Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΠΕΡΙ ΑΓΩΝΩΝ

Ως Έλλην, δηλαδή ως κάποιος που όχι απλώς θεωρητικά αλλά και εμπράκτως τιμά τα προχριστιανικά ιερά και νομιζόμενα των υπέροχων προγόνων, να σάς προσφέρω την δυστυχώς άγνωστη ή αγνοούμενη οπτική γωνία των ανθρώπων εκείνων για τους Αγώνες.

Επιτρέψτε μου λοιπόν αγαπητοί φίλοι ν’ αποτολμήσω μία ξενάγηση στις μακρινές ατραπούς της Κοσμοθεάσεως των προγόνων με σαφέστατο προτεινόμενο αυτής της ξεναγήσεως την βελτίωση της οπτικής μας γωνίας προς την κατεύθυνση του παλαιού, αρίστου αλλά "λησμονημένου" τύπου ανθρώπου, του οποίου η εγγύτητα και οικειότητα προς τους Ανώτερους Κόσμους διαδηλωνόταν στην καθημερινή ζωή με την ικανότητα αναγνωρίσεως του Ιερού στοιχείου μέσα σε όλες τις μορφές και πτυχές του περιβάλλοντος και εμπεριεχομένου Σύμ-Παντός.

Για τους προγόνους το Θείο, οι Θεοί, εγκατοικούν τον Κόσμο, γεννήθηκαν και δρούν μέσα του και η προς αυτούς κύρια λατρευτική πράξη δεν είναι παρακλητική αλλά ευχαριστήριος. Αντίθετα με πολλές γνωστές άλλες, η παραδοσιακή μας Θρησκεία δεν ζητάει από τους Θεούς να επεμβαίνουν με παράλογες θαυματοποιίες στην καθημερινότητα των θνητών, αλλά απλώς να εξακολουθήσουν να ΕΙΝΑΙ για την διατήρηση της θαυμαστής κοσμικής τάξεως που δομεί αυτό το υπέροχο στολίδι, αυτό το κόσμημα, το οποίο οι Έλληνες απεκάλεσαν χαρακτηριστικά "Κόσμο".

Η τυπική ευχαριστήριος λατρεία των προγόνων, δηλαδή μία λατρεία καταφάσεως της ζωής και χαράς και όχι θεοφοβίας ή στερήσεως, ανέπτυξε πολύ σύντομα μία σειρά από πολύ ιδιαίτερες λατρευτικές πράξεις, ιεροπραξίες, που υπερέβαιναν με έναν πρωτοφανή τρόπο τα θρησκευτικά όρια όλων των άλλων εθνών. Ως μέρος λοιπόν του λατρευτικού έθους των σοφών προγόνων, δίπλα στις θυσίες, τις σπονδές, τα αναθήματα, τα ιερά δείπνα, τις πομπές, την όρχηση και τη μουσική, οι πρόγονοι ανέπτυξαν και το Θέατρο, τις Πλαστικές Τέχνες και την Αγωνιστική.

Το αυθεντικό αρχαιοελληνικό Θέατρο, όντως, δεν έχει σχέση με αυτό που εμείς γνωρίζουμε σήμερα ως ρηχή διασκεδαστική καρικατούρα του ελληνικού διονυσιακού. Το Θέατρο ανεπτύχθη μέσα από την λατρευτική πομπή των θρησκευτών του Θνήσκοντος και Ανασταινομένου Θεού Διονύσου, όταν σε κάποια στιγμή, με έμπνευση του Θέσπιδος, τραβήχθηκε από αυτήν το αυτόνομο πρόσωπο που όλοι γνωρίζουμε ως "υποκριτή" και άρχισε διάλογο με τους θρησκευτές και τον κορυφαίο. Πολύ σύντομα κατέληξε δε στην πλήρη και λεπτομερή αναπαράσταση "τελείων πράξεων" δηλαδή σε παρουσίαση πλοκών που έχουν να κάνουν με αναγνώριση της Τάξεως των Θεών και του ατοπήματος της όποιας διασαλεύσεώς της αφού αυτή η ακλόνητη Τάξη νομοτελειακά αποκαθίσταται συνεχώς, συντρίβοντας μάλιστα στην διαδικασία την Ύβρι και τους θνητούς φορείς της.

Οι πρόγονοι επίσης ανέπτυξαν, κατά μίμηση των Θεών και άρα ως ανοικτή αναγνώρισή τους και λατρεία τους, τις μορφοποιητικές και πλαστικές Τέχνες. Οι πρόγονοι ήσαν μορφολάτρες. Ήξεραν δηλαδή ότι η υπέρτατη ιεροπραξία είναι το να παίρνεις την άμορφη ύλη και να της δίνεις τέλεια μορφή. Είχαν μάλιστα μία τόσο εξαιρετικά διαφορετική από εκείνη του συγχρόνου ανθρώπου οπτική γωνία, που, κατ’αυτούς, η σμίλη του γλύπτη δεν σκάλιζε άγαλμα πάνω στην πέτρα αλλά, αντιθέτως, απελευθέρωνε από την περιττή πέτρα το άγαλμα που ενυπήρχε μέσα σ’ ένα άμορφο φυσικό περίβλημα. Οι πλαστικές Τέχνες, που τόσο πολεμήθησαν και πολεμούνται από τους οπαδούς της Βίβλου, ήσαν λοιπόν για τους προγόνους εξ αρχής σοβαρές και αυστηρές ιεροπραξίες. Ο Απόλλων της Ολυμπίας, ο Απόλλων Μπελβεντέρε, η Αθηνά του Πειραιώς και τα μύρια όσα αριστουργήματα που έφθασαν κακοποιημένα έως τις ημέρες μας, ή τα υπερπολλαπλάσια άλλα που αφάνισε το μίσος προς το ανθρώπινο πνεύμα και η βλακεία που περνά τον εαυτόν της για σοφία, δεν ήταν το πρωταρχικό ζητούμενο των Ελλήνων δημιουργών - μορφολατρών, αλλά εκείνο που συμβόλιζαν ή ενσάρκωναν στη μαρμάρινη ή χάλκινη σάρκα τους τα αγάλματα. Ήταν το Ιερό, το Θείο, οι συμπαντικοί και εθνικοί μας Θεοί. Απλώς, παίζοντας τολμηρά με τα πάντα, οι πρόγονοι κατόρθωσαν σε κάποια χρονική στιγμή και την επίτευξη του Τελείου, το οποίο, ούτως ή άλλως, όλοι όσοι κινούνται με τον ίδιο τολμηρό κι ελεύθερο τρόπο επιτυγχάνουν κάποτε νομοτελειακά.

Και καταλήγουμε τώρα στο Αγωνιστικό Έθος. Εκτός από τα όσα ήδη αναφέραμε, οι πρόγονοι τιμούσαν τους Θεούς (αλλά και τους «τεθνεώτας» προγόνους ή αφηρωϊσμένους νεκρούς τους) και με αθλητικούς ή μουσικούς Αγώνες. Και αυτό γιατί το πατρογονικό Αγωνιστικό Έθος έχει και αυτό βάση και φύση καθαρά θρησκευτική, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω. Στο επίπεδο της καθημερινής ζωής ωστόσο, η επιδίωξη της νίκης στις δοκιμασίες της ανθρωπίνης δυνάμεως κι επιδεξιότητος, είχε πάντα τη διπλή σημασία της πολιτικής εκπαιδεύσεως και της προετοιμασίας γιά μάχη. Είχε την διπλή σημασία της συμβιώσεως πολέμου και ειρήνης στην προοπτική επιβιώσεως των αυτονόμων αρχαιοελληνικών πόλεων που αποτελούσαν ιδιαίτερες μικρές επικράτειες με δικούς τους νόμους και δικά τους έθιμα παρά το ότι μοιράζονταν με τις άλλες το ενιαίο έθος της Ελληνικότητος και την κοινή τους καταγωγή απο συμπαντικούς αλλά και εθνικούς Θεούς.

Πάνω από όλα όμως, οι Ελληνικοί Αγώνες αποτελούσαν πράξεις ξεκάθαρα λατρευτικές, ολοκληρωμένες δηλαδή ιεροπραξίες. Οι νικητές των διαφόρων αγώνων, που ουσιαστικά αποτελούσαν τελετουργικές πράξεις μιμήσεως του διαρκούς αγώνος των Θεών για τη διαμόρφωση και διατήρηση του αρχικού ατάκτου Απείρου σε διατεταγμένο «Κόσμο», καθώς και για τη μετέπειτα διατήρηση της αρχής τους ως εγγύηση της κοσμικής τελειότητος, αποτελούσαν προσωποποιήσεις της υπερβάσεως του ανθρωπίνου μέτρου και λαμπρούς κοινωνούς της μυστηριακής Αληθείας των Θεών.

Η στέψη των νικητών με κορδέλλες και κλαδιά δένδρων, ιερών στον εκάστοτε τιμώμενο Θεό, συμβόλιζε ότι αποκτούσαν αυτοί, οι νικητές, τη θεϊκή αναγνώριση μέσα από μία μυστική σύζευξη του νικητού θνητού με το Ολύμπιο Αθάνατο. Ήταν μια τολμηρή πράξη «αθανατισμού» και συνεγγυήσεως θνητών και Αθανάτων για την τελειότητα του αιωνίου, ευτάκτου και σφαιρικού «Κόσμου» μας. Ήταν μία τολμηρή πράξη απόλυτης επικοινωνίας μεταξύ των ουρανών και της εσωτερικής επιθυμίας του ανθρώ-που ν’αποδείξει ότι μπορεί να φτάσει κάποτε και αυτός, μέσα από την αρίστευση, στους ουρανούς, στα Ολύμπια Δώματα. Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι διόλου τυχαίο το ότι του εθνικού Αγωνιστικού Έθους των Ελλήνων, εφορεύει ο «Αγώνιος» Ερμής, Θεός ταυτοχρόνως τόσο της επικοινωνίας όσο και της αγωνιστικής.

Οι Αγώνες μας, αυτές οι βασικές εστίες του αρχαίου Πανελληνισμού, κτυπήθηκαν τον 4ο μεταχριστιανικό αιώνα από εκείνους που ενδιαφέρονταν τότε πάρα πολύ στο να ξεγυμνώσουν το υπόδουλο έθνος μας από την αρματωσιά των πατροπαράδοτων θεσμών που το ενίσχυαν ψυχικά και πνευματικά, συνδέοντάς το με δυναμικές και ελεύθερες γενεές που προηγήθησαν πριν από ολόκληρες χιλιετίες. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες επί του προκειμένου, απαγορεύθησαν κατά διαταγή του φανατικού χριστιανού Ισπανού αυτοκράτορος της Νέας Ρώμης Θεοδοσίου του Α, ενώ η θρυλική για εμάς «Από Πρώτης Καταγεγραμμένης Ολυμπιάδος» χρονολογία κηρύχθηκε εκτός νόμου το 408 μ.α.χ.χ. ως ένα ακόμη μέτρο των χριστιανών Ρωμαίων για να πλήξουν τον ελληνικό Εθνισμό.

Αγαπητοί φίλοι, αγαπητοί Συνέλληνες. Το έθνος μου, το έθνος μας, εκτός από μικρά διαλείμματα υπόδουλο ή εν υπνώσει εδώ και 22 αιώνες, σημαδεύεται από αμέτρητο μεγαλείο αλλά και εξίσου αμέτρητη τραγικότητα. Κάθε φορά που μιλάω για τους Έλληνες, για τους πραγματικούς Έλληνες, δάκρυα έρχονται στα μάτια μου, και στο μυαλό μου καρφώνεται εκείνος ο υπέροχος όσο και δραματικός στίχος του ελληνιστή Friedrich Hoelderlin:

"..τυχεροί όσοι δεν σε κατάλαβαν ποτέ. 
Εκείνοι που κατάλαβαν είναι υποχρεωμένοι να μοιρασθούν μαζί σου το μεγαλείο και την απελπισία σου".

Επιζητώντας, αδέλφια, την επιστροφή του παραδοσιακού, αρχαίου, κλασικού Αγωνιστικού Έθους στα ιερά χώματά μας, στα χώματα της μητρίδος και πατρίδος γής, είτε το υποψιάζεσθε προκαταβολικά είτε όχι, επωμίζεσθε έναν κολοσσιαίο άθλο που ταιριάζει σε απογόνους Ηρακλειδών και Θερμοπυλομάχων. Σε τούτο το τολμηρό σήκωμα του γκρεμισμένου Ναού των Ελλήνων πάνω στους ώμους σας, όπως έγραψε και ο δικός μας ποιητής, εμένα, φίλοι Συνέλληνες θα με έχετε αφοσιωμένο αρωγό και συναγωνιστή και συμπολεμιστή σας. Και επιτρέψτε μου να προτείνω κάτι ακόμη πιό προχωρημένο: όχι απλώς αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων της Ηλείας, αλλά αναβίωση ΟΛΩΝ των, αν όχι πανελληνικών, τουλάχιστον Πελοποννησιακών Αγώνων, αθλητικών και μουσικών και λογοτεχνικών, σε ταυτόχρονη, πολύμορφη και συνδυασμένη διεξαγωγή τους στους τόπους που τους φιλοξενούσαν κατά την αρχαιότητα. Ίσθμια, Λύκαια, Έρμαια, Ηραία, Αλέα, Ηράκλεια, Θεοξένια, Λεωνίδια, Ιθωμαία, Μιξαρχαγέτια, Σωτήρια, Καθηρατόρια, Ασκληπιεία Επιφανέστατα, Κάρνεια, Διοσκούρια, Νέμεα, Σθένια, Ταινάρια..

Εκείνο όμως που πάντοτε πρέπει να κρατάτε κατά νού, είναι αυτή η σημαντική παράμετρος της πατρογονικής, εθνικής μας Παραδόσεως, Θρησκείας και Κοσμοαντιλήψεως που μόλις σάς ανέπτυξα, σε όσον βαθμό τουλάχιστον επιτρέπει μία σύντομη εισήγηση, και η οποία, καλώς ή κακώς, κάθε φορά που για τον χ ή ψ λόγο αγνοείται σε σχέση με την Αρχαία Ελλάδα, καταδικάζει τους αγνοούντες σε παραγωγή τερατουργημάτων ή υβριδίων (δηλαδή μικρών Ύβρεων). Και δεν χρειάζεται να είναι κάποιος Εθνικός για να βοηθήσει στην επανελλήνιση του έθνους μας. Αρκεί η ιδιότητα εκείνου που στέκεται σεβαστικά απέναντι στα προγονικά πράγματα, σύμβολα και θέσμια, ή με άλλα λόγια η στοιχειώδης θέληση του να είναι και να συμπεριφέρεται κάποιος ως ΕΛΛΗΝ.

Αιώνια τιμή και δόξα στο Ερεβοκτόνο Ελληνικό Φώς. Στο Φώς το άπλετο, το υπαρκτό, το πνευματικό Φώς, το Φώς το ανίκητο.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου