Πέμπτη 10 Αυγούστου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

γ) Τα ρήματα σε -ίζειν


(μαζί με το μεγαλύτερο μέρος των ρημάτων σε -ιάζειν)

§ 252. Η πλειονότητα των ρημάτων σε -ιάζειν είναι μόνον ένα παρακλάδι των ρημάτων σε -ίζειν. Με την προσθήκη του -ίζειν στα πολυάριθμα θέματα σε -ιο- προέκυψε η φθογγική ακολουθία -ιίζειν· επειδή, όμως, αυτή δεν ακουγόταν καλά στο αφτί των Ελλήνων,[1] την αντικαθιστούσε συνήθως το -ιάζειν (εξαίρεση δες § 271). Την ίδια παρουσία ανομοίωσης συναντούμε επίσης στο -ιάς αντί για το -ιίς, στο -ιακός αντί για το -ιικός, στο -ιάδης αντί για το -ιίδης. Πάντως δεν πρόκειται για μια καθαρά φθογγολογική διαδικασία, παρά μάλλον για την αποφυγή ενός άβολου σχηματισμού και τον εκτοπισμό του από έναν κατά το δυνατό ισοδύναμό του και ηχητικά άψογο: Κοντά στο -ιος υπάρχει πολύ συχνά ένα ουσιαστικοποιημένο -ία· από αυτό μπόρεσε να παραχθεί σύμφωνα με την § 237 το -ιάζειν, και με την παράκαμψη του ενδιάμεσου μέλους -ία προέκυψε μερικές φορές η άμεση σύνδεση -ιος - -ιάζειν, και μάλιστα ακριβώς κατά την περίοδο που χρειαζόταν ένα υποκατάστατο για το -ιίζειν. Τα ιστορικά δεδομένα εναρμονίζονται με αυτή την εξέλιξη: Ο Όμηρος δεν γνωρίζει ακόμη κανένα -ιάζειν από το -ιος [2], αλλά αρκετά από το -ία· απ' την άλλη μεριά το -ίζειν από το -ος είναι ήδη πολύ συνηθισμένο στον Όμηρο· ώστε το -ιάζειν προβάλλει από το -ιος μόνον αφού πρώτα πολιτογραφήθηκαν το -ίζειν από το -ος και το -ιάζειν από το -ία.

§ 253. Οι απαρχές του τύπου σε -ίζειν ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό παράλληλη πορεία με τον τύπο σε -άζειν: Ο βασικός τύπος, δηλαδή η παραγωγή του -ίζειν από θέματα σε ιδ, διατηρείται ακόμη σε σημαντικό αριθμό παραδειγμάτων:

ἔρις - ἐρίζειν (Όμ.)·

φροντίς 'φροντίδα, συλλογισμός' - φροντίζειν 'συλλογίζομαι' (από τη Σαπφώ και εξής)·

ἐλπίς- ἐλπίζειν (αττ.), κτλ.

Όσο ευκολότερα όμως το -ίς,-ίδος προσκολλάται σε ονοματικά θέματα, τόσο περισσότερο αυξάνεται η πιθανότητα το -ίζειν να εμφανίστηκε χωρίς τη μεσολάβηση ενός τυχαία επίσης παραδεδομένου συναφούς θέματος σε ιδ· έτσι π.χ. το ἁλμυρίζειν 'έχω αλμυρή γεύση' (Αριστοτ. στον Αθήναιο) μπορεί κάλλιστα να παραχθεί (το -ίζειν σύμφωνα με την § 271) άμεσα από το ἁλμυρός 'αλμυρός' (Όμ.) με παράκαμψη του ἁλμυρίς 'αλμυρό νερό' (Θεόφραστος). Παρ' όλα αυτά ακόμη και στα μεταγενέστερα χρόνια, οπότε η δημιουργία του -ίζειν από το -ιδ- ι̯ - δεν μπορούσε να είναι πια συνειδητή,[3] παρέμεινε ζωντανός ο συσχετισμός -ις - -ίζειν· π.χ. για το λαμπυρίζειν 'λάμπω σαν πυγολαμπίδα (λαμπυρίς)' (Θεόφραστος) δεν υπάρχει διαθέσιμη καμιά άλλη βάση εκτός ακριβώς από το λαμπυρίς· και όμως πρόκειται ασφαλώς για το αναλογικό -ίζειν της § 271 .

§ 254. Ακριβώς όπως στην περίπτωση του -άζειν συνδέθηκαν με τα θέματα σε -αδ- και τα θέματα σε -ατ-, και ύστερα διάφορα ονόματα με -α- στην τελευταία συλλαβή τους (§ 237), έτσι και στην περίπτωση του -ίζειν στα θέματα σε -ιδ- συνδέθηκαν τα θέματα σε -ιτ-, και επιπλέον τα θέματα σε ι (που βέβαια στην κλίση τους ανακατεύονται εν μέρει με τα οδοντικόληκτα θέματα: ἔριν πλάι στο ἔριδα κατά το πόλιν), και επιρρήματα με -ι- στην τελική συλλαβή:

χαρίζεσθαι 'κάνω μια χάρη' (Όμ.) από το χαριτ- 'χάρη'·

νεμεσίζεσθαι 'δυσανασχετώ' (Όμ.) από το νέμεσι-ς 'ψόγος'·

σπανίζειν 'σπανίζω· στερούμαι' (από τον Πίνδαρο και εξής) από το σπάνι-ς 'έλλειψη'·

σιναπίζειν 'βάζω έμπλαστρο σιναπιού, ξινίζω τα μούτρα' (Ξέναρχ. κωμ. στον Αθήναιο· ιατροί) από το σίναπι 'σινάπι'·

χωρίζειν (κλασ.) από το επιρ. χωρίς 'χωριστά'·

νοσφίζειν 'υπεξαιρώ' (από τον Πίνδαρο και εξής· αποθετ. 'αποχωρώ' στον Όμηρο) από το νόσφι(ν) 'χωριστά, μακριά'.

§ 255. Η διερεύνηση της αναλογικής εξέλιξης του -ίζειν προσκρούει σε διάφορες δυσκολίες. Κατ' αρχήν το -ίζειν ήδη στα παλιότερα γλωσσικά μνημεία και σε όλες τις διαλέκτους δεν συνδέεται πια καθόλου με τα θέματα σε -ιδ-, έτσι που δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε τις διαδικασίες μετάβασης. Ύστερα η ευκολία με την οποία προστίθεται το επίθημα -ίς κάνει πολύ δύσκολη τη διάκριση των περιπτώσεων όπου το -ίζειν όντως παράγεται ακόμη από το -ίς από εκείνες όπου τα -ίς και -ίζειν είναι από κοινού προελαύνοντα παράλληλα επιθήματα (§ 16). Ούτε η σημασία του αναλογικού -ίζειν προσφέρει κάποιο οδηγό για τη μελέτη των παλιότερων σταδίων της εξάπλωσης· διότι σχεδόν σε όλες τις γλωσσικές περιόδους το -ίζειν φαίνεται να είναι το πιο κοινό μετονοματικό επίθημα και έτσι να έχει αναλάβει το ρόλο του προελληνικού -i̯o-(§ 167)· σημασιολογικές ομάδες με στενότερα όρια αυτονομήθηκαν ως επί το πλείστον μόλις στα μεταγενέστερα χρόνια (δες παρακάτω § 260 κεξξ.).

Μορφολογικές πληροφορίες για την αναλογική παραγωγή με το -ίζειν

§ 256. Φυσικά δεν παρουσιάζονται όλα τα θέματα με την ίδια συχνότητα ως βάσεις μετονοματικών σε -ίζειν. Γενικά όμως η διαφορά έγκειται μόνο στη διαφορετική συχνότητα εμφάνισης των θεμάτων: επειδή τα θέματα σε ο (ουσ. και επίθ.) είναι τα πιο συνηθισμένα, τα παράγωγα σε -ίζειν από θέματα σε ο αποτελούν επίσης την πλειονότητα, και μάλιστα σε όλες τις γλωσσικές περιόδους. Από την άλλη μεριά ήδη στον Όμηρο σχεδόν όλα τα είδη θεμάτων συμμετέχουν στο σχηματισμό του -ίζειν. Μόνο τα θέματα σε ᾱ μάλλον υπολείπονται σε σχέση με το ποσοστό που αναλογεί στη σχετική συχνότητά τους: Για τα θέματα σε ᾱ ήταν ήδη διαθέσιμα τα -ᾶν και -άζειν (πρβ. § 237 κεξ.), και για το -ίζειν από θέματα σε ᾱ καθοριστική στάθηκε η στενότερη σύνδεσή τους με στενότερες σημασιολογικές ομάδες του -ίζειν. Στα θέματα σε u λειτούργησε ανταγωνιστικά με επιτυχία το φωνητικά κοντινότερο -ύνειν[4] (§ 224).

§ 257. Πρότυπα παραδείγματα για την αναλογική προσθήκη του -ίζειν σε διάφορα θέματα:

δειπνίζειν 'φιλεύω' (Όμ.) από το δεῖπνον 'γεύμα',

καναχίζειν 'κροτώ' (Όμ.) από το καναχή 'κρότος' (πρβ. -ίζειν για ήχους § 266 κεξξ.),

περσίζειν 'μιλάω ή σκέφτομαι περσικά' (κλασ.) από το Πέρσης, πρβ. § 272 ·

πελεκίζειν 'αποκεφαλίζω με τσεκούρι' (ελληνιστ.) από το πέλεκυς 'τσεκούρι' (πρβ. αὐχενίζειν 'κόβω το λαιμό' (Σοφ.) από το αὐχήν· ῥαχίζειν 'κομματιάζω [τη σπονδυλική στήλη (ῥάχις)]' (κλασ.)· τυμπανίζειν 'χτυπώ με ρόπαλο (τύμπανον)' (ελληνιστ.) κτλ.),

ὑΐζειν 'γρυλίζω' (Πολυδεύκης) από το ὗς 'γουρούνι',

πρωτεΐζειν 'μιμούμαι τον Πρωτέα (Πρωτεύς)' (Ευστάθ.),

γραΐζειν 'αφαιρώ το δέρμα (γραῦς), γδέρνω' (Αριστοφάνης),

ἁπλοΐζεσθαι 'είμαι απλός, ειλικρινής' (Ξεν.) από το ἁπλόος ἁπλοῦς 'απλός' (πρβ. ἁπλοΐς χλαῖνα 'απλό μάλλινο κάλυμμα' Όμ.),

ἀφ-ηρωΐζειν 'κάνω ήρωα (ἥρωα)' (επιγραφ.).

Από συμφωνόληκτα θέματα:

κτεατίζειν 'προσπορίζομαι' (Όμ.) από το κτέατα 'περιουσία',

κερματίζειν 'κομματιάζω' (κλασ.) από το κέρμα 'νόμισμα μικρής αξίας' (και εξαιρετικά συχνά -ματίζειν από ουδέτερα σε -μα· δες επίσης § 274),

ἀκοντίζειν 'χτυπώ με το ακόντιο (ἄκων ἄκοντος)' (Όμ.),

θωρακίζειν 'εξοπλίζω με θώρακα (θώραξ)' (κλασ.), μακαρίζειν 'μακαρίζω (μάκαρ)' (Όμ.),

χαρακτηρίζειν 'βάζω σφραγίδα (χαρακτήρ)' (ελληνιστ.),

ἐαρίζειν 'φέρνω την άνοιξη (ἔαρ)' (κλασ.),

ἀνδρίζεσθαι 'αποδεικνύομαι άντρας (ἀνδρ-)' (κλασ.),

λακωνίζειν 'φέρομαι σα Λάκωνας (Λάκων)' (κλασ.).

§ 258. Από τα θέματα ουσιαστικών σε sπαρήχθη αρχικά το -εΐζειν, όταν τα ἄνθεος ἄνθεϊ ἄνθεα ἀνθέων ήταν ακόμη ασυναίρετα (πρβ. μενεαίνειν από το μένος § 221 υποσημ.)· δίπλα σε αυτά ήδη ο Όμηρος γνωρίζει το σκέτο -ίζειν (στην ονομαστ.-αιτ. -ος όπως το -ος των θεμάτων σε ο), και μετά την επικράτηση της συναίρεσης αυτός ο τρόπος έγινε κανόνας:

δι-α(ν)θεΐζειν 'κοσμώ με άνθη' (κυπριακή επιγραφή του 6ου αι. π.Χ.) και ἀνθίζειν (ἀπ-, ἐπ- κλασ.) από το ἄνθος 'λουλούδι',

κτερεΐζειν (με μη ιωνικό υπερωικό χαρακτήρα: κτερεΐξαι) και κτερίζειν 'θάβω' (με οδοντικό χαρακτήρα), και τα δύο στον Όμηρο, από το κτέρας κτέρεα 'τα υπάρχοντα',

μελεΐζειν 'τεμαχίζω' (μελεϊστί 'τμηματικά' Όμ.) και μελίζειν 'τραγουδώ· τεμαχίζω' (από τον Πίνδαρο και εξής) από το μέλος 'μέλος του σώματος, μουσικό κομμάτι'.

Τα επιθετικά θέματα σε sπαρουσιάζουν πάντα λόγω της υπεροχής των επιθέτων σε ο το νεότερο τρόπο σχηματισμού με σκέτο το -ίζειν (ακριβώς έτσι πάντα -αίνειν, δες § 221):

ἀεικίζειν 'κακομεταχειρίζομαι' (Όμ.· κλασ. αἰκίζειν) από το ἀεικής (αἰκής) 'απρεπής',

εὐκλεΐζειν 'εξυμνώ, εγκωμιάζω' (παλιοί λυρικοί) από το εὐκλεής 'φημισμένος',

ἀφανίζειν 'κάνω άφαντο (ἀφανής)' (κλασ.).

§ 259. Σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν στην § 252 για το -ιάζειν στη θέση του -ιίζειν, νιώθει κανείς τον πειρασμό να περιμένει τα -αιάζειν, -ειάζειν ως παράγωγα επιθέτων σε -αῖος -εῖος· υπάρχει όμως -ᾱΐζειν -εΐζειν (παρόμοια - ά̄ ϊνος, -ᾱΐς, -ᾱϊκός, -αΐσκος).

ἰουδαΐζειν 'σκέφτομαι, ζω σαν Ιουδαίος' (ελληνιστ.) από το Ἰουδαῖος,

ἀστεΐζεσθαι 'φέρομαι με κομψότητα όπως ένας αστός (ἀστεῖος)' (Πλούταρχος).

Το -ᾱϊ- συναιρείται στην αττική σε ᾳ:

ματᾴζειν 'είμαι ανόητος' (τραγικοί) από το μάταιος 'ανόητος', πρβ. ἀποματαΐζειν 'φέρομαι αναξιοπρεπώς' (Ηρόδοτος).

Μεμονωμένες σημασιολογικές ομάδες

§ 260. Στα ρήματα σε -ίζειν οι ονοματοποιίες είναι πολλές, όπως ακριβώς σε όλα τα ρήματα σε -ζειν (πρβ. § 234). Η ακριβής ιστορία τους βρίσκεται στο σκοτάδι, αφού ήδη ο Όμηρος μπορεί να κολλά αυτό το -ίζειν ακόμη και σε θέματα σε ᾱ (καναχίζειν 'ηχώ' από το καναχή). Και η ιστορία του θεματικού χαρακτήρα δεν είναι πολύ ξεκαθαρισμένη: αρχικά πάντως επικρατούσε ο υπερωικός χαρακτήρας (πρβ. § 234)· αρκεί να παραβάλουμε πρωτογενή ρήματα όπως τρίζειν 'τερετίζω, σφυρίζω' (με τα τετρίγει Όμ., τριγμός Αριστοτ., αλλά τρισμός Ιπποκρ. και Πλούταρχος), κρίζειν 'τσιρίζω' (Μένανδρος, κεκριγότας Αριστοφ., κρίξασαν Αιλιανός, κριγμός Επίχαρμος, πρβ. επίσης κρίκε αόρ. Όμ.) και μετονοματικά όπως σαλπίζειν 'σαλπίζω' (Όμ. ) από το σάλπιγξ 'σάλπιγγα', φορμίζειν 'παίζω άρπα (φόρμιγξ)' (Όμ.). Αργότερα όμως παρεισφρέει όλο και περισσότερο ο οδοντικός χαρακτήρας: το παλιό συρίζω - συρίξω (κλασ.) εξισώθηκε μόνο στα κλασικά αττικά με το συρίττω - συρίξω - συριγμός, ενώ αργότερα με το συρίζω - συρίσω (ή συριῶ) - συρισμός.

§ 261. Στην επική και ελεγειακή ποίηση συντρέχουν επίσης μετρικοί λόγοι. Έτσι δεν μπορεί να είναι σύμπτωση το γεγονός ότι ο Όμηρος δίπλα στα κονάβησε 'αντιβούιξε',κονάβησαν χρησιμοποιεί τον παρατατικό κονάβιζε(ν), καθώς και το κανάχιζε 'αντηχούσε' πλάι στο κανάχησε, και ύστερα ο Ησίοδος το ἐσμαράγιζεν 'βροντούσε' πλάι στο σμαράγησεν, και ο ποιητής του έργου Ἀσπίς Ἡρακλέους το ἀμφαράβιζον 'αντηχούσαν' πλάι στο ομηρικό ἀμφαράβησε.[5] Οι ασυναίρετες απολήξεις των ενεστώτων σε -εῖν ήταν εξάλλου πίσω από δύο βραχέα άβολες για το μέτρο και γι' αυτό αντικαταστάθηκαν από τους τύπος του -ίζειν. Τέλος εμπλέκονται επίσης και τα μεταρηματικά (§ 276). Εδώ λοιπόν μπορούμε μόνο να καταγράψουμε τις διάφορες αποχρώσεις των ηχομιμητικών ρημάτων σε -ίζειν.

§ 262. Η βάση μπορεί να είναι ηχομιμητικό όνομα. Έτσι π.χ.

κοναβίζειν 'αντηχώ, βροντώ' (Όμ.) από το κόναβος 'κρότος',

κροταλίζειν (Όμ.) από το κρόταλον·

τραυλίζειν (κλασ.) από το τραυλός.

Από ένα ονοματοποιητικό επιφώνημα παράγεται το

κοΐζειν 'κοάζω' (Αριστοφ.) από το κοΐ· πρβ. § 234 .

Αν η βάση είναι όνομα ζώου, το παράγωγο σημαίνει 'βγάζω φωνή παρόμοια με αυτού του ζώου' (πρβ. § 271)· παραδείγματα (για πρώτη φορά στην κλασική εποχή):

ἱερακίζειν 'κραυγάζω σα γεράκι (ἱέραξ)' (Θεόφραστος, Αιλιανός),

κακκαβίζειν 'κακαρίζω σαν πέρδικα (κακκάβη)' (ελληνιστ.).

Το συνδετικό κρίκο με την προηγούμενη υποκατηγορία συνιστά το πιπ(π)ίζειν 'τιτιβίζω' (Αριστοφ.), που η βάση του πίπ(π)ος 'πουλί που τιτιβίζει' είναι τόσο είδος πουλιού όσο και ονοματοποιία.

§ 263. 'Παίζω ένα όργανο'. Εκτός από τα σαλπίζειν και φορμίζειν (§ 260) και τη σύνδεση με την ομάδα 'βγάζω ήχο', για τη δημιουργία αυτής της ομάδας πρέπει επίσης να παρθούν υπόψη:

κιθαρίζειν 'παίζω το όργανο κίθαρις ' (Όμ.· αττ. κιθάρα!),[6]

μαγαδίζειν 'παίζω το όργανο μάγαδις ' (ελληνιστ.), επιπλέον

βλιτυρίζεσθαι 'βγάζω τον ήχο χορδής (βλίτυρι = χορδῆς μίμημα λεξικογράφοι)' (Γαληνός), και τα τρία σχηματίστηκαν σύμφωνα με την § 254 · σχετικά με το βλιτυρίζεσθαι πρβ. επίσης κοΐζειν § 262 .

Αναλογικά παραδείγματα:

τυμπανίζειν 'χτυπώ το τύμπανον ' (Εύπολης και ελληνιστ.),

λυρίζειν 'παίζω τη λύρα ' (Ανακρεόντεια, Πλούταρχος).

§ 264. 'Προφέρω μια λέξη' (πρβ. οἴζειν, φεύζειν κ.ο.κ. § 234):

τίζειν 'ρωτάω διαρκώς τί ' (Αριστοφ.),

ἐλελίζειν 'φωνάζω ἐλελεῦ [κραυγή πόνου]' (κλασ.),

σκορακίζειν 'λέω ἐς κόρακας ['να πας να πνιγείς']' (Δημοσθ. και αργότερα),

χελιδονίζειν 'λέω τα κάλαντα (ἦλθ' ἦλθε χελιδών) και με αυτόν τον τρόπο μαζεύω λεφτά' (Αθήναιος), και ύστερα κορωνίζειν 'με μια κουρούνα (κορώνη) στο χέρι τραγουδώ ζητιανεύοντας' (Αθήναιος).

Από εκεί μια ελαφρά απόκλιση οδηγεί στο ἀδελφίζειν "λέω 'αδελφός' > αποκαλώ αδελφό" (κλασ.)· έτσι επίσης

πατερίζειν 'αποκαλώ πατέρα' (Αριστοφ.· μάλλον από την κλητική πάτερ, αλλά πατρίζειν 'μοιάζω στον πατέρα' (μεταγενέστερο) από το πατρ-),[7]

θυγατρίζειν 'αποκαλώ κόρη' (Φώτιος).

Εδώ θα μπορούσε να συναφθεί επίσης το 'χαρακτηρίζω (δυσ-)ευτυχισμένο', μολονότι μπορούμε να βασιστούμε και στη γενική σημασία 'καθιστώ (δυσ-)ευτυχισμένο'. Παραδείγματα:

μακαρίζειν 'εξυμνώ ως καλότυχο (μάκαρ)' (Όμ.),

κακοδαιμονίζειν 'χαρακτηρίζω κακότυχο (κακοδαίμων)' (Στράβωνας, κακοδαιμονιστής Λυσίας),

ὀλβίζειν 'εξυμνώ ως ευτυχισμένο' (κλασικοί ποιητές) από το ὄλβιος κατά το μακαρίζειν από το μακάριος (για το κανονικό ὀλβιάζειν δεν υπάρχουν ασφαλείς μαρτυρίες).

§ 265. Η πολύ συχνή επιτελεστική και οργανική σημασία του -ίζειν ανταγωνίζεται το -οῦν, και πολύ συχνά μαρτυρούνται και τα δύο παράγωγα της ίδιας λέξης, π.χ.

δροσίζειν (κλασ.) και δροσοῦν (Ανακρεόντεια) 'καλύπτω με δροσιά' από το δρόσος 'δροσιά',

σοφίζειν (κλασ.) και σοφοῦν (Εβδομήκοντα) 'κάνω σοφό (σοφός)'·

ασφαλώς εξίσου συχνά έχουν διαφορετική έννοια διπλοί σχηματισμοί σε -ίζειν και -οῦν:

χρυσοῦν 'επιχρυσώνω' (κλασ.) - χρυσίζειν 'μοιάζω με χρυσό' (ελληνιστ.) από το χρυσός 'χρυσάφι',

πυρροῦν 'κάνω κόκκινο σαν τη φωτιά (πυρρός)' - πυρρίζειν 'έχω το κόκκινο χρώμα της φωτιάς' (και τα δύο στους Εβδομήκοντα).

§ 266. Στην επίσης διαδεδομένη καταστασιακή σημασία (και σε άλλες περιπτώσεις) το -ίζειν ταυτίζεται μερικές φορές με το -εῖν:

ἀτρεμεῖν (από τον Ησίοδο και εξής) και ἀτρεμίζειν (από το Θέογνη και εξής) 'φέρομαι με ηρεμία (ἀτρεμής)',

ὑστερεῖν και ὑστερίζειν (και τα δύο κλασ.) 'είμαι αργοπορημένος (ὕστερος)',

πολεμεῖν (κλασ.) και πολεμίζειν (Όμ.) 'διεξάγω πόλεμο',

καναχεῖν - καναχίζειν κτλ. δες § 261 .

Φυσικά υπάρχουν επίσης εννοιολογικές διαφορές μεταξύ -εῖν και -ίζειν:

δειπνεῖν 'γευματίζω' - δειπνίζειν 'φιλεύω' (και τα δύο στον Όμ.) από το δεῖπνον 'γεύμα'.

§ 267. Παρόμοια, δεν είναι καθόλου παράξενο, αν για ένα ρήμα σε -ίζειν μας παραδίδονται και οι δύο χρήσεις, η επιτελεστική-οργανική και η καταστασιακή:

κουρίζειν 'είμαι νέος (Όμ.), εκπαιδεύω κάποιον να γίνει ενήλικος (Ησίοδος)' από το κοῦρος 'νεαρός',

ἑλληνίζειν 'φέρομαι σαν Έλληνας' (κλασ.), 'εξελληνίζω' (Θουκ. και ελληνιστ.) από το Ἕλλην.

§ 268. Στην οργανική χρήση εντάσσεται και η "αφαιρετική" (πρβ. -οῦν § 200):

κοκκίζειν 'αφαιρώ τον πυρήνα (κόκκος)' (Αριστοφ.),

ὀπίζειν 'αντλώ το χυμό (ὀπός)' (ελληνιστ.),

πρεμνίζειν 'ξεριζώνω κορμό (πρέμνον) και στέλεχος' (Πολυδεύκης· ἐκπρεμνίζειν κλασ.).

§ 269. Η ομάδα 'γιορτάζω μια γιορτή' βασίζεται σε παραδείγματα όπως

πανηγυρίζειν 'κάνω μια γιορταστική συγκέντρωση (πανήγυρις)' (Ηρόδοτος και αργότερα),

παννυχίζειν 'κάνω μια νυκτερινή γιορτή (παννυχίς)' (κλασ.),

καρυατίζειν 'γιορτάζω τη γιορτή της Αρτέμιδας Καρυατίδος (Λουκιανός και Πολυδεύκης).

Αναλογικοί σχηματισμοί είναι π.χ. οι

σαββατίζειν 'γιορτάζω το σάββατον ' (Εβδομήκοντα),

λαμπαδίζειν 'κάνω λαμπαδηδρομία (λαμπάς 'πυρσός')' (σχόλια στον Αριστοφ.), ίσως και

γαμίζειν 'γιορτάζω το γάμο (γάμος) > παντρεύω', μεσ. 'γιορτάζεται ο γάμος μου > παντρεύομαι' (Καινή Διαθήκη).

Αντί για -ιίζειν εμφανίζεται σύμφωνα με την § 252 το -ιάζειν (πρβ. -άζειν § 246):

ὀργιάζειν 'γιορτάζω τα μυστήρια (ὄργια)' (κλασ.),

συμποσιάζειν 'κάνω συμπόσιον ' (ελληνιστ.),

συνεδριάζειν 'κάνω συμβούλιο (συνέδριον)' (Εβδομήκοντα).

§ 270. Σε τέτοια ρήματα πρέπει να αναχθούν αρχικά οι ονομασίες συνδέσμων σε -ισταί και -(ι)ασταί, που ήταν πολύ δημοφιλείς τους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες (μαρτυρούνται σχεδόν αποκλειστικά σε επιγραφές): Παναθηναϊσταί, Ἡρακλεϊσταί, Ἀπολλωνιασταί, Ἡρῳασταί. Δεν πρέπει να παραχθούν απευθείας από τα ονόματα των θεών (άρα δεν πρέπει να ταυτίζονται με τον τύπο της § 273) αλλά από τις ονομασίες των γιορτών Παναθήναια, Ἡράκλεια, Ἀπολλώνια, Ἡρῷα. Πρβ. θεσμοφοριάζειν 'γιορτάζω τα Θεσμοφόρια, τη γιορτή προς τιμή της Δήμητρας θεσμοφόρου ' (Ξεν., Αριστοφ.).

§ 271. Τα καταστασιακά ρήματα έβγαλαν κατά την κλασική περίοδο μια παραφυάδα: τα "μιμητικά" (τραγίζειν 'είμαι τράγος > είμαι σαν τράγος, μοιάζω με τράγο')· από αυτήν αναφύεται στην μετακλασική περίοδο ένα φουντωτό δέντρο με πολλά κλαδιά. Και μάλιστα το -ίζειν έγινε τόσο χαρακτηριστικό αυτής της ομάδας, ώστε όχι μόνο να μην αποτελεί εμπόδιο μια βάση με θέμα σε ᾱ αλλά ν' αποκλειστεί ακόμη και το -ιάζειν· έτσι από το ἰός 'δηλητήριο, σκουριά' προκύπτει το μοναδικό ρήμα σε -ιίζειν: ἰΐζειν 'μοιάζω με σκουριά' (Διοσκορίδης). Οι σημασιολογικές παραλλαγές προκλήθηκαν από την ανομοιότητα των βάσεων και την ομοιότητα των παραστάσεων· η βάση είναι πολύ συχνά μια λέξη για ζώο (πρβ. § 262), φυτό ή ορυκτό, και το -ίζειν δηλώνει την ομοιότητα ως προς την κίνηση, την οσμή, τη γεύση, το χρώμα, τη σκληράδα κτλ. Παραδείγματα:

λαμπυρίζειν 'λάμπω σαν πυγολαμπίδα (λαμπυρίς)' (Θεόφραστος· πρβ. § 253),

πυξίζειν 'είμαι κίτρινος σαν το ξύλο του πυξαριού (πύξος)' (ελληνιστ. και αργότερα),

τραγίζειν 'μοιάζω με τράγο στη λαγνεία (Ιπποκρ., Αριστοτ.) ή στην οσμή (Διοσκορ.)',

χρυσίζειν 'μοιάζω με χρυσάφι' (ελληνιστ.) από το χρυσός,

δελφινίζειν 'βουτώ σα δελφίνι' (Λουκιανός),

ὀξίζειν 'έχω τη γεύση του ξιδιού (ὄξος, ουδ.)' (Διοσκορ., που γενικά λατρεύει αυτή την ομάδα),

θαλασσίζειν 'έχω τη γεύση του θαλασσινού νερού (θάλασσα)' (Αθήναιος),

πισσίζειν 'έχω τη μυρωδιά της πίσσας ' (Διοσκορ.).

§ 272. Συγγενική ομάδα σχηματίζουν τα παράγωγα κύριων ονομάτων. Και εδώ είναι κατανοητές οι σημασιολογικές εξελίξεις: λακωνίζειν 'είμαι Λάκωνας > 1. μιμούμαι τους Λάκωνες, ιδίως α) στον τρόπο ζωής, β) στη γλώσσα, 2. είμαι οπαδός της φιλολακωνικής παράταξης'. Παρ' όλα αυτά εδώ συνηθίζεται το -ιάζειν αντί για το *-ιίζειν. Αλλά παράλληλα με αυτή την ετυμολόγηση τη στηριγμένη στη γενική καταστασιακή έννοια του -ίζειν, ετυμολόγηση με την οποία θα εναρμονιζόταν η απουσία προκλασικών παραδειγμάτων, προβάλλει ακόμη μία ειδικότερη: τα ἀργολίζειν (Ξεν.), βασιλίζειν (ελληνιστ.), δωρίζειν (Θεόκριτος, δωριστί Πλάτωνας) έχουν το μοναδικό ή τον καλύτερο συσχετισμό με τα Ἀργολίς, βασιλίς, Δωρίς (με -ι- και τα Ἀργολικός, βασιλικός, Δωρικός), όπως και το ἰάζειν (ἰαστί κλασ.) μόνο με το Ἰάς. Ίσως η σχέση με το -ίς μπορεί να επιβεβαιωθεί από το γεγονός ότι οι εξαρχής πολύ δημοφιλείς σχηματισμοί σε -ιστί 'στην τάδε ή τάδε γλώσσα' (ἀργολιστί, ἀττικιστί, ἰαστί, αἰγυπτιαστί κτλ.) μπορούν να συσχετιστούν ετυμολογικά ή εννοιολογικά με εκφράσεις όπως Αἰθιοπὶς γλῶσσα.

Τυπικά παραδείγματα από την κλασική περίοδο:

μηδίζειν από το Μῆδος, περσίζειν από το Πέρσης (σχετικά με το -ι- πρβ. Περσίς, Περσικός),

ἑλληνίζειν 'μιλώ ελληνικά' από το Ἕλλην, φιλιππίζειν 'είμαι οπαδός του Φιλίππου' από το Φίλιππος, πυθαγορίζειν από το Πυθαγόρας, αἰγυπτιάζειν από το Αἰγύπτιος, γοργιάζειν (Φιλόστρατος) από τοΓοργίας.

§ 273. Δίπλα στο -ιστί εμφανίζονται από την κλασική εποχή αρκετά ανεξάρτητα και τα ρηματικά ονόματα σε -ισμός και -ιστής (λακωνισμός 'λακωνικό φρόνημα', λακωνιστής 'οπαδός της φιλολακωνικής παράταξης'). Οι Χριστιανοί τα χρησιμοποιούν για χαρακτηρισμό αιρέσεων και αιρετικών (από εκεί προέρχονται τα δικά μας "- isten" '-ιστές ' και "- ismen" '-ισμοί '), και οι Βυζαντινοί προσθέτουν μάλιστα τα επιθήματα ακόμη και σε αρχικά λατινικές ονομασίες αιρέσεων σε -ιανοί: Χριστιανοί - Χριστιανισμός, Εὐτυχιανοί - Εὐτυχιανισταί.

§ 274. Ως δείγμα μιας ιδιότυπης μικρής ομάδας προσθέτω τα παράγωγα από ονόματα γραμμάτων του αλφαβήτου: Από το σῖγμα, που στην ιωνική και στα μεταγενέστερα ελληνικά σε συνάρτηση με τα ουδέτερα σε -μα σχηματίζει τις πτώσεις του από το θέμα σιγματ-, παράγεται το σιγματίζειν 'γράφω με σίγμα' (Ευστάθιος) (σχετικά με το κερματίζειν πρβ. § 257). Σύμφωνα με αυτό το παράδειγμα θα έπρεπε να περιμένουμε τα ἰωτατίζειν και λα(μ)βδατίζειν από τα ἰῶτα και λά(μ)βδα· συναντούμε όμως μόνο τα ἰωτακισμός και λα(μ)βδακισμός 'σφαλερή προφορά των i , l ' (Κοϊντιλιανός και ρωμαίοι γραμματικοί), προφανώς λόγω ανομοίωσης των τ-τ, δ-τ > τ-κ, δ-κ. Στα άκρα αυτής της εξέλιξης φτάνουμε με τα ῥωτακίζειν (τῷ ρ̄ στοιχείῳ συνεχῶς χρῆσθαι Σουίδας) και mytacismus 'σφαλερή χρήση του m' (ρωμ. γραμματικοί): στα ῥῶ και μῦ προσκολλήθηκε ολόκληρο το -τακίζειν.

Σχετικά με την υποστασιοποίηση με το -ίζειν δες § 149 .

§ 275. Όπως με το -άζειν (§ 250 κεξ.) έτσι και με το -ίζειν υπάρχει ένας αριθμός μεταρηματικών (με επιτατική ή θαμιστική έννοια).

Ο συνηθέστερος τύπος είναι σε -τίζειν, που συναρτάται φυσικά κατά κάποιο τρόπο με τα ρηματικά επίθετα σε -τός και τα nomina agentis σε -της· πρβ. -τάζειν § 250 . Παρ' όλα αυτά δεν πρέπει να τα θεωρήσουμε συνηθισμένα μετονοματικά από το -τός· διότι στον Όμηρο περιορίζονται στο ενεστωτικό θέμα, παραβάλλονται δηλαδή με ενεστωτικά επιθήματα όπως το -σκειν (§ 172). Παραδείγματα:

ἐρατίζειν 'ποθώ' (Όμ.) από το ἔρασθαι ἐρατός,

πληκτίζεσθαι 'χτυπιέμαι > καβγαδίζω' (Όμ.) από το πλήσσειν (πλήκτης 'καβγατζής' μόλις ελληνιστ.),

βαπτίζειν 'βυθίζω' (κλασ.) από το βάπτειν βαπτός,

ἀπο- (ἐκ-)πυτίζειν 'φτύνω' (κλασ.) από το πτυτ- από το πτύειν (αλλά ἀπόπτυστος!),

ἀπο-πρατίζεσθαι 'πουλώ' (Εβδομήκοντα) από το πι-πρά-σκειν 'πουλώ' πρατός 'που είναι για πούλημα',

ῥαντίζειν(ελληνιστ.) από το ῥαίνειν, ῥαντός.

§ 276. Ένας άλλος τύπος προέρχεται από το ρηματικό θέμα:

ἀλεγίζειν (Όμ.) = ἀλέγειν 'φροντίζω για',

ἐρεθίζειν (Όμ.) = ἐρέθειν 'ερεθίζω' (και τα τέσσερα ρήματα μόνο στο ενεστωτικό θέμα),

ἀσπαρίζειν (Αριστοτ.) = ἀσπαίρειν 'σπαρταρώ',

πνιγίζειν (Παλ. Ανθολ.) = πνίγειν 'στραγγαλίζω'.

Εδώ τα συνδετικά νήματα που οδηγούν στα μετονοματικά φαίνονται καθαρότερα: το μινυρίζειν 'κλαψουρίζω' έχει δίπλα του τα μινυρός 'κλαψιάρης' και μινύρεσθαι 'κλαψουρίζω' (και τα δύο κλασ.), και συνδέεται επίσης με την ομάδα 'βγάζω έναν ήχο' (§ 260 κεξξ.)· άλλα, όπως τα πλοκίζειν (Ιπποκρ.) = πλέκειν, φλογίζειν (κλασ.) = φλέγειν 'καψαλίζω' βρίσκονται μάλλον πιο κοντά στα ουσιαστικά πλοκή, πλόκος, φλόξ.

§ 277. Εντελώς διαφορετικά πρέπει να κρίνουμε το μικρό τύπο -αλίζειν. Από το στροφαλίζειν 'στροβιλίζω' (Όμ.) πλάι στο στροφάλιγγι 'σε στρόβιλο' (Όμ.· πρβ. ἐστροφάλιξε στην Παλ. Ανθολ.) είναι προφανής η προέλευση του τύπου, ενώ τα εννοιολογικά συγγενή ἐν-(μετα-)τροπαλίζεσθαι 'μεταστρέφομαι' (Όμ.) και τροχαλίζειν 'τυλίγω, κυλώ' (Φερεκύδης· τροχαλός 'τρεχάτος, γρήγορος' κλασ.) είναι μάλλον αναλογικοί σχηματισμοί· πρβ. επίσης δνοπαλίζειν 'σείω' (Όμ., υπερωικόληκτο) χωρίς μορφολογική βάση.
--------------------------
[1] Η κρίση σχετικά με το ευχάριστο ή δυσάρεστο άκουσμα γίνεται σε αναφορά προς τους αρχαίους Έλληνες. Οι σημερινοί, εξαιτίας καθαρευουσιάνικης επίδρασης, δέχονται ακόμη και ακολουθίες όπως οι ιοί: προφ.!

[2] Το αὐτοσχεδιάζειν, το μοναδικό παράδειγμα που παρουσιάζει από τον Όμηρο ο von der Pfordten (σ. 94), ανήκει μόλις στην κλασική περίοδο· μόνον η βάση αὐτοσχέδιος 'σώμα με σώμα' απαντά στον Όμηρο.

[3] Η δημιουργία δεν μπορεί να είναι πια συνειδητή: Το σύμπλεγμα [zd] ([dz]) τράπηκε αργότερα σε σκέτο [z], οπότε δεν ήτανε πια διαφανής η σχέση προς το θέμα του ουσιαστικού, που είχε παλιά το φθόγγο [d], φθόγγο που επίσης εξελίχτηκε αργότερα, αλλά σε [ð], όπως παραμένει μέχρι σήμερα.

[4] Υπόμνηση: Δες στην § 234 σχετικά με το u .

[5] Στα παραδείγματα, ο αόριστος έχει μακρό φωνήεν, όπως φαίνεται από τη γραφή με η, ενώ το αντίστοιχο φωνήεν του παρατατικού, γραμμένο με ι, είναι βραχύ.

[6] κίθαρις, κιθάρα: μικρή άρπα με ξύλινο ηχείο. Το όργανο και η λέξη πέρασαν διαδοχικά στα αραβικά και στα ιταλικά και "επιστρέψανε" τροποποιημένα στην Ελλάδα. μάγαδις: όργανο με είκοσι χορδές διαρθρωμένες σε οκτάβες. λύρα: έγχορδο όργανο με ηχείο καμωμένο από όστρακο χελώνας, τότε ακόμη χωρίς δοξάρι. (Δες και τις ετυμολογίες των λέξεων κιθάρα, λύρα στο ΛΚΝ.)

[7] πατερίζειν· σύγκρ. στα νέα ελλ. ο πάτερ, 'ο παπάς', από την κλητική πάτερ.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου