«Μαμά φοβάμαι να κοιμηθώ!»
«Φοβάσαι; Ε και; Κι η μαμά σου φοβόταν όταν ήταν μικρή να κοιμηθεί.»
Γονιός ή όχι, σίγουρα έχεις ακούσει πολλές φορές για παιδικές φοβίες κι αντιδράσεις σαν την παραπάνω, δια στόματος φίλων ή γνωστών. Αυτό που πιθανότατα να μην ακούς και τόσο συχνά είναι η απάντηση που είδαμε στον παραπάνω διάλογο. Βλέπεις, οι περισσότεροι γονείς μάλλον θα απαντούσαν «Φοβάσαι; Αν είναι δυνατόν εσύ ένα τόσο μεγάλο παιδί;»
Όλοι μας έχουμε παρόμοιες καταγραφές να θυμόμαστε από τους δικούς μας γονείς. Μας βοήθησαν ή όχι, κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με σιγουριά. Μπορεί ως παιδιά να αναπτύξαμε δικούς μας μηχανισμούς αντιμετώπισης των δικών μας φόβων. Ίσως και το «μη φοβάσαι» των γονιών μας να αρκούσε για να μας απαλλάξει από τις δικές μας παιδικές φοβίες. Πιθανότατα πολλοί από εμάς να εξακολουθούμε να κοιμόμαστε με φωτάκι ή το φως του διαδρόμου αναμμένο έχοντας πια αποδεχθεί την αιτία του φόβου μας, έχοντας έτσι δώσει τη δική μας λύση σε αυτό.
Οι γονείς που προσπαθούν να σταματήσουν τους φόβους των παιδιών τους ακυρώνοντάς τους, κινδυνεύουν να παρατείνουν ή ακόμη και να διογκώσουν την οποιαδήποτε φοβία των παιδιών. Η μαγική λέξη για όλες τις περιπτώσεις είναι μια: αποδοχή. Εξάλλου, με το να σκεπάζουμε το προφανές δεν κερδίζουμε κάτι. Όταν, λοιπόν, εκφράζεται ο φόβος τον αποδεχόμαστε και προσπαθούμε να τον κατανοήσουμε. Να δούμε από πού προήλθε και τι τον προκάλεσε. Κι αν πάλι δεν καταλήξουμε στην αιτία, προχωράμε στο δια ταύτα που είναι η μεθοδική αντιμετώπιση.
Φόβοι για το σκοτάδι, για ζώα και τέρατα, για πλάσματα που βγαίνουν μέσα από την ντουλάπα του δωματίου είναι, σύμφωνα με ψυχολόγους, απόλυτα βάσιμοι κι αναμενόμενοι. Ακόμη κι ο φόβος του αποχωρισμού όταν έρθει η στιγμή το παιδί να πάει στο σχολείο είναι απόλυτα δικαιολογημένος κατά τους ειδικούς. Γιατί, όμως, είναι τόσο δύσκολο για τους γονείς να αποδεχθούν αυτό που έχουν ακούσει πολλάκις και μάλιστα αρκετοί από αυτούς έχουν προετοιμαστεί για αυτό διαβάζοντας σχετικά βιβλία κι επιστημονικά έντυπα;
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός πως οι γονείς που παραδέχονται τους φόβους τους και μάλιστα στα ίδια τους τα παιδιά, μεγαλώνουν δυνατότερα και πιο θαρραλέα παιδιά. Δε θέλει και πολλή ανάλυση το παραπάνω αν σκεφτούμε πολύ απλά πως όταν συμφιλιωνόμαστε με την ιδέα του φόβου, αυτό που καταφέρνουμε είναι να τον μικραίνουμε μέρα με τη μέρα.
Αυτό που το παιδί αποζητά από τον γονιό όταν του εκφράζει τη φοβία του είναι να το καταλάβει κι όχι να το επικρίνει. Τη στιγμή που ο γονιός θα κατέβει στο επίπεδο του παιδιού με πλήρη αποκαθήλωση του εαυτού του ως προς τον φόβο του, θα έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του παιδιού του. Κι έτσι χτίζεται αποτελεσματικά η αυτοπεποίθηση κι η σιγουριά που χρειάζεται ένα μη φοβισμένο και θαρραλέο παιδί.
Από την άλλη, οι γονείς που προσπαθούν –μάταια φυσικά– να ελέγξουν τις φοβίες των παιδιών τους προκαλώντας φόβο με λέξεις όπως «μπαμπούλας» κι άλλες της ίδιας συνομοταξίας, μεγαλώνουν παιδιά που θα γίνουν ενήλικες με αμέτρητες φοβίες και μηδαμινή αυτοπεποίθηση. Η μεγαλύτερη μερίδα γονέων πιστεύουν λανθασμένα πως αν αποδεχθούν τα «φοβάμαι» των παιδιών τους θα φανούν δειλοί κι ανήμποροι. Νομίζουν πως δε θα βοηθήσουν τα παιδιά τους με το να δείξουν την ευάλωτη πλευρά του χαρακτήρα τους.
Κι όμως, εκεί κρύβεται το μυστικό της υπόθεσης. Τα παιδιά που βλέπουν γονείς να μην υποβιβάζουν την σημασία του φόβου τους εκπαιδεύονται στο να τους αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά. Τα παιδιά με γονείς που μοιράζονται τις δικές τους φοβίες γίνονται παιδιά θαρραλέα. Εκείνα τα παιδιά που δε δέχθηκαν «όχι» και «ποτέ» πάνω στο θέμα φοβίες έγιναν παιδιά δυνατά και σίγουρα για τον εαυτό τους. Πόσο μάλλον τα παιδιά των οποίων οι γονείς είπαν κάποια στιγμή: «Ναι, φοβάμαι κι εγώ πολλές φορές στη ζωή μου», εκείνα τα παιδιά βγήκαν κερδισμένα.
Θάρρος σημαίνει βρίσκω τη δύναμη μέσα μου να αντιμετωπίσω τους δικούς μου προσωπικούς «δαίμονες». Κι αν πάλι δεν τους αντιμετωπίσω πλήρως τουλάχιστον θα έχω συμφιλιωθεί με την ιδέα της ύπαρξής τους, βήμα ζωτικής σημασίας. Οι γονείς αποτελούν το παράδειγμα για τα παιδιά τους, διδάσκουν μέσα από τη δική τους συμπεριφορά. Με το να πούνε απροκάλυπτα και απερίφραστα «φοβάμαι κι εγώ κι ας είμαι μεγαλύτερός σου» μεγαλώνουν παιδιά δυνατά, δίχως κόμπλεξ κατωτερότητας κι ανασφάλειες. Δυνατός και γενναίος είναι εκείνος που ξέρει τι σημαίνει φόβος.
«Φοβάσαι; Ε και; Κι η μαμά σου φοβόταν όταν ήταν μικρή να κοιμηθεί.»
Γονιός ή όχι, σίγουρα έχεις ακούσει πολλές φορές για παιδικές φοβίες κι αντιδράσεις σαν την παραπάνω, δια στόματος φίλων ή γνωστών. Αυτό που πιθανότατα να μην ακούς και τόσο συχνά είναι η απάντηση που είδαμε στον παραπάνω διάλογο. Βλέπεις, οι περισσότεροι γονείς μάλλον θα απαντούσαν «Φοβάσαι; Αν είναι δυνατόν εσύ ένα τόσο μεγάλο παιδί;»
Όλοι μας έχουμε παρόμοιες καταγραφές να θυμόμαστε από τους δικούς μας γονείς. Μας βοήθησαν ή όχι, κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με σιγουριά. Μπορεί ως παιδιά να αναπτύξαμε δικούς μας μηχανισμούς αντιμετώπισης των δικών μας φόβων. Ίσως και το «μη φοβάσαι» των γονιών μας να αρκούσε για να μας απαλλάξει από τις δικές μας παιδικές φοβίες. Πιθανότατα πολλοί από εμάς να εξακολουθούμε να κοιμόμαστε με φωτάκι ή το φως του διαδρόμου αναμμένο έχοντας πια αποδεχθεί την αιτία του φόβου μας, έχοντας έτσι δώσει τη δική μας λύση σε αυτό.
Οι γονείς που προσπαθούν να σταματήσουν τους φόβους των παιδιών τους ακυρώνοντάς τους, κινδυνεύουν να παρατείνουν ή ακόμη και να διογκώσουν την οποιαδήποτε φοβία των παιδιών. Η μαγική λέξη για όλες τις περιπτώσεις είναι μια: αποδοχή. Εξάλλου, με το να σκεπάζουμε το προφανές δεν κερδίζουμε κάτι. Όταν, λοιπόν, εκφράζεται ο φόβος τον αποδεχόμαστε και προσπαθούμε να τον κατανοήσουμε. Να δούμε από πού προήλθε και τι τον προκάλεσε. Κι αν πάλι δεν καταλήξουμε στην αιτία, προχωράμε στο δια ταύτα που είναι η μεθοδική αντιμετώπιση.
Φόβοι για το σκοτάδι, για ζώα και τέρατα, για πλάσματα που βγαίνουν μέσα από την ντουλάπα του δωματίου είναι, σύμφωνα με ψυχολόγους, απόλυτα βάσιμοι κι αναμενόμενοι. Ακόμη κι ο φόβος του αποχωρισμού όταν έρθει η στιγμή το παιδί να πάει στο σχολείο είναι απόλυτα δικαιολογημένος κατά τους ειδικούς. Γιατί, όμως, είναι τόσο δύσκολο για τους γονείς να αποδεχθούν αυτό που έχουν ακούσει πολλάκις και μάλιστα αρκετοί από αυτούς έχουν προετοιμαστεί για αυτό διαβάζοντας σχετικά βιβλία κι επιστημονικά έντυπα;
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός πως οι γονείς που παραδέχονται τους φόβους τους και μάλιστα στα ίδια τους τα παιδιά, μεγαλώνουν δυνατότερα και πιο θαρραλέα παιδιά. Δε θέλει και πολλή ανάλυση το παραπάνω αν σκεφτούμε πολύ απλά πως όταν συμφιλιωνόμαστε με την ιδέα του φόβου, αυτό που καταφέρνουμε είναι να τον μικραίνουμε μέρα με τη μέρα.
Αυτό που το παιδί αποζητά από τον γονιό όταν του εκφράζει τη φοβία του είναι να το καταλάβει κι όχι να το επικρίνει. Τη στιγμή που ο γονιός θα κατέβει στο επίπεδο του παιδιού με πλήρη αποκαθήλωση του εαυτού του ως προς τον φόβο του, θα έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του παιδιού του. Κι έτσι χτίζεται αποτελεσματικά η αυτοπεποίθηση κι η σιγουριά που χρειάζεται ένα μη φοβισμένο και θαρραλέο παιδί.
Από την άλλη, οι γονείς που προσπαθούν –μάταια φυσικά– να ελέγξουν τις φοβίες των παιδιών τους προκαλώντας φόβο με λέξεις όπως «μπαμπούλας» κι άλλες της ίδιας συνομοταξίας, μεγαλώνουν παιδιά που θα γίνουν ενήλικες με αμέτρητες φοβίες και μηδαμινή αυτοπεποίθηση. Η μεγαλύτερη μερίδα γονέων πιστεύουν λανθασμένα πως αν αποδεχθούν τα «φοβάμαι» των παιδιών τους θα φανούν δειλοί κι ανήμποροι. Νομίζουν πως δε θα βοηθήσουν τα παιδιά τους με το να δείξουν την ευάλωτη πλευρά του χαρακτήρα τους.
Κι όμως, εκεί κρύβεται το μυστικό της υπόθεσης. Τα παιδιά που βλέπουν γονείς να μην υποβιβάζουν την σημασία του φόβου τους εκπαιδεύονται στο να τους αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά. Τα παιδιά με γονείς που μοιράζονται τις δικές τους φοβίες γίνονται παιδιά θαρραλέα. Εκείνα τα παιδιά που δε δέχθηκαν «όχι» και «ποτέ» πάνω στο θέμα φοβίες έγιναν παιδιά δυνατά και σίγουρα για τον εαυτό τους. Πόσο μάλλον τα παιδιά των οποίων οι γονείς είπαν κάποια στιγμή: «Ναι, φοβάμαι κι εγώ πολλές φορές στη ζωή μου», εκείνα τα παιδιά βγήκαν κερδισμένα.
Θάρρος σημαίνει βρίσκω τη δύναμη μέσα μου να αντιμετωπίσω τους δικούς μου προσωπικούς «δαίμονες». Κι αν πάλι δεν τους αντιμετωπίσω πλήρως τουλάχιστον θα έχω συμφιλιωθεί με την ιδέα της ύπαρξής τους, βήμα ζωτικής σημασίας. Οι γονείς αποτελούν το παράδειγμα για τα παιδιά τους, διδάσκουν μέσα από τη δική τους συμπεριφορά. Με το να πούνε απροκάλυπτα και απερίφραστα «φοβάμαι κι εγώ κι ας είμαι μεγαλύτερός σου» μεγαλώνουν παιδιά δυνατά, δίχως κόμπλεξ κατωτερότητας κι ανασφάλειες. Δυνατός και γενναίος είναι εκείνος που ξέρει τι σημαίνει φόβος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου