποιήσει όπως ήθελε, χωρίς όμως να χρησιμοποιεί αιχμηρά αντικείμενα. Στις άλλες περιπτώσεις ακολουθούσαν την κανονική διαδικασία της δίκης. Αυτά ίσχυαν στην Αθήνα, για την οποία οι σωζόμενοι δικανικοί λόγοι μάς πληροφορούν καλύτερα. Αλλού, όπως για παράδειγμα στη δωρική Γόρτυνα της Κρήτης, η χρηματική αποζημίωση του προσβληθέντος ήταν το μοναδικό νόμιμο τίμημα, ενώ στη Λοκρίδα ο μοιχός έπρεπε να τιμωρηθεί με τύφλωση.

Η παγιωμένη πεποίθηση ότι η γυναίκα ήταν κατώτερο ον με ενδιάθετη ροπή προς τη φιληδονία έριχνε όλη την ευθύνη για τη μοιχεία στον άνδρα που αποφάσισε να την αποπλανήσει, έχοντας επίγνωση της αδικίας που θα διέπραττε. Οι ελληνικές πόλεις εκτός από τη Σπάρτη αντιμετώπιζαν τις γυναίκες ως διά βίου ανήλικες, παιδιά που έχουν συνεχώς ανάγκη από επίβλεψη. Η τιμωρία ήταν, κατά συνέπεια, ηπιότερη για τη γυναίκα που είχε δεξιωθεί τον παράνομο εραστή. Η συνηθισμένη τιμωρία της ήταν η υποχρεωτική απαγόρευση της συμμετοχής της στις θρησκευτικές εορτές της πόλης και η αποπομπή της από τον οίκο, δηλαδή η διάζευξη. Όποιος πολίτης αρνιόταν να αποπέμψει τη σύζυγο που είχε προσβάλει την τιμή του μπορούσε να τιμωρηθεί ο ίδιος με ἀτιμίαν, δηλαδή με απώλεια των πολιτικών του δικαιωμάτων, ενώ κάθε πολίτης που έβλεπε μοιχαλίδα να παραβαίνει τη θρησκευτική απαγόρευση μπορούσε να επέμβει βίαια. Αιτία των πάντοτε αυστηρών κυρώσεων κατά της μοιχείας ήταν η αγωνία των ανδρών για τη γνησιότητα των τέκνων τους. Η μοιχεία διασάλευε τη θεσπισμένη νομιμότητα.

Από την πλευρά των ανδρών, ο γάμος μπορούσε να διαλυθεί τόσο εύκολα όσο είχε ξεκινήσει. Χωρίς καμία ιδιαίτερη αιτιολόγηση της στάσης του, ο σύζυγος μπορούσε να αποπέμψει τη γυναίκα του, με την υποχρέωση να επιστρέψει την προίκα που είχε λάβει. Αυτή ήταν η συνηθέστερη μορφή διαζυγίου και ονομαζόταν ἔκπεμψις. Αλλά και ο πατέρας της κόρης μπορούσε να ζητήσει πίσω τη θυγατέρα του για τρεις λόγους: αν ο σύζυγος τη μεταχειριζόταν άσχημα, αν έφθειρε αδικαιολόγητα την προίκα της ή αν (συνηθέστερα) ήταν η μοναδική κληρονόμος της πατρικής περιουσίας και η ίδια δεν είχε γιο. Αυτή η περίπτωση διαζυγίου ονομαζόταν ἀφαίρεσις. Δικαίωμα είχε και η ίδια η σύζυγος να εγκαταλείψει τον οίκο της, αφού πρώτα ζητούσε σχετική άδεια από τον επώνυμο άρχοντα. Η διαδικασία ονομαζόταν ἀπόλειψις. Η τελευταία δυνατότητα ήταν η πιο σπάνια και δεν κέρδισε την ανοχή της κοινωνίας. Η ανδρική νομοθεσία, πάντως, την είχε προβλέψει.

Οι οικονομικές προτεραιότητες του αρχαιοελληνικού και ιδιαίτερα του αθηναϊκού γάμου, για τον οποίο είμαστε πολύ καλύτερα πληροφορημένοι, φαίνονται στην περίπτωση της ἐπικλήρου, της μεγαλύτερης κόρης σε οικογένεια χωρίς άρρενα τέκνα. Η επίκληρος ήταν αναγκαστικά η κληρονόμος της πατρικής περιουσίας. Αν κατά τον θάνατο του πατέρα της ήταν ανύπαντρη, είχε την υποχρέωση να παντρευτεί τον πλησιέστερο συγγενή από την πλευρά του πατέρα της, συχνότατα τον θείο της, άλλοτε τον πρώτο εξάδελφό της. Αν ήταν ήδη παντρεμένη αλλά χωρίς αρσενικό παιδί, τότε ο ενδιαφερόμενος συγγενής μπορούσε, με τη διαδικασία της ἀφαιρέσεως, να ζητήσει τη διάζευξή της για να τη νυμφευτεί ο ίδιος. Μόνο εφόσον είχε ήδη αποκτήσει αγόρι διατηρούσε χωρίς αντεκδικήσεις τη συζυγική της κατάσταση. Στην αθηναϊκή νομοθεσία η γυναίκα μπορούσε να λειτουργήσει ως γέφυρα για τη μεταβίβαση της περιουσίας από τον πατέρα της σε κάποιο άλλο αρσενικό μέλος της οικογένειας, αλλά όχι ως ιδιοκτήτρια η ίδια. Η επίκληρος είχε, συνεπώς, πιο περιορισμένες δυνατότητες επιλογής στην προσωπική της ζωή από τις υπόλοιπες ελεύθερες γυναίκες.

Μια πολυσυζητημένη ρήση ενός ρήτορα επιχειρούσε να καθορίσει αυτάρεσκα τη λειτουργία των γυναικών στη ζωή ενός εύπορου πολίτη:

Τις εταίρες τις έχουμε για ξεχωριστές απολαύσεις, τις παλλακίδες για την καθημερινή φροντίδα του σώματός μας και τις συζύγους για να αποκτούμε νόμιμα τέκνα και να διαθέτουμε έμπιστη φύλαξη των σπιτικών μας.

Στο παραπάνω χωρίο, που αποτελεί μέρος ενός δικανικού λόγου, ο συγγραφέας επικαλείται το κοινό αίσθημα. Όλοι θα συμφωνούσαν για τον ρόλο των συζύγων. Οι εταίρες ήταν αρκετά καλλιεργημένες, ειδικά στη μουσική και τον χορό, και οι υπηρεσίες που πρόσφεραν, συνήθως σε πολύ υψηλές τιμές, δεν περιορίζονταν μόνο στη σωματική επαφή. Αλλά για όλους, εκτός από τους εξαιρετικά πλούσιους, μια βραδιά με εταίρες στον ανδρώνα του σπιτιού ενός φίλου αποτελούσε τη σπάνια εξαίρεση και όχι τον κανόνα της ερωτικής ζωής. Τα συμπόσια των εύπορων αστών, στα οποία εμφανίζονταν αυλητρίδες και ορχηστρίδες εταίρες αλλά ποτέ ελεύθερες γυναίκες, διοργανώνονταν για να εορταστεί μια νίκη ή κάποιο άλλο χαρμόσυνο γεγονός και δεν αποτελούσαν καθημερινότητα. Αντίθετα, καθημερινότητα μπορούσε να αποτελέσει η συνοίκηση ενός άνδρα με μια παλλακίδα μέσα στο ίδιο σπίτι όπου ζούσαν η νόμιμη σύζυγος και τα παιδιά του.

Ο αγοραίος έρωτας με πόρνες δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης στις ανώτερες τάξεις, εκτός αν επρόκειτο για μια εξαιρετικά σαγηνευτική εταίρα - και υπήρξαν αρκετές τόσο ονομαστές, ώστε η φήμη τους ξεπέρασε τα όρια της πόλης όπου εργάζονταν. Οι επισκέψεις στους οίκους ανοχής και οι επαφές με κοινές γυναίκες προορίζονταν για τους πολλούς. Άλλωστε κόστιζαν μόνο ένα ή δύο οβολούς. Οι ἄριστοι καταδίκαζαν τον λεγόμενο πάνδημον έρωτα όχι ως ηθικά μεμπτό αλλά ως αισθησιακά ανεπαρκή. Ο έρωτας των πορνείων λειτουργούσε στο επίπεδο της σωματικής εκτόνωσης και δεν μπορούσε να παράσχει ανώτερη ψυχοσωματική εξύψωση. Την πληρέστερη αυτή λειτουργία είχαν επωμιστεί οι εταίρες, που μπορούσαν να μισθωθούν για μια βραδιά, μια ολόκληρη βδομάδα ή έναν μήνα, ή ακόμη και να εξαγοραστούν διά βίου.

Λέγεται ότι η Φρύνη, μια διάσημη εταίρα από τις Θεσπιές που διέμενε στην Αθήνα, στο πλαίσιο της εαρινής προετοιμασίας για την ελευσίνια μύηση μπήκε στη θάλασσα γυμνή. Στο θέαμα του κορμιού της ο Κολοφώνιος Απελλής, ο διασημότερος ζωγράφος της εποχής, εμπνεύστηκε έναν πίνακα με θέμα την αναδυόμενη Αφροδίτη. Ο Αθηναίος Πραξιτέλης, ένας από τους μεγαλύτερους γλύπτες της αρχαιότητας, ήταν εραστής της ίδιας εταίρας και τη χρησιμοποιούσε ως μοντέλο. Φημολογείται, μάλιστα, ότι από αυτή εμπνεύστηκε το άγαλμα της Κνιδίας Αφροδίτης, ένα ονομαστό γλυπτό κατασκευασμένο περίπου το 350, που παρουσίαζε τη θεά γυμνή τη στιγμή του λουτρού της, και το οποίο είναι σήμερα γνωστό χάρη στα πολλά μεταγενέστερα αντίγραφα. Ο Αθηναίος ρήτορας Υπερείδης, για να πετύχει την αθώωση της ίδιας εταίρας από την κατηγορία της εισαγωγής νέων θεοτήτων στην Αθήνα -μια γραφὴν ἀσεβείας που είχε κατατεθεί από προηγούμενο εραστή της- τράβηξε, κατά τη διάρκεια του δικαστικού αγώνα, τον χιτώνα της πελάτισσάς του και έδειξε, ενώπιον του πολυπληθούς δικαστηρίου, το γυμνό στήθος της. Το τέχνασμα επέφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα, και η Φρύνη αθωώθηκε.

Οι ιστορίες αυτές, μεταγενέστερες και ενδεχομένως πλαστές, εκφράζουν την ελληνική στάση απέναντι στη σωματική ομορφιά: πέρα από τη σαρκική επιθυμία, αλλά με αυτή ως κινητήριο δύναμη, το έκπαγλο κάλλος δρούσε ανατατικά στην ψυχή του ορώντος, διότι κατά βάθος αποτελούσε ιδίωμα της ίδιας της θεότητας.

Το εγχείρημα του Πραξιτέλη ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπο. Όλες οι γυναικείες θεότητες, μετά το 600, παριστάνονταν ντυμένες. Κάποιες, όπως χαρακτηριστικά η Νίκη του Παιωνίου στην Ολυμπία, μπορούσαν να έχουν ενδύματα τόσο λεπτά και διάφανα, ώστε να διαγράφεται θελκτικά το σώμα πίσω από αυτά. Καμία όμως δεν ήταν ολόγυμνη. Η αιδημοσύνη των γυναικών είχε προβληθεί στις θεές - ακόμη και στη θεά του έρωτα. Αλλά με την Αφροδίτη της Κνίδου τα πράγματα άλλαξαν. Τώρα το γυναικείο σώμα μπορούσε να φανεί ακάλυπτο, όπως το ανδρικό. Η αλλαγή αυτή δεν σηματοδοτούσε βελτίωση της θέσης των γυναικών στην κοινωνία· αλλά υποδείκνυε μια μεγαλύτερη ευαισθησία για το καθαρά γυναικείο κάλλος. Οι αρχαϊκές κόρες βασίζονταν κυρίως στην ανδρική σωματική διάπλαση με την προσθήκη ορισμένων γυναικείων χαρακτηριστικών, όπως το στήθος. Στην αλλαγή που εγκαινίασε ο Πραξιτέλης οι καλλιεργημένες εταίρες, οι μόνες γυναίκες με πραγματική ελευθερία κινήσεων και επιλογών στην αρχαιότητα, πρέπει να συνέβαλαν ουσιαστικά. Η Φρύνη κατέληξε να θεωρείται επίγεια φανέρωση της ίδιας της Αφροδίτης.

Ενώ οι μύθοι ανέφεραν από παλαιά έρωτες θεών για νεαρά αγόρια (Δίας και Γανυμήδης, Ποσειδών και Πέλοψ, Απόλλων και Υάκινθος), η μορφή της λεγόμενης «ελληνικής παιδεραστίας» δεν είναι γνωστή στα ομηρικά έπη. Ορισμένες πηγές αποδίδουν στο ιδιότυπο αυτό φαινόμενο δωρική καταγωγή και εντοπίζουν τις απαρχές του στη Σπάρτη και την Κρήτη. Τον 6ο αιώνα παρουσιάζεται, πάντως, διαδεδομένο στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας - και όχι μόνο τις δωρικές. Στην αποδοχή του θεσμού συνέβαλαν η χαμηλή κοινωνική θέση της γυναίκας και το ιδανικό της πολεμικής αρρενωπότητας, που συνδύαζε σωματική λειτουργικότητα, δύναμη και καθαρές γραμμές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο έρωτας αυτός ήταν απαγορευμένος στους δούλους.

Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η φυσική έλξη προς το άλλο φύλο δεν αποτελεί πρόσκομμα για εκδήλωση ερωτικής επιθυμίας προς μέλη του ίδιου φύλου. Πίστευαν, επίσης, ότι η επιθυμία αυτή εκδηλωνόταν μονομερώς, από την πλευρά ενός ώριμου άνδρα προς έναν αρκετά νεότερο έφηβο και, αν προέκυπτε σχέση, αυτή δεν θα ήταν συναισθηματικά αμοιβαία - τουλάχιστον όχι με τον ίδιο τρόπο. Ο ώριμος άνδρας ονομαζόταν ἐραστής και ο νεότερος ἐρώμενος ή παιδικά. Την ερωτική επιθυμία βίωνε μόνο ο εραστής. Ο ερωμένος, ναρκισσευόμενος από το ερωτικό βλέμμα του εραστή, μπορούσε να θαυμάζει την ωριμότητα, την ανδρεία και τη σοφία του εραστή και να ανταποδίδει τον έρωτα με εκτίμηση και φιλία. Η διαφορά ηλικίας ανάμεσα στα μέλη, η συμβατότητα της σχέσης αυτής με τον γάμο και η συνηθισμένη διακοπή της μετά την ενηλικίωση του ερώμενου αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής παιδεραστίας.

Θεωρητικά, οι σχέσεις αυτές είχαν κυρίως παιδαγωγικό χαρακτήρα. Η κοινωνική αποδοχή τους βασιζόταν στη βοήθεια που παρείχαν για την ωρίμανση των νέων. Στην Κρήτη, χαρακτηριστικά, ο εραστής με τον ερώμενο απομακρύνονταν μέσα στην άγρια φύση των δασών και των ορέων για δύο μήνες και ζούσαν μαζί βίο απολίτιστο. Μετά την πάροδο του διμήνου και την επιτυχή λήξη της δοκιμασίας, ο νέος μπορούσε πλέον να ενταχθεί στο σώμα των πολιτών. Παρόμοιες μαρτυρίες υπάρχουν για τη Σπάρτη. Η παιδεραστία, όπως γινόταν αντιληπτή, εξομάλυνε τη μετάβαση από τον γυναικείο χώρο του σπιτιού και των γυναικών στον ανοιχτό χώρο των ανδρικών συγκρούσεων και της ωριμότητας.

Παρά την αποδοχή των παιδεραστικών σχέσεων, η διατήρηση του παθητικού ρόλου κατά την ωριμότητα και η αποφυγή του γάμου προς χάριν ομοφυλοφιλικού δεσμού ήταν, σε διάφορες πόλεις, αντικείμενα κριτικής. Ο Αριστοφάνης, που δεν χάνει ευκαιρία να διακωμωδήσει ως κιναίδους διάφορους νεωτερίζοντες συμπατριώτες του, απηχούσε το κοινό αίσθημα της εποχής για την κατακριτέα εκθήλυνση ορισμένων ανδρών. Η κατηγορία αφορούσε κυρίως την ηδυπάθεια. Από την πλευρά του νόμου, ο ελεύθερος ενήλικας που αποφάσιζε να εκπορνευτεί για χρηματικό όφελος διακινδύνευε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του (ἀτιμίαν), που ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τη θανατική. Στον αγοραίο έρωτα μπορούσαν να εργάζονται μόνο όσοι δεν ήταν κύριοι του εαυτού τους. Η σχέση των ερωτικών δεσμών με τον πόλεμο φανερώνεται άλλωστε και στον ἱερὸν λόχον της Θήβας.

Γενικά, οι διαβατήριες τελετές ενηλικίωσης των εφήβων ακολουθούν ένα τριμερές σχήμα (α) απόσπασης από την κοινότητα, (β) απομόνωσης για ορισμένο χρονικό διάστημα, και (γ) επανένταξης με νέα ιδιότητα. Η κεντρική φάση της απομόνωσης αποτελούσε τον συμβολικό θάνατο του παλαιού εαυτού, ώστε η ανάληψη του νέου ρόλου να ολοκληρώνεται δίχως ψυχικές παλινδρομήσεις και επιπλοκές.

Οι Αθηναίοι έφηβοι, όταν γίνονταν δεκαοκτώ ετών, υπηρετούσαν ένοπλοι για δύο χρόνια την πατρίδα τους μέσα στα σύνορα της Αττικής. Με το πέρας της περιόδου αποκτούσαν την ιδιότητα του πολίτη-οπλίτη, που μπορεί να συμμετάσχει στην Εκκλησία του Δήμου και να πολεμήσει εκτός συνόρων. Ο όρκος που σηματοδοτούσε τη μετάβαση στο νέο κοινωνικό καθεστώς έχει διασωθεί:

Δεν θα ντροπιάσω τα ιερά όπλα ούτε θα εγκαταλείψω τον παραστάτη της φάλαγγας σε όποια σειρά κι αν στοιχηθώ. Θα υπερασπιστώ τα ιερά και τα όσια και δεν θα παραδώσω την πατρίδα μου μικρότερη, αλλά μεγαλύτερη και ισχυρότερη, και μόνος μου και από κοινού με όλους τους άλλους. Θα υπακούω στις εντολές όσων διατάζουν με φρόνηση και θα υπηρετώ τους θεσπισμένους νόμους και όσους άλλους θεσπιστούν με φρόνηση στο μέλλον. Αν κάποιος τους παραβιάζει, θα αντιδράσω, και μόνος μου και από κοινού με όλους τους άλλους, και θα τιμώ τα πάτρια ιερά. Μάρτυρές μου οι θεοί Άγλαυρος, Εστία, Ενυώ, Ενυάλιος Άρης και Αθηνά Αρεία, Ζευς, Θαλλώ, Αυξώ, Ηγεμόνη, Ηρακλής, και όρια της πατρίδας μου το σιτάρι και το κριθάρι και τα αμπέλια και οι ελιές και οι συκιές.

Η εκτός του οίκου δραστηριότητα πλουτισμού ονομαζόταν γενικά χρηματισμός ή χρηματιστική (εννοείται: ἐπιστήμη). Όταν όμως κάποιος χρησιμοποιούσε το χρήμα ως αυταξία και αποσκοπούσε στην αύξηση του πλούτου, όχι ως μέσο για την καλή ζωή αλλά ως σκοπό, τότε η χρηματιστική επιστήμη ονομαζόταν καπηλική. Όλοι οι μεταπράτες, ανεξάρτητα από το βεληνεκές των δραστηριοτήτων τους, μπορούν να θεωρηθούν κάπηλοι, αλλά ο όρος αναφερόταν ειδικά στους μικροπωλητές της αγοράς. Όσοι αντίθετα ασχολούνταν με τη χονδρική μεταπώληση και τη διακίνηση των αγαθών σε μεγάλες αποστάσεις ονομάζονταν ἔμποροι.

Οι οικονομικές δραστηριότητες των Ελλήνων χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες. Πρώτη και καλύτερη ήταν η γεωργία. Σε μια κατά κύριο λόγο αγροτική οικονομία, κάτω από τον γενικό τίτλο της γεωργίας μπορούν να ενταχθούν δραστηριότητες που σχετίζονται με τη γη αλλά δεν είναι κυριολεκτικά γεωργικές. Τέτοιες ήταν η κτηνοτροφία, η μελισσοκομία και η υλοτομία. Το κυνήγι, ιδίως των μεγάλων θηραμάτων, ήταν περισσότερο άθλημα των ευπόρων παρά καθημερινή ενασχόληση, και η αλιεία, αν και αυτόνομη δραστηριότητα για ορισμένους, μπορούσε επίσης να ασκείται ερασιτεχνικά. Η δεύτερη κατηγορία αφορούσε όλες τις χειρωνακτικές και βιοτεχνικές εργασίες, όπως ήταν η αγγειοπλαστική, η οπλοποιητική, τα εργαστήρια κατασκευής επίπλων, εργαλείων ή μουσικών οργάνων, τα ναυπηγεία και τα ορυχεία. Τελευταία κατηγορία ήταν αυτή των συναλλαγών. Οι διακινητές, οι μεταπράτες, οι ναυτικοί, οι μικροπωλητές και οι έμποροι ανήκαν σε αυτήν.

Η γεωργία και οι συναφείς ενασχολήσεις έχαιραν σχετικής εκτίμησης. Αντίθετα με τις χειρωνακτικές εργασίες των εργαστηρίων και των τεχνών, που χαρακτηρίζονταν βαναυσικαί και, τουλάχιστον στη θεωρία, δεν ταίριαζαν σε ελεύθερο πολίτη, η γεωργία κρατούσε τους αγρότες στο ύπαιθρο, γύμναζε ολόκληρο το σώμα και βελτίωνε το ψυχικό φρόνημα. Η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού, μέχρι και το 80%, ασχολούνταν με τη γεωργία υπό την ευρεία της έννοια. Αυτή αποτελούσε το θεμέλιο της αρχαίας οικονομίας.

Τα τρία βασικά καλλιεργούμενα είδη της αρχαιότητας ήταν τα δημητριακά (σῖτος), τα αμπέλια και οι ελιές. Είτε ως σιτάρι (πυροί) είτε, συνηθέστερα, ως κριθάρι (κριθαί) τα δημητριακά παρείχαν τη βάση της καθημερινής διατροφής. Από αυτά παρασκευαζόταν όχι μόνο το ψωμί, αλλά και διάφοροι χυλοί και γλυκά (πλακοῦντες). Από τα σταφύλια έβγαινε το κρασί και από τις ελιές το λάδι, ως απαραίτητα διατροφικά συμπληρώματα. Όσπρια, οπωροκηπευτικά και καρποφόρα δέντρα (μηλιές, αχλαδιές, αμυγδαλιές, κερασιές, συκιές, ροδιές, κυδωνιές) καλλιεργούνταν επίσης. Τα εσπεριδοειδή ήταν άγνωστα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα αβγά και το μέλι πολύ διαδεδομένα, η κρεοφαγία σπάνια και εορταστική. Σε γενικές γραμμές, οι αρχαίοι είχαν διατροφικές συνήθειες υπαγορευόμενες από το περιβάλλον στο οποίο ζούσαν και ακολουθούσαν μια μεσογειακή δίαιτα που διατηρήθηκε για πολλούς αιώνες. Οι αγρότες εξαναγκάζονταν σε μόνιμη διαβίωση σε ορισμένο τόπο και το γεγονός αυτό έθεσε τις ρίζες της πολιτικής κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η καλλιέργεια των σιτηρών, δώρο της Δήμητρας, θεωρήθηκε ως απαρχή της πολιτισμένης ανθρωπότητας.

Ο μέσος κλήρος γης ενός οπλίτη στην Αθήνα του 5ου αιώνα υπολογίζεται γύρω στα 50 στρέμματα. Τα μεγάλα κτήματα δεν ξεπερνούσαν τα 300 στρέμματα. Φυσικά υπήρχαν σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάλογα με την πόλη και την ιστορική περίοδο. Πολλοί, λόγω κακής διαχείρισης, αμέλειας ή άσχημων καιρικών συνθηκών, κατέληξαν ακτήμονες, αλλά γενικά η απόσταση ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς ιδιοκτήτες γης δεν ήταν τεράστια. Οι μικροκαλλιεργητές φρόντιζαν τα χωράφια μόνοι τους (αὐτουργοί). Για τους άλλους η βοήθεια δούλων ήταν επιβεβλημένη, ιδιαίτερα στις περιόδους της συγκομιδής.

Οι λεγόμενες «βαναυσικές» τέχνες θεωρούνταν ανθυγιεινές. Έσχατο όριο εξαθλίωσης του ανθρώπου ήταν η εξόρυξη μεταλλεύματος μέσα σε σκοτεινές και υγρές σύραγγες. Ωστόσο, και άλλα επαγγέλματα, όπως αυτό του σιδερά, που αναγκαζόταν να εργάζεται σε κλειστό χώρο, δίπλα στη φωτιά και τον πυρακτωμένο σίδηρο -εδώ ο όρος βάναυσος κυριολεκτεί-, δεν αντιμετωπίζονταν πολύ καλύτερα. Η κύρια μομφή κατά των βαναυσικών (ή ἀναγκαίων) τεχνών δεν ήταν τόσο η χειρωναξία, όσο η καθιστική στάση και ο περιορισμός του σώματος σε ορισμένες μόνο κινήσεις.

Στην Αθήνα της κλασικής εποχής, που ήταν και εδώ η εξαίρεση στον γενικό κανόνα των ελληνικών πόλεων, το ποσοστό τεχνιτών ίσως άγγιξε το ένα τρίτο του πληθυσμού των πολιτών - πέρα από τους μέτοικους και τους δούλους. Κάποια εργαστήρια ήταν κανονικά εργοστάσια, με μηχανές τα χέρια του ανελεύθερου πληθυσμού. Το εργαστήριο ασπίδων του μέτοικου από τις Συρακούσες Κέφαλου, πατέρα του Λυσία, αριθμούσε 120 δούλους, ενώ ο πατέρας ενός μεταγενέστερου Αττικού ρήτορα, του Δημοσθένη, διέθετε δύο βιοτεχνίες (κρεβατιών και μαχαιριών) με 20 και 30 εργάτες αντίστοιχα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι, παρά τα όσα ισχυρίζονταν οι αριστοκράτες της εποχής, πολλοί χειρώνακτες ήταν υπερήφανοι για τα «βάναυσα» επιτεύγματα των χεριών τους.

Για τη διακίνηση των γεωργικών και βιοτεχνικών αγαθών και των πρώτων υλών (ξύλου, μετάλλου, λίθων) οι αρχαίοι χρησιμοποιούνταν υποζύγια στη στεριά και φορτηγά πλοία (ὁλκάδας) στη θάλασσα, που ακολουθούσαν παράκτιες (κυρίως) και διαπόντιες πορείες, καθορισμένες από την εμπειρία αιώνων (ὑγρὰ κέλευθα). Ο τύραννος Διονύσιος, για παράδειγμα, διέταξε να μεταφέρουν μεγάλη ποσότητα ξυλείας από τα δάση της Αίτνας και της Κάτω Ιταλίας στις Συρακούσες, χρησιμοποιώντας τους δύο αυτούς τρόπους. Τα ζωτικής σημασίας σιτηρά εισάγονταν στην ηπειρωτική Ελλάδα από τον Εύξεινο Πόντο, τη Σικελία και την Αίγυπτο, όταν οι διαθέσιμες ποσότητες τοπικής παραγωγής δεν επαρκούσαν.

Οι συναφείς με το εμπόριο δραστηριότητες είχαν το προσόν ότι μπορούσαν να κάνουν κάποιον πλούσιο μέσα σε λίγο χρόνο. Δεν δημιουργούσαν όμως νέα προϊόντα. Το γεγονός αυτό ήταν αιτία να θεωρούνται ενασχολήσεις που συγγενεύουν με την κλοπή. Ο Κερδώος Ερμής, εξάλλου, προστάτης των εμπόρων, είχε από παιδική ηλικία αποδείξει την επιτηδειότητά του κλέβοντας τα βόδια του Απόλλωνα. Από την άλλη, τα μεταπρατικά επαγγέλματα εξανάγκαζαν τον έμπορο να γίνει δέσμιος της πελατείας του. Η συμπεριφορά του όφειλε να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις του αγοραστή, και ο ελεύθερος χρόνος του ήταν περιορισμένος. Ο έμπορος δεν είχε την αυτονομία και τη σχολήν (δηλαδή χρόνο διαθέσιμο για ελευθέριες δραστηριότητες) που ταίριαζε στον ελεύθερο πολίτη. (Οι παραγωγοί, πάντως, που πωλούσαν μόνοι τα προϊόντα τους, σε σπίτια, κτήματα ή την κεντρική αγορά της πόλης, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν έμποροι.)

Η αξιολογική διάκριση που έκαναν οι αρχαίοι της κλασικής εποχής στο ζήτημα της εργασίας ήταν αρκετά διαφορετική από τη σημερινή. Αντί να χωρίζουν τους ανθρώπους σε εργατικούς και φυγόπονους, εργαζόμενους και ανέργους, χώριζαν τις ίδιες τις δραστηριότητες ανάλογα με τον σκοπό που εξυπηρετούν. Πόνος ήταν κάθε μορφή εργασίας που είχε υπαγορευτεί από την ανάγκη επιβίωσης, ἔργον κάθε δραστηριότητα που αποσκοπούσε στην καλή ζωή. Γενικά, ο βιοπορισμός ήταν πόνος, ενώ η πολιτική, η προετοιμασία για τον πόλεμο, η γενική επίβλεψη καλλιεργειών και το ενδιαφέρον για τη γνώση χαρακτηριζόταν ως έργα. Ἄσχολοι ήταν όσοι δεν είχαν χρόνο για να ασχοληθούν με οτιδήποτε άλλο πέρα από τα αναγκαία προς το ζην. Σε ακραία διατύπωση, ο πόνος ταίριαζε στους δούλους και το ἔργον στους ελεύθερους πολίτες.

Οι Έλληνες αξιοποίησαν το νομισματικό σύστημα ως διεθνές μέσο εκτίμησης των αξιών και των εμπορικών συναλλαγών. Ενώ η ανταλλακτική οικονομία διατηρήθηκε σε πολλές πόλεις για τις μικρής κλίμακας καθημερινές συναλλαγές, το εμπόριο σταδιακά προσανατολίστηκε προς τη νομισματική οικονομία, που παρείχε περισσότερες δυνατότητες και μεγαλύτερη ευελιξία. Από τον πρώιμο 6ο αιώνα, ορισμένες ελληνικές πόλεις άρχισαν να σφραγίζουν μετρημένες ποσότητες ευγενούς μετάλλου με κάποιο έμβλημά τους και να δημιουργούν έτσι νομίσματα. Από τη διαδικασία αυτή κέρδιζαν τα δημόσια ταμεία, γιατί η πραγματική αξία του μετάλλου ήταν λίγο μικρότερη από την αγοραστική. Έβγαιναν, όμως, ωφελημένοι και οι ιδιώτες, διότι με τη χρήση νομισμάτων αποσοβούσαν τον κίνδυνο εξαπάτησης που μπορούσε να προκύψει από τη νόθευση του μετάλλου ή το σφαλερό ζύγισμα. Στο τέλος του ίδιου αιώνα οι περισσότερες πόλεις είχαν υιοθετήσει τη συνήθεια κοπῆς (χτυπήματος), και τα ελληνικά νομίσματα μπορούσαν να βρεθούν σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, όπως και σε μέρη της Εγγύς Ανατολής. Λόγω της πολυμορφίας των ελληνικών νομισμάτων προέκυψε η ανάγκη ανταλλαγής τους και κατά συνέπεια ένα νέο επάγγελμα, αυτό του τραπεζίτη.

Η επινόηση του νομίσματος ανήκει στους Λυδούς. (Προϋποτύπωσή της βρίσκουμε στα μεταλλικά σταθμά της Μεσοποταμίας, που όμως δεν έφεραν σφραγισμένες παραστάσεις.) Την ιδέα ακολούθησαν γρήγορα οι πόλεις της Μικράς Ασίας, καθώς και οι Πέρσες, που κατέκτησαν την αυτοκρατορία του Κροίσου. Αλλά η μεγάλη ανάπτυξη και διάδοση του νομισματικού συστήματος συνδέεται άρρηκτα με την άνθηση του εμπορίου, όπου οι Έλληνες, οι Φοίνικες και οι Ετρούσκοι διέπρεπαν ήδη.

Τα πρώτα ελληνικά νομίσματα ήταν φτιαγμένα από μείγμα χρυσού και αργύρου (ἥλεκτρον). Κατόπιν, τα δύο μέταλλα διαχωρίστηκαν στη νομισματοκοπία. Ο άργυρος, αν και ευτελέστερος, κατέληξε να αποτελεί το μέταλλο αναφοράς για τον καθορισμό των τιμών. Το ἀργύριον έγινε συνώνυμο του νομίσματος. Η σχέση του αργύρου με τον χρυσό ποίκιλλε ανάλογα με την περίοδο και μπορούσε να διακυμανθεί από 1/17 έως 1/10 (όπου και σταθεροποιήθηκε τον 3ο αιώνα). Τα χάλκινα νομίσματα, που πρωτοκυκλοφόρησαν τον 5ο αιώνα για μικρές συναλλαγές και χρήση μόνο εντός των συνόρων της πόλης, είχαν πολύ μεγαλύτερη αγοραστική αξία από την αξία του μετάλλου τους - όπως τα σημερινά χαρτονομίσματα. Έθεταν έτσι το ζήτημα της ανθρώπινης σύμβασης στις αξίες. Η λέξη νόμισμα δήλωνε ήδη σχέση με τον νόμον.

Από τον 4ο αιώνα τα αγαθά άρχισαν να υπολογίζονται αποκλειστικά με βάση τη νομισματική τους αξία και η οικονομία μπήκε στη φάση της νομισματοποίησης, ακόμη και όταν δεν γινόταν χρήση μετρητών. Η παλαιά μέθοδος των ανταλλαγών εξακολούθησε για καιρό, αλλά με αναφορά πλέον των τιμών προς το νόμισμα. Τα υλικά αντικείμενα, τα χρηστικά αγαθά και οι περιουσίες έπρεπε πλέον να μεταφράζονται σε αφηρημένες αξίες. Από την εξέλιξη αυτή προέκυψε η έννοια και η πρακτική της πίστωσης και το πρώτο τραπεζικό σύστημα. Όσοι είχαν συσσωρεύσει κινητή περιουσία σε μετρητά μπορούσαν να δανείζουν με τόκο, για να καλύψουν απροσδόκητα έξοδα ή τολμηρές επιχειρήσεις άλλων. Το επιτόκιο βρισκόταν γύρω στο 12%. Οι πρώτες αυτές τράπεζες ανήκαν σε ιδιώτες. (Από τον 3ο αιώνα, κάποια πανελλήνια ιερά με συσσωρευμένο πλούτο ακολούθησαν το παράδειγμα της τραπεζικής πίστωσης με χαμηλότερο επιτόκιο.) Στην ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος βρίσκουμε μια έκφραση των πολύπλοκων σχέσεων ανάμεσα στη δημόσια πολιτική απόφαση (κοπή νομισμάτων) και την ιδιωτική πρωτοβουλία (εμπόριο, τράπεζες).

Το πρώτο δημοσιονομικό σύγγραμμα που έχει διασωθεί από την αρχαιότητα είναι οι Πόροι του Ξενοφώντα. Για την ανόρθωση των οικονομικών της Αθήνας ο συγγραφέας προτείνει μια σειρά από τολμηρά μέτρα, όπως την κατάργηση του φόρου των μετοίκων και της υποχρέωσής τους να συστρατεύονται με τους οπλίτες, τη βελτίωση του κύρους των ξένων εμπόρων μέσα στην πόλη, τη διευκόλυνση των διαδικασιών φορολόγησης και εκφόρτωσης των εισαγόμενων αγαθών, την τόνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας με δέλεαρ το αμεσότερο κέρδος και την αγορά δημόσιων φορτηγών πλοίων και δούλων για εκμίσθωση σε ιδιώτες. Ο συγγραφέας αναγνωρίζει ότι η ευμάρεια μιας πόλης δημιουργεί μεγαλύτερη ανάγκη για ρευστό, καθώς αυξάνουν οι καταναλωτικές απαιτήσεις. Οι άνδρες -υπογραμμίζει- επιθυμούν όμορφα όπλα, γρήγορα άλογα και πολυτελείς κατοικίες, οι γυναίκες ακριβά φορέματα και κοσμήματα. Στο σύγγραμμα διατυπώνεται ευκρινώς ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης στον καθορισμό των τιμών της αγοράς.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου