Δευτέρα 16 Αυγούστου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (668-719)

ΧΟ. εὐίππου, ξένε, τᾶσδε χώ- [στρ. α]
ρας ἵκου τὰ κράτιστα γᾶς ἔπαυλα,
670 τὸν ἀργῆτα Κολωνόν, ἔνθ᾽
ἁ λίγεια μινύρεται
θαμίζουσα μάλιστ᾽ ἀη-
δὼν χλωραῖς ὑπὸ βάσσαις,
τὸν οἰνωπὸν ἔχουσα κισ-
675 σὸν καὶ τὰν ἄβατον θεοῦ
φυλλάδα μυριόκαρπον ἀνάλιον
ἀνήνεμόν τε πάντων
χειμώνων· ἵν᾽ ὁ βακχιώ-
τας ἀεὶ Διόνυσος ἐμβατεύει
680 θείαις ἀμφιπολῶν τιθήναις.

θάλλει δ᾽ οὐρανίας ὑπ᾽ ἄ- [αντ. α]
χνας ὁ καλλίβοτρυς κατ᾽ ἦμαρ αἰεὶ
νάρκισσος, μεγάλαιν θεαῖν
ἀρχαῖον στεφάνωμ᾽, ὅ τε
685 χρυσαυγὴς κρόκος· οὐδ᾽ ἄυ-
πνοι κρῆναι μινύθουσιν
Κηφισοῦ νομάδες ῥεέ-
θρων, ἀλλ᾽ αἰὲν ἐπ᾽ ἤματι
ὠκυτόκος πεδίων ἐπινίσεται
690 ἀκηράτῳ σὺν ὄμβρῳ
στερνούχου χθονός· οὐδὲ Μου-
σᾶν χοροί νιν ἀπεστύγησαν, οὐδ᾽ αὖ
ἁ χρυσάνιος Ἀφροδίτα.

ἔστιν δ᾽ οἷον ἐγὼ γᾶς [στρ. β]
695 Ἀσίας οὐκ ἐπακούω,
οὐδ᾽ ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ
Πέλοπος πώποτε βλαστόν,
φύτευμ᾽ ἀχείρωτον αὐτοποιόν,
ἐγχέων φόβημα δαΐων,
700 ὃ τᾷδε θάλλει μέγιστα χώρᾳ,
γλαυκᾶς παιδοτρόφου φύλλον ἐλαίας·
τὸ μέν τις οὐ νεαρὸς οὐδὲ γήρᾳ
συνναίων ἁλιώσει χερὶ πέρσας·
ὁ γὰρ αἰὲν ὁρῶν κύκλος
705 λεύσσει νιν Μορίου Διὸς
χἀ γλαυκῶπις Ἀθάνα.

ἄλλον δ᾽ αἶνον ἔχω μα- [αντ.]
τροπόλει τᾷδε κράτιστον,
δῶρον τοῦ μεγάλου δαίμονος, εἰπεῖν,
710 ‹...› αὔχημα μέγιστον,
εὔιππον, εὔπωλον, εὐθάλασσον.
ὦ παῖ Κρόνου, σὺ γάρ νιν εἰς
τόδ᾽ εἷσας αὔχημ᾽, ἄναξ Ποσειδάν,
ἵπποισιν τὸν ἀκεστῆρα χαλινὸν
715 πρώταισι ταῖσδε κτίσας ἀγυιαῖς·
ἁ δ᾽ εὐήρετμος ἔκπαγλ᾽ ἁλία χερ-
σὶ παραπτομένα πλάτα
θρῴσκει, τῶν ἑκατομπόδων
Νηρῄδων ἀκόλουθος.

***
ΧΟ. Σε χώρα ήλθες, ξένε,
μ᾽ έμορφα άλογα, στο ωραιότερο
670 μέρος της γης, στον Κολωνό, με το λευκό του χώμα,
όπου μελωδικά το αηδόνι κελαηδεί,
φωλιάζοντας σε καταπράσινες βαθιές
κοιλάδες, κρυμμένο στον σκουρόχρωμο κισσό,
675 στο άβατο άλσος του θεού,
πολύκαρπο, από τον ήλιο απρόσβλητο
κι απ᾽ τον αγέρα κάθε καταιγίδας.
Εδώ περιδιαβάζει
ο βακχικός Διόνυσος και γύρω του
680 οι Νύμφες που τον τρέφουν.

Εδώ, όταν χαράζει, κι ο ουρανός
σταλάζει τη δροσιά του,
ανθίζουν ο νάρκισσος υπέροχος,
με τα λουλούδια του σαν ρώγες,
στεφάνι αρχαίο για τις δυο θεές,
685 κι ο κρόκος ο χρυσόξανθος.
Εδώ οι ροές του Κηφισσού
ακοίμητες ποτέ δεν ησυχάζουν,
μόνο ακατάπαυστα κυλούν
στα ρείθρα του, κι εκείνος
690 με το γάργαρο νερό του
αρδεύει τους λειμώνες,
γρήγορα να καρπίσουν
στη γη μας την ευρύστερνη.
Αυτόν τον τόπο δεν τον αποστρέφονται μήτε
οι Μούσες κι οι χοροί τους μήτε
με το χρυσό της χαλινάρι
η Αφροδίτη.

Υπάρχει εδώ ένας βλαστός,
τέτοιος δεν άκουσα ποτέ
να βλάστησε ή στης Ασίας το χώμα
695 ή στο μεγάλο δωρικό νησί
του Πέλοπα, βλαστός αυτόφυτος,
αχειροποίητος, φόβητρο στων εχθρών
τα βέλη, ευδοκιμεί και θάλλει
700 σ᾽ αυτή τη χώρα πιο πολύ:
η ελιά με το γλαυκό της φύλλωμα,
η παιδοτρόφος, κι αυτή κανείς,
νέος ή γέρος, δεν μπορεί
να τη χαλάσει, να την ξεριζώσει,
γιατί την προστατεύει
με τ᾽ άγρυπνό του μάτι
705 ο Μόριος Δίας κι η γλαυκώπις
Αθηνά.

Έχω ένα ακόμη έπαινο να πω
πιο δυνατό γι᾽ αυτή την πόλη,
τη μητρόπολή μας, δώρο
θεού μεγάλου, δικό τους και δικό μου
710 καύχημα:
άλογα ωραία, πουλάρια ωραία,
ωραία θάλασσα.
Ω γιε του Κρόνου, άναξ Ποσειδών,
εσύ περήφανη την ύψωσες την πόλη,
όταν πρώτη φορά στους δρόμους μας
715 βρήκες το χαλινάρι που δαμάζει
τ᾽ άλογα.
Μ᾽ εσένα πάλι το καλό κουπί
στα χέρια του θαλασσινού αρμοσμένο,
σαν από θαύμα αναπηδά παφλάζοντας
στο κύμα, ενώ μπροστά
πενήντα Νηρηίδες σέρνουν τον χορό
με τα εκατό τους πόδια.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 6. Το σταυρόλεξο των εσωτερικών διηγήσεων

6.2. Η πρώτη πλαστή διήγηση του Οδυσσέα


Πλαστές διηγήσεις θεωρούνται τα ψεύδεα που αφηγείται ο Οδυσσέας σε εχθρούς και δικούς, κρύβοντας την ονομαστική του ταυτότητα και παραμορφώνοντας το σώμα και τον βίο του. Ο ποιητής της Οδύσσειας συνδέει την επιδέξια αφηγηματική ψευδολογία του κεντρικού του ήρωα με την πολύτροπη φύση του, η οποία προεξαγγέλλεται ήδη στον πρώτο στίχο της Οδύσσειας. Η ιδιότητα αυτή επικυρώνεται και από τη θεά Αθηνά, στην οποία, όχι τυχαία, απευθύνει ο Οδυσσέας την πρώτη πλαστή του διήγηση στο πλαίσιο της δέκατης τρίτης ραψωδίας.

Οι Φαίακες έχουν αποθέσει στον κόλπο του Φόρκυνα, βυθισμένον στον ύπνο του, τον Οδυσσέα, αφήνοντας πλάι του τα ξένια δώρα: λέβητες, μαλάματα, λαμπρά υφάσματα. Ύστερα, καλόγνωμοι πάντα, φεύγουν για τη Σχερία. Όταν ο ιθακήσιος ήρωας ανοίγει τα μάτια του, αδυνατεί να αναγνωρίσει το νησί της Ιθάκης, επειδή η Αθηνά το έχει επικαλύψει με πυκνή ομίχλη. Ο Οδυσσέας οδύρεται, πιστεύοντας πως οι Φαίακες τον εξαπάτησαν, πως τον εγκατέλειψαν σε αφιλόξενο τόπο. Οπότε εμφανίζεται μπροστά του ένα αρχοντόπουλο (η Αθηνά μεταμορφωμένη) και τον βεβαιώνει πως πράγματι βρίσκεται στην Ιθάκη. Εκείνος, κρύβοντας τη χαρά του, δικαιολογεί την καχυποψία του, σερβίροντας μια πλαστή διήγηση (ν 250-286).

Είναι, λέει, Κρητικός, βεβαίως έχει ακούσει το φημισμένο όνομα της Ιθάκης, που τώρα πατά το χώμα της. Άφησε πίσω του παιδιά και αγαθά, φεύγοντας κρυφά από την Κρήτη, επειδή σκότωσε με δόλο τον γιο του Ιδομενέα Ορσίλοχο, όταν εκείνος γύρεψε να του αρπάξει όσα λάφυρα ο ίδιος, με κίνδυνο της ζωής του, μάζεψε και έφερε μαζί του από την Τροία. Μέσα στη μαύρη νύχτα, μετά τον φόνο, έτρεξε στο λιμάνι και μπάρκαρε σε φοινικικό καράβι, παρακαλώντας τους ναυτικούς να τον βγάλουν στην Πύλο ή στην Ήλιδα. Πρόθυμα αυτοί τον δέχτηκαν, αλλά στον δρόμο ανεμική τούς παρέσυρε και τους έριξε σε τούτο το λιμάνι. Εδώ τον άφησαν, μαζί με τ᾽ αγαθά του, βυθισμένο σε ύπνο βαθύ, ενώ εκείνοι σάλπαραν για την καλοχτισμένη Σιδονία. Έτσι απόμεινε, μόνος, βαρύθυμος, αμήχανος.

Η θεά χαμογελά, χαϊδεύει τον ευνοούμενο ήρωά της, αλλάζει τώρα μορφή (γίνεται μεγαλόσωμη, ωραία γυναίκα) και του απευθύνει απροκάλυπτα τον λόγο της. Ομολογεί πως δεν θα μπορούσε κανείς, θνητός ή θεός, να συναγωνιστεί τον Οδυσσέα στην εξυπνάδα και στην πονηριά. Είναι απίστευτα κερδαλέος, ἐπίκλοπος, δόλιος, ποικιλομήτης: ψάχνει δηλαδή παντού και πάντα το συμφέρον του, ξεγελώντας τους άλλους, που τους παγιδεύει με το δολερό, πολύστροφο μυαλό του· λόγια και έργα απάτης ρίζωσαν μέσα του αφότου γεννήθηκε, αποτελούν το ριζικό του. Τα λόγια ωστόσο της θεάς δεν συστήνουν ψόγο. Λέγονται με καμάρι, για να υποστηρίξουν την ομολογημένη της συγγένεια με τον πολύτροπο ήρωα: αν είναι εκείνος ο άριστος ανάμεσα στους ανθρώπους στα κερδαλέα λόγια και στην κερδαλέα σκέψη, τα ίδια προσόντα διαθέτει κι αυτή ανάμεσα στους άλλους θεούς. Είναι θεά, η Αθηνά Παλλάδα, κόρη του πανούργου Δία. Μ᾽ αυτούς τους όρους τα κόλπα τώρα περισσεύουν: όμοιοι και ίδιοι οι δύο, μπορούν να ανοίξουν τα χαρτιά τους, για να τα βρουν μεταξύ τους.

Έτσι συνεχίζεται ο διάλογος Αθηνάς και Οδυσσέα, με συμβουλές της θεάς για το πώς πρέπει να φερθεί ο προστατευόμενός της σε ξένους και δικούς, τώρα που έφτασε στο νησί του. Στο μεταξύ, σηκώνει η θεά από την Ιθάκη και την ομίχλη. Στο τέλος, κάτω από μια ελιά, συνομιλώντας σαν φίλοι, μελετούν οι δυο τους τη δυσκατόρθωτη μνηστηροφονία: ο Οδυσσέας πρέπει να καταφύγει στο απόμερο καλύβι του χοιροβοσκού, προτού προχωρήσει στην πόλη της Ιθάκης και εισχωρήσει στο παλάτι· είναι επιπλέον απαραίτητο να παραμορφωθεί, ώστε να παραμείνει, όσο χρειάζεται, αγνώριστος. Τη σωματική του παραμόρφωση την αναλαμβάνει η ίδια η θεά: σουρώνει το λυγερό κορμί, κατσιάζει το δέρμα του, τον κάνει φαλακρό εξαφανίζοντας τα ξανθά μαλλιά του. Με το πετσί ενός γέροντα, με τα μάτια τσιμπλιασμένα, με βρώμικο και σχισμένο χιτώνα, με τομάρι λαφίνας πάνω του, με ραβδί ζητιάνου στο χέρι, με τρύπιο δισάκι στον ώμο, θα φτάσει ο Οδυσσέας πρώτα στο καλύβι του Εύμαιου, μετά στο παλάτι της Ιθάκης.

Πολλοί λόγοι συντρέχουν, ώστε να εκτιμηθεί η πρώτη αυτή πλαστή διήγηση ως πρότυπη, μήτρα δηλαδή για τις επόμενες. Προηγείται η παράλλαξη της Ιθάκης με την ομίχλη της Αθηνάς. Ακολουθεί η μεταμόρφωση της θεάς σε νεαρό αρχοντόπουλο. Μεσολαβεί η πλαστή διήγηση του Οδυσσέα. Και η πλαστή σκηνοθεσία σφραγίζεται με τη σωματική παραμόρφωση του ήρωα, ώστε να μείνει αδιάγνωστη η πραγματική του ταυτότητα, μέχρις ότου εξασφαλιστεί η μνηστηροφονία. Συμπέρασμα: φύση, σώμα, λόγος υπακούουν στην επιλογή της πλαστής σκηνοθεσίας. Τούτο σημαίνει ότι οι πλαστές διηγήσεις του Οδυσσέα και της Οδύσσειας, που εγκαινιάζονται εδώ, αποτελούν μέρος ενός συνολικού σχεδίου, με το οποίο συστήνεται γενικότερα ο Οδυσσέας στην Οδύσσεια. Πρόκειται για ήρωα από τη φύση και την καταγωγή του πρωτεϊκό, που αλλάζει πρόσωπα και προσωπεία, άλλοτε αμυνόμενος και άλλοτε επιτιθέμενος, κάθε φορά που βρίσκεται σε συνθήκες προκλητικής δοκιμασίας.

Υπενθυμίζεται ότι ο Οδυσσέας γενεαλογείται στην Οδύσσεια ως εγγονός του Αυτόλυκου, πατέρα της μάνας του, ο οποίος διέπρεψε στην κλεψιά και στην επιορκία, δώρα που του αντιχάρισε ο αρμόδιος θεός Ερμής για τις θυσίες που του προσέφερε (τ 395-398). Εδώ εξάλλου κολλούν και τα πονηρά προσόντα που αναγνωρίζει η θεά Αθηνά στον εγγονό του Αυτόλυκου, τα οποία ωστόσο έγιναν στο μεταξύ εργαλεία της πολεμικής και μεταπολεμικής αρετής του. Απόδειξη: η άλωση της Τροίας με την επινόηση του δούρειου ίππου· το κατόρθωμα της τοξοθεσίας και της τοξοβολίας, με το οποίο ο Οδυσσέας εξοντώνει τους μνηστήρες.

Όπως κι αν έχει το πράγμα, η ευστοχία μιας πλαστής διήγησης κρίνεται από την αληθοφάνειά της, η οποία στην περίπτωση του Οδυσσέα είναι δεδομένη: επικυρώνεται καταρχήν από τον εσωτερικό ακροατή της, ο οποίος προσλαμβάνει το αληθοφανές ψεύδος ως αλήθεια, αλλά και από τον ίδιο τον ποιητή. Απόδειξη τα όσα λέγονται και συμβαίνουν αμέσως μετά το πρώτο μέρος της πλαστής διήγησης του Οδυσσέα στην Πηνελόπη (τ 203-212). Κατ᾽ εξαίρεση, παρεμβαίνει εκεί ο ποιητής της Οδύσσειας, για να υπογράψει την αληθοφάνεια της πλαστής διήγησης του ήρωά του, λέγοντας:

Αράδιαζε διηγώντας ψέματα πολλά, που όμως έμοιαζαν αληθινά.

Η Πηνελόπη, συνεπαρμένη με όσα άκουσε για τον απόντα, όπως πιστεύει, άντρα της, αναλύεται σε ασυγκράτητο θρήνο. Ανάλογες αντιδράσεις ανυπόκριτης ευπιστίας, θαυμασμού και συγκίνησης δείχνουν τόσο ο Εύμαιος όσο και ο Λαέρτης, ακούγοντας την πλαστή διήγηση που τους απευθύνει ο Οδυσσέας, αντίστοιχα στη δέκατη τέταρτη και στην εικοστή τέταρτη ραψωδία.

Η αληθοφάνεια όμως των πλαστών διηγήσεων υποστηρίζεται και από το ίδιο το περιεχόμενό τους. Σε σύγκριση προς τους «Μεγάλους Απολόγους», οι οποίοι προβάλλονται ως η κατεξοχήν γνήσια διήγηση του Οδυσσέα, μολονότι εμπεριέχουν άφθονα φανταστικά στοιχεία και τερατικά επεισόδια, οι πλαστές διηγήσεις του ήρωα αναλογούν σε πιθανές βιογραφικές εμπειρίες, απαλλαγμένες εντελώς από σημεία και τέρατα. Το χαρακτηριστικό τους δηλαδή είναι ο πραγματολογικός και γεωγραφικός ρεαλισμός. Αποτυπωμένος σε γνώριμες για την εποχή του Ομήρου θαλασσινές περιπλανήσεις και εμπορικές συναλλαγές στην Κρήτη, στη Φοινίκη, στη δυτική Πελοπόννησο, στην ηπειρωτική ακτή της Θεσπρωτίας.

Τούτο σημαίνει ότι η αληθοφάνεια των πλαστών διηγήσεων στην Οδύσσεια είναι αποφασισμένη. Υπογραμμίζει τη διηγητική ευστροφία όχι μόνο του Οδυσσέα αλλά και του ποιητή. Από αυτή τη διαφορά περιεχομένου ανάμεσα στις γνήσιες και στις πλαστές διηγήσεις, προκύπτει η αίσθηση, για τον εξωτερικό πλέον ακροατή του έπους, ότι γνησιότητα και αληθοφάνεια δεν συμπίπτουν αναγκαστικά· οι γνήσιες διηγήσεις μπορεί να είναι συναρπαστικά απίθανες· η αληθοφάνεια όμως είναι απαραίτητος όρος της πλαστής διήγησης, γιατί της εξασφαλίζει καταρχήν αφηγηματικό κύρος. Όσο για την αλήθεια, αυτή, όπου και όταν χρειάζεται να προστατευθεί, κρύβεται κάτω από το αληθοφανές ψεύδος. Για να το πούμε αλλιώς: το αληθοφανές ψεύδος επινοείται στην Οδύσσεια ως δοκιμή και δοκιμασία της αλήθειας. Για να αναγνωρίσει δηλαδή κάποιος την αλήθεια, πρέπει να περάσει πρώτα από τον προθάλαμο της αληθοφάνειας. Αυτή την πορεία εξάλλου ακολουθούν οι διαδοχικοί αναγνωρισμοί του Οδυσσέα από δικούς και εχθρούς, σύμφωνα και με τη συμβουλή της Αθηνάς. Κορυφαίο παράδειγμα ο αναγνωρισμός Οδυσσέα και Πηνελόπης, που δοκιμάζεται τρεις φορές με το άλλοθι της αληθοφάνειας, προτού καταλήξει στο αληθινό του τέρμα.

Τεντώνοντας το σχοινί αυτής της υπόθεσης λίγο παραπάνω, μπορούμε να πούμε ότι με τις πλαστές διηγήσεις του Οδυσσέα ο ποιητής της Οδύσσειας αποδεσμεύεται από τον προηγούμενο παραδοσιακό μύθο, στον οποίο υπακούει κατά βάση το έπος του, και επιδίδεται στην αδέσμευτη, ελεύθερη μυθοπλασία. Δικαίωμα που το διεκδικούν και οι Μούσες στο προοίμιο της ησιόδειας Θεογονίας, δηλώνοντας απερίφραστα στον ασκραίο Ησίοδο, βοσκό που ετοιμάζονται να τον χρίσουν πάνω στον Ελικώνα ραψωδό (Θεογονία 26-28):

Βοσκοί αγροίκοι, μίζεροι και λιμασμένοι.
Ξέρουμε εμείς να λέμε ψεύδη σάμπως αληθινά,
ξέρουμε όμως, όταν θέμε, να λέμε και την καθαρή αλήθεια.


Ο μεσαίος στίχος από το προηγούμενο τρίστιχο παραπέμπει ασφαλώς στην Οδύσσεια, παραλλάσσοντας ελαφρώς τη δήλωση του ποιητή για τα αληθοφανή ψεύδη του Οδυσσέα στη δέκατη ένατη ραψωδία, δήλωση για την οποία έγινε ήδη λόγος. Η εκφραστική αυτή και νοηματική σύμπτωση Ομήρου και Ησιόδου σε ένα τόσο κρίσιμο θέμα δεν μπορεί να είναι τυχαία. Μοιάζει να κατοχυρώνει προκαταβολικά την αληθοφανή μυθοπλασία ως νόμιμη μέθοδο της ποίησης, της λογοτεχνίας γενικότερα.

Επιστρέφουμε τώρα στις κατά σύμβαση αληθινές διηγήσεις της Οδύσσειας, επιμένοντας στους «Μεγάλους Απολόγους», που αναδεικνύουν τον Οδυσσέα σπουδαίο αφηγητή, αντάξιο ενός επαγγελματία αοιδού. Που πάει να πει: ενός ραψωδού, δηλαδή ενός επικού ποιητή, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι άλλος από τον ποιητή της Οδύσσειας.

Ο ανεκδήλωτος θυμός είναι δηλητήριο

Πολλές φορές, συμβουλεύοντας κάποιον που έχει πρόβλημα συνεννόησης με ένα δικό του άνθρωπο, του προτείνουμε με θέρμη να μιλήσει ανοιχτά για το πρόβλημά του σ’ αυτόν που του το προξενεί. Να του εξομολογηθεί τις σκέψεις του, την αντίρρησή του, την πίκρα του, το θυμό του. Ό,τι τέλος πάντων μπλοκάρει και ταλαιπωρεί τη σχέση τους. Συχνά μας απαντάει πως όχι, αυτό δε γίνεται.

Και είναι φορές που δεν έχει άδικο. Είτε από εγωισμό είτε από βλακεία, ούτε που διανοείται πως μπορεί να μην είναι σωστός. Υπάρχει μάλιστα η πιθανότητα τα πράγματα μεταξύ τους να εξελιχθούν ακόμα χειρότερα. Δεν είναι πάντοτε εφικτή η ρομαντική ελπίδα ότι μια ειλικρινής εξομολόγηση των πληγωμένων αισθημάτων μας, θα μεταμορφώσει αυτόματα τον άλλον σε έναν άγγελο μετανοίας, που θα πέσει στην αγκαλιά μας και θα μεταμορφωθεί.

Το πλέγμα των σχέσεών μας είναι ένα πολύ μπερδεμένο σύστημα. Όσο στενότερη μια σχέση τόσο πιο περίπλοκη, τόσο πιο δυσνόητη, πιο τυραννική.

Όμως, και παρά την δυσκολία, εγώ επιμένω να πιστεύω πως ένας άνθρωπος πληγωμένος πρέπει να ξανοίγεται και να φανερώνει τι αισθάνεται σ’ αυτόν που τον πλήγωσε και τον πληγώνει. Μια παλιά πληγή δεν τη γιατρεύει πάντα μόνο με το πέρασμά του ο χρόνος, αντιθέτως, ο χρόνος την κακοφορμίζει. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος πρέπει να την ξεσκεπάζει καλύτερα, να φανερωθεί και να ρουφήξει φως. Κι ας μην καταλάβει ο άλλος, κι ας μη διορθωθεί.

Όσο κάποιος δε μιλάει, όσο κρατά βουβή την πίκρα και την ενόχλησή του, θερμαίνεται και φουσκώνει εντός του το παράπονο, η ματαίωση και, ως εκ τούτου, ο θυμός. Και ο ανεκδήλωτος θυμός είναι δηλητήριο.

Όταν ο άλλος σε απογοητεύει, σε χρησιμοποιεί, σε αγνοεί, σε κακοποιεί, θυμώνεις μαζί του. Έτσι συμβαίνει, ασφαλώς, και είναι υγιές, ανθρώπινο και φυσικό. Ωστόσο μέσα σ’ αυτόν το θυμό κατά του άλλου που μας αδικεί και μας πληγώνει, σχεδόν πάντοτε φωλιάζει ένας άλλος βουβός θυμός και γι’ αυτό αγριότερος: ο θυμός κατά του εαυτού μας. Του εαυτού μας που δεν έχει τα κότσια να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, να υποστηρίξει το δίκαιο, την αλήθεια, να υπερασπιστεί τα αισθήματά του, να μιλήσει. Είναι γνωστό και αποδεκτό εκείνο το χριστιανικό που συμβουλεύει να μην κάνεις στον άλλον όσα δε θες να κάνουν σ’ εσένα. Αλλά και δεν θα πρέπει να επιτρέπεις να σου κάνουν όσα άδικα εσύ ποτέ δε θα τους έκανες.

Γι’ αυτό, όταν συμβουλεύω φίλους, προτείνω να ανοίγουν την καρδιά τους και να εκφράζουν αυτό που τους ενοχλεί σ’ αυτόν ακριβώς που τους ενοχλεί απευθείας. «Και να μη σε καταλάβει, θα νιώσεις καλύτερα με τον εαυτό σου που κατόρθωσε και μίλησε. Θα νιώσεις καλύτερα με την αυτοεκτίμησή σου. Δεν είναι λίγο αυτό!»

Δεν έχεις ανάγκη τον καταθλιπτικό συμβιβασμό για να «σώσεις» μια σχέση. Μονάχα η αλήθεια και η αγάπη σώζουν όντως καταστάσεις ζωής. Συμβιβαζόμαστε όταν επιλέγουμε το φόβο κι αυτό, είναι μειωτικό. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο συμβιβασμό και στην παραχώρηση. Το πρώτο ενέχει υπολογισμό και δειλία, ενώ το δεύτερο γενναιότητα και αρχοντιά. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο «απωθώ» και στο «συγχωρώ». Το ένα κλωσάει τον εφιάλτη και την εκδικητικότητα, το άλλο προσφέρει τη φρεσκάδα της νέας ευκαιρίας. Υπάρχει διαφορά, ανάμεσα στο να με καταπατούν και στο να θυσιάζομαι. Το πρώτο είναι σκλαβιά, υποτέλεια, το δεύτερο γενναιότητα αγάπης και κυρίως ελευθερία.

Έχω προσέξει πως όσοι τολμούν ν’ ανοίξουν την καρδιά τους – άσχετα από το αποτέλεσμα και την επιτυχία τους – βγαίνουν ύστερα από αυτό οι ίδιοι με άλλοι διάθεση και άλλο βλέμμα. Με πεποίθηση και με καλή περηφάνια. Με αυτοεκτίμηση και ανακούφιση. Χωρίς το άγχος να εμπλέκονται σε φανταστικούς καβγάδες μέσα στο κεφάλι τους. Και η απαλλαγή από ένα άγχος, κατά τον Φρόιντ, είναι από τις μέγιστες ηδονές.

Βγαίνουν πιο καθαροί κι ανάλαφροι όπως βγαίνουμε από ένα λουτρό. Κι αν δεν έπεισαν τον άλλον τελικά, κι αν δεν μπόρεσαν να βγάλουν μαζί του άκρη, μπόρεσαν να φανούν στα ίδια τους τα μάτια ειλικρινείς και θαρραλέοι. Κι αυτό ήδη είναι νίκη και χαρά μεγάλη.

Για όλα αποφασίζεις εσύ

Επειδή ο άνθρωπος ρέπει στην αμεριμνησία και τη νωθρότητα, συνεχώς αναβάλλει τις σοβαρές αποφάσεις του, τις βαθιές τίμιες εκτιμήσεις του, την αυτοκριτική και τους απολογισμούς του, για τότε που δε γίνεται πια να τις απωθήσει.

Γιατί έρχεται ένας καιρός, ευτυχώς, που οι εκτιμήσεις τούτες, οι απολογισμοί, οι αυτοκριτι­κές, δεν αναβάλλονται: Δεν πάει άλλο!

Ο ανεκδήλωτος θυμός είναι δηλητήριο

Μια τέτοια κρίσιμη χρονική καμπή είναι και για τη ζωή μιας γυναίκας η μέση ηλικία. Η καμπή του «δεν πάει άλλο», του «τώρα ή ποτέ». Για να ακολουθήσει η επι­κίνδυνη όσο και εσφαλμένη εγκατάλειψη στο «ποτέ…»

Όλα συνηγορούν σ’ αυτά τα επώδυνα αισθήματα.

Τα παιδιά ενηλικιώνονται και αυτονομούνται.

Φεύγουν από το σπίτι για σπουδές, για τους δικούς τους έρωτες, για τις δικές τους παρέες, χωρίς να ενδιαφέρονται για τις συμβουλές της, τη φροντίδα της, τα παράπονα της, τις απειλές της. Φεύγουν με τρόπο ήπιο ή με τρόπο εμπόλε­μο και εκρηκτικό, ανάλογα- όμως φεύγουν.

Οι γονείς της, νεκροί ή γερασμένοι, δεν έχουν πια την ισχύ να επη­ρεάζουν μυαλό και αισθήματα όπως παλιά. Ο σύζυγος, συχνά, δεν είναι ο άντρας που ερωτεύτηκε.

Δοσμένος τώρα στα δικά του μονοπάτια, μπερδεμένος στον δικό του ψυχολογικό χάρτη, έχει γίνει με τον καιρό ένας αδελ­φός, ένας συγκάτοικος, ένα παθητικό κουτί παραπό­νων, ένας αποφασισμένος αντίπαλος, ένας ξένος. Την εγκατέλειψε ίσως από χρόνια, είτε συναισθηματικά εί­τε και συνολικά, και τον εγκατέλειψε κι αυτή.

Οι φίλοι, είτε χαμένοι σε άλλες επιλογές είτε πληκτικά δεδομένοι, δεν μπορούν να βοηθήσουν. Ζουν τα δικά τους βάσανα. Και τότε μια γυναίκα νιώθει μόνη. Έχει μάλλον το χρόνο να το παραδεχτεί πως είναι μόνη, πως ήταν μόνη από πολύ παλιά.

Εγώ θα έλεγα πως είναι ελεύθερη, όμως εκείνη νιώθει πως είναι μόνη. Και αποτυχημένη. Και άδεια. Και κουρα­σμένη. Διότι η ελευθερία που τώρα επιτέλους — θέλει δε θέλει— της προσφέρεται, την απαλλάσσει μεν από δεκαετιών ασφυκτικά και παραμορφωτικά για την ψυ­χή καθήκοντα, αλλά τη βρίσκει απροετοίμαστη, απαίδευ­τη στο να μπορεί να αναγνωρίζει τα πραγματικά της συ­ναισθήματα. Πολύ ανίκανη να τα διαχειρίζεται. Δεν έχει μάθει άλλωστε να ασχολείται με τον εαυτό της, δεν είχε χρόνο ποτέ.

Της τον λεηλάτησαν οι άλλοι κι εκείνη αυτονόητα τον παρέδωσε. Κοιτάει τώρα πίσω και βλέ­πει εκκρεμότητες. Ακρωτηριασμένες επιθυμίες. Ατρο­φικές απόπειρες. Προδοσίες. Σπανίως είναι ένας άλλος ο προδότης μας. Ο ίδιος ο εαυτός μας είναι που πρόδω­σε τον αληθινό εαυτό μας.

Και τώρα, στη μέση ηλικία, αναγκάζεται να το υποπτευτεί αυτό. Να πονέσει.

Να συντριβεί και να αποφασίσει τελειωτικά: Θα επανορ­θώσω ή θα αφεθώ στη φθορά; Θα αντλήσω από εμπειρίες, γνώση, αναγεννημένες λαχτάρες, νέα ελευθερία ή θα ακολουθήσει η καρδιά και το πνεύμα μου — τούτα τα εν δυ­νάμει αιώνια κομμάτια του είναι μου — το μαρασμό που βλέπω πάνω στο σώμα μου και μέσα στον καθρέφτη;

Θα παραδοθώ στην ηδονή της τεμπελιάς, της αδράνειας και της γκρίνιας ή θα πετάξω σε ταξίδια ζωής, συναρπαστι­κά; Θα κλείσω το ημερολόγιο μου ή θα ξεφυλλίσω το τε­ράστιο βιβλίο της ζωής σε παρακάτω κεφάλαια; Θα νι­κήσει η τωρινή ευκολία της παραίτησης ή η δύσκολη προοπτική της δράσης;

Το εύκολο που με τον καιρό θα γίνεται όλο και πιο επαχθές ή το δύσκολο που με τον καιρό γοητεύει και λυτρώνει;

Αν σε ηλικία ώριμη και δύσκολη, μια γυναίκα —αλλά και άντρας, γιατί, ως γνωστόν, η κλιμακτήριος αφορά και στα δύο φύλα, μόνο που οι άντρες κρύβουν πιο συ­στηματικά και πιο νοσογόνα τα αισθήματα τους και δεν τα μαθαίνουμε – συνεχίζει να υποφέρει επί χρόνια με τα κλασικά συμπτώματα της δυσθυμίας, της κατάθλι­ψης, της παραίτησης, των ψυχοσωματικών, της υστερίας, κι όλα όσα χαρακτηρίζουν την κλιμακτήριο, είναι επει­δή, ξανά, κάτι αρνείται να κάνει για τον εαυτό της σω­στά.

Θάβει ξανά τη νέα, μεγάλη της ευκαιρία. Είναι που δεν αξιοποιεί τη νέα πρόταση για ζωή αληθινή, ζωή δι­κή της, του πεπρωμένου της, και αυτοπροδίδεται πάλι. Ο εαυτός της, έστω και αργότερα, έστω και μέσα σε γκρί­ζο σκηνικό, την καλεί σπαραχτικά να συμφιλιωθούν, να συνομιλήσουν, να ενωθούν, να υπερβούν τον χρόνιο δι­χασμό που τους τυράννησε.

Είναι υπεύθυνη για το πώς θα ανταποκριθεί στην κλή­ση, πολύ περισσότερο υπεύθυνη από τότε, κατά τη φουρ­τουνιασμένη της, ερωτευμένη, άπειρη, καταπιεσμένη από γονείς, νιότη. Και το ξέρει. Γι’ αυτό θυμώνει, πικραίνε­ται, απελπίζεται και το ρίχνει στις διάφορες επιφανεια­κές φυγές: στα χαρτιά, στο φαγητό, στα ψώνια, στο άψυ­χο σεξ, στις γελοίες προσωρινές ερωτοδουλειές, στις πλαστικές εγχειρίσεις, στο κουτσομπολιό. Όμως το να φεύγεις απ’ τον εαυτό σου είναι προσπάθεια μάταιη. Όσο του φεύγεις τόσο εκείνος σε αλυσοδένει και σε τραβάει με βία πίσω. Όλο και πιο θυμωμένος.

Και πάλι εσύ αποφασίζεις. Σε όλα και για όλα αποφασίζεις εσύ.

Ακόμα και για το θάνατο σου εσύ αποφα­σίζεις, υποστηρίζουν κάποιες αρχαίες διδασκαλίες.

Και ο θάνατος είναι πολλών ειδών. Για να θυμηθούμε εκεί­νο το εύστοχο:

«Πέθανε στα είκοσι του και τον έθαψαν στα ογδόντα πέντε του».

Κλείσε τους κύκλους από το παρελθόν-από παλιές σχέσεις

Και δεν είναι πάντα έρωτες αυτές οι σχέσεις

Όλοι μας, σε κάποια φάση της ζωής μας κουβαλάμε τελειωμένες σχέσεις, σχέσεις βαρίδια. Συνήθως είναι ένας μεγάλος έρωτας αλλά μπορεί να είναι και φίλος ή ακόμη και μέλος της οικογένειας και τους έχουμε μαζί μας καθημερινά να επηρεάζουν τις σκέψεις μας, τις αποφάσεις, τα όνειρά μας, με λίγα λόγια τα πάντα! Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι η σχέση, ούτε καν ο πρώην αγαπημένος/η, φίλος/η αλλά το πώς εμείς αφηνόμαστε να μας ορίζει από το παρελθόν.

Οφείλουμε στον εαυτό μας να αποδεσμευτούμε. ¨Ξέχνα το”, “ξεπέρασέ το πια” λένε συνήθως οι φίλοι μας… αλλά δεν είναι τόσο απλό κι ούτε συμβαίνει από τη μια στιγμή στην άλλη. Είναι σίγουρα όμως εφικτό.

Το πρώτο βήμα είναι να θέλεις να αποδεσμευτείς. Είναι πολλοί οι λόγοι που μας κρατούν δέσμιους σε μια τέτοια κατάσταση. Ίσως φοβόμαστε να πάρουμε σημαντικές αποφάσεις, ίσως επιθυμούμε να επανερχόμαστε σε κάποια συναισθήματα που μας γεννά για να γεμίζουμε την καθημερινότητά μας, ίσως αποφεύγουμε με αυτόν τον τρόπο να ξαναμπούμε στο παιχνίδι και συνεπώς να ξαναπληγωθούμε. Πρέπει να αναγνωρίσουμε λοιπόν, την χρησιμότητα που έχει για εμάς αυτή η προσκόλληση στο παρελθόν. Θεωρούμε ότι κάτι μας προσφέρει, κάπως μας εξυπηρετεί και έτσι το δικαιολογούμε στον εαυτό μας. Για να αποδεσμευτούμε πρέπει πρώτα πρώτα να αποφασίσουμε ότι αυτό είναι το καλύτερο για εμάς.

Ξεκίνα να καταγράφεις τις σκέψεις σου. Γράφε με ειλικρίνεια και αποδοχή, χωρίς να λογοκρίνεσαι, χωρίς να φιλτράρεις ή να κάνεις δεύτερες σκέψεις. Γράφε ό,τι σου έρχεται στο μυαλό σχετικά με αυτό που σε κρατάει πίσω και θα αρχίσεις να παρατηρείς μοτίβα στις σκέψεις σου, στις συμπεριφορές σου σε αυτά που πυροδοτούν αντιδράσεις από την μεριά σου. Όταν τα αναγνωρίσεις θα μπορέσεις και να τα αλλάξεις.

Οι ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας είναι πάντα από την δική μας οπτική γωνία και έτσι πρέπει να είναι. Όταν όμως αυτές οι ιστορίες δεν μας βοηθάνε στην καθημερινότητά μας ίσως είναι η ώρα να τις αμφισβητήσουμε. Για να απαλλαγούμε από τις σχέσεις-βαρίδια της ζωής μας θα πρέπει να πάρουμε μια απόσταση και να ξαναγράψουμε αυτή την ιστορία από μια άλλη οπτική. Μια άλλη οπτική μπορεί να δώσει διαφορετικό χρώμα και πιο ανάλαφρο συναίσθημα και να μειώσει την επίδραση που έχει πάνω μας.

Κάθε σχέση, ακόμη και αυτές που τέλειωσαν άσχημα επιτελούν ένα σκοπό. Είναι ένα μάθημα για το μέλλον. Ας προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε αυτό το μάθημα και να δώσουμε έτσι μια θετική διάσταση στη παλιά ιστορία. Αντί να επικεντρωνόμαστε στο αρνητικό ας κοιτάξουμε το θετικό: μάθαμε να είμαστε πιο δυνατοί, υπομονετικοί, μάθαμε καινούριες συμπεριφορές ή να εκτιμούμε μικρές χαρές κλπ.

Καθώς αποδεσμευόμαστε από την παλιά μας σχέση είναι ή ώρα να οραματιστούμε πως θα είναι η ευτυχίας μας χωρίς αυτήν. Μόλις ξεκαθαρίσει το όραμα της μελλοντικής ζωής μας χωρίς την προσκόλληση στα βαρίδια μας είναι πιο εύκολο να πάρουμε αποφάσεις και να κάνουμε κινήσεις που θα μας πάνε μπροστά.

Τέλος ας αφήσουμε τις μεγάλες προσδοκίες για τις ταινίες. Πολλές φορές οι προσδοκίες μας κρατούν δέσμιους στο παρελθόν. Προσδοκίες για μια μη ρεαλιστική ευτυχία και τελειότητα, για καταστάσεις κομμένες και ραμμένες στα μέτρα μας. Εκεί θα μας βοηθήσει για άλλη μια φορά το να γράφουμε τις σκέψεις μας καθώς έτσι θα μπορέσουμε να τις εντοπίσουμε και θα τις διαχειριστούμε.

Η αποδέσμευση είναι επίπονη και χρονοβόρα είναι όμως κρίμα να ρισκάρουμε να χάσουμε νέες συναρπαστικές ευκαιρίες στη ζωή μας, καινούριες διαδρομές και ταξίδια γιατί δεν χωράμε μαζί με όλα τα μπαγκάζια που κουβαλάμε. Ας τα ξεφορτωθούμε!

Τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν το προφίλ του πραγματικά ελεύθερου ανθρώπου

Ελεύθερος λοιπόν είναι όποιος:

-δεν καταβάλλεται από φοβίες, κρίσεις πανικού, αγωνία, άγχος

-δεν βασανίζεται από αμφιθυμία

-έχει βρει τι θέλει και το ακολουθεί

-δεν ακολουθεί την πλειοψηφία αν κρίνει ότι αυτό είναι παράλογο

-ξέρει ότι η ζωή του είναι στο χέρι του κι ότι μπορεί να την αλλάξει όποτε θελήσει

-παίρνει αποφάσεις

-έχει βρει τη φωνή του

-δεν συμμορφώνεται και δεν αντιδρά, αλλά συμφωνεί ή διαφωνεί

-μπορεί να ανταποκριθεί σε πολλούς ρόλους και δεν προσκολλάται μόνο σε έναν

-δεν προσκολλάται στο παρελθόν αλλά το αξιοποιεί ως πηγή γνώσης

– δεν χάνει το παρόν

-έχει καλή σχέση με το σώμα του

-κοιμάται ήσυχος το βράδυ

-είναι σοβαρός αλλά όχι σοβαροφανής

-δεν βολεύεται σε εύκολες, αλλά στενόχωρες καταστάσεις

-δεν εξουσιάζει και δεν εξουσιάζεται

-έχει αξιοπρέπεια χωρίς να ενδιαφέρεται για το τι λέει ο κόσμος

-έχει αυτοσεβασμό

-μπορεί να δεσμευτεί σε έναν στόχο που απορρέει από μία επιθυμία του

-έχει συγχωρέσει τον εαυτό και τον άλλο

-δεν είναι τελειομανής

-αντιλαμβάνεται ότι ο θάνατος είναι αναπόφευκτο τμήμα της ζωής και συμφιλιώνεται

-δεν αγκιστρώνεται από τον οποιονδήποτε -ισμό

-ξέρει ότι ενδέχεται να αλλάξει κάποια στιγμή εφόσον πεισθεί (απόψεις, δοξασίες, αξίες)

-αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε όλα κι ότι αυτό δεν είναι πρόβλημα.

-εξασκεί και διαφυλλάσσει την κριτική του ικανότητα

-έχει μάθει να αυτοπεριορίζεται

-ακόμη εκπλήσσεται

-σέβεται την ελευθερία των άλλων

-εκφράζεται ελεύθερα αλλά με σεβασμό προς τους άλλους

-δεν φοβάται ούτε την πιο παράλογη του σκέψη

-δεν ψάχνει διψασμένος για αποδοχή ή για μπράβο

-δεν είναι ανταγωνιστικός με τους άλλους αλλά επικεντρώνεται στην δική του ανάπτυξη

-αισθάνεται εσωτερικά ασφαλής και δεν ψάχνει τεχνητές πηγές ασφάλειας εξωτερικά

-δεν πείθεται από το ψευδές δίλημμα ασφάλεια ή ελευθερία. Δεν υπάρχει ασφάλεια χωρίς ελευθερία.

-δεν αισθάνεται ένοχος (ή κάνει κάτι και το χαίρεται, ή δεν το κάνει καθόλου).

-αισθάνεται ένα τμήμα του σύμπαντος τόσο μικρό αλλά και τόσο μεγάλο

-ξέρει ότι η ελευθερία του δεν απειλείται ούτε από το πιο μικρό και σκοτεινό κελί του πιο αδυσώπητου δικτάτορα

Η ελευθερία όπως την όρισαν φιλόσοφοι, ιστορικοί και λογοτέχνες:

Ο Καζαντζάκης είχε πει κάποτε ότι αυτός που επιθυμεί την ελευθερία, παρόλο που μπορεί να μην την έχει κατακτήσει ακόμη, βαδίζει προς αυτήν. Συνέδεσε επίσης την ελευθερία με την απουσία φόβου και ελπίδας με το περιβόητο “Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα Είμαι ελεύθερος!”

Ο Καμύ, ως δημοσιογράφος σε μία ανελεύθερη εποχή, είχε πει ότι ελεύθερος είναι όποιος δεν λέει ψέμματα… Το θέμα της ελευθερίας φαίνεται να τον απασχολεί σε όλη του την ζωή και μας προτείνει ότι ο μόνος τρόπος να υπάρξεις σε έναν ανελεύθερο κόσμο είναι είσαι τόσο απόλυτα ελεύθερος ως ύπαρξη ώστε αυτό από μόνο του να αποτελεί μία πράξη ανταρσίας.

Για το Νίτσε ελεύθερος είναι όποιος έχει την θέληση να είναι υπεύθυνος απέναντι στον εαυτό του.

Ο Θουκυδίδης μας λέει ότι ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι οι γενναίοι…

Ο Καστοριάδης είχε πει για την ελευθερία ότι μόνο με δύο τρόπους μπορεί κανείς να την καταφέρει: με την πολιτική και την ψυχανάλυση. Μετά την απογοήτευσή του από την εμπλοκή του στην πολιτική πίστευε μόνο στην απελευθερωτική δύναμη της ψυχανάλυσης..

Κι ο Μενέλαος Λουντέμης μας θυμίζει και αφυπνίζει: “Φτηνά την λευτεριά δεν την πουλούν πουθενά. Ούτε και την χαρίζουν. Όσοι την πήραν χάρισμα την χαράμισαν”.

Η αυτάρκεια είναι ο μεγαλύτερος πλούτος

«Η αυτάρκεια είναι ο μεγαλύτερος πλούτος», και «μέγιστος καρπός της αυτάρκειας είναι η ελευθερία». Οι βασικές ανάγκες μπορούν να καλυφθούν μ’ ένα μέτριο εισόδημα, αλλά και η ικανοποίηση που προσφέρουν σε όποιον ξέρει να εκτιμά τα πράγματα δεν είναι διόλου μικρότερη από εκείνη που έχουν να μας προσφέρουν τα ψυχοφθόρα εγχειρήματα που μας εμπλέκουν σε ανταγωνισμούς, και που οι κοινοί άνθρωποι θεωρούν ως απαραίτητα για τη συναισθηματική τους πληρότητα. Γιατί ακριβώς όπως είναι πιο εύκολο και βολικό το να αναπροσαρμόζουμε τα έξοδά μας παρά το εισόδημά μας, το ίδιο εύκολο και βολικό είναι να αναπροσαρμόζουμε τη στάση μας: «Αν θέλεις να κάνεις πλούσιο τον Πυθοκλή», συμβούλευε κάποτε ο Επίκουρος, «μη του δίνεις περισσότερα λεφτά` μείωσε τις επιθυμίες του». Γιατί η ευδαιμονία είναι μια εσωτερική νίκη που υπερβαίνει τις εξωτερικές περιστάσεις. Επομένως, το θέμα δεν είναι να ξεπερνά κανείς τις νίκες των άλλων, αλλά να παρατείνει τη νίκη μέσα του:

Αν θέλεις να κυβερνάς τη ζωή σου σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική, μάθε πως πραγματικός πλούτος σημαίνει το να αρκούμαστε στα λίγα. Το λίγο ποτέ δε λείπει. Οι άνθρωποι επιθύμησαν τη δύναμη και τη δόξα για να στηρίξουν το έχει τους σε στέρεα θεμέλια και να μπορούν να ζουν τη ζωή τους ήσυχα μες στα πλούτη. Μάταιος κόπος. Στον αγώνα τους να φτάσουν ψηλά, σπέρνουν το δρόμο της ζωής με δυσκολίες και κινδύνους. Κι από την κορυφή, σαν κεραυνός ο φθόνος τους χτυπά και τους γκρεμίζει με καταφρόνια μες σε τρομερά Τάρταρα. Γιατί από το φθόνο, όπως κι από τον κεραυνό, καίγονται οι ψηλές κορφές και κάθε τι που ξεχωρίζει πάνω από τα’ άλλα. Αξίζει περισσότερο να προσαρμόζεται κανείς ήσυχα παρά να θέλει να υποτάξει τον κόσμο στη εξουσία του και να κυβερνά βασίλεια. Ασ’ τους να χύνουν άσκοπα ματωμένο ιδρώτα εξουθενωμένοι, καθώς παλεύουν στο στενό μονοπάτι της φιλοδοξίας, αφού οι γνώσεις τους υπαγορεύονται από ξένα χείλη, κι οι επιθυμίες τους καθορίζονται από αυτά που ακούν από άλλους κι όχι απ’ τα δικά τους αισθήματα.

Λουκρήτιος, Για τη φύση των πραγμάτων

EDMUND HUSSERL: Η Επιστήμη της συνείδησης

Ο Καρτέσιος (Ντεκάρτ) αναζήτησε να θεμελιώσει τη γνώση και να εξασφαλίσει την ανάπτυξη της Επιστήμης στις πρώτες αναμφισβήτητες παρατηρήσεις που μπορούμε να κάνουμε. Για να φτάσει να βρει την αναμφισβήτητη 100% βεβαιότητα, ξεκίνησε, (με τη λογική των σκεπτικιστών να αμφισβητεί το σύνολο των πληροφοριών και των γνώσεων που αποκτήθηκαν από την εμπειρία με οποιοδήποτε τρόπο. Έτσι έφτασε στην πιο φανερή αλήθεια που απόμεινε και αυτό ήταν το γεγονός ότι υπάρχουμε (σκέφτομαι και αμφιβάλλω, άρα υπάρχω). 

Ο Καρτέσιος παρατήρησε ότι η πιο φανερή αλήθεια δεν χρειαζόταν πολλές σκέψεις και ιδιαίτερη ανάλυση για να είναι αξιόπιστη. Η παρατήρηση αυτή και η απλή έκφρασή της στην οποία κατέληξε με προσωρινή αμφισβήτηση για όλα, είχε από μόνη της άμεση βεβαιότητα (πρόδηλη αλήθεια). Μάλιστα, από αυτή τη δυνατότητα να είμαστε βέβαιοι για ορισμένες αλήθειες χωρίς ιδιαίτερη ανάλυση και μακρόσυρτους συλλογισμούς, ο Καρτέσιος συμπέρανε ότι υπάρχει ένας εγγυητής” που μας έχει εξασφαλίσει έναν λογικό κόσμο, έναν κόσμο που δεν μας εξαπατά και αντιθέτως μπορούμε να γνωρίζουμε τον εξωτερικό κόσμο με τη λογική σκέψη και με έμφυτες ιδέες, επάνω στις οποίες μπορούμε και βασίζουμε την Επιστήμη (ορθολογισμός).

Ο Edmund Husserl (Έντμουντ Χούσερλ, 1859-1938) δεν απομακρύνθηκε πολύ από αυτή τη συγκεκριμένη διαπίστωση του Καρτέσιου. Ακολούθησε την ορθολογική ερμηνεία που θεμελίωσε ο Καρτέσιος και ανέπτυξε μία φιλοσοφική θεωρία όπου η κεντρική άποψη, κάτω από άλλους όρους της έκφρασης, είναι η παρατήρηση της άμεσης επαφής” που έχει η συνείδηση με τον εαυτό της ( προθετικότητα) και την οποία αυτή διατηρεί ανεξάρτητα από το όποιο περιεχόμενό της. Η έμφαση που έδωσε στην άμεση σχέση της συνείδησης με τον εαυτό της και η υποβάθμιση του κόσμου σε τυχαίο φαινόμενο, αυτές, με απλά λόγια αποτελούν τις κεντρικές ιδέες όλης της φιλοσοφίας του και τροφοδότησαν τις φιλοσοφικές προσπάθειες που χαρακτηρίζουμε με τον όρο “υπαρξισμό”.

Ο Edmund Husserl ήταν επικριτικός στους εμπειριστές και στους σκεπτικιστές φιλόσοφους (στον Λοκ, στον Χιουμ, στον Μπέρκλεϊ , μερικοί όπως ο ίδιος αναφέρει) οι οποίοι ξεκινούσαν με το δεδομένο ότι ήδη κατέχουμε αντικειμενική γνώση, γνώση των αντικειμένων όπως την αποκτάμε από τις αισθήσεις, χωρίς όμως να εξηγούν πως το πλήθος των πληροφορίες οργανώνεται και συσχετίζεται από διαδικασίες ψυχολογικές και λογικές, ένα γνωστό ζήτημα στη φιλοσοφία, από την αρχαιότητα. Κάπου εδώ, ο Husserl βρήκε το περιθώριο για να αναπτύξει τις δικές του σκέψεις, που μοιάζουν να έγιναν από αντίδραση στην ξέφρενη ανάπτυξη των επιστημών και στην εφαρμογή μιας ουδέτερης (αποστασιοποιημένος) λογικής στην περιγραφή των πραγμάτων.

Έτσι ο Husserl αξίωσε τη δημιουργία μίας Πρώτης Φιλοσοφίας, η οποία θα ήταν η Επιστήμη της συνείδησης και της σχέσης της με τον κόσμο (ο οποίος υπάρχει σαν πλήθος φαινομένων) και κατ’ επέκταση θα ήταν η Επιστήμη που “ενοποιεί” αν όχι θεμελιώνει το σύνολο των επιστημών, Αυτός ήταν ο προορισμός της Φιλοσοφίας. Διότι, κάθε εμπειρία, η γνώση των πραγμάτων και η επιστημονική αλήθεια εξαρτώνται από το υποκείμενο της γνωστικής διαδικασίας (που είναι ο άνθρωπος) και από την τάση της συνείδησης να αποδίδει το δικό της ξεχωριστό νόημα στο περιεχόμενο της εμπειρίας. Δηλαδή, είναι απαραίτητο πρώτα να γνωρίσουμε το υποκείμενο και τον τρόπο που λειτουργεί με τη συνείδηση του και αυτό για να το επιτύχουμε, χρειάζεται ο “καθαρισμός της συνείδησης από τα ιδιαίτερα ψυχολογικά γνωρίσματα και από το τυχαίο περιεχόμενο του φυσικού και του κοινωνικού κόσμου. 

Σε κατάσταση φυσικών και κοινωνικών περιορισμών και εξαναγκασμών, ο άνθρωπος δεν μπορεί να σκεφτεί και να κατανοήσει τον εαυτό του. Χρειάζεται να γίνει η αποδέσμευση από τον κόσμο των φαινομένων, που ονομάζουμε φυσική και κοινωνική πραγματικότητα και η απαλλαγή της συνείδησης από το φορτίο των εμπειριών. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται μια νέα και “καθαρή” προσέγγιση της πραγματικότητας. Με αυτή τη μέθοδο (της φαινομενολογικής αναγωγής) αποκαλύπτεται αμέσως η συνείδηση στον εαυτό της και η δική της ροπή να δίνει νόημα και ύπαρξη στα φαινόμενα.

Για τον Husserl η ουσία των πραγμάτων δεν είναι τα τυχαία φαινόμενα και οι σκέψεις που η νόηση συγκροτεί γι' αυτά, αλλά είναι η άμεση αποκάλυψη της συνείδησης στον εαυτό της Η συνείδηση είναι βέβαιη για τον εαυτό της και για τα βήματά της ανεξάρτητα από τη σύνδεσή τους με τα φαινόμενα, ενώ με τα φαινόμενα δεν παύει να στρέφεται στον εαυτό της. Η ” Πρώτη Φιλοσοφία” που μπορούμε να απο καλέσουμε και “φαινομενολογία” έχει για αντικείμενο αυτήν την ουσία κι όχι τα γεγονότα, σε αντίθεση με την Επιστήμη και συγκρούεται με τον εμπειρισμό, το θετικισμό και με την αποστασιοποιημένη λογική. Από την άλλη υποβαθμίζει το ρόλο της επιστημονικής προσέγγισης και την λογική σαν ξένες λειτουργίες της συνείδησης, που την αποξενώνουν από τον εαυτό της και της εμφανίζουν ένα κόσμο σαν άσχετο από την ίδια τη συνείδηση. Επίσης, η ανθρώπινη συνείδηση και ψυχή παρουσιάζονται στη θεωρία του σαν μεταφυσικές αρχές που υπάρχουν πριν από κάθε εμπειρία, που είναι όπως είναι ανεξάρτητα από τις σχέσεις τους με τον εξωτερικό κόσμο και θα μπορούσαν να απομείνουν χωρίς καμία πληροφορία και γνώση. 

Ο Husserl τελικά, δεν πρόσφερε στη φιλοσοφία νέες άγνωστες απόψεις ούτε τις σκέψεις που οδηγούν τα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα σε νέες λύσεις, Δεν γινόμαστε σοφότεροι για τα ηθικά ζητήματα, ούτε διαβάζουμε μια νέα άποψη για τη δημιουργία των πραγμάτων και κυρίως μάς προβληματίζει για το πόσο πρέπει να εμπιστευόμαστε τις αισθήσεις μας και για το νόημα της λογικής και για τα όρια στη χρησιμότητα της Επιστήμης. Όπως πολλοί σύγχρονοί του, επεξεργάστηκε τις προηγούμενες φιλοσοφικές παρατηρήσεις και τις γνωστές αντιπαραθέσεις. Τόνισε ιδιαίτερα μερικές από αυτές τις παρατηρήσεις, τις αναδιατύπωσε, τις συμπλήρωσε με περισσότερες σκέψεις και συνετέλεσε στην καλύτερη αφομοίωσή τους με το δυσνόητο τρόπο που συνήθως επιλέγουν οι φιλόσοφοι, δεν θα μπορούσαν να εκφραστούν με απλούστερο λεξιλόγιο και για τα πράγματα με το πιο ιδιαίτερο όνομά τους.

ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Όλα του σώματος είναι ρευστά σαν ποταμός


Όλα του σώματος είναι ρευστά σαν ποταμός, ενώ της ψυχής είναι όνειρο και ψευδαίσθηση` η ίδια η ζωή είναι πόλεμος και ταξίδι σε ξένο τόπο

Της ανθρώπινης ζωής ο χρόνος είναι μια στιγμή, η ουσία της ρευστή, οι αισθήσεις αμυδρές, του κορμιού η σύσταση φθαρτή, η ψυχή μια σβούρα, η τύχη ανεξιχνίαστη κι η φήμη προϊόν ακρισίας. Με δυο λόγια, όλα του σώματος είναι ρευστά σαν ποταμός, ενώ της ψυχής είναι όνειρο και ψευδαίσθηση` η ίδια η ζωή είναι πόλεμος και ταξίδι σε ξένο τόπο, κι η υστεροφημία είναι λήθη. 

Ποιος μπορεί να μας παρασταθεί στο δρόμο; Η φιλοσοφία και μόνον αυτή. Και φιλοσοφία θα πει, να διατηρείς τον δαίμονα που ‘χεις μέσα σου απρόσβλητο, σώο και αβλαβή, υπεράνω πόνων και ηδονών` τίποτα να μην κάνεις στα κουτουρού, τίποτα στα ψεύτικα και με υποκρισία` φιλοσοφία θα πει να μην έχεις ανάγκη από το τι κάνει ή δεν κάνει ο άλλος` κι ακόμη, ό, τι σου προκύψει και ό, τι σου στέλνει η μοίρα ο δαίμονάς σου να τα δέχεται, ως προερχόμενα κάπου από κει, απ’ όπου προέρχεται κι αυτός. Και πάνω απ’ όλα, να περιμένεις το θάνατο με γαλήνιο νου, ως κάτι που δεν είναι παρά μια ακόμα διάλυση στοιχείων που συνθέτουν κάθε έμβιο ον. 

Μεταβάλλονται αυτά τα στοιχεία, το καθένα σε κάτι άλλο, και δεν είναι διόλου τρομερό αυτό. Αν είναι έτσι, τι σου κακοφαίνεται αυτή η μεταβολή και διάλυση των πάντων; Αφού γίνεται σύμφωνα με τη Φύση. Και ό, τι είναι σύμφωνο με τη Φύση δεν είναι κακό.

ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ, ΤΑ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ

ΒΟΚΑΚΙΟΣ: Μια πολύ αστεία ιστορία απιστίας

Ξέρετε, ασφαλώς, πως ένας φλωρεντινός ευπατρίδης, που κατοικούσε στο Παρίσι, αναγκάστηκε απ’ τη φτώ­χεια να γίνει έμπορος, και οι δουλειές του πήγαν τόσο καλά, που έκανε μεγάλη περιουσία. Από τη γυναίκα του απόκτησε μονάχα ένα γιο, τον Λοντοβίκο, που πήρε απ’ τον πατέρα του μονάχα τις αριστοκρατικές ροπές και κα­μιά κλίση για το εμπόριο. Για τούτο ο πατέρας του δεν του εμπιστεύτηκε τη δουλειά του, αλλά τον έβαλε μαζί με άλλους νεαρούς ευγενείς στην υπηρεσία του βασιλιά της Γαλλίας, όπου έμαθε καλούς τρόπους και συμπερι­φορά.

Στο διάστημα που έμενε στην Αυλή, πολλοί ιππότες, που γύριζαν απ’ τους Αγίους Τόπους, τύχαινε να κουβεν­τιάζουν μπροστά του, όπως συνηθίζουν οι νέοι, για τις ωραίες γυναίκες της Γαλλίας, της Αγγλίας κι άλλων χω­ρών του κόσμου. Ένας από τους ιππότες άρχισε να λέει πως στις διάφορες περιπλανήσεις του δεν είχε δει ομορ­φιά που να μπορεί να συγκριθεί με την ομορφιά της ντό­νας Βεατρίκης, της γυναίκας του Εγκάνο Γκαλούτσι, στην Μπολόνια. Και όλοι οι σύντροφοί του, που την εί­χαν δει στην Μπολόνια, συμφώνησαν μαζί του.

Σαν το άκουσε ο Λοντοβίκο, που ήταν ακόμη αρχάριος στον έρωτα, ένιωσε τόσο μεγάλη επιθυμία να τη δει, που δεν είχε άλλη σκέψη στο νου του. Μ’ αυτό το σκοπό, αποφάσισε να πάει οπωσδήποτε στην Μπολόνια, και μά­λιστα να μείνει εκεί, αν του άρεσε η κυρά. Είπε λοιπόν στον πατέρα του πως ήθελε δήθεν να πάει στον Πανάγιο Τάφο για προσκύνημα, και με τα πολλά κατάφερε να πάρει την άδειά του. Έφτασε στην Μπολόνια με το όνομα Ανιτσίνο, και τα ’φερε η τύχη να δει την άλλη μέρα κιόλας την κυρά σε μια γιορτή. Τη βρήκε ακόμα πιο ωραία απ’ ό,τι είχε φανταστεί, την ερωτεύτηκε φλογερά κι αποφάσισε να μη φύγει απ’ την Μπολόνια δίχως να χαρεί τον έρωτά της.

Κάθισε να σκεφτεί πώς θα το πετύχαινε, και βρήκε πως ο μόνος τρόπος που παρουσίαζε κάποιες πιθανότητες ήταν να μπει στην υπηρεσία του άντρα της, που είχε πολυάριθμο υπηρετικό προσωπικό. Πούλησε τα άλογά του, βόλεψε τους υπηρέτες του και τους έδωσε οδηγίες να κάνουν πως δεν τον γνωρίζουν αν τύχαινε να τον αν­ταμώσουν. Ύστερα, πήρε παράμερα τον ξενοδόχο και του ανακοίνωσε την επιθυμία του να μπει, αν ήταν δυνατόν, στην υπηρεσία κάποιου μεγάλου αφέντη.

«Μου φαίνεται» του αποκρίθηκε ο ξενοδόχος, «πως εί­σαι ό,τι χρειάζεται για ν’ αρέσεις σ’ έναν μεγάλο άρχον­τα αυτού του τόπου, τον Εγκάνο με τ’ όνομα. Έχει πολ­λούς υπηρέτες και τους θέλει με καλό παρουσιαστικό, σαν εσένα. Άσε — θα του μιλήσω».

Έκανε όπως είπε, κι ο Εγκάνο δέχτηκε να προσλάβει τον Ανιτσίνο, που η χαρά του δεν περιγράφεται.

Ο Ανιτσίνο, στην υπηρεσία τώρα του Εγκάνο, είχε συ­χνά την ευκαιρία να βλέπει την κυρά. Και υπηρετούσε τον αφέντη του τόσο καλά και με τόση αφοσίωση, που ο Εγκάνο τον συμπάθησε σε σημείο που να μην μπορεί τί­ποτα να κάνει δίχως αυτόν. Και εκτός που τον είχε στην προσωπική του υπηρεσία, του ανέθεσε και τη διαχείριση όλης της περιουσίας του.

Μια μέρα, ο Εγκάνο βγήκε να κυνηγήσει πουλιά, δί­χως να πάρει μαζί του τον Ανιτσίνο.

Η Βεατρίκη δεν είχε καταλάβει ακόμα πως ο Ανιτσίνο ήταν ερωτευμένος μαζί της, αλλά οι τρόποι του και το παρουσιαστικό του την έκαναν πολλές φορές να σκεφτεί πως ήταν χαριτωμένος και πως της άρεσε. Κάθισαν λοιπόν σ’ ένα τραπέζι και βάλθηκαν να παίζουν σκάκι, κι ο Ανιτσίνο, θέλοντας να την ευχαριστήσει, άφησε μ’ επιτηδειότητα να νικηθεί, προς μεγάλη χαρά της Βεατρίκης. Οι κοπέ­λες της συνοδείας της παράτησαν τότε να παρακολουθούν το παιχνίδι, και τους άφησαν μόνους. Ο Ανιτσίνο αναστέναξε βαθιά, και τότε εκείνη τον κοίταξε και τον ρώτησε:

«Τι έχεις, Ανιτσίνο: Σου κακοφάνηκε που σε κέρδισα! «Ντόνα» της αποκρίθηκε, «μια πολύ πιο σοβαρή αιτία με κάνει κι αναστενάζω».

«Για το καλό που μου θέλεις» του λέει, «πες μου την».

Ο Ανιτσίνο, ακούγοντας τη γυναίκα που αγαπούσε περισσότερο από καθετί στον κόσμο να τον εξορκίζει «για το καλό που της θέλει», αναστέναξε ακόμα πιο βαθιά. Η Βεατρίκη τον παρακάλεσε και πάλι να της πει ποια αιτία τον έκανε να αναστενάζει.

«Ντόνα» της αποκρίθηκε ο Ανιτσίνο, «φοβάμαι πως θα σας ενοχλήσω αν σας το πω. Φοβάμαι μην το πείτε και σε άλλους».

«Σου υπόσχομαι» του λέει, «να μη στενοχωρηθώ. Πες μου ό,τι έχεις να μου πεις, και να ’σαι βέβαιος πως δε θα το πω σε κανέναν δίχως τη συγκατάθεσή σου».

«Αφού μου το υπόσχεστε» είπε ο Ανιτσίνο, «θα σας το πω».

Λες και τρεμόπαιζαν δάκρυα στα βλέφαρά του, όσο της διηγόταν ποιος ήταν, τι είχε μάθει γι’ αυτήν, πού και πώς την είχε ερωτευτεί, και για ποιο λόγο είχε μπει στην υπη­ρεσία του άντρα της. Ύστερα, όσο γίνεται πιο ταπεινά, την παρακάλεσε να τον λυπηθεί και να στέρξει στον τόσο μυστικό και φλογερό πόθο του. Αν όχι, δίχως τίποτα ν’ αλλάξει στις σχέσεις τους, να ανεχτεί τη λατρεία του.

Ω, αίμα μπολονέζικο, μοναδικό για τη γλύκα σου! Πό­σες φορές δε σ’ έχουν υμνήσει σε τέτοιες περιστάσεις! Μακριά τα δάκρυα κι οι αναστεναγμοί, και πάντα υποκύπτεις στις ικεσίες και στον ερωτικό πόθο· κι αν ήμουν κατάλληλη να εγκωμιάσω τις αρετές σου, ποτέ δε θα ’σβηνε η φωνή μου.

Όσο μιλούσε ο Ανιτσίνο, η όμορφη κυρά τον κοίταζε κατάματα και πίστευε απόλυτα όσα της έλεγε. Οι ικεσίες κι ο έρωτας του νεαρού τρύπησαν τόσο βαθιά την καρδιά της, που άρχισε κι αυτή να αναστενάζει. Κι αφού αναστέναξε μερικές φορές, του αποκρίθηκε:

«Γλυκέ μου Ανιτσίνο, μην απελπίζεσαι. Έχω τραβήξει -και τραβάω ακόμα— ένα πλήθος θαυμαστές. Μα ούτε τα δώρα, ούτε οι υποσχέσεις, ούτε το φλογερό πάθος, απ’ όποιον κι αν προέρχονταν, είτε από ιππότη, είτε από με­γάλο άρχοντα, είτε απ’ όποιον άλλο, δεν μπόρεσαν ποτέ να συγκινήσουν την καρδιά μου. Κι έφτασε τόσο λίγη ώρα. όσο κράτησαν τα λόγια σου, για να γίνει η καρδιά μου περισσότερο δική σου παρά δική μου. Μπόρεσες να κερδίσεις απόλυτα τον έρωτά μου. Σου τον χαρίζω και σου υπόσχομαι να τον χαρείς πριν να περάσει η νύχτα που έρχεται. Και για να κρατήσω την υπόσχεσή μου, έλα στην κάμαρά μου τα μεσάνυχτα — θ’ αφήσω την πόρ­τα ανοιχτή, ξέρεις σε ποια μεριά του κρεβατιού κοιμά­μαι, έλα εκεί, κι αν τύχει και κοιμάμαι, σκούντησε με ανάλαφρα για να ξυπνήσω, και θα σε αποζημιώσω για τον μακροχρόνιο πόθο σου. Και για να με πιστέψεις, πά­ρε για αρραβώνα ένα φιλί».

Τον αγκάλιασε απ’ το λαιμό, κι έδωσαν ένα μακρόσυρτο ερωτικό φιλί.

Ύστερα, ο Ανιτσίνο την άφησε για ν’ ασχοληθεί με διάφορες υποθέσεις, περιμένοντας με χαρούμενο καρδιο­χτύπι να νυχτώσει.

Ο Εγκάνο γύρισε απ’ το κυνήγι, κάθισε να φάει, κι όπως ήταν κουρασμένος, πήγε να πλαγιάσει. Δεν άργησε ν’ ανέβει κι η γυναίκα του, και σύμφωνα με την υπόσχε­σή της, άφησε την πόρτα ανοιχτή. Την ορισμένη ώρα πήγε κι ο Ανιτσίνο, μπήκε στην κάμαρα πατώντας στ’ ακροδάχτυλα κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. Τράβηξε προς το μέρος όπου πλάγιαζε η ντόνα Βεατρίκη, της άγ­γιξε το στήθος και είδε πως ήταν ξύπνια. Όταν κατάλαβε η Βεατρίκη πως ήταν ο Ανιτσίνο, του έπιασε το χέρι και το έσφιξε δυνατά. Ύστερα, γύρισε απ’ την άλλη, ξύπνη­σε τον άντρα της που κοιμόταν, κι άρχισε να του λέει: «Δε θέλησα να σου πω τίποτα σαν ήρθες, γιατί μου φάνηκες κουρασμένος. Μα πες μου, ο Θεός μαζί σου, Εγκάνο, απ’ όλους τους υπηρέτες σου, ποιος είναι ο καλύτε­ρος, ο πιο πιστός, αυτός που προτιμάς;»

«Ωραία ερώτηση!» της αποκρίθηκε. «Δεν τον ξέρεις; Ούτε είχα ποτέ, ούτε έχω σε κανέναν τόση εμπιστοσύνη, όση στον αγαπητό μου και πιστό Ανιτσίνο. Αλλά γιατί με ρωτάς;»

Ο Ανιτσίνο, βλέποντας πως ο Εγκάνο είχε ξυπνήσει, κι ακούγοντας να μιλούν γι’ αυτόν, φοβήθηκε πως η κυ­ρά τού είχε στήσει παγίδα, και δοκίμασε πολλές φορές να τραβήξει το χέρι του και να το βάλει στα πόδια, μα η Βεατρίκη το κρατούσε τόσο σφιχτά, που δεν μπόρεσε. Στο μεταξύ, αποκρινόταν εκείνη στον Εγκάνο:

«Θα σου πω. Τον νόμιζα κι εγώ, όπως εσύ, πιο αφοσιωμένο απ’ όλους. Και με έβγαλε ο ίδιος απ’ την πλάνη μου. Σαν έφυγες για το κυνήγι, εκείνος έμεινε, διάλεξε τη στιγμή και δεν ντράπηκε να μου κάνει ανήθικες προ­τάσεις. Και τότε εγώ, για να μη χρειαστεί να σου δώσω πολλές αποδείξεις και για να πειστείς με τα μάτια σου, του αποκρίθηκα πως είμαι σύμφωνη και πως απόψε κιόλας, μετά τα μεσάνυχτα, θα πάω να τον περιμένω στον κήπο, κάτω από το πεύκο. Φυσικά, δεν το ’χω σκοπό να πάω. Μα αν θες να διαπιστώσεις πόσο λίγο σου είναι πι­στός, είναι πολύ εύκολο: φόρεσε μια ρόμπα μου, τύλιξε το κεφάλι σου με μια σάρπα και πήγαινε να τον περιμέ­νεις. Είμαι βέβαιη πως θα ’ρθει».

«Σίγουρα θα πάω να δω» αποκρίθηκε ο Εγκάνο στα λόγια της γυναίκας του.

Σηκώθηκε όπως όπως στα σκοτεινά, φόρεσε μια ρόμπα της κυράς, τύλιξε μια σάρπα στο κεφάλι του, ύστερα πή­γε στον κήπο κι άρχισε να παραμονεύει κοντά σ’ ένα πεύκο.

Σαν τον είδε όρθιο η Βεατρίκη και τον άκουσε να βγαίνει, σηκώθηκε κι αυτή και σύρτωσε την πόρτα από μέσα. Ο Ανιτσίνο, που είχε δοκιμάσει τον μεγαλύτερο φόβο της ζωής του, είχε προσπαθήσει να ξεφύγει από τα χέρια της κυράς και καταριόταν εκατό χιλιάδες φορές τη Βεατρίκη, τον έρωτά του και την απλοϊκότητα που είχε δείξει, μα σαν είδε πού κατέληγαν όλα αυτά, ένιωσε ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Η κυρά ξαναγύρισε στο κρεβάτι, κι όταν τον κάλεσε, πλάγιασε κι αυ­τός, γδυτός όπως εκείνη, και για πολλή ώρα χάρηκαν τον αμοιβαίο έρωτά τους.

Σαν έκρινε η κυρά πως ο Ανιτσίνο δεν έπρεπε να μείνει περισσότερο, τον έβαλε να σηκωθεί και να ντυθεί και του είπε:

«Γλυκό μου στοματάκι, πάρε ένα χοντρό ραβδί, πήγαι­νε στον κήπο και προσποιήσου πως είχες θελήσει να με δοκιμάσεις. Βρίσε τον Εγκάνο σαν να ’μουν εγώ, και δώσ’ του κάμποσες με το ραβδί. Θα δεις το αποτέλεσμα και τι ωραία που θα περάσουμε οι δυο μας».

Ο Ανιτσίνο σηκώθηκε, κατέβηκε μ’ ένα ραβδί από ξύ­λο ιτιάς στο χέρι και σίμωσε στο πεύκο. Ο Εγκάνο, που τον είδε να ‘ρχεται, σηκώθηκε και προχώρησε με προ­σποιητή χαρά να τον υποδεχτεί, μα ο Ανιτσίνο έβαλε τις φωνές:

«Α, παλιογυναίκα! Ήρθες, λοιπόν! Πίστεψες πως θα πρόδινα τον αφέντη μου, ε; Χίλιες φορές καταραμένη η ώρα που ήρθες!»

Ο Εγκάνο, ακούγοντας αυτά τα λόγια και βλέποντας το ραβδί, το ‘βαλε στα πόδια, κι ο Ανιτσίνο, ξοπίσω του, δε σταματούσε να φωνάζει:

«Ε, που να το βρεις απ’ το Θεό, παλιοβρόμα! Έννοια σου, όμως, αύριο θα τα πω όλα στον Εγκάνο».

Ο Εγκάνο, που είχε φάει κάμποσες ξυλιές, γύρισε σε κακά χάλια στην κάμαρά του. Η γυναίκα του τον ρώτησε αμέσως αν είχε πάει ο Ανιτσίνο στον κήπο.

«Να ’δινε ο Θεός να μην είχε έρθει!» της αποκρίθηκε. «Με πήρε για σένα, με μαύρισε στο ξύλο και με έβρισε με τα χειρότερα λόγια, σαν να ’μουν καμιά πόρνη. Για να ’μαι ειλικρινής, μου φάνηκε πολύ παράξενο να σου είχε κάνει τέτοιες προτάσεις με την υστεροβουλία να με ατιμάσει. Θέλησε να σε δοκιμάσει, καθώς σ’ έβλεπε πάν­τα γελαστή και πεταχτή».

«Δόξα να ’χει ο Θεός, που εμένα με δοκίμασε με τα λό­για κι εσένα με τα έργα. Και σίγουρα μπορεί να λέει πως υπομένω τα λόγια καλύτερα απ’ ό,τι εσύ τα έργα. Ωστό­σο, μια και σου είναι τόσο πιστός, πρέπει να του δείξεις φιλία και να τον τιμάς».

«Ναι, έχεις δίκιο» αποκρίθηκε ο Εγκάνο.

Κι από κείνη την περιπέτεια, έβγαλε το συμπέρασμα πως είχε, απ’ όλους τους αριστοκράτες του τόπου, την τι­μιότερη γυναίκα και τον πιστότερο υπηρέτη. Και πολλές φορές οι τρεις τους ξεκαρδίζονταν στα γέλια όταν θυμόνταν το επεισόδιο – που, δίχως αυτό, ίσως να μην έβρισκαν, ο Ανιτσίνο και η κυρά, την ίδια ευκολία στις σχέσεις τους, που τις συνέχισαν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Κι ο Ανιτσίνο έμεινε όσον καιρό θέλησε στο σπίτι του Εγκάνο, στην Μπολόνια.

ΒΟΚΑΚΙΟΣ, Το δεκαήμερο

Το στοίχημα του Πασκάλ

Ο Γάλλος μαθηματικός και φιλόσοφος του δεκάτου εβδόμου αιώνα Μπλεζ Πασκάλ υποστήριξε ότι η απόφαση για το αν θα πιστέψει κανείς στο Θεό ή όχι, ουσιαστικά είναι ένα στοίχημα.

Αν επιλέξουμε να συμπεριφερθούμε σαν να υπάρχει Θεός και όταν φθάσουμε στο τέλος αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει, δεν έγινε και τίποτα. Εντάξει, ίσως να έχουμε χάσει την ικανότητα να απολαύσουμε τα Εφτά Θανάσιμα Αμαρτήματα, αλλά αυτό είναι ψιλά γράμματα σε σύγκριση με την εναλλακτική.

Αν βάλουμε στοίχημα ότι δεν υπάρχει Θεός, και στο τέλος ανακαλύψουμε ότι υπάρχει Θεός, έχουμε χάσει το κυρίως πιάτο, την αιώνια ευδαιμονία.

Επομένως, σύμφωνα με τον Πασκάλ, η καλύτερη στρατηγική είναι να ζούμε σαν να υπάρχει Θεός.

Αυτό είναι γνωστό στους ακαδημαϊκούς ως το “στοίχημα του Πασκάλ”. Για μας τους υπόλοιπους, είναι αυτό που λέμε “μειώνω τους κινδύνους”.

Εμπνευσμένη από τις Σκέψεις του Πασκάλ, μια γριούλα πηγαίνει στην τράπεζα με μια σάκα γεμάτη με $100.000 σε μετρητά και ζητά να ανοίξει λογαριασμό. Ο επιφυλακτικός τραπεζικός ρωτά που βρήκε τα λεφτά.
«Από τον τζόγο», λέει. «Είμαι πολύ καλή στον τζόγο».
Θέλοντας να μάθει περισσότερα, ο τραπεζικός ρωτά: «Τι είδους στοιχήματα βάζετε;»
«Α, όλων των ειδών», λέει εκείνη. «Για παράδειγμα, βάζω στοίχημα $25.000 εδώ και τώρα ότι μέχρι αύριο το μεσημέρι θα έχετε κάνει ένα τατουάζ πεταλούδα στο δεξί σας γλουτό».
«Ε, λοιπόν θα ήθελα να δεχτώ αυτό το στοίχημα» λέει ο τραπεζικός «αλλά δεν θα ήταν σωστό να πάρω τα χρήματα σας για ένα τόσο παράλογο στοίχημα».
«Αφήστε με να σας το θέσω έτσι», λέει η γυναίκα. «Αν δε δεχτείτε το στοίχημά μου θα πρέπει να βρω άλλη τράπεζα για να καταθέσω τα χρήματά μου».
«Ελάτε τώρα, μη βιάζεστε», λέει ο τραπεζικός. «Θα δεχτώ το στοίχημά σας».
Η γυναίκα επιστρέφει την επομένη μέρα το μεσημέρι με το δικηγόρο της ως μάρτυρα. Ο τραπεζικός, γυρίζει, κατεβάζει το παντελόνι του, και καλεί τους δύο τους να δουν ότι έχει κερδίσει το στοίχημα.
«Εντάξει» λέει η γυναίκα «αλλά μήπως θα μπορούσατε να σκύψετε λόγο ακόμα για να σιγουρευτούμε;»
Ο τραπεζικός δέχεται και η γυναίκα, αναγνωρίζει ότι έχασε, μετρώντας μέσα από τη σάκα της $25.000.
Εν τω μεταξύ ο δικηγόρος κάθεται κρύβοντας το κεφάλι του στα χέρια του. «Τι έπαθε;» ρωτά ο τραπεζικός.
«Α, απλά δεν ξέρει να χάνει», λέει. «Του έβαλα στοίχημα $100.000 ότι μέχρι το μεσημέρι σήμερα, θα μας δείχνατε τον πισινό σας στο γραφείο σας».

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (4.18.4-4.19.3)

[4.18.4] Ἅμα δὲ τῷ ἦρι ὑποφαίνοντι προὐχώρει ὡς ἐπὶ τὴν ἐν τῇ Σογδιανῇ πέτραν, ἐς ἣν πολλοὺς μὲν τῶν Σογδιανῶν ξυμπεφευγέναι αὐτῷ ἐξηγγέλλετο· καὶ ἡ Ὀξυάρτου δὲ γυνὴ τοῦ Βακτρίου καὶ αἱ παῖδες αἱ Ὀξυάρτου ἐς τὴν πέτραν ταύτην ξυμπεφευγέναι ἐλέγοντο, Ὀξυάρτου αὐτὰς ὡς ἐς ἀνάλωτον δῆθεν τὸ χωρίον ἐκεῖνο ὑπεκθεμένου, ὅτι καὶ αὐτὸς ἀφειστήκει ἀπ᾽ Ἀλεξάνδρου. ταύτης γὰρ ἐξαιρεθείσης οὐκέτι οὐδὲν ὑπολειφθήσεσθαι ἐδόκει τῶν Σογδιανῶν τοῖς νεωτερίζειν ἐθέλουσιν. [4.18.5] ὡς δὲ ἐπέλασαν τῇ πέτρᾳ, καταλαμβάνει πάντῃ ἀπότομον ἐς τὴν προσβολὴν σιτία τε ξυγκεκομισμένους τοὺς βαρβάρους ὡς ἐς χρόνιον πολιορκίαν. καὶ χιὼν πολλὴ ἐπιπεσοῦσα τήν τε πρόσβασιν ἀπορωτέραν ἐποίει τοῖς Μακεδόσι καὶ ἅμα ἐν ἀφθονίᾳ ὕδατος τοὺς βαρβάρους διῆγεν. ἀλλὰ καὶ ὣς προσβάλλειν ἐδόκει τῷ χωρίῳ. [4.18.6] καὶ γάρ τι καὶ ὑπέρογκον ὑπὸ τῶν βαρβάρων λεχθὲν ἐς φιλοτιμίαν ξὺν ὀργῇ ἐμβεβλήκει Ἀλέξανδρον. προκληθέντες γὰρ ἐς ξύμβασιν καὶ προτεινομένου σφίσιν, ὅτι σώοις ὑπάρξει ἐπὶ τὰ σφέτερα ἀπαλλαγῆναι παραδοῦσι τὸ χωρίον, οἱ δὲ σὺν γέλωτι βαρβαρίζοντες πτηνοὺς ἐκέλευον ζητεῖν στρατιώτας Ἀλέξανδρον, οἵτινες αὐτῷ ἐξαιρήσουσι τὸ ὄρος, ὡς τῶν γε ἄλλων ἀνθρώπων οὐδεμίαν ὤραν σφίσιν οὖσαν. [4.18.7] ἔνθα δὴ ἐκήρυξεν Ἀλέξανδρος τῷ μὲν πρώτῳ ἀναβάντι δώδεκα τάλαντα εἶναι τὸ γέρας, δευτέρῳ δὲ ἐπὶ τούτῳ τὰ δεύτερα καὶ τρίτῳ τὰ ἐφεξῆς, ὡς τελευταῖον εἶναι τῷ τελευταίῳ ἀνελθόντι τριακοσίους Δαρεικοὺς τὸ γέρας. καὶ τοῦτο τὸ κήρυγμα παρώξυνεν ἔτι μᾶλλον καὶ ἄλλως τοὺς Μακεδόνας ὡρμημένους.
[4.19.1] Ξυνταξάμενοι δὴ ὅσοι πετροβατεῖν ἐν ταῖς πολιορκίαις αὐτῷ μεμελετήκεσαν, ἐς τριακοσίους τὸν ἀριθμόν, καὶ πασσάλους μικροὺς σιδηροῦς, οἷς αἱ σκηναὶ καταπεπήγεσαν αὐτοῖς, παρασκευάσαντες, τοῦ καταπηγνύναι αὐτοὺς ἔς τε τὴν χιόνα ὅπου πεπηγυῖα φανείη καὶ εἴ πού τι τῆς χώρας ἔρημον χιόνος ὑποφαίνοιτο, καὶ τούτους καλωδίοις ἐκ λίνου ἰσχυροῖς ἐκδήσαντες τῆς νυκτὸς προὐχώρουν κατὰ τὸ ἀποτομώτατόν τε τῆς πέτρας καὶ ταύτῃ ἀφυλακτότατον. [4.19.2] καὶ τούτους τοὺς πασσάλους καταπηγνύντες τοὺς μὲν ἐς τὴν γῆν, ὅπου διεφαίνετο, τοὺς δὲ καὶ τῆς χιόνος ἐς τὰ μάλιστα οὐ θρυφθησόμενα, ἀνεῖλκον σφᾶς αὐτοὺς ἄλλοι ἄλλῃ τῆς πέτρας. καὶ τούτων ἐς τριάκοντα μὲν ἐν τῇ ἀναβάσει διεφθάρησαν, ὥστε οὐδὲ τὰ σώματα αὐτῶν ἐς ταφὴν εὑρέθη ἐμπεσόντα ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ τῆς χιόνος. [4.19.3] οἱ δὲ λοιποὶ ἀναβάντες ὑπὸ τὴν ἕω καὶ τὸ ἄκρον τοῦ ὄρους καταλαβόντες σινδόνας κατέσειον ὡς ἐπὶ τὸ στρατόπεδον τῶν Μακεδόνων, οὕτως αὐτοῖς ἐξ Ἀλεξάνδρου παρηγγελμένον. πέμψας δὴ κήρυκα ἐμβοῆσαι ἐκέλευσε τοῖς προφυλάσσουσι τῶν βαρβάρων μὴ διατρίβειν ἔτι, ἀλλὰ παραδιδόναι σφᾶς· ἐξευρῆσθαι γὰρ δὴ τοὺς πτηνοὺς ἀνθρώπους καὶ ἔχεσθαι ὑπὸ αὐτῶν τοῦ ὄρους τὰ ἄκρα· καὶ ἅμα ἐδείκνυεν τοὺς ὑπὲρ τῆς κορυφῆς στρατιώτας.

***
[4.18.4] Μόλις άρχιζε η άνοιξη, ο Αλέξανδρος προχώρησε προς το Σογδιανό βράχο, στον οποίο τον πληροφόρησαν ότι είχαν καταφύγει πολλοί Σογδιανοί. Έλεγαν ακόμη ότι είχαν καταφύγει σε αυτόν τον βράχο η γυναίκα του Οξυάρτη του Βακτρίου και οι κόρες του, που τις είχε μεταφέρει ο Οξυάρτης στην οχυρή αυτή τοποθεσία με την ιδέα ότι ήταν απόρθητη, επειδή και αυτός είχε στασιάσει κατά του Αλεξάνδρου. Γιατί ήταν φανερό ότι, αν την κυρίευε και αυτή, δεν θα απέμενε πια τίποτε στους Σογδιανούς που ήθελαν να επαναστατήσουν. [4.18.5] Όταν όμως οι Μακεδόνες πλησίασαν στον βράχο, βρήκε ο Αλέξανδρος ότι ήταν απότομος από όλες τις πλευρές και απρόσβλητος και ότι οι βάρβαροι είχαν συγκεντρώσει σε αυτόν τρόφιμα για μακροχρόνια πολιορκία. Το άφθονο χιόνι που είχε πέσει έκανε και την ανάβαση πιο δύσκολη στους Μακεδόνες και εξασφάλιζε άφθονο νερό στους βαρβάρους. Παρ᾽ όλα αυτά ο Αλέξανδρος αποφάσισε να επιτεθεί κατά του βράχου. [4.18.6] Σε αυτό συνετέλεσε και ένας αλαζονικός λόγος των βαρβάρων, που είχε προκαλέσει τη φιλοδοξία και μαζί την οργή του Αλεξάνδρου. Όταν δηλαδή κάλεσαν τους βαρβάρους να έρθουν σε συμφωνία και τους πρότειναν να τους επιτρέψουν να αποχωρήσουν σώοι από τη χώρα τους, αν παρέδιδαν το οχυρό τους, αυτοί γελώντας κατά βάρβαρο τρόπο υπέδειξαν στον Αλέξανδρο να αναζητήσει φτερωτούς στρατιώτες για να του κυριεύσουν το βουνό, επειδή οι ίδιοι δεν λογάριαζαν καθόλου τους άλλους. [4.18.7] Τότε, λοιπόν, ο Αλέξανδρος διακήρυξε ότι όποιος ανέβαινε πρώτος στο βράχο θα έπαιρνε ως έπαθλο δώδεκα τάλαντα, ο δεύτερος το δεύτερο έπαθλο και ο τρίτος το επόμενο, ώστε όποιος ανέβαινε τελευταίος θα έπαιρνε ως έπαθλο τριακόσιους δαρεικούς. Η προκήρυξη αυτή παρακίνησε ακόμη περισσότερο τους Μακεδόνες που ήταν άλλωστε και από πριν πολύ πρόθυμοι.
[4.19.1] Αφού, λοιπόν, συγκεντρώθηκαν όλοι όσοι είχαν ασκηθεί στην αναρρίχηση των βράχων κατά τις πολιορκίες, τριακόσιοι περίπου τον αριθμό, και αφού ετοίμασαν μικρούς σιδερένιους πασσάλους, με τους οποίους στερέωναν τις σκηνές τους, για να τους καρφώνουν και στο χιόνι, όπου φαινόταν πηγμένο, και σε όσα μέρη του τόπου το έδαφος εμφανιζόταν γυμνό από χιόνι, έδεσαν τους πασσάλους αυτούς στερεά με ανθεκτικά σχοινιά από λινάρι και άρχισαν να προχωρούν μέσα στη νύχτα από το πιο απόκρημνο μέρος του βράχου που ήταν για το λόγο αυτό και το πιο αφύλακτο. [4.19.2] Στερέωναν άλλους πασσάλους στο έδαφος, όπου διακρινόταν, και άλλους στο χιόνι, εκεί όπου θα ήταν δύσκολο να θρυμματισθεί, και άρχισαν να σύρουν ο ένας τον άλλο προς τα πάνω από διαφορετικά σημεία του βράχου. Από τους Μακεδόνες χάθηκαν τριάντα περίπου κατά την ανάβαση και δεν βρέθηκαν ούτε τα σώματά τους για να ταφούν, επειδή έπεσαν σε διαφορετικά μέρη του χιονιού. [4.19.3] Οι υπόλοιποι όμως ανέβηκαν μόλις χάραζε και αφού κατέλαβαν την κορυφή του βουνού, άρχισαν να κινούν κομμάτια από λεπτό ύφασμα προς το στρατόπεδο των Μακεδόνων, όπως τους είχε διατάξει ο Αλέξανδρος. Έστειλε τότε ο Αλέξανδρος έναν κήρυκα και τον διέταξε να φωνάξει δυνατά στους βαρβάρους των προφυλακών να μην καθυστερήσουν πια την παράδοσή τους, γιατί είχαν βέβαια βρεθεί οι φτερωτοί άνθρωποι και είχαν καταλάβει τις κορυφές του βουνού. Συγχρόνως έδειχνε τους στρατιώτες του που ήταν πάνω στην κορυφή.