Δευτέρα 15 Μαΐου 2023

Σωκράτης: Πόσο ακαταμάχητος πρέπει να είναι ο Χαρμίδης, αν έχει ένα ακόμα μικρό προσόν

(ΣΩΚΡΑΤΗΣ) : Ήρθα χθες το βράδυ από το στρατόπεδο της Ποτίδαιας και, επειδή ξαναγύριζα μετά από πολύ καιρό, πήγαινα με χαρά να επισκεφθώ τα μέρη όπου συνήθιζα να συχνάζω. Μπήκα λοιπόν στην παλαίστρα του Ταυρέας, απέναντι από το ιερό της Βασίλης, όπου βρήκα πολλούς, άλλους άγνωστους σε μένα, αλλά τους περισσότερους γνωστούς μου. Μόλις με είδαν να μπαίνω απροσδόκητα, άρχισαν αμέσως να με χαιρετούν από μακριά, άλλος από εδώ κι άλλος από εκεί. Ο Χαιρεφών όμως, έτσι τρελός που είναι, πηδώντας ανάμεσα απ’ όλους έτρεξε προς το μέρος μου και μου έπιασε το χέρι λέγοντας: Πώς σώθηκες, Σωκράτη, από τη μάχη; Διότι, λίγο πριν φύγω, είχε γίνει μάχη στην Ποτίδαια, την οποία μόλις είχαν πληροφορηθεί οι παρευρισκόμενοι.

Κι εγώ απαντώντας του είπα: Καθώς βλέπεις κι εσύ.

Έχουμε ωστόσο πληροφορηθεί, είπε ο Χαιρεφών, ότι η μάχη ήταν πολύ σκληρή και πολλοί γνωστοί μας σκοτώθηκαν σε αυτή.

Η πληροφορία, είπα εγώ, είναι απόλυτα αληθινή.

Πες μας, είπε αυτός, ήσουν στη μάχη;

Ήμουν. Έλα τότε, είπε, κάθισε και διηγήσου μας, διότι δεν έχουμε μάθει ακόμη σαφώς όλα τα γεγονότα. Και συνάμα με βάζει να καθίσω κοντά στον Κριτία, τον γιο του Καλλαίσχρου. Καθώς λοιπόν καθόμουν, χαιρέτισα τον Κριτία και τους άλλους και τους εξιστόρησα τα γεγονότα από το στρατόπεδο, απαντώντας σε ό,τι με ρωτούσε καθένας· άλλος ρωτούσε το ένα κι άλλος το άλλο.

Όταν εξαντλήθηκε το θέμα, τους ρώτησα κι εγώ για τα εδώ, δηλαδή για τη φιλοσοφία, σε ποια κατάσταση βρίσκεται αυτό τον καιρό, και για τους νέους, αν διακρίθηκε κάποιος ανάμεσά τους για τη σοφία ή για το κάλλος ή και για τα δυο. Ο Κριτίας τότε, στρέφοντας το βλέμμα προς την πόρτα, είδε κάποιους νεαρούς να μπαίνουν και να βρίζουν ο ένας τον άλλο, ακολουθούμενοι από άλλο πλήθος. Για τους ωραίους, είπε, Σωκράτη, νομίζω ότι θα μάθεις αμέσως· διότι αυτοί που μπαίνουν τυχαίνει να είναι οι πρόδρομοι και εραστές εκείνου που σήμερα θεωρείται ο ομορφότερος μου φαίνεται μάλιστα ότι και αυτός κάπου εδώ κοντά βρίσκεται.

Ποιος είναι, ρώτησα εγώ, και τίνος γιος;

(ΚΡΙΤΙΑΣ): Τον γνωρίζεις, αν δεν κάνω λάθος, κι εσύ, είπε, όταν όμως έφυγες, δεν είχε ενηλικιωθεί ακόμη. Είναι ο Χαρμίδης, ο γιος του θείου μου του Γλαύκωνα, εξάδελφός μου.

Ασφαλώς και τον γνωρίζω, μα τον Δία, είπα εγώ· διότι και τότε που ήταν ακόμα παιδί, δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητος, τώρα βέβαια θα είναι πια, πιστεύω, ένας πολύ καλοφτιαγμένος έφηβος.

Θα μάθεις αμέσως, είπε, και πόσο μεγάλωσε και πόσο όμορφος είναι. Και καθώς έλεγε αυτά, μπαίνει μέσα ο Χαρμίδης.

Εγώ λοιπόν, φίλε μου, δεν μπορώ να κρίνω· διότι είμαι εντελώς λευκή στάθμη σχετικά με τους ωραίους -αφού όλοι σχεδόν οι νέοι ωραίοι μου φαίνονται αυτός όμως και τότε αξιοθαύμαστος μου φάνηκε στο ανάστημα και στην ομορφιά, αλλά και όλοι οι άλλοι μου φαίνονταν ερωτευμένοι μαζί του – τόση έκπληξη και ταραχή πάθαιναν μόλις έμπαινε μέσα – ενώ και πολλοί άλλοι εραστές τον ακολουθούσαν από πίσω. Για εμάς τώρα τους άνδρες αυτό ήταν λιγότερο παράξενοι εγώ όμως πρόσεξα ότι και από τα παιδιά, κανένα δεν γύριζε αλλού το βλέμμα του, ούτε και το μικρότερο, αλλά όλοι τον κοίταζαν σαν να ήταν άγαλμα. Τότε ο Χαιρεφών με φώναξε και είπε: Πώς σου φαίνεται ο νεαρός, Σωκράτη; Δεν έχει ωραίο πρόσωπο;

Υπερβολικά, είπα.

Αλλά κι αν θελήσει να γδυθεί, είπε, θα σου φανεί σαν να μην έχει πρόσωπο τόσο όμορφος είναι σ’ ολόκληρο το σώμα.

Όλοι συμφώνησαν με τα λόγια του Χαιρεφώντα. Ω Ηρακλή, είπα εγώ, πόσο ακαταμάχητο περιγράφετε τον άνδρα, αν συμβεί να έχει ακόμα κι ένα μόνο μικρό προσόν.

Τι; είπε ο Κριτίας.

Αν τυχαίνει να έχει γεννηθεί με καλή ψυχή.

Ω Ηρακλή, είπα εγώ, πόσο ακαταμάχητο περιγράφετε τον άνδρα, αν συμβεί να έχει ακόμα κι ένα μόνο μικρό προσόν.

Τι; είπε ο Κριτίας.

Αν τυχαίνει να έχει γεννηθεί με καλή ψυχή. Πρέπει, νομίζω, τέτοιος να είναι αυτός, Κριτία, αφού ανήκει στη δική σας οικογένεια.

Ναι, αποκρίθηκε, αλλά και σε αυτά είναι πολύ και καλός και χρηστός.

Γιατί λοιπόν να μην τον απογυμνώσουμε ως προς αυτό ακριβώς το μέρος και να μην το παρατηρήσουμε πριν από τη σωματική ομορφιά; Διότι, οπωσδήποτε, κατά τη γνώμη μου, στην ηλικία που είναι, θα θέλει πια να συζητήσει.

Και βέβαια, είπε ο Κριτίας, διότι και τη φιλοσοφία αγαπά και έχει ιδιαίτερη κλίση προς την ποίηση, όπως πιστεύουν και οι άλλοι και ο ίδιος.

Τούτο το προτέρημα, αγαπητέ Κριτία, το έχετε από παλιά από τη συγγένεια με τον Σόλωνα. Γιατί όμως δεν μου παρουσιάζεις τον νεαρό, καλώντας τον εδώ; Διότι φυσικά, ακόμα κι αν τύχαινε να είναι ακόμα πιο νέος δεν θα ήταν άπρεπο να συζητά μαζί μας ενώπιόν σου, αφού είσαι κηδεμόνας και συνάμα εξάδελφός του.

Σωστά μιλάς, είπε, ας τον καλέσουμε. Και ταυτόχρονα είπε στον ακόλουθό του: Παιδί, φώναξε τον Χαρμίδη και πες του πως θέλω να τον συστήσω σ’ ένα γιατρό για την αρρώστια που μου έλεγε νωρίτερα ότι έχει πάθει. Και ο Κριτίας στρεφόμενος σε μένα είπε: Μου παραπονέθηκε πριν λίγο ότι αισθάνεται κάποιο βάρος στο κεφάλι, όταν σηκώνεται το πρωί τι σε εμποδίζει όμως να προσποιηθείς απέναντί του ότι γνωρίζεις κάποιο φάρμακο για τον πονοκέφαλο;

Τίποτα, είπα- φτάνει να έρθει. Μα θα έρθει, μου είπε.

Έτσι και έγινε. Ήρθε, και προκάλεσε πολύ γέλιο διότι καθένας από μας που καθόμαστε άρχισε να σπρώχνει τον διπλανό του βιαστικά, για να καθίσει κοντά του, μέχρις ότου από τους δυο τελευταίους που κάθονταν στα άκρα, αναγκάσαμε τον ένα να σηκωθεί και τον άλλο τον ρίξαμε προς τα πλάγια. Εκείνος όμως, μόλις ήρθε, κάθισε ανάμεσα σε μένα και στον Κριτία. Τότε όμως, φίλε μου, ένιωσα μια αμηχανία κι έχασα το προηγούμενο θάρρος που είχα, ότι θα μπορούσα τάχα πολύ εύκολα να συζητήσω μαζί του κι όταν, αφού του είπε ο Κριτίας ότι εγώ ήμουν αυτός που γνώριζε το φάρμακο, με κοίταξε κατάματα – αδύνατο να περιγράψω πώς- κι ετοιμαζόταν να με ρωτήσει, ενώ όλοι όσοι βρίσκονταν στην παλαίστρα έκαναν κύκλο γύρω μας, τότε πια, φίλε μου, είδα μέσα από τα ρούχα και άναψα κι έχασα πια το μυαλό μου και θεώρησα σοφότατο τον Κυδία στα ερωτικά, όταν συμβούλευε ένα φίλο του για κάποιο ωραίο παιδί λέγοντας, «Ελάφι εσύ, πρόσεξε μην αντικρίσεις το λιοντάρι, γιατί θα γίνεις λεία του» έτσι κι ο ίδιος πίστεψα πως έχω γίνει θύμα ενός τέτοιου θηρίου. Όταν όμως με ρώτησε αν γνώριζα το φάρμακο για τον πονοκέφαλο, κατάφερα να του απαντήσω ότι το γνώριζα.

Ποιο είναι λοιπόν; ρώτησε.

Τότε του απάντησα ότι αυτό είναι κάποιο βότανο και ότι μαζί με το φάρμακο πηγαίνουν και κάτι ξόρκια, τα οποία, αν έλεγε κάποιος ταυτόχρονα με τη χρησιμοποίηση του φαρμάκου, αυτό θα τον θεράπευε τελείως χωρίς τα ξόρκια όμως, το βότανο δεν ωφελεί καθόλου. Τότε μου είπε: Θα αντιγράψω από σένα τα ξόρκια.

Με ποιον από τους δύο τρόπους, αν με πείσεις ή και δίχως να με πείσεις;

Γέλασε και απάντησε: Αν σε πείσω, Σωκράτη. Ας είναι, είπα· γνωρίζεις λοιπόν ακριβώς το όνομά μου;

Θα ήμουν αδικαιολόγητος, αν δεν το γνώριζα, είπε διότι πολύς λόγος γίνεται για σένα μεταξύ των συνομήλικών μου και θυμάμαι μάλιστα ότι και όταν ήμουν παιδί, συναναστρεφόσουν με αυτόν εδώ τον Κριτία.

Ωραία, αποκρίθηκα· γι’ αυτό τώρα θα σου μιλήσω πιο ελεύθερα για τα ξόρκια, τι είδους είναι πριν από λίγο δεν ήξερα με ποιο τρόπο να σου δείξω τη δύναμή τους. Τα ξόρκια λοιπόν, Χαρμίδη, είναι τέτοια, ώστε δεν μπορούν να θεραπεύσουν μόνο τον πονοκέφαλο, αλλά όπως ακριβώς και οι καλοί γιατροί, όπως κι εσύ ίσως έχεις ήδη ακούσει, όταν τους επισκεφθεί κάποιος με πονόματο, του λένε πως δεν μπορούν να επιχειρήσουν να του γιατρέψουν μόνο τα μάτια, αλλά πως είναι ανάγκη να φροντίσουν συγχρόνως και το κεφάλι του, αν πρόκειται να γίνουν καλά τα μάτια· και λένε επίσης ότι το να νομίζει κάποιος πως είναι δυνατό να θεραπευτεί χωριστά το κεφάλι, χωρίς να θεραπευτεί μαζί ολόκληρο το σώμα, είναι μεγάλη ανοησία. Γι’ αυτό τον λόγο καθορίζοντας διαιτητικές αγωγές για όλο το σώμα, μαζί με το σύνολο προσπαθούν να θεραπεύσουν και να κάνουν καλά το μέρος μαζί με το όλο ή μήπως δεν ξέρεις πως αυτά λένε οι γιατροί και πως έτσι έχουν τα πράγματα;

Ασφαλώς, είπε.

Νομίζεις λοιπόν πως είναι σωστή αυτή η άποψη και την αποδέχεσαι;

Πιο σωστή απ’ όλες, είπε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου