Κυριακή 2 Απριλίου 2023

Οι οικονομικές απόψεις των Σωκρατικών στα έργα του Πλάτωνος, του Αριστοτέλη και του Ξενοφώντος

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Νομίζω ότι δεν είναι υπερβολή αν ισχυρισθούμε ότι ο σημερινός συνάνθρωπος μας στην Ελλάδα θεωρεί ότι η «οικονομία» γενικά και τα της οικονομίας είναι «φρούτο» αποκλειστικά Δυτικοευρωπαϊκής προελεύσεως. Βέβαια σ’ αυτό δεν φταίει μόνο ο σύγχρονος Έλληνας, αλλά και όλη η σύγχρονη περιρέουσα κοινωνία μας και οι επιλογές του κοινωνικού-πολιτισμικού βίου της. Μεγαλύτερη κατάπληξη προκαλεί όμως το γεγονός, ότι το ίδιο πάνω – κάτω «λογισμικό» διακατέχει και εκείνους (εκτός κάποιων όντως λαμπρών εξαιρέσεων) από τους οποίους θα ανέμενε κανείς την ύπαρξη σχετικών αντισωμάτων ιστορικής επίγνωσης, δηλαδή από τους «διδασκάλους» μας. Με την ενασχόληση με τα προσφάτως πολύ της «μόδας» ερευνητικά πεδία της Γνώσης, της Καινοτομίας αλλά και της (Διανοητικής) Επιχειρηματικότητας ήρθαν στο προσκήνιο, σαν μια άλλη αρχαιολογική ανασκαφή, τα έργα κάποιων αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και διανοητών. Πρόκειται για τους Προσωκρατικούς (π.χ. τους Ελεάτες – Veli σήμερα κοντά στο Σαλέρνο της Ιταλίας – Παρμενίδη και Ζήνωνα), τους Σωκρατικούς Πλάτωνα, Αριστοτέλη και Ξενοφώντα, αλλά και του ίδιο το Σωκράτη. Χωρίς αμφιβολία οι προαναφερθέντες είναι πασίγνωστοι σε όλο τον κόσμο, ως «φιλόσοφοι». Δεν είναι όμως γνωστοί για τις οικονομικές σκέψεις και τοποθετήσεις τους, δεν τους γνωρίζουμε δηλαδή σαν τους «οικονομολόγους» της αρχαιότητος και μάλιστα με κύρος και ισχύ επιχειρημάτων ως τις ημέρες μας. Όλοι τους είναι πρωτοπόροι στους τομείς της ευρύτερης οικονομικής σκέψης και καθένας από αυτούς έχει και την «πατρότητα» κάποιων συγκεκριμένων οικονομικών σκέψεων, δογμάτων και θεωριών. Γενικά μπορούν να θεωρηθούν όλοι τους τουλάχιστον ως οι πρώτοι «διδάξαντες» την «οικονομία», αν όχι ως οι «πατέρες της οικονομίας», όπως αυτό λέγεται για τον Αδάμ Σμιθ.

Πλάτων

Όσο για τον μαθητή του Σωκράτη Πλάτωνα και πέρα από την λίγο-πολύ γνωστή φιλοσοφία του των ιδεών μπορούμε να πούμε ότι είναι ο κατ’ εξοχήν φιλόσοφος η «οικονομολόγος» της κοινοκτησίας. Ο Πλάτων λοιπόν φθάνει σε σημείο να διατυπώνει επαναστατικές για την εποχή του θέσεις. Φρονεί ότι η σύλληψη της «Πολιτείας», ως κοινωνικού-οικονομικού-πιιλτικού φαινομένου, είναι τόσο μεγάλη, που μόνο λίγοι και όντως «φιλόσοφοι» μπορούν να την ενστερνισθούν. Ο κοινός άνθρωπος συνεχίζει είναι άπληστος με ροπή προς την «χρηματιστική», δηλαδή το κυνήγι του χρήματος για το χρήμα (ηδονισμός). Η δε σχετική παρατήρηση του, «ότι «πᾶς γάρ ὁ τ’ ἐπί γῆς καί ὑπό γῆς χρυσός ἀρετῆς οὐκ ἀντάξιος» μας παραπέμπει στο ευαγγελικό χωρίο «τί δέ ὠφελήσει ἄνθρωπο ἐάν… τήν ψυχήν αὐτού ἀπωλέσει;». Θέλει σε κάθε περίπτωση το πρωτείο της αρετής και όχι των χρημάτων και δια αυτό λέγει « …χρημάτων ἐπιμέλειαν … εἰρήκαμεν ὡς χρή τελευταῖον τιμᾶν» . Η προσήλωση του στο ιδεώδες της αρετής, της ευνομίας και της δικαιοσύνης προσλαμβάνει τέτοιες διαστάσεις, ώστε να μην διστάζει να θεωρεί άτοπο να ιδρύεται η «Πολιτεία» εγγύς της θαλάσσης. Διότι έτσι θα αποφεύγεται το καπηλικόν εμπόριον, δηλαδή το λιανικό η μικρεμπόριο , που κατά τον Πλάτωνα ευθύνεται για την κατάπτωση των ηθών των πολιτών . Είναι όμως της γνώμης ότι ο θεσμός του εμπόρου και δη του μεγαλέμπορου είναι απαραίτητος για την Πολιτεία, διότι «μένοντες αὐτούς περί τήν ἀφοράν… ἀντ’ ἀργυρίου ἀλλάξασθαι…ὅσοι τι δέονται πριᾶσθαι» . Από την άλλη μεριά διατυπώνει ως πρώτος στην παγκόσμια οικονομική ιστορία την σκέψη του καθορισμού των τιμών των αγαθών από την Πολιτεία. Γίνεται δηλαδή ο πρόδρομος του «σοσιαλιστικού» συστήματος της «κεντρικής διακυβέρνησης» με πρωταρχικό όμως σκοπό την διατήρηση της αρετής και την αποφυγή της κερδοσκοπίας (“χρηματιστικής”). Απόλυτα συνεπής στις τοποθετήσεις του ο Πλάτων διατυπώνει και την σχετική θεωρία του για το νόμισμα, ως έχοντος συμβολική, αντικειμενική ή εξωγενή αξία και όχι μεταλλική, εσωτερική ή ενδογενή αξία. Έτσι ο Πλάτων είναι ο πρώτος που υιοθετεί την συμβολική, αντί-χρηματιστική και αντί-ηδονιστική θεωρία της μη μεταλλικής αξίας του χρήματος. Παρόλο που ο Πλατων φαίνεται να αποκρούει την είσπραξη τόκου για δανεισθέντα κεφάλαια δεν αντίκειται πλήρως στο θεσμό αυτό, καθώς θεωρεί εύλογο να καταβάλλεται τόκος ενός οβολού το μήνα δια μια δανεισθείσα δραχμή. Είναι νομίζω περιττό να τονισθεί ότι η κιβδηλεία του νομίσματος για τον Πλάτωνα ήταν «κόκκινο» πανί. Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι η οικονομική σκέψη του Πλάτωνα περιστρέφεται πάντα γύρω από το θέμα της «ηθικής τάξεως» της Πολιτείας. Είναι τα σαφή όρια και περιθώρια μέσα στα οποία κάθε άτομο και κάθε ατομικό συμφέρον μπορούν να δρουν και να αντιδρούν.

Αριστοτέλης

Αν ο Πλάτων «πέρασε» στην ιστορία της οικονομικής σκέψης ως ο «πατέρας» της κοινοκτησίας, ο αντάξιος μαθητής του Αριστοτέλης κατέχει κατ’ αρχάς την πατρότητα της «ιδιοκτησίας», αλλά και μια σειρά άλλων «πρωτιών» και πατροτήτων. Είναι ο κατά εξοχήν κολοσσός της ανθρώπινης διάνοιας, που μόνο ο Μ. Βασίλειος μπορεί να σταθεί πάνω από αυτόν. Οι κυριότερες οικονομικές του σκέψεις ευρίσκονται στα έργα του «Πολιτικά», «Ηθικά Νικομάχεια», «Ρητορική», «Οικονομικά» και «Ρητορική προς Αλέξανδρον». Τα έργα του Αριστοτέλη και η οικονομική του σκέψη ήρθαν στην Ευρώπη μέσω των αραβικών επιδρομών. Άραβες και Εβραίοι διανοούμενοι έκαναν τον Αριστοτέλη γνωστό στην σημερινή Δυτική Ευρώπη, διότι μέχρι τότε (περί το 1100 μ. Χ. περίπου) μόνο ο Πλάτων ηταν γνωστός, ο οποίος και «εγκαταλείφθηκε» άρδην από τους διανοούμενους του Μεσαίωνα και δη των Σχολαστικών. Αυτοί αναβίβασαν την «ηθική τάξη» των Σωκρατικών σε ασκητικό «δόγμα» και έτσι προκάλεσαν την αντίδραση των «Εμποροκρατών», οι οποίοι υιοθέτησαν για πρώτη φορά στην ιστορία του κόσμου την ανατροπή του ποιοτικού «ηθικού κανόνα» (αρετή, δικαιοσύνη, ηθική) και τον αντικατέστησαν με τον ποσοτικό υλικό ή υλιστικό χρηματιστικό κανόνα (πληθυσμός, πλούτος, δύναμις), του οποίου τις συνέπειες βλέπουμε ακόμη και σήμερα σαν ανταγωνισμό Οικονομίας (πραγματική οικονομία) και Χρηματιστικής (χρηματιστηριακή οικονομία). Βέβαια αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι οι Σχολαστικοί ακολούθησαν τον Αριστοτέλη και στην άποψη του για την δημιουργία του κόσμου, όπου δηλαδή οι θεοί δημιούργησαν τον κόσμο και οι θνητοί κάνουν χρήση των παρεχομένων αγαθών (πόρων) της φύσεως. Τα προκύπτοντα δε αγαθά της παραγωγικής ή μετασχηματιστικής διαδικασίας διαιρεί ο Αριστοτέλης σε ποιητικά όργανα (μέσα παραγωγής) και πρακτικά (μέσα κατανάλωσης). Ο Αριστοτέλης είναι αυτός που πρώτος ασχολήθηκε εμβριθώς με φαινόμενα της Οικονομικής και διατύπωσε συν τοις άλλοις και την θεωρία της Αξίας (Value Theory), διακρίνοντας χρηστική (“οἰκείαν χρῆσιν”) και ανταλλακτική (“ἀλλαγῇς ἕνεκεν”) αξία αγαθών . Με βάση αυτές τις απόψεις στην περίπτωση «της ιδίας χρήσης» ή ωφέλειας (utility) ως κύριου κριτήριου αποτίμησης των αγαθών, διατυπώθηκε η θεωρία της Ωφελιμότητας (Utility Theory), αλλά και της Ελαστικότητας της Ζήτησης (Νόμος Ζήτησης) . Θέτοντας πάλι ως κύριο κριτήριο το ιστορικό κόστος ύλης / εργασίας στην δεύτερη περίπτωση, έγινε ο πρόδρομος του Ιστορικού Υλισμού (Κουμμουνιστικό Μανιφέστο) του Καρόλου Μαρξ. Η διαφορά μεταξύ των θέσεων του φιλοσόφου και των συγχρόνων «ερμηνευτών του (είτε της υποκειμενικής αξίας, είτε της αντικειμενικής αξίας) έγκειται στην «εστίαση» των οικονομικών φαινομένων, καθώς ο Αριστοτέλης (χαρακτηριστικό και αυτό της αρχαίας ελληνικής σκέψης) δεν βλέπει τα φαινόμενα τμηματικά, ξεκομμένα, αλλά λειτουργικά, τελεολογικά. Έτσι πέρασαν οι ιδέες του Αριστοτέλη στην οικονομική σκέψη και διαμόρφωσαν το καπιταλιστικό μοντέλο αγοραστικής συμπεριφοράς ως υποκειμενική (subjective) και το μαρξιστικό μοντέλο παραγωγής ως αντικειμενική (objective) αξία εργασίας ή εργατικής υπεραξίας (Mehr-Wert Theorie). Ο Αριστοτέλης είναι επίσης και ο πρώτος που εισήγαγε τα μαθηματικά στην οικονομική σκέψη, όταν διατύπωσε την αρμονική τιμή των αγαθών . Σε πολλά σημεία οι θέσεις του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη αν δεν είναι ταυτόσημες συμβαδίζουν σχεδόν συμπληρωματικά και όχι ανατρεπτικά. Έτσι ο Αριστοτέλης έχει πάνω-κάτω την ίδια άποψη για την αντίφαση μεταξύ ποριστικής Οικονομίας και ηδονιστικής Χρηματιστικής , πλην όμως θεωρεί ότι η ατομική ηδονή είναι και το ελιξίριο της ζωής.

Ξενοφών

Αν ο Πλάτων και ο μαθητής του Αριστοτέλης θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως οι «θεωρητικοί» της οικονομίας, τότε ο μαθητής του Σωκράτη Ξενοφών θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο πρακτικός «τεχνοκράτης» της οικονομικής σκέψης και δη της διοίκησης και διαχείρισης. Ο Ξενοφών άνθρωπος πρακτικός, αλλά και εξίσου πολυσχιδής, με ένα βιογραφικό αξιοζήλευτο και με εμπειρίες που ακόμη και σήμερα εκπλήττουν πολλούς σημερινούς διοικητές ή μάνατζερ. Λέγεται ότι νέος ακόμη συνάντησε τον Σωκράτη, ο οποίος τον ρώτησε πως γίνονται οι άνθρωποι «Καλοί κ’ ’αγαθοί». Επειδή δεν μπόρεσε να απαντήσει ο Σωκράτης του είπε με νόημα «Έπου και μάνθανε». Τα κυριότερα οικονομικά έργα του είναι ο «Οικονομικός», οι «Πόροι» και η «Απολογία Σωκράτους». Ήδη στη αρχή του έργου του «Οικονομικός» μας λέει ξεκάθαρα τι είναι οικονομία. “Ἡ οἰκονομία ἐπιστήμης τινός ὄνομα ἐστιν, ὥσπερ ἡ ἰατρική καί ἡ χαλκευτικη καί ἡ τεκτονική”. Παρακατω «ἐφη Σωκράτης, ἐπιστήμης μὲν τίνος ἰδωμεν ἡμῖν ὄνομα εἶναι ἡ οἰκονομία…, εὖ οἰκεῖν τὸν ἑαυτοῦ οἶκον» (Ξενοφων, Οικονομικος, Κακτος, 1993, VΙ, 4 και Ι, 2, 3) «…εἰ δύναιτο οἶκον παραλαβῶν τελεῖν τέ ὅσα δεῖ καί περιουσίαν ποιῶν αὐξειν τόν οἶκον» (ibidem, Ι, 4, 5). Ο Ξενοφών δια στόματος του Σωκράτους κάνει για πρώτη φορά στην ιστορία της παγκόσμιας οικονομικής σκέψης την διάκριση μεταξύ επιχειρηματία και διαχειριστή (μάνατζερ). Λέει λοιπόν ο Ξενοφών (Σωκράτης) «Ἐστὶν ἄρα, ἐφη Σωκράτης τὴν τέχνην ταύτην ἐπισταμένῳ καὶ εἰ μὴ αὐτὸς τύχοι χρήματα ἔχων, τὸν ἄλλον οἶκον οἰκονομοῦντα ὥσπερ καὶ οἰκονομοῦντα μισθοφορεῖν; … εἰ δύνατο οἶκον παραλαβὼν τέλει τε οἵα δεῖ καὶ περιουσίαν ποιῶν αὔξειν τὸν οἶκον»” (αυτόθι, Ι, 4). Δηλαδή κατανοεί ο Ξενοφών ότι η κτήση πόρων ή κεφαλαίου από μόνη της δεν είναι εχέγγυο για μια οικονομική ευημερία. Απεναντίας θεωρεί την γνώση ή επιστήμη της οικονομικής διοίκησης και διαχείρισης πολύ σπουδαιότερη από την απλή κτήση περιουσίας λέγοντας, ότι, «οὐδὲ τὰ ἀργύρια χρήματα εἶναι εἰ μή τις ἐπίσταιτο χρῆσθαι αὐτῷ», αλλά και τονίζοντας «τῶν μὲν ἐπισταμένων χρῆσθαι αὐτῶν ἕκαστος χρήματά ἐστι, τῷ δὲ μὴ ἐπισταμένῳ οὐ χρήματα», αυτόθι, Ι, 10 -14). Επισημαίνει μάλιστα και την επικινδυνότητα της κακοδιαχείρισης, όταν λέγει, ότι γίνεται ζημιογόνος, χωρίς την κατάλληλη γνώση («τοὺς μὲν γὰρ εἴκῃ ταῦτα πράττοντας ζημιουμένους ἑώρων», αυτόθι, ΙΙ, 18) και φροντίδα («Κρίνειν γὰρ οὐκ ἐπιστάμενους ἃ δεῖ πράττειν, πολλάκις πονηροῖς ἐπιχειρεῖν πράγμασι, μεγαλείους…δυσκαθέκτους… δυσαποτρέπτους εἶναι… μέγιστα κακὰ ἐργάζεσθαι», Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, 4, Ι, 4,). Επαινεί όμως αυτούς που με γνώση και επιστημονική διοίκηση αποκομίζουν οικονομικά οφέλη («τοὺς δὲ γνώμη συντεταγμένη ἐπιμελουμένους καὶ θᾶττον καὶ ῥᾷον καὶ κερδαλεώτερον κατέγνων πράττοντας», Ξενοφών, Οικονομικός, ΙΙ, 18). Τονίζει μάλιστα για πρώτη φορά επίσης στην παγκοσμία ιστορία της οικονομικής σκέψης την αναγκαιότητα εξειδίκευσης, όταν σαφώς λέγει «οὔτοι κράτιστοι ἕκαστα γίγνονται οἱ ἂν ἀφιέμενοι τοῦ πολλοῖς προσέχειν τὸν νοῦν ἐπὶ ἐν ἔργον τραπωνται», (Ξενοφών, Κύρου Παιδεία, Κάκτος, 1993, Β, 1.11). Συνεπής στις σκέψεις του ο Ξενοφών αποφαίνεται ότι η γνώση είναι μια κατάσταση προερχόμενη από την διαρκή διαδικασία της μάθησης «Τί οὔν κωλύει καί σέ ἐπίστασθαι; …ὥστε μανθάνειν… τά ἑαυτοῦ διοικεῖν… ἔγω δή εἰ ἐπιχειρήσαιμι ἐν τῷ σῷ οἶκω μανθάνειν οἰκονομεῖν», (Ξενοφών, Οικονομικός, ΙI, 12-13), διότι και η ίδια η σοφία βασίζεται στην γνώση («Οἱ σοφοὶ ἐπιστήμη σοφοὶ εἰσί», Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, 4, Ι, 7,). Θεωρεί όμως ότι σωστή μάθηση και συνεπώς σωστή γνώση έχουν ως προϋπόθεση και ικανούς διδάσκαλους, για αυτό και λέγει «μὴ γίγνεσθαι σπουδαίοις ἄνευ διδασκάλων ἱκανῶν», (Ξενοφών, Απομνημονεύματα, Κάκτος, 1993, 4, XI, 2). «Δάσκαλος» δε για τον Ξενοφώντα είναι εκείνος που γνωρίζει κάτι πολύ καλά και το οποίο διδάσκει σε άλλους, ενώ «μαθητής» είναι εκείνος που δεν το γνωρίζει και για αυτό το διδάσκεται («Ὅτι μέν βέλτιον άλλου ἐπίσταιτο ἐπιδιδάξαι, ὅτι δέ χεῖρον ἐπιμαθεῖν», Ξενοφών. Οικονομικός, Χ, 10). Στο θέμα της παιδείας (μάθησης, γνώσης) είναι τόσο κατηγορηματικός, ώστε θεωρεί ως ηλιθίους αυτούς που «επιχειρούν» χωρίς να γνωρίζουν ή να νομίζουν ότι δεν χρειάζονται να γνωρίζουν, απλώς επειδή είναι «κατέχοντες» («Τοὺς ἐπὶ πλούτω μέγα φρονοῦντας καὶ νομίζοντας οὐδὲν προσδεῖσθαι παιδείας… μωρὸς μὲν εἰη… μὴ μαθῶν … τῶν πραγμάτων διαγνώσεσθαι… ἠλίθιος … εἰ τὶς μὴ δυνάμενος τὰ συμφέροντα πράττειν εὖ τὲ πράττειν οἰεται… καὶ εἰ τὶς οἰεται διὰ τὸν πλοῦτον, μηδὲν ἐπιστάμενος, δόξειν …εὐδοκιμήσειν, Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, 4, Ι, 5,). Ακόμη πιο κατηγορηματικός γίνεται σε ότι αφορά την χρηστή διοίκηση, καθώς δηλώνει ξεκάθαρα, ότι κάνεις να μην άρχει, εάν δεν γνωρίζει το αντικείμενο («Οὐδὲ εἰς ἐπιχειρεῖ ἂρχειν μὴ ἐπιστάμενος», Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα,3, V, 21). Βασιλεις και «άρχοντες» λέγει δεν είναι οι (κληρονομικοί) σκηπτούχοι, ούτε οι (δημοκρατικά) εκλεγμένοι, ούτε οι κληρωθέντες, ούτε οι τύραννοι, ούτε οι απατεώνες (και τα «λαμόγια»), αλλα αυτοί που ξέρουν να διοικούν («Βασιλέας δὲ καὶ ἄρχοντας οὐ τοὺς τὰ σκῆπτρα ἔχοντας ἐφη εἶναι οὐδὲ τοὺς ὑπὸ τῶν τυχόντων αἱρεθέντας οὐδὲ τοὺς κλήρω λαχόντας οὐδὲ τοὺς βιασαμένους οὐδὲ τοὺς ἑξαπατήσαντας, ἀλλὰ τοὺς ἐπιστάμενους ἂρχειν», Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, 3, IX, 10). Ο καλός «διοικητής» δεν κάνει εικασίες ή υποθέσεις περί του πρακτέου, αλλά γνωρίζει το τι πρέπει να γίνει («Ὅταν μηκέτι εἰκάζομεν, ἀλλὰ ἤδη εἰδῶμεν, τότε συμβουλεύσομεν», αυτόθι, 3, V I, 11-12) και μάλιστα με το σωστό τρόπο και στον κατάλληλο χρόνο («Κρεῖττον οὒν ἐν τῆ ὁρμῆ σπεύδειν η ἐν τῆ ὀδῶ», αυτόθι, 3, XIII, 5) Ο Ξενοφώντας στο έργο του «ακουμπά» όλα σχεδόν όλα τα ερωτήματα της σύγχρονης διοίκησης. Χρησιμοποιεί π. χ. την περίπτωση ενός πλοίου για να καταδείξει την σπουδαιότητα της άρτιας οργάνωσης (αποθήκευσης) και μάλιστα σε κρίσιμες καταστάσεις, όπως οι φουρτούνες της θάλασσας, αλλά και της οικονομικής ζωής μεταφορικά. Λέγει δε ότι, «Εις τό μέγα πλοῖον τό Φοινικικόν, πλεῖστα γάρ σκεύη ἐν σμικροτάτω αγγείω διακεχωρισμένα ἐθεασάμην», (Οικονομικός, VIII, 11-12), «Γέμει δέ παρά πάντα φορτίων ὅσα ναύκληρος κέρδους ἕνεκα ἄγεται», (αυτόθι, VIII, 11-13), «Και οὕτω κείμενα ἕκαστα κατενόησα ὡς οὔτε ἀλλήλα ἐμποδίζει», (αυτόθι, VIII, 13). Με αλλα λόγια όλα μέσα στο πλοίο είναι πλήρως ταχτοποιημένα, έτσι ώστε όλα τα εμπορεύματα (χρήματα), αλλά και τα άλλα βοηθητικά αντικείμενα της ναυσιπλοΐας, να μην εμποδίζουν το ένα το άλλο. Ειδάλλως τονίζει ότι, η βλακεία τιμωρείται από τον Θεό: «ἀπειλεῖ γὰρ ὁ Θεὸς καὶ κολάζει τοὺς βλᾶκας», (αυτόθι, VIII, 16). Σε αντίθεση με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, ο Ξενοφών είναι μάλλον πιο «φιλελεύθερος» σε ότι αφορά το εμπόριο, ιδίως το «διεθνές». Στο έργο του «Πόροι» προσπαθεί να πείσει την Εκκλησία του Δήμου των Αθηναίων, να υποστηρίξει ενεργά το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο («Ἂν πλέον καὶ εἰσάγοιτο καὶ ἑξάγοιτο καὶ ἐκπέμποιτο καὶ πωλεῖτο καὶ μισθοφορεῖν καὶ τελεσφοροίη», Ξενοφῶν, Πόροι, ΙΙΙ, 5, ), καθότι προσβλέπει στην ανύψωση του βιοτικού επιπέδου του λαού και της πόλης γενικά μέσω του εμπορίου. Λέγει χαρακτηριστικά, ότι αφενός η επένδυση στο εμπόριο «επιστρέφει» πίσω με διαφορά («προστιθέμενη αξία») – «Καὶ οἱ ἀργύριον ἐξάγοντες καλὴν ἐμπορίαν ἑξάγουσιν…πλέον τοῦ ἀρχαίου λαμβάνουσιν, Ξενοφῶν, Πόροι, ΙΙΙ, 2-3, ) – και μάλιστα χωρίς αυτό να συνεπάγεται κάποια δαπάνη για τον δήμο, πάρα μόνο κάποιες «φιλανθρωπικές» διατάξεις για τους εμπόρους: “Εἰς μὲν οὒν τὰς τοιαύτας αὐξήσεις τῶν προσόδων οὐδὲ προδαπανῆσαι δεῖ οὐδὲν, ἀλλά ψηφίσματα τὲ φιλάνθρωπα καὶ ἐπιμέλειας”, Ξενοφῶν, Πόροι, ΙΙΙ, 6). Η σκέψη του Ξενοφώντα έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε να φαντάζει σχεδόν «προφητική», ιδίως δε όταν αναλογιστούμε την σημερινή οικονομική κατάσταση. Ξεκινώντας πριν από δυόμιση χιλιάδες χρόνια από το σκεπτικό των «φθινουσών αποδόσεων» – ο γνωστός νόμος του Μάρσαλ (Marshall Law of diminishing results) – καταλήγει στην μετάλλαξη της «πραγματικής οικονομίας» σε «χρηματιστική», δηλαδή στην μεταλλαγμένη «εικονική» οικονομία. Πως γίνεται αυτό; Πρώτα με την υπερπροσφορά, η όποια καταστρέφει την υποκειμενική παραγωγική (χειρονακτική, εργατική τάξη, δηλαδή το Ανθρώπινο Κεφάλαιο, Human Capital) βάση, δηλαδή εάν «Ἐπὶ πλέον τῶν ἱκανῶν ἐμβάλλη τὶς, ζημίαν λογίζονται», Ξενοφῶν, Πόροι, IV, 5). Εν συνεχεία με την αντικειμενική απαξίωση του έργου ή προϊόντος (Δομικό Κεφάλαιο, Structural Capital), δηλαδη «Ὅταν πολλοὶ χαλκότυποι γένωνται, ἀξίων γενομένων τῶν χαλκευτικῶν ἔργων, καταλύονται οἱ χακλότυποι», (αυτόθι, IV, 6). Έτσι η μεγάλη προσφορά και η χαμηλή ζήτηση δημιουργούν ζημίες και πυροδοτούν την μετάβαση (ή μετάλλαξη) από την πραγματική (tangible, π.χ. αγροτική, βιομηχανική παραγωγή) στην «χρηματιστική» (intangible, δηλαδή εμπόριο, χρηματοοικονομικά) οικονομία: «ὠσαύτως…ἀλυσιτελεῖς αἳ γεωργίαι γίγνονται… ὥστε πολλοὶ ἀφέμενοι τοῦ τὴν γῆν ἐργάζεσθαι ἒπ΄ ἐμπορίας καὶ καπηλείας καὶ τοκισμοὺς τρέπονται», αυτόθι, IV, 6).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου