οὔ τἂν ἀμισθὶ τοὺς ἐμοὺς στρατηλάτας
410 τοιαῖσδε φήμαις ἐξέπεμπες ἂν χθονός.
ἀτὰρ τὰ σεμνὰ καὶ δοκήμασιν σοφὰ
οὐδέν τι κρείσσω τῶν τὸ μηδὲν ἦν ἄρα.
ὁ γὰρ μέγιστος τῶν Πανελλήνων ἄναξ,
Ἀτρέως φίλος παῖς, τῆσδ᾽ ἔρωτ᾽ ἐξαίρετον
415 μαινάδος ὑπέστη· καὶ πένης μέν εἰμ᾽ ἐγώ,
ἀτὰρ λέχος γε τῆσδ᾽ ἂν οὐκ ἐκτησάμην.
καὶ σοὶ μέν —οὐ γὰρ ἀρτίας ἔχεις φρένας—
Ἀργεῖ᾽ ὀνείδη καὶ Φρυγῶν ἐπαινέσεις
ἀνέμοις φέρεσθαι παραδίδωμ᾽· ἕπου δέ μοι
420 πρὸς ναῦς, καλὸν νύμφευμα τῷ στρατηλάτῃ.
σὺ δ᾽, ἡνίκ᾽ ἄν σε Λαρτίου χρῄζῃ τόκος
ἄγειν, ἕπεσθαι· σώφρονος δ᾽ ἔσῃ λάτρις
γυναικός, ὥς φασ᾽ οἱ μολόντες Ἴλιον.
ΚΑ. ἦ δεινὸς ὁ λάτρις. τί ποτ᾽ ἔχουσι τοὔνομα
425 κήρυκες, ἓν ἀπέχθημα πάγκοινον βροτοῖς,
οἱ περὶ τυράννους καὶ πόλεις ὑπηρέται;
σὺ τὴν ἐμὴν φῂς μητέρ᾽ εἰς Ὀδυσσέως
ἥξειν μέλαθρα; ποῦ δ᾽ Ἀπόλλωνος λόγοι,
οἵ φασιν αὐτὴν εἰς ἔμ᾽ ἡρμηνευμένοι
430 αὐτοῦ θανεῖσθαι; τἄλλα δ᾽ οὐκ ὀνειδιῶ.
δύστηνος, οὐκ οἶδ᾽ οἷά νιν μένει παθεῖν·
ὡς χρυσὸς αὐτῷ τἀμὰ καὶ Φρυγῶν κακὰ
δόξει ποτ᾽ εἶναι. δέκα γὰρ ἐκπλήσας ἔτη
πρὸς τοῖσιν ἐνθάδ᾽, ἵξεται μόνος πάτραν.
435 οὗ δὴ στενὸν δίαυλον ᾤκισται πέτρας
δεινὴ Χάρυβδις, ὠμοβρώς τ᾽ ὀρειβάτης
Κύκλωψ, Λιγυστίς θ᾽ ἡ συῶν μορφώτρια
Κίρκη, θαλάσσης θ᾽ ἁλμυρᾶς ναυάγια,
λωτοῦ τ᾽ ἔρωτες, Ἡλίου θ᾽ ἁγναὶ βόες,
440 αἳ σάρκα φωνήεσσαν ἥσουσίν ποτε,
πικρὰν Ὀδυσσεῖ γῆρυν. ὡς δὲ συντέμω,
ζῶν εἶσ᾽ ἐς Ἅιδου κἀκφυγὼν λίμνης ὕδωρ
κάκ᾽ ἐν δόμοισι μυρί᾽ εὑρήσει μολών.
ἀλλὰ γὰρ τί τοὺς Ὀδυσσέως ἐξακοντίζω πόνους;
445 στεῖχ᾽ ὅπως τάχιστ᾽· ἐς Ἅιδου νυμφίῳ γημώμεθα.
ἦ κακὸς κακῶς ταφήσῃ νυκτός, οὐκ ἐν ἡμέρᾳ,
ὦ δοκῶν σεμνόν τι πράσσειν, Δαναϊδῶν στρατηλάτα.
κἀμέ τοι νεκρὸν φάραγγες γυμνάδ᾽ ἐκβεβλημένην
ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι νυμφίου πέλας τάφου
450 θηρσὶ δώσουσιν δάσασθαι, τὴν Ἀπόλλωνος λάτριν.
ὦ στέφη τοῦ φιλτάτου μοι θεῶν, ἀγάλματ᾽ εὔια,
χαίρετ᾽· ἐκλέλοιφ᾽ ἑορτάς, αἷς πάροιθ᾽ ἠγαλλόμην.
ἴτ᾽ ἀπ᾽ ἐμοῦ χρωτὸς σπαραγμοῖς, ὡς ἔτ᾽ οὖσ᾽ ἁγνὴ χρόα
δῶ θοαῖς αὔραις φέρεσθαί σοι τάδ᾽, ὦ μαντεῖ᾽ ἄναξ.
455 ποῦ σκάφος τὸ τοῦ στρατηγοῦ; ποῖ ποτ᾽ ἐμβαίνειν με χρή;
οὐκέτ᾽ ἂν φθάνοις ἂν αὔραν ἱστίοις καραδοκῶν,
ὡς μίαν τριῶν Ἐρινὺν τῆσδέ μ᾽ ἐξάξων χθονός.
χαῖρέ μοι, μῆτερ, δακρύσῃς μηδέν· ὦ φίλη πατρίς,
οἵ τε γῆς ἔνερθ᾽ ἀδελφοὶ χὠ τεκὼν ἡμᾶς πατήρ,
460 οὐ μακρὰν δέξεσθέ μ᾽· ἥξω δ᾽ ἐς νεκροὺς νικηφόρος
καὶ δόμους πέρσασ᾽ Ἀτρειδῶν, ὧν ἀπωλόμεσθ᾽ ὕπο.
***
ΤΑΛ. Η βακχική σου τρέλα ειν᾽ απ᾽ το Φοίβο·
αλλιώς, ξινό θα σου ᾽βγαινε ό,τι κάνεις,
που από την Τροία κακομελέτητα έτσι
410 ξεπροβοδάς εσύ τους στρατηγούς μας.
Μα κι οι τρανοί, που για σοφούς τούς έχουν,
δεν είναι, ως βλέπω, ανώτεροι απ᾽ τους άλλους.
Έτσι ο τρανός των Πανελλήνων ρήγας,
ο ακριβογιός τ᾽ Ατρέα, νά τί μαινάδα
πήγε να ερωτευτεί· φτωχός εγώ ᾽μαι,
τέτοια γυναίκα δεν την έπαιρνα όμως.
Αργείων ψεγάδια και Φρυγών παινέδια,
μια κι είναι σαλεμένο το μυαλό σου,
τ᾽ αφήνω κι ας τα πάρουνε οι ανέμοι·
έλα μαζί μου τώρα στα καράβια,
420 ωραία νυφούλα για το στρατηγό μας.
Στην Εκάβη.
Εσύ, εντολή όταν δώσει ο Οδυσσέας,
να πας· ως λένε αυτοί που ήρθαν στην Τροία,
μιας φρόνιμης γυναίκας δούλα θα είσαι.
ΚΑΣ. Σπουδαίος, αλήθεια, ο δούλος! Τί τους κράζουν
«κήρυκες» αυτουνούς που υπηρετούνε
τους βασιλιάδες και τις πολιτείες,
σινάφι μισητό σ᾽ όλο τον κόσμο;
Εσύ το λες πως στου Οδυσσέα το σπίτι
η μάνα μου θα πάει; Και πού ειν᾽ τα λόγια
του Απόλλωνα, που δήλωσε σ᾽ εμένα
πως θα πεθάνει εδώ; Μα για τις άλλες
430 ντροπές σωπαίνω. Ο δύστυχος δεν ξέρει
τί θα τραβήξει· τα δικά μου πάθη
και των Φρυγών θα του φανούν χρυσάφι.
Στο σπίτι του θα πάει σε δέκα χρόνια,
χώρια απ᾽ αυτά που ᾽φαγε δω, και μόνος·
τον περιμένει η Χάρυβδη —τρομάρα!—
ανάμεσα στους βράχους, στο διαπόρι,
κι ο Κύκλωπας, βουνίσιος ωμοφάγος,
και μια απ᾽ της Λιγυρίας τα μέρη, η Κίρκη,
που αλλάζει ανθρώπους και τους κάνει χοίρους,
ναυάγια στ᾽ αρμυρό το πέλαο μέσα,
μάγια λωτού, ιερές γελάδες του Ήλιου,
440 που για τον Οδυσσέα πικρή θα βγάλουν
οι σάρκες τους λαλιά. Με λίγα λόγια,
ζωντανός θα κατέβει μες στον Άδη
κι αφού γλιτώσει απ᾽ του πελάου το κύμα,
μύρια κακά στο σπίτι του θα βρει.
Τί πετάω μαντείας σαΐτες για τα πάθη του Οδυσσέα;
Στον Ταλθύβιο.
Έλα βάδιζε· στον Άδη πάω με το γαμπρό να σμίξω.
Νύχτα, αλήθεια, κι όχι μέρα, μαύρη θα γενεί η ταφή σου,
άρχε των Δαναών, που τώρα για σπουδαίο σε δείχνει η τύχη.
Μα νεκρή, γυμνή κι εμένα, τα νερά με ορμή κυλώντας
στις χαράδρες, στου καλού μου πλάι τον τάφο, θα με ρίξουν
450 στα θεριά να με σπαράξουν, την ιέρεια εμέ του Φοίβου.
Ω ταινίες του πιο ακριβού μου θεού, χαρές στην έκστασή μου,
γεια σας· τις γιορτές αφήνω που καμάρι μου είχα πάντα.
Σας τραβάω κι απάνωθέ μου σας πετάω και, του κορμιού μου
την αγνότητα πριν χάσω, στους γοργούς σάς δίνω ανέμους,
να τις φέρουνε σ᾽ εσένα, των χρησμών μεγάλε αφέντη.
Πού θα μπω; Του στρατηγού μας, πέστε, πού είναι το καράβι;
Μην αργείς· μόλις φυσήξει πρίμος στα πανιά σου αέρας,
πάρε με· απ᾽ τη χώρα βγάζεις μια απ᾽ τις τρεις τις Ερινύες.
Μάνα μου, έχε γεια, μη χύσεις δάκρυ· αγαπητή πατρίδα,
κι ω στον κάτω κόσμο αδέρφια, κι ω πατέρα που μ᾽ εγέννας,
460 γρήγορα θα ᾽ρθω κοντά σας, νικηφόρα, αφού το σπίτι
της γενιάς του Ατρέα ρημάξω, που μας έχει αυτή χαλάσει.
ΤΑΛ. Η βακχική σου τρέλα ειν᾽ απ᾽ το Φοίβο·
αλλιώς, ξινό θα σου ᾽βγαινε ό,τι κάνεις,
που από την Τροία κακομελέτητα έτσι
410 ξεπροβοδάς εσύ τους στρατηγούς μας.
Μα κι οι τρανοί, που για σοφούς τούς έχουν,
δεν είναι, ως βλέπω, ανώτεροι απ᾽ τους άλλους.
Έτσι ο τρανός των Πανελλήνων ρήγας,
ο ακριβογιός τ᾽ Ατρέα, νά τί μαινάδα
πήγε να ερωτευτεί· φτωχός εγώ ᾽μαι,
τέτοια γυναίκα δεν την έπαιρνα όμως.
Αργείων ψεγάδια και Φρυγών παινέδια,
μια κι είναι σαλεμένο το μυαλό σου,
τ᾽ αφήνω κι ας τα πάρουνε οι ανέμοι·
έλα μαζί μου τώρα στα καράβια,
420 ωραία νυφούλα για το στρατηγό μας.
Στην Εκάβη.
Εσύ, εντολή όταν δώσει ο Οδυσσέας,
να πας· ως λένε αυτοί που ήρθαν στην Τροία,
μιας φρόνιμης γυναίκας δούλα θα είσαι.
ΚΑΣ. Σπουδαίος, αλήθεια, ο δούλος! Τί τους κράζουν
«κήρυκες» αυτουνούς που υπηρετούνε
τους βασιλιάδες και τις πολιτείες,
σινάφι μισητό σ᾽ όλο τον κόσμο;
Εσύ το λες πως στου Οδυσσέα το σπίτι
η μάνα μου θα πάει; Και πού ειν᾽ τα λόγια
του Απόλλωνα, που δήλωσε σ᾽ εμένα
πως θα πεθάνει εδώ; Μα για τις άλλες
430 ντροπές σωπαίνω. Ο δύστυχος δεν ξέρει
τί θα τραβήξει· τα δικά μου πάθη
και των Φρυγών θα του φανούν χρυσάφι.
Στο σπίτι του θα πάει σε δέκα χρόνια,
χώρια απ᾽ αυτά που ᾽φαγε δω, και μόνος·
τον περιμένει η Χάρυβδη —τρομάρα!—
ανάμεσα στους βράχους, στο διαπόρι,
κι ο Κύκλωπας, βουνίσιος ωμοφάγος,
και μια απ᾽ της Λιγυρίας τα μέρη, η Κίρκη,
που αλλάζει ανθρώπους και τους κάνει χοίρους,
ναυάγια στ᾽ αρμυρό το πέλαο μέσα,
μάγια λωτού, ιερές γελάδες του Ήλιου,
440 που για τον Οδυσσέα πικρή θα βγάλουν
οι σάρκες τους λαλιά. Με λίγα λόγια,
ζωντανός θα κατέβει μες στον Άδη
κι αφού γλιτώσει απ᾽ του πελάου το κύμα,
μύρια κακά στο σπίτι του θα βρει.
Τί πετάω μαντείας σαΐτες για τα πάθη του Οδυσσέα;
Στον Ταλθύβιο.
Έλα βάδιζε· στον Άδη πάω με το γαμπρό να σμίξω.
Νύχτα, αλήθεια, κι όχι μέρα, μαύρη θα γενεί η ταφή σου,
άρχε των Δαναών, που τώρα για σπουδαίο σε δείχνει η τύχη.
Μα νεκρή, γυμνή κι εμένα, τα νερά με ορμή κυλώντας
στις χαράδρες, στου καλού μου πλάι τον τάφο, θα με ρίξουν
450 στα θεριά να με σπαράξουν, την ιέρεια εμέ του Φοίβου.
Ω ταινίες του πιο ακριβού μου θεού, χαρές στην έκστασή μου,
γεια σας· τις γιορτές αφήνω που καμάρι μου είχα πάντα.
Σας τραβάω κι απάνωθέ μου σας πετάω και, του κορμιού μου
την αγνότητα πριν χάσω, στους γοργούς σάς δίνω ανέμους,
να τις φέρουνε σ᾽ εσένα, των χρησμών μεγάλε αφέντη.
Πού θα μπω; Του στρατηγού μας, πέστε, πού είναι το καράβι;
Μην αργείς· μόλις φυσήξει πρίμος στα πανιά σου αέρας,
πάρε με· απ᾽ τη χώρα βγάζεις μια απ᾽ τις τρεις τις Ερινύες.
Μάνα μου, έχε γεια, μη χύσεις δάκρυ· αγαπητή πατρίδα,
κι ω στον κάτω κόσμο αδέρφια, κι ω πατέρα που μ᾽ εγέννας,
460 γρήγορα θα ᾽ρθω κοντά σας, νικηφόρα, αφού το σπίτι
της γενιάς του Ατρέα ρημάξω, που μας έχει αυτή χαλάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου