Κυριακή 11 Ιουνίου 2023

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός 2. Νομοθέτες και τύραννοι

2.6. Το πολίτευμά μας αποκαλείται δημοκρατία


Η ανατροπή των τυράννων και η απώθηση των Σπαρτιατών άφησαν την Αθήνα ελεύθερη με ηγέτη τον Αλκμεωνίδη Κλεισθένη. (Η οικογένειά του είχε πάρει το όνομά της από τον παππού του Αλκμέωνα, που διακρίθηκε σε πολεμικές επιχειρήσεις της πόλης και συναναστράφηκε με τον Λυδό βασιλιά Κροίσο.) Ο πατέρας του ο Μεγακλής παντρεύτηκε την κόρη του τυράννου της Σικυώνας Κλεισθένη και έδωσε το όνομά του στον γιο του. Μετά την εκδίωξη του Ιππία και την ήττα των Σπαρτιατών ο Κλεισθένης επέστρεψε θριαμβευτικά από την εξορία και πρωτοστάτησε το 507 στη θεμελίωση της δημοκρατίας.

Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό των νέων πολιτικών μεταρρυθμίσεων ήταν ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκαν. Ο Κλεισθένης είχε ήδη διατελέσει άρχων και δεν μπορούσε να αναλάβει για δεύτερη φορά σημαντικό δημόσιο αξίωμα. Ούτε άλλωστε απέκτησε κάποια έκτακτη εξουσία. Για να επιφέρει αλλαγές στο πολίτευμα όφειλε να πείθει σε κάθε στάδιο τους συμπολίτες του. Τις προτάσεις του τις επεξεργαζόταν πρώτα η Βουλή των Τετρακοσίων και στη συνέχεια τις ενέκρινε με πλειοψηφία η Εκκλησία του Δήμου - όπως λειτουργούσε μετά τον Σόλωνα, με τη συμμετοχή όλων των πολιτών, ακόμη και των άκληρων θητών. Έτσι, η δημοκρατία θεσμοθετήθηκε στην Αθήνα με απόλυτα δημοκρατικές διαδικασίες. Μολονότι εμπνευστής των αλλαγών, ο Κλεισθένης παρέμεινε στη σκιά των εξελίξεων, ουδέποτε ανέλαβε ξανά δημόσιο αξίωμα και χάθηκε από την ιστορία χωρίς να αφήσει άλλα ίχνη.

Βάση των μεταρρυθμίσεων ήταν οι 140 (όπως υπολογίζουν οι μελετητές) δήμοι της Αττικής και οι δέκα νέες φυλές που αντικατέστησαν τις τέσσερις παλαιές. Με την ενηλικίωσή τους οι πολίτες γράφονταν πλέον στους καταλόγους των δήμων (το ληξιαρχικόν γραμματεῖον) και ασκούσαν στις συνελεύσεις τους πολλά από τα πολιτικά τους δικαιώματα. Από διάφορες απόψεις οι δήμοι ήταν το σχολείο της δημοκρατίας. Στο εξής οι πολίτες αποκαλούνταν με το όνομα, το πατρώνυμο και τον δήμο τους, όχι πλέον το γένος τους, ακόμη και όταν ήταν ευγενείς. Ο όρος δημοκρατία, εκτός από εξουσία του δήμου, δηλαδή των πολιτών, δήλωνε και την εξουσία των δήμων, δηλαδή των διοικητικών μονάδων στις οποίες ήταν ενταγμένοι οι πολίτες.

Οι φυλές συγκροτούνταν από τη συνένωση δήμων αλλά με έναν σύνθετο τρόπο. Η Αττική χωρίστηκε σε τρεις μεγάλες περιφέρειες, το Άστυ, την Παραλία και τη Μεσογαία. Κάθε φυλή περιλάμβανε τρεις ομάδες δήμων, που ονομάστηκαν τριττύες, μία από κάθε περιφέρεια. Στη νέα Βουλή των Πεντακοσίων, που αντικατέστησε την παλαιά των Τετρακοσίων, συμμετείχαν πενήντα βουλευτές από κάθε φυλή.

Η οργάνωση αυτή μοιάζει περίπλοκη, αλλά υπηρετούσε μια απλή και πρακτική ανάγκη. Αντί να εγγράφονται στις παλαιές φατρίας, που ήταν διάσπαρτες σε όλη την πόλη, οι πολίτες εγγράφονταν πλέον σε τοπικές ενώσεις, όπου καθένας γνώριζε και μπορούσε να ελέγξει τον άλλο. Στους δήμους τους οι πολίτες εξέλεγαν τους βουλευτές που προβλέπονταν, ανάλογα με το μέγεθός τους, ώστε να συγκεντρωθούν οι πενήντα κάθε φυλής. Με παρόμοιο τρόπο εκλέγονταν και οι άλλοι αξιωματούχοι. Κατά δήμους πάλι συγκροτούνταν, σε καιρό πολέμου, οι στρατιωτικές μονάδες της πόλης. Εφόσον όμως οι δήμοι ήταν μοιρασμένοι στις δέκα φυλές, καθεμία από αυτές αποτελούσε μικρογραφία της πόλης.

Κύριο χαρακτηριστικό των φυλών ήταν ότι περιλάμβαναν πολίτες, βουλευτές, αξιωματούχους και πολεμιστές από όλες τις γεωγραφικές περιοχές, τις πλούσιες και τις φτωχές, τις αγροτικές και τις ναυτικές, τις ορεινές και τις πεδινές.

Όταν οι Αθηναίοι ψήφισαν για πρώτη φορά τον νέο αυτό τρόπο οργάνωσης, διαλύθηκαν ήσυχα, όπως μπορούμε να υποθέσουμε, γράφτηκαν στους δήμους τους, εντάχθηκαν σε τριττῦας και φυλές και επέλεξαν πενήντα βουλευτές από κάθε φυλή. Η νέα Βουλή των Πεντακοσίων συγκροτήθηκε σε σώμα, συνήλθε και προετοίμασε, όπως όφειλε, τα θέματα που έπρεπε να συζητηθούν στην Εκκλησία του Δήμου. Οι πολίτες μαζεύτηκαν και πάλι στην Εκκλησία του Δήμου, συζήτησαν και ενέκριναν τις αλλαγές. Η δημοκρατία είχε βρει τον τρόπο να αυτορρυθμίζεται. Αυτό χρειάστηκε να επαναληφθεί αρκετές φορές τα επόμενα χρόνια.

Οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη περιλάμβαναν επίσης έναν εντελώς νέο θεσμό, που ονομαζόταν ὀστρακισμός. Σύμφωνα με αυτόν, μια φορά τον χρόνο οι Αθηναίοι καλούνταν να αποφασίσουν στην Εκκλησία του Δήμου, διά ανατάσεως της χειρός (διά ἐπιχειροτονίας, όπως έλεγαν) και χωρίς συζήτηση, εάν επιθυμούσαν να κινηθεί η σχετική διαδικασία. Σε περίπτωση που η πρόταση συγκέντρωνε την πλειοψηφία, οι Αθηναίοι μπορούσαν να εξορίσουν από την πόλη έναν ανεπιθύμητο συμπολίτη τους. Για τον σκοπό αυτό συνέρχονταν και πάλι στην αγορά, όπου κάθε πολίτης έγραφε, εφόσον το επιθυμούσε, ένα όνομα επάνω σε ὄστρακον, δηλαδή σε θραύσμα αγγείου. Στη συνέχεια γινόταν μια πρώτη καταμέτρηση των οστράκων. Εάν ήταν λιγότερα από 6.000, η διαδικασία δεν ολοκληρωνόταν και κανείς δεν εξοριζόταν. Εάν ήταν περισσότερα, γινόταν καταμέτρηση των ονομάτων που ήταν γραμμένα σε αυτά. Ο πολίτης του οποίου το όνομα είχε καταγραφεί τις περισσότερες φορές ήταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει την πόλη για δέκα χρόνια.

Μέσα στους δύο περίπου αιώνες που λειτούργησε η αθηναϊκή δημοκρατία εξορίστηκαν εννέα πολιτικοί -ίσως και κάποιοι ακόμη για τους οποίους δεν έχουν σωθεί ασφαλείς πληροφορίες- όλοι από το 487 έως το 417. Από τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησε ο θεσμός προκύπτει και ο σκοπός του. Η δημοκρατία είχε τη δυνατότητα να απομακρύνει από τον δημόσιο βίο τον πολιτικό που μπορούσε να σταθεί σοβαρό εμπόδιο στις αποφάσεις της πλειοψηφίας. Αυτό θεωρήθηκε αναγκαίο για να αποφευχθούν οι έκρυθμες καταστάσεις σε στιγμές μεγάλης πολιτικής έντασης.

Ο οστρακισμός ήταν, κατά κάποιο τρόπο, η απάντηση της δημοκρατίας σε μια ευρύτατα διαδεδομένη πρακτική. Σε όλα τα προηγούμενα καθεστώτα, τα αριστοκρατικά και τα τυραννικά, αυτοί που κατείχαν την εξουσία φόνευαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, τους εξόριζαν και ιδιοποιούνταν τις περιουσίες τους με τη μεγαλύτερη ευκολία. Ο Ισαγόρας, για παράδειγμα, εξόρισε από την Αθήνα, με τη βοήθεια των Σπαρτιατών, όχι μόνο τον Κλεισθένη αλλά και 700 οικογένειες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Με τον οστρακισμό η διαδικασία ήταν αυστηρά ελεγχόμενη και επέτρεπε την απομάκρυνση ενός μόνο πολίτη τον χρόνο. Ο πολίτης αυτός δεν έχανε ούτε την περιουσία ούτε τα πολιτικά του δικαιώματα, τα οποία μπορούσε να ασκήσει και πάλι ύστερα από δέκα χρόνια ή και νωρίτερα, εάν τον ανακαλούσε ο δήμος. Αλλά και η οικογένειά του δεν υφίστατο καμία βλάβη.

Οι Αθηναίοι, μάλιστα, αξιοποίησαν τη δυνατότητα που είχαν με μεγάλη σύνεση. Πρώτη φορά ενεργοποίησαν τον θεσμό είκοσι χρόνια μετά την καθιέρωσή του, στις έκρυθμες συνθήκες των Περσικών Πολέμων. Πρόθεσή τους δεν ήταν να αυθαιρετούν, αλλά να τερματίσουν, όσο ήταν δυνατόν, την αυθαιρεσία. Όταν κατάλαβαν ότι μπορούσε να γίνει κατάχρηση του θεσμού δεν τον ξαναχρησιμοποίησαν. Μαρτυρίες για οστρακισμούς υπάρχουν και από άλλες πόλεις: το Άργος, τα Μέγαρα, τη Μίλητο και, με την ονομασία πεταλισμός, τις Συρακούσες (όπου αντί για όστρακα χρησιμοποιούσαν φύλλα ελιάς, και αντί για δέκα χρόνια εξόριζαν τους επικίνδυνους πολιτικούς για πέντε).

Έξι χρόνια μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη η αθηναϊκή δημοκρατία απέκτησε επίσης δέκα στρατηγούς που εκλέγονταν για έναν χρόνο. Μόνοι αυτοί από τους άρχοντες μπορούσαν να επανεκλέγονται συνεχώς, χωρίς περιορισμούς. Στην αρχή διοικούσαν τον στρατό μαζί με τον πολέμαρχο, αλλά στη συνέχεια ανέλαβαν τη συνολική ευθύνη για τις στρατιωτικές υποθέσεις. Καθώς ο πόλεμος ήταν σχεδόν ενδημικός στον ελληνικό κόσμο, οι στρατηγοί έγιναν στην πραγματικότητα οι σημαντικότεροι πολιτικοί ηγέτες της δημοκρατίας.

Η αθηναϊκή δημοκρατία συνέχισε να αυτορρυθμίζεται τα επόμενα χρόνια. Η δημιουργία ισχυρού στόλου, με τον οποίο οι Αθηναίοι κυριάρχησαν στις θάλασσες, ανέδειξε τη σημασία και την αξία της τάξης των θητών, που κωπηλατούσαν στα πολεμικά πλοία. Η δημοκρατία είχε άλλωστε ανάγκη όλο και περισσότερους πολίτες ικανούς και πρόθυμους να διεκπεραιώσουν τις υποθέσεις της.

Οι σημαντικότερες αλλαγές ήταν τέσσερις: Το 487 αποφασίστηκε να γίνεται η επιλογή των εννέα αρχόντων με κλήρωση. Οι πρόσφατες πολεμικές εμπειρίες έπεισαν τους Αθηναίους ότι η εξουσία των στρατηγών δεν θα έπρεπε να τίθεται σε αμφισβήτηση από κανέναν άλλο αιρετό αξιωματούχο. Οι άρχοντες ήταν ασφαλώς ένας πατροπαράδοτος θεσμός που δεν ήταν εύκολο να καταργηθεί· μπορούσε όμως να χάσει τη σημασία του και να καταστεί υπόθεση ρουτίνας, την οποία ήταν άξιοι να αναλάβουν (σχεδόν) όλοι οι πολίτες των δύο ανώτερων τάξεων.

Το 461 περιορίστηκαν δραστικά οι αρμοδιότητες του Αρείου Πάγου. Τα όργανα της δημοκρατίας, η Βουλή των Πεντακοσίων, η Εκκλησία του Δήμου και τα δικαστήρια ήταν πλέον σε θέση να αναλάβουν όλες τις σημαντικές υποθέσεις της πόλης. Στην αρχαία Βουλή του Αρείου Πάγου απέμεινε έτσι μόνο μία βασική αρμοδιότητα, η εκδίκαση ανθρωποκτονιών όταν το θύμα ήταν Αθηναίος πολίτης. Ο Εφιάλτης, που ήταν εισηγητής της ριζοσπαστικής αυτής μεταρρύθμισης, είχε την υποστήριξη του δήμου και εξουδετέρωσε τις αντιδράσεις των συντηρητικών κύκλων της πόλης. Έπεσε όμως θύμα μιας από τις ελάχιστες πολιτικές δολοφονίες στην Αθήνα.

Το 457 αποφασίστηκε ότι στην κλήρωση από την οποία επιλέγονταν οι εννέα άρχοντες μπορούσαν να μετέχουν και οι ζευγίτες. Με την πολεμική τους ανδρεία ως οπλίτες είχαν κατακτήσει και αυτοί το δικαίωμα να διεκδικούν ένα αξίωμα που δεν συνοδευόταν άλλωστε από πραγματική εξουσία, αλλά προσέδιδε τιμή σε αυτόν που το κατείχε.

Λίγο αργότερα έγινε και η τελευταία μεγάλη αλλαγή στο πολίτευμα, όταν κρίθηκε σκόπιμο να λαμβάνουν μισθό οι πολίτες που κληρώνονταν δικαστές, βουλευτές ή σε άλλα αξιώματα. Από τον 4ο αιώνα μισθό έπαιρναν και όσοι εμφανίζονταν στην Εκκλησία του Δήμου. Τα όργανα της δημοκρατίας συνεδρίαζαν πλέον τακτικά, και η συμμετοχή των φτωχότερων πολιτών σε αυτά γινόταν προβληματική. Ο μισθός δεν ήταν μεγάλος, αλλά επέτρεπε στους πάντες να δραστηριοποιούνται, χωρίς να ανησυχούν για την καθημερινή τους επιβίωση. Εισηγητής του νόμου ήταν ο Περικλής, εγγονός του Κλεισθένη από τη μητέρα του. Είχε ξεκινήσει την πολιτική του σταδιοδρομία ως συνεργάτης του Εφιάλτη και, μετά τη δολοφονία του τελευταίου, κυριάρχησε στην Αθήνα για 32 χρόνια. Εξελέγη στρατηγός περισσότερες από 20 φορές.

Τα βασικότερα όργανα της δημοκρατίας ήταν η Εκκλησία του Δήμου, όπου λαμβάνονταν όλες οι σημαντικές πολιτικές αποφάσεις, και το δικαστήριο, όπου εκδικάζονταν όλες οι σημαντικές δικαστικές υποθέσεις. Τον έλεγχο και των δύο οργάνων είχε χωρίς διάκριση ο αθηναϊκός δήμος, δηλαδή το σύνολο των πολιτών. Στην Εκκλησία δικαίωμα συμμετοχής, παρέμβασης, υποβολής προτάσεων και ψήφου είχαν όλοι οι ενήλικοι Αθηναίοι πολίτες· στο δικαστήριο είχαν δικαίωμα συμμετοχής μετά τη συμπλήρωση του τριακοστού έτους της ηλικίας τους. Τα όργανα αυτά υπήρχαν ήδη από την εποχή του Σόλωνα, αλλά με τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη η Εκκλησία συνερχόταν πλέον τακτικά και όχι ευκαιριακά, ενώ το δικαστήριο έκρινε τις περισσότερες υποθέσεις εξαρχής, χωρίς να έχει προηγηθεί έφεση.

Τα δύο βασικά όργανα της δημοκρατίας έπρεπε να είναι ταυτοχρόνως αντιπροσωπευτικά και αποτελεσματικά, έπρεπε δηλαδή να λαμβάνουν γρήγορα αποφάσεις και οι αποφάσεις αυτές να εκφράζουν τη βούληση των περισσότερων πολιτών. Τη λύση έδινε ο αριθμός 6.000, δηλαδή το ένα πέμπτο των πολιτών την εποχή του Κλεισθένη. Εκτός από τον οστρακισμό, ο ίδιος αριθμός πολιτών έπρεπε να συμμετέχει στην Εκκλησία για να είναι έγκυρες διάφορες σημαντικές αποφάσεις, όπως η απονομή πολιτικών δικαιωμάτων σε ξένους. Οι αρχαιολογικές έρευνες επιβεβαιώνουν άλλωστε ότι αυτή ήταν η χωρητικότητα της Πνύκας, όπου συγκεντρωνόταν η Εκκλησία. Η πληρότητά της βεβαίωνε ότι ο απαραίτητος αριθμός είχε συγκεντρωθεί. 6.000 πολίτες κληρώνονταν κάθε χρόνο και για να επανδρώσουν το δικαστικό σώμα, από το οποίο, πάλι με κλήρωση, επιλέγονταν κάθε μέρα τα μέλη των διαφόρων τμημάτων του που καλούνταν να εκδικάσουν τις τρέχουσες υποθέσεις.

Στην Εκκλησία, που συνερχόταν σαράντα ή και περισσότερες φορές τον χρόνο, οι αποφάσεις λαμβάνονταν συνήθως με ανάταση της χειρός, σπάνια με καταμέτρηση βότσαλων (ψήφων). Οι συνεδριάσεις κρατούσαν συνήθως από την ανατολή του ήλιου έως το μεσημέρι, επιτρέποντας σε αυτούς που κατοικούσαν μακριά από το κέντρο να επιστρέψουν στις εργασίες και τις κατοικίες τους εγκαίρως. Τα δικαστήρια αποφάσιζαν επιτόπου, μόλις οι αντίδικοι ολοκλήρωναν τις αγορεύσεις τους, πάντα με καταμέτρηση ψήφων και χωρίς να προηγηθεί καμία συζήτηση. Οι αποφάσεις τους ήταν τελεσίδικες.

Κανένα θέμα δεν μπορούσε να εισαχθεί στην Εκκλησία για συζήτηση χωρίς να έχει πρώτα υποστεί επεξεργασία και κωδικοποίηση (προβούλευσιν) στη Βουλή των Πεντακοσίων. Αυτή ήταν ίσως μια από τις σημαντικότερες καινοτομίες της δημοκρατίας. Η Εκκλησία έπαιρνε τις τελικές αποφάσεις με ταχύτητα και αυτοπεποίθηση, επειδή όλη η προεργασία είχε γίνει σε ένα σχετικά μικρό αλλά τελείως αντιπροσωπευτικό σώμα. Η Βουλή είχε επίσης διάφορες άλλες αρμοδιότητες, οικονομικές και διπλωματικές. Για να διεκπεραιώσει τις εργασίες της, πάντως, δεν χρειαζόταν να συνέρχεται συχνά σε ολομέλεια. Οι πενήντα βουλευτές που κληρώνονταν από κάθε φυλή ονομάζονταν πρυτάνεις και αναλάμβαναν τις περισσότερες υποθέσεις του σώματος για το ένα δέκατο του έτους. Κανένας Αθηναίος δεν επιτρεπόταν να διατελέσει βουλευτής περισσότερες από δύο φορές στη ζωή του, και αυτές όχι συνεχόμενες.

Εκτός από τους εννέα άρχοντες και τους δέκα στρατηγούς, διάφορες αρμοδιότητες αναλάμβαναν και άλλοι, κατώτεροι αξιωματούχοι, που ονομάζονταν επίσης άρχοντες. Τα καθήκοντά τους ήταν στρατιωτικά, δικαστικά, θρησκευτικά, αγορανομικά, δημόσιας τάξης, καθαριότητας και επίβλεψης δημόσιων έργων. Σχεδόν όλοι κληρώνονταν και είχαν θητεία για έναν χρόνο. Στο τέλος της θητείας τους όλοι οι άρχοντες, μικροί και μεγάλοι, έδιναν λόγο για τα πεπραγμένα τους (εὔθυναι). Ως στοιχειώδες σώμα καταστολής και αστυνόμευσης της πόλης λειτουργούσε μια ομάδα από 300 Σκύθες δούλους που αποκαλούνταν ῥαβδοῦχοι, και των οποίων οι δικαιοδοσίες ήταν εξαιρετικά περιορισμένες.

Η πρώτη μεγάλη δοκιμασία της αθηναϊκής δημοκρατίας προέκυψε ήδη από τη στιγμή που δημιουργήθηκε, όταν κλήθηκε να αποκρούσει τους Σπαρτιάτες. Η δεύτερη μεγάλη δοκιμασία ήρθε με την απόβαση των Περσών στον Μαραθώνα, όταν ήταν μόλις 17 ετών. Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα βεβαίωσε τους περισσότερους Αθηναίους ότι η δημοκρατία ήταν το πολίτευμα που τους ταίριαζε καλύτερα.

Οι Αθηναίοι ισχυρίζονταν ότι το πολίτευμά τους ήταν το μεγάλο παράδειγμα της δημοκρατίας. Στην καθιέρωσή του απέβλεπαν οι πολίτες πολλών άλλων πόλεων, ιδίως οι άποροι ή οι λιγότερο εύποροι. Μάλιστα, παρά την αποφασιστική συμβολή του Κλεισθένη και του Εφιάλτη στην ολοκληρωμένη του οργάνωση, πολλοί υποστήριζαν ότι πραγματικός θεμελιωτής της δημοκρατίας ήταν ήδη ο Σόλων. Υπάρχουν, πάντως, σοβαρές ενδείξεις που δίνουν την εντύπωση ότι άλλες πόλεις είχαν ήδη κάνει αποφασιστικά βήματα προς τη δημοκρατία πριν από τον Κλεισθένη.

Σύμφωνα με επιγραφική μαρτυρία, η Χίος διέθετε Βουλή και Εκκλησία ήδη πριν από το 550 - μολονότι δεν διατηρήθηκαν για μεγάλο διάστημα. Την ίδια περίπου εποχή η Κυρήνη υπέστη μια συντριπτική ήττα από τους Λίβυες. Αντιμετωπίζοντας σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, οι Κυρηναίοι ζήτησαν τη συμβουλή του μαντείου των Δελφών. Η πρώτη μεταρρύθμιση του νομοθέτη που προσκάλεσαν, σύμφωνα με την απόκριση της Πυθίας, ήταν η αναδιάρθρωση των φυλών, ώστε να αναμειχθούν οι πολίτες μεταξύ τους. Στις νέες φυλές θεμελιώθηκε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, αφήνοντας στον βασιλιά μόνο ιερατικά καθήκοντα.

Κρίνοντας από το αθηναϊκό πολίτευμα, το μόνο για το οποίο υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες, συμπεραίνουμε ότι πέντε ήταν οι βασικές αρχές μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης: Πρώτον, όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονταν με την αρχή της πλειοψηφίας. Δεύτερον, δικαίωμα ψήφου είχαν όλοι οι (άρρενες) πολίτες, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση. Τρίτον, οι αποφάσεις λαμβάνονταν σε συνελεύσεις των πολιτών, ύστερα από επεξεργασία στη Βουλή. Τέταρτον, όλοι όσοι αναλάμβαναν αξιώματα λογοδοτούσαν μετά το τέλος της θητείας τους, που συνήθως διαρκούσε έναν χρόνο. Πέμπτον, ενώ για τα στρατιωτικά και ορισμένα οικονομικά αξιώματα οι άρχοντες εκλέγονταν, για όλα τα υπόλοιπα κληρώνονταν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου