Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΟΛΥΝΘΙΑΚΟΣ Γ΄

ΔΗΜ 3.21–26

Ο Δημοσθένης συγκρίνει τους σύγχρονούς του πολιτικούς αγορητές με τους επιφανείς άνδρες του ένδοξου αθηναϊκού παρελθόντος

Ο Δημοσθένης επισήμανε την ανάγκη για έγκαιρη ανάληψη δράσης κατά του Φιλίππου (βλ. σχετικά και ΔΗΜ 3.10–13) σε μια περίοδο διαρκούς αύξησης της μακεδονικής δύναμης. Και προσθέτει:


[21] Καὶ ταῦτ’ οὐχ ἵν’ ἀπέχθωμαί τισιν ὑμῶν, τὴν ἄλλως
προῄρημαι λέγειν· οὐ γὰρ οὕτως ἄφρων οὐδ’ ἀτυχής εἰμ’
ἐγὼ ὥστ’ ἀπεχθάνεσθαι βούλεσθαι μηδὲν ὠφελεῖν νομίζων·
ἀλλὰ δικαίου πολίτου κρίνω τὴν τῶν πραγμάτων σωτηρίαν
ἀντὶ τῆς ἐν τῷ λέγειν χάριτος αἱρεῖσθαι. καὶ γὰρ τοὺς ἐπὶ
τῶν προγόνων ἡμῶν λέγοντας ἀκούω, ὥσπερ ἴσως καὶ ὑμεῖς,
οὓς ἐπαινοῦσι μὲν οἱ παριόντες ἅπαντες, μιμοῦνται δ’ οὐ
πάνυ, τούτῳ τῷ ἔθει καὶ τῷ τρόπῳ τῆς πολιτείας χρῆσθαι,
τὸν Ἀριστείδην ἐκεῖνον, τὸν Νικίαν, τὸν ὁμώνυμον ἐμαυτῷ,
τὸν Περικλέα. [22] ἐξ οὗ δ’ οἱ διερωτῶντες ὑμᾶς οὗτοι πεφήνασι
ῥήτορες «τί βούλεσθε; τί γράψω; τί ὑμῖν χαρίσωμαι;»
προπέποται τῆς παραυτίκα χάριτος τὰ τῆς πόλεως
πράγματα, καὶ τοιαυτὶ συμβαίνει, καὶ τὰ μὲν τούτων πάντα
καλῶς ἔχει, τὰ δ’ ὑμέτερ’ αἰσχρῶς. [23] καίτοι σκέψασθ’, ὦ
ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἅ τις ἂν κεφάλαι’ εἰπεῖν ἔχοι τῶν τ’ ἐπὶ
τῶν προγόνων ἔργων καὶ τῶν ἐφ’ ὑμῶν. ἔσται δὲ βραχὺς
καὶ γνώριμος ὑμῖν ὁ λόγος· οὐ γὰρ ἀλλοτρίοις ὑμῖν χρωμέ-
νοις παραδείγμασιν, ἀλλ’ οἰκείοις, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, εὐδαί-
μοσιν ἔξεστι γενέσθαι. [24] ἐκεῖνοι τοίνυν, οἷς οὐκ ἐχαρίζονθ’
οἱ λέγοντες οὐδ’ ἐφίλουν αὐτοὺς ὥσπερ ὑμᾶς οὗτοι νῦν, πέντε
μὲν καὶ τετταράκοντ’ ἔτη τῶν Ἑλλήνων ἦρξαν ἑκόντων,
πλείω δ’ ἢ μύρια τάλαντ’ εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀνήγαγον, ὑπή-
κουε δ’ ὁ ταύτην τὴν χώραν ἔχων αὐτοῖς βασιλεύς, ὥσπερ
ἐστὶ προσῆκον βάρβαρον Ἕλλησι, πολλὰ δὲ καὶ καλὰ καὶ
πεζῇ καὶ ναυμαχοῦντες ἔστησαν τρόπαι’ αὐτοὶ στρατευόμενοι,
μόνοι δ’ ἀνθρώπων κρείττω τὴν ἐπὶ τοῖς ἔργοις δόξαν τῶν
φθονούντων κατέλιπον. [25] ἐπὶ μὲν δὴ τῶν Ἑλληνικῶν ἦσαν
τοιοῦτοι· ἐν δὲ τοῖς κατὰ τὴν πόλιν αὐτὴν θεάσασθ’ ὁποῖοι,
ἔν τε τοῖς κοινοῖς κἀν τοῖς ἰδίοις. δημοσίᾳ μὲν τοίνυν
οἰκοδομήματα καὶ κάλλη τοιαῦτα καὶ τοσαῦτα κατεσκεύασαν
ἡμῖν ἱερῶν καὶ τῶν ἐν τούτοις ἀναθημάτων, ὥστε μηδενὶ τῶν
ἐπιγιγνομένων ὑπερβολὴν λελεῖφθαι· ἰδίᾳ δ’ οὕτω σώφρονες
ἦσαν καὶ σφόδρ’ ἐν τῷ τῆς πολιτείας ἤθει μένοντες, [26] ὥστε
τὴν Ἀριστείδου καὶ τὴν Μιλτιάδου καὶ τῶν τότε λαμπρῶν
οἰκίαν εἴ τις ἄρ’ οἶδεν ὑμῶν ὁποία ποτ’ ἐστίν, ὁρᾷ τῆς τοῦ
γείτονος οὐδὲν σεμνοτέραν οὖσαν· οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν
ἐπράττετ’ αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως, ἀλλὰ τὸ κοινὸν αὔξειν
ἕκαστος ᾤετο δεῖν. ἐκ δὲ τοῦ τὰ μὲν Ἑλληνικὰ πιστῶς, τὰ
δὲ πρὸς τοὺς θεοὺς εὐσεβῶς, τὰ δ’ ἐν αὑτοῖς ἴσως διοικεῖν
μεγάλην εἰκότως ἐκτήσαντ’ εὐδαιμονίαν.

***
[21] Και αν προτίμησα να διατυπώσω μια διαφορετική γνώμη, δεν το έκανα για να ενοχλήσω μερικούς από σας. Δεν είμαι ούτε τόσο άμυαλος, ούτε τόσο κακορίζικος, ώστε να θέλω να γίνω μισητός, όταν νομίζω πως δεν μπορώ να ωφελήσω. Θαρρώ όμως πως ο άξιος πολίτης πρέπει να προτιμά να λέη εκείνα που σώζουν την πολιτεία, παρά εκείνα που σας ευχαριστούνε. Και άκουσα να λένε, όπως θα το ακούσατε και σεις, για τους προγόνους μας, αυτούς τους οποίους όλοι οι ρήτορες επαινούν, αλλά διόλου δεν μιμούνται, πως, σύμφωνα με τούτη την παράδοση και με αυτό το τρόπο, διαχειρίζονταν τα πολιτικά θέματα, ο ξακουστός Αριστείδης, ο Νικίας, ο συνονόματός μου Δημοσθένης και ο Περικλής.

[22] Αφ' ότου όμως εμφανίσθηκαν οι ρήτορες που σας ρωτάνε: «Τι επιθυμείτε; Τι πρόταση θέλετε να κάνω; Πώς θα σας ευχαριστήσω;», από τότε, για μια στιγμιαία ικανοποίηση, απεμπολήσατε τα συμφέροντα της πόλεως και έτσι συμβαίνουν αυτά πού ξέρετε. Και αυτοί μεν καλά κάνουν τη δουλειά τους. Εσείς όμως είστε του λυπημού.

[23] Αλλά, ω άνδρες Αθηναίοι, σκεφθήτε ποια θα μπορούσε ν' αναφέρη κανείς ως βασικά χαρακτηριστικά των έργων των προγόνων σας και των δικών σας. Με λίγα λόγια θα σας αναφέρω γεγονότα, που σας είναι γνώριμα. Διότι δεν είναι ανάγκη, ω άνδρες Αθηναίοι, για να ευτυχήσετε, από ξένους τόπους να πάρετε παραδείγματα, μπορείτε να τα πάρετε από το δικό σας.

[24] Λοιπόν εκείνοι τους οποίους οι ρήτορες δεν κολάκευαν, και δεν τους χαρίζονταν, όπως τώρα αυτοί, επί σαρανταπέντε χρόνους στάθηκαν άρχοντες των Ελλήνων, με των ίδιων των Ελλήνων τη θέληση, και μάζεψαν περισσότερα από δέκα χιλιάδες τάλαντα στην Ακρόπολη, ο δε βασιλεύς των Μακεδόνων ήταν υποταγμένος τότε σε αυτούς, καθώς αρμόζει να είναι υποταγμένος ο βάρβαρος στους Έλληνες. Στρατευμένοι οι ίδιοι πολλά και λαμπρά τρόπαια στήσανε, πολεμώντας κατά ξηράν και κατά θάλασσαν· και είναι οι μόνοι άνθρωποι, που για τα έργα τους άφησαν πίσω τους μια δόξα μεγαλείτερη από το φθόνο.

[25] Τέτοιοι στάθηκαν οι πρόγονοί μας μέσα στον ελληνικό κόσμο. Κοιτάξτε τώρα μέσα στην πόλη πώς διαμορφώσανε τη δημόσια και την ιδιωτική τους ζωή. Δημόσια μεν ανεγείρανε τόσα και τέτοια οικοδομήματα, και περίλαμπρους ναούς, τέτοια σε αυτούς τοποθετήσανε αναθήματα, ώστε κανένας μεταγενέστερος δεν μπόρεσε να τους ξεπεράση.

Στον ιδιωτικό τους όμως βίο ήταν τόσο μετρημένοι, τόσο πιστοί στο ήθος του πολιτεύματος, [26] ώστε όποιοι από σας ξέρετε ποια ήταν τα σπίτια του Αριστείδη και του Μιλτιάδη και των τότε επιφανών, θα παρατηρήσατε πως δεν ήταν μεγαλοπρεπέστερα από τα σπίτια του γείτονά τους. Διότι δεν ασχολούντανε με τα δημόσια πράγματα για να πλουτίσουν οι ίδιοι, αλλά διότι ο καθένας τους πίστευε πως είχε χρέος να αυξήση τον δημόσιο πλούτο. Έντιμοι απέναντι των Ελλήνων, ευσεβείς απέναντι των θεών, διαποτισμένοι από την αρχή της ισότητας όταν διοικούσαν, είναι φυσικό που φτάσανε σε μια τόσο μεγάλη ευδαιμονία.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου