Τρίτη 27 Ιουνίου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

5. Το α΄ συνθετικό είναι κάποια άλλη επιρρηματική λέξη


§ 63. Εδώ συγκαταλέγονται μεμονωμένες περιπτώσεις που είναι κάπως διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά δεν μπορούν να ενταχθούν σε μεγαλύτερες ομάδες.

αἰει-γενέτης 'αιώνιος' (Όμ.), ἀεί-φρουρος 'σε διαρκή επιφυλακή' (Σοφ.), ἀεί-χλωρος 'πάντα πράσινος' (Ευφορίων).

παλαι-γενής 'γεννημένος πριν από χρόνια, ηλικιωμένος' (Όμ.), -φατος 'ειπωμένος από παλιά, πανάρχαιος' (Όμ.), -χθων 'επιχώριος από παλιά' (Αισχύλ.).

ἠρι-γένεια 'γεννημένη νωρίς (Ηώς)' (Όμ.) και ύστερα ἠρι-πόλη 'που κίνησε νωρίς' (Παλατινή Ανθολογία· και πάλι προσδιορίζει το Ηώς).

χαμαι-ευνής και -ευνάς 'που κείτεται στη γη' (Όμ.), -γενής 'γεννημένος στη γη' (Ομηρικοί ύμνοι), επίσης με έκθλιψη χάμ-ευνα 'αχυρόστρωμα' (Αισχύλ.)· αργότερα χρησιμοποιείται για τροποποιήσεις ονομάτων φυτών: χαμαί-πιτυς 'είδος πεύκου', -ράφανος 'αχλαδιά' κτλ.

§ 64. Το πᾰν- ως επίρρημα είναι πολύ συνηθισμένο· μερικά παραδείγματα από τον Όμηρο: παγ-χρύσεος, παμ-μέλας, -πρωτος, παν-αίολος 'πολύχρωμος', -άπαλος, -άποτμος 'πολύ δυστυχισμένος', -υπέρτατος, -ύστατος. Διαφορετικό είναι το παν-ῆμαρ· το παν-δαμάτωρ 'που όλα τα δαμάζει' (Όμ.) έχει αιτιατική αντικειμένου ή θεματικό πᾰν- (αντί για παντ- ή παντο-), όπως το πάν-νυχος παν-νύχιος 'ολονύκτιος' (Όμ.), που βασίστηκε κυρίως στο παν-ημέριος (Όμ.· παράγεται από το παν-ῆμαρ)· το πᾰν- ως θέμα απαντά και στα Παν-έλληνες (Όμ.), παμ-μήτειρα 'μητέρα όλων' (Ομηρικοί Ύμνοι), παμ-μήκης (Σοφ.), παν-δόκος 'που τους δέχεται όλους' (Πίνδ.)· παν-οῦργος 'πρόθυμος να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο, πανούργος' (κλασ.· παντουργός Σοφ.)· στα πιο παλιά παραδείγματα με το παντο- ανήκουν τα παντο-μισής 'πολύ μισητός' (Αισχύλ.), παντό-μορφος 'με πολλές μορφές' (Σοφ.) και πάντ-αρχος 'που κυβερνά τα πάντα' (Σοφ.).

δισ-θανής 'δυο φορές νεκρός' (Όμ.), τρισ-άθλιος, -άσμενος 'τριπλά ευχαριστημένος, μ' όλη του την καρδιά', -όλβιος κτλ. (κλασ. αλλά στον Όμηρο ε 306 ακόμη τρὶς μάκαρες Δαναοὶ καὶ τετράκις), επιπλέον δισ-χίλιοι,τρισ-μύριοι κτλ.

§ 65. Το ἡμι- (= λατ. s ē mi, πρβ. ἥμισυς) 'μισο-' συντίθεται με ουσιαστικά, και μάλιστα ως ουσιαστικό: ἡμί-θεος (Όμ.), ἡμί-ονος 'μισός γάιδαρος, μουλάρι' (Όμ.), ἡμι-τάλαντον 'μισό τάλαντο' (Όμ.), και ως επίθετο: ἡμι-τελής (από το τέλος) (Όμ.), ἡμί-οπος 'μισοτρυπημένος' (Αισχύλ.)· αργότερα και με ανεξάρτητα επίθετα: ἡμί-κακος (κλασ.), ἡμί-μεστος 'μισογεμάτος' (Πολυδεύκης), ιδίως με ρηματικά επίθετα: ἡμί-βρωτος 'μισοφαγωμένος' (Ξεν.), ἡμί-λουτος 'μισολουσμένος' (Κρατίνος)· πρβ. ἡμι-θνής 'μισοπεθαμένος' (Αριστοφ.).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου