Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Τρῳάδες (1260-1292/3)

1260 ΤΑ. αὐδῶ λοχαγοῖς, οἳ τέταχθ᾽ ἐμπιμπράναι
Πριάμου τόδ᾽ ἄστυ, μηκέτ᾽ ἀργοῦσαν φλόγα
ἐν χειρὶ σῴζειν, ἀλλὰ πῦρ ἐνιέναι,
ὡς ἂν κατασκάψαντες Ἰλίου πόλιν
στελλώμεθ᾽ οἴκαδ᾽ ἄσμενοι Τροίας ἄπο.
1265 ὑμεῖς δ᾽, ἵν᾽ αὑτὸς λόγος ἔχῃ μορφὰς δύο,
χωρεῖτε, Τρώων παῖδες, ὀρθίαν ὅταν
σάλπιγγος ἠχὼ δῶσιν ἀρχηγοὶ στρατοῦ,
πρὸς ναῦς Ἀχαιῶν, ὡς ἀποστέλλησθε γῆς.
σὺ δ᾽, ὦ γεραιά, δυστυχεστάτη γύναι,
1270 ἕπου. μεθήκουσίν σ᾽ Ὀδυσσέως πάρα
οἵδ᾽, ᾧ σε δούλην κλῆρος ἐκπέμπει πάτρας.
ΕΚ. οἲ ᾽γὼ τάλαινα· τοῦτο δὴ τὸ λοίσθιον
καὶ τέρμα πάντων τῶν ἐμῶν ἤδη κακῶν·
ἔξειμι πατρίδος, πόλις ὑφάπτεται πυρί.
1275 ἀλλ᾽, ὦ γεραιὲ πούς, ἐπίσπευσον μόλις,
ὡς ἀσπάσωμαι τὴν ταλαίπωρον πόλιν.
ὦ μεγάλα δή ποτ᾽ ἀμπνέουσ᾽ ἐν βαρβάροις
Τροία, τὸ κλεινὸν ὄνομ᾽ ἀφαιρήσῃ τάχα.
πιμπρᾶσί σ᾽, ἡμᾶς δ᾽ ἐξάγουσ᾽ ἤδη χθονὸς
1280 δούλας. ἰὼ θεοί. καὶ τί τοὺς θεοὺς καλῶ;
καὶ πρὶν γὰρ οὐκ ἤκουσαν ἀνακαλούμενοι.
φέρ᾽ ἐς πυρὰν δράμωμεν· ὡς κάλλιστά μοι
σὺν τῇδε πατρίδι κατθανεῖν πυρουμένῃ.
ΤΑ. ἐνθουσιᾷς, δύστηνε, τοῖς σαυτῆς κακοῖς.
1285 ἀλλ᾽ ἄγετε, μὴ φείδεσθ᾽· Ὀδυσσέως δὲ χρὴ
ἐς χεῖρα δοῦναι τήνδε καὶ πέμπειν γέρας.

ΕΚ. ὀττοτοτοτοτοῖ. [στρ. α]
Κρόνιε, πρύτανι Φρύγιε, γενέτα
πάτερ, ἀνάξια τῆς Δαρδάνου
1290 γονᾶς τάδ᾽ οἷα πάσχομεν δέδορκας;
ΧΟ. δέδορκεν, ἁ δὲ μεγαλόπολις
ἄπολις ὄλωλεν οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἔστι Τροία.

***
Έρχεται ο Ταλθύβιος και γυρίζοντας κατά το βάθος φωνάζει.

1260 ΤΑΛ. Ε! Οι ομαδάρχες που εντολή έχουν λάβει
να κάψουνε την πόλη αυτή του Πριάμου
τί καρτερούν με τους δαυλούς στα χέρια;
Βάλτε φωτιά, που να μη μείνει λώθρα!
Φωτιά! Και τότε πια ευχαριστημένοι
θα φύγουμε να πάμε στην πατρίδα.
Στις γυναίκες.
Και, για να πω μεμιάς δυο προσταγές,
Τρωαδίτισσες, να ᾽στε έτοιμες, και μόλις
των αρχηγών η σάλπιγγα βαρέσει,
να τρέξετε να μπείτε στα καράβια.
Κι εσύ, κυρούλα, εσύ δυστυχισμένη,
1270 θα πας μαζί με τούτους· ο Οδυσσέας,
που σκλάβα του κληρώθηκες να γίνεις,
τους στέλνει τώρα εδώ, για να σε πάρουν.
ΕΚΑ. Των συμφορών μου, νά, το τέρμα φτάνει,
νά, φτάνει το κορύφωμα· αχ η μαύρη·
η χώρα μες στις φλόγες, κι εγώ φεύγω.
Γυρίζει κατά το βάθος.
Όσο μπορείτε, γέρικά μου πόδια,
συρθείτε, το έχε γεια να της αφήσω.
Ω Τροία, ω χώρα κάποτε μεγάλη
μες στους βαρβάρους, τώρα πια θα χάσεις
το δοξασμένο σου όνομα. Σε καίνε,
κι εμάς στην ξενιτειά μάς παίρνουν σκλάβες.
1280 Θεοί! Μα τί τους κράζω; Τόσες, τόσες
τους φώναξα φορές και δεν ακούσαν.
Στις φλόγες! Πάμε! Ο πιο καλός για μένα
θάνατος, να καώ με την πατρίδα.
Τρέχει όσο μπορεί προς το βάθος.
ΤΑΛ. Οι συμφορές σε τρέλαναν, καημένη.
Στους ακολούθους του.
Μην την ακούτε· πάρτε την· ανήκει
στον Οδυσσέα, και χρέος μας να την πάμε.
Μερικοί στρατιώτες παίρνουν την Εκάβη και τη φέρνουν πίσω.

ΕΚΑ. Οχ οϊμένα, οϊμένα, οϊμέ!
Απ᾽ το θρόνο σου εκεί πάνου,
ω τρανέ του Κρόνου γιε,
της Φρυγίας μεγάλε αφέντη,
της γενιάς μας αρχηγέ,
βλέπεις άραγε ή δε βλέπεις
—συφορά!—
πού κατάντησε η γενιά
1290 του Δαρδάνου;
ΧΟΡ. Τη μεγάλη Τροία
βλέπει ρημαγμένη·
χάθηκε, αχ·
τίποτ᾽ απ᾽ τη χώρα μας δε μένει.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Οι διάλεκτοι της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας

8.17 Για να συγκεφαλαιώσουμε


Η αρχαία ελληνική γλώσσα μέχρι το 300 π.Χ. ήταν ένα μωσαϊκό διαλέκτων. Ανάμεσα σε αυτές είχε αρχίσει ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. να ξεχωρίζει η διάλεκτος της Αθήνας, η αττική διάλεκτος, και αυτό γιατί ήταν η διάλεκτος της πιο σημαντικής πόλης-κράτους της αρχαιότητας. Αυτό το «γόητρο» της αττικής διαλέκτου εξάπλωσε τη χρήση της πέρα από τα όρια της Αττικής. Η υιοθέτησή της, ακριβώς γιατί είχε γόητρο, από την αυλή των καινούργιων ισχυρών της αρχαιότητας, των μακεδόνων βασιλιάδων, θα απλώσει τη χρήση της στον πλατύ γεωγραφικό χώρο που άνοιξαν οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, μέχρι την Αίγυπτο και την Ινδία. Έτσι θα γίνει η κοινή γλώσσα των Ελλήνων και των ελληνόφωνων. Και αυτή η γενίκευση της χρήσης της θα οδηγήσει τις άλλες διαλέκτους σιγά σιγά σε εξαφάνιση. Με άλλα λόγια, θα τις εγκαταλείψουν οι ομιλητές τους γιατί χρειάζεται να ξέρουν την κοινή - την «ισχυρή» γλώσσα της εποχής, τα «αγγλικά» της εποχής.

Στους αιώνες που θα ακολουθήσουν η κοινή θα αρχίσει να χωρίζεται σε καινούργιες διαλέκτους. Και έτσι θα «ξαναφτιαχτεί» ένα νέο «μωσαϊκό διαλέκτων», των νεότερων ελληνικών διαλέκτων. Μία από αυτές, η πελοποννησιακή, θα ξεχωρίσει και πάλι για λόγους ιστορικούς, γιατί ήταν η διάλεκτος της περιοχής όπου γεννιέται, με την επανάσταση του 1821, το νέο ελληνικό κράτος. Αυτή η διάλεκτος θα αποτελέσει σε σημαντικό ποσοστό τη βάση για τη νέα κοινή ομιλούμενη γλώσσα που χρειάζεται το νέο κράτος. Το μυστικό λοιπόν της γέννησης κοινών γλωσσικών μορφών, τόσο στην περίπτωση της δικής μας γλώσσας όσο και άλλων γλωσσών, κρύβεται στην ιστορία, στην κοινωνία δηλαδή και τις ανάγκες της.

Το να είσαι γονιός

Δεν υπάρχει δυσκολότερος ρόλος από αυτόν του γονιού… αναφέρομαι στους γονείς που αγωνιούν πραγματικά και αληθινά για το ανθρώπινο γένος, το χρόνο, τη συμμετοχή τους.

Απεχθάνομαι τις ψεύτικες συμβουλές που ξεστομίζονται από τους πάσης φύσεως «ειδικούς» για το πώς πρέπει να είναι ένας «σωστός» γονιός, τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνει. Καταλαβαίνω – είναι τόσο φανερό – ότι δεν έχουν ιδέα τι λένε, ότι δεν έχουν καμία επαφή με την πραγματική ζωή.

Γιατί…

Αν είσαι ένας τέτοιος γονιός, δεν ευσταθούν όλα αυτά. Δεν υπάρχουν συμβουλές, δεν υπάρχουν δεδομένα, δεν υπάρχουν συνηθισμένες μέρες, εύκολες αποφάσεις, εγγυήσεις. Δεν υπάρχει τίποτα σταθερό. Δεν υπάρχουν μέθοδοι, σχολές, θεωρίες, οτιδήποτε που μπορείς να ακολουθήσεις, που θα σου εξασφαλίζει το «επιθυμητό αποτέλεσμα».

Τι μένει;

Μόνο ο εαυτός σου και το παιδί σου. Μόνο εσύ με σένα…

Να είσαι έτοιμος/η κάθε στιγμή να αποδεχτείς τις αμφισβητήσεις του παιδιού σου, έχοντας πρώτα τολμήσει να αμφισβητήσεις εσύ τα δικά σου δεδομένα και κλισέ.

Να είσαι έτοιμος/η κάθε στιγμή να αποδέχεσαι κάθε εμπόδιο, απ’ όπου κι αν προέρχεται ως πρόκληση μετακίνησης από τα στερεότυπά σου.

Να είσαι έτοιμος/η και πρόθυμος/η να συναντήσεις το παιδί σου σε άγνωστο έδαφος, χωρίς να ξέρεις, να είσαι σίγουρος/η ή να δέχεσαι άκριτα της κρίσεις του.

Να είσαι έτοιμος/η από την πρώτη μέρα που έρχεται στον κόσμο να το απελευθερώσεις από τα δεσμά της «αγάπης» σου, επιτρέποντάς του να πειραματιστεί με τη ζωή, τον εαυτό του… και την ίδια την αγάπη σου.

Να είσαι έτοιμος/η, κάθε φορά που κατηγορείς το παιδί σου, την κοινωνία, τους άλλους, να κοιτάς μέσα σου και να εντοπίζεις τον εσωτερικό κριτή που παραποιεί τη θέασή σου.

Όχι… δεν είναι συμβουλές… είναι πράξεις ζωής που δεν μαθαίνουμε στα σχολεία, μα χρειάζεται να έχουμε το θάρρος να σκεφτούμε βιωματικά, αφού μάθουμε να παρατηρούμε τον εαυτό μας, το παιδί μας, τους άλλους, τον κόσμο, αντικειμενικά.

Γιατί, είναι αυτονόητο...

-Πολλές φορές θα αμφισβητήσεις τις επιλογές σου.
-Πολλές φορές θα αναρωτηθείς σε τι κόσμο έχεις φέρει το παιδί σου.
-Πολλές φορές θα βρεθείς αντιμέτωπος/η με το σύνηθες, το φυσιολογικό και την κοινωνική αντίθεση.
-Πολλές φορές θα αισθανθείς μόνος/η, μικρός/ή και άσχετος/η... έστω κι αν δεν το ομολογείς...

Θα πρέπει, σε όλα αυτά τα σίγουρα, να έχεις ένα μοναδικό, σταθερό σημείο αναφοράς/διαλόγου/έμπνευσης/ξεκούρασης: Το Κέντρο σου, το Ιερό Είναι σου, που δεν είναι η προσωπικότητά σου!

Στην αγάπη μη δίνεις με τη σκέψη των όσων μπορείς να πάρεις πίσω

Αφηρημένη έννοια η αγάπη, δεν μπορεί να προσδιοριστεί χωρίς την υποκειμενική προσέγγιση ή κατανόηση του νοήματος της ζωής. Τι αξίζει να προσπαθείς και τι όχι. Ποιο το νόημα της ύπαρξής μας και ποια η ουσία σε ό,τι κάνουμε. Ασχέτως όμως από τις ιδεολογικές αντιλήψεις μας, είναι κοινώς αποδεκτή η ουσία και η αποδοχή της στις ζωές μας.

Κάποιοι τη βίωσαν από την παιδική τους ηλικία, κάποιοι τη γεύτηκαν απλόχερα, άλλοι την αναζήτησαν χωρίς καμία ανταπόκριση και άλλοι, έχοντας απορρίψει τις ιδιότητές της, την απομυθοποίησαν. Κάποιοι τη δέχτηκαν με μεγάλη γενναιοδωρία, άλλοι όμως δεν κατάφεραν να πάρουν όλα όσα έχει να προσφέρει, καθώς μπόρεσαν να νιώσουν μόνο ένα μέρος της. Η αγάπη κάνει θαύματα λένε, λειτουργεί σαν το λυχνάρι με τις τρεις ευχές στη μέση της ερήμου, μόνο που στη δική μας περίπτωση προσφέρει περισσότερες. Έχει τη δυνατότητα μέσα από αληθινά συναισθήματα να σε κάνει πλούσιο και μέσα από διάφορα τεχνάσματα και τρικ να σου δώσει την αίσθηση του να αιωρείσαι. Και αυτό γιατί δε δύναται να νιώθεις ζωντανός χωρίς να βιώνεις είτε αρνητικά είτε θετικά συναισθήματα και εδώ μιλάμε για το ένα που μπορεί να ορίσει όλα τα υπόλοιπα.

Κάπως έτσι υπάρχουν κυρίως δυο κατηγορίες ατόμων. Αυτοί που προσδιορίζονται -ή αυτοπροσδιορίζονται- ως δοτικά πλάσματα και εκείνοι που προτιμούν να δέχονται τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η δοτικότητα χωρίς να δίνουν οι ίδιοι. Φυσικά υπάρχουν και πολλοί που δρουν ως πιο απαθής σε συναισθηματικές υποθέσεις, δέχονται αλλά και προσφέρουν συναισθήματα μόνο όταν το επιλέγουν, κοινώς κρατούν τη συναισθηματική τους άμυνα σε υψηλά επίπεδα. Οι περισσότεροι έχουμε βρεθεί είτε στη μία, είτε στην άλλη πλευρά, ενώ υπάρχουν στιγμές που μένουμε παγωμένοι σε καταστάσεις της τρίτης κατηγορίας, καθώς αρνούμαστε, ή απλά δε νιώθουμε έτοιμοι, να επενδύσουμε συναισθηματικά σε αυτές.

Πόσες συζητήσεις δεν έχουμε κάνει κάτι ξημερώματα με φίλους, αφού είχε αρχίσει λίγο το αλκοόλ να επιδρά και να θολώνει τη σκέψη μας, για το ποιος είναι πιο κερδισμένος; Αυτός που δίνει ή αυτός που δέχεται συναισθήματα; Και το συζητάμε ξανά και ξανά γιατί μπορεί οι περισσότεροι να έχουμε πάρει γεύση και από τις δυο πλευρές, κάθε φορά που μεταφερόμαστε στη μία όμως ξεχνάμε πώς νιώσαμε στην προηγούμενη. Έτσι είναι το παιχνίδι του «Δούναι και λαβείν». Καθιστά σχεδόν δεδομένο πως όποιος δίνει, αυτός δένεται είτε πρώτος είτε πιο πολύ. Γιατί όποιος δίνει, κατά κανόνα προσφέρει και μεγαλύτερα αποθέματα συναισθήματος από αυτά που ο παραλήπτης μπορεί να αντιληφθεί, να νιώσει, να διαχειριστεί και τελικά να αποθηκεύσει μέσα του. Έτσι μπορεί όλοι να δίνουμε, επειδή μας προκύπτει ως πηγαία ανάγκη, όμως πολλοί το κάνουμε ακόμη και ασυναίσθητα με απώτερο σκοπό να λάβουμε πίσω κομμάτι από τα «χρωστούμενα». Εκεί ίσως είναι και το πρώτο και κύριο λάθος!

«Δίνω» σημαίνει «προσφέρω». Πιάνω μια χούφτα από όσα έχω μέσα μου και τα εναποθέτω στα χέρια του άλλου. Μεταφέρω ενέργεια και συναίσθημα γνωρίζοντας πως τη στιγμή που το δίνω αλλού παύει να μου ανήκει και είναι ιδιοκτησία του ατόμου απέναντί μου. Και το κάνω γιατί το θέλω και το νιώθω, όχι γιατί ζητώ πίσω με μπακαλίστικο τρόπο όσα και ό,τι έδωσα. Όσοι είναι πολύ δοτικοί, πιθανώς να έχουν μεγαλύτερη ανάγκη να πάρουν πίσω, έστω και το ελάχιστο από αυτό που είναι διατεθειμένοι να δώσουν. Είναι η ανάγκη τους να νιώσουν σημαντικοί ή περισσότερο αποδεκτοί αυτή που τους κινεί. Θεωρούν την επιστροφή στιγμών το «ευχαριστώ» που και καλά πρέπει να ειπωθεί για την ανιδιοτέλειά τους. Εκβιάζονται όμως έτσι τα «ευχαριστώ» και τα συναισθήματα; Το «δίνω για να λάβω» μεταφράζεται ως «δίνω εγωιστικά». Ισούται με το αγαπώ για να αγαπηθώ.

Πάμε να το πάρουμε λιγάκι αλλιώς. Δίνω, γιατί είναι ανάγκη μου εξίσου δυνατή με την κούπα του καφέ που μου προσφέρει ενέργεια, γιατί το απολαμβάνω και από αυτό αναζωογονούμαι. Είναι ανάγκη μου και επιλογή μου. Και αντίστοιχα, δέχομαι πίσω συναισθήματα που μου μεταφέρουν άλλοι, επειδή θέλουν να μου δώσουν και επειδή είναι επιλογή τους. Η δική τους κούπα καφέ και η δική τους αναζωογόνηση. Όχι επειδή είναι αναγκαστική απάντηση στο δικό μου ενδιαφέρον.

Πόσο μεγαλύτερες δόσεις ειλικρίνειας δε θα έκρυβαν οι πράξεις μας αν δεν προσπαθούσαμε να τις απαριθμήσουμε και να τις γράψουμε σε νοητά τεφτέρια. Αν γινόμασταν για λίγο παιδιά, όπως τότε που μοιραζόμασταν ό,τι είχαμε, επειδή έτσι λειτουργούσε ο εγκέφαλός μας. Τότε που δεν περιμέναμε πίσω κανένα αντάλλαγμα για τις αγκαλιές μας. Τότε που προσφέραμε συναίσθημα με ένα πηγαίο, αληθινό μεγάλο χαμόγελο και συνεχίζαμε χωρίς να κοιτάμε πίσω μήπως έρθει κάποια απάντηση αγάπης. Για αυτό και όταν τη βλέπαμε να έρχεται, είτε υπό τη μορφή ενός χαδιού είτε ενός παγωτού πατούσα μέσα στο κατακαλόκαιρο, την υποδεχόμασταν με τη χαρά που μας δημιουργούσε το πιο υπέροχο και ταυτόχρονα αναπάντεχο και μη δεδομένο πράγμα του κόσμου. Γιατί μας την είχαν δώσει από επιλογή και όχι γιατί την είχαμε ζητήσει.

Δώσε γιατί είναι ανάγκη σου, χωρίς να προσμένεις κάποιο αντάλλαγμα και θα εκπλαγείς από το πόσα θα λάβεις πίσω. Πιθανότατα τόσα που θα ξεπεράσουν κάθε προσδοκία σου. Η αγάπη, το συναίσθημα, το να νοιάζεσαι, δεν μπορούν να μετρηθούν, δεν ορίζονται γιατί αν προσπαθήσεις να το κάνεις αυτόματα μετουσιώνονται σε κάτι διαφορετικό. Κάτι που έχει στον ορισμό του στοιχεία ιδιοτέλειας, πράγμα τόσο μακριά από την καθαρότητα του να αγαπάς. Μην πέσεις στη λούπα να δώσεις για να πάρεις, γιατί τότε το κενό της μη λήψης όσων είχες υπολογίσει, είναι πιο απογοητευτικό από το να μη λάβεις καθόλου.

Stephen Hawking: Να είστε θαρραλέοι, να είστε περίεργοι, να είστε αποφασισμένοι και να αψηφάτε τα εμπόδια

Έζησα μια εκπληκτική ζωή πάνω σε τούτο τον πλανήτη και ταυτόχρονα ταξίδεψα σε ολόκληρο το σύμπαν χρησιμοποιώντας το μυαλό μου και τους νόμους της φυσικής.

Έφτασα στα απώτατα άκρα του γαλαξία μας, μπήκα στο εσωτερικό μιας μαύρης τρύπας κι έφτασα μέχρι τις απαρχές του χρόνου.

Στη Γη βίωσα τα καλά και τα άσχημα, την ταραχή και τη γαλήνη, την επιτυχία και τον πόνο.

Υπήρξα πλούσιος και φτωχός, αρτιμελής και ανάπηρος. Με επαίνεσαν και με κατέκριναν, όμως ποτέ δε με αγνόησαν.

Μέσα από τη δουλειά μου, είχα το τεράστιο προνόμιο να συμβάλω στην κατανόησή μας για το σύμπαν.

Δίχως τους ανθρώπους που αγαπώ και με αγαπούν, όμως, θα ήταν πράγματι ένα σύμπαν κενό. Δίχως εκείνους, δε θα αναγνώριζα ποτέ πόσο θαυμαστό είναι.

Εν κατακλείδι, το γεγονός πως εμείς οι άνθρωποι, που είμαστε και οι ίδιοι απλά σύνολα από θεμελιώδη σωματίδια της φύσης, καταφέραμε να κατανοήσουμε τους νόμους που διέπουν τόσο εμάς όσο και το σύμπαν μας, είναι ένας αληθινός θρίαμβος. Θέλω να μοιραστώ τον ενθουσιασμό μου, τόσο για τα μεγάλα αυτά ερωτήματα όσο και για την αναζήτηση των απαντήσεών τους.

Ελπίζω πως μια μέρα οι προσπάθειές μας θα ευοδωθούν.

Υπάρχουν όμως κι άλλες προκλήσεις, άλλα μεγάλα ερωτήματα στον πλανήτη μας που πρέπει να απαντηθούν – και εδώ θα χρειαστεί μια νέα γενιά που να ενδιαφέρεται, να ασχολείται και να κατανοεί την επιστήμη.

Πώς θα καταφέρουμε να θρέψουμε τον διαρκώς αυξανόμενο πληθυσμό μας;

Πώς θα παρέχουμε καθαρό νερό, πώς θα παράγουμε ανανεώσιμη ενέργεια, πώς θα προλαμβάνουμε και θα θεραπεύουμε ασθένειες και πώς θα επιβραδύνουμε την κλιματική αλλαγή σε παγκόσμια κλίμακα;

Ελπίζω πως η επιστήμη και η τεχνολογία θα παρέχουν τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, όμως τις όποιες λύσεις θα πρέπει να εφαρμόσουν ανθρώπινα όντα με γνώση και κατανόηση.

Ας παλέψουμε ώστε κάθε γυναίκα και κάθε άντρας να έχουν μια υγιή, ασφαλή ζωή, γεμάτη ευκαιρίες και αγάπη.

Είμαστε όλοι ταξιδιώτες του χρόνου και όλοι μαζί πορευόμαστε προς το μέλλον. Ας εργαστούμε λοιπόν όλοι μαζί ώστε το μέλλον αυτό να είναι άξιο επίσκεψης.

Να είστε θαρραλέοι, να είστε περίεργοι, να είστε αποφασισμένοι και να αψηφάτε τα εμπόδια. Είναι εφικτό».

Στίβεν Χόκινγκ (Stephen Hawking), Σύντομες απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα

Ο τρόπος που φερόμαστε στους γύρω μας αντικατοπτρίζει όλα όσα έχουμε μέσα μας

Το πώς φέρονται οι άνθρωποι στους ανθρώπους γύρω τους, αντικατοπτρίζει όλα όσα έχουν μέσα τους κι όλα όσα νιώθουν. Και σε ποιους βγάζουν συνήθως όλα τα καλά και τα κακά που έχουμε μέσα τους; Στους πιο κοντινούς τους ανθρώπους. Δε θα πω σ’ αυτούς που αγαπάνε γιατί είναι υποκρισία να λες ότι αγαπάς κάποιον αλλά να ξεσπάς πάνω του κάθε φορά που δεν είσαι καλά, κάνοντάς τον χώμα.

Οι Ψυχολόγοι λένε, όμως ακριβώς αυτό. Οι άνθρωποι αφηνόμαστε μόνο σε αυτούς που αγαπάμε. Στους ξένους είμαστε τύπος και υπογραμμός. Βγάζουμε τον άσχημο, επικριτικό και κακό εαυτό μας επειδή νιώθουμε ότι αυτοί δε θα φύγουν ποτέ. Επειδή νιώθουμε ότι μπορούμε να το κάνουμε χωρίς συνέπειες.

Δηλαδή ένας πατέρας που χτυπάει το παιδί του, πώς το αγαπάει ακριβώς; Ο άγριος θυμός που βγαίνει στα παιδιά από τους γονείς δεν έχει να κάνει με το λάθος ή την αταξία του παιδιού, αλλιώς θα το έβαζαν απλά τιμωρία. Έχει να κάνει με όλα όσα έχει μέσα του ο κάθε γονέας. Μπορεί να είναι οικονομικά προβλήματα, bullying από συναδέλφους ή πιεστικά deadlines στη δουλειά, κακή σχέση με τον σύντροφό τους και η λίστα συνεχίζεται.

Δε λέω, μπορεί να συμβεί στον καθένα να ξεσπάσει στο πρώτο πρόσωπο που θα μιλήσει ή θα δει μπροστά του. Όμως, αν συμβαίνει κατ’ επανάληψη, τότε αυτή τη σχέση οφείλουμε να τη διακόψουμε διά πάντως, αν είμαστε βέβαια τυχεροί να είμαστε ενήλικες και όχι παιδιά.

Είναι και κακοποιητική συμπεριφορά των ανθρώπων που φέρνουν συνέχεια τον εαυτό τους ως παράδειγμα σε κάθε συζήτηση και σε κάνουν να νιώθεις άσχημα, επειδή εσύ δεν πέρασες δήθεν όσα πέρασαν και κάνουν ένα τεράστιο μονόλογο με τον εαυτό τους, στην ουσία θέλουν να τα πουν αυτά για να παρηγορήσουν τον εαυτό τους για τα λάθη τους και για να σε κάνουν νιώθεις τύψεις και να τους δικαιολογείς για κάθε φορά που σου φέρθηκαν άσχημα ή φέρθηκαν άσχημα γενικά στη ζωή τους.

Υπάρχουν άνθρωποι με τόσο μεγάλο εγωισμό και κακία μέσα τους που ακούν απλά και μόνο για να σου απαντήσουν και να ρίξουν την εξυπνάδα τους. Στο τέλος βέβαια καταλήγουν πάλι όλα στους ίδιους και τι θα έκαναν αυτοί στη θέση σου ως πιο έξυπνοι κι έμπειροι και αρπάζουν την ευκαιρία να μιλήσουν και πάλι για τον εαυτό τους. Κανείς όμως δεν μπορεί να μπει στη θέση του άλλου. Ούτε φοράει τα παπούτσια του άλλου. Ο καθένας πέρασε τις δικές του δυσκολίες κι εμπειρίες και κανείς δεν έχει δικαίωμα να τις υποβαθμίζει ή να τις θεωρεί αστείες επειδή ίσως πέρασε κάτι χειρότερο.

Οι εγωιστές και κακοί άνθρωποι είναι συνήθως έτσι γεννημένοι και κάποιες εμπειρίες που ζουν τονώνουν κατά καιρούς τη σκατίλα που έχουν μέσα τους. Απλά δεν δείχνουν σε όλους αυτή την πλευρά του εαυτού τους, ειδικά όταν δεν τους νοιάζει.

Πακέτο με τον εγωισμό και την κακία έρχεται και η χειριστικότητα. Απαιτούν την φουλ προσοχή σου και αποκλειστικότητα. Ειδικά όταν καταλάβουν ότι τους έχεις αδυναμία και είσαι ευάλωτος θα το εκμεταλλευτούν για να βάλουν σφραγίδα στην ιδιοκτησία τους, τονίζοντάς σου συνεχώς πώς αυτοί είναι οι καλύτεροι για σένα και σ’ αγαπάνε περισσότερο από τον καθένα και άλλες διάφορες τέτοιες πλύσεις εγκεφάλου που καταλήγουν πάντα γύρω από το εγώ τους.

Το τι κουβαλάει μέσα του ο καθένας είναι θέμα που ο ίδιος θα πρέπει να το λύσει ίσως και με τη βοήθεια κάποιου ειδικού. Κανείς, με τα λόγια δεν μπορεί να τον βοηθήσει. Μόνο θα σπαταλήσει χαμένη ενέργεια. Άλλοι νιώθουν αποτυχημένοι και πιεσμένοι στα οικονομικά τους, άλλοι πιεσμένοι από το χρόνο, άλλοι από τις αποτυχημένες σχέσεις, άλλοι νιώθουν παγιδευμένοι και άλλοι ότι για όλα φταίει η μοίρα και η κακή τους τύχη.

Είναι αδύνατον όλα αυτά τα έντονα και άσχημα συναισθήματα να μην βγάλουν δηλητήριο προς τα έξω. Λέξεις γεμάτες φαρμάκι που χτυπάνε συγγενείς και φίλους. Ειρωνείες, επικρίσεις και καχυποψίες κι όλα αυτά πρέπει να τα ανέχεσαι με βάση τη δική τους γνώμη γιατί αυτοί “πέρασαν δύσκολα”. Προσπαθούν να σε φέρουν στα μέτρα τους, να σε κάνουν όπως θέλουν αυτοί να είσαι, για να νιώθουν καλά και ασφαλείς.

Μιλάνε για φιλίες κι αισθήματα ενώ στο πίσω μέρος του μυαλού τους σκέφτονται συνεχώς πώς θα επωφεληθούν από αυτή τη σχέση και πώς μπορεί να τους χρησιμέψει ο κάθε άνθρωπος που είναι στη ζωή τους για να πετύχουν κάτι που θέλουν. Κάποτε δίνουν αλλά και πάλι το κάνουν για να νιώσουν καλά με τον εαυτό τους. Για να μην τους τρώνε οι τύψεις, για να λένε από μέσα τους, “ναι, είμαι πολύ καλός άνθρωπος”.

Δύσκολα μπορείς να αλλάξεις έναν τέτοιον άνθρωπο, γιατί ακριβώς δεν βλέπει κανένα πρόβλημα στις λέξεις και τις πράξεις του. Στην αρχή ίσως προσπαθήσεις να αγνοήσεις κάποιες συμπεριφορές, στο τέλος, όμως, αυτές μαζεύονται και σε πνίγουν. Θα ήταν λάθος να μπεις σε συζήτηση. Δε θα βρεις ποτέ το δίκιο σου, δε θα ακούσεις ποτέ συγνώμη, δεν είσαι θεός για να αλλάξεις τον καθένα. Ακόμη κι αν το ακούσεις κάποτε, θα καταλάβεις ότι η μετάνοια κράτησε μόνο και μόνο για να επιτευχθεί ο στόχος. Να μην φύγεις.

Εσύ, όμως, να βρεις τη δύναμη να φύγεις. Κλείσε την πόρτα και αγνόησε. Κάνε αυτή τη χάρη στον εαυτό σου και θα καταλάβεις ότι αυτοί οι άνθρωποι αφήνουν πίσω τους ένα κενό γλυκό, που συμπληρώνεται σιγά σιγά από άλλα πιο όμορφα πράγματα ή ανθρώπους.

Οι διαφορές μεταξύ θρησκείας και πνευματικότητας

Πολλοί άνθρωποι συγχέουν τη θρησκεία και την πνευματικότητα ή κάποια μυστηριώδη και υπερφυσικά φαινόμενα. Κάποιοι ίσως να τη συγκρίνουν με αίρεση, αλλά αυτό οφείλεται στην έλλειψη γνώσης και στον φόβο χειραγώγησης.

Αν δεσμευόμαστε να παραμερίσουμε τους φόβους μας για να προσπαθήσουμε να μελετήσουμε και να καταλάβουμε την ίδια την αίσθηση της πνευματικότητας, φτάνουμε στην συνειδητοποίηση και στο συμπέρασμα ότι δεν έχει τίποτα μυστήριο ή υπερφυσικό, και σε καμία περίπτωση δεν συνδέεται με μια αίρεση.

Παρακάτω θα βρείτε 7 διαφορές ανάμεσα στη θρησκεία και την πνευματικότητα που θα σας βοηθήσουν να κατανοήσετε καλύτερα:

1 – H θρησκεία απαιτεί να υποκλιθείς ή να υποταχθείς – Η πνευματικότητα ελευθερώνει.

-Η θρησκεία σάς λέει να ακολουθήσετε μια ιδεολογία και ορισμένους κανόνες, γιατί διαφορετικά θα τιμωρηθείτε. 
-Η πνευματικότητα σας επιτρέπει να ακολουθείτε την λογική και την καρδιά σας και να αισθανθείτε ποιο είναι σωστό για εσάς. Σας δίνει την ελευθερία να εκφράσετε την αληθινή σας φύση χωρίς να χρειάζεται να υποταχθείτε σε κάτι που δεν είναι ευθυγραμμισμένο με σας. Εσείς οι ίδιοι επιλέγετε αυτό που μπορεί να τιμηθεί για να γίνει θεϊκό.

2 – Η θρησκεία ενσταλάζει τον φόβο – Η πνευματικότητα σας δείχνει πώς να είστε γενναίος.

-Η θρησκεία σας λέει τι πρέπει να φοβάστε και σας δείχνει τις συνέπειες.
-Η πνευματικότητα σας κάνει να γνωρίζετε τις συνέπειες, αλλά δεν επιθυμεί να επικεντρώνεστε στον φόβο. Σας δείχνει πώς να τοποθετήσετε τον εαυτό σας, παρά τον φόβο, και πώς να συνεχίσετε να κάνετε αυτό που πιστεύετε σωστό, παρά τις συνέπειες που μπορεί να προκύψουν. Σας δείχνει την πράξη η οποία βασίζεται στην αγάπη και όχι στον φόβο, και συνεπώς, πώς να ελέγχετε τον φόβο, για να πράξετε καλύτερα.

3 – Η θρησκεία σας διακηρύσσει τις αλήθειες της – Η πνευματικότητα σας επιτρέπει να τις ανακαλύψετε.

-Η θρησκεία σας λέει τι θεωρείται σωστό και σε τι πρέπει να πιστέψετε. 
-Η πνευματικότητα σας επιτρέπει να ανακαλύψετε με το δικό σας ρυθμό και σύμφωνα με τις προσδοκίες σας. Σας επιτρέπει να συνδεθείτε με τον ανώτερο εαυτό σας και να κατανοήσετε με το δικό σας νου ποια είναι η αλήθεια, γιατί η αλήθεια στο σύνολό της είναι η ίδια για όλους. Έτσι, σας επιτρέπει να πιστεύετε στη δική σας αλήθεια, και αυτό, μέσα από τη δική σας αντίληψη και την καρδιά σας.

4 – Η θρησκεία είναι σε ανταγωνισμό με τις άλλες θρησκείες – Η πνευματικότητα ενώνει.

-Υπάρχουν πολλές θρησκείες στον κόσμο και όλες κηρύττουν ότι η εκδοχή τους της ιστορίας είναι η καλύτερη από όλες. 
-Η πνευματικότητα βλέπει την αλήθεια μέσα από όλες τις θρησκείες και αποκαλύπτει αυτό που τις ενώνει όλες, γιατί η αλήθεια είναι βασικά η ίδια για όλους, παρά τις διαφορές ερμηνείας και αντίληψης. Επικεντρώνεται στην ποιότητα των μηνυμάτων της πνευματικότητας τα οποία συμμερίζονται και αντιγράφουν οι θρησκείες και όχι στις διαφορές των ιστορικών τους στοιχείων.

5 – Η θρησκεία δημιουργεί εθισμό – Η πνευματικότητα σας κάνει ανεξάρτητους.

-Είστε πραγματικά θρησκεύομενος, αν παραστείτε σε θρησκευτικές εκδηλώσεις και μόνο τότε θεωρείστε ως άξιος ευτυχίας. 
-Η πνευματικότητα σας δείχνει ότι δεν έχετε να εξαρτιέστε από τίποτα ή να χρειάζεστε οτιδήποτε για να είστε ευτυχισμένος. Η ευτυχία είναι πάντα βαθιά μέσα μας και είμαστε οι μόνοι υπεύθυνοι για την ευτυχία μας. Είμαστε πάντα εκεί που πρέπει να είμαστε, και δεν υποχρεούμαστε να συμμετέχουμε σε καμία εκδήλωση ή θρησκευτικό τελετουργικό. Η θεότητα είναι μέσα μας και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είμαστε πάντα άξιοι ευτυχίας.

6 – Η θρησκεία βασίζεται στην τιμωριτική καταστολή – Η πνευματικότητα βασίζεται στην κατανόηση του παγκόσμιου Νόμου (φυσικού, κοινωνικού, ατομικού κλπ).

-Η θρησκεία λέει ότι αν δεν υπακούμε σε ορισμένους κανόνες, υπάρχει μια τιμωρία που μας περιμένει. 
-Η πνευματικότητα μας βοηθά να κατανοήσουμε ότι κάθε πράξη έχει μια συνέπεια, και να συνειδητοποιήσουμε ότι η αντισταθμική «τιμωρία» ή «ανταμοιβή» που ακολουθεί τις πράξεις μας θα είναι η φυσική συνέπεια αυτού που επιλέγουμε να κάνουμε ή να μην κάνουμε. Στηρίζεται αποκλειστικά στις θεμελιώδεις δυνάμεις του σύμπαντος και δεν χρειάζεται να πιστεύουμε στην υπερφυσική προέλευση αυτών των δυνάμεων.

7 – Η θρησκεία σας ζητά να ακολουθήσετε το μονοπάτι αφύπνισης άλλου ανθρώπου – Η πνευματικότητα σας επιτρέπει να δημιουργήσετε το δικό σας.

Το θεμέλιο μιας θρησκείας βασίζεται στην ιστορία που λέει για τον προφήτη-μύστη ο οποίος την ίδρυσε, το ταξίδι του προς τη φώτιση και τις αλήθειες που δήθεν ανακαλύφθηκαν από αυτόν, και σας προσκαλεί να ακολουθήσετε τα βήματά του.

Η πνευματικότητα σας αφήνει να ανακαλύψετε το δικό σας ταξίδι προς την φώτιση και τις ιδρυτικές αλήθειες σας, και αυτό από μόνοι σας, ακολουθώντας αυτό που η καρδιά σας λέει ότι είναι αλήθεια, γιατί η αλήθεια είναι πάντα η ίδια, ανεξάρτητα από τον δρόμο που ακολουθούμε.

Κάθε θρησκεία ήρθε στον κόσμο μέσα από την ανθρώπινη πνευματικότητα, και όχι μέσα από το ταξίδι ενός ατόμου που αναγνωρίστηκε στη συνέχεια ως προφητικός οδηγός δήθεν εμπνευσμένος από το ''Θεό''. Οι λεπτομέρειες της ιστορίας αυτού του ταξιδιού μπορεί να μην είναι σημαντικές, διότι αφορούν μόνο το πώς αυτός ο χαρακτήρας έχει ανακαλύψει την αλήθεια. 

Αυτό που είναι σημαντικό είναι το μήνυμα της πνευματικότητας που αναφέρει αυτή την αλήθεια “ο θεϊκός κώδικας της ανθρώπινης καρδιάς” που αντηχεί αρμονικά μέσα από όλους εμάς. Αυτός είναι ο λόγος που κάθε θρησκεία δεν έχει κάτι πραγματικό να διδάξει.

Αν θέλουμε να είμαστε πραγματικοί κοσμοπολίτες

Ο θρυμματισμένος καθρέφτης του ποιήματος Κασίντα του Μπέρτον—που κάθε θραύσμα του αντανακλά από τη δική του οπτική γωνία ένα κομμάτι μιας πολύπλοκης αλήθειας— μοιάζει να εκφράζει ακριβώς το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο δημιουργός του μέτα τη μακρόχρονη έκθεσή του στις φιλοσοφίες και τα έθιμα πολλών ανθρώπων και τόπων: θα βρείτε κομμάτια αλήθειας (μαζί με πολλά λάθη) παντού και δεν θα βρείτε πουθενά ολόκληρη την αλήθεια. Το μεγαλύτερο λάθος, θεωρούσε ο Μπέρτον, είναι να πιστεύουμε ότι το δικό μας θραύσμα του καθρέφτη μπορεί να αντικατοπτρίζει το όλον.

Πίσω από τον καθρέφτη

Η ζωή θα ήταν ευκολότερη αν μπορούσαμε να περιοριστούμε σε αυτή τη σκέψη. Μπορούμε να δεχθούμε ότι υπάρχουν σωστές αντιλήψεις παντού και κάποιο λάθος chez nous. Όμως αυτό δεν μας βοηθά όταν προσπαθούμε να αποφασίσουμε πού ακριβώς βρίσκεται η αλήθεια αυτή τη φορά.

Μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι πρέπει να είσαι πιστός στη σύζυγό σου, αλλά εγώ δεν είμαι υποχρεωμένος να είμαι πιστός στη σύζυγό σου. (Στην πραγματικότητα, καλύτερα να μην είμαι!) Στο ίδιο πνεύμα, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι «οι μουσουλμάνοι πρέπει να πηγαίνουν στη Μέκκα και οι καθολικοί στη θεία λειτουργία». Όμως, αν δεν είσαι μουσουλμάνος, δεν πιστεύεις πραγματικά ότι οι μουσουλμάνοι πρέπει να πηγαίνουν στη Μέκκα• και αν είσαι μουσουλμάνος, δεν πιστεύεις ότι οποιοσδήποτε, ακόμα και αν είναι καθολικός, έχει καθήκον να πηγαίνει στη θεία λειτουργία. Από την άλλη, εκτός και αν είσαι υπέρ των ελεύθερων σχέσεων ή σπάνιο κατάλοιπο εκείνων των πειραματισμών με τον ελεύθερο έρωτα που είχαν ανθίσει τη δεκαετία του 1960, πιθανόν πιστεύεις ότι οι παντρεμένοι οφείλουν να είναι πιστοί.

Προφανώς οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι πρέπει να πηγαίνουν στη Μέκκα και οι καθολικοί ότι πρέπει να πηγαίνουν στη θεία λειτουργία. Όμως, αν δεν ασπάζεσαι τις πεποιθήσεις που δίνουν νόημα σε αυτές τις πράξεις, πιθανόν πιστεύεις ότι οι άνθρωποι οι οποίοι σκέφτονται με αυτόν τον τρόπο κάνουν λάθος. Ο Μωάμεθ είτε ήταν ο Προφήτης είτε δεν ήταν. Το Κοράνιο είτε είναι η τελική Αγία Γραφή είτε δεν είναι. Αν ο Μωάμεθ δεν ήταν προφήτης και το Κοράνιο δεν είναι η τελική Αγία Γραφή, τότε οι μουσουλμάνοι κάνουν λάθος. (Το ίδιο ισχύει, mutatis mutandis, για τη θεία λειτουργία.) Φυσικά, δεν θεωρείτε πιθανόν ότι γίνεται μεγάλη ζημιά αν οι άνθρωποι πηγαίνουν στη Μέκκα. Αυτοί πιστεύουν ότι είναι σωστό. Εμείς όχι. Δεν πιστεύουμε όμως ότι είναι και λάθος. Πράγματι, εφόσον πιστεύουμε ότι η ακεραιότητα έχει σημασία, ότι το να ζει κάποιος σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του είναι σημαντικό και, εφόσον σε αυτή την περίπτωση οι μουσουλμάνοι δεν προκαλούν κάποια βλάβη κάνοντας ό,τι τους υπαγορεύει η συνείδησή τους, ίσως θα ήταν καλό αν έκαναν προσπάθεια να πάνε στη Μέκκα.

Ωστόσο, είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι όταν λέμε πως οι μουσουλμάνοι πρέπει να πηγαίνουν στη Μέκκα για αυτόν το λόγο δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε με τους μουσουλμάνους. Είναι ο δικός μας λόγος για τον οποίο λέμε να κάνουν κάτι το οποίο οι ίδιοι κάνουν για διαφορετικό λόγο. Ένας τρόπος να αντιληφθούμε γιατί αυτό έχει σημασία είναι να υπενθυμίσουμε στον εαυτό μας ότι κανένας μουσουλμάνος ο οποίος σέβεται τον εαυτό του δεν θα θεωρούσε ότι κατανοούμε τον λόγο για τον οποίο οι μουσουλμάνοι πηγαίνουν στη Μέκκα αν λέγαμε: «Φυσικά έχετε λόγο να πάτε: συγκεκριμένα, πιστεύετε πως πρέπει να πάτε, και οι άνθρωποι πρέπει να ακολουθούν τη συνείδησή τους, εκτός αν αυτό προκαλεί κάποιο κακό». Επειδή οι μουσουλμάνοι δεν σκέφτονται με αυτόν τον τρόπο. Σκέφτονται ότι πρέπει να πάνε επειδή αυτή είναι η εντολή του Θεού μέσω του ιερού Κορανίου.

Εντούτοις, θεωρούμε ότι δεν χρειάζεται να λύσουμε αυτή τη διαφωνία για να έχουμε φιλικές σχέσεις μαζί τους. Μπορώ να είμαι (πράγματι είμαι!) πολύ φιλικός με καθολικούς και μουσουλμάνους, παρότι δεν συμφωνώ πάντα μαζί τους για Θεολογικά ζητήματα. Δεν έχω περισσότερους λόγους να δυσανασχετώ με εκείνους που πηγαίνουν στη Μέκκα για προσκύνημα από τους λόγους που έχω να ενοχλούμαι με τις επιλογές εκείνων που πηγαίνουν στη Σκωτία για γκολφ ή στο Μιλάνο για όπερα. Δεν είναι κάτι πού θα έκανα, αλλά αυτοί ας κάνουν ό,τι τους ευχαριστεί.

Κι όμως, αυτή τη στάση του ζήσε όπως επιθυμείς και άσε τος άλλους να ζήσουν όπως αυτοί επιθυμούν δεν την ασπάζονται οι πάντες.

Οι αναγνώστες αυτού του άρθρου είναι απίθανο να θεωρούν ότι η σωστή αντίδραση στη μοιχεία είναι να παραπεμφθούν οι μοιχοί σε θρησκευτικό δικαστήριο και, αν καταδικαστούν, το πλήθος να τους λιθοβολήσει μέχρι θανάτου. Εσείς και εγώ αναμφίβολα φρίττουμε στη σκέψη ότι κάποιος λιθοβολείται μέχρι θανάτου με αυτόν τον τρόπο. Σήμερα, ωστόσο, πολλοί άνθρωποι στον κόσμο πιστεύουν το αντίθετο. Τέτοιου είδους διαφωνίες είναι πολύ συνηθισμένες, ακόμα και στο εσωτερικό της κοινωνίας. Αν σκέφτεστε να κάνετε έκτρωση, την οποία εσείς θεωρείτε απολύτως επιτρεπτή από ηθική άποψη, και εγώ πιστεύω ότι θα σκοτώσετε ένα αθώο ανθρώπινο ον, δεν μπορώ απλώς να πω «καλά, κάν’ το»˙ μπορώ να το πω;

Ο πειρασμός είναι να αναζητήσουμε ένα βιβλίο κανόνων που θα μας λέει πώς να ρυθμίζουμε τέτοιες συγκρούσεις όμως σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να συμφωνήσουμε στο βιβλίο κανόνων. Ωστόσο, ακόμα και αν συμφωνήσουμε, για λόγους τους οποίους θα εξετάσω αργότερα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρούμε ότι θα μπορούσαμε να συμφωνούμε σε σχέση με την εφαρμογή του. Έτσι, υπάρχει εδώ και καιρό μια ελκυστική εναλλακτική επιλογή. Ίσως, ακόμα και αν συμφωνούμε σε σχέση με όλα τα γεγονότα, το τι είναι ηθικά σωστό για μένα να κάνω σύμφωνα με τη δική μου άποψη είναι διαφορετικό από αυτό που είναι ηθικά σωστό για εσάς να κάνετε σύμφωνα με τη δική σας άποψη. Ο Μπέρτον, που γνώριζε καλά τριάντα εννιά γλώσσες, ήταν κατά κάποιον τρόπο τέρας της φύσης ως προς την ικανότητά του να διεισδύει σε διαφορετικούς πολιτισμούς, να γίνεται αυτόχθων, όπως θα λέγαμε, και να το κάνει επανειλημμένα. Όμως οι περισσότεροι από εμάς διαθέτουμε αυτή την ικανότητα σε μικρότερο βαθμό: μπορούμε συχνά να βιώσουμε την ελκυστικότητα αξιών οι οποίες δεν είναι ακριβώς δικές μας. Έτσι, όταν φθάνουμε στο ζήτημα της ηθικής, δεν υπάρχει μία και μοναδική αλήθεια. Σε αυτή την περίπτωση, δεν υπάρχει ένας θρυμματισμένος καθρέφτης, αλλά πολλοί καθρέφτες, πολλές ηθικές αλήθειες, και στην καλύτερη περίπτωση μπορούμε να συμφωνήσουμε να διαφέρουμε.

Søren Kierkegaard: Ο άνθρωπος πραγματώνεται μόνο όταν επιλέγει

Ένα από τα σημαντικότερα και γνωστότερα “λογοτεχνικά” έργα στην ιστορία της φιλοσοφίας είναι το Είτε-Είτε, το περίφημο πρώτο έργο του Δανού φιλοσόφου Σαίρεν Κίρκεγκωρ. Πρόκειται για ένα ογκώδες βιβλίο, χιλίων περίπου σελίδων, που αποτελείται από ημερολογιακές καταγραφές, επιστολές, δοκίμια και αφορισμούς. Ο Κίρκεγκωρ το έχει δομήσει με έναν τόσο περίτεχνο τρόπο, που κανείς μυθιστοριογράφος της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας δεν θα μπορούσε να το κάνει καλύτερα: Στην εισαγωγή του βιβλίου παρουσιάζεται στον αναγνώστη ένας «εκδότης» που χρησιμοποιεί ψευδώνυμο. Ισχυρίζεται ότι όταν αγόρασε ένα σεκρετέρ, έπεσε στα χέρια του μια στοίβα χαρτιά, τα οποία δήθεν προέρχονταν από δύο διαφορετικούς συγγραφείς – ο εκδότης τούς ονομάζει «Α» και «Β». Οι δύο συγγραφείς γνωρίζονται μεταξύ τους. Ο Β παρουσιάζεται ως ένας μεγαλύτερης ηλικίας φίλος του Α. Και επιπλέον, μέσα στα χαρτιά του Α υπάρχει το Ημερολόγιο Ενός Διαφθορέα, για το οποίο ο Α ισχυρίζεται ότι δεν είναι γραμμένο από τη δική του πένα και ότι απλώς το βρήκε.

Ένα πράγμα καταλαβαίνει ο αναγνώστης ήδη από την αρχή: Ο Κίρκεγκωρ κάνει τα πάντα προκειμένου να μην ταυτιστεί με τις απόψεις που παρουσιάζονται στο χαρτί. Στην ουσία, συμπεριφέρεται σαν μυθιστοριογράφος ή σαν θεατρικός συγγραφέας ο οποίος ανεβάζει συγκεκριμένους χαρακτήρες επί σκηνής και τους βάζει να παίζουν έναν ρόλο που τους χαρακτηρίζει ως άτομα, αλλά που δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με τη γνώμη του συγγραφέα. Είναι επομένως ένα βιβλίο όπου ο συγγραφέας δεν λέει αυτό που ο ίδιος σκέφτεται;

Όχι ακριβώς. Όπως κάθε φιλόσοφος, έτσι και ο Κίρκεγκωρ προσπαθεί να μεταδώσει στον αναγνώστη τα συμπεράσματα της σκέψης του. Το κάνει έμμεσα όμως. Επιλέγει τη μορφή της “ποιητικής” φιλοσοφίας, επειδή αυτό που έχει να πει ούτε διδάσκεται ούτε μαθαίνεται θεωρητικά. Τον ενδιαφέρει πολύ περισσότερο η στάση ζωής, η “μορφή” που πρέπει να δώσουμε στη ζωή μας. Η λέξη “αυτοπραγμάτωση” αποτυπώνει επακριβώς τις φιλοσοφικές προθέσεις του Κίρκεγκωρ: Ο άνθρωπος καλείται πρώτα να βρει στη ζωή τον εαυτό του, και αυτό μπορεί να το κάνει μόνο ο “ίδιος”, δηλαδή με βάση τις δικές του πρακτικές αποφάσεις. Οι θεωρητικές αποφάσεις μπορούν να παίξουν απλώς τον ρόλο του εφαλτηρίου. Μόνο μια αλήθεια την οποία ο άνθρωπος υιοθετεί στη ζωή του με πρακτικό τρόπο μπορεί να είναι σημαντική γι’αυτόν. Ό,τι αντιλαμβανόμαστε θεωρητικά, αλλά δεν έχει καμία συνέπεια στη ζωή μας για τον Κίρκεγκωρ είναι σαν να χτίζουμε ένα σπίτι, αλλά να μην το κατοικούμε.

Στο Είτε – Είτε ο Κίρκεγκωρ παρουσιάζει δύο εκ διαμέτρου αντίθετους τρόπους ζωής: Στον «αισθητικό» τρόπο ζωής, ο οποίος περιγράφεται με πολλές παραλλαγές στις σημειώσεις του «Α», κυριαρχεί η απόλαυση, είτε με μια απλή αισθησιακή μορφή είτε με μια εκλεπτυσμένη πνευματική μορφή. Και στις περιπτώσεις αυτές ο ερωτισμός παίζει μεγάλο ρόλο ως μέρος της συγκεκριμένης απόλαυσης. Τα πάντα εξετάζονται σύμφωνα με το πόσο «ενδιαφέροντα» είναι και με τo πόσο αυξάνουν το αίσθημα ευχαρίστησης. Ο Κίρκεγκωρ ονομάζει αυτόν τον τρόπο ζωής «αισθητικό», επειδή παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με τον τρόπο που σχετιζόμαστε με την τέχνη. Αποτελεί και η τέχνη αντικείμενο απολαυστικής αισθητικής και πνευματικής διέγερσης. Ο λάτρης της αισθητικής ζει για το παρόν, οι αποφάσεις για το μέλλον ή η ενασχόληση με το παρελθόν τον αφήνουν παντελώς αδιάφορο.

Στον αντίποδα αυτού του τρόπου ζωής βρίσκεται ο «ηθικός» τρόπος, ο οποίος παρουσιάζεται στο δεύτερο μέρος από τον Β. Σκοπός του συγκεκριμένου τρόπου ζωής δεν είναι μόνο η εκπλήρωση των επιθυμιών του παρόντος αλλά και του μέλλοντος, χαρακτηρίζεται δε από το ότι ο άνθρωπος συνάπτει δεσμευτικές σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Ως ιδιαίτερο παράδειγμα του ηθικού τρόπου ζωής αναφέρει ο Κίρκεγκωρ στο Είτε – Είτε τον γάμο. Με την πρώτη ματιά φαίνεται πιο ανιαρός και λιγότερο εντυπωσιακός, στο άστατο παιχνίδι των απολαύσεων όμως αντιτάσσει έναν ενιαίο «τρόπο» ζωής, δημιουργώντας έτσι ένα είδος ταυτότητας για τον άνθρωπο. Ο τίτλος «Είτε – Είτε» σημαίνει λοιπόν: είτε επιλέγει κανείς τον αισθητικό τρόπο ζωής είτε τον ηθικό.

Ο Β δεν θεωρεί ότι ο ηθικός και ο αισθητικός τρόπος ζωής βρίσκονται σε απόλυτη αντίθεση μεταξύ τους. Ο ηθικός τρόπος ζωής αποτελεί γι’ αυτόν περισσότερο μια περαιτέρω εξέλιξη του αισθητικού. Έχει υιοθετήσει τις θετικές πλευρές της αισθητικής στάσης ζωής. Η αισθητική στάση ζωής είναι ενδιαφέρουσα, και μάλιστα απαραίτητη για μια ζωή με πληρότητα, δεν πρέπει όμως να σταματάμε σε αυτή.Έτσι ο γάμος δεν αποτελεί για τον Β μια δέσμευση λογικής και σκοπιμότητας, αλλά μια σχέση που βασίζεται στην αγάπη, κατά την οποία ο ερωτισμός του ρομαντικού ενθουσιασμού μετατρέπεται σε βαθιά εμπιστοσύνη που αντέχει στον χρόνο. Όλα τα θετικά χαρακτηριστικά του αισθητικού τρόπου ζωής -η αισθητική απόλαυση, η λεπτότητα, το «στοιχείο του ενδιαφέροντος»- πραγματώνονται μέσα στον γάμο, εφόσον εδραιώνονται στο πλαίσιο ενός κοινωνικού δεσμού. Με τη σύναψη ενός τέτοιου ερωτικού και ταυτόχρονα κοινωνικού δεσμού δημιουργείται μια ταυτότητα η οποία εμπεριέχει και το παρελθόν και το μέλλον.

Μια τέτοια ταυτότητα όμως δεν δημιουργείται τόσο απλά, βασίζεται σε συγκεκριμένη επιλογή. Και με την έννοια της «επιλογής» φτάνουμε στο επίκεντρο της φιλοσοφίας του Κίρκεγκωρ. Η κατά Κίρκεγκωρ «επιλογή» δεν είναι μια τυχαία «εκλογή», αλλά η σύλληψη εκείνου του στοιχείου που ήδη διαθέτει κανείς. Ο άνθρωπος πραγματώνεται μόνο όταν επιλέγει, που σημαίνει ότι αναλαμβάνει την ευθύνη του εαυτού του και όλων όσα αυτό συνεπάγεται. Η εν λόγω ανάληψη ευθύνης συμπεριλαμβάνει φυσικά και τη δέσμευση προς άλλους ανθρώπους, που με την επιλογή αυτή αναγνωρίζονται ως συνάνθρωποι και παύουν πια να θεωρούνται αντικείμενα. Συμπεριλαμβάνει και το παρελθόν κάθε ατόμου και τα σχέδια που κάνει για το μέλλον. Μέσω της επιλογής του ο άνθρωπος μπαίνει συνειδητά στη σφαίρα του χρόνου και αναπτύσσει μια σχέση με την ιστορία.

Η επιλογή κάνει τον άνθρωπο να συνειδητοποιεί την ελευθερία του, την ελευθερία που έχει να κατευθύνει και να διαμορφώνει υπεύθυνα τη ζωή του. Και με τον τρόπο αυτό αποχαιρετά μια ζωή που είναι “αδιακρίτως” παραδομένη στις απολαύσεις. Η συνειδητοποίηση της δυνατότητας επιλογής, η αξιοποίηση της δυνατότητας επιλογής ως αξιοποίηση της ελευθερίας και της υπευθυνότητας είναι για τον Κίρκεγκωρ πιο σημαντική από το εκάστοτε περιεχόμενο της επιλογής.

Αυτή είναι και η πραγματική σημασία του «Είτε – είτε». Αν και αρχικά μοιάζει σαν να πρόκειται για την επιλογή ανάμεσα σε δυο μορφές αυτοπραγμάτωσης, πρόκειται τελικά για την επιλογή ή τη μη επιλογή, για την αυτοπραγμάτωση ή τη μη αυτοπραγμάτωση. Το «Είτε – Είτε» σημαίνει επομένως: είτε προχωρά κανείς σε μια επιλογή, όπως κάνει ο ηθικός τύπος ανθρώπου, και δημιουργεί έναν εαυτό, μια ταυτότητα, είτε αποφεύγει την επιλογή, όπως κάνει ο αισθητικός τύπος, και ζει απλώς τη ζωή του κυνηγώντας τη στιγμή. Μόνο με την επιλογή, μόνο με την ηθική μορφή ύπαρξης ζει κανείς ουσιαστικά, αναλαμβάνοντας ευθύνες και υπερασπιζόμενος ως άτομο τις πράξεις του.

ΣΕΝΕΚΑΣ: Τι έργο έχεις τέλος πάντων ολοκληρώσει σε μια τόσο μακρά ζωή;

Όταν οι άνθρωποι περιφρουρούν την περιουσία τους, είναι συνήθως σφιχτοχέρηδες` όταν όμως πρόκειται να χάσουν την ώρα τους, όταν δηλαδή βρίσκονται μπροστά στη μόνη περίπτωση που η φιλαργυρία θα ήταν έντιμο πράγμα, τότε γίνονται εξαιρετικά σπάταλοι. 

Θα ήθελα λοιπόν να σταματήσω κάποιον από τους γεροντότερους και να τον ρωτήσω: 

«Βλέπω ότι έχεις φτάσει σε βαθιά γεράματα, πλησιάζεις το εκατοστό έτος της ηλικίας σου, ίσως και περισσότερο` έλα τώρα να ξαναθυμηθείς τη ζωή σου και κάνε μου έναν απολογισμό. Σκέψου πόσο από το χρόνο σου έχεις αφιερώσει στο δανειστή σου, πόσο στη φιλενάδα σου, πόσο στον πατρόνα σου, πόσο σπατάλησες για να λογομαχείς με τη γυναίκα σου, πόσο για να επιβάλεις τιμωρίες στους δούλους σου και πόσο για να τρέχεις πάνω κάτω στην πόλη εκτελώντας τις κοινωνικές σου υποχρεώσεις. Πρόσθεσε σ’ αυτά και τις αρρώστιες που εμείς οι ίδιοι προκαλούμε με τις πράξεις μας, και υπολόγισε επίσης και το χρόνο που έχει περάσει ανεκμετάλλευτος` τότε θα δεις ότι έχεις λιγότερα χρόνια από αυτά που υπολόγιζες ότι είχες. Κάτσε και ξανασκέψου, όποτε είχες βάλει ένα συγκεκριμένο σχέδιο στη ζωή σου, πόσο λίγες ήταν οι μέρες που πέρασες όπως τις είχες σχεδιάσει, πόσες φορές ήσουν πράγματι διαθέσιμος για τον εαυτό σου, πότε το πρόσωπό σου είχε τη φυσική του έκφραση, πότε το μυαλό σου ήταν ατάραχο, τι έργο έχεις τέλος πάντων ολοκληρώσει σε μια τόσο μακρά ζωή, πόσοι ήταν εκείνοι που σου απέσπασαν ένα τμήμα από τη ζωή σου όταν εσύ δεν ήξερες ακόμα τι έχανες, πόσο μέρος της ζωής σου ξόδεψες σε άσκοπη λύπη, σε ανόητη χαρά, σε άπληστη επιθυμία, σε συμβατικές συζητήσεις και, τελικά, πόσο μέρος από εσένα τον ίδιο σου έχει απομείνει` και τότε θα καταλάβεις ότι πεθαίνεις πολύ πριν από το χρόνο που η φύση έχει προορίσει για σένα».

ΣΕΝΕΚΑΣ, Περί της συντομίας της ζωής

Το νικάν εαυτόν πασών νικών πρώτη και αρίστη

Eίναι στη φύση μας να ζούμε καθημερινά με αντιφατικές επιθυμίες, με παρορμήσεις, με πειρασμούς, με συγκινήσεις, με αντικρουόμενους στόχους και συχνά με διλήμματα.

Παραδείγματος χάρη, από τη μια επιθυμούμε να χάσουμε βάρος, και από την άλλη μάς τρελαίνει η ιδέα να φάμε ένα γλυκό με πολλές θερμίδες. Από τη μια το παιδί θέλει να διασκεδάσει, και από την άλλη πρέπει να διαβάσει. Επίσης, αρκετές φορές μάς βασανίζουν αρνητικές σκέψεις που μας κάνουν να αισθανόμαστε δυσάρεστα και να οδηγούμαστε σε λανθασμένες επιλογές.

Αυτοκυριαρχία σημαίνει να μη θυσιάζουμε τη λογική, τις σωστές επιλογές, συμπεριφορές και πράξεις που απαιτούνται για τη διαρκή και μακροπρόθεσμη ευημερία μας και τα σημαντικά για εμάς αποτελέσματα σε ανεξέλεγκτες παρορμήσεις, συγκινήσεις, αρνητικά πάθη ή βραχυχρόνιες απολαύσεις.

Η ρήση του Horace το εκφράζει αυτό εξαιρετικά: “Να ξέρεις να εξουσιάζεις τη διάθεσή σου, επειδή, αν δεν υπακούει, τότε διατάζει.”

Αυτοκυριαρχία σε καμία περίπτωση δε σημαίνει να ζούμε μια ζωή με συνεχείς περιορισμούς, χωρίς καθημερινές απολαύσεις, ανέσεις και ανάπαυση. Σημαίνει απλά να μην παρασυρόμαστε σε λανθασμένες επιλογές και πράξεις για τις οποίες θα μετανιώσουμε, επειδή θα έχουν αρνητικές συνέπειες για εμάς. Σημαίνει να μπορούμε να εστιάζουμε το μυαλό και την ενέργειά μας σε εκείνους τους στόχους ή στα αποτελέσματα τα οποία είναι τα πλέον σημαντικά για εμάς. Σημαίνει να μπορούμε να χρησιμοποιούμε τη λογική και να μην αφηνόμαστε σε έντονες συγκινήσεις, παρορμήσεις και στα θέλω των άλλων. Σημαίνει επίσης να διαχειριζόμαστε και να εναρμονίζουμε τους βραχυπρόθεσμους με τους μακροπρόθεσμους στόχους και τις πράξεις μας με τα επιθυμητά για εμάς αποτελέσματα. Σε τελική ανάλυση, αυτοκυριαρχία σημαίνει να μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι από όσους και όσα θέλουν να μας βγάλουν από τον δρόμο που έχουμε επιλέξει να διαβούμε. Αυτό εννοεί ο Επίκτητος όταν ισχυρίζεται ότι «Κανένας άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος αν δεν είναι κυρίαρχος του εαυτού του». Το ίδιο μας λέει και ο Πυθαγόρας όταν υποστηρίζει πως είναι αδύνατο να είμαστε ελεύθεροι όταν γινόμαστε δούλοι και η λογική μας κυριαρχείται από τις συγκινήσεις και τα πάθη μας, με αποτέλεσμα, όπως αναφέρει ο Horace, να μας διατάζουν αυτά.

Η βασική αρχή για την αυτοκυριαρχία είναι η αντιμέτρηση των αισθημάτων και των παρορμήσεων με τη λογική. Ο Μένανδρος υποστηρίζει πως, όταν νοσεί η ψυχή, το φάρμακο είναι ο λόγος, δηλαδή η λογική. Για να το πετύχουμε αυτό, χρειάζεται κατ’ αρχάς να απαντάμε στα παρακάτω ερωτήματα:

•Τι ακριβώς είναι αυτό που αισθάνομαι και γιατί;

•Ποιες είναι οι αιτίες που μου δημιουργούν το αίσθημα; Είναι πραγματικοί οι λόγοι που μεκάνουν να αισθάνομαι με αυτό τον τρόπο;

•Σε τι μπορεί να με επηρεάζει αυτό το αίσθημα και ποιες συνέπειες μπορεί να έχει;
Πότε στο παρελθόν είχα το ίδιο αίσθημα, πώς το αντιμετώπισα και ποιες συνέπειες είχε ο χειρισμός μου;

•Σε ποιον βαθμό οι επιλογές, οι συμπεριφορές και οι πράξεις μου με βάση αυτό που αισθάνομαι, την παρόρμηση ή την επιθυμία της στιγμής θα έχει αρνητικές συνέπειες στα σημαντικά επιθυμητά μου αποτελέσματα;

• Πώς μπορώ να αντιμετωπίσω θετικά αυτό που αισθάνομαι ώστε να μην κάνω λανθασμένη επιλογή; Για παράδειγμα, να μην αποφασίσω εν θερμώ, να αλλάξω περιβάλλον, να σκεφτώ κάτι διαφορετικό, να ασχοληθώ με κάτι ευχάριστο ενδιαφέρον, να αξιοποιήσω την εμπειρία από παρόμοιες περιπτώσεις στο παρελθόν, να ζητήσω τη βοήθεια δικών μου ανθρώπων, να ξεκαθαρίσω τι αξίζει περισσότερο για μένα, να βάλω στοίχημα με τον εαυτό μου ότι μπορώ να νικώ αισθήματα, συγκινήσεις και παρορμήσεις που να με παρασύρουν σε επιλογές, συμπεριφορές και πράξεις.

Βασική αρχή για την αυτοκυριαρχία είναι να συνδυάζουμε τη λογική και τη θέλησή μας ώστε να αποστασιοποιούμαστε και να απορρίπτουμε ό,τι και αν είναι αυτό που μας αποπροσανατολίζει και μας δημιουργεί προσκόμματα στον δρόμο που έχουμε επιλέξει να ακολουθήσουμε.

Μια συνήθης παγίδα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε σε σχέση με την αυτοκυριαρχία είναι οι αρνητικές σκέψεις και τα αίτια που τις προκαλούν. Αυτές προκύπτουν από τον αρνητικό τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουμε τα ερεθίσματα του περιβάλλοντός μας. Όταν συλλάβουμε μια πληροφορία ή ένα ερέθισμα από το περιβάλλον μας, ο εγκέφαλός μας το επεξεργάζεται και το ερμηνεύει με βάση το τι σημαίνει αυτό για εμάς ή τους άλλους. Ανάλογα με το πώς το ερμηνεύουμε, επηρεάζονται τα αισθήματα και οι σκέψεις μας. Αρκετοί άνθρωποι συχνά ερμηνεύουμε τα ερεθίσματα του περιβάλλοντός μας με αρνητικό τρόπο (π.χ., φόβο, απαισιοδοξία, καχυποψία, κακοπιστία) ως προς το περιεχόμενο, τα αίτια και τις συνέπειές τους. Λόγου χάρη, το γεγονός ότι ο σύζυγος ξέχασε να δώσει την αντιβίωση στο παιδί μπορεί η σύζυγος να το ερμηνεύσει ως αδιαφορία για την οικογένεια και ως πιθανή ένδειξη επιθυμίας διαζυγίου.

Το φαινόμενο των αρνητικών σκέψεων με τη ρήση ενός γέροντα, που έλεγε: “Έζησα μύρια τόσα βάσανα στη ζωή μου, πλείστα των οποίων ουδέποτε συνέβησαν” . Πάνω σε αυτό το ζήτημα έχουν αναπτυχθεί μερικές χρήσιμες ιδέες υπό τον όρο «Νευρογλωσσικός Προγραμματισμός*», που θα άξιζε να αναζητήσετε.

Βασική ιδέα εδώ είναι να σκεφτόμαστε πώς σκεφτόμαστε. Δηλαδή να συνειδητοποιούμε τις αρνητικές σκέψεις που κάνουμε, το αν οι λόγοι για τους οποίους τις κάνουμε είναι βάσιμοι και να αλλάξουμε τη σκέψη φέρνοντας στο μυαλό μας θετικές εικόνες ή να ξεφεύγουμε από τις αρνητικές σκεπτόμενοι άλλα πράγματα. Ο F. Nietzsche εκφράζει αυτή την αναγκαιότητα με την εξής ρήση: “Αν κοιτάξεις επί πολλή ώρα την άβυσσο, στο τέλος θα κοιτάζει και η άβυσσος εσένα”.

Εκτός των παραπάνω, ένας άλλος, συχνά αποτελεσματικός τρόπος για να ενισχύουμε την αυτοκυριαρχία μας είναι να σκεφτόμαστε και να βλέπουμε τη μεγάλη εικόνα, δηλαδή το πώς θέλουμε να είμαστε και να αισθανόμαστε ιδανικά στο μέλλον, ποια είναι τα σημαντικά πράγματα και οι μακροπρόθεσμοι στόχοι μας. Αυτή η ενόραση ενισχύει τη θέλησή μας για τα επιθυμητά αποτελέσματα και τη δύναμή μας να αντιμετωπίζουμε ό,τι μας βγάζει από τον δρόμο προς αυτά.
------------------------
*Σήμερα, ο Νευρογλωσσικός Προγραμματισμός (NLP) είναι μια κοινή τακτική που βρίσκεται πίσω από τις σύγχρονες ψυχολογικές προσεγγίσεις που διδάσκουν τα άτομα να χρησιμοποιούν το μυαλό τους για να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους.

O Nευρογλωσσικός Προγραμματισμός επιδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο εγκέφαλος, επεξεργαζόμενος τις πληροφορίες που δέχεται, όπως ακριβώς ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής. O εγκέφαλος επεξεργάζεται τις πληροφορίες σύμφωνα με το προκαθορισμένο, σταθερό μοντέλο σκέψης που διαθέτει.

Tο μοντέλο αυτό σκέψης το δημιουργούμε οι ίδιοι προκειμένου να τα βγάλουμε πέρα με την πληθώρα των πληροφοριών που δεχόμαστε κάθε λεπτό της ώρας. Tο πρόβλημα εμφανίζεται όταν οι αρνητικές εμπειρίες του παρελθόντος συντελούν στη δημιουργία αρνητικών μοντέλων σκέψης που οδηγούν με τη σειρά τους σε μια δυσάρεστη πραγματικότητα.

Για παράδειγμα, πολλοί άνθρωποι έχουν συνδέσει τα χρήματα με μια αρνητική κατάσταση ή θεωρούν ότι είναι η πηγή όλων των κακών. Άλλοι μπορεί να πιστεύουν ότι δεν αξίζουν να έχουν χρήματα ή ότι είναι “αδύνατο” γι’ αυτούς να αποκτήσουν την οικονομική άνεση που επιζητούν.

Έτσι λοιπόν οι ειδικοί επιβεβαιώνουν ότι όλα όσα υπάρχουν στη ζωή μας σήμερα οφείλονται στις ιδέες και τις πεποιθήσεις μας. Όταν πιστεύουμε ότι υπάρχει έλλειψη και ανεπάρκεια, τότε θα καταφεύγουμε στην αντιπαράθεση, στην πονηριά και σε άλλες τέτοιες μεθόδους προκειμένου να αρπάξουμε ό,τι μπορούμε από τους άλλους.

H αίσθηση της φτώχειας περνάει από γενιά σε γενιά και οι περισσότεροι από εμάς υιοθετούμε τις πεποιθήσεις της γενιάς, της εποχής ή της χώρας μας, χωρίς δεύτερη σκέψη. Παίρνουμε σαν δεδομένη την κοινή άποψη και αποδοχή της πραγματικότητας και δεν μας περνάει από το μυαλό ότι υπάρχουν και διαφορετικοί τρόποι σκέψης και ενδεχομένως άλλες “πραγματικότητες”.

Oι πεποιθήσεις αυτές έχουν “γραφτεί” στο σκληρό δίσκο του εγκεφάλου μας και δημιουργούν εκείνες ακριβώς τις συνθήκες στη ζωή μας που τις επαληθεύουν. Oι πληροφορίες που δεν συμφωνούν με τις προκαθορισμένες ιδέες μας θα απορριφθούν σαν μη πραγματικές.

Έτσι όταν δεχόμαστε πληροφορίες σχετικά με την απόκτηση πλούτου που δεν συμφωνούν με τις πεποιθήσεις μας, ο εγκέφαλός μας τις απορρίπτει ή τις αγνοεί. Είναι φανερό λοιπόν ότι το κλειδί για να δεχτούμε την αφθονία και να αναγνωρίζουμε κάθε ευκαιρία ευημερίας στη ζωή μας είναι να αλλάξουμε τις εσωτερικές μας πεποιθήσεις σχετικά με τα χρήματα.

ARTHUR SCHOPENHAUER: Είναι μεγάλη απερισκεψία να επιτρέψεις στους άλλους να δουν πόσο ανώτερος είσαι διανοητικά

Περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, ο άνθρωπος περηφανεύεται για τη διανοητική του ικανότητα, διότι αυτή του δίνει την κυρίαρχη θέση του στον κόσμο. Είναι μεγάλη απερισκεψία να επιτρέψεις στους άλλους να δουν πόσο ανώτερος είσαι σ’ αυτό τον τομέα… Επομένως, ενώ τα πλούτη και η κοινωνική θέση κάνουν την κοινωνία να φέρεται στους κατόχους τους με σεβασμό, δεν συμβαίνει ποτέ το ίδιο με τους κατόχους της διανοητικής ικανότητας: Η επίδειξη αδιαφορίας απέναντι σ’ αυτήν είναι η μεγαλύτερη χάρη που μπορεί να της κάνει κανείς. Και αν οι άνθρωποι της δίνουν κάποια σημασία, αυτό συμβαίνει διότι τη θεωρούν σαν κάτι που μοιάζει με αναίδεια ή σαν κάτι που ο κάτοχός του δεν το δικαιούται και για το οποίο τολμά να καυχηθεί.

Για να τον εκδικηθούν (τον κάτοχο) δε, προσπαθούν μυστικά να τον ταπεινώσουν με κάποιον άλλο τρόπο. Αν περιμένουν και δεν το κάνουν αμέσως είναι διότι ψάχνουν για την κατάλληλη ευκαιρία. Κάποιος μπορεί να είναι όσο το δυνατόν ταπεινότερος, ωστόσο οι γύρω του δεν του συγχωρούν ποτέ το έγκλημά του να στέκεται πάνω απ’ αυτούς διανοητικά.

Στον Κήπο των Ρόδων, ο Σαντί σχολιάζει: «Θα πρέπει να γνωρίζεις ότι οι ανόητοι δεν θέλουν να συναντούν σοφούς ανθρώπους, εκατό φορές περισσότερο απ’ ό,τι οι σοφοί δεν θέλουν να συναντούν ανόητους».

Από την άλλη πλευρά, είναι αληθινό προσόν να είσαι ανόητος. Διότι όπως η θερμότητα είναι ευχάριστη για το σώμα, έτσι είναι καλό και για το μυαλό να νοιώθει την ανωτερότητά του. Και ο άνθρωπος θ’ αναζητήσει συντροφιά που θα μπορεί να τον κάνει να νοιώσει έτσι, τόσο ενστικτωδώς όσο πλησιάζει το τζάκι ή όπως περπατάει κάτω από τον ήλιο. Αλλά κάτι τέτοιο σημαίνει ότι θα τον αντιπαθήσουν εξαιτίας της ανωτερότητάς του. Συνεπώς αν ένας άνθρωπος θέλει να είναι αρεστός, τότε πρέπει να είναι διανοητικά κατώτερος.

ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ, 1788-1860

ANTON CHEKHOV: Αν περίμενα να γεννηθώ διακόσια χρόνια αργότερα, θα ήμουν αλλιώτικος

«Θάλαμος Νο 6» (απόσπασμα)

Με την ευχάριστη σκέψη πως, δεν έχει από καιρό τώρα ιδιαίτερη πελατεία και ότι κανείς δε θα τον ενοχλήσει, ο (γιατρός) Άντρέι Γιεφίμιτς πηγαίνει στο σπίτι του, κάθεται στο γραφείο του και αρχίζει να διαβάζει. Και διαβάζει πολύ και πάντα με μεγάλη ευχαρίστηση. Διαθέτει το μισό μισθό του για ν’ αγοράζει βιβλία, κι από τα έξη δωμάτια του σπιτιού του τα τρία είναι φίσκα από βιβλία και παλιά περιοδικά.

Ο Αντρέι Γιεφίμιτς ξεπροβόδισε το φίλο του, γύρισε στο γραφείο του και ξανάρχισε το διάβασμα. Την ησυχία της βραδιάς και σε συνέχεια της νύχτας δεν τη χαλάει κανένας θόρυβος, και ο χρόνος φαίνεται να σταματάει, να κοκαλώνει μαζί με το γιατρό σκυμμένο πάνω στο βιβλίο του, σα να μην υπάρχει τίποτ’ άλλο απ’ αυτό το βιβλίο και τη λάμπα με το πράσινο αμπαζούρ. Το χοντρό χωριάτικο πρόσωπο του γιατρού φωτίζεται σιγά-σιγά από ένα χαμόγελο τρυφερότητας και έκστασης μπροστά στην πρόοδο του ανθρώπινου πνεύματος. Γιατί ο άνθρωπος να μην είναι αθάνατος; διαλογίζεται. Προς τι τα κέντρα και οι αύλακες του εγκεφάλου, προς τι η όραση, ο λόγος, η συνείδηση, το πνεύμα, αν όλα αυτά είναι γραμμένο να γίνουν χώμα και τελικά να ψυχθούν μαζί με το φλοιό της γης, και ύστερα εκατομμύρια χρόνια χωρίς νόημα και χωρίς σκοπό να περιστρέφονται μαζί με τη γη γύρω από τον ήλιο; Για να ψυχθεί και ύστερα να περιστρέφεται δεν ήταν καθόλου ανάγκη να βγει ο άνθρωπος από την ανυπαρξία με το υψηλό, σχεδόν θείο πνεύμα του, και ύστερα, σαν για γελοιοποίηση, να μεταμορφωθεί σε χώμα.

Η ανταλλαγή της ύλης! Μα τι δειλία να παρηγοριέται κανείς με αυτό το υποκατάστατο της αθανασίας! Οι ασυναίσθητες διαδικασίες που συμβαίνουν στη φύση βρίσκονται σ’ ένα επίπεδο πιο χαμηλό ακόμη και από την ανθρώπινη μωρία, γιατί στη μωρία υπάρχει συνείδηση και ελευθερία, ενώ στις διαδικασίες της φύσης δεν υπάρχει απολύτως τίποτα. Μόνο ένας δειλός που ο φόβος του θανάτου είναι σ’ αυτόν πιο μεγάλος από την αξιοπρέπεια μπορεί να παρηγοριέται με την ιδέα πως το σώμα του θα ξαναζήσει με τον καιρό σ’ ένα χορτάρι, σε μια πέτρα, σε μια μπράσκα… Να βλέπει κανείς την αθανασία του στην ανταλλαγή της ύλης είναι τόσο παράξενο, όσο είναι να προβλέπει ένα λαμπρό μέλλον για μια θήκη — κι άς έσπασε κι αχρηστεύτηκε το ακριβό βιολί που δεχόταν μέσα της.

Κάθε ώρα που χτυπάει το ρολόι ο γιατρός Αντρέι Γιεφίμιτς ανακλαδίζεται και κλείνει τα μάτια για να σκεφτεί λίγο. Και στην τύχη, επηρεασμένος από ένα σωρό όμορφες σκέψεις που είχε διαβάσει στο βιβλίο, ρίχνει μια ματιά στο παρελθόν του και στο μέλλον του. Το παρελθόν τον δυσαρεστεί — καλύτερα να μην το σκέφτεται. Μα και το παρόν είναι όμοιο με το παρελθόν. Ξέρει ότι κάθε φορά που οι σκέψεις του περιστρέφονται μαζί με την καταψυγμένη γη γύρω από τον ήλιο, πλάι στο διαμέρισμά του, μέσα στους θαλάμους του νοσοκομείου ζουν άνθρωποι που λιώνουν από τις αρρώστιες και τη βρωμιά. Ίσως κάποιος να μην κοιμάται και να παλεύει με τα κουνούπια, άλλος να κολλάει ανεμοπύρωμα ή να βογγάει γιατί τον σφίγγει πολύ ο επίδεσμος· δεν αποκλείεται οι άρρωστοι να χαρτοπαίζουν τώρα με τους νοσοκόμους και να πίνουν βότκα. Μέσα σ’ ένα χρόνο δώδεκα χιλιάδες άνθρωποι έπεσαν θύματα απάτης. Όλη η δραστηριότητα του νοσοκομείου έχει βάση την κλεψιά, τα κουτσομπολιά και τη γκρίνια, τα χατίρια κι ένα χοντρό τσαρλατανισμό που συνεχίζονται εδώ και είκοσι χρόνια. Κι έτσι το νοσοκομείο δεν είναι παρά ένα ίδρυμα χωρίς ηθικούς φραγμούς, και τρομερά επικίνδυνο για την υγεία των κατοίκων της πόλης. Ξέρει πως στο θάλαμο Νο 6, πίσω από τα κάγκελα ο Νικήτας λιανίζει τούς ασθενείς και ότι ο Μωυσέικα βγαίνει κάθε μέρα στην πόλη και ζητιανεύει.

Από την άλλη μεριά, ξέρει πολύ καλά πως στα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια έγινε στην ιατρική επιστήμη μια αφάνταστη μεταβολή. Τον καιρό που αυτός σπούδαζε στο πανεπιστήμιο νόμιζε πως η ιατρική γρήγορα θα έχει την τύχη της αλχημείας και της μεταφυσικής, μα σήμερα, από τότε που άρχισε να διαβάζει τις νύχτες, η ιατρική τον συγκινεί, του προκαλεί το θαυμασμό, ακόμη και τον ενθουσιασμό. Πραγματικά, τι αναπάντεχη ακτινοβολία, τι επανάσταση! Με την αντισηψία γίνονται σήμερα εγχειρήσεις που ο μεγάλος Πιρόγκοφ (σ.σ. ξακουστός Ρώσος χειρουργός του προπερασμένου αιώνα) θεωρούσε αδύνατες ακόμη και σαν ελπίδα στο μέλλον. Απλοί επαρχιακοί γιατροί τολμούν και κάνουν τομές στην άρθρωση του γόνατος, στις εκατό λαπαροτομίες μόνο μία είναι θανατηφόρα, και η νεφρίτιδα θεωρείται τόσο ασήμαντη αρρώστια που γι αυτή ούτε και γράφει κανείς, θεραπεύεται ριζικά η σύφιλη. Και η θεωρία της κληρονομικότητας, ο υπνωτισμός, οι ανακαλύψεις του Παστέρ και του Κώχ, η υγιεινή και οι στατιστικές και η δική μας, η ρωσική ιατρική της υπαίθρου; Η ψυχιατρική με τη σημερινή της ταξινόμηση των ασθενειών, με τις διαγνωστικές και θεραπευτικές της μέθoδες είναι σε σύγκριση με την παλιά κατάσταση ένα πραγματικό Ελπρούς (σ.σ. η πιο ψηλή κορυφή του Καυκάσου). Σήμερα δεν περιχύνουν τα κεφάλια των τρελών με κρύο νερό και δεν τους φοράνε το ζουρλομανδύα· τους μεταχειρίζονται ανθρώπινα και μάλιστα, όπως γράφουν οι εφημερίδες, οργανώνουν γι’ αυτούς θεατρικές παραστάσεις και χορούς.

Ο Αντρέι Γιεφίμιτς ξέρει πως με τις σημερινές ιδέες και τάσεις η αθλιότητα αυτή που λέγεται θάλαμος No 6 στέκεται γιατί απέχει από το σιδηρόδρομο διακόσια βέρστια, σε μια κωμόπολη όπου ο δήμαρχος και οι σύμβουλοι είναι αστοιχείωτοι και μικροαστοί που βλέπουν τον γιατρό σαν κανένα μάντη που οφείλουν να τον πιστεύουν αβασάνιστα, έστω κι αν έβαζε στο στόμα ενός άρρωστου λιωμένο μολύβι· σ’ ένα άλλο μέρος το κοινό και οι εφημερίδες θα είχαν από καιρό γκρεμίσει τη μικρή αυτή Βαστίλη.

«Αλλά τι; αναρωτιέται ο Αντρέι Γιεφίμιτς ανοίγοντας τα μάτια. Τι βγαίνει μ’ αυτό; Και η αντισηψία και ο Κώχ, και ο Παστέρ — καλά είν’ αυτά, μα στην πραγματικότητα τίποτα δεν έχει αλλάξει. Η νοσηρότητα και η θνησιμότητα είναι πάντα στα ίδια επίπεδα. Οργανώνουν χορούς και θεάματα για τους τρελούς, μα ελεύθερους δεν τους αφήνουν. Δηλαδή, όλα είναι μωρολογίες, όλα είναι μάταια και διαφορά ανάμεσα στην καλύτερη κλινική της Βιέννης και στο νοσοκομείο το δικό μου, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμιά».

Μα η στενοχώρια και ένα αίσθημα όμοιο με φθόνο δεν τον αφήνουν να είναι αδιάφορος. Αυτό, χωρίς άλλο, οφείλεται στην κούραση. Το βαρύ κεφάλι γέρνει πάνω στο βιβλίο, ο Αντρέι Γιεφίμιτς βάζει προσκέφαλο το χέρι για ν’ ακουμπάει πιο μαλακά και διαλογίζεται:

«Ασκώ ένα βλαβερό επάγγελμα και πληρώνομαι από ανθρώπους που εξαπατώ· δεν είμαι τίμιος άνθρωπος. Ωστόσο, εγώ ο ίδιος, ο εαυτός μου, είμαι ένα τίποτα, δεν είμαι παρά ένα μόριο του αναγκαίου κοινωνικού κακού: Όλοι οι επαρχιακοί υπάλληλοι είναι επιζήμιοι και τζάμπα παίρνουν το μισθό… Υπεύθυνος, δηλαδή, για την ατιμία μου δεν είμαι εγώ, αλλά η εποχή μου… Αν περίμενα να γεννηθώ διακόσια χρόνια αργότερα, θα ήμουν αλλιώτικος».

Το ρολόι χτυπάει τρεις, σβήνει τη λάμπα και πάει να κοιμηθεί. Μα δεν του κολλούσε ύπνος.

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ, ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Οι Διόσκουροι, Κάστωρ και Πολυδεύκης – Τα παιδιά τού Ταΰγετου

«Όταν οι μαύρες θύελλες σηκώνουν μαυρισμένα κύματα, οι άνθρωποι στέκουν όρθιοι στην πλώρη και προσεύχονται στα θεϊκά παιδιά του Δία και σφάζουν άσπρα αρνιά. Τότε αμέσως γαληνεύουν τα κύματα της αφρισμένης θάλασσας και ο διάπλους γίνεται εύκολος και ακίνδυνος». -Ομηρικός ύμνος

Ο ΜΥΘΟΣ

Σύμφωνα με τον μύθο, οι δίδυμοι ήρωες Διόσκουροι, Κάστορας και Πολυδεύκης, γεννηθήκαν στον Ταΰγετο, το μεγάλο βουνό της Σπάρτης και του Ταινάρου, έτσι είναι κατεξοχήν ήρωες δωρικής καταγωγής.

Στην Σπάρτη, ο βασιλιάς Τυνδάρεως, είχε για γυναίκα του την πανέμορφη Λήδα, κόρη του βασιλιά τής Αιτωλίας, Θέστιου. Η Λήδα έσμιξε με τον Δία κι απέκτησε μαζί του δύο παιδιά, την Ελένη, πού ήταν ωραία σαν θεά και τον Πολυδεύκη τον τρανό ήρωα. Με τον βασιλιά Τυνδάρεω η Λήδα είχε άλλα δύο παιδιά, την Κλυταιμνήστρα, και τον Κάστορα. Ο Πολυδεύκης πήρε απ’ τον πατέρα του θεό Δία την αθανασία, μα ο αδελφός του, ο Κάστορας, παρέμεινε θνητός, επειδή ήταν γιος του θνητού βασιλιά. Έγιναν και οι δύο τους μεγάλοι και τρανοί, κανένας δε μπορούσε να παραβγεί με τον Κάστορα, στη μαστοριά του να οδηγεί το άρμα, όπου κατάφερνε να δαμάσει και τα πιο ατίθασα άλογα. Ο δε Πολυδεύκης ήτανε γενναίος πρωταθλητής στην πυγμαχία. Οι δυο τους δεν αποχωρίστηκαν ποτέ μεταξύ τους γιατί τους ένωνε φλογερή αγάπη.

Οι Διόσκουροι πήραν μέρος σε πολλά μεγάλα κατορθώματα των Ελλήνων ηρώων, πήραν μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία και διακρίθηκαν ιδιαίτερα εναντίον του βασιλιά των Βεβρύκων, Αμύκου, τον οποίο νίκησε ο Πολυδεύκης τρέποντας έτσι σε φυγή όλους τους Βέβρυκες. Όταν ο Θησέας και ο Πειρίθους κατέβηκαν στον Κάτω Κόσμο προκειμένου να αρπάξουν την Περσεφόνη, οι Διόσκουροι ξεκίνησαν εκστρατεία εναντίον της Αθήνας, διεκδικώντας την αδελφή τους Ελένη, την οποία ο Θησέας είχε απαγάγει και την είχε φυλακίσει στο οχυρό των Αφιδνών στην Λακωνία. Έτσι, ενώ έλειπε ο Θησέας ελευθέρωσαν την αδελφή τους και πήραν την μητέρα του Θησέα, Αίθρα, αιχμάλωτη στη Σπάρτη. Επιπλέον, απομάκρυναν από το θρόνο της Αθήνας, τους γιους του Θησέα και τους αντικατέστησαν με τον διεκδικητή της βασιλείας Μενεσθέα.

Οι Διόσκουροι είχαν δύο ξαδέλφια, το Λυγκέα και τον Ίδα, πού ήταν παιδιά του βασιλιά τής Μεσσηνίας, Αφαρέα. Ο Ίδας ήταν ατρόμητος πολεμιστής και ο αδελφός του, ο Λυγκέας, ήταν ονομαστός για τη δύναμη της ματιάς του· μπορούσε να δει ακόμα και κάτω απ’ τη γη. Οι Διόσκουροι μαζί με αυτά τα Μεσσήνια ξαδέλφια τους κάνανε πολλούς άθλους μαζί. Κάποτε, κι οι τέσσερις άρπαξαν, από την Αρκαδία, ένα κοπάδι βόδια κι αποφάσισαν να τα μοιράσουν συναμεταξύ τους. Τη μοιρασιά θα την έκανε ο 'Ιδας. Αυτός όμως θέλησε να βάλει στο χέρι ολάκερο το κοπάδι μαζί με τον αδελφό του και σοφίστηκε μια πονηριά: Έκοψε στα τέσσερα ένα βόδι. έδωκε στον καθέναν από ένα κομμάτι και πρότεινε να πάρει το μισό κοπάδι εκείνος πού θα καταβροχθίσει πρώτος το μεράδι του, και τ’ άλλο μισό να πέσει σε εκείνον που θα έρθει δεύτερος. Ο Ίδας έφαγε πρώτος το κομμάτι του και βόηθησε και τον Λυγκέα να φάει το δικό του. Ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης οργίστηκαν τρομερά σαν είδαν ότι τούς γέλασε ο Ίδας κι αποφασίσανε να εκδικηθούνε τα ξαδέρφια τους, που ως τότε είχανε μαζί τους ακλόνητη φιλία. Έκαναν επιδρομή στη Μεσσηνία κι άρπαξαν, όχι μονάχα το κοπάδι που είχανε πάρει απ’ την Αρκαδία, αλλά και μερικά απ’ τα κοπάδια του Ίδα και του Λυγκέα. Δεν αρκεστήκανε όμως σ’ αυτά, αλλά τους κλέψανε και τις αρραβωνιαστικιές τους.

Οι Διόσκουροι ήξεραν ότι ο Ίδας και ο Λυγκέας δεν θα τους συχωρέσουν για αυτά που τους έκαναν, κι αποφασίσαμε να κρυφτούν στο κούφωμα ενός πελώριου δέντρου και να περιμένουν εκεί, ώσπου ν’ αρχίσουν τα ξαδέρφια τους να τους κυνηγούν. Θέλαν να τους ριχτούνε αναπάντεχα, γιατί σκιαζόντουσαν να πιάσουν μάχη με τον υπερδύναμο Ίδα που, κάποτε, τόλμησε να παλέψει για μια γυναίκα, ακόμα και με τον θεό Απόλλωνα. Δεν μπόρεσαν όμως να κρυφτούμε από τα διαπεραστικά μάτια Λυγκέα, που τους διέκρινε μέσα στην κουφάλα του δέντρου, πάνω από τις κορυφές του Ταΰγετου. Ο Ίδας και ο Λυγκέας όρμησαν πάνω στους Διόσκουρους. Προτού ακόμα καταφέρουν να βγουν απ’ τον κρυψώνα, ο Ίδας έριξε το κοντάρι του στο δέντρο και πλήγωσε κατάστηθα τον Κάστορα. Ο Πολυδεύκης χίμηξε επάνω τους. Οι Αφαρείδες δεν μπόρεσαν να τα βγάλουν μαζί του και το βάλαν στα πόδια. Ο Πολυδεύκης τους έφτασε κάπου κοντά στον τάφο των γονιών τους. Σκότωσε τον Λυγκέα κι άρχισε να παλεύει, για ζωή ή για θάνατο, με τον Ίδα. Ο μέγιστος Δίας τότε παρενέβη για να σταματήσει την μάχη, ρίχνοντας ένα αστροπελέκι που έκανε στάχτη και τον Ίδα, και το κουφάρι του Λυγκέα.

Ο Πολυδεύκης γύρισε εκεί πού κείτονταν θανάσιμα λαβωμένος ο Κάστορας κι έκλαψε πικρά σαν είδε τον θάνατο να τους χωρίζει. Παρακάλεσε τον πατέρα του τον Δία, να τον αφήσει να πεθάνει μαζί με τον αγαπημένο αδελφό του. Ο Δίας φανερώθηκε τότε στο γιο του και τον έβαλε να διαλέξει: Ή να ζήσει παντοτινά νέος ανάμεσα στους φωτεινούς θεούς του Ολύμπου ή να ζήσει για πάντα με τον αδελφό του τη μια μέρα στο ζοφερό βασίλειο του Άδη, και την άλλη στον Όλυμπο. Ο Πολυδεύκης δεν θέλησε να χωριστεί από τον αδερφό του. Και έτσι μοιράστηκε την τύχη του.

Από τότε, τα δυο αυτά αδέλφια πλανιούνται την μια μέρα στους σκοτεινούς κάμπους του βασιλείου του Άδη και την άλλη, ζούνε μαζί τούς θεούς στα παλάτια του ηγέτη των θεών, Δία.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Οι Λάκωνες Διόσκουροι, τα δύο θρυλικά αδέλφια, λατρεύτηκαν από τους πολλούς Έλληνες ως θεοί. Ο αρχαίος ποιητής Πίνδαρος αναφέρει ότι οι δύο αδελφοί ζούσαν στη Θεράπνη, κάτω από τη γη. Τους είχαν σε περίοπτη θέση όσο αφορά τη λατρεία, όταν βαδίζανε να συναντήσουν τον εχθρό τραγουδούσαν έναν παιάνα προς τιμή των Διόσκουρων. Οι Έλληνες λάτρευσαν τους αδελφούς Διόσκουρους σαν θεούς του φωτός, και τους τίμησαν για τη γενναιοψυχία, την τόλμη, την ευγένεια και την αρετή τους. Έγιναν προστάτες όλων των ανθρώπων, απ’ όλους τούς κινδύνους, ήταν οι σωτήρες τους, ενώ παράλληλα ήταν μαζί και προστάτες των καραβιών και των ναυτικών. Γενικά, η λατρεία των Διόσκουρων κυρίως γινόταν στην Πελοπόννησο, τα Κύθηρα, την Κέρκυρα, την Αθήνα την Μεγάλη Ελλάδα, την Κυρηναϊκή.

Οι λατρεία τους μεταφέρθηκε και στην Ιταλία. Οι Ρωμαίοι τους είχαν για προστάτες του στρατού, τα δύο αδέλφια, τους προστάτευαν κατά την διάρκεια των μαχών, ενώ είχε κτισθεί και ναός προς τιμήν τους (Tempio dei Dioscuri) στην περιοχή της Ρωμαϊκής Αγοράς, στην Ρώμη, μετά την νίκη των Ρωμαίων στην μάχη της λίμνης Ρηγίλλης κατά των Ετρούσκων, το 498 π.Χ.

Τέλος, το όνομα του αστερισμού των Διδύμων, το έδωσε η παράδοση από τα βάθη της αρχαιότητας, καθώς αυτό δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάποιο αστρονόμο ή συγγραφέα της αρχαιότητας. Για τους αρχαίους Έλληνες (και Ρωμαίους) ήταν οι Διόσκουροι, οι δίδυμοι γιοι του Διός και της Λήδας, που μεταφέρθηκαν στον ουρανό από τον πατέρα τους Δία σε ανταμοιβή της αδελφικής αγάπης που επέδειξαν επί της γης. Είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που έχει θεσπίσει η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Είναι βόρειος αστερισμός του Ζωδιακού Κύκλου, Και συνορεύει με τους αστερισμούς Ηνίοχο, Ταύρο, Ωρίωνα, Μονόκερω, Μικρό Κύνα, Καρκίνο και Λύγκα.

ΕΠΙΜΥΘΙΟ

Ο θρυλικοί Διόσκουροι, Κάστορας και Πολυδεύκης θα συμβολίζουν για πάντα: Την αδελφική αγάπη, την αρετή, τη γενναιοψυχία, την τόλμη, την ευγένεια και την αρετή…

Πώς εξαπλώνονται οι ασθένειες: Τρόποι που οι άνθρωποι προσπάθησαν να εξηγήσουν τις πανδημίες μέσω της ιστορίας

Μερικοί έκαναν αποδιοπομπαίους τράγους τους θεούς ή τους εχθρούς τους. Άλλοι κατηγόρησαν τις πλανητικές ευθυγραμμίσεις. Για πολλούς, όμως, ήταν απλώς «κακός αέρας».

Kαθ ‘όλη τη διάρκεια των χιλιετιών, οι άνθρωποι έχουν καλλιεργήσει μερικές αρκετά παράλογες ιδέες για το πώς εξαπλώθηκαν μολυσματικές ασθένειες όπως η πανούκλα και η χολέρα. Μερικές από αυτές τις έννοιες – όπως η ιδέα ότι η αρχαία πανούκλα του Κυπριανού θα μπορούσε να πιαστεί απλώς κοιτάζοντας το πρόσωπο κάποιου που έχει πληγεί.

Ωστόσο, ακόμη και όταν τα κύματα ασθενειών ξεπλένονταν ξανά και ξανά στα κέντρα του πληθυσμού, χρειάστηκαν αιώνες για την επιστήμη για να κατανοήσει πλήρως τον αόρατο κόσμο των μικροβίων. Μέχρι να συμβεί αυτό, οι άνθρωποι υπό κατοχή, προσπάθησαν να εξηγήσουν το συντριπτικό ποσό θανάτου που είδαν με διαφορετικούς τρόπους. Κάποιοι χρησιμοποίησαν απλές παρατηρήσεις, ενώ άλλοι στράφηκαν σε ένθερμες πεποιθήσεις. Άλλοι είδαν τον κατακλυσμό μέσα από το φακό των μακροχρόνιων προκαταλήψεών τους, ενώ άλλοι επεξεργάστηκαν το μακελειό μέσω δεισιδαιμονιών και παράξενων θεωριών. Εδώ είναι μερικά παραδείγματα:

Θυμωμένοι θεοί

Όταν οι μάζες ανθρώπων άρχισαν ανεξήγητα να πεθαίνουν, πολλές πρώιμες κουλτούρες έψαχναν πρώτα έναν εκδικητικό ή ανελέητο Θεό – ή θεούς. Στην αρχαία ελληνική μυθολογία, η οποία συχνά χρησίμευε ως αλληγορία για τα πραγματικά γεγονότα, ο Όμηρος έγραψε στην Ιλιάδα του θεού Απόλλωνα ότι έβρεξε πληγή στον ελληνικό στρατό με τα βέλη του κατά τον Τρωικό πόλεμο, σκοτώνοντας πρώτα ζώα και μετά στρατιώτες.

Τα βέλη του Απόλλωνα ήρθαν να συμβολίσουν ασθένειες και θάνατο. Αλλά μετά, εκτοξεύοντας διατρητικά κοντάρια στους ίδιους τους άντρες, τους έκοβε αγεληδόν – και οι πυρκαγιές έκαιγαν, Νύχτα και μέρα, χωρίς τέλος. Εννέα μέρες τα βέλη του θεού πέρασαν από το στρατό. -Ιλιάδα του Ομήρου

Από την πλευρά της, η Βίβλος αναφέρει πολλές αναφορές στην πληγή ως οργή της θεότητας:

«Διότι αυτή τη στιγμή θα στείλω όλες τις πληγές μου πάνω στην καρδιά σου, και στους υπηρέτες τους, και στους ανθρώπους αυτούς. για να ξέρεις ότι δεν υπάρχει κανένας σαν εμένα σε όλη τη γη.” (Έξοδος 9:14)

“… Η οργή του Κυρίου άναψε εναντίον του λαού και ο Κύριος πλήττει τους ανθρώπους με μια πολύ μεγάλη πληγή.» (Αριθμοί 11:33)

Αλίμονο σε εμάς! Ποιος θα μας ελευθερώσει από τα χέρια αυτών των ισχυρών Θεών; Αυτοί είναι οι θεοί που χτύπησαν τους Αιγυπτίους με όλες τις πληγές στην έρημο. “(1 Σαμουήλ 4: 8)

Αστρολογικές κινήσεις και… κακός αέρας

Καθ ‘όλη τη διάρκεια των αιώνων, η πανούκλα έφτασε μετά από καταστροφικά κύματα, με πολλές μορφές – από το βουβονικό (το οποίο επηρεάζει το λεμφικό σύστημα) έως το πνευμονικό (το οποίο προσβάλλει τους πνεύμονες) έως το σηπτικό (το οποίο διεισδύει στην κυκλοφορία του αίματος). Ίσως το πιο μολυσματικό περιστατικό ήρθε στα μέσα του 1300 με τον Μαύρο Θάνατο, ο οποίος έπεσε πάνω από 20 εκατομμύρια άτομα σε όλη την Ευρώπη. Ενώ πιστεύεται σε μεγάλο βαθμό ότι οι ψύλλοι που μεταφέρουν βακτήρια ήταν ο κύριος ένοχος, οι «ειδικοί» εκείνη την εποχή βρήκαν άλλες εξηγήσεις – ειδικά στην αστρολογία και σε γενικά διαμορφωμένες ιδέες για «επιβλαβείς ατμούς» ως έδαφος αναπαραγωγής.

Το 1348, για παράδειγμα, ο Βασιλιάς Φίλιππος VI της Γαλλίας ζήτησε από τα μεγαλύτερα ιατρικά μυαλά του Πανεπιστημίου του Παρισιού να του αναφέρουν τις αιτίες της πανώλης. Σε ένα λεπτομερές έγγραφο που υποβλήθηκε στο στέμμα, κατηγόρησαν «τη διαμόρφωση των ουρανών». Συγκεκριμένα, έγραψαν ότι, το 1345, «μια ώρα μετά το μεσημέρι στις 20 Μαρτίου, υπήρχε μια μεγάλη σύζευξη τριών πλανητών [Κρόνος, Άρης και Δίας] στον Υδροχόο». Προσθέτοντας σε αυτό, σημείωσαν, μια σεληνιακή έκλειψη συνέβη περίπου την ίδια ώρα.

Αναφέροντας αρχαίους φιλόσοφους, όπως τον Albertus Magnus και τον Αριστοτέλη, οι παρισινοί γιατροί συνέχισαν να συνδέουν τις κουκίδες μεταξύ των πλανητών και του λοιμού: “Μα τον Δία, όντας υγρό και θερμό, τραβάει ατμούς από την γη και τον Άρη γιατί είναι αρκετά ζεστό και ξηρό, στη συνέχεια αναφλέγει τους ατμούς και ως αποτέλεσμα υπήρξαν αστραπές, σπινθήρες, επιβλαβείς ατμοί και πυρκαγιές σε όλο τον αέρα. “

Οι χερσαίοι άνεμοι, συνέχιζαν, διέδωσαν ευρέως τους επιβλαβείς αγέρηδες, χτυπώντας «τη δύναμη ζωής» όποιου τους έβαζε στους πνεύμονές του: «Αυτός ο κατεστραμμένος αέρας, όταν εισπνέεται, διεισδύει αναγκαστικά στην καρδιά και καταστρέφει την ουσία του πνεύματος εκεί και σαπίζει την περιβάλλουσα υγρασία, και έτσι η θερμότητα που προκαλείται καταστρέφει τη δύναμη ζωής και αυτή είναι η άμεση αιτία της παρούσας επιδημίας».

Λίγους αιώνες αργότερα, σε αυτούς τους επιβλαβείς ατμούς δόθηκε μια άλλη ετικέτα: «miasma». Αν μύριζε άσχημα, λογικά οι άνθρωποι, πρέπει να φέρουν την ασθένεια. Αυτό εξηγεί γιατί, κατά τη διάρκεια της πανούκλας του 1665, ορισμένοι γιατροί φορούσαν μάσκες σε σχήμα ράμφους γεμάτες με γλυκειάς μυρωδιάς λουλούδια – για να προστατευθούν από μόλυνση.

Και δεν πειράζει που ο θεατρικός συγγραφέας και ποιητής William Shakespeare, όπως και άλλοι Λονδρέζοι των αρχών του 1600, πλένονταν σπάνια και ζούσαν ανάμεσα σε αρουραίους, βρωμιά, ψύλλους και υδρορροές. Και αυτός, πίστευε ότι η πανούκλα ήταν ένα ατμοσφαιρικό πράγμα. Και παίρνοντας ακόμη περισσότερο την ουράνια εξήγηση, έγραψε ότι η ελονοσία, μια ξεχωριστή επιδημία που προκαλείται από τα κουνούπια κατά μήκος του ποταμού Τάμεση, προκλήθηκε από τον ήλιο που βγάζει «ατμούς» του βάλτου.

«Όλες οι μολύνσεις που απορροφά ο ήλιος
Από έλη, φράχτες, διαμερίσματα, στην πτώση του Prosper και φτιάξτε τον
Λίγο-λίγο μια ασθένεια
!» -Το «Tempest» του Σαίξπηρ

Θεωρίες συνωμοσίας και απέλπιδες προσπάθειες

Οι πανδημίες έχουν γεννήσει εδώ και καιρό προκαταλήψεις και δυσπιστία, και τροφοδότησαν μακροχρόνιες προκαταλήψεις, καθώς οι τραυματισμένες κοινότητες φάνηκαν να κατηγορούν τους άλλους ως ακάθαρτους ή κακόβουλους διανομείς ασθενειών.

Σε όλη τη μεσαιωνική Ευρώπη, η πανούκλα έγινε δικαιολογία για τον αποδιοπομπαίο τράγο και τη σφαγή των Εβραίων. Μεσαιωνικοί χριστιανοί όχλοι επιτέθηκαν σε γκέτο με εβραίους σχεδόν σε κάθε κύμα της νόσου, ισχυριζόμενοι ότι οι Εβραίοι πολίτες δηλητηρίασαν πηγάδια και συνωμότησαν με δαίμονες για να διαδώσουν την ασθένεια. Σε ένα πογκρόμ, 2.000 Εβραίοι κάηκαν ζωντανοί στην πόλη του Στρασβούργου στις 14 Φεβρουαρίου 1349.

Εν τω μεταξύ, τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, η χολέρα που σάρωνε σε όλη την Ευρώπη έγινε το αντικείμενο άγριων ταξικών θεωριών συνωμοσίας, καθώς οι φτωχοί και οι περιθωριοποιημένοι άνθρωποι κατηγόρησαν την κυρίαρχη ελίτ ότι εργάζονταν αδίστακτα για να εξοντώσουν τις τάξεις τους εξαπλώνοντας την ασθένεια και δηλητηριάζοντας τους σκόπιμα. Από τη Ρωσία έως την Ιταλία στο Ηνωμένο Βασίλειο, ακολούθησαν πολλές ταραχές, με μέλη της αστυνομίας, της κυβέρνησης και των ιατρικών ιδρυμάτων να δολοφονούνται και να καταστρέφονται τα νοσοκομεία και τα δημαρχεία.

Ελλείψει επιστημονικής βεβαιότητας, οι πανδημίες έχουν συχνά εμπνεύσει τους ανθρώπους να κατανοήσουν τις απαντήσεις με βάση ό, τι παρατηρούν αμέσως γύρω τους. Με τη ρωσική γρίπη του 1889, οι παράξενες θεωρίες εξελίχθηκαν γρήγορα σε ευρέως διαδεδομένες φήμες. Μία εφημερίδα, The New York Herald, εικάζει ότι η γρίπη μπορούσε να ταξιδέψει με καλώδια τηλεγράφου, αφού ένας μεγάλος αριθμός χειριστών τηλεγραφίας φάνηκε να προσβάλλεται από την ασθένεια. Άλλοι υπέθεσαν ότι η γρίπη μπορεί να έφτασε σε επιστολές από την Ευρώπη, καθώς οι αερομεταφορείς είχαν αρχίσει να αρρωσταίνουν. Στο Ντιτρόιτ, όταν οι ταμίες των τραπεζών άρχισαν να αρρωσταίνουν, κάποιοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το κατάλαβαν από το χειρισμό χαρτονομισμάτων. Άλλοι φημολογούμενοι ένοχοι περιελάμβαναν σκόνη, γραμματόσημα και βιβλία βιβλιοθηκών.

Τελικά, η επιστήμη άρχισε να βλέπει το αόρατο και να εξηγεί γιατί οι άνθρωποι πέθαναν κατά χιλιάδες. Φυσικά, υπήρχαν κάποια προβλήματα που σχετίζονται με την πανούκλα που θα απαιτούσαν πάντα μεγαλύτερη ισχύ. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, πιστεύεται ότι το φτέρνισμα όχι μόνο διέδωσε τον Μαύρο Θάνατο, αλλά ήταν η αιτία ένα άτομο να εκδιώξει την ψυχή του. Και γι’ αυτό μετά το φτάρνισμα λέμε: “Ο Θεός να σε ευλογεί!”

Nietzsche: Αγών είναι η Ομορφιά της Ζωής

Φρίντριχ Νίτσε: 1844-1900

Ο ΑΓΩΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ: να ερωτεύεσαι το πεπρωμένο σου

§1

Στα έργα του ο Νίτσε δεν φείδεται να χρησιμοποιεί φράσεις και εκφράσεις, ιστορικά καταξιωμένες και ως εκ τούτου ικανές να απελευθερώνουν νοήματα της σκέψης του με ακατάλυτη ισχύ. Μια απ’ αυτές είναι και η φράση: amor fati. Tην έχει δανειστεί από τον ρωμαϊκό στωικισμό και κυριολεκτικά σημαίνει: έρως/αγάπη του πεπρωμένου/της μοίρας. Με τούτη τη φράση καταφάσκει το άνοιγμα στη ζωή: τουτέστι θέλει να δηλώσει τη συναίνεση, το μεγάλο ναι, ως γενική στάση έναντι της πραγματικότητας. Ουσιαστικά ενεργοποιεί τη δυνατότητα να εκφράσει μια συναισθηματική και όχι γνωσιολογική σχέση με το πεπρωμένο, με τη μοίρα. Κατ’ αυτήν τη σχέση δεν πρόκειται για παραίτηση σε ό,τι μας επιτάσσει το πεπρωμένο, για παθητική υποταγή στην αναπόφευκτη μοίρα αλλά για τη χαρούμενη αποδοχή της· μια αποδοχή, που μας επιτρέπει να βιώνουμε την αναγκαιότητα ως μια μορφή της ομορφιάς. Γράφει σχετικά:

«Σήμερα ο καθένας επιτρέπει στον εαυτό του να εκφράζει την επιθυμία του και την πιο προσφιλή του σκέψη· γι’ αυτό κι εγώ θα πω τι επιθυμώ από τον εαυτό μου σήμερα και ποια πρώτη σκέψη πέρασε από την καρδιά μου αυτό τον χρόνο ‒ ποια σκέψη πρέπει να γίνει για μένα βάση, εγγύηση και γλυκύτητα της ζωής μου από δω και πέρα! Θέλω να μαθαίνω όλο και περισσότερο να βλέπω ως ωραίο αυτό που είναι αναγκαίο στα πράγματα ‒ έτσι θα γίνω ένας από κείνους που κάνουν ωραία τα πράγματα. Amor fati: ας είναι αυτή η αγάπη μου από δω και πέρα! Δεν θέλω να κηρύξω πόλεμο εναντίον αυτού που είναι άσχημο. Δεν θέλω να κατηγορώ· δεν θέλω να κατηγορώ ούτε εκείνους που κατηγορούν. Να στρέφω αλλού το βλέμμα μου: αυτή ας είναι η μόνη μου άρνηση! Και, με δυο λόγια: θέλω να γίνω από μια στιγμή και μετά ένας άνθρωπος που λέει μόνο Ναι!» (Η χαρούμενη επιστήμη, § 276).

§2

Amor fati: το να αγαπάμε το πεπρωμένο μας σημαίνει, για τον Νίτσε, να προσηλώνουμε το βλέμμα μας στη ρεαλιστική πραγματικότητα και μόνο σ’ αυτή· να μην αρνούμαστε, δηλ. να μην φοβόμαστε να αναμετρηθούμε με αυτό «που μας βρίσκει, μας συντυχαίνει και μας αλλάζει» (Heidegger) αλλά να το αντιμετωπίζουμε με ενεργητική βούληση και με έναν τέτοιο δυναμισμό, ώστε να εκμηδενίζουμε τη δυσθυμία, την πλήξη, τη θλίψη, την απελπισία, την απόγνωση και κάθε φυγή ή πτήση προς ένα ιδεαλιστικό επέκεινα. Άμα εισχωρήσει στη ζωή μας ένα τέτοιο επέκεινα ως παραμυθία από την τραγικότητα του υπαρκτικού μας Είναι, παραλύει τη βούλησή μας για κατάφαση της ζωής και καλλιεργεί μια ροπή να αρνούμαστε αυτή την κατάφαση, υπό τη μορφή καταδίκης των οδυνηρών και τραγικών πτυχών της ζωής. Τέτοιες πτυχές, που είναι σύμφυτες με την ενεργό πραγματικότητά μας, δεν τις καταδικάζουμε αρνούμενοι αυτή την πραγματικότητα, αλλά τις αντιπαλεύουμε, τις πολεμάμε. Η αγάπη, επομένως, του πεπρωμένου μας υποδηλώνει την αγάπη του πολέμου στη ζωή υπέρ της ζωής. Να γιατί ο Νίτσε ανήγαγε σε εμβληματική αρχή και μορφή της σκέψης του την ηρακλείτεια ρήση: «πόλεμος πατήρ πάντων». Η μόνη άρνηση, ως εκ τούτου, απέναντι στην κατάφαση της ζωής είναι η άρνηση του ιδεαλισμού, που ως επέκεινα μας κραδαίνει διαρκώς τον κίνδυνο της ήττας μας κατά την αναμέτρησή μας με τις οδυνηρές και τραγικές πλευρές της ζωής.

§3

Με την αγάπη της μοίρας, του πεπρωμένου, φαίνεται πως ο Νίτσε αναγνωρίζει την αναγκαιότητα των πραγμάτων, της πραγματικότητας, και μάλιστα την αναγνωρίζει ως το ωραίο. Αυτή η αναγκαιότητα του δημιουργεί την επιθυμία να μαθαίνει όλο και περισσότερο να βλέπει τα πράγματα στην κατ’ αναγκαιότητα ομορφιά τους και να είναι έτσι εκείνος που τα ομορφαίνει και ομορφαίνει και ο ίδιος. Η αγάπη της μοίρας δεν πρέπει να εκλαμβάνεται πλέον ως υπαγωγή της ζωτικής μας δραστηριότητας στο τυχαίο, ως παθητική αποδοχή αυτού που μας συμβαίνει ή ως άνευ όρων παράδοση σε αυτό που δεν ελέγχουμε, αλλά ως αυτή τούτη η αγάπη που μας εμπνέει, ως η αγάπη της ζωής μας ή ως η αγάπη στη ζωή μας. Όπως λέει ο Νίτσε και στο πιο πάνω απόσπασμα (§1) δεν επιθυμεί να ασχοληθεί με το άσχημο, να το καταπολεμήσει, να κατηγορήσει κ.λπ., γενικώς να ακολουθήσει μια ατέρμονη γραμμή εμπλοκής του στο άσχημο, ήτοι, να αναλώσει τη ζωτική του δραστηριότητα σε ό,τι ποδοπατάει την ομορφιά της ζωής, αλλά να κρατήσει το βλέμμα του μακριά από την ασχήμια και να καταστήσει τον εαυτό του δύναμη αποκλειστικά κατάφασης της ομορφιάς της ζωής. Κατ’ αυτό τον τρόπο κατορθώνει, με πολλή προσοχή και ακρίβεια, να συνδυάσει την ελευθερία του ανθρώπου με την αναγκαιότητα του πεπρωμένου του. Όσο μαθαίνει να βλέπει την αναγκαιότητα των πραγμάτων ως το ωραίο, τόσο πιο πολύ επιθυμεί να αγαπά τη μοίρα του. Και η ελευθερία του; Σε τι έγκειται; Έγκειται στο να βλέπει, να μαθαίνει, να επιθυμεί, να αποφασίζει, να ομορφαίνει και να αγαπά τα πάντα στη ζωή, να αναγνωρίζει την αναγκαιότητά τους και να ενεργεί κινητοποιώντας όλες τις εσωτερικές του δυνάμεις υπό ένα εύρυθμο συνδυασμό ενστίκτων, αισθημάτων, λογισμού και υποσυνείδητου. Για μια τέτοια κινητοποίηση χρειάζεται να αίρεται κανείς πάνω από τις καθημερινές αντιλήψεις που διχοτομούν, θραύουν, συντρίβουν, κατακομματιάζουν την ενότητα αναγκαιότητας και ελευθερίας.

§4

Το Amor fati αποτελεί για τον Νίτσε ένα από τα καθοριστικά θέματα της σκέψης του. Το να αγαπάει κανείς το πεπρωμένο σημαίνει, γι’ αυτόν τον γεμάτο φως φιλόσοφο, να αγαπάει την αισθητή πραγματικότητα, τον αισθητό κόσμο, όπου ζει, και να εναντιώνεται στην καταδίκη αυτού του κόσμου, στην οποία προχωρεί, με τον δικό του τρόπο, ο μεταφυσικός/θεολογικός ιδεαλισμός, με το να τοποθετεί την ευτυχία του ανθρώπου σε έναν υπεραισθητό, αμετάβλητο κόσμο. Η εν λόγω στάση της καταδίκης της αισθητής πραγματικότητας ανάγει τις ρίζες της στη μνησικακία και στην επιθυμία για εκδίκηση προς τη ζωή. Αυτή τη στάση την εντοπίζει ο Νίτσε στην κλασική μεταφυσική, που έχει για χαρακτηριστικό της έμβλημα ή σήμα την ερμηνευτική δημιουργία του κόσμου του Είναι ‒π.χ. την ερμηνευτική πράξη της δημιουργίας του κόσμου από τον θεό‒ δηλ. ενός κόσμου αμετάβλητου, αιώνια ίδιου με τον εαυτό του. Πρόκειται για τον κόσμο, που κατά τη θεολογική μεταφυσική δεν γνωρίζει το γίγνεσθαι, τη γένεση και τη φθορά και στέκεται πάνω και πέρα από τις αντιφάσεις της ζωής, οι οποίες συνιστούν πηγή ανυπόφορων πόνων. Η ελευθερία του ανθρώπου όμως, όπως τονίζει με έμφαση ο Νίτσε, δεν ενδημεί σε μια τέτοια φυγή από την πραγματικότητα αλλά στα ελεύθερα πνεύματα, που πρωτίστως είναι σωματικά όντα με τις ρίζες τους μέσα στην κοινωνία και την ιστορία. Υπό την οπτική της εντιμότητας, της μη-δολιότητας και του θάρρους αυτών των όντων, δηλ. υπό την οπτική της ικανότητας ημών των ανθρώπων να σκεπτόμαστε την πραγματικότητα στο σύνολό της και της ικανότητάς μας να αντιμετωπίζουμε μέσα σε τούτη καθετί συνταρακτικό, τρομερό, το amor fati ταυτίζεται για τον Νίτσε με μια από τις διαστάσεις του Διονυσιακού και γίνεται το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπινου μεγαλείου:

«Ο κανόνας μου για το μεγαλείο του ανθρώπου είναι amor fati: να μη θέλει κανείς τίποτε άλλο, μπροστά τίποτε, πίσω τίποτε, στους αιώνες των αιώνων τίποτε. Το αναγκαίο [=το κατ’ αναγκαιότητα] όχι μόνο να το υποφέρεις, πολύ λιγότερο να το αποκρύβεις ‒ολόκληρος ο ιδεαλισμός δεν είναι παρά ψευδολογία, παραπλάνηση, ως προς το αναγκαίο‒ αλλά να το αγαπάς» (Ecce homo, Warum ich so klug bin §10, KSA6, σ. 297).

§5

Το ερώτημα, στη συνάφεια τούτη, επανέρχεται και πάλι στην έννοια του πεπρωμένου. Ο Νίτσε χρησιμοποιεί για τούτη την έννοια τη λατινική λέξη Fatum και όχι τη γερμανική Schicksal, γιατί η εν λόγω λατινική λέξη δεν σημαίνει μόνο μοίρα, πεπρωμένο αλλά και θάνατο. Όλοι οι άνθρωποι, ως ιστορικο-κοινωνικά όντα, φέρουν μέσα τους αυτό το Fatum ως την αναγκαία οριοθέτηση της ζωής τους, ως τον βιολογικό τους περιορισμό. Το amor fati, συνακόλουθα, υποδηλώνει πως η μοίρα του ανθρώπου περιλαμβάνει τέτοιους παράγοντες, όπως γέννηση, διάρκεια ζωής, θνητότητα ‒που περικλείει χρονικότητα και σωματικότητα‒ θάνατο, διάφορες άλλες περιστάσεις, τόσο σε επίπεδο φυσικού κόσμου, όσο και σε εκείνο του ιστορικού και κοινωνικού κόσμου. Εδώ εντάσσεται και η καλή όπως και η κακή τύχη, η καλοτυχία και κακοτυχία. Στο βαθμό που συνειδητοποιούμε αυτό το πολύπλοκο πλέγμα των ως άνω παραγόντων ζωής και το ερμηνεύουμε, δηλ. το εσωτερικεύουμε, στην αλήθεια του, συνάπτουμε τη μοίρα μας με την ελευθερία και με τον Αγώνα για την ελευθερία, πέρα από κάθε πτήση έξω από την αισθητή πραγματικότητα. Ο Νίτσε, κατ’ αυτό τον τρόπο, επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στο θάνατο, αποδοκιμάζοντας όλες τις θεϊστικές πεποιθήσεις και τις σκιές, που αφήνουν να απλώνονται πάνω στον κόσμο και οι οποίες θέλουν να μας κάνουν να πιστεύουμε ότι ο κόσμος είναι ρυθμισμένος και αρμονικός έξω από τη βούληση του ανθρώπου. Το amor fati αποβλέπει στην απομάκρυνση όλων αυτών των σκιών και κατ’ επέκταση δείχνει πως ένας κόσμος του Αγώνος για ζωή, που περιλαμβάνει και την περίσταση του θανάτου αλλά πάντοτε στηρίζεται στη βούληση του ανθρώπου για δύναμη είναι ένας όμορφος κόσμος. Είναι όμορφος, γιατί η εν λόγω βούληση για δύναμη, όταν κατανοείται σωστά από τους ίδιους τους ανθρώπους, επιτρέπει να βρίσκονται στο προσκήνιο ως ενεργά όντα οι δυνατοί, όπως λέει ο Νίτσε, δυνατοί δηλ. τόσο από τη σκοπιά της πνευματικότητας, όπως π.χ. ήταν και ο ίδιος ο φιλόσοφος, όσο και από εκείνη της εξωτερικότητας, δηλ. της μη καθυπόταξης των πραγματικά ικανών-των άξιων ανθρώπων, των υπέρ-ανθρώπων, στην εξουσία του συρφετού των ανίκανων, των αδύναμων και ανάξιων, οι οποίοι κρύβονται συνήθως πίσω από ιδεολογίες και ποικίλα άλλα προσωπεία πολιτικής, κομματικής, πολιτισμικής, αξιωματικής ή και «επιστημονικής» υφής:

«Όλα τα προβλήματα της πολιτικής, της κοινωνικής τάξης, της αγωγής είναι ως τα βάθη της ουσίας τους παραχαραγμένα, κατά τρόπο που ο κόσμος να εκλάβει για μεγάλους τους πιο ολέθριους ανθρώπους …Αυτοί είναι για μένα τα απορρίμματα της ανθρωπότητας, τα εκτρώματα της αρρώστιας και των εκδικητικών ενστίκτων: είναι οι ανίατοι στην ουσία απ-άνθρωποι, που παίρνουν εκδίκηση από τη ζωή» (Ecce homo, Warum ich so klug bin §10, KSA6, σ. 296).

ΠΛΑΤΩΝ: Συμπόσιον (180c-182a)

[180c] Φαῖδρον μὲν τοιοῦτόν τινα λόγον ἔφη εἰπεῖν, μετὰ δὲ Φαῖδρον ἄλλους τινὰς εἶναι ὧν οὐ πάνυ διεμνημόνευε· οὓς παρεὶς τὸν Παυσανίου λόγον διηγεῖτο. εἰπεῖν δ᾽ αὐτὸν ὅτι Οὐ καλῶς μοι δοκεῖ, ὦ Φαῖδρε, προβεβλῆσθαι ἡμῖν ὁ λόγος, τὸ ἁπλῶς οὕτως παρηγγέλθαι ἐγκωμιάζειν Ἔρωτα. εἰ μὲν γὰρ εἷς ἦν ὁ Ἔρως, καλῶς ἂν εἶχε, νῦν δὲ οὐ γάρ ἐστιν εἷς· μὴ ὄντος δὲ ἑνὸς ὀρθότερόν ἐστι πρότερον [180d] προρρηθῆναι ὁποῖον δεῖ ἐπαινεῖν. ἐγὼ οὖν πειράσομαι τοῦτο ἐπανορθώσασθαι, πρῶτον μὲν Ἔρωτα φράσαι ὃν δεῖ ἐπαινεῖν, ἔπειτα ἐπαινέσαι ἀξίως τοῦ θεοῦ. πάντες γὰρ ἴσμεν ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνευ Ἔρωτος Ἀφροδίτη. μιᾶς μὲν οὖν οὔσης εἷς ἂν ἦν Ἔρως· ἐπεὶ δὲ δὴ δύο ἐστόν, δύο ἀνάγκη καὶ Ἔρωτε εἶναι. πῶς δ᾽ οὐ δύο τὼ θεά; ἡ μέν γέ που πρεσβυτέρα καὶ ἀμήτωρ Οὐρανοῦ θυγάτηρ, ἣν δὴ καὶ Οὐρανίαν ἐπονομάζομεν· ἡ δὲ νεωτέρα Διὸς καὶ Διώνης, [180e] ἣν δὴ Πάνδημον καλοῦμεν. ἀναγκαῖον δὴ καὶ Ἔρωτα τὸν μὲν τῇ ἑτέρᾳ συνεργὸν Πάνδημον ὀρθῶς καλεῖσθαι, τὸν δὲ Οὐράνιον. ἐπαινεῖν μὲν οὖν δεῖ πάντας θεούς, ἃ δ᾽ οὖν ἑκάτερος εἴληχε πειρατέον εἰπεῖν. πᾶσα γὰρ πρᾶξις ὧδ᾽ ἔχει· αὐτὴ ἐφ᾽ ἑαυτῆς πραττομένη οὔτε καλὴ οὔτε αἰσχρά. [181a] οἷον ὃ νῦν ἡμεῖς ποιοῦμεν, ἢ πίνειν ἢ ᾄδειν ἢ διαλέγεσθαι, οὐκ ἔστι τούτων αὐτὸ καλὸν οὐδέν, ἀλλ᾽ ἐν τῇ πράξει, ὡς ἂν πραχθῇ, τοιοῦτον ἀπέβη· καλῶς μὲν γὰρ πραττόμενον καὶ ὀρθῶς καλὸν γίγνεται, μὴ ὀρθῶς δὲ αἰσχρόν. οὕτω δὴ καὶ τὸ ἐρᾶν καὶ ὁ Ἔρως οὐ πᾶς ἐστι καλὸς οὐδὲ ἄξιος ἐγκωμιάζεσθαι, ἀλλὰ ὁ καλῶς προτρέπων ἐρᾶν.
Ὁ μὲν οὖν τῆς Πανδήμου Ἀφροδίτης ὡς ἀληθῶς [181b] πάνδημός ἐστι καὶ ἐξεργάζεται ὅτι ἂν τύχῃ· καὶ οὗτός ἐστιν ὃν οἱ φαῦλοι τῶν ἀνθρώπων ἐρῶσιν. ἐρῶσι δὲ οἱ τοιοῦτοι πρῶτον μὲν οὐχ ἧττον γυναικῶν ἢ παίδων, ἔπειτα ὧν καὶ ἐρῶσι τῶν σωμάτων μᾶλλον ἢ τῶν ψυχῶν, ἔπειτα ὡς ἂν δύνωνται ἀνοητοτάτων, πρὸς τὸ διαπράξασθαι μόνον βλέποντες, ἀμελοῦντες δὲ τοῦ καλῶς ἢ μή· ὅθεν δὴ συμβαίνει αὐτοῖς ὅτι ἂν τύχωσι τοῦτο πράττειν, ὁμοίως μὲν ἀγαθόν, ὁμοίως δὲ τοὐναντίον. ἔστι γὰρ καὶ ἀπὸ τῆς θεοῦ νεωτέρας [181c] τε οὔσης πολὺ ἢ τῆς ἑτέρας, καὶ μετεχούσης ἐν τῇ γενέσει καὶ θήλεος καὶ ἄρρενος. ὁ δὲ τῆς Οὐρανίας πρῶτον μὲν οὐ μετεχούσης θήλεος ἀλλ᾽ ἄρρενος μόνον —καὶ ἔστιν οὗτος ὁ τῶν παίδων ἔρως— ἔπειτα πρεσβυτέρας, ὕβρεως ἀμοίρου· ὅθεν δὴ ἐπὶ τὸ ἄρρεν τρέπονται οἱ ἐκ τούτου τοῦ ἔρωτος ἔπιπνοι, τὸ φύσει ἐρρωμενέστερον καὶ νοῦν μᾶλλον ἔχον ἀγαπῶντες. καί τις ἂν γνοίη καὶ ἐν αὐτῇ τῇ παιδεραστίᾳ τοὺς εἰλικρινῶς [181d] ὑπὸ τούτου τοῦ ἔρωτος ὡρμημένους· οὐ γὰρ ἐρῶσι παίδων, ἀλλ᾽ ἐπειδὰν ἤδη ἄρχωνται νοῦν ἴσχειν, τοῦτο δὲ πλησιάζει τῷ γενειάσκειν. παρεσκευασμένοι γὰρ οἶμαί εἰσιν οἱ ἐντεῦθεν ἀρχόμενοι ἐρᾶν ὡς τὸν βίον ἅπαντα συνεσόμενοι καὶ κοινῇ συμβιωσόμενοι, ἀλλ᾽ οὐκ ἐξαπατήσαντες, ἐν ἀφροσύνῃ λαβόντες ὡς νέον, καταγελάσαντες οἰχήσεσθαι ἐπ᾽ ἄλλον ἀποτρέχοντες. χρῆν δὲ καὶ νόμον εἶναι μὴ ἐρᾶν [181e] παίδων, ἵνα μὴ εἰς ἄδηλον πολλὴ σπουδὴ ἀνηλίσκετο· τὸ γὰρ τῶν παίδων τέλος ἄδηλον οἷ τελευτᾷ κακίας καὶ ἀρετῆς ψυχῆς τε πέρι καὶ σώματος. οἱ μὲν οὖν ἀγαθοὶ τὸν νόμον τοῦτον αὐτοὶ αὑτοῖς ἑκόντες τίθενται, χρῆν δὲ καὶ τούτους τοὺς πανδήμους ἐραστὰς προσαναγκάζειν τὸ τοιοῦτον, ὥσπερ καὶ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν προσαναγκάζομεν αὐτοὺς καθ᾽ [182a] ὅσον δυνάμεθα μὴ ἐρᾶν. οὗτοι γάρ εἰσιν οἱ καὶ τὸ ὄνειδος πεποιηκότες, ὥστε τινὰς τολμᾶν λέγειν ὡς αἰσχρὸν χαρίζεσθαι ἐρασταῖς· λέγουσι δὲ εἰς τούτους ἀποβλέποντες, ὁρῶντες αὐτῶν τὴν ἀκαιρίαν καὶ ἀδικίαν, ἐπεὶ οὐ δήπου κοσμίως γε καὶ νομίμως ὁτιοῦν ‹πρᾶγμα› πραττόμενον ψόγον ἂν δικαίως φέροι.

***
Λόγος του Παυσανία
2. ΕΡΩΤΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ ΤΟΥ ΠΑΥΣΑΝΙΑ
[180c] ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Λοιπόν, συνεχίζοντας την αφήγησή του ο Αριστόδημος μου είπε ότι τέτοια περίπου ήταν η ομιλία του Φαίδρου· κι ύστερ᾽ από τον Φαίδρο ήταν κάποιοι άλλοι, που δεν τους συγκρατούσε καλά στη μνήμη του· προσπερνώντας τους λοιπόν αφηγήθηκε την ομιλία του Παυσανία. Πως, λοιπόν, είπε αυτός ότι: «Φαίδρε, φρονώ ότι δεν τέθηκε καλά το θέμα της συζήτησής μας, που κληθήκαμε έτσι απλουστευμένα να εγκωμιάσουμε τον Έρωτα. Δηλαδή, αν ο Έρωτας ήταν ένας, κανένα πρόβλημα· τώρα όμως, πώς να το κάνουμε, νά που δεν είναι ένας· κι από τη στιγμή που δεν είναι ένας, το πιο σωστό είναι να προκαθοριστεί από μιας αρχής [180d] ποιόν Έρωτα υποχρεούμαστε να εγκωμιάσουμε. Εγώ λοιπόν θα δοκιμάσω να διορθώσω τα πράματα: πρώτα πρώτα να ονοματίσω τον Έρωτα που υποχρεούμαστε να επαινούμε και κατόπι να πλέξω εγκώμιο αντάξιο αυτού του θεού. Δηλαδή όλοι ξέρουμε πως Αφροδίτη χωρίς Έρωτα δεν υπάρχει· τώρα, αν είχαμε μια Αφροδίτη, θα είχαμε έναν Έρωτα· από τη στιγμή όμως που έχουμε δύο, αναπόφευκτα δύο είναι και οι Έρωτες. Και σε κάθε περίπτωση οι θεές είναι δύο: η μια αρχαιότερη, υποθέτω, και χωρίς μητέρα, η θυγατέρα του Ουρανού, ακριβώς αυτή που την ονομάζουμε Ουρανία· και η άλλη νεότερη, του Δία και της Διώνης, [180e] νά, αυτή που ονομάζουμε Πάνδημο. Λοιπόν είμαστε υποχρεωμένοι, για να μην πέφτουμε σε λάθος, ν᾽ αποκαλούμε τον Έρωτα, τον συνεργό της δεύτερης, Πάνδημο, τον άλλο Ουράνιο. Οπωσδήποτε πρέπει να εκφραζόμαστε επαινετικά για όλους τους θεούς, αλλά ας δοκιμάσουμε να πούμε ποιό πεδίο δράσης πήρε με κλήρο ο καθένας από τους δυο. Γιατί νά πώς χαρακτηρίζεται η κάθε πράξη: καθώς εκδηλώνεται, αυτή καθαυτή, δεν είναι ούτε ωραία ούτε άσκημη· [181a] για παράδειγμα, αυτό που καληώρα κάνουμε, που πίνουμε, που άδουμε, που συζητάμε διαλογικά, κανένα απ᾽ αυτά δεν είναι αυτό καθαυτό ωραίο, αλλά στην εκτέλεσή του, ανάλογα με τον τρόπο που θα πραγματωθεί, αποδεικνύεται ωραίο ή άσκημο· δηλαδή, γίνεται ωραία και σωστά; αποδεικνύεται ωραίο· γίνεται με τον αντίθετο τρόπο; άσκημο. Το ίδιο έχουμε και με την ερωτική σχέση και τον Έρωτα: δεν είναι σ᾽ όλες τις πραγματώσεις του ωραίος κι ούτε άξιος για εγκώμιο, παρά μόνο εκείνος που παρακινεί να συνάπτουμε όμορφες ερωτικές σχέσεις.
Λοιπόν, ο Έρωτας της Πανδήμου Αφροδίτης είναι κυριολεκτικά [181b] πάνδημος και καταπιάνεται μ᾽ ό,τι βρεθεί μπροστά του, κι αυτός είναι ο έρωτας των αγοραίων ανθρώπων. Κι οι τέτοιου είδους άνθρωποι πρώτα πρώτα ερωτεύονται, χωρίς καμιά διάκριση, και γυναίκες και αγόρια· δεύτερο, μάλλον τα σώματα κι όχι τις ψυχές των προσώπων που ποθούν· τρίτον, ερωτεύονται άτομα όσο γίνεται χαμηλότερου πνευματικού επιπέδου, γιατί δεν αποσκοπούν παρά μόνο στο να κάνουν τη δουλειά τους, χωρίς να νοιάζονται αν γίνεται όμορφα ή όχι· αποτέλεσμα: το τί κάνουν εξαρτάται από την τύχη, καλό ή κακό με τις ίδιες πιθανότητες. Γιατί ο έρωτάς τους είναι έργο της θεάς που είναι πολύ νεότερη [181c] από την άλλη, και πήρε, την ώρα που γεννιόταν, κι από το θηλυκό κι από τ᾽ αρσενικό. Αντίθετα, ο έρωτας της Ουρανίας εκπορεύεται από θεά που πρώτα πρώτα δεν πήρε από θηλυκό, αλλά μόνο από αρσενικό — κι έτσι είναι έρωτας προς τ᾽ αγόρια· έπειτα, από θεά αρχαιότερη, ανέγγιχτη από χοντροκοπιά· γι᾽ αυτό όσοι οιστρηλατούνται απ᾽ αυτό τον έρωτα, στρέφονται προς τους αρσενικούς, αγαπώντας το γένος που η φύση το προίκισε με περισσότερη ρώμη και νου. Και θα μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει ακόμη κι ανάμεσα στους παιδεραστές αυτούς [181d] που ελαύνονται πραγματικά απ᾽ αυτό τον έρωτα· γιατί αυτοί δεν ερωτεύονται παιδιά, παρά μόνο στην ηλικία που αυτά αρχίζουν να δείχνουν νοημοσύνη, δηλαδή κάπου εκεί που αρχίζουν να βγάζουν γένι. Γιατί, φρονώ, ότι αυτοί που πρωτοερωτεύονται αγόρια αυτής της ηλικίας, τα ερωτεύονται με την προοπτική να μείνουν δεμένοι μαζί τους και να ζήσουν μια κοινή ζωή, κι όχι να εξαπατήσουν τον νέο, αφού τον κατακτήσουν προτού πήξει το μυαλό του, να γελάσουν εις βάρος του λοιπόν κι ύστερα από δω παν κι άλλοι — και να τρέχουν πίσω από άλλον νεαρό. Και θα ᾽πρεπε να νομοθετηθεί απαγόρευση ερωτικής σχέσης [181e] με παιδιά, για να μην πάει χαμένη τόση φροντίδα για μια σχέση που δεν ξέρουμε ποιά εξέλιξη θα έχει· γιατί κανείς δεν μπορεί να μαντέψει πώς θα εξελιχτεί τελικά ένα παιδί, σε ποιό επίπεδο ψυχικής και σωματικής ανωτερότητας ή κατάντιας θα καταλήξει. Λοιπόν, οι καθώς πρέπει άνθρωποι επιβάλλουν από μόνοι τους στον εαυτό τους χωρίς να δυστροπούν αυτή τη νομική απαγόρευση, έπρεπε όμως ένας τέτοιος νόμος να είχε επιβληθεί μ᾽ εξαναγκασμό σε τούτα τα υποκείμενα, τους πάνδημους εραστές, όπως τους επιβάλλουμε μ᾽ εξαναγκασμό, στο βαθμό που μπορούμε, [182a] να μη σχετίζονται ερωτικά με ελεύθερες γυναίκες. Γιατί ετούτοι είναι που κηλίδωσαν τον έρωτα για τ᾽ αγόρια κι έδωσαν το δικαίωμα σε κάποιους να λένε ότι είναι προστυχιά να δίνονται αυτά στον εραστή τους· βέβαια, αυτοί που λένε αυτά έχουν υπόψη τους ετούτους τους εραστές, βλέποντας τη σκαιότητα και το άδικο φέρσιμό τους, γιατί, πώς να το κάνουμε, πράξη, η οποιαδήποτε, που τελείται με κόσμιο τρόπο και σεβασμό στο νόμο, δε θα επέσυρε δικαιολογημένη μομφή.