Μαζάνθρωπος ή Δημιουργός;
§1
Ποιος είναι ο Ορτέγα ι Γκασσέτ; Είναι ο πιο σημαντικός Ισπανός φιλόσοφος και ένας από τους πιο διακεκριμένους της Ευρώπης. Σύγχρονος του Χάιντεγκερ, παρακολουθεί τη σκέψη του και συσχετίζεται μαζί του. Γεννήθηκε στη Μαδρίτη και ανέπτυξε μια σπουδαία σκέψη γύρω από την ουσία της φιλοσοφίας και πιο ειδικά από τη φιλοσοφία της ζωής και του πολιτισμού. Το διερευνητικό του βλέμμα το έχει πάντα προσηλωμένο στο φαινόμενο της ζωής. Τη ζωή όμως δεν την εννοεί ως μια αφηρημένη έννοια ή ως μια πεζή και τετριμμένη πραγματικότητα παρά ως εκείνη την ανεξάντλητη πηγή για την κατανόηση της φύσης, του κόσμου και της κοινωνίας, για την οποία (πηγή) δουλεύουν οι πάντες, ακόμη και η Λογική. Η τελευταία ‒μαζί με την τέχνη, την επιστήμη και κάθε μορφή πνευματικής δημιουργίας‒ πρέπει να λειτουργεί ως ένα αποτελεσματικό διεγερτικό της ζωής:
«Ο λόγος, η έννοια είναι ένα από τα οικιακά σκεύη του ανθρώπου, που τα χρειάζεται και τα χρησιμοποιεί, για να ξεκαθαρίσει την ίδια του τη θέση ανάμεσα στην άπειρη και απίστευτα προβληματική πραγματικότητα, που είναι η ζωή. Η ζωή είναι ένας αγώνας με τα πράγματα, για να κρατηθεί ανάμεσά τους» (Η εξέγερση των μαζών. Εκδ. Δωδώνη, σσ. 167-68).
Είναι χρέος της εποχής μας, λέει ο Ορτέγα, η Λογική να αποτελέσει μέρος της πιο συγκεκριμένης έκφρασης της ζωής και όχι αντίστροφα. Το ίδιο το πνεύμα είναι ένας εφήμερος κυματισμός, που μπορεί και πρέπει να συμβαδίζει με τη ζωτική διάθεση της ανθρώπινης ύπαρξης και να ανταποκρίνεται στην απέραντη πληρότητα της ζωής. Κεντρικός στόχος έτσι των φιλοσοφικών αναζητήσεων του Ορτέγα παραμένει ο άνθρωπος. Στο πλαίσιο αυτό επιχειρεί να ερμηνεύσει και να κατανοήσει τον κόσμο, εμβαθύνοντας στα επιστημονικά δεδομένα της εποχής του και αναπτύσσοντας έναν συνολικό φιλοσοφικό προβληματισμό γύρω από τρία τινά:
1. γύρω από το οντολογικό – μεταφυσικό ερώτημα σχετικά με την προέλευση των όντων·
2. γύρω από το γνωσιολογικό ερώτημα σχετικά με το πώς γνωρίζουμε, τα όντα, τα πράγματα και
3. γύρω από την αξία των όντων, δηλ. γύρω από το αξιολογικό ερώτημα.
§2
Η πλειονότητα των ανθρώπων, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, δεν έχει γνώμη και γι’ αυτό χρειάζεται μετάγγιση απ’ έξω, όπως συμβαίνει με τα λάδια στη μηχανή. Μια τέτοια μετάγγιση δεν είναι τίποτε άλλο από την επικράτηση της υγιούς δημόσιας γνώμης, που μπορεί να βάλει τάξη στο χάος του κόσμου και της κοινωνίας. Η ανυπαρξία μιας τέτοιας γνώμης παραπέμπει στην παρακμή της Ευρώπης, με κυρίαρχο έναν αντίστοιχο τύπο ανθρώπου:
«τον μαζάνθρωπο, που το κύριο χαρακτηριστικό του έγκειται στο ότι διεκδικεί το δικαίωμα να είναι κοινός και αρνείται να δεχτεί οποιαδήποτε αρχή ανώτερη απ’ αυτόν» (ό.π., σ. 170).
Η έννοια του μαζανθρώπου έχει απασχολήσει τη φιλοσοφική σκέψη από τις πρώτες ακόμη εκ-δηλώσεις της, στο πλαίσιο της μακραίωνης ιστορικής της εξέλιξης. Ο Ηράκλειτος, για παράδειγμα, με πολλή ευστοχία μίλησε για τη μεγάλη μάζα των κοινών θνητών, που δεν καταλαβαίνουν τον καθολικό Λόγο και δεν έχουν συνείδηση του τι λέγουν και του τι πράττουν. Συμπεριφέρονται ως καθεύδοντες και μισούν θανάσιμα τους άριστους. Η έννοια του άριστου στον Ηράκλειτο ‒όπως και σε όλη την προσωκρατική, πλατωνική, αριστοτελική και διαχρονικά ως τη σύγχρονη φιλοσοφία‒ νοείται ποιοτικά και όχι ποσοτικά ή με κριτήρια υλικά, τουτέστι ταξικά. Η αντίληψη που ταυτίζει το άριστο ‒και τον άριστο‒ με τον οικονομικά ή πολιτικά ισχυρό και με τις παραφυάδες τους, κυρίαρχη κατά κόρον στις εποχές μας, είναι χυδαία και εκπορεύεται από κομματικές, πολιτικές, συντεχνιακές και παρόμοιες «συλλογικότητες» [=μειοψηφίες] μαζανθρώπων, ανίκανων δηλαδή καθ’ όλα αντιδημιουργικών όντων, σακάτηδων και εμπαθών κατά Νίτσε, που θέλουν να δομήσουν τη δική τους εξουσία και να εκμηδενίσουν καθετί ανώτερο και δημιουργικό: απαξιώνουν τις αυθεντικά ανώτερες αξίες, ενεργώντας όμως στο όνομά τους:
«όλες οι αξίες, με τις οποίες προσπαθήσαμε ως τώρα να κάνουμε τον κόσμο πρωτίστως αξιοεκτίμητο και οι οποίες τελικά λειτούργησαν απαξιωτικά για τον κόσμο, όλες αυτές οι αξίες, ιδωμένες ψυχολογικά, είναι αποτελέσματα συγκεκριμένων προοπτικών για ό,τι είναι χρήσιμο στη διατήρηση και την αύξηση των μορφωμάτων της ανθρώπινης κυριαρχίας : και μόνο ψεύτικα προβάλλονται στην ουσία των πραγμάτων» (Νιτσε: Ευρωπαϊκός Μηδενισμός, σσ. 67-68).
Σε άλλο πάλι σημείο του ίδιου έργου γίνεται έτι περαιτέρω αποκαλυπτικός ο Νίτσε:
«το κατώτερο είδος («αγέλη», «μάζα», «κοινωνία») ξεσυνηθίζει τη σεμνότητα και διογκώνει τις ανάγκες του σε σημείο που να τις μεταποιεί σε κοσμικές και μεταφυσικές αξίες. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ολόκληρη η ύπαρξη κατρακυλά στον εκχυδαϊσμό: γιατί, στο μέτρο που κυβερνά η μάζα, τυραννά τις εξαιρέσεις, έτσι ώστε αυτές-εδώ να χάνουν την πίστη στον εαυτό τους και να γίνονται μηδενιστές… Παρακμή και ανασφάλεια όλων των ανώτερων τύπων· ο αγώνας ενάντια στη μεγαλοφυία («λαϊκή ποίηση» κ.λπ.). Συμπόνοια για τους κατώτερους και τους δεινοπαθούντες ως μέτρο για το ύψος/ανάστημα της ψυχής. Λείπει ο φιλόσοφος, ο ερμηνευτής της πράξης και όχι απλώς ο μετα-ποιητής της» (Νίτσε, ό.π., σσ. 84-85).
§3
Ο Χοσέ Ορτέγκα ι Γκασσέτ ανήκει στους λίγους εκείνους φιλοσόφους που εννοούν τη φιλοσοφική δημιουργία ως έναν τιτάνιο πνευματικό αγώνα στα σταυροδρόμια και στις δημόσιες πλατείες. Πρόκειται, στ’ αλήθεια, για τον αγώνα που επιτρέπει σε έναν λαό να αποκτά ιστορική συνείδηση, να την εσωτερικεύει και συναφώς να αναγνωρίζει τη βαρύτητα των εκάστοτε ιστορικών στιγμών, που διέρχεται ο ίδιος ως έθνος ή κράτος, αλλά και ως μέρος ενός συνολικότερου κόσμου, ας πούμε του κόσμου της Ευρώπης. Αυτός ο κόσμος σήμερα είναι επίφοβος, εκθέτει σε θανάσιμους κινδύνους τους λαούς που συντάσσονται ή ταυτίζονται μαζί του. Ο ιστορικός του ορίζοντας είναι σκοτεινός και μέσα σε τούτη τη σκοτεινότητα έχει καταδικαστεί, προς το παρόν, να ζει και ο ελληνικός λαός με δική του ευθύνη. Την ίδια στιγμή, τα ανθρώπινα άτομα έχουν αποτύχει ως τώρα να οργανώσουν μια μετα-καπιταλιστική κοινοτική ζωή με υψηλό επίπεδο εμβίωσης, όπου η κοινωνία, ως επι-κοινωνία, δεν θα είναι συνονθύλευμα συμφερόντων και συμφεροντολόγων –καληώρα σαν τις βάρβαρες συντεχνίες του τηλεοπτικού θεάματος [=μαζικές συναυλίες για τους «δεινοπαθούντες»] ή τους παντός είδους πολιτικο-ιδεολογικούς [τους] κομισάριους– αλλά αυθεντική κοινότητα ενδιαφερόντων και δημιουργών πάνω σε μια κοινή υποστασιακή-πνευματική βάση.
§4
Όπως επισημαίνει ο Ορτέγκα ι Γκασσέτ, το γεγονός σήμερα στην κοινωνία είναι η απόλυτη μαζοποίησή της, χωρίς τούτο να σημαίνει πως η μαζοποίηση είναι απροϋπόθετα αρνητικό χαρακτηριστικό· απλώς αποτυπώνει μια πραγματικότητα, που αποβαίνει καλή ή κακή από τους δρώντες και τα δρώμενα. Σε κάθε περίπτωση βέβαια, διευκρινίζει ο Ισπανός φιλόσοφος,
«η κοινωνία είναι πάντοτε η δυναμική ενότητα δυο παραγόντων: των μειοψηφιών και των μαζών» (Η εξέγερση των μαζών, όπ., σ. 38).
Πώς εννοεί τις μειοψηφίες και πώς τις μάζες; Στις μειοψηφίες συγκαταλέγει «άτομα ή ομάδες ατόμων με ιδιαίτερες ιδιότητες» (ό.π.). Είναι οι ίδιοι περίπου σαν τους ανώτερους τύπους του Νίτσε. Οι ιδιαίτερες ιδιότητές τους δεν έχουν να κάνουν με αλαζονικές συμπεριφορές περί ανώτερων ανθρώπων, αλλά θεμελιωδώς με το γεγονός ότι τα άτομα αυτά είναι τα πιο δημιουργικά
«που έχουν μεγάλες αξιώσεις από τους εαυτούς τους και πάνω τους σωρεύουν δυσκολίες και καθήκοντα» (ό.π., σ. 40).
Πριν αξιώσουν από τους άλλους οτιδήποτε, πρώτα το αξιώνουν από τον εαυτό τους. Επομένως δεν είναι οι αισχρές μειοψηφίες των «εκπροσώπων» ή «αντιπροσώπων» που απαιτούν από τους [=απατούν τους] άλλους και στο όνομα των άλλων «ολοκλήρωση», «τελειοποίηση», «αξιοθέτηση», «δημοκρατία» «σοσιαλισμό» κ.λπ., χωρίς να απαιτούν όλα τούτα πρωτίστως από τον εαυτό τους. Στη μάζα, απεναντίας, ο φιλόσοφος εντάσσει τον μέσο άνθρωπο, που δεν διεκδικεί τίποτα πέρα από εκείνα τα δικαιώματα που τον κάνουν να είναι μάζα. Λαός, ως μάζα, συνιστά μια αφαίρεση, κατά Χάιντεγκερ, θεμελιωμένη στη μεταφυσική θεώρηση των πραγμάτων.
§5
Ο μέσος άνθρωπος είναι αυτός που ακολουθεί μιμητικά τις μαζικές συμπεριφορές· δεν διαφοροποιείται από τον κοινό τρόπο σκέψης και έτσι δεν αξιώνει τίποτα περισσότερο ή ιδιαίτερο από τον εαυτό του πέρα από αυτό που του υπαγορεύει η μάζα ή η μαζική υστερία της στιγμής. Μεταποιείται έτσι σε μαζάνθρωπο, χωρίς δημιουργικές ικανότητες και με μοναδικό στόχο, συνειδητά ή μη-συνειδητά, από εξουσιαζόμενος να γίνει εξουσιαστής. Αυτοί είναι, όπως μοναδικά σημειώνει ο Ορτέγκα ι Γκασσέτ,«απλοί φελλοί που επιπλέουν στα κύματα» (ό.π.). Αυτοί οι φελλοί διεκδικούν πάντοτε μια θέση στο προσκήνιο της κοινωνικής, πολιτικής, πολιτιστικής και πνευματικής ζωής. Πώς τη διεκδικούν; Με το να θέλουν να υποσκελίσουν, παντί τρόπω, τα δημιουργικά άτομα ή τις δημιουργικές ομάδες ατόμων:
«η μάζα πιστεύει πως έχει το δικαίωμα να επιβάλει και να δώσει ισχύ νόμου σε κοινοτοπίες που γεννήθηκαν στα καφενεία» (ό.π., σ. 42).
Πόσα, για παράδειγμα, ικανότερα και αξιότερα άτομα της δημόσιας σφαίρας, της επιστήμης, γενικώς της υψηλής ικανότητας και δημιουργίας δεν υποσκελίζονται κάθε στιγμή από τα απαίδευτα τρωκτικά της μιας ή της άλλης συντεχνίας που έχουν εγκατασταθεί μέσα στις φλέβες της ανθρώπινης κοινότητας. Τα τρωκτικά αυτά – και όλα τα παρόμοια στους διάφορους κοινωνικούς τόπους– γνωρίζουν πως δεν υπερβαίνουν το κοινότοπο, το μέτριο, το ωφελιμιστικό· κι όμως βρίσκουν το θράσος να διεκδικούν το αιώνιο ρίζωμα του δικού τους εξουσιασμού. Εξουσιασμός για τον Ορτέγα δεν σημαίνει τίποτε άλλο από το ρίζωμα του αντιπνευματικού στοιχείου στην καρδιά της πολιτείας. Σε ένα τέτοιο ρίζωμα αποβλέπουν και τα αντιαισθητκά μαζικά θεάματα των ημερών μας στο όνομα πάντα της διασκέδασης και της ψυχαγωγίας του λαού. Να γιατί πιο αφηρημένη έννοια απ’ αυτή του λαού δεν έχει εφευρεθεί έως σήμερα. Όπως διευκρινίζει και ο Χάιντεγκερ, με απόλυτη σαφήνεια, ο λαός, ως τέτοιος, έχει συγκεκριμένη ιστορικότητα μόνο στο μέτρο που διέπεται από μια φιλοσοφία, π.χ. όπως η φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων. Ποια είναι η σημερινή φιλοσοφία αυτού που ονομάζεται λαός; Ο άρτος, τα θεάματα και τα τσιφτετέλια των κάθε λογής ανθρώπων των ‒εσμών.
§2
Η πλειονότητα των ανθρώπων, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, δεν έχει γνώμη και γι’ αυτό χρειάζεται μετάγγιση απ’ έξω, όπως συμβαίνει με τα λάδια στη μηχανή. Μια τέτοια μετάγγιση δεν είναι τίποτε άλλο από την επικράτηση της υγιούς δημόσιας γνώμης, που μπορεί να βάλει τάξη στο χάος του κόσμου και της κοινωνίας. Η ανυπαρξία μιας τέτοιας γνώμης παραπέμπει στην παρακμή της Ευρώπης, με κυρίαρχο έναν αντίστοιχο τύπο ανθρώπου:
«τον μαζάνθρωπο, που το κύριο χαρακτηριστικό του έγκειται στο ότι διεκδικεί το δικαίωμα να είναι κοινός και αρνείται να δεχτεί οποιαδήποτε αρχή ανώτερη απ’ αυτόν» (ό.π., σ. 170).
Η έννοια του μαζανθρώπου έχει απασχολήσει τη φιλοσοφική σκέψη από τις πρώτες ακόμη εκ-δηλώσεις της, στο πλαίσιο της μακραίωνης ιστορικής της εξέλιξης. Ο Ηράκλειτος, για παράδειγμα, με πολλή ευστοχία μίλησε για τη μεγάλη μάζα των κοινών θνητών, που δεν καταλαβαίνουν τον καθολικό Λόγο και δεν έχουν συνείδηση του τι λέγουν και του τι πράττουν. Συμπεριφέρονται ως καθεύδοντες και μισούν θανάσιμα τους άριστους. Η έννοια του άριστου στον Ηράκλειτο ‒όπως και σε όλη την προσωκρατική, πλατωνική, αριστοτελική και διαχρονικά ως τη σύγχρονη φιλοσοφία‒ νοείται ποιοτικά και όχι ποσοτικά ή με κριτήρια υλικά, τουτέστι ταξικά. Η αντίληψη που ταυτίζει το άριστο ‒και τον άριστο‒ με τον οικονομικά ή πολιτικά ισχυρό και με τις παραφυάδες τους, κυρίαρχη κατά κόρον στις εποχές μας, είναι χυδαία και εκπορεύεται από κομματικές, πολιτικές, συντεχνιακές και παρόμοιες «συλλογικότητες» [=μειοψηφίες] μαζανθρώπων, ανίκανων δηλαδή καθ’ όλα αντιδημιουργικών όντων, σακάτηδων και εμπαθών κατά Νίτσε, που θέλουν να δομήσουν τη δική τους εξουσία και να εκμηδενίσουν καθετί ανώτερο και δημιουργικό: απαξιώνουν τις αυθεντικά ανώτερες αξίες, ενεργώντας όμως στο όνομά τους:
«όλες οι αξίες, με τις οποίες προσπαθήσαμε ως τώρα να κάνουμε τον κόσμο πρωτίστως αξιοεκτίμητο και οι οποίες τελικά λειτούργησαν απαξιωτικά για τον κόσμο, όλες αυτές οι αξίες, ιδωμένες ψυχολογικά, είναι αποτελέσματα συγκεκριμένων προοπτικών για ό,τι είναι χρήσιμο στη διατήρηση και την αύξηση των μορφωμάτων της ανθρώπινης κυριαρχίας : και μόνο ψεύτικα προβάλλονται στην ουσία των πραγμάτων» (Νιτσε: Ευρωπαϊκός Μηδενισμός, σσ. 67-68).
Σε άλλο πάλι σημείο του ίδιου έργου γίνεται έτι περαιτέρω αποκαλυπτικός ο Νίτσε:
«το κατώτερο είδος («αγέλη», «μάζα», «κοινωνία») ξεσυνηθίζει τη σεμνότητα και διογκώνει τις ανάγκες του σε σημείο που να τις μεταποιεί σε κοσμικές και μεταφυσικές αξίες. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ολόκληρη η ύπαρξη κατρακυλά στον εκχυδαϊσμό: γιατί, στο μέτρο που κυβερνά η μάζα, τυραννά τις εξαιρέσεις, έτσι ώστε αυτές-εδώ να χάνουν την πίστη στον εαυτό τους και να γίνονται μηδενιστές… Παρακμή και ανασφάλεια όλων των ανώτερων τύπων· ο αγώνας ενάντια στη μεγαλοφυία («λαϊκή ποίηση» κ.λπ.). Συμπόνοια για τους κατώτερους και τους δεινοπαθούντες ως μέτρο για το ύψος/ανάστημα της ψυχής. Λείπει ο φιλόσοφος, ο ερμηνευτής της πράξης και όχι απλώς ο μετα-ποιητής της» (Νίτσε, ό.π., σσ. 84-85).
§3
Ο Χοσέ Ορτέγκα ι Γκασσέτ ανήκει στους λίγους εκείνους φιλοσόφους που εννοούν τη φιλοσοφική δημιουργία ως έναν τιτάνιο πνευματικό αγώνα στα σταυροδρόμια και στις δημόσιες πλατείες. Πρόκειται, στ’ αλήθεια, για τον αγώνα που επιτρέπει σε έναν λαό να αποκτά ιστορική συνείδηση, να την εσωτερικεύει και συναφώς να αναγνωρίζει τη βαρύτητα των εκάστοτε ιστορικών στιγμών, που διέρχεται ο ίδιος ως έθνος ή κράτος, αλλά και ως μέρος ενός συνολικότερου κόσμου, ας πούμε του κόσμου της Ευρώπης. Αυτός ο κόσμος σήμερα είναι επίφοβος, εκθέτει σε θανάσιμους κινδύνους τους λαούς που συντάσσονται ή ταυτίζονται μαζί του. Ο ιστορικός του ορίζοντας είναι σκοτεινός και μέσα σε τούτη τη σκοτεινότητα έχει καταδικαστεί, προς το παρόν, να ζει και ο ελληνικός λαός με δική του ευθύνη. Την ίδια στιγμή, τα ανθρώπινα άτομα έχουν αποτύχει ως τώρα να οργανώσουν μια μετα-καπιταλιστική κοινοτική ζωή με υψηλό επίπεδο εμβίωσης, όπου η κοινωνία, ως επι-κοινωνία, δεν θα είναι συνονθύλευμα συμφερόντων και συμφεροντολόγων –καληώρα σαν τις βάρβαρες συντεχνίες του τηλεοπτικού θεάματος [=μαζικές συναυλίες για τους «δεινοπαθούντες»] ή τους παντός είδους πολιτικο-ιδεολογικούς [τους] κομισάριους– αλλά αυθεντική κοινότητα ενδιαφερόντων και δημιουργών πάνω σε μια κοινή υποστασιακή-πνευματική βάση.
§4
Όπως επισημαίνει ο Ορτέγκα ι Γκασσέτ, το γεγονός σήμερα στην κοινωνία είναι η απόλυτη μαζοποίησή της, χωρίς τούτο να σημαίνει πως η μαζοποίηση είναι απροϋπόθετα αρνητικό χαρακτηριστικό· απλώς αποτυπώνει μια πραγματικότητα, που αποβαίνει καλή ή κακή από τους δρώντες και τα δρώμενα. Σε κάθε περίπτωση βέβαια, διευκρινίζει ο Ισπανός φιλόσοφος,
«η κοινωνία είναι πάντοτε η δυναμική ενότητα δυο παραγόντων: των μειοψηφιών και των μαζών» (Η εξέγερση των μαζών, όπ., σ. 38).
Πώς εννοεί τις μειοψηφίες και πώς τις μάζες; Στις μειοψηφίες συγκαταλέγει «άτομα ή ομάδες ατόμων με ιδιαίτερες ιδιότητες» (ό.π.). Είναι οι ίδιοι περίπου σαν τους ανώτερους τύπους του Νίτσε. Οι ιδιαίτερες ιδιότητές τους δεν έχουν να κάνουν με αλαζονικές συμπεριφορές περί ανώτερων ανθρώπων, αλλά θεμελιωδώς με το γεγονός ότι τα άτομα αυτά είναι τα πιο δημιουργικά
«που έχουν μεγάλες αξιώσεις από τους εαυτούς τους και πάνω τους σωρεύουν δυσκολίες και καθήκοντα» (ό.π., σ. 40).
Πριν αξιώσουν από τους άλλους οτιδήποτε, πρώτα το αξιώνουν από τον εαυτό τους. Επομένως δεν είναι οι αισχρές μειοψηφίες των «εκπροσώπων» ή «αντιπροσώπων» που απαιτούν από τους [=απατούν τους] άλλους και στο όνομα των άλλων «ολοκλήρωση», «τελειοποίηση», «αξιοθέτηση», «δημοκρατία» «σοσιαλισμό» κ.λπ., χωρίς να απαιτούν όλα τούτα πρωτίστως από τον εαυτό τους. Στη μάζα, απεναντίας, ο φιλόσοφος εντάσσει τον μέσο άνθρωπο, που δεν διεκδικεί τίποτα πέρα από εκείνα τα δικαιώματα που τον κάνουν να είναι μάζα. Λαός, ως μάζα, συνιστά μια αφαίρεση, κατά Χάιντεγκερ, θεμελιωμένη στη μεταφυσική θεώρηση των πραγμάτων.
§5
Ο μέσος άνθρωπος είναι αυτός που ακολουθεί μιμητικά τις μαζικές συμπεριφορές· δεν διαφοροποιείται από τον κοινό τρόπο σκέψης και έτσι δεν αξιώνει τίποτα περισσότερο ή ιδιαίτερο από τον εαυτό του πέρα από αυτό που του υπαγορεύει η μάζα ή η μαζική υστερία της στιγμής. Μεταποιείται έτσι σε μαζάνθρωπο, χωρίς δημιουργικές ικανότητες και με μοναδικό στόχο, συνειδητά ή μη-συνειδητά, από εξουσιαζόμενος να γίνει εξουσιαστής. Αυτοί είναι, όπως μοναδικά σημειώνει ο Ορτέγκα ι Γκασσέτ,«απλοί φελλοί που επιπλέουν στα κύματα» (ό.π.). Αυτοί οι φελλοί διεκδικούν πάντοτε μια θέση στο προσκήνιο της κοινωνικής, πολιτικής, πολιτιστικής και πνευματικής ζωής. Πώς τη διεκδικούν; Με το να θέλουν να υποσκελίσουν, παντί τρόπω, τα δημιουργικά άτομα ή τις δημιουργικές ομάδες ατόμων:
«η μάζα πιστεύει πως έχει το δικαίωμα να επιβάλει και να δώσει ισχύ νόμου σε κοινοτοπίες που γεννήθηκαν στα καφενεία» (ό.π., σ. 42).
Πόσα, για παράδειγμα, ικανότερα και αξιότερα άτομα της δημόσιας σφαίρας, της επιστήμης, γενικώς της υψηλής ικανότητας και δημιουργίας δεν υποσκελίζονται κάθε στιγμή από τα απαίδευτα τρωκτικά της μιας ή της άλλης συντεχνίας που έχουν εγκατασταθεί μέσα στις φλέβες της ανθρώπινης κοινότητας. Τα τρωκτικά αυτά – και όλα τα παρόμοια στους διάφορους κοινωνικούς τόπους– γνωρίζουν πως δεν υπερβαίνουν το κοινότοπο, το μέτριο, το ωφελιμιστικό· κι όμως βρίσκουν το θράσος να διεκδικούν το αιώνιο ρίζωμα του δικού τους εξουσιασμού. Εξουσιασμός για τον Ορτέγα δεν σημαίνει τίποτε άλλο από το ρίζωμα του αντιπνευματικού στοιχείου στην καρδιά της πολιτείας. Σε ένα τέτοιο ρίζωμα αποβλέπουν και τα αντιαισθητκά μαζικά θεάματα των ημερών μας στο όνομα πάντα της διασκέδασης και της ψυχαγωγίας του λαού. Να γιατί πιο αφηρημένη έννοια απ’ αυτή του λαού δεν έχει εφευρεθεί έως σήμερα. Όπως διευκρινίζει και ο Χάιντεγκερ, με απόλυτη σαφήνεια, ο λαός, ως τέτοιος, έχει συγκεκριμένη ιστορικότητα μόνο στο μέτρο που διέπεται από μια φιλοσοφία, π.χ. όπως η φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων. Ποια είναι η σημερινή φιλοσοφία αυτού που ονομάζεται λαός; Ο άρτος, τα θεάματα και τα τσιφτετέλια των κάθε λογής ανθρώπων των ‒εσμών.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου