Να, λοιπόν, πως ήμουν: ονειροπόλος-ξένοιαστος, με διάθεση ανεξάρτητη και χλευαστική, έχτιζα για μένα ένα πεπρωμένο κι έκανα όνειρα για την ποίηση μιας ζωής γεμάτης έρωτα, ζώντας ταυτόχρονα με τις αναμνήσεις μου - όσες αναμνήσεις μπορεί να έχει κανείς στα δεκάξι του. Το σχολείο μου ήταν απεχθές.
Θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον η μελέτη της βαθιάς αηδίας την οποία οι ευγενείς και ανώτερες ψυχές εκδηλώνουν αμέσως, με την επαφή και τις τριβές που αναπτύσσονται στις ανθρώπινες συναναστροφές
Ποτέ μου δεν επιθύμησα μια ζωή τακτική, με καθορισμένο πρόγραμμα, μια ζωή ρολογιού όπου η σκέψη σταματά με τον ήχο της καμπάνας και όλα είναι ρυθμισμένα εκ των προτέρων για ολόκληρους αιώνες και γενιές. Αυτή η τάξη ταιριάζει ίσως στους περισσότερους, αλλά για το φτωχό παιδί που τρέφεται με ποίηση, όνειρα και χίμαιρες, που σκέφτεται τον έρωτα κι όλες τις σαχλαμάρες, σημαίνει να το ξυπνάς αδιάκοπα απ΄ αυτό το θεσπέσιο όνειρο, να μην του αφήνεις ούτε στιγμή ανάπαυλας, να το πνίγεις φέρνοντάς το πίσω στο δικό μας κόσμο, της ύλης και της λογικής, που του προξενεί φρίκη και αηδία.
Καθόμουν μόνος, διαβάζοντας στίχους, ένα μυθιστόρημα, μια ποιητική συλλογή, κάτι που να κάνει τη νεανική καρδιά μου να σκιρτήσει, παρθένα καθώς ήταν ακόμη από αισθήσεις και γεμάτη επιθυμία να τις δοκιμάσει.
Κι όμως έχω τόσα πράγματα στην ψυχή μου, τόσες δυνάμεις μέσα μου, τόσοι ωκεανοί εξαγριωμένοι και τόσοι έρωτες χτυπιούνται και συνθλίβονται μέσα σ' αυτή την αδύναμη, την ανήμπορη, την ξεπεσμένη, κουρασμένη, εξαντλημένη καρδιά!
Μου λένε να ξαναρχίσω να ζω, να μπερδευτώ με το πλήθος!...
Μα, πως γίνεται να καρπίσει ξανά το σπασμένο κλαδί; Πως να ξαναπρασινίσει το φύλλο που οι άνεμοι το άρπαξαν και το έσυραν στη σκόνη;
Και γιατί τόση πίκρα, ενώ είμαι τόσο νέος; Τι να πω!
Ίσως ήταν γραφτό μου να ζήσω έτσι, κουρασμένος προτού καν σηκώσω το φορτίο, λαχανιασμένος προτού καν τρέξω...
Διάβασα, εργάστηκα πυρετωδώς μέσα στον ενθουσιασμό μου... έγραψα... Πόσο ευτυχισμένος ήμουν τότε!
Πόσο ψηλά εκτοξευόταν η σκέψη μου, μέσα στο παραλήρημά της, σε περιοχές άγνωστες στους ανθρώπους, όπου ούτε κόσμος υπάρχει, ούτε πλανήτες, ούτε ήλιοι, το δικό μου άπειρο ήταν μεγαλύτερο (αν αυτό είναι δυνατόν) από την απεραντοσύνη του θεού και η ποίηση λικνιζόταν και άνοιγε τα φτερά της σε μια ατμόσφαιρα ερωτική, εκστατική, κι έπειτα, έπρεπε να ξανακατέβω από τις θείες αυτές περιοχές προς τις λέξεις - και πως να αποδώσω με λόγια την αρμονία που υψώνεται στην καρδιά του ποιητή και τις σκέψεις ενός γίγαντα που λυγίζουν τις φράσεις, όπως ένα γεμάτο πρησμένο χέρι σχίζει το γάντι που το καλύπτει;
Και κει ακόμα, η απογοήτευση, γιατί πατάμε στη γη, σ' αυτή την παγωμένη γη όπου κάθε ενέργεια αποδυναμώνεται Από ποια σκαλοπάτια να κατέβεις από το άπειρο στο πεπερασμένο;
Πως διαβαθμίζεται η σκέψη και χαμηλώνει χωρίς να σπάσει; Πώς να σμικρύνεις αυτόν τον γίγαντα που αγκαλιάζει το άπειρο;
Τότε ζούσα στιγμές θλίψης και απελπισίας, ένιωθα τη δύναμη μου να με συνθλίβει κι αυτήν την αδυναμία που με έκανε να ντρέπομαι - γιατί τα λόγια δεν είναι παρά μακρινή και αδύναμη ηχώ της σκέψης.
Καταριόμουν τα πιο αγαπημένα μου όνειρα και τις σιωπηλές ώρες που πέρασα στις παρυφές της δημιουργία. Ένιωθα κάτι κενό και αχόρταγο να με σπαράζε. Κουρασμένος από την ποίηση, όρμηξα στο πεδίο της σκέψης...
Βεβαίως, μπορεί κανείς να ζήσει, και να πεθάνει ακόμα, χωρίς να αναρωτηθεί ούτε μια φορά τι είναι ζωή και θάνατος.
Γι' αυτόν, όμως, που κοιτάζει τα φύλλα να τρέμουν στην πνοή του ανέμου, τα ποτάμια να διασχίζουν φιδωτά τους αγρούς, τη ζωή, βασανισμένη, να στροβιλίζεται ανάμεσα στα πράγματα, τους ανθρώπους να ζουν, να πράττουν το καλό και το κακό, τα κύματα της θάλασσας να κυλούν και τον ουρανό ν' απλώνει παντού το φως του, κι αναρωτιέται:
Γιατί αυτά τα φύλλα; Γιατί ρέει το νερό; Γιατί η ίδια η ζωή να είναι ένας τέτοιος χείμαρρος, να χάνεται στον απέραντο ωκεανό του θανάτου; Γιατί οι άνθρωποι περπατούν, γιατί εργάζονται σαν τα μυρμήγκια;
Γιατί η καταιγίδα; Γιατί ο ουρανός να' ναι τόσο καθαρός και η γη τόσο ντροπιασμένη; Οι ερωτήσεις αυτές οδηγούν σε σκοτάδια απ' όπου δεν μπορείς να βγεις.
Και η αμφισβήτηση έρχεται μετά: είναι κάτι που δεν λέγεται, το νιώθεις. Ο άνθρωπος τότε μοιάζει μ' αυτό τον ταξιδιώτη που, χαμένος μέσα στην άμμο, ψάχνει παντού ένα δρόμο για να φτάσει στην όαση- αλλά βλέπει παντού έρημο.
Αμφισβήτηση είναι η ζωή! Η δράση, ο λόγος, η φύση, ο θάνατος! Αμφισβήτηση για όλα αυτά.
Η αμφισβήτηση είναι ο θάνατος της ψυχής, λέπρα που κυριεύει τις φθαρμένες φυλές, αρρώστια που ξεκινάει από την επιστήμη και οδηγεί στην τρέλα. Η τρέλα είναι η αμφισβήτηση της λογικής. Ίσως και να ΄ναι η ίδια η λογική. Ποιος να το αποδείξει;
Θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον η μελέτη της βαθιάς αηδίας την οποία οι ευγενείς και ανώτερες ψυχές εκδηλώνουν αμέσως, με την επαφή και τις τριβές που αναπτύσσονται στις ανθρώπινες συναναστροφές
Ποτέ μου δεν επιθύμησα μια ζωή τακτική, με καθορισμένο πρόγραμμα, μια ζωή ρολογιού όπου η σκέψη σταματά με τον ήχο της καμπάνας και όλα είναι ρυθμισμένα εκ των προτέρων για ολόκληρους αιώνες και γενιές. Αυτή η τάξη ταιριάζει ίσως στους περισσότερους, αλλά για το φτωχό παιδί που τρέφεται με ποίηση, όνειρα και χίμαιρες, που σκέφτεται τον έρωτα κι όλες τις σαχλαμάρες, σημαίνει να το ξυπνάς αδιάκοπα απ΄ αυτό το θεσπέσιο όνειρο, να μην του αφήνεις ούτε στιγμή ανάπαυλας, να το πνίγεις φέρνοντάς το πίσω στο δικό μας κόσμο, της ύλης και της λογικής, που του προξενεί φρίκη και αηδία.
Καθόμουν μόνος, διαβάζοντας στίχους, ένα μυθιστόρημα, μια ποιητική συλλογή, κάτι που να κάνει τη νεανική καρδιά μου να σκιρτήσει, παρθένα καθώς ήταν ακόμη από αισθήσεις και γεμάτη επιθυμία να τις δοκιμάσει.
Κι όμως έχω τόσα πράγματα στην ψυχή μου, τόσες δυνάμεις μέσα μου, τόσοι ωκεανοί εξαγριωμένοι και τόσοι έρωτες χτυπιούνται και συνθλίβονται μέσα σ' αυτή την αδύναμη, την ανήμπορη, την ξεπεσμένη, κουρασμένη, εξαντλημένη καρδιά!
Μου λένε να ξαναρχίσω να ζω, να μπερδευτώ με το πλήθος!...
Μα, πως γίνεται να καρπίσει ξανά το σπασμένο κλαδί; Πως να ξαναπρασινίσει το φύλλο που οι άνεμοι το άρπαξαν και το έσυραν στη σκόνη;
Και γιατί τόση πίκρα, ενώ είμαι τόσο νέος; Τι να πω!
Ίσως ήταν γραφτό μου να ζήσω έτσι, κουρασμένος προτού καν σηκώσω το φορτίο, λαχανιασμένος προτού καν τρέξω...
Διάβασα, εργάστηκα πυρετωδώς μέσα στον ενθουσιασμό μου... έγραψα... Πόσο ευτυχισμένος ήμουν τότε!
Πόσο ψηλά εκτοξευόταν η σκέψη μου, μέσα στο παραλήρημά της, σε περιοχές άγνωστες στους ανθρώπους, όπου ούτε κόσμος υπάρχει, ούτε πλανήτες, ούτε ήλιοι, το δικό μου άπειρο ήταν μεγαλύτερο (αν αυτό είναι δυνατόν) από την απεραντοσύνη του θεού και η ποίηση λικνιζόταν και άνοιγε τα φτερά της σε μια ατμόσφαιρα ερωτική, εκστατική, κι έπειτα, έπρεπε να ξανακατέβω από τις θείες αυτές περιοχές προς τις λέξεις - και πως να αποδώσω με λόγια την αρμονία που υψώνεται στην καρδιά του ποιητή και τις σκέψεις ενός γίγαντα που λυγίζουν τις φράσεις, όπως ένα γεμάτο πρησμένο χέρι σχίζει το γάντι που το καλύπτει;
Και κει ακόμα, η απογοήτευση, γιατί πατάμε στη γη, σ' αυτή την παγωμένη γη όπου κάθε ενέργεια αποδυναμώνεται Από ποια σκαλοπάτια να κατέβεις από το άπειρο στο πεπερασμένο;
Πως διαβαθμίζεται η σκέψη και χαμηλώνει χωρίς να σπάσει; Πώς να σμικρύνεις αυτόν τον γίγαντα που αγκαλιάζει το άπειρο;
Τότε ζούσα στιγμές θλίψης και απελπισίας, ένιωθα τη δύναμη μου να με συνθλίβει κι αυτήν την αδυναμία που με έκανε να ντρέπομαι - γιατί τα λόγια δεν είναι παρά μακρινή και αδύναμη ηχώ της σκέψης.
Καταριόμουν τα πιο αγαπημένα μου όνειρα και τις σιωπηλές ώρες που πέρασα στις παρυφές της δημιουργία. Ένιωθα κάτι κενό και αχόρταγο να με σπαράζε. Κουρασμένος από την ποίηση, όρμηξα στο πεδίο της σκέψης...
Βεβαίως, μπορεί κανείς να ζήσει, και να πεθάνει ακόμα, χωρίς να αναρωτηθεί ούτε μια φορά τι είναι ζωή και θάνατος.
Γι' αυτόν, όμως, που κοιτάζει τα φύλλα να τρέμουν στην πνοή του ανέμου, τα ποτάμια να διασχίζουν φιδωτά τους αγρούς, τη ζωή, βασανισμένη, να στροβιλίζεται ανάμεσα στα πράγματα, τους ανθρώπους να ζουν, να πράττουν το καλό και το κακό, τα κύματα της θάλασσας να κυλούν και τον ουρανό ν' απλώνει παντού το φως του, κι αναρωτιέται:
Γιατί αυτά τα φύλλα; Γιατί ρέει το νερό; Γιατί η ίδια η ζωή να είναι ένας τέτοιος χείμαρρος, να χάνεται στον απέραντο ωκεανό του θανάτου; Γιατί οι άνθρωποι περπατούν, γιατί εργάζονται σαν τα μυρμήγκια;
Γιατί η καταιγίδα; Γιατί ο ουρανός να' ναι τόσο καθαρός και η γη τόσο ντροπιασμένη; Οι ερωτήσεις αυτές οδηγούν σε σκοτάδια απ' όπου δεν μπορείς να βγεις.
Και η αμφισβήτηση έρχεται μετά: είναι κάτι που δεν λέγεται, το νιώθεις. Ο άνθρωπος τότε μοιάζει μ' αυτό τον ταξιδιώτη που, χαμένος μέσα στην άμμο, ψάχνει παντού ένα δρόμο για να φτάσει στην όαση- αλλά βλέπει παντού έρημο.
Αμφισβήτηση είναι η ζωή! Η δράση, ο λόγος, η φύση, ο θάνατος! Αμφισβήτηση για όλα αυτά.
Η αμφισβήτηση είναι ο θάνατος της ψυχής, λέπρα που κυριεύει τις φθαρμένες φυλές, αρρώστια που ξεκινάει από την επιστήμη και οδηγεί στην τρέλα. Η τρέλα είναι η αμφισβήτηση της λογικής. Ίσως και να ΄ναι η ίδια η λογική. Ποιος να το αποδείξει;
Γκουστάβ Φλωμπέρ, Απομνημονεύματα ενός τρελού
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου