ΙΟΥΔΑΣ Ο ΙΣΚΑΡΙΩΤΗΣ (יהודה איש־קריות)
(ΜΕΡΟΣ Β')
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ - Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Ο Ιούδας, γεννήθηκε στην Ισκαρία εξ΄ ου και Ισκαριώτης, και ο πατέρας του λεγόταν Ρόβελ. Ένα βράδυ, αναφέρει ή Παράδοση (Βιβλίο Τριωδίου τού Μεγάλου Συναξαριστή), η γυναίκα του Ρόβελ, είδε ένα φοβερό όνειρο. Ξύπνησε τρομαγμένη από τον φόβο της. Και ενώ προσπαθούσε να την καθησυχάσει ο άνδρας της, αυτή του είπε: "Είδα στο όνειρό μου ότι θα μείνω έγκυος και το αγόρι που θα γεννήσω θα γίνει αιτία της καταστροφής του γένους των Εβραίων". Ο άνδρας της την περιγέλασε σαν ανόητη που πιστεύει σε όνειρα, ενώ αυτή προτίμησε να σωπάσει. Την ίδια νύκτα όμως έμεινε έγκυος. Γέννησε πράγματι αγόρι, αλλά φοβούμενη μήπως το όνειρο βγει πραγματικότητα, θέλησε να το σκοτώσει. Κρυφά από τον Ρόβελ έφτιαξε ένα καλάθι, το άλειψε με πίσσα και το έριξε στην θάλασσα της Γαλιλαίας, λέγοντας ψέματα στον άνδρα της για την τύχη του παιδιού. Το κιβώτιο αυτό παρασυρμένο από τους ανέμους έφθασε σ' ένα μικρό νησάκι απέναντι της Ισκαρίας, που κατοικούσαν βοσκοί...
Το βρήκαν οι βοσκοί και αρχικά το έτρεφαν από το γάλα των ζώων, μετά όμως το έδωσαν σε μια συγχωριανή τους να το θηλάζει, και το ονόμασαν Ιούδα, γιατί κατάλαβαν ότι προερχόταν από το γένος των Εβραίων. Όταν άρχισε να περπατάει, πήραν το παιδί από το νησάκι και το έφεραν στην Ισκαρία. Κατά μία περίεργη σύμπτωση και ενώ έψαχναν ρωτώντας σε ποιους μπορούσαν ν' αφήσουν το παιδί, πέσανε επάνω στον Ρόβελ, στον πραγματικό του δηλαδή πατέρα, ο οποίος και τ' ανέλαβε μη γνωρίζοντας ότι ήταν το δικό του, χαμένο παιδί. Ο Ιούδας, ήταν ένα πολύ όμορφο παιδί, και ή μητέρα του το αγαπούσε υπερβολικά, σκεπτόμενη πάντα και το δικό της το παιδί που είχε παλαιότερα ρίξει στη θάλασσα.
Στο μεταξύ γέννησε και δεύτερο παιδί ανατρέφοντας και τα δύο μαζί αλλά ο Ιούδας πονηρός εκ φύσεως και υπολογίζοντας στην διανομή της πατρικής περιουσίας έδερνε σε κάθε ευκαιρία το άλλο παιδί, προσπαθώντας να το ξεκάνει. Η μητέρα τους συμβούλευε τον Ιούδα λέγοντάς του ότι από κοινού θα είναι μοιρασμένη ή περιουσία των γονέων τους και να πάψει επί τέλους να κτυπάει άσπλαχνα τον αδελφό του. Μια μέρα όμως ο Ιούδας σαν μεγαλύτερος και δυνατότερος που ήταν, αφού σκότωσε τον αδελφό του κτυπώντας τον με μια πέτρα στα μηνίγγια, έφυγε για την Ιερουσαλήμ φοβούμενος την τιμωρία.
Κλαίγοντας οι γονείς απαρηγόρητα πού έχασαν έτσι και τα δύο παιδιά τους έπεσαν σε μεγάλη θλίψη. Εν τω μεταξύ ο Ιούδας, φιλάργυρος και πονηρός όπως ήταν, γνωρίστηκε στην Ιερουσαλήμ με τον βασιλιά Ηρώδη, ο οποίος εκτιμώντας την δύναμη και την ομορφιά του, όπως τότε οι βασιλείς συνήθιζαν για να διαλέγουν τους σωματοφύλακές τους, τον έβαλε φροντιστή και οικονόμο στο παλάτι του. Μετά από λίγο καιρό λόγω ταραχών στην Ισκαρία, ο Ρόβελ παίρνοντας την γυναίκα του και τα υπάρχοντά του ήλθε και κατοίκησε στα Ιεροσόλυμα, όπου και αγόρασε ένα πλούσιο σπίτι κοντά στο παλάτι τού Ηρώδη, χωρίς να γνωρίσουν τον Ιούδα αλλά ούτε και ο Ιούδας αυτούς.
Μια μέρα πρόσεξε ο Ιούδας ότι ο βασιλιάς Ηρώδης κοιτούσε τακτικά από το παράθυρο των ανακτόρων τους ωραίους κήπους του Ρόβελ. Μ' αυτή την αφορμή και θέλοντας να φανεί εξυπηρετικός στον Ηρώδη μπήκε στους κήπους αυτούς και αφού έκοψε τα ωραιότερα άνθη και τους καλύτερους καρπούς θέλησε να φύγει. Τον είδε ο Ρόβελ και του είπε: "Γιατί το έκανες αυτό; Αν ήθελες κάτι για τον βασιλέα μπορούσες να μου το ζητήσεις". Αντί άλλης απαντήσεως ο Ιούδας, κακότροπος όπως ήταν, και αφού βεβαιώθηκε ότι ήσαν μόνοι τους, άρπαξε μια πέτρα και σκότωσε τον πατέρα του όπως είχε σκοτώσει και τον αδελφό του, ενημερώνοντας και τον Ηρώδη για το συμβάν ο οποίος και τον κάλυψε, για να μη μαθευτεί στον κόσμο και εκτεθεί το παλάτι.
Θέλοντας ο Ηρώδης, άπληστος όπως ήταν, ν' αρπάξει τα ωραία κτήματα του Ρόβελ που συνόρευαν με τα δικά του, πίεσε τον Ιούδα να παντρευτεί την χήρα του φονευθέντος, δηλαδή την μητέρα του, πράγμα που έγινε. Ο Ιούδας, έζησε αρκετά χρόνια σαν σύζυγος της χήρας Ρόβελ, κάνοντας και παιδιά μαζί της. Κάποια μέρα, βρίσκοντας την χήρα να κλαίει ενθυμούμενη τα όσα κακά την είχαν μέχρι τότε συναντήσει, και ρωτώντας την τι της συμβαίνει, αυτή άρχισε να του εξιστορεί λεπτομερώς την ζωή της. Ο Ιούδας, έχοντας μάθει από τούς βοσκούς, το πως τον είχαν μαζέψει από την θάλασσα, μέσα στο καλαθάκι με την πίσσα, κατάλαβε ότι η χήρα ήταν η μητέρα του, και της είπε.
Ακούγοντας όλα αυτά ή μητέρα του και μάλιστα ότι είχε πέσει και σε αιμομιξία και τεκνογονία με το παιδί της, κτυπιόταν με θρήνους για το κατάντημά της λέγοντας στον Ιούδα να φύγει από εμπρός της και να μη τον ξαναδούν τα μάτια της. Από το γεγονός αυτό και μετά, συναισθανόμενος ο Ιούδας το βάθος των εγκληματικών του πράξεων, και ακούγοντας ότι κάποιος σπουδαίος διδάσκαλος, ο Χριστός, έχει εμφανιστεί στα μέρη της Γαλιλαίας καλώντας τους αμαρτωλούς σε μετάνοια, πήγε σ' Αυτόν θέλοντας να σώσει την ψυχή του. Ο Χριστός, σαν εύσπλαχνος προς όλους τους αμαρτωλούς, τον δέχθηκε μαθητή του.
Δίνοντάς του μάλιστα και την διαχείριση των χρημάτων του ταμείου της ελεημοσύνης που ήταν απαραίτητα για την συντήρηση όλων των μαθητών και του λαού που ακολουθούσε. Ο Ιούδας όμως, παρ΄ όλο που έβλεπε αλλά και έκανε κι΄ αυτός θαύματα επικαλούμενος τ' όνομα του Χριστού όπως και οι άλλοι Απόστολοι, εν τούτοις συνέχιζε τις παλαιές κακίες του κλέβοντας το ταμείο. Αποκορύφωμα αυτής της κακίας του ήταν να κλείσει συμφωνία με τούς αρχιερείς και να πουλήσει τον ίδιο τον διδάσκαλό του στην εξευτελιστική τιμή των 30 αργυρίων, πού ήταν τότε μία συνηθισμένη τιμή στα σκλαβοπάζαρα ανθρώπων, παρ΄ όλο που ο Χριστός έφθασε στο σημείο να του πλύνει και τα πόδια, θέλοντας να τον φέρει σε συναίσθηση της βαρύτατης πράξης της προδοσίας.
Ο ΙΟΥΔΑΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Δύο είναι οι τρόποι διαχείρισης του Ιούδα στη λογοτεχνική δημιουργία, πεζογραφική και ποιητική. Ο πρώτος στέκεται πιστός στην εκκλησιαστική εμπειρία και παράδοση για τα Πάθη και την Ανάσταση του Χριστού και τους «πρωταγωνιστές» τους. Εδώ οφείλουμε να διακρίνουμε δύο υποπεριπτώσεις:
Γράφει ο Τ.Κ. Παπατσώνης: «Ἡ σκέψη μου πάει, καθώς θά καταλάβατε, στό μαγκάλι ἐκεῖνο, πού ζεσταινόταν ὁ Πέτρος, καί στίς παιδίσκες, πού δέν ἦταν ἄμοιρες ἀπό κάποια παιχνιδιάρικιαν αὐταρέσκεια, ὅταν πειραχτικά τοῦ λέγαν “καί σύ μετ’ αὐτοῦ εἶ”. Ἡ σκέψη μου πάει στήν τριπλήν ἄρνηση, πού τί ἄλλο ἦταν ἀπό προδοσία; Κι ὅμως ἄρκεσε νά κράξει ὁ πετεινός καί νά τοῦ ρίξει ἕνα βλέμμα ὁ Κατάδικος, γιά νά συνέλθει, νά βγεῖ ἔξω καί νά κλάψει πικρά. Αὐτός ἔχυσε τά δάκρυα τ’ ἀναγεννητικά, ὁ ἄλλος βουτήχτηκε στήν ἀπόγνωση καί κρεμάστηκε στό παλούκι τό ξεραμένο. Δροσιά τῆς Χάριτος ἔλουσε τόν ἕνα, στυγνός θάνατος ηὗρε τόν ἄλλον: πόσο ἀνόμοια, ἀλήθεια, ἡ ἔκβαση τῆς ἴδιας προδοσίας».
Διαβάζουμε στο κείμενο του Φώτη Κόντογλου με τίτλο «Οι φονείς του Χριστού» για τους Φαρισαίους και τον Ιούδα: «Ο υποκριτής δεν έχει Θεό και νόμο και καμώνεται ίσια ίσια πως φοβάται τον Θεό και το νόμο Του. Είναι μια ψυχή σαπισμένη και βρωμερή κι αμετανόητη. Ο κάθε αμαρτωλός μπορεί να μετανοιώση, ο υποκριτής είναι αμετανόητος, σα να ’κανε συμβόλαιο με το διάβολο». Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος έγραψε στο έργο ημερολογιακών του καταγραφών «Collectanea» πως «ο Ιούδας άνοιξε στο φίλημα νέους ορίζοντες, άγνωστους πριν». Ποτέ η προδοσία στην ανθρώπινη Ιστορία δεν έλαβε το σχήμα της προβατόσχημης αγάπης, όσο τη στιγμή του φιλιού του Ιούδα προς τον Διδάσκαλό Του.
Ο συγγραφέας και ποιητής Giovanni Papini ξεκίνησε ως αρνητής και διώκτης του Χριστιανισμού, αλλά, βλέποντας το τρομακτικό κενό του μηδενισμού να κυριαρχεί στην Ευρώπη μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στρέφεται προς τη Χριστιανική παράδοση, ως απάντηση στα αδιέξοδα του «προοδευμένου» ανθρώπου. Εξίσου διάσημο έργο του με την Ιστορία του Χριστού είναι το βιβλίο του «Οι Μάρτυρες του Θείου Πάθους» (1938). Στο πρώτο κεφάλαιο αυτής της λογοτεχνικής μετάπλασης των Ευαγγελίων ένας άγνωστος -ο διάβολος- προσεγγίζει τον Ιούδα και τον παρακινεί στην προδοσία.
«Μη φοβάσαι καθόλου, λοιπόν. Αυτός είναι άνθρωπος σαν και σένα και τίποτα περισσότερο. Αν Τον προδώσεις, δεν θα μπορέσει να σε εκδικηθεί ούτε τώρα ούτε αργότερα. Θα Τον συλλάβουν και θα αφεθεί να συλληφθεί, θα Τον μαστιγώσουν και θα αφεθεί να μαστιγωθεί, θα Τον καρφώσουν πάνω σ’ ένα σταυρό και δεν θ’ αντισταθεί καθόλου. Θα αισθανθεί πόνο σαν άνθρωπος, θα ματώσει όπως κάθε άνθρωπος, θα φωνάξει και θα επικαλεστεί τον Θεό όπως κάνουν όλοι οι άνθρωποι. Μη φοβάσαι καθόλου, Ιούδα, πρόδωσέ Τον και ελευθέρωσε τη γη απ’ αυτόν τον εχθρό. Αν κάτι σε κρατάει ακόμη για να μην Τον προδώσεις, σκέψου και θυμήσου ότι Αυτός σε έχει ήδη προδώσει.
Αυτός ξέρει ότι το χρήμα είναι φθοροποιό και μολυσμένο, γι’ αυτό δεν ήθελε ούτε να αγγίξει το νόμισμα του φόρου, τόσο το τρέμει. Ξέρει ότι το χρήμα μαγαρίζει και διαφθείρει, ότι καίει και δαιμονίζει, και σε ποιον το έδωσε για να το κρατάει, να το αποταμιεύει, να το διαχειρίζεται; Το έδωσε σ’ εσένα Ιούδα, σαν να μην ήσουν Απόστολος, αλλά εχθρός. Πρόσεξε λίγο πόσο διαφορετικά φέρεται απέναντι στους συντρόφους Του. Ο Πέτρος είναι ο πρωθυπουργός και ο αναπληρωματικός του, ο Ιάκωβος, είναι ο αγγελιαφόρος του, ο Ιωάννης ο αγαπημένος ακόλουθός του, ο μικρότερος αδερφός του.
Εσύ, αντίθετα, τι είσαι; Αυτός που κουβαλά το πουγγί, ο άνθρωπος που μετράει και φυλάει τα χρήματα, δηλαδή αυτός που έχει εκτεθεί στον κίνδυνο της μόλυνσης, το σύμβολο του ποταπού φιλάργυρου, του άπληστου κλέφτη». Με αυτά τα επιχειρήματα στο έργο του Παπίνι ο διάβολος πείθει τον Ιούδα για την προδοσία. Αλλά ο Ιούδας φανερώνεται «προδότης και δόλιος» και σ’ ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής λυρικής παράδοσης, σε ποιητές, που ως είπαμε αντλούν την έμπνευσή τους από την εκκλησιαστική λαϊκή ευσέβεια. Στο περίφημο λυρικό ξεδίπλωμα του έργου «Πάσχα Ελλήνων» (1946), του Άγγελου Σικελιανού, διαβάζουμε:
Στα ίδια μονοπάτια βγαλμένα από τη ριζωμένη μέσα του βίωση της πίστης του κόσμου απ’ όπου προήλθε, δηλαδή του κόσμου του δημοτικού τραγουδιού, πορεύεται και ο κορυφαίος ποιητής του μοντερνισμού Νίκος Γκάτσος. Στην ενότητα ποιημάτων του «Μέρες Επιταφίου» (Μεγάλη Δευτέρα - Μεγάλο Σάββατο), στο ποίημα για τη Μεγάλη Πέμπτη διαβάζουμε τους εξαίσιους στίχους για το δαιμονισμό της προδοσίας:
Χαρακτηριστικό ποίημα της λυρικής μας γραμματείας, το ποίημα «Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος» του Στέλιου Σπεράντσα (1881 - 1962):
Μιλήσαμε για δύο τρόπους διαχείρισης του Ιούδα κατά τη λογοτεχνική του μετάπλαση. Έχοντας δει έως τώρα ενδεικτικά παραδείγματα, όπου η λογοτεχνία αναφέρεται στον Ιούδα των Ευαγγελίων, αξίζει να αναφερθούμε σ’ εκείνη την πλευρά της λογοτεχνικής δημιουργίας του νεωτερικού κόσμου, η οποία, έχοντας αρνηθεί την παραχαραγμένη από τη δυτική χριστιανοσύνη παρουσία του Χριστού ως Θεανθρώπου, καταλήγει στην άρνηση. Μέσα στα όρια αυτής της άρνησης, που έχει να κάνει με την τραγωδία και το μηδενισμό του σύγχρονου πολιτισμού, το πρόσωπο του Χριστού εκπίπτει σε πρόσωπο ενός ανώδυνου κοινωνικού αναμορφωτή και διδασκάλου.
Ο Ιούδας, σύντροφος αυτού του κοινωνικού αναμορφωτή, διαφωνεί μαζί Του ως προς τους τρόπους και τη μέθοδο του ξεσηκωμού των Εβραίων εναντίον της κοινωνικής αδικίας και του κατακτητή. Η αντίληψη αυτή περνάει και στα καθ’ ημάς. Εμβληματική φυσιογνωμία αυτών των αντιλήψεων αποτελεί ο τραγικός στην αγωνία και στην αναζήτησή του και κατά τα άλλα ιδιοφυής δημιουργός, Νίκος Καζαντζάκης. Στο πολυσυζητημένο έργο του «Ο τελευταίος πειρασμός» (1955) ο Ιούδας παρουσιάζεται ως εξής:
«Ορκίστηκα στους αδελφούς μου τους Ζηλωτές, ορκίστηκα στη μάνα του σταυρωμένου να σε σκοτώσω. Καλώς ήρθες, σταυρωτή· σούριξα κι ήρθες. Πετάχτηκε απάνω, έβαλε το μάνταλο της πόρτας, γύρισε και κουλουριάστηκε πάλι στη γωνιά, με το πρόσωπο γυρισμένο κατά τον Ιησού.
- Ακουσες τι είπα; Μην αρχίσεις τα κλάματα· ετοιμάσου.
- Είμαι έτοιμος.
- Μη βάλεις τις φωνές· γρήγορα! Όσο ’ναι ακόμα νύχτα να φύγω.
- Καλώς σε βρήκα, Ιούδα, αδερφέ μου· είμαι έτοιμος. Δε σούριξες εσύ, σούριξε ο Θεός κι ήρθα· όλα καλά τα βόλεψε η χάρη του, ήρθες την ώρα που έπρεπε, Ιούδα αδερφέ μου· απόψε η καρδιά μου καθάρισε, αλάφρωσε, μπορώ να παρουσιαστώ στο Θεό. Κουράστηκα να ζω και να παλεύω μαζί του. Απλώνω το λαιμό, Ιούδα, είμαι έτοιμος.
- Αν δε σε σκοτώσω, είπε τέλος, τι έχεις σκοπό να κάμεις;
- Δεν ξέρω. Ο,τι αποφασίσει ο Θεός. Λέω να σηκωθώ και να μιλήσω στους ανθρώπους.
- Τι θα τους πεις;.
- Πώς θες να ξέρω, Ιούδα, αδερφέ μου; Εγώ θ’ ανοίξω το στόμα μου κι ο Θεός θα μιλήσει.
- Γιατί το μετάνιωσες, Ιούδα, αδερφέ μου; Εγώ ήμουν έτοιμος.
- Περίμενα.
- Περίμενες τι;
- Να δω αν είσαι Αυτός που περιμένει ο Ισραήλ».
Ο χαρισματικός ποιητής Κώστας Βάρναλης, φορέας των κοινωνιστικών - μαρξιστικών αντιλήψεων, παρά την πηγαία λαϊκότητά του και ενόσω έχει εξαιτίας της και εξαιτίας της μελέτης της εκκλησιαστικής παράδοσης γράψει στίχους γεμάτους σεβασμό προς το πρόσωπο του Χριστού και της Παναγίας μητέρας Του, στους «Σκλάβους πολιορκημένους» (1927), εκλαμβάνοντας τον Ιούδα ως ζηλωτή και κοινωνικό αγωνιστή.
ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
Ιστορικό Πλαίσιο
Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 332 π.Χ. και το διαμελισμό του κράτους του στα Ελληνιστικά βασίλεια η Παλαιστίνη αρχικά περιέρχεται στο κράτος των Πτολεμαίων της Αιγύπτου, αλλά από το 200 π.Χ. θα περάσει στα χέρια των Σελευκιδών της Συρίας. Το 167 π.Χ. ξεσπάει η Μακκαβαϊκή επανάσταση, η οποία θα οδηγήσει τους Ιουδαίους σε πλήρη αυτονομία από το κράτος των Σελευκιδών και από το 104 π.Χ. στη δημιουργία ανεξάρτητου Ιουδαϊκού βασιλείου. Το 63 π.Χ. όμως ο Πομπήιος, έχοντας μετατρέψει ήδη το διαλυμένο κράτος των Σελευκιδών σε Ρωμαϊκή επαρχία αμαχητί, εισέρχεται θριαμβευτής στην Ιερουσαλήμ.
Έπειτα από πολλές περιπέτειες και εσωτερικές διαμάχες στην Ιουδαία ο Μάρκος Αντώνιος πείθει τη Σύγκλητο να διορίσει βασιλέα στην Παλαιστίνη το φίλο του, Ηρώδη τον Μέγα (37 - 4 π.Χ.), ως βασιλέα σύμμαχο μεν των Ρωμαίων (rex socius), αλλά στην ουσία βεβαίως υποτελή. Μετά το θάνατο του Ηρώδη του Μεγάλου η Ρώμη επικύρωσε τη διαθήκη του και το βασίλειό του διενεμήθη στους τρεις γιους του. Η Ιουδαία, η περιοχή που κυρίως μας ενδιαφέρει, μαζί με την Ιδουμαία στον Νότο και τη Σαμάρεια στον Βορρά περιήλθαν στα χέρια του Ηρώδη του Αρχέλαου.
Το 6 μ.Χ. όμως ο Αρχέλαος κατόπιν παρεμβάσεως αντιπροσωπείας Ιουδαίων στη Ρώμη κατηγορήθηκε για σειρά αυθαιρεσιών, σκληρότητα και κακοδιοίκηση και εξορίσθηκε στη Γαλατία (Γαλλία). Η περιοχή του με τη συγκατάθεση και των Ιουδαίων μετετράπη σε ημιανεξάρτητη Ρωμαϊκή επαρχία με το όνομα Provincia Judaeae (Επαρχία Ιουδαίας), αλλά υπαγόμενη διοικητικά στη μείζονα επαρχία της Συρίας. Οι Ρωμαίοι μετέφεραν την πρωτεύουσα από την επικίνδυνη και πολύ Ιουδαϊκή Ιερουσαλήμ στην Ελληνιστική Καισάρεια της Παλαιστίνης κοντά στο σημερινό Τελ Αβίβ. Την εποχή που μας απασχολεί Αυτοκράτωρ της Ρώμης είναι ο Τιβέριος (14 μ.Χ. - 37 μ.Χ.) και «επίτροπος» (praefectus) της Ιουδαίας ο Πόντιος Πιλάτος (26 μ.Χ. - 36 μ.Χ.).
Η Ιουδαϊκή Ηγεσία Απέναντι στον Ιησού
Απ' όλους τους Ευαγγελιστές ο Ιωάννης είναι εκείνος ο οποίος μας δίνει τη σαφέστερη εικόνα για τους λόγους που οδήγησαν την ιουδαϊκή ηγεσία στην απόφαση να απαλλαγεί μια και καλή από την ούτως ή άλλως ενοχλητική παρουσία του Ιησού. «Τί ποιοῦμεν; ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλὰ ποιεῖ σημεῖα· ἐὰν ἀφῶμεν αὐτὸν οὕτως, πάντες πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, καὶ ἐλεύσονται οἱ Ῥωμαῖοι καὶ ἀροῦσιν ἡμῶν καὶ τὸν τόπον (δηλ. το ιερόν, τον ναό) καὶ τὸ ἔθνος». Ασχέτως εάν ο Καϊάφας, στον οποίο αποδίδονται τα λόγια αυτά, αμφισβητούσε ή όχι εκείνα που ένα μέρος τουλάχιστον του λαού θεωρούσε ως «σημεία» του Ιησού, ο Ιησούς θα μπορούσε να καταστεί δημόσιος κίνδυνος και απειλή για την ίδια την υπόσταση του ιουδαϊκού έθνους.
Εάν ο λαός παρασυρόταν από έναν Ψευδομεσσία, όπως πίστευε για τον Ιησού ο Καϊάφας, και κήρυσσε την επανάσταση κατά των Ρωμαίων, η τύχη του έθνους θα ήταν σαν αυτή που τελικά δεν απέφυγε, όταν η επανάσταση του 66 - 70 οδήγησε στην οριστική καταστροφή του ναού, στη σφαγή και στον εξανδραποδισμό χιλιάδων Ιουδαίων. Ο Καϊάφας ήξερε ότι ήδη υπήρχε κακό προηγούμενο. Όταν το 6 η Ιουδαία έγινε Ρωμαϊκή επαρχία, κάποιοι επαναστάτησαν και αρνήθηκαν να υποταχθούν ή να πληρώσουν φόρους στον Αυτοκράτορα. Η απόλυτα Θεοκρατική τους συνείδηση δεν τους επέτρεπε «μετὰ τὸν Θεὸν» ούτε να δεχθούν, αλλά ούτε και να ανεχθούν άλλους «θνητοὺς δεσπότας», όπως μας διηγείται ο Ιώσηπος.
Φυσικά, οι Ζηλωτές αυτοί και ο αρχηγός τους ο Ιούδας ο Γαλιλαίος ή Γαυλανίτης (δηλ. από το Γκωλάν) είχαν το οικτρό τέλος που επεφύλασσαν οι Ρωμαίοι σε τέτοιου είδους κινήματα. Εν τούτοις το Ζηλωτικό κίνημα όχι μόνο δεν ηττήθηκε, αλλά ανδρώθηκε και τελικά οδήγησε στην επανάσταση του 66. Υπό το πνεύμα αυτό ο Καϊάφας δεν είχε εντελώς άδικο να ανησυχεί. Ο κόσμος είχε αρχίσει να πιστεύει ότι ο Ιησούς είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας του Ισραήλ, ο απόγονος του Δαυίδ, που θα αποκαθιστούσε τη βασιλεία. Το λιγότερο που ασφαλώς θα περίμεναν από Αυτόν ήταν να διώξει οριστικά τους Ρωμαίους.
Ακόμη και μετά την Ανάσταση οι ίδιοι οι μαθητές εξακολουθούσαν να ρωτούν με χαρακτηριστική αφέλεια: «Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ»; Η Ιουδαϊκή ηγεσία ανησύχησε ακόμη περισσότερο και από την υποδοχή του πλήθους, που επευφημούσε τον Ιησού, καθώς εκείνος εισερχόταν στην πόλη της Ιερουσαλήμ για την εορτή του Πάσχα, κραυγάζοντας τα λόγια του ψαλμού 117· «ὡσαννά· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· εὐλογημένη ἡ ἐρχομένη βα- σιλεία τοῦ πατρὸς ἡμῶν Δαυίδ· ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις».
Η ιαχή του πλήθους «ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις», δηλ. «σώσε μας Εσύ που είσαι εκεί ψηλά στα ουράνια», τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει εκείνη τη στιγμή, αν όχι ότι έβλεπαν τον Ιησού ως τον απεσταλμένο από τα ουράνια βασιλέα του Ισραήλ, που θα απαλλάξει το έθνος από την υποτέλεια και τα δεινά αιώνων από τα οποία υπέφερε; Γι’ αυτό και απογοητεύτηκαν πλήρως και φώναζαν «ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν», όταν είδαν το ίνδαλμά τους, τον «ἐν τοῖς ὑψίστοις» υποτιθέμενο βασιλέα τους, να συλλαμβάνεται και να διασύρεται κατά το χειρότερο τρόπο μπροστά στον Πιλάτο. Ο Ιησούς όμως δεν ήταν ούτε Αυτός που περίμενε το πλήθος ούτε Αυτός που φοβόταν ο Καϊάφας.
«Ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» ήταν η απάντηση του Ιησού, όταν ο Πιλάτος τού απηύθυνε ειρωνικά το ερώτημα «σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων»; Όπως αργότερα κατάλαβαν και οι Απόστολοι, που μετέφεραν και διέδωσαν τη δική τους μαρτυρία για τον Ιησού, η Μεσσιανικότητα και η βασιλεία του Ιησού άφηναν πολύ πίσω τις όποιες πολιτικές φιλοδοξίες του παλαιού Ισραήλ και απλώνονταν σ’ ένα νέο είδος οικουμενικής βασιλείας, φορέας και πρόγευση της οποίας επρόκειτο να γίνει η κοινωνία των ανθρώπων μέσα σ’ αυτό που ονομάστηκε Εκκλησία, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο νέος λαός του Θεού, ο νέος Ισραήλ «ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς», εν πορεία προς τη βασιλεία του Θεού με κέντρο την πίστη στην εν Χριστώ Ιησού νίκη επί του θανάτου και την προσδοκία της αναστάσεως εκ νεκρών.
Ο Καϊάφας είχε διορισθεί αρχιερεύς ήδη από τον προκάτοχο του Πιλάτου, τον Βαλέριο Γράτο (Valerius Gratus), το 18 και διατηρήθηκε στο αξίωμα αυτό του μέχρι το 36. Ως μέγας αρχιερεύς ήταν ο πνευματικός ηγέτης των απανταχού Ιουδαίων και πρόεδρος του Μεγάλου Συνεδρίου (Sanhedrin), του ανώτατου διοικητικού, δικαστικού, πολιτικού και θρησκευτικού οργάνου του Ιουδαϊσμού. Οι εκάστοτε αρχιερείς δεν ήταν ούτε αιρετοί ούτε λαοπρόβλητοι, ήταν δοτοί της Ρωμαϊκής εξουσίας. Ο διορισμός ή η παύση τους υπαγορευόταν από τα εκάστοτε συμφέροντα των Ρωμαίων. Το Μεγάλο Συνέδριο, στο οποίο προήδρευε ο αρχιερεύς, απετελείτο από 70 άτομα χωρισμένα σε τρεις ομάδες, τους αρχιερείς, τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς.
Οι γραμματείς ήταν επαγγελματίες δικηγόροι και νομοδιδάσκαλοι, ενώ οι πρεσβύτεροι εξέχοντα μέλη της αριστοκρατίας. Οι αρχιερείς ήταν τα μέλη του αρχιερατικού συμβουλίου, δηλ. σύμβουλοι του αρχιερέως προερχόμενοι κυρίως από την τάξη των ιερέων, πρώην ή επίδοξοι αρχιερείς ως επί το πλείστον, οι οποίοι ασκούσαν και διάφορες εξουσίες στο ναό. Ο μέγας αρχιερεύς ήταν πάντοτε ένας. Την εποχή του Ιησού Χριστού δύο ήταν οι παρατάξεις που διεκδικούσαν την εξουσία σε πολιτικό και θρησκευτικό επίπεδο στο εσωτερικό του Ιουδαϊσμού, οι Σαδδουκαίοι και οι Φαρισαίοι. Δεν πρόκειται για θεσμικά όργανα εξουσίας, αλλά για πολιτικοθρησκευτικά κόμματα.
Σε πολιτικό επίπεδο οι Σαδδουκαίοι αντιπροσώπευαν κυρίως την άρχουσα τάξη και τους γαιοκτήμονες, ενώ οι Φαρισαίοι προέρχονταν κυρίως από τη μεσαία τάξη και διέθεταν μεγαλύτερη επιρροή στο λαό. Σε θρησκευτικό επίπεδο οι διαφορές τους ήταν ακόμη μεγαλύτερες. Αντίθετα προς την ακαμψία των Σαδδουκαίων ως προς την ερμηνεία του νόμου οι Φαρισαίοι είχαν αναπτύξει μεθόδους ερμηνείας, που επικαιροποιούσαν το νόμο και προσάρμοζαν την εφαρμογή του πολύ καλύτερα στα προβλήματα που ανέκυπταν στην εποχή τους. Οι γραμματείς στην πλειονότητά τους είχαν προσχωρήσει στο κόμμα των Φαρισαίων, γι’ αυτό και στο λεξιλόγιο της Καινής Διαθήκης γραμματείς και Φαρισαίοι πάνε σχεδόν πάντα μαζί.
Κατά παράδοση «οι αρχιερείς» συνήθως ήταν προσκείμενοι στο κόμμα των Σαδδουκαίων. Υπό την ιδιότητά τους αυτή δεν ήταν καθόλου παράξενο να μην επιθυμούν επαναστατικές κινήσεις, οι οποίες μοιραία θα έθεταν σε κίνδυνο και τη δική τους προνομιακή θέση στην κοινωνία. Σύμφωνα με τα Ευαγγέλια, η αρχική απόφαση για τη σύλληψη και την καταδίκη σε θάνατο του Ιησού ελήφθη σε μια προφανώς άτυπη συνεδρίαση μελών του Συνεδρίου στην κατοικία του Καϊάφα. «Ἀπ’ ἐκείνης οὖν τῆς ἡμέρας», προσθέτει ο Ιωάννης, «ἐβουλεύσαντο (πήραν απόφαση) ἵνα ἀποκτείνωσιν αὐτόν».
Εν τούτοις η σύλληψη του δημοφιλούς Ιησού εν μέση οδώ μπροστά στα πλήθη του κόσμου που συνέρρεε στην Ιερουσαλήμ για τον εορτασμό του Πάσχα δεν ήταν καλή ιδέα· έτσι αποφασίστηκε η σύλληψη να γίνει «μὴ ἐν τῇ ἑορτῇ, μήποτε ἔσται θόρυβος (εξέγερση) τοῦ λαοῦ». Τη λύση στο πρόβλημα, όπως θα δούμε, θα τη δώσει τελικά ο Ιούδας και όλα θα εξελιχθούν πολύ σύντομα και μάλιστα ακριβώς «ἐν τῇ ἑορτῇ».
Η Συμφωνία της Προδοσίας
Ποιος ακριβώς ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Ιούδας πρόδωσε τον Ιησού Χριστό δεν γνωρίζουμε. Μόνον υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Ο Λουκάς και ο Ιωάννης λένε απλώς ότι «μπήκε ο Σατανάς μέσα του». Η φιλαργυρία δεν μπορεί να είναι επαρκής λόγος. Μία πιθανότητα είναι ο Ιούδας να απογοητεύτηκε από τον Ιησού βλέποντας τις Μεσσιανικές προσδοκίες του να διαψεύδονται. Ο Ιησούς αποδεικνυόταν ότι δεν είναι ο ηγέτης που θα ανέτρεπε τη Ρωμαϊκή κατοχή και θα αποκαθιστούσε τη βασιλεία του Ισραήλ. Δεν αποκλείεται όμως με την πράξη της προδοσίας να ήθελε να εκβιάσει τις εξελίξεις φέρνοντας τον Ιησού προ τετελεσμένων γεγονότων και να τον αναγκάσει να εκδηλωθεί ως Μεσσίας του Ισραήλ.
Σχετική με όλα αυτά είναι και η ευρύτατα διαδεδομένη υπόθεση για την ετυμολογία του επιθέτου Ισκαριώτης (ή Ισαριώθ κατ’ άλλη γραφή). Με έναν ελαφρό αναγραμματισμό στην αρχή το όνομα γίνεται Σικαριώτης. «Sica» στα Λατινικά σημαίνει «μαχαίρι». Από τον Ιώσηπο γνωρίζουμε ότι οι Σικάριοι, όπως τους έλεγαν οι Ρωμαίοι, ήταν εκτελεστικές ομάδες του κινήματος των Ζηλωτών. Ανακατεύονταν ανάμεσα στο πλήθος που συνέρρεε στην Ιερουσαλήμ για τις εορτές και με ταχυδακτυλουργική ταχύτητα δολοφονούσαν συνεργάτες των Ρωμαίων και πολιτικούς τους αντιπάλους με μαχαίρια (sicae) που έκρυβαν κάτω από τα ρούχα τους. Έφθασαν στο σημείο κάποια στιγμή να δολοφονήσουν ακόμα και αρχιερέα.
Αυτά, βεβαίως, όσο εύλογα κι αν ηχούν, είναι όλα εικασίες και υποθέσεις και πιο πολύ απ’ όλες η ετυμολογία που συνδέει το επίθετο του Ιούδα με τους Σικαρίους. Η συνήθης ετυμολογία του ονόματος Ισκαριώτης, υποθετική και αυτή, αλλά πιο αληθοφανής, είναι ish-Qeriyot, «άνδρας (καταγόμενος) από την Κεριγιώτ», μια πολίχνη της Ιουδαίας. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε το γεγονός ότι ο Ιησούς απέφευγε συστηματικά κάθε συσχετισμό Του με τον αναμενόμενο Μεσσία του Ισραήλ, ακριβώς επειδή ήξερε τι σήμαινε και πού οδηγούσε μια τέτοια ταύτιση. Είναι πολύ χαρακτηριστική μια στιχομυθία με τους μαθητές και ειδικά με τον Πέτρο, όπως μας την παραθέτει ο Eυαγγελιστής Μάρκος. «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;».
Άλλοι Σε βλέπουν ως επανεμφάνιση του Ιωάννη του Βαπτιστή, άλλοι ως επανεμφάνιση του Ηλία, άλλοι ως επανεμφάνιση κάποιου από των προφητών, ήταν η απάντηση. «Ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι;», επιμένει ο Ιησούς, και ο Πέτρος αμέσως: «Σὺ εἶ ὁ Χριστός», με άλλα λόγια ο «κεχρισμένος» βασιλεύς του Ισραήλ, ο φορέας όλων των Ιουδαϊκών Μεσσιανικών προσδοκιών. «Καὶ ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα μηδενὶ λέγωσιν περὶ αὐτοῦ», να μη μιλάνε σε κανέναν έτσι γι’ αυτόν, και συνέχισε προλέγοντας ότι θα υποστεί τα πάνδεινα, ότι θα αποδοκιμασθεί από τους πρεσβυτέρους, τους αρχιερείς και τους γραμματείς, ότι θα εκτελεσθεί και ότι σε τρεις ημέρες θα αναστηθεί.
Η αντίδραση του Πέτρου σε όλα αυτά έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον σε σχέση με την υποτιθέμενη στάση του Ιούδα. «Καὶ προσλαβόμενος ὁ Πέτρος αὐτὸν ἤρξατο ἐπιτιμᾶν αὐτῷ», με άλλα λόγια: «Τι είναι αυτά που μας λες; Είσαι ή δεν είσαι ο Χριστός που περιμένουμε»; Την απάντηση που πήρε ο Πέτρος θα τη θυμόταν για όλη του τη ζωή: «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ, ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων». Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αμέσως μετά απ’ αυτό ο Μάρκος παρουσιάζει τον Ιησού να διδάσκει «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι».
Λόγια δηλ. εντελώς ακατανόητα τη συγκεκριμένη στιγμή τόσο για τον Πέτρο όσο πολύ περισσότερο και για τον Ιούδα. Το γεγονός βεβαίως είναι ένα, ότι ο Ιούδας προσέγγισε τον ηγετικό πυρήνα του Μεγάλου Συνεδρίου, τους «αρχιερείς», όπως λένε τα Ευαγγέλια, δηλ. το αρχιερατικό συμβούλιο, με σκοπό να τους παραδώσει τον Ιησού «ἄτερ ὄχλου», δηλ. χωρίς την παρουσία του ανεπιθύμητου πλήθους. Οι «αρχιερείς» προσφέρθηκαν να του δώσουν και χρήματα, προφανώς για να δεσμεύσουν περισσότερο τον Ιούδα. Ο Ματθαίος είναι ο μοναδικός Ευαγγελιστής που παρουσιάζει τον Ιούδα να ζητάει πρώτος εκείνος χρήματα, και μάλιστα προκαταβολικά, προκειμένου να τους παραδώσει τον Ιησού.
Τότε οι «αρχιερείς», συνεχίζει ο Ματθαίος, του «ἔστησαν τριάκοντα ἀργύρια». Η συγκεκριμένη παρέμβαση του Ματθαίου αξίζει ιδιαίτερο σχόλιο. Ο Ματθαίος, εδώ δεν κάνει Ιστορία, αλλά Θεολογία, σκέπτεται σαν ραββίνος. Τα «τριάκοντα ἀργύρια» είναι ευθεία αναφορά στον προφήτη Ζαχαρία. Μιλώντας αλληγορικά ο Ζαχαρίας παρουσιάζει τον εαυτό του ως ποιμένα του αιχμαλωτισμένου λαού του. Διαπιστώνει όμως ότι οι υπηρεσίες του δεν εκτιμώνται όπως θα έπρεπε και αποφασίζει να εγκαταλείψει το ποίμνιο στην τύχη του· παραιτείται. Στην πραγματικότητα βεβαίως μέσω αυτού μιλάει ο ίδιος ο Θεός.
Όπως θα έκανε και ο κάθε κοινός βοσκός στη θέση του, ο Ζαχαρίας, πριν φύγει, ζητάει τουλάχιστον τα δεδουλευμένα του, τους μισθούς του, «Εἰ καλὸν ἐνώπιον ὑμῶν ἐστιν», λέει στους εργοδότες που τον προσέλαβαν, «δότε στήσαντες τὸν μισθόν μου ἢ ἀπείπασθε (αρνηθείτε)· καὶ ἔστησαν τὸν μισθόν μου τριάκοντα ἀργυροῦς» (30 shékel στο εβρ.). Ακριβώς αυτή είναι και η διατύπωση του Ματθαίου. Αλλά τι ακριβώς αντιπροσωπεύει αυτό το ποσό; Όπως ξέρουμε από την Έξοδο, τριάντα shékel δεν είναι παρά η ελάχιστη αποζημίωση που καλείται να πληρώσει κάποιος, όταν ο ταύρος του προκαλέσει ατύχημα και σκοτώσει δούλο. Αυτό το ποσό προέβλεπε ο Μωσαϊκός Νόμος.
Με άλλα λόγια, ο Ματθαίος γράφοντας «ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια» θέλει να πει ότι όσα λεφτά κι αν είχαν δώσει στον Ιούδα, οποιοδήποτε κι αν ήταν αυτό το ποσό, στην ουσία δεν πήρε απολύτως τίποτα, τον ξεγέλασαν. Έναντι της αξίας εκείνου τον οποίο πρόδωσε οποιοδήποτε ποσό είναι τόσο ευτελές όσο το ποσό που αντιστοιχεί στην απώλεια ενός δούλου. Με την αναφορά αυτή όμως στον Ζαχαρία ο Ματθαίος κάνει και κάτι άλλο, αντιπαραβάλλει την απόρριψη του Ιησού με την απόρριψη του Ζαχαρία ως ποιμένος που εκπροσωπεί τον ίδιο τον Θεό.
Ο Μυστικός Δείπνος και το Πάσχα
Τα γεγονότα των Παθών του Χριστού συμπίπτουν με την περίοδο του Πάσχα. Το Εβραϊκό Πάσχα είναι η εορτή της Εξόδου των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο. Η ιστορία όμως της εορτής χάνεται στα βάθη των αιώνων, είναι προγενέστερη της Εξόδου. Φαίνεται ότι στην αρχική της μορφή δεν ήταν παρά μια ποιμενική τελετή, με την οποία οι νομάδες επεδίωκαν να αυξήσουν τη γονιμότητα των ποιμνίων τους θυσιάζοντας ένα από τα υγιέστερα και καλύτερα ζώα τους. Η τελετή γινόταν μιαν ανοιξιάτικη νύχτα με Πανσέληνο, την εποχή δηλ. που τα ποίμνια εγκαταλείπουν τα χειμαδιά για τα νέα βοσκοτόπια.
Το Εβραϊκό Πάσχα συνέπιπτε ανέκαθεν με Πανσέληνο, την πιο κατάλληλη δηλ. φωτεινή νύχτα για την αναχώρηση των νομάδων. Μια τέτοια νύχτα έγινε και η Έξοδος. Ο Μωυσής κάλεσε τους «πρεσβυτέρους του Ισραήλ» να σφάξουν ένα αμνοερίφιο ανά οικογένεια και με το αίμα του να βάψουν το ανώφλι και τους παραστάτες των σπιτιών τους. Η αρχική σημασία της βαφής της εισόδου των κατοικιών ή μάλλον των σκηνών των αρχικών νομάδων με το αίμα των θυσιαζόμενων ζώων φαίνεται πως, πολύ πριν συσχετισθεί με την Έξοδο, είχε αποτροπαϊκό χαρακτήρα, απέβλεπε στην απομάκρυνση των κακών πνευμάτων.
Στο βιβλίο της Εξόδου όμως το νόημα της εορτής μετασχηματίζεται και ο «ὀλοθρεύων» είναι τώρα ο άγγελος Κυρίου, που θα δει το αίμα της θυσίας και θα προσπεράσει, για να πατάξει μόνον Αιγυπτίους. Η ίδια η λέξη «Πάσχα» (πέσαχ) σημαίνει «προσπέρασμα». Η κυρίως ημέρα της θυσίας του Πάσχα ήταν η 14η του μηνός Νισάν (Μάρτιος - Απρίλιος), που αντιστοιχεί στον πρώτο Ανοιξιάτικο μήνα του έτους. Οι Εβραϊκοί μήνες είναι σεληνιακοί και δεν συμπίπτουν με το δικό μας ημερολόγιο. Επιπλέον η ημέρα αρχίζει την εσπέρα, δηλ. μετά τη δύση του ηλίου, και μετράται μέχρι την επόμενη εσπέρα. Επομένως, το δείπνο του Πάσχα, που γίνεται μετά τη δύση της 14ης, συμπίπτει με τη 15η του μηνός.
Στα χρόνια του Χριστού η εορτή του Πάσχα ήταν προσκυνηματική εορτή (hag), όπως η Πεντηκοστή και η Σκηνοπηγία. Ήδη από τη μεταρρύθμιση του Ιωσία το 621 π.Χ. η θυσία του Πάσχα γινόταν αποκλειστικά και μόνο στο ναό των Ιεροσολύμων και πουθενά αλλού. Όποιος Ιουδαίος ήθελε να εορτάσει το Πάσχα έπρεπε υποχρεωτικά να έλθει στα Ιεροσόλυμα. Έτσι, η πόλη γέμιζε με χιλιάδες προσκυνητές που κατέφθαναν από όλα τα μέρη της Παλαιστίνης και της διασποράς. Εκεί πήγε και ο Ιησούς με τους μαθητές Του, για να τελέσουν το Πάσχα. Η εορτή άρχιζε με τη θυσία ενός απόλυτα υγιούς («ἀμώμου», δηλ. χωρίς ψεγάδι) αρσενικού αμνού ή εριφίου ενός έτους.
(ΜΕΡΟΣ Β')
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ - Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Ο Ιούδας, γεννήθηκε στην Ισκαρία εξ΄ ου και Ισκαριώτης, και ο πατέρας του λεγόταν Ρόβελ. Ένα βράδυ, αναφέρει ή Παράδοση (Βιβλίο Τριωδίου τού Μεγάλου Συναξαριστή), η γυναίκα του Ρόβελ, είδε ένα φοβερό όνειρο. Ξύπνησε τρομαγμένη από τον φόβο της. Και ενώ προσπαθούσε να την καθησυχάσει ο άνδρας της, αυτή του είπε: "Είδα στο όνειρό μου ότι θα μείνω έγκυος και το αγόρι που θα γεννήσω θα γίνει αιτία της καταστροφής του γένους των Εβραίων". Ο άνδρας της την περιγέλασε σαν ανόητη που πιστεύει σε όνειρα, ενώ αυτή προτίμησε να σωπάσει. Την ίδια νύκτα όμως έμεινε έγκυος. Γέννησε πράγματι αγόρι, αλλά φοβούμενη μήπως το όνειρο βγει πραγματικότητα, θέλησε να το σκοτώσει. Κρυφά από τον Ρόβελ έφτιαξε ένα καλάθι, το άλειψε με πίσσα και το έριξε στην θάλασσα της Γαλιλαίας, λέγοντας ψέματα στον άνδρα της για την τύχη του παιδιού. Το κιβώτιο αυτό παρασυρμένο από τους ανέμους έφθασε σ' ένα μικρό νησάκι απέναντι της Ισκαρίας, που κατοικούσαν βοσκοί...
Το βρήκαν οι βοσκοί και αρχικά το έτρεφαν από το γάλα των ζώων, μετά όμως το έδωσαν σε μια συγχωριανή τους να το θηλάζει, και το ονόμασαν Ιούδα, γιατί κατάλαβαν ότι προερχόταν από το γένος των Εβραίων. Όταν άρχισε να περπατάει, πήραν το παιδί από το νησάκι και το έφεραν στην Ισκαρία. Κατά μία περίεργη σύμπτωση και ενώ έψαχναν ρωτώντας σε ποιους μπορούσαν ν' αφήσουν το παιδί, πέσανε επάνω στον Ρόβελ, στον πραγματικό του δηλαδή πατέρα, ο οποίος και τ' ανέλαβε μη γνωρίζοντας ότι ήταν το δικό του, χαμένο παιδί. Ο Ιούδας, ήταν ένα πολύ όμορφο παιδί, και ή μητέρα του το αγαπούσε υπερβολικά, σκεπτόμενη πάντα και το δικό της το παιδί που είχε παλαιότερα ρίξει στη θάλασσα.
Στο μεταξύ γέννησε και δεύτερο παιδί ανατρέφοντας και τα δύο μαζί αλλά ο Ιούδας πονηρός εκ φύσεως και υπολογίζοντας στην διανομή της πατρικής περιουσίας έδερνε σε κάθε ευκαιρία το άλλο παιδί, προσπαθώντας να το ξεκάνει. Η μητέρα τους συμβούλευε τον Ιούδα λέγοντάς του ότι από κοινού θα είναι μοιρασμένη ή περιουσία των γονέων τους και να πάψει επί τέλους να κτυπάει άσπλαχνα τον αδελφό του. Μια μέρα όμως ο Ιούδας σαν μεγαλύτερος και δυνατότερος που ήταν, αφού σκότωσε τον αδελφό του κτυπώντας τον με μια πέτρα στα μηνίγγια, έφυγε για την Ιερουσαλήμ φοβούμενος την τιμωρία.
Κλαίγοντας οι γονείς απαρηγόρητα πού έχασαν έτσι και τα δύο παιδιά τους έπεσαν σε μεγάλη θλίψη. Εν τω μεταξύ ο Ιούδας, φιλάργυρος και πονηρός όπως ήταν, γνωρίστηκε στην Ιερουσαλήμ με τον βασιλιά Ηρώδη, ο οποίος εκτιμώντας την δύναμη και την ομορφιά του, όπως τότε οι βασιλείς συνήθιζαν για να διαλέγουν τους σωματοφύλακές τους, τον έβαλε φροντιστή και οικονόμο στο παλάτι του. Μετά από λίγο καιρό λόγω ταραχών στην Ισκαρία, ο Ρόβελ παίρνοντας την γυναίκα του και τα υπάρχοντά του ήλθε και κατοίκησε στα Ιεροσόλυμα, όπου και αγόρασε ένα πλούσιο σπίτι κοντά στο παλάτι τού Ηρώδη, χωρίς να γνωρίσουν τον Ιούδα αλλά ούτε και ο Ιούδας αυτούς.
Μια μέρα πρόσεξε ο Ιούδας ότι ο βασιλιάς Ηρώδης κοιτούσε τακτικά από το παράθυρο των ανακτόρων τους ωραίους κήπους του Ρόβελ. Μ' αυτή την αφορμή και θέλοντας να φανεί εξυπηρετικός στον Ηρώδη μπήκε στους κήπους αυτούς και αφού έκοψε τα ωραιότερα άνθη και τους καλύτερους καρπούς θέλησε να φύγει. Τον είδε ο Ρόβελ και του είπε: "Γιατί το έκανες αυτό; Αν ήθελες κάτι για τον βασιλέα μπορούσες να μου το ζητήσεις". Αντί άλλης απαντήσεως ο Ιούδας, κακότροπος όπως ήταν, και αφού βεβαιώθηκε ότι ήσαν μόνοι τους, άρπαξε μια πέτρα και σκότωσε τον πατέρα του όπως είχε σκοτώσει και τον αδελφό του, ενημερώνοντας και τον Ηρώδη για το συμβάν ο οποίος και τον κάλυψε, για να μη μαθευτεί στον κόσμο και εκτεθεί το παλάτι.
Θέλοντας ο Ηρώδης, άπληστος όπως ήταν, ν' αρπάξει τα ωραία κτήματα του Ρόβελ που συνόρευαν με τα δικά του, πίεσε τον Ιούδα να παντρευτεί την χήρα του φονευθέντος, δηλαδή την μητέρα του, πράγμα που έγινε. Ο Ιούδας, έζησε αρκετά χρόνια σαν σύζυγος της χήρας Ρόβελ, κάνοντας και παιδιά μαζί της. Κάποια μέρα, βρίσκοντας την χήρα να κλαίει ενθυμούμενη τα όσα κακά την είχαν μέχρι τότε συναντήσει, και ρωτώντας την τι της συμβαίνει, αυτή άρχισε να του εξιστορεί λεπτομερώς την ζωή της. Ο Ιούδας, έχοντας μάθει από τούς βοσκούς, το πως τον είχαν μαζέψει από την θάλασσα, μέσα στο καλαθάκι με την πίσσα, κατάλαβε ότι η χήρα ήταν η μητέρα του, και της είπε.
Ακούγοντας όλα αυτά ή μητέρα του και μάλιστα ότι είχε πέσει και σε αιμομιξία και τεκνογονία με το παιδί της, κτυπιόταν με θρήνους για το κατάντημά της λέγοντας στον Ιούδα να φύγει από εμπρός της και να μη τον ξαναδούν τα μάτια της. Από το γεγονός αυτό και μετά, συναισθανόμενος ο Ιούδας το βάθος των εγκληματικών του πράξεων, και ακούγοντας ότι κάποιος σπουδαίος διδάσκαλος, ο Χριστός, έχει εμφανιστεί στα μέρη της Γαλιλαίας καλώντας τους αμαρτωλούς σε μετάνοια, πήγε σ' Αυτόν θέλοντας να σώσει την ψυχή του. Ο Χριστός, σαν εύσπλαχνος προς όλους τους αμαρτωλούς, τον δέχθηκε μαθητή του.
Δίνοντάς του μάλιστα και την διαχείριση των χρημάτων του ταμείου της ελεημοσύνης που ήταν απαραίτητα για την συντήρηση όλων των μαθητών και του λαού που ακολουθούσε. Ο Ιούδας όμως, παρ΄ όλο που έβλεπε αλλά και έκανε κι΄ αυτός θαύματα επικαλούμενος τ' όνομα του Χριστού όπως και οι άλλοι Απόστολοι, εν τούτοις συνέχιζε τις παλαιές κακίες του κλέβοντας το ταμείο. Αποκορύφωμα αυτής της κακίας του ήταν να κλείσει συμφωνία με τούς αρχιερείς και να πουλήσει τον ίδιο τον διδάσκαλό του στην εξευτελιστική τιμή των 30 αργυρίων, πού ήταν τότε μία συνηθισμένη τιμή στα σκλαβοπάζαρα ανθρώπων, παρ΄ όλο που ο Χριστός έφθασε στο σημείο να του πλύνει και τα πόδια, θέλοντας να τον φέρει σε συναίσθηση της βαρύτατης πράξης της προδοσίας.
Ο ΙΟΥΔΑΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Δύο είναι οι τρόποι διαχείρισης του Ιούδα στη λογοτεχνική δημιουργία, πεζογραφική και ποιητική. Ο πρώτος στέκεται πιστός στην εκκλησιαστική εμπειρία και παράδοση για τα Πάθη και την Ανάσταση του Χριστού και τους «πρωταγωνιστές» τους. Εδώ οφείλουμε να διακρίνουμε δύο υποπεριπτώσεις:
- Στην πρώτη ανήκουν εκείνοι οι δημιουργοί που σφραγίζονται από τη ζωντανή μετοχή τους στην παράδοση της Χριστιανικής αποκάλυψης, διά της ζωής της Εκκλησίας.
- Στη δεύτερη ανήκουν εκείνοι οι οποίοι, έστω και ανεπιγνώστως, και παρότι δεν έχουν οργανική σχέση με τη ζωή της Εκκλησίας, εν τούτοις μεταπλάθουν λογοτεχνικά το πρόσωπο του Ιούδα, στηριγμένοι στην εκκλησιαστική ευαγγελική παράδοση.
Γράφει ο Τ.Κ. Παπατσώνης: «Ἡ σκέψη μου πάει, καθώς θά καταλάβατε, στό μαγκάλι ἐκεῖνο, πού ζεσταινόταν ὁ Πέτρος, καί στίς παιδίσκες, πού δέν ἦταν ἄμοιρες ἀπό κάποια παιχνιδιάρικιαν αὐταρέσκεια, ὅταν πειραχτικά τοῦ λέγαν “καί σύ μετ’ αὐτοῦ εἶ”. Ἡ σκέψη μου πάει στήν τριπλήν ἄρνηση, πού τί ἄλλο ἦταν ἀπό προδοσία; Κι ὅμως ἄρκεσε νά κράξει ὁ πετεινός καί νά τοῦ ρίξει ἕνα βλέμμα ὁ Κατάδικος, γιά νά συνέλθει, νά βγεῖ ἔξω καί νά κλάψει πικρά. Αὐτός ἔχυσε τά δάκρυα τ’ ἀναγεννητικά, ὁ ἄλλος βουτήχτηκε στήν ἀπόγνωση καί κρεμάστηκε στό παλούκι τό ξεραμένο. Δροσιά τῆς Χάριτος ἔλουσε τόν ἕνα, στυγνός θάνατος ηὗρε τόν ἄλλον: πόσο ἀνόμοια, ἀλήθεια, ἡ ἔκβαση τῆς ἴδιας προδοσίας».
Διαβάζουμε στο κείμενο του Φώτη Κόντογλου με τίτλο «Οι φονείς του Χριστού» για τους Φαρισαίους και τον Ιούδα: «Ο υποκριτής δεν έχει Θεό και νόμο και καμώνεται ίσια ίσια πως φοβάται τον Θεό και το νόμο Του. Είναι μια ψυχή σαπισμένη και βρωμερή κι αμετανόητη. Ο κάθε αμαρτωλός μπορεί να μετανοιώση, ο υποκριτής είναι αμετανόητος, σα να ’κανε συμβόλαιο με το διάβολο». Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος έγραψε στο έργο ημερολογιακών του καταγραφών «Collectanea» πως «ο Ιούδας άνοιξε στο φίλημα νέους ορίζοντες, άγνωστους πριν». Ποτέ η προδοσία στην ανθρώπινη Ιστορία δεν έλαβε το σχήμα της προβατόσχημης αγάπης, όσο τη στιγμή του φιλιού του Ιούδα προς τον Διδάσκαλό Του.
Ο συγγραφέας και ποιητής Giovanni Papini ξεκίνησε ως αρνητής και διώκτης του Χριστιανισμού, αλλά, βλέποντας το τρομακτικό κενό του μηδενισμού να κυριαρχεί στην Ευρώπη μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στρέφεται προς τη Χριστιανική παράδοση, ως απάντηση στα αδιέξοδα του «προοδευμένου» ανθρώπου. Εξίσου διάσημο έργο του με την Ιστορία του Χριστού είναι το βιβλίο του «Οι Μάρτυρες του Θείου Πάθους» (1938). Στο πρώτο κεφάλαιο αυτής της λογοτεχνικής μετάπλασης των Ευαγγελίων ένας άγνωστος -ο διάβολος- προσεγγίζει τον Ιούδα και τον παρακινεί στην προδοσία.
«Μη φοβάσαι καθόλου, λοιπόν. Αυτός είναι άνθρωπος σαν και σένα και τίποτα περισσότερο. Αν Τον προδώσεις, δεν θα μπορέσει να σε εκδικηθεί ούτε τώρα ούτε αργότερα. Θα Τον συλλάβουν και θα αφεθεί να συλληφθεί, θα Τον μαστιγώσουν και θα αφεθεί να μαστιγωθεί, θα Τον καρφώσουν πάνω σ’ ένα σταυρό και δεν θ’ αντισταθεί καθόλου. Θα αισθανθεί πόνο σαν άνθρωπος, θα ματώσει όπως κάθε άνθρωπος, θα φωνάξει και θα επικαλεστεί τον Θεό όπως κάνουν όλοι οι άνθρωποι. Μη φοβάσαι καθόλου, Ιούδα, πρόδωσέ Τον και ελευθέρωσε τη γη απ’ αυτόν τον εχθρό. Αν κάτι σε κρατάει ακόμη για να μην Τον προδώσεις, σκέψου και θυμήσου ότι Αυτός σε έχει ήδη προδώσει.
Αυτός ξέρει ότι το χρήμα είναι φθοροποιό και μολυσμένο, γι’ αυτό δεν ήθελε ούτε να αγγίξει το νόμισμα του φόρου, τόσο το τρέμει. Ξέρει ότι το χρήμα μαγαρίζει και διαφθείρει, ότι καίει και δαιμονίζει, και σε ποιον το έδωσε για να το κρατάει, να το αποταμιεύει, να το διαχειρίζεται; Το έδωσε σ’ εσένα Ιούδα, σαν να μην ήσουν Απόστολος, αλλά εχθρός. Πρόσεξε λίγο πόσο διαφορετικά φέρεται απέναντι στους συντρόφους Του. Ο Πέτρος είναι ο πρωθυπουργός και ο αναπληρωματικός του, ο Ιάκωβος, είναι ο αγγελιαφόρος του, ο Ιωάννης ο αγαπημένος ακόλουθός του, ο μικρότερος αδερφός του.
Εσύ, αντίθετα, τι είσαι; Αυτός που κουβαλά το πουγγί, ο άνθρωπος που μετράει και φυλάει τα χρήματα, δηλαδή αυτός που έχει εκτεθεί στον κίνδυνο της μόλυνσης, το σύμβολο του ποταπού φιλάργυρου, του άπληστου κλέφτη». Με αυτά τα επιχειρήματα στο έργο του Παπίνι ο διάβολος πείθει τον Ιούδα για την προδοσία. Αλλά ο Ιούδας φανερώνεται «προδότης και δόλιος» και σ’ ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής λυρικής παράδοσης, σε ποιητές, που ως είπαμε αντλούν την έμπνευσή τους από την εκκλησιαστική λαϊκή ευσέβεια. Στο περίφημο λυρικό ξεδίπλωμα του έργου «Πάσχα Ελλήνων» (1946), του Άγγελου Σικελιανού, διαβάζουμε:
«Περνά διαβάτης βιαστικός κι άλλος κρατεί το ψώνι/
για να δειπνήσει σπίτι του, να πιει και να χαρεί./
Κι ο Ιησούς γνωρίζοντας το σπίτι του Τελώνη,/
μπαίνει ανοιχτόν ως το ’βρηκε που Τονε καρτερεί. Λοξά ο Τελώνης την κοιτά κι ο Ιούδας στη σπατάλη/
του μύρου, ως φίδι μέσα του να σούριξε βαθύ,/
μέσ’ απ’ τα δόντια του μιλεί, κουνώντας το κεφάλι:/
''Για τους φτωχούς δε δύνονταν αυτό να πουληθεί;''».
Στα ίδια μονοπάτια βγαλμένα από τη ριζωμένη μέσα του βίωση της πίστης του κόσμου απ’ όπου προήλθε, δηλαδή του κόσμου του δημοτικού τραγουδιού, πορεύεται και ο κορυφαίος ποιητής του μοντερνισμού Νίκος Γκάτσος. Στην ενότητα ποιημάτων του «Μέρες Επιταφίου» (Μεγάλη Δευτέρα - Μεγάλο Σάββατο), στο ποίημα για τη Μεγάλη Πέμπτη διαβάζουμε τους εξαίσιους στίχους για το δαιμονισμό της προδοσίας:
«Τα έργα του αληθινά και αι οδοί του ευθείαι./
Αυτός που κρέμασε τον ήλιο/
στο μεσοδόκι τ΄ουρανού/
κρέμεται σήμερα σε ξύλο-/
ίλεως Κύριε γενού!/
Και στ’ ασπαλάθια της ερήμου/
μια μάνα φώναξε ''παιδί μου''!/
Διά ξύλου τα τέκνα του Αδάμ Παραδείσου γεγόνασι άποικοι./
Με του Απριλιού τ΄αρχαία μάγια/
με των δαιμόνων το φιλί/
μπήκε στο σπίτι κουκουβάγια/
μπήκε κοράκι στην αυλή./
Κι όλα τ΄αγρίμια στο λαγκάδι/
πήραν το δρόμο για τον Αδη».
Χαρακτηριστικό ποίημα της λυρικής μας γραμματείας, το ποίημα «Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος» του Στέλιου Σπεράντσα (1881 - 1962):
«Καὶ λέει ὁ Ναζωραῖος στοὺς μαθητάδες:/
''Τὸ αἰώνιο εἶμαι τὸ φῶς καὶ σεῖς λαμπάδες/
Φῶς ἀπὸ φῶς, στὰ σκότη,/
ἐσεῖς πιστοὶ ὁδηγοὶ καὶ οἱ πρῶτοι/
καταλυτὲς τῶν γήινων θρήνων,/
ποὺ θεῖο μήνυμα θὰ φέρετε παντοῦ,/
κι ἀκόμα κι ὣς τὴ χώρα τῶν Ἑλλήνων./
Τοῦ δείπνου μας χαρῆτε ἀπόψε τὴ χαρά./
Καὶ τὴν καρδιὰ στυλώσετε γερὰ/
μὲ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασί,/
ποὺ αἷμα καὶ σῶμα εἶναι δικό μου,/
μὴν ἀποστάσετε χλωμοὶ/μὲς τὴν ἀνηφοριὰ τοῦ δρόμου''./
Καὶ λέει στὸν Ἰσκαριώτη: ''Ἐσύ,/
τοῦτο τὸ ξέχωρο ὁλοκόκκινο κρασὶ θὰ πάρῃς,/
τὰ φλογισμένα χείλη νὰ δροσίσῃς,/
πρὶν στὸ Ραββὶ ἕνα φίλημα χαρίσῃς./
Δικός μου ἐσὺ καὶ στέκεις τόσο χώρια!''
/Ὁ Ἰούδας σκύβει,/
πὼς τάχα τὸ ψωμὶ θέλει νὰ κόψῃ./
Τὰ φρύδια κατεβάζει, ἔτσι ποὺ κρύβει μὲ στενοχώρια/
τὸ φόβο, ὡς καθρεφτίζεται στὴν ὄψη./
Καὶ λέγει του ξανὰ ὁ Χριστός: ''Ἂς γίνῃ,/
ὅ,τι γραμμένο ὑπάρχει νὰ γενῇ./
Νύχτα εἶν' ἀκόμη σκοτεινὴ/
καὶ -μὴ φοβᾶσαι- εἶναι γεμάτοι καλωσύνη/
τῆς Ἰουδαίας οἱ κρόκοι./
Κι εἶν' ὅλο ἀγάπη τὸ τριφύλλι,/
κι ἀνθεῖ κατάσπρο στὴν πλαγιὰ τοῦ Γολγοθᾶ τὸ χαμομήλι./
Σύρε καὶ μὴν ἀργεῖς./
Χτυπάει ἐπίμονα ἡ καρδιὰ τῆς γῆς./
Σύρε πιὸ γρήγορα, ἀκουμπώντας στὸ ραβδί,/
πρὶν βγῇ καὶ τὸ φεγγάρι καὶ σὲ ἰδῇ”./
Κατάχλωμος ὁ Ἰούδας σὰν σουδάρι,/
ἁπλώνει τὸ ποτήρι του νὰ πάρῃ./
Μὰ τὸ ποτήρι πέφτει ἀπὸ τὴ φούχτα του καὶ πλέρια/
βάφει μὲ τ' ἄλικο πιοτό, τὸ δυνατό,/
τοῦ Ναζωραίου τὰ θεῖα χέρια./
Χαμογελᾷ ὁ Χριστός. Μὰ τοῦ Ἰσκαριώτη/
πόσο δονεῖται ἀκόμα τὸ κορμί!/
τῆς προδοσίας βαρὺ τὸ κρῖμα. Καὶ μὲ ὁρμὴ/
τὸν σπρώχνει νὰ χαθῇ σκυφτὸς στὰ σκότη».
Μιλήσαμε για δύο τρόπους διαχείρισης του Ιούδα κατά τη λογοτεχνική του μετάπλαση. Έχοντας δει έως τώρα ενδεικτικά παραδείγματα, όπου η λογοτεχνία αναφέρεται στον Ιούδα των Ευαγγελίων, αξίζει να αναφερθούμε σ’ εκείνη την πλευρά της λογοτεχνικής δημιουργίας του νεωτερικού κόσμου, η οποία, έχοντας αρνηθεί την παραχαραγμένη από τη δυτική χριστιανοσύνη παρουσία του Χριστού ως Θεανθρώπου, καταλήγει στην άρνηση. Μέσα στα όρια αυτής της άρνησης, που έχει να κάνει με την τραγωδία και το μηδενισμό του σύγχρονου πολιτισμού, το πρόσωπο του Χριστού εκπίπτει σε πρόσωπο ενός ανώδυνου κοινωνικού αναμορφωτή και διδασκάλου.
Ο Ιούδας, σύντροφος αυτού του κοινωνικού αναμορφωτή, διαφωνεί μαζί Του ως προς τους τρόπους και τη μέθοδο του ξεσηκωμού των Εβραίων εναντίον της κοινωνικής αδικίας και του κατακτητή. Η αντίληψη αυτή περνάει και στα καθ’ ημάς. Εμβληματική φυσιογνωμία αυτών των αντιλήψεων αποτελεί ο τραγικός στην αγωνία και στην αναζήτησή του και κατά τα άλλα ιδιοφυής δημιουργός, Νίκος Καζαντζάκης. Στο πολυσυζητημένο έργο του «Ο τελευταίος πειρασμός» (1955) ο Ιούδας παρουσιάζεται ως εξής:
«Ορκίστηκα στους αδελφούς μου τους Ζηλωτές, ορκίστηκα στη μάνα του σταυρωμένου να σε σκοτώσω. Καλώς ήρθες, σταυρωτή· σούριξα κι ήρθες. Πετάχτηκε απάνω, έβαλε το μάνταλο της πόρτας, γύρισε και κουλουριάστηκε πάλι στη γωνιά, με το πρόσωπο γυρισμένο κατά τον Ιησού.
- Ακουσες τι είπα; Μην αρχίσεις τα κλάματα· ετοιμάσου.
- Είμαι έτοιμος.
- Μη βάλεις τις φωνές· γρήγορα! Όσο ’ναι ακόμα νύχτα να φύγω.
- Καλώς σε βρήκα, Ιούδα, αδερφέ μου· είμαι έτοιμος. Δε σούριξες εσύ, σούριξε ο Θεός κι ήρθα· όλα καλά τα βόλεψε η χάρη του, ήρθες την ώρα που έπρεπε, Ιούδα αδερφέ μου· απόψε η καρδιά μου καθάρισε, αλάφρωσε, μπορώ να παρουσιαστώ στο Θεό. Κουράστηκα να ζω και να παλεύω μαζί του. Απλώνω το λαιμό, Ιούδα, είμαι έτοιμος.
- Αν δε σε σκοτώσω, είπε τέλος, τι έχεις σκοπό να κάμεις;
- Δεν ξέρω. Ο,τι αποφασίσει ο Θεός. Λέω να σηκωθώ και να μιλήσω στους ανθρώπους.
- Τι θα τους πεις;.
- Πώς θες να ξέρω, Ιούδα, αδερφέ μου; Εγώ θ’ ανοίξω το στόμα μου κι ο Θεός θα μιλήσει.
- Γιατί το μετάνιωσες, Ιούδα, αδερφέ μου; Εγώ ήμουν έτοιμος.
- Περίμενα.
- Περίμενες τι;
- Να δω αν είσαι Αυτός που περιμένει ο Ισραήλ».
Ο χαρισματικός ποιητής Κώστας Βάρναλης, φορέας των κοινωνιστικών - μαρξιστικών αντιλήψεων, παρά την πηγαία λαϊκότητά του και ενόσω έχει εξαιτίας της και εξαιτίας της μελέτης της εκκλησιαστικής παράδοσης γράψει στίχους γεμάτους σεβασμό προς το πρόσωπο του Χριστού και της Παναγίας μητέρας Του, στους «Σκλάβους πολιορκημένους» (1927), εκλαμβάνοντας τον Ιούδα ως ζηλωτή και κοινωνικό αγωνιστή.
ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
Ιστορικό Πλαίσιο
Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 332 π.Χ. και το διαμελισμό του κράτους του στα Ελληνιστικά βασίλεια η Παλαιστίνη αρχικά περιέρχεται στο κράτος των Πτολεμαίων της Αιγύπτου, αλλά από το 200 π.Χ. θα περάσει στα χέρια των Σελευκιδών της Συρίας. Το 167 π.Χ. ξεσπάει η Μακκαβαϊκή επανάσταση, η οποία θα οδηγήσει τους Ιουδαίους σε πλήρη αυτονομία από το κράτος των Σελευκιδών και από το 104 π.Χ. στη δημιουργία ανεξάρτητου Ιουδαϊκού βασιλείου. Το 63 π.Χ. όμως ο Πομπήιος, έχοντας μετατρέψει ήδη το διαλυμένο κράτος των Σελευκιδών σε Ρωμαϊκή επαρχία αμαχητί, εισέρχεται θριαμβευτής στην Ιερουσαλήμ.
Έπειτα από πολλές περιπέτειες και εσωτερικές διαμάχες στην Ιουδαία ο Μάρκος Αντώνιος πείθει τη Σύγκλητο να διορίσει βασιλέα στην Παλαιστίνη το φίλο του, Ηρώδη τον Μέγα (37 - 4 π.Χ.), ως βασιλέα σύμμαχο μεν των Ρωμαίων (rex socius), αλλά στην ουσία βεβαίως υποτελή. Μετά το θάνατο του Ηρώδη του Μεγάλου η Ρώμη επικύρωσε τη διαθήκη του και το βασίλειό του διενεμήθη στους τρεις γιους του. Η Ιουδαία, η περιοχή που κυρίως μας ενδιαφέρει, μαζί με την Ιδουμαία στον Νότο και τη Σαμάρεια στον Βορρά περιήλθαν στα χέρια του Ηρώδη του Αρχέλαου.
Το 6 μ.Χ. όμως ο Αρχέλαος κατόπιν παρεμβάσεως αντιπροσωπείας Ιουδαίων στη Ρώμη κατηγορήθηκε για σειρά αυθαιρεσιών, σκληρότητα και κακοδιοίκηση και εξορίσθηκε στη Γαλατία (Γαλλία). Η περιοχή του με τη συγκατάθεση και των Ιουδαίων μετετράπη σε ημιανεξάρτητη Ρωμαϊκή επαρχία με το όνομα Provincia Judaeae (Επαρχία Ιουδαίας), αλλά υπαγόμενη διοικητικά στη μείζονα επαρχία της Συρίας. Οι Ρωμαίοι μετέφεραν την πρωτεύουσα από την επικίνδυνη και πολύ Ιουδαϊκή Ιερουσαλήμ στην Ελληνιστική Καισάρεια της Παλαιστίνης κοντά στο σημερινό Τελ Αβίβ. Την εποχή που μας απασχολεί Αυτοκράτωρ της Ρώμης είναι ο Τιβέριος (14 μ.Χ. - 37 μ.Χ.) και «επίτροπος» (praefectus) της Ιουδαίας ο Πόντιος Πιλάτος (26 μ.Χ. - 36 μ.Χ.).
Η Ιουδαϊκή Ηγεσία Απέναντι στον Ιησού
Απ' όλους τους Ευαγγελιστές ο Ιωάννης είναι εκείνος ο οποίος μας δίνει τη σαφέστερη εικόνα για τους λόγους που οδήγησαν την ιουδαϊκή ηγεσία στην απόφαση να απαλλαγεί μια και καλή από την ούτως ή άλλως ενοχλητική παρουσία του Ιησού. «Τί ποιοῦμεν; ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλὰ ποιεῖ σημεῖα· ἐὰν ἀφῶμεν αὐτὸν οὕτως, πάντες πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, καὶ ἐλεύσονται οἱ Ῥωμαῖοι καὶ ἀροῦσιν ἡμῶν καὶ τὸν τόπον (δηλ. το ιερόν, τον ναό) καὶ τὸ ἔθνος». Ασχέτως εάν ο Καϊάφας, στον οποίο αποδίδονται τα λόγια αυτά, αμφισβητούσε ή όχι εκείνα που ένα μέρος τουλάχιστον του λαού θεωρούσε ως «σημεία» του Ιησού, ο Ιησούς θα μπορούσε να καταστεί δημόσιος κίνδυνος και απειλή για την ίδια την υπόσταση του ιουδαϊκού έθνους.
Εάν ο λαός παρασυρόταν από έναν Ψευδομεσσία, όπως πίστευε για τον Ιησού ο Καϊάφας, και κήρυσσε την επανάσταση κατά των Ρωμαίων, η τύχη του έθνους θα ήταν σαν αυτή που τελικά δεν απέφυγε, όταν η επανάσταση του 66 - 70 οδήγησε στην οριστική καταστροφή του ναού, στη σφαγή και στον εξανδραποδισμό χιλιάδων Ιουδαίων. Ο Καϊάφας ήξερε ότι ήδη υπήρχε κακό προηγούμενο. Όταν το 6 η Ιουδαία έγινε Ρωμαϊκή επαρχία, κάποιοι επαναστάτησαν και αρνήθηκαν να υποταχθούν ή να πληρώσουν φόρους στον Αυτοκράτορα. Η απόλυτα Θεοκρατική τους συνείδηση δεν τους επέτρεπε «μετὰ τὸν Θεὸν» ούτε να δεχθούν, αλλά ούτε και να ανεχθούν άλλους «θνητοὺς δεσπότας», όπως μας διηγείται ο Ιώσηπος.
Φυσικά, οι Ζηλωτές αυτοί και ο αρχηγός τους ο Ιούδας ο Γαλιλαίος ή Γαυλανίτης (δηλ. από το Γκωλάν) είχαν το οικτρό τέλος που επεφύλασσαν οι Ρωμαίοι σε τέτοιου είδους κινήματα. Εν τούτοις το Ζηλωτικό κίνημα όχι μόνο δεν ηττήθηκε, αλλά ανδρώθηκε και τελικά οδήγησε στην επανάσταση του 66. Υπό το πνεύμα αυτό ο Καϊάφας δεν είχε εντελώς άδικο να ανησυχεί. Ο κόσμος είχε αρχίσει να πιστεύει ότι ο Ιησούς είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας του Ισραήλ, ο απόγονος του Δαυίδ, που θα αποκαθιστούσε τη βασιλεία. Το λιγότερο που ασφαλώς θα περίμεναν από Αυτόν ήταν να διώξει οριστικά τους Ρωμαίους.
Ακόμη και μετά την Ανάσταση οι ίδιοι οι μαθητές εξακολουθούσαν να ρωτούν με χαρακτηριστική αφέλεια: «Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ»; Η Ιουδαϊκή ηγεσία ανησύχησε ακόμη περισσότερο και από την υποδοχή του πλήθους, που επευφημούσε τον Ιησού, καθώς εκείνος εισερχόταν στην πόλη της Ιερουσαλήμ για την εορτή του Πάσχα, κραυγάζοντας τα λόγια του ψαλμού 117· «ὡσαννά· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· εὐλογημένη ἡ ἐρχομένη βα- σιλεία τοῦ πατρὸς ἡμῶν Δαυίδ· ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις».
Η ιαχή του πλήθους «ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις», δηλ. «σώσε μας Εσύ που είσαι εκεί ψηλά στα ουράνια», τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει εκείνη τη στιγμή, αν όχι ότι έβλεπαν τον Ιησού ως τον απεσταλμένο από τα ουράνια βασιλέα του Ισραήλ, που θα απαλλάξει το έθνος από την υποτέλεια και τα δεινά αιώνων από τα οποία υπέφερε; Γι’ αυτό και απογοητεύτηκαν πλήρως και φώναζαν «ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν», όταν είδαν το ίνδαλμά τους, τον «ἐν τοῖς ὑψίστοις» υποτιθέμενο βασιλέα τους, να συλλαμβάνεται και να διασύρεται κατά το χειρότερο τρόπο μπροστά στον Πιλάτο. Ο Ιησούς όμως δεν ήταν ούτε Αυτός που περίμενε το πλήθος ούτε Αυτός που φοβόταν ο Καϊάφας.
«Ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» ήταν η απάντηση του Ιησού, όταν ο Πιλάτος τού απηύθυνε ειρωνικά το ερώτημα «σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων»; Όπως αργότερα κατάλαβαν και οι Απόστολοι, που μετέφεραν και διέδωσαν τη δική τους μαρτυρία για τον Ιησού, η Μεσσιανικότητα και η βασιλεία του Ιησού άφηναν πολύ πίσω τις όποιες πολιτικές φιλοδοξίες του παλαιού Ισραήλ και απλώνονταν σ’ ένα νέο είδος οικουμενικής βασιλείας, φορέας και πρόγευση της οποίας επρόκειτο να γίνει η κοινωνία των ανθρώπων μέσα σ’ αυτό που ονομάστηκε Εκκλησία, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο νέος λαός του Θεού, ο νέος Ισραήλ «ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς», εν πορεία προς τη βασιλεία του Θεού με κέντρο την πίστη στην εν Χριστώ Ιησού νίκη επί του θανάτου και την προσδοκία της αναστάσεως εκ νεκρών.
Ο Καϊάφας είχε διορισθεί αρχιερεύς ήδη από τον προκάτοχο του Πιλάτου, τον Βαλέριο Γράτο (Valerius Gratus), το 18 και διατηρήθηκε στο αξίωμα αυτό του μέχρι το 36. Ως μέγας αρχιερεύς ήταν ο πνευματικός ηγέτης των απανταχού Ιουδαίων και πρόεδρος του Μεγάλου Συνεδρίου (Sanhedrin), του ανώτατου διοικητικού, δικαστικού, πολιτικού και θρησκευτικού οργάνου του Ιουδαϊσμού. Οι εκάστοτε αρχιερείς δεν ήταν ούτε αιρετοί ούτε λαοπρόβλητοι, ήταν δοτοί της Ρωμαϊκής εξουσίας. Ο διορισμός ή η παύση τους υπαγορευόταν από τα εκάστοτε συμφέροντα των Ρωμαίων. Το Μεγάλο Συνέδριο, στο οποίο προήδρευε ο αρχιερεύς, απετελείτο από 70 άτομα χωρισμένα σε τρεις ομάδες, τους αρχιερείς, τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς.
Οι γραμματείς ήταν επαγγελματίες δικηγόροι και νομοδιδάσκαλοι, ενώ οι πρεσβύτεροι εξέχοντα μέλη της αριστοκρατίας. Οι αρχιερείς ήταν τα μέλη του αρχιερατικού συμβουλίου, δηλ. σύμβουλοι του αρχιερέως προερχόμενοι κυρίως από την τάξη των ιερέων, πρώην ή επίδοξοι αρχιερείς ως επί το πλείστον, οι οποίοι ασκούσαν και διάφορες εξουσίες στο ναό. Ο μέγας αρχιερεύς ήταν πάντοτε ένας. Την εποχή του Ιησού Χριστού δύο ήταν οι παρατάξεις που διεκδικούσαν την εξουσία σε πολιτικό και θρησκευτικό επίπεδο στο εσωτερικό του Ιουδαϊσμού, οι Σαδδουκαίοι και οι Φαρισαίοι. Δεν πρόκειται για θεσμικά όργανα εξουσίας, αλλά για πολιτικοθρησκευτικά κόμματα.
Σε πολιτικό επίπεδο οι Σαδδουκαίοι αντιπροσώπευαν κυρίως την άρχουσα τάξη και τους γαιοκτήμονες, ενώ οι Φαρισαίοι προέρχονταν κυρίως από τη μεσαία τάξη και διέθεταν μεγαλύτερη επιρροή στο λαό. Σε θρησκευτικό επίπεδο οι διαφορές τους ήταν ακόμη μεγαλύτερες. Αντίθετα προς την ακαμψία των Σαδδουκαίων ως προς την ερμηνεία του νόμου οι Φαρισαίοι είχαν αναπτύξει μεθόδους ερμηνείας, που επικαιροποιούσαν το νόμο και προσάρμοζαν την εφαρμογή του πολύ καλύτερα στα προβλήματα που ανέκυπταν στην εποχή τους. Οι γραμματείς στην πλειονότητά τους είχαν προσχωρήσει στο κόμμα των Φαρισαίων, γι’ αυτό και στο λεξιλόγιο της Καινής Διαθήκης γραμματείς και Φαρισαίοι πάνε σχεδόν πάντα μαζί.
Κατά παράδοση «οι αρχιερείς» συνήθως ήταν προσκείμενοι στο κόμμα των Σαδδουκαίων. Υπό την ιδιότητά τους αυτή δεν ήταν καθόλου παράξενο να μην επιθυμούν επαναστατικές κινήσεις, οι οποίες μοιραία θα έθεταν σε κίνδυνο και τη δική τους προνομιακή θέση στην κοινωνία. Σύμφωνα με τα Ευαγγέλια, η αρχική απόφαση για τη σύλληψη και την καταδίκη σε θάνατο του Ιησού ελήφθη σε μια προφανώς άτυπη συνεδρίαση μελών του Συνεδρίου στην κατοικία του Καϊάφα. «Ἀπ’ ἐκείνης οὖν τῆς ἡμέρας», προσθέτει ο Ιωάννης, «ἐβουλεύσαντο (πήραν απόφαση) ἵνα ἀποκτείνωσιν αὐτόν».
Εν τούτοις η σύλληψη του δημοφιλούς Ιησού εν μέση οδώ μπροστά στα πλήθη του κόσμου που συνέρρεε στην Ιερουσαλήμ για τον εορτασμό του Πάσχα δεν ήταν καλή ιδέα· έτσι αποφασίστηκε η σύλληψη να γίνει «μὴ ἐν τῇ ἑορτῇ, μήποτε ἔσται θόρυβος (εξέγερση) τοῦ λαοῦ». Τη λύση στο πρόβλημα, όπως θα δούμε, θα τη δώσει τελικά ο Ιούδας και όλα θα εξελιχθούν πολύ σύντομα και μάλιστα ακριβώς «ἐν τῇ ἑορτῇ».
Η Συμφωνία της Προδοσίας
Ποιος ακριβώς ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Ιούδας πρόδωσε τον Ιησού Χριστό δεν γνωρίζουμε. Μόνον υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Ο Λουκάς και ο Ιωάννης λένε απλώς ότι «μπήκε ο Σατανάς μέσα του». Η φιλαργυρία δεν μπορεί να είναι επαρκής λόγος. Μία πιθανότητα είναι ο Ιούδας να απογοητεύτηκε από τον Ιησού βλέποντας τις Μεσσιανικές προσδοκίες του να διαψεύδονται. Ο Ιησούς αποδεικνυόταν ότι δεν είναι ο ηγέτης που θα ανέτρεπε τη Ρωμαϊκή κατοχή και θα αποκαθιστούσε τη βασιλεία του Ισραήλ. Δεν αποκλείεται όμως με την πράξη της προδοσίας να ήθελε να εκβιάσει τις εξελίξεις φέρνοντας τον Ιησού προ τετελεσμένων γεγονότων και να τον αναγκάσει να εκδηλωθεί ως Μεσσίας του Ισραήλ.
Σχετική με όλα αυτά είναι και η ευρύτατα διαδεδομένη υπόθεση για την ετυμολογία του επιθέτου Ισκαριώτης (ή Ισαριώθ κατ’ άλλη γραφή). Με έναν ελαφρό αναγραμματισμό στην αρχή το όνομα γίνεται Σικαριώτης. «Sica» στα Λατινικά σημαίνει «μαχαίρι». Από τον Ιώσηπο γνωρίζουμε ότι οι Σικάριοι, όπως τους έλεγαν οι Ρωμαίοι, ήταν εκτελεστικές ομάδες του κινήματος των Ζηλωτών. Ανακατεύονταν ανάμεσα στο πλήθος που συνέρρεε στην Ιερουσαλήμ για τις εορτές και με ταχυδακτυλουργική ταχύτητα δολοφονούσαν συνεργάτες των Ρωμαίων και πολιτικούς τους αντιπάλους με μαχαίρια (sicae) που έκρυβαν κάτω από τα ρούχα τους. Έφθασαν στο σημείο κάποια στιγμή να δολοφονήσουν ακόμα και αρχιερέα.
Αυτά, βεβαίως, όσο εύλογα κι αν ηχούν, είναι όλα εικασίες και υποθέσεις και πιο πολύ απ’ όλες η ετυμολογία που συνδέει το επίθετο του Ιούδα με τους Σικαρίους. Η συνήθης ετυμολογία του ονόματος Ισκαριώτης, υποθετική και αυτή, αλλά πιο αληθοφανής, είναι ish-Qeriyot, «άνδρας (καταγόμενος) από την Κεριγιώτ», μια πολίχνη της Ιουδαίας. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε το γεγονός ότι ο Ιησούς απέφευγε συστηματικά κάθε συσχετισμό Του με τον αναμενόμενο Μεσσία του Ισραήλ, ακριβώς επειδή ήξερε τι σήμαινε και πού οδηγούσε μια τέτοια ταύτιση. Είναι πολύ χαρακτηριστική μια στιχομυθία με τους μαθητές και ειδικά με τον Πέτρο, όπως μας την παραθέτει ο Eυαγγελιστής Μάρκος. «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;».
Άλλοι Σε βλέπουν ως επανεμφάνιση του Ιωάννη του Βαπτιστή, άλλοι ως επανεμφάνιση του Ηλία, άλλοι ως επανεμφάνιση κάποιου από των προφητών, ήταν η απάντηση. «Ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι;», επιμένει ο Ιησούς, και ο Πέτρος αμέσως: «Σὺ εἶ ὁ Χριστός», με άλλα λόγια ο «κεχρισμένος» βασιλεύς του Ισραήλ, ο φορέας όλων των Ιουδαϊκών Μεσσιανικών προσδοκιών. «Καὶ ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα μηδενὶ λέγωσιν περὶ αὐτοῦ», να μη μιλάνε σε κανέναν έτσι γι’ αυτόν, και συνέχισε προλέγοντας ότι θα υποστεί τα πάνδεινα, ότι θα αποδοκιμασθεί από τους πρεσβυτέρους, τους αρχιερείς και τους γραμματείς, ότι θα εκτελεσθεί και ότι σε τρεις ημέρες θα αναστηθεί.
Η αντίδραση του Πέτρου σε όλα αυτά έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον σε σχέση με την υποτιθέμενη στάση του Ιούδα. «Καὶ προσλαβόμενος ὁ Πέτρος αὐτὸν ἤρξατο ἐπιτιμᾶν αὐτῷ», με άλλα λόγια: «Τι είναι αυτά που μας λες; Είσαι ή δεν είσαι ο Χριστός που περιμένουμε»; Την απάντηση που πήρε ο Πέτρος θα τη θυμόταν για όλη του τη ζωή: «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ, ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων». Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αμέσως μετά απ’ αυτό ο Μάρκος παρουσιάζει τον Ιησού να διδάσκει «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι».
Λόγια δηλ. εντελώς ακατανόητα τη συγκεκριμένη στιγμή τόσο για τον Πέτρο όσο πολύ περισσότερο και για τον Ιούδα. Το γεγονός βεβαίως είναι ένα, ότι ο Ιούδας προσέγγισε τον ηγετικό πυρήνα του Μεγάλου Συνεδρίου, τους «αρχιερείς», όπως λένε τα Ευαγγέλια, δηλ. το αρχιερατικό συμβούλιο, με σκοπό να τους παραδώσει τον Ιησού «ἄτερ ὄχλου», δηλ. χωρίς την παρουσία του ανεπιθύμητου πλήθους. Οι «αρχιερείς» προσφέρθηκαν να του δώσουν και χρήματα, προφανώς για να δεσμεύσουν περισσότερο τον Ιούδα. Ο Ματθαίος είναι ο μοναδικός Ευαγγελιστής που παρουσιάζει τον Ιούδα να ζητάει πρώτος εκείνος χρήματα, και μάλιστα προκαταβολικά, προκειμένου να τους παραδώσει τον Ιησού.
Τότε οι «αρχιερείς», συνεχίζει ο Ματθαίος, του «ἔστησαν τριάκοντα ἀργύρια». Η συγκεκριμένη παρέμβαση του Ματθαίου αξίζει ιδιαίτερο σχόλιο. Ο Ματθαίος, εδώ δεν κάνει Ιστορία, αλλά Θεολογία, σκέπτεται σαν ραββίνος. Τα «τριάκοντα ἀργύρια» είναι ευθεία αναφορά στον προφήτη Ζαχαρία. Μιλώντας αλληγορικά ο Ζαχαρίας παρουσιάζει τον εαυτό του ως ποιμένα του αιχμαλωτισμένου λαού του. Διαπιστώνει όμως ότι οι υπηρεσίες του δεν εκτιμώνται όπως θα έπρεπε και αποφασίζει να εγκαταλείψει το ποίμνιο στην τύχη του· παραιτείται. Στην πραγματικότητα βεβαίως μέσω αυτού μιλάει ο ίδιος ο Θεός.
Όπως θα έκανε και ο κάθε κοινός βοσκός στη θέση του, ο Ζαχαρίας, πριν φύγει, ζητάει τουλάχιστον τα δεδουλευμένα του, τους μισθούς του, «Εἰ καλὸν ἐνώπιον ὑμῶν ἐστιν», λέει στους εργοδότες που τον προσέλαβαν, «δότε στήσαντες τὸν μισθόν μου ἢ ἀπείπασθε (αρνηθείτε)· καὶ ἔστησαν τὸν μισθόν μου τριάκοντα ἀργυροῦς» (30 shékel στο εβρ.). Ακριβώς αυτή είναι και η διατύπωση του Ματθαίου. Αλλά τι ακριβώς αντιπροσωπεύει αυτό το ποσό; Όπως ξέρουμε από την Έξοδο, τριάντα shékel δεν είναι παρά η ελάχιστη αποζημίωση που καλείται να πληρώσει κάποιος, όταν ο ταύρος του προκαλέσει ατύχημα και σκοτώσει δούλο. Αυτό το ποσό προέβλεπε ο Μωσαϊκός Νόμος.
Με άλλα λόγια, ο Ματθαίος γράφοντας «ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια» θέλει να πει ότι όσα λεφτά κι αν είχαν δώσει στον Ιούδα, οποιοδήποτε κι αν ήταν αυτό το ποσό, στην ουσία δεν πήρε απολύτως τίποτα, τον ξεγέλασαν. Έναντι της αξίας εκείνου τον οποίο πρόδωσε οποιοδήποτε ποσό είναι τόσο ευτελές όσο το ποσό που αντιστοιχεί στην απώλεια ενός δούλου. Με την αναφορά αυτή όμως στον Ζαχαρία ο Ματθαίος κάνει και κάτι άλλο, αντιπαραβάλλει την απόρριψη του Ιησού με την απόρριψη του Ζαχαρία ως ποιμένος που εκπροσωπεί τον ίδιο τον Θεό.
Ο Μυστικός Δείπνος και το Πάσχα
Τα γεγονότα των Παθών του Χριστού συμπίπτουν με την περίοδο του Πάσχα. Το Εβραϊκό Πάσχα είναι η εορτή της Εξόδου των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο. Η ιστορία όμως της εορτής χάνεται στα βάθη των αιώνων, είναι προγενέστερη της Εξόδου. Φαίνεται ότι στην αρχική της μορφή δεν ήταν παρά μια ποιμενική τελετή, με την οποία οι νομάδες επεδίωκαν να αυξήσουν τη γονιμότητα των ποιμνίων τους θυσιάζοντας ένα από τα υγιέστερα και καλύτερα ζώα τους. Η τελετή γινόταν μιαν ανοιξιάτικη νύχτα με Πανσέληνο, την εποχή δηλ. που τα ποίμνια εγκαταλείπουν τα χειμαδιά για τα νέα βοσκοτόπια.
Το Εβραϊκό Πάσχα συνέπιπτε ανέκαθεν με Πανσέληνο, την πιο κατάλληλη δηλ. φωτεινή νύχτα για την αναχώρηση των νομάδων. Μια τέτοια νύχτα έγινε και η Έξοδος. Ο Μωυσής κάλεσε τους «πρεσβυτέρους του Ισραήλ» να σφάξουν ένα αμνοερίφιο ανά οικογένεια και με το αίμα του να βάψουν το ανώφλι και τους παραστάτες των σπιτιών τους. Η αρχική σημασία της βαφής της εισόδου των κατοικιών ή μάλλον των σκηνών των αρχικών νομάδων με το αίμα των θυσιαζόμενων ζώων φαίνεται πως, πολύ πριν συσχετισθεί με την Έξοδο, είχε αποτροπαϊκό χαρακτήρα, απέβλεπε στην απομάκρυνση των κακών πνευμάτων.
Στο βιβλίο της Εξόδου όμως το νόημα της εορτής μετασχηματίζεται και ο «ὀλοθρεύων» είναι τώρα ο άγγελος Κυρίου, που θα δει το αίμα της θυσίας και θα προσπεράσει, για να πατάξει μόνον Αιγυπτίους. Η ίδια η λέξη «Πάσχα» (πέσαχ) σημαίνει «προσπέρασμα». Η κυρίως ημέρα της θυσίας του Πάσχα ήταν η 14η του μηνός Νισάν (Μάρτιος - Απρίλιος), που αντιστοιχεί στον πρώτο Ανοιξιάτικο μήνα του έτους. Οι Εβραϊκοί μήνες είναι σεληνιακοί και δεν συμπίπτουν με το δικό μας ημερολόγιο. Επιπλέον η ημέρα αρχίζει την εσπέρα, δηλ. μετά τη δύση του ηλίου, και μετράται μέχρι την επόμενη εσπέρα. Επομένως, το δείπνο του Πάσχα, που γίνεται μετά τη δύση της 14ης, συμπίπτει με τη 15η του μηνός.
Στα χρόνια του Χριστού η εορτή του Πάσχα ήταν προσκυνηματική εορτή (hag), όπως η Πεντηκοστή και η Σκηνοπηγία. Ήδη από τη μεταρρύθμιση του Ιωσία το 621 π.Χ. η θυσία του Πάσχα γινόταν αποκλειστικά και μόνο στο ναό των Ιεροσολύμων και πουθενά αλλού. Όποιος Ιουδαίος ήθελε να εορτάσει το Πάσχα έπρεπε υποχρεωτικά να έλθει στα Ιεροσόλυμα. Έτσι, η πόλη γέμιζε με χιλιάδες προσκυνητές που κατέφθαναν από όλα τα μέρη της Παλαιστίνης και της διασποράς. Εκεί πήγε και ο Ιησούς με τους μαθητές Του, για να τελέσουν το Πάσχα. Η εορτή άρχιζε με τη θυσία ενός απόλυτα υγιούς («ἀμώμου», δηλ. χωρίς ψεγάδι) αρσενικού αμνού ή εριφίου ενός έτους.
Οι θυσίες γίνονταν αποκλειστικά στο ναό από τις 12 το μεσημέρι μέχρι λίγο πριν από τη δύση του ηλίου. Κάθε οικογένεια έπρεπε να φέρει το δικό της ζώο. Η θυσία γινόταν ως εξής: Οι ιερείς τρυπούσαν το ζώο σε ειδικό σημείο, ώστε να χυθεί όσο το δυνατόν περισσότερο αίμα, το οποίο οι Λευίτες έχυναν με λεκάνες στα πόδια του θυσιαστηρίου. Κατόπιν η οικογένεια με το σφάγιο ανά χείρας όδευε για το Πασχάλιο τραπέζι, που, όπως είπαμε, γινόταν το ίδιο βράδυ στις 15 του μηνός. Η 15η του μηνός Νισάν όμως συνέπιπτε και με την αρχή μιας άλλης εορτής, με την πρώτη ημέρα της εορτής των Αζύμων (Ματσώθ/τ), η οποία διαρκούσε επτά ημέρες.
Αυτή η γειτνίαση ή σύμπτωση των δύο εορτών οδήγησε πολύ γρήγορα σε σύγχυση ως προς την ορολογία, με αποτέλεσμα να έχουμε διατυπώσεις σαν αυτή του Μάρκου «τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ τῶν αζύμων, ὅτε τὸ πάσχα ἔθυον». Την ίδια σύγχυση όμως παρατηρούμε και στον Ιώσηπο. Οι δύο εορτές συγχέονταν μεταξύ τους. Στο σημερινό Ιουδαϊσμό η εορτή των Αζύμων έχει πλέον απορροφηθεί πλήρως από το Πάσχα, το οποίο αρχίζει στις 15 του μηνός Νισάν και διαρκεί μια ολόκληρη εβδομάδα. Τα Άζυμα ήταν μια χαρμόσυνη εορτή, το περιεχόμενο της οποίας συνδεόταν με το θερισμό και τη συγκομιδή της κριθής.
Ως καθαρά γεωργική εορτή πρέπει να ήταν μεταγενέστερη του Πάσχα. Ανάγεται στους χρόνους που οι Ισραηλίτες, από ημινομάδες που ήταν μετά την Έξοδο, έγιναν μόνιμοι κάτοικοι στη γη Χαναάν και είναι απίθανο να την υιοθέτησαν από τους Χαναναίους. Καθ’ όλη την επταήμερη εορτή έτρωγαν άζυμο άρτο παρασκευασμένο αποκλειστικά από τη νέα σοδειά χωρίς καθόλου προζύμι από την παλαιά. Ο μήνας Νισάν ήταν ο πρώτος μήνας του θρησκευτικού ημερολογίου και τα Άζυμα συμβόλιζαν μια νέα αρχή που άφηνε πίσω της το παλιό, για να υποδεχθεί το καινούργιο. Το πολιτικό ημερολόγιο εν τούτοις άρχιζε το μήνα Tishrí (Σεπτέμβριο - Οκτώβριο).
Και τα τέσσερα ευαγγέλια συμφωνούν ότι η Σταύρωση έγινε ημέρα Παρασκευή πρωί και ότι ο Μυστικός Δείπνος έγινε το αμέσως προηγούμενο βράδυ, δηλ. κατά την έναρξη της Εβραϊκής Παρασκευής ή, αν θέλετε, το βράδυ της Πέμπτης, όπως θα λέγαμε εμείς σήμερα. Εκεί όπου δεν συμφωνούν όλα τα Ευαγγέλια είναι η ημερομηνία της Σταυρώσεως και επομένως και του Μυστικού Δείπνου. Σύμφωνα με τον Ιωάννη, η Παρασκευή αυτή ήταν η παραμονή του Πάσχα· «ἦν δὲ παρασκευὴ τοῦ πάσχα». Όταν δε οι άνθρωποι του Συνεδρίου μετέφεραν τον Ιησού στον Πιλάτο «αὐτοὶ οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα μὴ μιανθῶσιν, ἀλλὰ φάγωσιν τὸ πάσχα (δηλ. το αρνί του Πάσχα)».
Επιπλέον στον ίδιο τον Μυστικό Δείπνο του Ιωάννη, όταν ο Ιησούς στρέφεται στον Ιούδα και του λέει «ὃ ποιεῖς ποίησον τάχιον» (ό,τι είναι να κάνεις κάνε το γρήγορα) και εκείνος εγκαταλείπει το δείπνο, μερικοί μαθητές νόμισαν προς στιγμήν ότι ο Ιησούς μ’ αυτή τη φράση εννοούσε «ἀγόρασον ὧν χρείαν ἔχομεν εἰς τὴν ἑορτήν» (πήγαινε να ψωνίσεις τα απαραίτητα για το Πασχαλιάτικο τραπέζι). Η ημέρα της Σταυρώσεως επομένως για τον Ιωάννη είναι η 14η του Νισάν, η ημέρα της θυσίας του Πάσχα. Ο Ιησούς θα είναι ήδη νεκρός, όταν το ίδιο βράδυ θα γίνεται το Πασχάλιο δείπνο στην αρχή του Σαββάτου· «ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνου τοῦ σαββάτου», γράφει ο Ιωάννης.
Αν είναι έτσι, τότε ο Μυστικός Δείπνος, που φυσικά προηγείται της Σταυρώσεως, δεν ήταν Πασχάλιος, αλλά ήταν απλώς ένα αποχαιρετιστήριο δείπνο. Αντίθετα όλοι οι υπόλοιποι Ευαγγελιστές συμφωνούν ότι ο Μυστικός Δείπνος ήταν και Πασχάλιος. Στο δικό τους χρονοδιάγραμμα η Πέμπτη βράδυ του Μυστικού Δείπνου και η Παρασκευή πρωί της Σταυρώσεως ήταν η 15η του μηνός Νισάν και όχι η 14η, όπως παραδίδει ο Ιωάννης. Από ιστορικής πλευράς το πρόβλημα παραμένει άλυτο. Εάν ο Ιωάννης έχει δίκιο, τότε οι άλλοι Ευαγγελιστές ενδεχομένως να μετέθεσαν τον Μυστικό Δείπνο, έτσι ώστε θεολογικά να συμπίπτει με τη Θεία Ευχαριστία, το Χριστιανικό Πάσχα.
Εάν όμως οι τρεις πρώτοι Ευαγγελιστές έχουν δίκιο, τότε ο Ιωάννης πιθανόν εκείνος να μετέθεσε την ημερομηνία, έτσι ώστε η ίδια η Σταύρωση να συμβολίζει και να συμπίπτει με τη σφαγή του Πασχάλιου αμνού. Οι Ευαγγελιστές μπορεί να κάνουν χρήση της Ιστορίας, αλλά δεν είναι ιστορικοί, είναι πρωτίστως θεολόγοι. Όταν ήλθε η ημέρα των Αζύμων, δηλ. η ημέρα του Πασχάλιου δείπνου, οι μαθητές ρώτησαν τον Ιησού πού θέλει να πάνε για να ετοιμάσουν το Πασχαλινό τραπέζι. Ο Ιωάννης όμως κάνει λόγο απλώς για κάποιο δείπνο («καὶ δείπνου γενομένου»), που έγινε προ της εορτής του Πάσχα. Ο Ιησούς στέλνει δύο μαθητές στην πόλη και τους λέει ότι εκεί θα τους συναντήσει ένας άγνωστος που θα κρατάει μια στάμνα.
Εκείνοι θα τον ακολουθήσουν και, όπου Εκείνος μπει, θα μπουν και αυτοί και θα πουν στον οικοδεσπότη απλώς τη φράση «ὁ διδάσκαλος λέγει· ποῦ ἐστιν τὸ κατάλυμά μου, ὅπου τὸ Πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου φάγω»; Όλα αυτά δεν είναι παρά συνθηματικά. Το θέαμα ενός ανδρός που δήθεν κουβαλάει νερό με μια στάμνα (στο κεφάλι;) πρέπει να ήταν αναγνωριστικό σημάδι, γιατί ήταν τελείως ασύνηθες· αυτή ήταν γυναικεία δουλειά. Οι άνδρες σε τέτοιες περιπτώσεις χρησιμοποιούσαν ασκούς. Ο οικοδεσπότης ήδη γνώριζε και αυτός τι έπρεπε να κάνει. Η φράση «ὁ διδάσκαλος λέγει» τού ήταν αρκετή. Προφανώς ήταν και αυτός από το ευρύτερο περιβάλλον των μαθητών του Ιησού και είχε ειδοποιηθεί.
Έτσι, ο Μυστικός Δείπνος ήταν πράγματι μυστικός. Ο Ιησούς λάμβανε μέτρα προφυλάξεως· δεν ήθελε να συλληφθεί πρόωρα, αλλά όποτε εκείνος θα το επέλεγε. Αυτό αφήνουν να εννοηθεί τα Ευαγγέλια. Ο ίδιος μαζί με τους μαθητές Του έρχεται την τελευταία στιγμή, μόλις αρχίζει να νυχτώσει, «ὀψίας γενομένης». Παρόλο που το δείπνο στα τρία πρώτα ευαγγέλια περιγράφεται ως Πασχάλιο, οι Ευαγγελιστές δεν δίνουν άλλες πληροφορίες για το δείπνο, γιατί δεν ενδιαφέρονται παρά μόνο για τα στοιχεία εκείνα που το συνδέουν με τη Θεία Ευχαριστία, όπως γινόταν στην πρώτη Εκκλησία. Το Πασχάλιο δείπνο γινόταν βάσει καθιερωμένου τυπικού (séder), για το οποίο ξέρουμε λεπτομέρειες τόσο από την Παλαιά Διαθήκη όσο και από το Ταλμούδ.
Η περιγραφή των Ευαγγελίων επικεντρώνεται μόνο σε δύο στοιχεία, στη στιγμή που ο Χριστός διανέμει τελετουργικά στους μαθητές Του τον άρτο και τον οίνο, που παρατίθενται στο τραπέζι, και στα λόγια με τα οποία συνοδεύει την κίνησή Του. «ΤοῦτΟ Εστιν τὸ αἷμά μου τῆς διαθήκης», λέγει ο Ιησούς την ώρα που μοιράζει το κρασί στους μαθητές. Με τη φράση αυτή κάνει συσχετισμό του οίνου με το αίμα της θυσίας, με την οποία επισφραγίσθηκε η «διαθήκη», το συμβόλαιο του Θεού με τους Ισραηλίτες στο όρος Σινά ότι αυτοί θα υπακούουν στο νόμο Του και Εκείνος θα αναλάβει την προστασία τους.
Με άλλα λόγια, ο οίνος αντιπροσωπεύει αίμα, το αίμα του Χριστού, με το οποίο θα επισφραγισθεί μια «Καινή», μια καινούργια εξιλεωτική «Διαθήκη» του Θεού με το λαό του «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐκέτι οὐ μὴ πίω ἐκ τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ὅταν αὐτὸ πίνω καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ θεοῦ. Το νόημα των λόγων αυτών είναι ότι ο Ιησούς βλέπει το συγκεκριμένο δείπνο ως πρόγευση του δείπνου της Βασιλείας. Αυτό ακριβώς είναι και το νόημα της Θείας Ευχαριστίας· κάθε φορά που επαναλαμβάνεται τελείται ως πρόγευση του δείπνου της Βασιλείας. Τη στιγμή που ο Χριστός κόβει και μοιράζει τον άρτο στους μαθητές προσθέτει τα λόγια: «τοῦτο ἐστιν τὸ σῶμα μου».
Ο άζυμος άρτος, πέραν του ότι υπαγορευόταν και από την εορτή των Αζύμων, στο δείπνο του Πάσχα συμβόλιζε και τον «ἄρτο τῆς κακώσεως», το πικρό ψωμί της δουλείας του Ισραήλ στην Αίγυπτο. Ο Ιησούς επανερμηνεύει αυτόν το συμβολισμό ως αναφερόμενο στην επικείμενη Σταύρωση. Η φράση του Λουκά «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» δεν υπάρχει στα υπόλοιπα Ευαγγέλια, αλλά την αναφέρει ο Παύλος επί λέξει στην Α' Κορινθίους, όταν δίνει τη δική του μαρτυρία για την τέλεση του Μυστικού Δείπνου και της Θείας Ευχαριστίας. Ομοίως και στην Παλαιά Διαθήκη το Πάσχα τελείται «εἰς μνημόσυνον» της Εξόδου.
Η «ανάμνηση» για τους αναγνώστες του Ευαγγελίου, όμως, οι οποίοι είναι ήδη Χριστιανοί, δεν αναφέρεται απλώς και μόνο στην ανάμνηση του συγκεκριμένου δείπνου των μαθητών με τον Χριστό, αλλά κυρίως στη Σταύρωση και την Ανάσταση, όπου παραπέμπει ο Μυστικός Δείπνος, και η πραγματικότητα των οποίων είναι πάντοτε παρούσα στην τέλεση της Θείας Ευχαριστίας. Με άλλα λόγια, όπως έλεγε ο Παύλος, «ὁσάκις ἐὰν ἐσθίητε καὶ πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε (διακηρύσσετε δημόσια), ἄχρι οὗ ἔλθῃ», δηλ. μέχρι την εκπλήρωση της Βασιλείας. Το δείπνο της Ευχαριστίας συνδέει το νυν, που είναι τα Πάθη του Κυρίου, τα πάθη της Εκκλησίας, τα πάθη του κόσμου, με την ελπίδα της Βασιλείας.
Κοινό στοιχείο και στα τέσσερα Ευαγγέλια αποτελεί η εκ μέρους του Ιησού αναγγελία της προδοσίας του Ιούδα καθώς και η συμμετοχή του στο ίδιο εκείνο δείπνο. Την πιο χαρακτηριστική έως σπαρακτική περιγραφή την κάνει ο Ιωάννης. «Εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με», αναγγέλλει σε κάποια στιγμή ο Ιησούς. Και ενώ όλοι διερωτώνται, ο Ιησούς συνεχίζει· «ἐκεῖνός ἐστιν ᾧ ἐγὼ βάψω (βουτήξω) τὸ ψωμίον καὶ δώσω αὐτῷ. Βάψας οὖν τὸ ψωμίον λαμβάνει καὶ δίδωσιν Ἰούδᾳ Σίμωνος Ἰσκαριώτου». Ο Ιούδας χωρίς να πει κουβέντα πήρε το ψωμί και «ἐξῆλθεν εὐθύς».
«Ἦν δὲ νύξ», προσθέτει με σκηνοθετική δεινότητα ο Ιωάννης. ΚαΙ ΥμνΗσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Αν το δείπνο ήταν Πασχάλιο, τότε το «ὑμνήσαντες» υπονοεί το β΄ μέρος του Χαλλέλ, που απήγγειλαν ή τραγουδούσαν μετά το δείπνο σύμφωνα με το Πασχάλιο τυπικό.
Η Σύλληψη του Ιησού
Το Όρος των Ελαιών βρίσκεται ανατολικά της Ιερουσαλήμ και σε πολύ μικρή απόσταση από την πόλη. Η απορία και η σύγχυση που πρέπει να προκάλεσαν στους μαθητές τα λόγια του Ιησού στο δείπνο γι’ αυτό που θα επακολουθούσε συνεχίζονται και εντείνονται ακόμη περισσότερο, όταν ο Ιησούς τούς προαναγγέλλει με μία φράση παρμένη από τον προφήτη Ζαχαρία ότι όλα θα συμβούν την ίδια εκείνη νύχτα. «Πάντες ὑμεῖς σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοὶ (για μένα) ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ, γέγραπται γάρ· πατάξω τὸν ποιμένα, καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης· μετὰ δὲ τὸ ἐγερθῆναί με προάξω ὑμᾶς (θα προηγηθώ υμών και θα συναντηθούμε) εἰς τὴν Γαλιλαίαν».
Ο Πέτρος αμέσως αντιδρά· «ακόμα κι όλοι να σκανδαλισθούν, εγώ δεν πρόκειται να σε απαρνηθώ»· μεγάλα λόγια. Ο Ιησούς τού προαναγγέλλει ότι μέχρι το ξημέρωμα την ίδια εκείνη νύχτα «πρὶν ἢ δὶς ἀλέκτορα φωνῆσαι τρίς ἀπαρνήσῃ με». Τα ίδια όμως επαναλαμβάνουν και οι υπόλοιποι μαθητές. Η πρόρρηση της Αναστάσεως δεν φαίνεται εκείνη τη στιγμή να εντυπωσιάζει τους μαθητές, το αντίθετο μάλιστα· μερικοί είναι και οπλισμένοι με ξίφη έτοιμοι και να αμυνθούν, αν συμβεί οτιδήποτε. «Κύριε, ἰδοὺ μάχαιραι ὧδε δύο». «Φτάνει πια!», τους αποστομώνει ο Ιησούς, καθώς συνεχίζουν το δρόμο τους προς την τοποθεσία Γεθσημανή· «αρκετά είπατε», «ἱκανόν ἐστιν».
Η Γεθσημανή (Gat-shémem, ελαιοτριβείο) φαίνεται ότι ήταν συνήθης τόπος συγκεντρώσεως του Ιησού με τους μαθητές Του. «Ἦν δὲ τὰς ἡμέρας ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων, τὰς δὲ νύκτας ἐξερχόμενος ηὐλίζετο εἰς τὸ ὄρος τὸ καλούμενον Ἐλαιῶν». Αυτό ακριβώς το ήξερε και ο Ιούδας. Γνώριζε πού ακριβώς μπορούν να βρουν τον Ιησού μέσα στη νύχτα απομονωμένο από το πλήθος, που ήταν εμπόδιο για τη σύλληψη. «ᾝδει (γνώριζε) δὲ καὶ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν τὸν τόπον, ὅτι πολλάκις συνήχθη Ἰησοῦς ἐκεῖ μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ». Στη Γεθσημανή ο Ιησούς απομονώνεται από τους μαθητές και προσευχόμενος με αγωνία ετοιμάζεται για το μαρτύριο που ξέρει ήδη ότι Τον περιμένει.
«Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστιν, παρελθάτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω ἀλλ’ ὡς σύ». «Καὶ ἐγένετο ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν». Για πρώτη φορά ο Ιησούς βρίσκεται σε τόσο δυσχερή θέση. Ακόμη και οι μαθητές Του, αντί να συμπαρίστανται προσευχόμενοι, κοιμούνται σχεδόν αμέριμνοι. Την ύστατη στιγμή είναι εντελώς μόνος. Σε λίγο καταφθάνουν οπλισμένοι οι εγκάθετοι του Μεγάλου Συνεδρίου καθοδηγούμενοι από τον Ιούδα, για να συλλάβουν τον Ιησού. Ο Ιωάννης αναφέρει ότι στη σύλληψη συμμετείχε και η Σπείρα,18 η μόνιμη ρωμαϊκή φρουρά της Ιερουσαλήμ.
Η ειρωνεία είναι ότι ο Ιούδας υπέδειξε τον Ιησού με τον καθιερωμένο στον Ιουδαϊσμό της εποχής χαιρετισμό των μαθητών προς τους διδασκάλους· «ῥαββί»! τον προσφώνησε, «καὶ κατεφίλησεν αὐτόν». Οι μαθητές εκείνη τη στιγμή είναι έτοιμοι να επιτεθούν· «Κύριε, εἰ πατάξομεν ἐν μαχαίρῃ»; Ο Πέτρος, μάλιστα, δεν περίμενε καν απάντηση και επιτέθηκε με το ξίφος του κατά του δούλου του αρχιερέως. Εκείνος όμως πρόλαβε και με μια ενστικτώδη κίνηση απέφυγε το άμεσο χτύπημα στο κεφάλι και το ξίφος του Πέτρου βρήκε ευτυχώς μόνο το αυτί. Οι μαθητές είχαν καταλάβει απελπιστικά πολύ λίγα από όσα είχαν ακούσει εκείνο το βράδυ από τον Ιησού.
Ο Ιησούς Ενώπιον του Συνεδρίου
Ο Ιησούς οδηγείται στον αρχιερέα ή μάλλον πρώτα στον Άννα, τον πεθερό του αρχιερέα, όπως παραδίδει ο Ιωάννης, και μετά στον ίδιο τον Καϊάφα. Αυτό είναι και το πιο πιθανό, καθώς ο Άννας, μολονότι πρώην αρχιερεύς από το 6 έως το 15, εξακολουθούσε πάντα να ασκεί μεγάλη επιρροή στο Συνέδριο. Στην ουσία αυτός κινούσε τα νήματα μέχρι το θάνατό του το 35 μ.Χ. Ο Άννας (ή Άννανος κατά τον Ιώσηπο) ανήκε στο κόμμα των Σαδδουκαίων και είχε διορισθεί από τον Λεγάτο (Legatus) τῆς Συρίας Κυρήνιο (Quirinius, 6 - 11 μ.Χ.) ακριβώς για τα φιλορωμαϊκά του αισθήματα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που και οι πέντε γιοι του χρημάτισαν όλοι αρχιερείς.
Ο Πέτρος, που μόλις πριν από λίγο ήταν έτοιμος να τα βάλει ακόμη και με τη Σπείρα, για να προστατεύσει τον Ιησού, τώρα ακολουθούσε αμήχανος εκεί όπου οδηγούσαν τον Ιησού, αλλά εντελώς αποθαρρυμένος. Μόλις τον υποπτεύθηκαν οι υπηρέτες του αρχιερέως από τη Γαλιλαϊκή προφορά του ότι είναι άνθρωπος του Ιησού, εκείνος αρνήθηκε επανειλημμένα ακόμα και μπροστά στη δούλη του αρχιερέως. «Οὐκ οἶδα αὐτόν (ούτε που τον ξέρω), γύναι». Αρνήθηκε ακόμα και όταν αναγνωρίσθηκε από ένα συγγενή του δούλου που λίγο έλειψε να σκοτώσει. «Καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησεν». Ο Πέτρος θυμήθηκε τα λόγια του Χριστού και «ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσεν πικρῶς».
Μέσα στο σπίτι του Καϊάφα αρχίζει η δίκη του Ιησού. Όμως, είναι δύσκολο να φαντασθούμε να συνεδριάζει το Μεγάλο Συνέδριο μέσα στη νύχτα στο παλάτι του Καϊάφα πόσο μάλλον αν αυτή ήταν η νύχτα του Πάσχα. Η δίκη πρέπει να έγινε το πρωί, όπως ακριβώς περιγράφει τα γεγονότα ο Λουκάς. Η βραδινή διαδικασία πρέπει να ήταν απλώς μια προκαταρκτική εξέταση, στην οποία οι υπόλοιποι Ευαγγελιστές έχουν εντάξει στιγμιότυπα από την πρωινή δίκη. Η συνήθης ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Συνεδρίου περιγράφεται αναλυτικά στην πραγματεία Sanhedrín της Mishná.
Οι θανατικές ποινές έπρεπε να εκδίδονται μόνον κατά τη διάρκεια της ημέρας, όχι νύχτα και ούτε αυθημερόν, αλλά την επομένη της δίκης (Sanhedrin). Επιπλέον σε ημέρα εορτής «καμιά δικαστική απόφαση δεν πρέπει να εκδίδεται» (Tosefta, Yoma). Το ερώτημα είναι βεβαίως αν οι κανονισμοί αυτοί ίσχυαν ήδη από την εποχή του Χριστού ή μήπως τελικά επρόκειτο για μια παρωδία δίκης. Το κεντρικό ερώτημα της δίκης ήταν «Σὺ εἶ ὁ χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ;» ἢ «τοῦ Θεοῦ». Στα χείλη του αρχιερέως η φράση αυτή ισοδυναμεί με το ερώτημα αν ο Ιησούς αξιώνει για τον εαυτό του τον τίτλο του «Χριστού», του κεχρισμένου δηλαδή βασιλέως του Ισραήλ, του φορέα των εθνικών προσδοκιών του Ιουδαϊσμού.
Στο βασιλικό Ψαλμό η άκρως τιμητική φράση «υἱός μου εἶ σύ· ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε», το περιεχόμενο της οποίας είναι καθαρά Μεσσιανικό, απευθύνεται στον εκάστοτε βασιλέα του Ισραήλ κατά τη στιγμή που ανεβαίνει στο θρόνο και χρίεται βασιλεύς. Η απάντηση του Ιησού, είτε ευθέως (Μάρκος) είτε πλαγίως (Ματθαίος - Λουκάς), είναι καταφατική: «ἐγώ εἰμί». Τότε ο αρχιερεύς «διέρρηξεν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων· ἐβλασφήμησεν», δεν χρειαζόμαστε πια ούτε μάρτυρες. Η προειλημμένη απόφαση που επεδίωκε ο Καϊάφας αποδείχθηκε τελικά πολύ εύκολη υπόθεση, «ἔνοχος θανάτου ἐστίν».
Η «διάρρηξη των ιματίων» του αρχιερέως δεν ήταν απλώς μια αυθόρμητη πράξη· ήταν υποχρεωτική για αρχιερέα τελετουργική αντίδραση στο άκουσμα βλασφημίας (Mishná, Sanhedrín).
Ο Ιησούς Ενώπιον του Πιλάτου
Σύμφωνα με το Λευιτικό η περίπτωση βλασφημίας ετιμωρείτο με θάνατο διά λιθοβιλισμού. Τέτοιο δικαίωμα όμως στη Ρωμαιοκρατούμενη Ιουδαία δεν είχε το Συνέδριο. Αν μια απόφαση επέσυρε την ποινή του θανάτου, τότε αρμόδιος για την εκτέλεση της ποινής ήταν μόνον ο Ρωμαίος επίτροπος. Μόνον αυτός είχε το ius gladii (το δικαίωμα χρήσεως του ξίφους). «Ἡμῖν οὐκ ἔξεστιν ἀποκτεῖναι οὐδένα», είπαν οι Ιουδαίοι στον Πιλάτο. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ο Ιησούς οδηγήθηκε στον Πιλάτο. Σε όλες τις μεγάλες προσκυνηματικές εορτές λόγω της μεγάλης κοσμοσυρροής στην Ιερουσαλήμ οι Ρωμαίοι λάμβαναν ειδικά μέτρα για την πρόκληση ταραχών ή εξεγέρσεων.
Έτσι, ο Πιλάτος, για να ελέγχει καλύτερα την κατάσταση κατά την περίοδο του Πάσχα, είχε μεταφέρει προσωρινά την έδρα του από την Καισάρεια στην Ιερουσαλήμ. Το «πραιτώριο» ή διοικητήριο στο οποίο διέμενε ο Πιλάτος κάθε φορά που ερχόταν στην Ιερουσαλήμ θα ήταν προφανώς το ανάκτορο του Ηρώδη του Μεγάλου στη δυτική μεριά της πόλεως. Εκεί πρέπει να οδήγησαν και τον Ιησού. Η ανάκριση στην οποία ο Πιλάτος υπέβαλε τον Ιησού υπήρξε σύντομη και δεν τον έπεισε καθόλου για την ενοχή του Ιησού. Ακόμη κι όταν του απηύθυνε το ερώτημα «σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;» η απάντηση «σὺ λέγεις» ή «ἀπὸ σεαυτοῦ σὺ τοῦτο λέγεις ἢ ἄλλοι εἶπόν σοι περὶ ἐμοῦ».
Συνοδευόμενη από φράσεις όπως «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», δεν έπεισε τον Πιλάτο ότι έχει να κάνει με τον αρχηγό των επαναστατών, όπως στην ουσία είχαν ισχυρισθεί τα μέλη του Συνεδρίου. Όταν, μάλιστα, πληροφορήθηκε ότι είναι Γαλιλαίος, βρήκε την ευκαιρία να αποσείσει από πάνω του το βάρος και την ευθύνη να απογοητεύσει την Ιουδαϊκή ηγεσία και παρέπεμψε τον Ιησού στον Ηρώδη τον Αντίπα, ο οποίος ως Ιουδαίος το θρήσκευμα είχε έλθει και αυτός στην Ιερουσαλήμ για το Πάσχα περιστοιχιζόμενος από τη φρουρά του. Η Γαλιλαία, όπως είπαμε στην αρχή, υπήγετο στην εξουσία του Αντίπα και επομένως ήταν εκτός της Ρωμαϊκής επικράτειας του Πιλάτου.
Ο Ηρώδης, που είχε ακουστά για τον Ιησού και ήθελε να τον γνωρίσει από κοντά, αντιμετώπισε τον Ιησού ως κάποιον μάλλον αξιοπερίεργο τύπο, που πραγματοποιεί απίθανα πράγματα. Ήλπιζε να τον δει να κάνει εκεί μπροστά του κάποιο από τα «νούμερά» Του, ένα «θαύμα» Του, ας πούμε, για να δει τι μπορούσε να κάνει. Του απηύθυνε και πολλές ερωτήσεις, αλλά ο Ιησούς δεν απαντούσε καθόλου. Έτσι, ο Αντίπας προφανώς θυμωμένος τον έστειλε πίσω στον Πιλάτο ντυμένο με μια «λαμπρή εσθήτα» αντιμετωπίζοντάς Τον μάλλον σαν αποτυχημένο κλόουν - βασιλιά παρά ως σοβαρό πρόσωπο με πραγματική ενοχή. Ο κόσμος, στο μεταξύ, είχε και αυτός μεταστραφεί εναντίον του Ιησού.
Ο υποτιθέμενος Μεσσίας είχε γίνει ρεζίλι και τελικά οι «αρχιερείς» δικαιώνονται. Έτσι, όταν ο Πιλάτος τούς πρότεινε να διαλέξουν ποιον από τους δύο να απολύσει κατά το έθιμο των εορτών, τον Βαραββά ή τον Ιησού, εκείνοι επείσθησαν εύκολα από τους «αρχιερείς» να διαλέξουν τον Βαραββά. Τουλάχιστον αυτός ήταν πραγματικός αντιρωμαίος «στασιαστής» μετά φόνου. Ως «ληστή» τον περιγράφει ο Ιωάννης, αλλά τον ίδιο όρο χρησιμοποιεί αργότερα και ο Ιώσηπος για τους Ιουδαίους επαναστάτες κατά των Ρωμαίων.
Ο Πιλάτος μπορεί να «ένιψε τας χείρας του» μπροστά στον όχλο «λέγων ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τούτου», αλλά υπέκυψε τελικά στις πιέσεις, οι οποίες έφθασαν μέχρι του σημείου να γίνουν και απειλές· «ἐὰν τοῦτον (τον Βαραββά) ἀπολύσῃς, οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος· πᾶς ὁ βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι».
Η Σταύρωση
Ο Πιλάτος διέταξε τη Ρωμαϊκή φρουρά να πάρει τον Ιησού και να τον σταυρώσει. Αυτή ήταν η ποινή που προέβλεπε το Ρωμαϊκό δίκαιο για τους δούλους, τους ληστές, τους στασιαστές και γενικά για τους μη Ρωμαίους πολίτες. Οι στρατιώτες παρέλαβαν τον Ιησού και αφού Τον χλεύασαν ντύνοντάς Τον με κόκκινη χλαμύδα και μ’ ένα ακάνθινο στεφάνι για στέμμα, Τον οδήγησαν πρώτα στη μαστίγωση. Το «βασιλικό» ακάνθινο στεφάνι δεν αποκλείεται να τους θύμιζε και τις ακτίνες του Sol invictus, του ήλιου του ανίκητου, δηλ. του Μίθρα, που ήταν ο αγαπημένος Θεός των Ρωμαϊκών στρατευμάτων.
Η εκτέλεση της ποινής άρχισε πάντοτε με άγρια μαστίγωση με το flagellum (φραγγέλιο), ένα ειδικό μαστίγιο ενισχυμένο με μεταλλικές αιχμές, για να ξεσχίζει τις σάρκες. Κατόπιν ο κατάδικος ήταν υποχρεωμένος να μεταφέρει ο ίδιος στους ώμους του το patibulum, το οριζόντιο ξύλο του σταυρού, όχι ολόκληρο το σταυρό. Ο τυχαία περαστικός Σίμων ο Κυρηναίος υποχρεώθηκε να βοηθήσει τον ήδη εξουθενωμένο Ιησού μετά την ανελέητη μαστίγωση. Ο κάθετος πάσσαλος του σταυρού δεν ήταν φορητός, αλλά μόνιμα μπηγμένος στο έδαφος στον τόπο των εκτελέσεων. Το patibulum ετοποθετείτο σε ειδική εσοχή επί του κάθετου ξύλου είτε σε σχήμα σταυρού crux immissa (σταυρός ένθετος) προς αυτό είτε σε σχήμα Τ crux commissa (σταυρός επιπρόσθετος).
Τα άκρα του καταδίκου δένονταν ή προσηλώνονταν στο σταυρό. Ένα μικρό ξύλο, κάτι σαν υποτυπώδες «στασίδι», στήριζε κάπως το σώμα του καταδίκου περίπου στη μέση του σταυρού. Ο Γολγοθάς ως μόνιμος τόπος εκτελέσεων θα ήταν ασφαλώς εκτός της πόλεως· «διὸ καὶ Ἰησοῦς, ἔξω τῆς πύλης ἔπαθεν». Η λέξη gulgultá στα Αραμαϊκά, gulgóleth στα Εβραϊκά σημαίνει «κρανίο», προφανώς από το σχήμα του τόπου. Ο «Εσμυρνισμένος οίνος», που έδωσαν οι στρατιώτες στον Ιησού, ήταν κρασί με αρωματική ρητίνη από «σμύρνα» (βαλσαμόδενδρο) και αποσκοπούσε στο να απαλύνει κάπως τον πόνο των καταδίκων.
Το «όξος» πρέπει να ήταν η posca, ένα ευρύτατα διαδεδομένο λαϊκό ποτό από ξύδι αραιωμένο με νερό και μυρωδικά, με το οποίο έκοβαν οι στρατιώτες τη δίψα τους. Και οι τέσσερις Ευαγγελιστές συμπεριλαμβάνουν τη λεπτομέρεια του διαμερισμού των ενδυμάτων του Ιησού, «διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον». Οι στρατιώτες που λάμβαναν μέρος στην εκτέλεση ενός καταδίκου εδικαιούντο εθιμικά να μοιρασθούν και τα πράγματά του. Η εξευτελιστική επιγραφή «βασιλεύς των Ιουδαίων» πάνω στο σταυρό ήταν κι αυτή μέρος της ποινής. Ο Σουετώνιος γράφει ότι κρεμούσαν στο λαιμό των καταδίκων, καθώς όδευαν προς εκτέλεση, μια επιγραφή που πληροφορούσε για το αδίκημά τους.
Η ειρωνεία επίσης είναι ότι ο Ιησούς έτυχε να σταυρωθεί μεταξύ δύο «ληστών». Αν λάβουμε υπ’ όψιν τη χρήση του όρου στον Ιώσηπο, οι ληστές είναι πολύ πιθανό να ήταν και αυτοί επαναστάτες όπως ο Βαραββάς. Ο Ματθαίος και ο Μάρκος παραθέτουν ως ύστατη κραυγή του Ιησού τα λόγια του «Θεέ μου, θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες». Η φράση όμως παρατίθεται στα Αραμαϊκά και όχι στα Εβραϊκά, εκτός από την τυποποιημένη, ως φαίνεται, επίκληση του Θείου ονόματος: «Ἠλί, Ἠλί (Εβρ.), λεμά σαβαχθανί (Αραμ.)». Δεν πρόκειται όμως για κραυγή απελπισίας, αλλά για ταύτιση του Ιησού προς τον πάσχοντα δίκαιο του ψαλμού, ο οποίος στο τέλος ξέρει ότι θα δικαιωθεί.
«ὅτι οὐκ, ἀπέστρεψεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀπ’ ἐμοῦ (ο Κύριος), καὶ ἐν τῷ κεκραγέναι με πρὸς αὐτὸν εἰσήκουσέν μου». Ολόκληρη η διήγηση της Σταυρώσεως, ιδιαίτερα στον Ματθαίο, συσχετίζεται και φωτίζεται από τον Ψαλμό 21. Ακόμα και η κραυγή «τετέλεσται» του Ιωάννη πρέπει να εκληφθεί με την έννοια ότι όλα τελείωσαν σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού εν είδει θριάμβου. Ο περιορισμένος χώρος ενός σημειώματος σαν αυτό δεν μας επιτρέπει να επεκταθούμε σε όλες τις λεπτομέρειες που αναφέρουν τα Ευαγγέλια, όσο σημαντικές κι αν είναι. Αναγκαστικά περιοριζόμαστε επιλεκτικά σε μερικά μόνον από τα σημεία που θα προβληματίσουν τον αναγνώστη.
Σύμφωνα με το Δευτερονόμιο δεν επιτρεπόταν να παραμείνει άταφο το νεκρό σώμα των καταδίκων κατά τη διάρκεια της νύχτας. Έπρεπε να ταφούν πριν νυχτώσει. Έτσι, από φόβο μήπως κάποιος από τους σταυρωμένους πεθάνει κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι Ρωμαίοι επέτρεπαν να εφαρμοσθεί το curifragium, η θραύση των σκελών των καταδίκων με βαριά εργαλεία, για να επισπευσθεί ο θάνατος. Αυτό, όσο κι αν φαίνεται βάρβαρο και σκληρό, στην ουσία ήταν επιθυμητό, γιατί ο θάνατος επί του σταυρού ήταν πολύ αργός και πολύ επίπονος. Το μαρτύριο μπορούσε να παρατείνεται επί μέρες. Εν τούτοις ο Ιησούς ήταν ήδη νεκρός και οι στρατιώτες «οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη».
Αυτό το νόημα είχε άλλωστε και η πράξη του στρατιώτη να τρυπήσει την πλευρά του Ιησού με τη λόγχη, να διαπιστώσει το θάνατό Του. Το γεγονός αυτό όμως δεν είναι μια απλή λεπτομέρεια για τον Ιωάννη. Δείχνει ότι ο Χριστός είναι ακριβώς ο Πασχάλιος αμνός, για τον οποίο οι προδιαγραφές της θυσίας προέβλεπαν «ὀστοῦν οὐ συντριβήσεται αὐτοῦ». Και μάλιστα, επιμένει ο Ιωάννης, «ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκεν, καὶ ἀληθινὴ αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία, καὶ ἐκεῖνος οἶδεν ὅτι ἀληθῆ λέγει» ότι από την πλευρά «ἐξῆλθεν εὐθὺς αἷμα καὶ ὕδωρ». Από νεκρό σώμα, ως γνωστόν, δεν εξέρχεται ούτε αίμα ούτε ύδωρ, γι’ αυτό και επιμένει ο Ιωάννης με τόση έμφαση. Η νύξη της πλευράς παραπέμπει ευθέως στην τελετουργική σφαγή του Πασχάλιου αμνού στο ναό.
Η σφαγή γινόταν με ειδικό τρύπημα κατ’ ευθείαν στην καρδιά του ζώου από τον ιερέα. Το αίμα έπρεπε να αφεθεί να τρέξει μέχρι πλήρους αποστραγγίσεως και στη συνέχεια να ραντισθεί με αυτό το θυσιαστήριο (Mishná, Tamid). Αυτό ακριβώς θέλει να αναδείξει και ο Ιωάννης, ότι ο Χριστός είναι ο Πασχάλιος αμνός που θυσιάζεται ακριβώς στις 14 Νισάν, την ημέρα της θυσίας των αμνών του Πάσχα. Συνήθως η αναφορά αυτή του Ιωάννη στο «αίμα και ύδωρ» ερμηνεύεται ως συμβολισμός για το βάπτισμα και τη Θεία Ευχαριστία ή ως απάντηση σε «δοτικές» τάσεις ορισμένων, που διατείνονταν ότι ο Χριστός σταυρώθηκε «κατά δόκησιν», δηλ. φαινομενικά, καθώς τα «θεία όντα» ούτε παθαίνουν τίποτα ούτε πεθαίνουν.
Εν τούτοις ο συμβολισμός, αν υπάρχει, δεν αποκλείει και το γεγονός να είναι πραγματικό. Εάν η λόγχη του στρατιώτη έφθασε μέχρι την καρδιά, τότε το αίμα μπορεί να προήλθε είτε από το δεξιό καρδιακό κόλπο είτε από τη δεξιά κοιλία, όπου το αίμα δεν πήζει αμέσως στον προσφάτως θανόντα, είτε από συλλογή αιμορραγικού υγρού στο περικάρδιο (αιμοπερικάρδιο). Το «ὕδωρ» δεν μπορεί παρά να ήταν ορώδες πλευριτικό και περικαρδιακό υγρό. Σε περιπτώσεις, μάλιστα, ελαττώσεως του όγκου του αίματος (π.χ. λόγω αιμορραγίας ή αφυδατώσεως) και επικειμένης οξείας καρδιακής ανεπάρκειας παράγεται ορώδες υγρό στον υπεζωκότα και στο περικάρδιο προερχόμενο από τα αγγεία.
Το «αἵμα καὶ τὸ ὕδωρ» θα μπορούσε όμως να είναι και αιμορραγικό πλευριτικό υγρό, η ανάπτυξη του οποίου είχε ήδη προκληθεί από την αδυσώπητη μαστίγωση που είχε προηγηθεί της Σταυρώσεως, μέσα στο θωρακικό κλωβό μεταξύ των δύο υμένων του υπεζωκότος (του υμένος που επικαλύπτει τις πλευρές και αυτού που επικαλύπτει τους πνεύμονες). Η λόγχη δεν είναι απαραίτητο να έφθασε στην καρδιά. Κακώσεις των πλευρών είναι δυνατόν να προκαλέσουν συλλογή αιμορραγικού υγρού στο χώρο μεταξύ των πλευρών και του πνεύμονα. Το λιμνάζον αυτό αιμορραγικό υγρό καθιζάνει και σχηματίζει δύο στρώματα, το χαμηλότερο των οποίων είναι βαθυέρυθρο (ιδίως στους νεκρούς).
Ενώ το υψηλότερο είναι διαυγές και αχυρόχρουν. Ένα τέτοιο υγρό εξερχόμενο από την οπή του λογχισμού μπορεί να δικαιώσει την περιγραφή «αἷμα καὶ ὕδωρ». Η λόγχη προφανώς τρύπησε το κατώτερο στρώμα, γι’ αυτό εξήλθε πρώτα το βαθυέρυθρο υγρό (το «αἷμα») και μετά το ωχρό αχυρόχρουν «ὕδωρ», διαφορετικά δεν θα εξήρχετο παρά μόνον το «ὕδωρ» (το ανώτερο στρώμα).
Η Ταφή του Ιησού
Πριν δύσει ο ήλιος παρουσιάσθηκε στον Πιλάτο ο Ιωσήφ από την Αριμαθέα, τη σημερινή Ραμάλλα στη λεγόμενη Δυτική Όχθη, και ζήτησε να πάρει το σώμα του Ιησού τουλάχιστον για μια αξιοπρεπή ταφή. Ο Πιλάτος δικαίως απόρησε που ο Ιησούς είχε πεθάνει τόσο γρήγορα και ζήτησε επιβεβαίωση από τον εκατόνταρχο. Ο Ιωσήφ, «εὐσχήμων βουλευτής», λέγει ο Μάρκος, δηλ. διαπρεπές μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου, αλλά κρυφός μαθητής του Ιησού, μαζί με τον Νικόδημο, όπως αναφέρει ο Ιωάννης, ο οποίος ήταν και αυτός μέλος του Συνεδρίου, είχαν την τόλμη και το θάρρος να βγουν μπροστά στην κορυφαία στιγμή του δράματος και να αναλάβουν αυτοί την Ταφή του Ιησού.
Ο Ματθαίος και ο Ιωάννης αποσιωπούν το γεγονός ότι ο Ιωσήφ ήταν κρυφός έστω μαθητής, ίσως για να μη χρεωθεί η καταδίκη του Ιησού και σε άλλους μαθητές του Ιησού πλην του Ιούδα. Δεν μπορούμε βεβαίως να ξέρουμε αν ο Ιωσήφ ή ο Νικόδημος συμμετείχαν ή όχι στη δίκη του Ιησού. Ο τάφος, όπως περιγράφεται, ήταν λαξευτός και έκλεινε με τη βοήθεια ενός κυκλικού λίθου. Ένας τέτοιος ακριβός τάφος θα ταίριαζε περισσότερο σ’ έναν πλούσιο και βουλευτή όπως ο Ιωσήφ παρά στην οικογένεια του Ιησού· θα μπορούσε να ήταν δικός του. Τέτοιοι τάφοι υπάρχουν ακόμα έξω από την παλαιά πόλη της Ιερουσαλήμ.
Η Ανάσταση
Σε κανένα Ευαγγέλιο δεν υπάρχει «περιγραφή» της Αναστάσεως αυτής καθ’ εαυτήν, αλλά μόνον η αναγγελία και η διαπίστωση του κενού μνημείου και φυσικά οι μετέπειτα εμφανίσεις του Αναστάντος. Όταν οι γυναίκες «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων», δηλ. την πρώτη ημέρα της εβδομάδας μετά το Σάββατο, ξεκίνησαν με αρώματα για το μνήμα ελπίζοντας να βρεθεί κάποιος που να τις βοηθήσει να κυλήσουν το μεγάλο λίθο του μνημείου, «εὗρον τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου» και τον Άγγελο να τους υποδεικνύει ότι ο τάφος είναι κενός· «οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλὰ ἠγέρθη». Στον Ματθαίο, ο οποίος κάνει λόγο για φρουρά στον τάφο, η σκηνή συνοδεύεται από σεισμό, όπως και τη στιγμή του θανάτου του Ιησού, σημείο Θεοφανίας στην Παλαιά Διαθήκη.
Οι στρατιώτες είναι μεν και αυτοί μάρτυρες του κενού μνημείου, αλλά εντελώς ανεπιγνώστως· «ἐγενήθησαν ὡς νεκροί». Είναι απλώς οι ηττημένοι. Η περιγραφή του Ιωάννη είναι η πιο απλή· η Μαρία η Μαγδαληνή βλέπει το μνημείο κενό και τρέχει να ειδοποιήσει τους Αποστόλους ότι «ἦραν τὸν κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν». Ο πληθυντικός «οὐκ οἴδαμεν» εν τούτοις σημαίνει ότι δεν ήταν μόνη. Εδώ τελειώνει η αφήγηση των Ευαγγελιστών για τα γεγονότα του Πάθους και της Αναστάσεως του Ιησού. Παρ’ όλες τις μεγάλες διαφορές ως προς το περιεχόμενο μεταξύ του Ευαγγελίου του Ιωάννη και των τριών άλλων Ευαγγελιστών γενικώς, όσον αφορά στο Πάθος και την Ανάσταση οι διηγήσεις συγκλίνουν, με εξαίρεση την ημερομηνία του Πάσχα.
Αυτό οφείλεται στο ότι η διήγηση του Πάθους και της Αναστάσεως υπήρξε το κεντρικό στοιχείο της κατηχήσεως της πρώτης Εκκλησίας. Κατά τη διατύπωση του Παύλου, «εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα καὶ τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν». Έτσι, από πολύ νωρίς η διήγηση απέκτησε ενιαίο χαρακτήρα δομής, ο οποίος όμως επιτρέπει στους Ευαγγελιστές να εντάξουν και τις δικές τους λεπτομέρειες προσθαφαιρώντας υλικό ανάλογα με το τι ο καθένας τους θεωρεί ουσιώδες.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
ΓΕΝΙΚΑ
Το 1970 στην περιοχή Αλ Μίνια της Άνω Αιγύπτου ανακαλύφθηκε, κατά την έρευνα ενός τάφου, ένα χειρόγραφο εξήντα έξι σελίδων γραµµένο σε Κοπτική µετάφραση. Το χειρόγραφο αυτό, που ονοµάζεται Codex Tchacos, περιλαµβάνει τέσσερις πραγµατείες:
1. Μια απόδοση της επιστολής του Πέτρου στον Φίλιππο.
2. Ένα κείµενο µε τον τίτλο «Ιάκωβος».
3. Το ευαγγέλιο του Ιούδα.
4. Ένα κείµενο που τιτλοφορείται προσωρινά βιβλίο του Αλλογενούς (:του ξένου).
Η ιστορία του έργου αυτού δείχνει την ανευθυνότητα που κατέχει ορισµένους ανθρώπους οι οποίοι προκειµένου να κερδίσουν χρήµατα καταστρέφουν την ιστορία. Όντως από την ανακάλυψη του έως το 2001, όταν πλέον άρχισαν οι εργασίες για την ανάγνωση και συντήρηση του από το ίδρυµα Maecenas Faundation for Ancient Art, πέρασε από ένα κύκλο µεγάλων αλλοιώσεων, έτσι το προς εξέταση έργο µας, το ευαγγέλιο του Ιούδα, παρουσιάζει αρκετά κενά, αφού πολλά τµήµατα του χειρογράφου καταστράφηκαν. Το 1978 ο κώδικας πωλείται σ’ έναν Αιγύπτιο έµπορο αρχαιοτήτων στο Κάιρο, ο οποίος το Μάιο του 1983 προσπαθεί να πουλήσει τον κώδικα σε µια οµάδα Αµερικανών επιστηµόνων, στο δωµάτιο ενός ξενοδοχείου της Γενεύης, στην Ελβετία.
Η τιµή που ζητά είναι υπέρογκη. Έτσι το Μάρτιο του 1984 τον τοποθετεί σε µια τραπεζική θυρίδα στο Χίκσβιλ της Νέας Υόρκης, όπου και παραµένει για 16 χρόνια. Τον Απρίλιο του 2000 η έµπορος αρχαιοτήτων Frieda Tchacos, που έχει έδρα τη Ζυρίχη, αγοράζει τον κώδικα από τον Αιγύπτιο έµπορο αρχαιοτήτων και τον ίδιο µήνα η Βιβλιοθήκη Σπάνιων Βιβλίων και Χειρογράφων Μπάινικι του Πανεπιστηµίου Γέιλ επιβεβαιώνει ότι ο κώδικας περιέχει το ευαγγέλιο του Ιούδα, αλλά αποφασίζει να µην τον αγοράσει. Το Σεπτέµβριο του 2000 η Τσάκος προβαίνει στην πώληση του κώδικα στον Bruce Ferrini, έµπορο αρχαιοτήτων, στο Οχάιο. Η πώληση όµως δεν ολοκληρώνεται.
Και το Φεβρουάριο του 2001 η Τσάκος ανακτά τον κώδικα και τον µεταβιβάζει στο ίδρυµα Maecenas Foundation for Ancient Art, στη Βασιλεία της Ελβετίας. Τον Ιούλιο του 2001 ο πρόεδρος του ιδρύµατος Maecenas Foundation, Mario Roberti, απευθύνεται στον Rodolphe Kasser, ειδικό στην Κοπτική γραµµατεία, προκειµένου να ηγηθεί της προσπάθειας για τη µετάφραση του κώδικα από τα Κοπτικά. Η συντηρήτρια Florans Darbre αναλαµβάνει την αποκατάσταση του κώδικα, µε σκοπό την επιστροφή του στον Αιγυπτιακό λαό, όπου και ανήκει. Έτσι τον Αύγουστο του 2004 δωρίζει τον κώδικα στο Κοπτικό Μουσείο του Καΐρου.
Τον Ιανουάριο του 2005 η ραδιοχρονολόγηση του παπύρου και του δερµάτινου δεσίµατός του από το Πανεπιστήµιο της Αριζόνα τοποθετεί το κείµενο µεταξύ 220 και 340 µ.Χ. ένα χρόνο µετά τον Ιανουάριο του 2006 η ανάλυση της µελάνης από τη McCrone Associates Inc, στο Σικάγο, δείχνει ότι περιέχει συστατικά που χρησιµοποιούνταν για την παρασκευή µελάνης κατά τον 3ο και 4ο αιώνα.
Τον επόµενο µήνα η πολυφασµατική απεικόνιση (MSI) -µια τεχνική που χρησιµοποιείται για την αποτίµηση αρχαίων κειµένων και των τυχόν τροποποιήσεων που έχουν υποστεί-, την οποία εφαρµόζει στην Ελβετία ο Τζιν Α. Γουέρ στο Εργαστήριο Απεικονιστικού Ελέγχου Παπύρων του Πανεπιστηµίου Μπρίγκαµ Γιανγκ, δείχνει ότι ο πάπυρος στον οποίον είχε γραφτεί ο κώδικας ανταποκρίνεται στην MSI παρόµοια µε άλλους αρχαίους παπύρους που έχουν υποβληθεί στην ίδια διαδικασία. Ο Γουέρ καταλήγει στο συµπέρασµα ότι τα χαρακτηριστικά MSI του κώδικα φαίνεται να παραπέµπουν σε αυθεντικό Αιγυπτιακό κείµενο αρχαίας προέλευσης.
Το Μάρτιο µισή σελίδα που έλειπε από το ευαγγέλιο ανακαλύπτεται στη Νέα Υόρκη, φωτογραφίζεται και µεταφράζεται και τον Απρίλιο του 2006 σελίδες του κώδικα παρουσιάζονται για πρώτη φορά δηµοσίως στα κεντρικά γραφεία της National Geographic Society, στην Ουάσιγκτον. Η Ηράκλεια προσπάθεια για την ανασύνθεση και µετάφραση του χειρογράφου στην Αγγλική έγινε από τους καθηγητές Rodolphe Kasser, Marvin Meyer, Gregor Wurst, Francois Gaudard και τη συντηρήτρια Florans Darbre. Ο Rodolphe Kasser είναι οµότιµος καθηγητής στον Τοµέα Θεωρητικών Επιστηµών του Πανεπιστηµίου της Γενεύης και ένας από τους επιφανέστερους ειδικούς στην αρχαία κοπτική γραµµατεία.
Επικεφαλής της οµάδας που αποκατέστησε και µετέφρασε τον κώδικα που περιλαµβάνει το ευαγγέλιο του Ιούδα. Ο Marvin Meyer είναι καθηγητής βιβλικών και Χριστιανικών σπουδών στην έδρα Griset και διευθυντής του Ινστιτούτου Άλµπερτ Σβάιτσερ του Πανεπιστηµίου Τσάπµαν, στο Όραντζ της Καλιφόρνια. Είναι ένας από τους µεταφραστές του κώδικα και µέλος της Συµβουλευτικής Επιτροπής της NGS για τον Κώδικα. Ο Gregor Wurst είναι καθηγητής εκκλησιαστικής ιστορίας και πατερικών σπουδών στον Τοµέα Καθολικής Θεολογίας του Πανεπιστηµίου του Άουγκσµπουργκ, στη Γερµανία. Σε συνεργασία µε τον Rodolphe Kasser, ανέλαβε την επιµέλεια του κοπτικού κειµένου του ευαγγελίου του Ιούδα και είναι ένας από τους µεταφραστές του κειµένου.
Μέλος της Συµβουλευτικής Επιτροπής της NGS για τον Κώδικα. Η Florans Darbre είναι Ελβετή συντηρήτρια. Συµµετείχε στην οµάδα που ανέλαβε τη συντήρηση και αποκατάσταση του ηµικατεστραµµένου κώδικα που περιλαµβάνει το ευαγγέλιο του Ιούδα. Ο Francois Gaudard είναι αιγυπτιολόγος και ερευνητής στο Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστηµίου του Σικάγου, ειδικός στην Κοπτική και δηµοτική Αιγυπτιακή γραφή. Βοήθησε τον Rodolphe Kasser στη µετάφραση του κώδικα. Μέλος της Συµβουλευτικής Επιτροπής της NGS για τον Κώδικα. Η πρώτη αναφορά στην ύπαρξη ενός ευαγγελίου του Ιούδα προέρχεται από τον Ειρηναίο Λυώνος, στο έργο του Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύµου Γνώσεως.
Ο Ειρηναίος σε πολύ µικρή ηλικία µαθήτευσε στον επίσκοπο Ρώµης Πολύκαρπο. Η γέννηση του τοποθετείται µεταξύ 140 - 150. για άγνωστους λόγους εγκατέλειψε τη Σµύρνη και εγκαταστάθηκε στη Γαλατία. Όντας πρεσβύτερος στη Λυών ξέσπασε σκληρός διωγµός στην περιοχή γύρω στο 177. ανάµεσα στους µάρτυρες του διωγµού ήταν και ο επίσκοπος Λυώνος Ποθεινός. Ο Ειρηναίος εκείνη την περίοδο βρίσκονταν στη Ρώµη ως εκπρόσωπος της χριστιανικής κοινότητας της Λυώνος, για να ρυθµίσει θέµατα σχετικά µε τον Μοναντισµό. Έτσι όταν επέστρεψε διαδέχθηκε στην επισκοπική έδρα της Λυώνος τον µάρτυρα επίσκοπο Ποθεινό.
Η δραστηριότητα του υπήρξε πλούσια. Συνέβαλλε στη διάδοση του Χριστιανισµού, στην καταπολέµηση των αιρέσεων και στη διευθέτηση εκκλησιαστικών ζητηµάτων. Μαρτύρησε στο διωγµό του Σεβήρου το 202 µ.Χ. και η µνήµη του τιµάται στις 23 Αυγούστου. Από τα έργα του δύο µόνο σώζονται ολόκληρα, Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύµου Γνώσεως και Επίδειξις του αποστολικού κηρύγµατος. Εκτός από αυτά σώζονται και αποσπάσµατα Επιστολών του (Προς το Φλωρίνο, το Βλάστο κ.ά.) και τίτλοι έργων του που έχουν χαθεί (Περί ογδοάδος, Βιβλίον διαλέξεων κ.ά).
Ο Έλεγχος γράφηκε στα Ελληνικά περί το 185 µ.Χ. και όπως είδαµε παραπάνω υπάρχει σε αυτό η αναφορά στο ευαγγέλιο του Ιούδα, το δε περιεχόµενο των πέντε βιβλίων του είναι συνοπτικά το εξής:
α) Έλεγχος των διαφόρων αιρέσεων (Α' βιβλίο)
β) Ανατροπή και ανασκευή τους (Β' βιβλίο)
γ) Έκθεση της διδασκαλίας της Εκκλησίας (Γ' βιβλίο)
δ) Αναφορά στις εντολές της Π.∆., τις προφητείες και τις παραβολές του Κυρίου (Δ' βιβλίο)
ε) Ανάπτυξη της διδασκαλίας για τον άνθρωπο (Ε' βιβλίο)
Κέντρο της θεολογίας του Ειρηναίου είναι η έννοια της «ανακεφαλαιώσεως». Ο Θεάνθρωπος Χριστός ανακεφαλαιώνει όλη τη δηµιουργία, δηλαδή την αναδηµιουργεί και την οδηγεί στον τελικό της προορισµό. Είναι ο νέος Αδάµ που ενοποιεί και σώζει τη διασπασµένη από την αµαρτία δηµιουργία και ιδιαίτερα την ανθρώπινη φύση. Δίκαια λοιπόν µπορεί να χαρακτηριστεί και ο Ειρηναίος θεµελιωτής της Χριστιανικής θεολογίας αφ’ ενός µεν για τη συµβολή του στην πάταξη του Γνωστικισµού και αφ’ ετέρου γιατί πρώτος διατύπωσε τη χριστιανική διδασκαλία µε δογµατική ορολογία.
Στην πραγµατεία του λοιπόν Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύµου γνώσεως ή αλλιώς Κατά των Αιρέσεων (τέλη 2ου αιώνα) κάνει λόγο για το ευαγγέλιο του Ιούδα και µάλιστα αναφέρεται σε µια υποοµάδα των γνωστικών, τους οπαδούς του Κάιν, οι οποίοι αργότερα ονοµάστηκαν από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, όπως τον Κλήµεντα Αλεξανδρείας, Καϊνίτες. Σύµφωνα λοιπόν µε τον Ειρηναίο η οµάδα αυτή παρουσιάζει όλους τους ανυπότακτους, των Εβραϊκών Γραφών, στο λόγο του Θεού ως ήρωες και υπηρέτες της «υπέρτατης απόλυτης δύναµης». Στηρίζουν δε τις απόψεις τους σε ένα πλαστούργηµα που τιτλοφορούν ως «ευαγγέλιο του Ιούδα». Οι Καϊνίτες αποτελούν µερίδα του κινήµατος των Γνωστικών του 2ου µ.Χ. αιώνα.
Προέρχονται από τους αντινοµιστές των αποστολικών χρόνων, οι οποίοι διαστρέφοντας την αντιτιθέµενη στην Ιουδαϊκή τυπολατρεία, διδασκαλία του Παύλου, ήθελαν να νοµιµοποιήσουν την ανηθικότητα, µεταλλάσσοντας την ευαγγελική ελευθερία σε ακολασία. Αυτή η αντινοµιστική τάση υιοθετήθηκε αργότερα από κάποιους Γνωστικούς που εξελίχθηκαν σε θεωρητικούς της ανηθικότητας. Μια τέτοια οµάδα Γνωστικών είναι οι Καϊνίτες. Θεωρούσαν ότι ο Θεός της Παλαιάς ∆ιαθήκης είναι κατώτερο ον, τύραννος του κόσµου που ο ίδιος δηµιούργησε κι εχθρός του αληθινού Θεού και της Σοφίας. Πρέπει λοιπόν, οι άνθρωποι να αντιτίθενται σ' αυτόν και να δοξάζουν όσους εκείνος κυνήγησε µε πρώτο τον Κάιν.
Υποστήριζαν ότι ο Κάιν γεννήθηκε από την Εύα δια της Σοφίας ενώ ο Άβελ δια του δηµιουργού (δηλαδή του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης). Ο Κάιν κατείχε το µυστικό της αληθινής γνώσης, το οποίο δια µέσου των αιώνων µεταδόθηκε σε όλους τους αποβλήτους της Παλαιάς Διαθήκης µέχρι τον Ιούδα. Όταν ο Θεός έστειλε τον Χριστό Λυτρωτή, ο δηµιουργός ήθελε να τον αποτρέψει από τον σωτήριο θάνατο. Εντούτοις, ο Ιούδας, πραγµατικό τέκνο του Θεού, κατάφερε να προκαλέσει τον θάνατό του, µε αποτέλεσµα να υπάρξει η Λύτρωση. Κατεβαίνοντας ο Χριστός στον Άδη, ελευθέρωσε όλους τους καταδικασµένους της Παλαιάς ∆ιαθήκης. Άφησε στον Άδη µόνο τους οπαδούς του δηµιουργού.
Με πρόσχηµα την καταστροφή των έργων του δηµιουργού, οι Καϊνίτες επιχειρούσαν να νοµιµοποιήσουν την ακολασία, δίνοντάς της τον χαρακτήρα θρησκευτικού καθήκοντος. Απέρριπταν την Αγία Γραφή. Άντ’ αυτής χρησιµοποιούσαν απόκρυφα βιβλία, όπως το Ευαγγέλιο του Ιούδα και την Ανάληψη του Παύλου. Για τους Καϊνίτες ο Ιούδας είναι ο µοναδικός από τους µαθητές που κατάλαβε το µήνυµα του Ιησού και έπραξε όπως ο ίδιος ο Ιησούς ήθελε, δηλαδή τον παρέδωσε στις αρχές για τη σταύρωση του, ώστε να ελευθερωθεί από τα δεσµά του κόσµου αυτού και να επιστρέψει στην ουράνια κατοικία του, τον αθάνατο κόσµο του Μπάρµπελο.
Ο Ιούδας λοιπόν είναι το πρόσωπο εκείνο που έχει µέσα του το Θείο σπινθήρα και θα οδηγηθεί στην ουράνια κατοικία των Αγίων, µέσω της γνώσης που του παρέχει ο Ιησούς, ο οποίος µε τη σειρά του προέρχεται και αυτός από τον κόσµο του Μπάρµπελο, από τον κόσµο δηλαδή του Θεού που πρέπει να λατρεύουµε και όχι από τον κόσµο που δηµιούργησε µια κατώτερη θεότητα. Έτσι το βιβλίο τελειώνει όχι µε την ανάσταση του Ιησού, αλλά µε το θάνατο του, µέσω του οποίου θα αποδράσει από τον υλικό κόσµο, πράγµα που είναι και ο σκοπός του ανθρώπου. Βλέπουµε πως στο ευαγγέλιο του Ιούδα η Ιουδαϊκή Σηθιανή διδαχή µετασχηµατίζεται σε Χριστιανική Σηθιανή διδαχή.
Μήνυµα του ευαγγελίου είναι ότι όπως ο Ιησούς είναι ένα πνευµατικό ον που ήρθε από ψηλά και θα επιστρέψει στη δόξα, έτσι και οι πραγµατικοί οπαδοί του Χριστού είναι άνθρωποι µε ψυχή, των οποίων η ύπαρξη και η µοίρα είναι άρρηκτα συνδεδεµένες µε το Θείο. Ήδη όσοι γνωρίζουν τον εαυτό τους µπορούν να ζήσουν µε τη δύναµη του ενδότερου ατόµου, του τέλειου ανθρώπου. Στο τέλος της θνητής τους ζωής, οι άνθρωποι που ανήκουν στη σπουδαία αυτή γενεά του Σηθ θα εγκαταλείψουν όλα τα πράγµατα του θνητού κόσµου, ώστε να ελευθερώσουν το ενδότερο άτοµο και την ψυχή. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια παρατηρούµε σηµαίνουσες διαφορές µεταξύ των κανονικών βιβλίων της Καινής Διαθήκης και του ευαγγελίου του Ιούδα.
Έτσι στο απόκρυφο έργο η προδοσία του Ιησού είναι ένα γεγονός που πραγµατοποιείται κατόπιν παρακλήσεως του ίδιου του Χριστού προς τον Ιούδα. Επίσης βλέπουµε τον Ιησού να γελά πολύ συχνά µε τις αδυναµίες των µαθητών του. Στο πρόσωπο του Χριστού οι Καϊνίτες βλέπουν ένα δάσκαλο που κατέβηκε για να δώσει στους ανθρώπους τη γνώση για να σωθούν από τον παρόντα κόσµο. Ο δε Ιούδας είναι πρότυπο µαθητού, που κάνει στο τέλος αυτό που επιθυµεί ο δάσκαλος του. Όσον αφορά τους αντιπάλους τους οι οπαδοί αυτής της αίρεσης, τους θεωρούν ως δούλους του Θεού που κυβερνά τον κάτω κόσµο και οι ζωές τους αντανακλούν τους απεχθείς τρόπους τους.
Τέλος στο συγκεκριµένο έργο παρατηρούµε και την Πλατωνική επίδραση περί µοίρας και αστεριών, ότι δηλαδή κάθε άνθρωπος έχει το αστέρι του και η µοίρα του σχετίζεται µε αυτό, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Ιησούς προς τον Ιούδα: «Ο αστέρας που οδηγεί το δρόµο είναι ο αστέρας σου». Όπως είδαµε παραπάνω το ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα γνωστικό κείµενο και συγκεκριµένα ανήκει στην παράδοση των Σηθιανών γνωστικών. Ποια είναι όµως η Σηθιανή κοσµοθεωρία; Ακολουθεί µια συνοπτική περιγραφή από τον John Terner:
Πολλές πραγµατείες των Σηθιανών τοποθετούν στην κορυφή της ιεραρχίας µια υπέρτατη τριάδα Πατρός, Μητρός και Υιού, στην οποία ανήκουν το Αόρατο Πνεύµα, ο Μπάρµπελο και ο Θείος Αυτογενής. Το Αόρατο Πνεύµα φαίνεται να διαπερνά ακόµα και τη σφαίρα της ύπαρξης, που κανονικά αρχίζει µε τον Μπάρµπελο ως αντανάκλαση του Θείου. Ο Υιός είναι αυτογενής και δηµιουργήθηκε είτε στιγµιαία από τον Μπάρµπελο είτε από µια σπίθα του φωτός που εκπέµπει ο Πατήρ. Είναι υπεύθυνος για το ανώτερο σύµπαν, που δοµείται γύρω από τους Τέσσερις Φωστήρες και τους αιώνες.
Η σφαίρα του κατώτερου κόσµου ξεκινά συνήθως µε την προσπάθεια της Σοφίας να υλοποιήσει την αντίληψη της για Αόρατο Πνεύµα µε δική της πρωτοβουλία και χωρίς την άδεια του. Σύµφωνα µε κάποια κείµενα, η πράξη αυτή οδηγεί στη γέννηση του δύσµορφου υιού της Άρχοντα που θα αναδειχθεί δηµιουργός του φαινοµενικού κόσµου. Σύµφωνα µε το γνωστικισµό αυτό το οποίο σώζει τον άνθρωπο δεν είναι η πίστη στον Χριστό, αλλά η γνώση της αλήθειας. Το Σωκρατικό ''γνῶθι σ' αυτόν'' είναι ο θεµέλιος λίθος όλων των γνωστικών ρευµάτων. Ο υλικός κόσµος αποτελεί φυλακή για το ανθρώπινο γένος. Πρέπει λοιπόν να µάθουµε πως θα ξεφύγουµε από τον κόσµο αυτό, που είναι δηµιούργηµα µιας κατώτερης και αδαούς Θεότητας.
Η γνώση είναι αυτοσκοπός της ζωής του ανθρώπου, γιατί µέσω αυτής θα βγει από το λήθαργο της ύλης. Αποκτάται δε περισσότερο µε τη Θεία χάρη παρά µε την ανθρώπινη προσπάθεια. Για τους Χριστιανούς γνωστικούς ο Χριστός είναι ο φορέας αυτής της γνώσης, την οποία δίνει στους µαθητές του. Κοινός τόπος όλων των γνωστικών αιρέσεων είναι ότι αυτός ο κόσµος δηµιουργήθηκε από µια υποδεέστερη θεότητα την οποία πρέπει να αποφεύγουµε µαθαίνοντας για το πώς θα ξεφύγουµε από τον άθλιο υλικό κόσµο. Αυτή όµως την ευχέρεια έχουν λίγοι µόνο άνθρωποι, εκείνοι που έχουν µέσα τους ένα σπινθήρα του Θείου. Όλοι οι υπόλοιποι θα πεθάνουν και θα τελειώσει εκεί η ιστορία τους.
Οι πρώτοι ανήκουν στη γενιά των Θείων πλασµάτων και οι δεύτεροι ανήκουν στη γενιά του ανθρώπινου είδους. ∆ύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του Γνωστικισµού:
α) Η διαρχία ύλης και πνεύµατος στα όρια ενός ιεραρχικού πληρώµατος και
β) Η γνώση της ενιαίας συµπαντικής πραγµατικότητας ως αναγκαία και λυτρωτική κίνηση.
Η ύλη είναι η κατώτερη και φθαρτή πραγµατικότητα, ενώ το πνεύµα, δηλαδή το νοητό στοιχείο, είναι ο ανώτερος και άφθαρτος κόσµος. Οι δύο αυτές πραγµατικότητες συµπλέκονται µεταξύ τους, σύµπαν και άνθρωπος αποτελούν µια ολότητα και ενότητα. Η δηµιουργία του θεολογικού γνωστικού συστήµατος σήµερα χαρακτηρίζεται ως πολύπλοκη, µε επιρροές από νεοπλατωνισµό, νεοπυθαγορισµό και στωικισµό. Ο Γνωστικισµός δίδασκε γενικά ότι η Γη κυβερνάται από ένα κατώτερο Θεό, τον Ιαλδαβαώθ (Ιαλνταµπαόθ), τον ∆ηµιουργό του Πλάτωνα. Ο ∆ηµιουργός βρισκόταν επικεφαλής των Αρχόντων, κυβερνητών του φυσικού κόσµου.
Τα ανθρώπινα σώµατα, αν και περιέχουν το κακό στην ύλη τους, περιείχαν επίσης και ένα Θείο σπινθήρα ή πνεύµα που προερχόταν από την Πηγή, ή το Τίποτα, την πηγή εκπόρευσης όλων των πραγµάτων. Η Γνώση είναι εκείνη που σύµφωνα µε τις αντιλήψεις των Γνωστικών βοηθά τον Θείο σπινθήρα να επιστρέψει στην πηγή από την οποία προήλθε. Πολλοί Γνωστικοί (ιδιαίτερα οι οπαδοί του Βαλεντίνιου ή Βαλεντίνου) δίδασκαν πως υπήρχε ο Ένας, ο αρχικός, άγνωστος Θεός (Βυθός, η Μονάδα ο πρώτος Αιών). Ως προς τη φύση του θεωρούνταν υπερβατικός, άρρητος, ξένος και άγνωστος. Από αυτόν τον ένα εκπορεύτηκαν άλλοι Αιώνες, ζεύγη των κατώτερων υπάρξεων κατ' ακολουθία, (ο Βαλεντίνιος αναφέρει 30 τέτοια ζεύγη).
Όλοι µαζί οι Αιώνες σχηµάτιζαν το Πλήρωµα ή πληρότητα του Θεού. Το κατώτατο από αυτά τα ζεύγη ήταν η Σοφία και ο Χριστός. Στον Βαλεντίνειο µύθο της δηµιουργίας, η Σοφία αναζητούσε τον άγνωστο Ένα. Σε µία αφήγηση είδε ένα µακρινό φως, το οποίο όµως ήταν αντανάκλαση και έτσι οδηγήθηκε ακόµα µακρύτερα από το Πλήρωµα. Ο φόβος της Σοφίας να µη χάσει τη ζωή της, όπως έχασε το φως του Ενός, της προκάλεσε σύγχυση και την επιθυµία να επιστρέψει. Εξαιτίας αυτών των επιθυµιών ήλθαν σε ύπαρξη η ύλη και η ψυχή µέσω των τεσσάρων κλασικών στοιχείων, φωτιά, νερό, γη και αέρας.
Η δηµιουργία του λεοντόµορφου ∆ηµιουργού κατά τη διάρκεια της εξορίας ήταν επίσης λανθασµένη σύµφωνα µε ορισµένες Γνωστικές πηγές, ως αποτέλεσµα της προσπάθειας της Σοφίας να εκπορευτεί αφ' εαυτής, χωρίς το αρσενικό της αντίστοιχο. Ο ∆ηµιουργός προχώρησε στη δηµιουργία του φυσικού κόσµου, στον οποίο ζούµε, αγνοώντας την ύπαρξη της Σοφίας, η οποία εντούτοις κατόρθωσε να ενσταλάξει τον σπινθήρα στη δηµιουργία του ∆ηµιουργού. Αυτός ο σπινθήρας είναι το πνεύµα. Κατόπιν τούτου ο σωτήρας Χριστός επέστρεψε και της επέτρεψε να δει ξανά το φως παρέχοντάς της τη γνώση του πνευµατικού φωτός.
Ο Χριστός στάλθηκε στη γη µε τη µορφή ενός ανθρώπου, του Ιησού, για να δώσει στους ανθρώπους τη γνώση που χρειάζονται για να λυτρωθούν από τον φυσικό κόσµο και να επιστρέψουν στον πνευµατικό κόσµο. Οι τρεις αισθήσεις που βίωσε η Σοφία δηµιουργούν τρεις τύπους ανθρώπων:
Οι Γνωστικοί δηµιούργησαν το δικό τους σωτηριολογικό περιεχόµενο στις απόψεις τους θεωρώντας εαυτούς µέλη της τελευταίας οµάδας. Οι Γνωστικοί ταύτιζαν τον Δηµιουργό µε τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη και τον Ιουδαϊσµό και συχνά τιµούσαν εκείνους που απορρίπτονταν από τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Ορισµένοι Γνωστικοί φέρεται ότι θεωρούσαν πως ο κατώτερος Δηµιουργός ταυτιζόταν µε τον Σατάν. Άλλες γνωστικές οµάδες αντιµετώπιζαν τον Όφι στον Κήπο της Εδέµ ως ηρωική µορφή, γιατί επιθυµούσε να βοηθήσει την ανθρωπότητα να απελευθερωθεί από τις αλυσίδες του Ιαλδαβαώθ. Μετά την άφιξη του Δηµιουργού να κυβερνήσει τον φυσικό κόσµο, η Σοφία στέλνει ένα µήνυµα µέσω του Όφη.
Παρέχει την γνώση στους ανθρώπους µε αυτόν τον τρόπο, γεγονός που προκαλεί την οργή του ∆ηµιουργού, ο οποίος πιστεύει ότι είναι ο µόνος δηµιουργός του Σύµπαντος και ο αποκλειστικός κυβερνήτης του. Το "πρωταρχικό αµάρτηµα" στο εννοιολογικό πλαίσιο του Γνωστικισµού δεν είναι αµάρτηµα αλλά ένας "πρωταρχικός διαφωτισµός". Στα γνωστικά κείµενα, επίσης, αναφέρεται ότι ο Σηθ, ο τρίτος γιος του Αδάµ γνώρισε τις γνωστικές διδασκαλίες από τον πατέρα του και τη µητέρα του, και ότι η γνώση του διατηρήθηκε σε όλη τη δηµιουργία.
Εδώ θα πρέπει να σηµειωθεί ότι οι Γνωστικοί αντιλαµβάνονταν την Παλαιά Διαθήκη ως µύθο, και συνεπώς τη θεωρούσαν υποκείµενη σε ερµηνείες, αντίθετα από τη δογµατική άποψη που διεκδικεί την αυθεντία των ιερών κειµένων.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Το Ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα πρώιμο κείμενο του Γνωστικού Χριστιανισμού που χρησιμοποιούσαν οι Καϊνίτες, μια πρώιμη Χριστιανική Γνωστική ομάδα και αποτελεί τμήμα ενός κώδικα γνωστού ως Codex Tchacos. Το εκτιμούμενο χρονικό βάθος του ευαγγελίου του Ιούδα είναι το 130 - 170 . Πιθανώς γράφτηκε αρχικά στην κοινή Ελληνική, αλλά το μόνο γνωστό χειρόγραφο είναι γραμμένο στην Κοπτική γλώσσα. Υπάρχουν περίπου 50 έργα υποτιθέμενα "ευαγγέλια" της πρώιμης εκκλησίας. Μόνον για 20 από αυτά τα ευαγγέλια υπάρχουν επιπλέον μαρτυρίες, ενώ τα τέσσερα είναι τα γνωστά κανονικά ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννη.
Το Ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα από τα 16 άλλα ευαγγέλια για τα οποία υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες σε άλλα κείμενα της πρώιμης εκκλησίας. Ο Ειρηναίος επίσκοπος της Λυόν, μαρτυρεί την υπάρξη του ευαγγελίου στην πραγματεία του Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως, κοινώς γνωστή ως Κατά των Αιρέσεων. Μολονότι φαίνεται ότι γράφτηκε αρχικά στην Ελληνική περίπου το 180, σώζεται μόνον η Λατινική μετάφραση του 4ου αιώνα. Σε παραρτήματα της πραγματείας του σχετικά με τους «Γνωστικούς» και άλλους πιστούς του γνωστικισμού, τους επονομαζόμενους «οφίτες» της ύστερης Χριστιανικής παράδοσης, ο Ειρηναίος φαίνεται πως τους θεωρεί ως έναν από τους ποικίλους κλάδους των Γνωστικών.
Συνοψίζει κάποια από τα κηρύγματά τους ως εξής:
Κι άλλοι λέγουν ότι ο Κάιν προερχόταν από τον ανώτερο κόσμο της απόλυτης δύναμης και ομολογούν ότι ο Ησαύ, ο Κορέ, οι Σοδομίτες και όλα τα παρόμοια πρόσωπα είναι ίδια με αυτούς. Για αυτόν το λόγο τους μίσησε ο δημιουργός τους, παρόλο που κανένας τους δεν υπέστη ζημία. Γιατί η Σοφία ξαναπήρε από αυτούς ό,τι της ανήκε. Και ο Ιούδας, ο προδότης, τα γνώριζε πολύ καλά όλα αυτά, όπως λέγεται και μόνον εκείνος είχε πληροφορηθεί την αλήθεια, όπως κανένας άλλος, φέροντας έτσι εις πέρας το μυστήριο της προδοσίας. Εξ αυτού, όλα τα πράγματα, επίγεια και επουράνια, οδηγήθηκαν στη διάλυση.
Και παρουσιάζουν ένα πλαστούργημα για αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο αποκαλούν «Το ευαγγέλιο του Ιούδα». Σύμφωνα με τον Ειρηναίο, η συγκεκριμένη γνωστική ομάδα στοχεύει στην επανεξέταση των Εβραϊκών και Χριστιανικών απόψεων περί Θείας σωτηρίας. Ήρωες των Εβραϊκών Γραφών όπως ο Ησαύ, ο Κορέ και οι Σοδομίτες -σκοτεινές φυσιογνωμίες από την οπτική γωνία της Ορθόδοξης Χριστιανικής και άλλων παραδόσεων- χαρακτηρίζονται ως υπηρέτες της «υπέρτατης απόλυτης δύναμης». Αυτή η δύναμη, που αντιπροσωπεύεται από τη γνωστική εικόνα της Σοφίας, δεν ταυτίζεται με το δημιουργό Θεό της Ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης, ο οποίος αποκαλείται ο «δημιουργός τους».
Σ' αυτή την επανεξέταση φαίνεται πως περιλαμβανόταν και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης. Σύμφωνα με τα κείμενα του κώδικα θεωρείται ξεχωριστός από τους μαθητές, που κατείχε τη γνώση «σχετικά με αυτά τα πράγματα». Συνεπώς, η πράξη του παρουσιάζεται ως ένα «μυστήριο» που οδηγεί στη διάλυση όλων των επίγειων και των επουράνιων πραγμάτων, δηλαδή όλων των έργων του «δημιουργού» ή του κυβερνήτη αυτού του κόσμου. Από τον 3ο αιώνα και μετά, αυτή η ομάδα γνωστικών ονομαζόταν «Καϊνίτες» (οπαδοί του Κάιν), από τους Χριστιανούς συγγραφείς, όπως ο Κλήμης Αλεξανδρείας. Αλλά οι περισσότεροι από αυτούς τους μεταγενέστερους Χριστιανούς συγγραφείς βασίζονται στην αφήγηση του Ειρηναίου.
Μόνον η ανώνυμη πραγματεία του 3ου αιώνα υπό τον τίτλο Κατά πασών των αιρέσεων, η οποία αποδόθηκε εσφαλμένα στον Τερτυλλιανό, και η αφήγηση του Επιφάνειου Σαλαμίνoς, προσφέρουν επεξηγήσεις καθώς και άλλες πληροφορίες σχετικά με τη διαφορετική σκοπιά από την οποία εξετάζεται η προδοσία του Ιούδα στα πλαίσια αυτού του κύκλου Στο δεύτερο κεφάλαιο αυτής της πραγματείας, ο ψευδοΤερτυλλιανός εκφράζει τις απόψεις του για τα κηρύγματα των Καϊνιτών:
''Επιπλέον, εμφανίστηκε άλλη μια αίρεση, η αίρεση των Καϊνιτών. Και ο λόγος που ονομάζονται έτσι, είναι γιατί εξυψώνουν τον Κάιν ως να ήταν γέννημα κάποιας ισχυρής ηθικής δύναμης που λειτουργούσε εντός του. γιατί ο Άβελ είχε γεννηθεί από μια κατώτερη δύναμη και αποδείχτηκε φυσικά κατώτερος. Εκείνοι που υποστηρίζουν αυτή την πιθανότητα, υποστηρίζουν τον προδότη Ιούδα, λέγοντάς μας ότι είναι αξιοθαύμαστος και μέγας, χάρη στα οφέλη για τα οποία τον υμνούν ότι χάρισε στην ανθρωπότητα. Γιατί ορισμένοι από αυτούς πιστεύουν ότι πρέπει να αποδίδονται ευχαριστίες στον Ιούδα για αυτό το γεγονός.
Ο Ιούδας, λένε, βλέποντας ότι ο Χριστός ήθελε να ανατρέψει την αλήθεια, τον πρόδωσε, έτσι ώστε να μην μπορέσει να παραποιηθεί η αλήθεια. Και κάποιοι άλλοι επιχειρηματολογούν εναντίον τους και λένε: Εξαιτίας του γεγονότος ότι οι δυνάμεις αυτού του κόσμου δεν ήθελαν να υποφέρει ο Χριστός, από φόβο μήπως ο θάνατός του προετοιμάσει τη σωτηρία της ανθρωπότητας, αυτός, αγωνιζόμενος για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, πρόδωσε τον Χριστό, έτσι ώστε να εξαφανίσει κάθε πιθανότητα να εμποδιστεί η σωτηρία, πράγμα το οποίο έκαναν οι δυνάμεις που ήταν αντίθετες στα πάθη του Χριστού. Έτσι, λοιπόν, μέσα από τα πάθη του Χριστού, θα εξαλειφόταν κάθε πιθανότητα να καθυστερήσει η σωτηρία της ανθρωπότητας''.
Το πρόβλημα δηλαδή στο κείμενο αυτό είναι,«η σωτηρία του Χριστού και όχι η σωτηρία των ανθρώπων». Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή της Εισαγωγής και ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. Ιωάννη Καραβιδόπουλο, η Εκκλησία δεν το δέχθηκε, επειδή «στηρίζεται στην ιστορική παρουσία του Ιησού και στο σωτηριολογικό του έργο μέσα στην ιστορία,ενώ το κείμενο αδιαφορεί για την ιστορία.(Επίσης), απαξιώνει το ανθρώπινο σώμα και προτείνει την καταστροφή του είτε με συνεπή εγκρατητισμό είτε με ξέφρενη ακολασία, ενώ η Εκκλησία κάνει λόγο για εξαγιασμό όλου του ανθρώπου (σώματος και ψυχής).
Το κείμενο δέχεται ένα Χριστό φαινομενικά και όχι πραγματικά ενανθρωπήσαντα σε αντίθεση με το Χριστό της Εκκλησίας,αληθινό Θεό και αληθινό άνθρωπο που σώζει τον κόσμο και όχι βέβαια τον εαυτό του. Τέλος το απόκρυφο του Ιούδα τελειώνει με την προδοσία και δεν προχωρά παραπέρα. Τα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης αποκορυφώνονται στη Σταύρωση και εν συνεχεία στην Ανάσταση του Χριστού δίνοντας ένα μήνυμα ελπίδας στον άνθρωπο της εποχής τους και της εποχής μας». Οι πάπυροι στους οποίους γράφτηκε το ευαγγέλιο είναι αποσπασματικοί και ορισμένα τμήματά τους λείπουν.
Σύμφωνα με τον Ρούντολφ Κασσέρ ο κώδικας περιείχε αρχικά 62 σελίδες, αλλά όταν έφθσασε στην αγορά το 1999, μόνον 25 σελίδες υπήρχαν, καθώς σκόρπια τμήματα πουλήθηκαν στην γκρίζα αγορά της αρχαιοκαπηλείας.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Το κείµενο µας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, λόγω της φθοράς που έχει υποστεί παρουσιάζει πολλά κενά, εντούτοις από τα διαθέσιµα χωρία του µπορούµε να καταλήξουµε µέσα από την παρακάτω ανάλυση σε αξιόλογα συµπεράσµατα σχετικά µε το Γνωστικισµό γενικότερα και τους Καϊνίτες ειδικότερα. Για την αποτελεσµατικότερη απόδοση της έρευνας θα διαιρεθεί το έργο στις παρακάτω ενότητες βάσει της πορείας του κειµένου όπως αυτή ακολουθείται στην ενότητα:
Εισαγωγή:
Αρχή του κειµένου
Ενότητα 1:
Η επίγεια δράση του Ιησού και η αδυναµία των µαθητών, εκτός του Ιούδα, να γνωρίσουν την ταυτότητα του (η επί γης αποστολή του Ιησού, Σκηνή 1, οι µαθητές θυµώνουν, ο Ιησούς οµιλεί ιδιαιτέρως µε τον Ιούδα).
Ενότητα 2:
Η αγία και µεγάλη γενεά (Σκηνή 2, οι µαθητές βλέπουν το ναό και µιλούν για αυτόν, ο Ιησούς προβάλλει µια αλληγορική ερµηνεία του οράµατος του ναού, ο Ιούδας ρωτά τον Ιησού για αυτή τη γενεά και τις ανθρώπινες γενεές).
Ενότητα 3:
Το όραµα του Ιούδα (Σκηνή 3, ο Ιούδας ρωτά για τη δική του µοίρα).
Ενότητα 4:
Κοσµολογία (Ο Ιησούς διδάσκει τον Ιούδα περί κοσµολογίας: το πνεύµα και ο αυτογενής, ο αδάµας και οι φωστήρες, ο κόσµος, το χάος και ο κάτω κόσµος, οι άρχοντες και οι άγγελοι, η δηµιουργία της ανθρωπότητας).
Ενότητα 5:
Το µέλλον της ανθρωπότητας (Ο Ιούδας ρωτά για το πεπρωµένο του Αδάµ και της ανθρωπότητας, ο Ιησούς συζητά για την καταστροφή αυτών που είναι κακοήθεις µε τον Ιούδα και άλλους, ο Ιησούς µιλά για αυτούς που είναι βαπτισµένοι και για την προδοσία του Ιούδα).
Ενότητα 6:
Εισαγωγή:
Η προδοσία
Η αποκάλυψη που περιγράφεται στο προς εξέταση κείµενο γίνεται από τον Ιησού προς τον Ιούδα τον Ισκαριώτη και λαµβάνει χώρα σε µια συνοµιλία που είχαν µεταξύ τους κατά τη διάρκεια µιας εβδοµάδας, κυριολεκτικά οκτώ ηµερών, τρεις ηµέρες πριν τον εορτασµό του Εβραϊκού Πάσχα, κατά µία άλλη, λιγότερο πιθανή εκδοχή τρεις ηµέρες πριν από το πάθος του.
Ενότητα 1:
Σε αυτό το σηµείο πρέπει να υπογραµµίσουµε τη φράση όταν ο Ιησούς εµφανίστηκε στη γη, πράγµα που δηλώνει πως ο Χριστός ήρθε από κάποια άλλη σφαίρα, παρουσιάστηκε ξαφνικά, και µάλιστα άλλαζε µορφή κατά βούληση, έτσι εµφανιζόταν στους µαθητές του σαν ένα παιδί, σύµβολο της αγνότητας και αθωότητας. Σύµφωνα µε τους γνωστικούς υπάρχουν δύο κόσµοι, αυτός των ανθρώπων και εκείνος των αθανάτων. Ο πρώτος δηµιουργήθηκε από δύο κατώτερες θεότητες, τον αντάρτη Γιαλνταµπαώθ (παιδί του χάους) ή αλλιώς Νεµβρώ και τον τρελό Σάκλα (ανόητος).
Σκοπός της ζωής του ανθρώπου είναι να αποκτήσει τη γνώση εκείνη που θα τον ελευθερώσει από τον κόσµο αυτό και θα τον οδηγήσει στον ουράνιο κόσµο του ενός και µοναδικού Θεού, που είναι ανώτερος όλων. Είναι ο αθάνατος κόσµος του Μπάρµπελο, από τον οποίο προέρχεται και ο Χριστός. Βλέποντας λοιπόν ο Ιησούς τους µαθητές συγκεντρωµένους να ευχαριστούν το Θεό για την τροφή τους, γελά λόγω της απλοϊκής λατρείας τους. ∆ε λατρεύουν παρά ένα κατώτερο θεό και όχι τον πατέρα του Ιησού. Κανείς από τους δώδεκα, εκτός του Ιούδα, δεν είναι σε θέση να αποκτήσει την κρυφή αυτή γνώση. Αµέσως µετά ακολουθεί η συνοµιλία Ιησού και Ιούδα.
Ενότητα 2:
Αυτή η ενότητα ξεκινά µε το λόγο του Ιησού για «την αγία και µεγάλη γενεά». Μόνο η ψυχή εκείνων που ανήκουν σε αυτή τη γενεά (του Σηθ) είναι αθάνατη. Πρόκειται για τον ουράνιο κόσµο που θα δουν µόνο εκείνοι οι οποίοι έχουν µέσα τους το σπινθήρα του θείου, ένας από αυτούς είναι και ο Ιούδας. Ο κάτω κόσµος είναι αντανάκλαση ή απλώς αντίγραφο του πάνω κόσµου. Ο Πλατωνικός χαρακτήρας του χωρίου είναι σαφής. Ένα ακόµη σηµείο όπου είναι εµφανής η πλατωνική επιρροή στο κείµενο είναι η φράση του Ιησού «Σταµατήστε να µάχεστε µε µένα. Καθένας από σας έχει το δικό του αστέρα».
Σύµφωνα µε τον Πλάτωνα ο δηµιουργός εκχώρησε κάθε ψυχή σε έναν αστέρα. Μετά το θάνατο το πρόσωπο που έζησε καλά στο χρόνο που του είχε δοθεί θα επιστρέψει και θα ενοικήσει στο γενέθλιο αστέρα. Ο Ιησούς για µια ακόµη φορά γελά µε τους µαθητές του, αυτή τη φορά για την άγνοια τους. Παρακάτω έχουµε το όραµα των µαθητών, που πιθανότατα είναι όραµα του ναού του Σολόµωντος στην Ιερουσαλήµ. Ολόκληρη η σκηνή του οράµατος είναι µια προσπάθεια του συγγραφέα του συγκεκριµένου έργου να δείξει πως η θρησκευτική διδασκαλία της αναδυόµενης ορθόδοξης εκκλησίας είναι µια πλάνη.
Ενώ οι ηγέτες της είναι υπηρέτες του κυβερνήτη αυτού του κόσµου και ενώ όσα κηρύσσουν οµοιάζουν προς τα άκαρπα δέντρα, αφού το ευαγγέλιο τους στερείται καρποφόρου περιεχοµένου. Μάλιστα για να τους µειώσει ακόµη περισσότερο τους κατηγορεί για ανηθικότητα.
Ενότητα 3:
Για µια ακόµη φορά εξαίρεται η προσωπικότητα του Ιούδα ως ξεχωριστού µαθητή. Είναι το δέκατο τρίτο πνεύµα ή αλλιώς ο δέκατος τρίτος δαίµονας, επειδή αποκλείσθηκε από τους δώδεκα, ενώ η αληθινή του ταυτότητα είναι πνευµατική. Στο όραµα του αντιπαρατίθεται σκληρά µε τους υπόλοιπους µαθητές. Βλέπει ένα µεγάλο ουράνιο σπίτι και ρωτά εάν µπορεί να εισέλθει και αυτός. Ο Ιησούς του απαντά πως βρίσκεται σε πλάνη, γιατί κανείς γεννηµένος µε θνητή γέννηση δεν είναι άξιος να µπει σε αυτό τον οίκο. Στη συνέχεια ο Ιούδας κάνει στον Ιησού την ερώτηση εάν το σπέρµα του µπορεί να υποταχθεί στους άρχοντες του κόσµου αυτού.
Την απάντηση δεν την έχουµε, διότι το κείµενο είναι κατεστραµµένο σε αυτό το σηµείο, εκείνο όµως που πρέπει να υπογραµµίσουµε είναι η ανύψωση του Ισκαριώτη πάνω από τους υπόλοιπους µαθητές και γενικότερα πάνω από τις άλλες γενεές, οι οποίες δεν είναι άξιες να υψωθούν και αυτές στον ουράνιο κόσµο.
Ενότητα 4:
Η ενότητα αυτή αφορά στη δηµιουργία των Θείων οντοτήτων και της ανθρωπότητας. Στη Σηθιανή κοσµοθεωρία υπάρχουν δύο κόσµοι, ο ουράνιος και ο κάτω κόσµος. Ο πρώτος είναι το βασίλειο της απόλυτης Θεότητας, του Πατέρα, που ονοµάζεται Μέγας Ένας. Κοντά σε αυτόν βρίσκεται η Μητέρα Σοφία και ο Θείος Αυτογενής, το τέκνο. Κατά το ευαγγέλιο του Ιούδα ο Αυτογενής εµφανίστηκε µέσα από ένα σύννεφο όταν τον κάλεσε η φωνή του Πνεύµατος, του Πατέρα. Σύµφωνα µε µια άλλη αντίληψη το Τέκνο δηµιουργήθηκε έπειτα από πνευµατική συνεύρεση του Πατέρα και της Μητέρας.
Στη συνέχεια µε το δηµιουργικό λόγο του Αυτογενούς δηµιουργήθηκαν οι τέσσερις φωστήρες, Χαρµοζέλ, Οροιαέλ, Νταβειθαί και Ελελέθ, κατά το απόκρυφο βιβλίο του Ιωάννη, και πλήθος Θείων οντοτήτων για να υπηρετούν και να λατρεύουν το Θείο. Ο κάτω κόσµος αποτελεί αντανάκλαση του πάνω. Όταν η Σοφία θέλησε να δηµιουργήσει κάτι που να της µοιάζει, χωρίς όµως να πάρει τη συγκατάθεση του Πατέρα, γέννησε ένα δύσµορφο ον, τον Άρχοντα, ο οποίος αναδείχθηκε δηµιουργός του κάτω κόσµου. Ο κόσµος αυτός διέπεται από ένα πλήθος φωστήρων και αιώνων, που αποτελούν τις πνευµατικές δυνάµεις του σύµπαντος και αντιπροσωπεύουν όψεις του κόσµου, ιδίως χρόνου και ενοτήτων χρόνου.
Επίσης κυβερνάται από ένα πλήθος Θείων οντοτήτων η ιεραρχία των οποίων είναι κατά σειρά η εξής: ο Σηθ (ή αλλιώς Χριστός), ο Χαρµαθώθ, ο Γκαλιλά, ο Γιοµπέλ και ο Αδοναίος. Αυτοί οι πέντε κυβερνούν στον κάτω κόσµο και στο χάος. Πρώτος στην ιεραρχία είναι ο Σηθ, τρίτος γιος του Αδάµ και της Εύας και πατέρας του Ενώχ, ο οποίος δηµιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Αδάµ. Ο Αδάµας (Αδάµ) είναι ο παραδειγµατικός άνθρωπος του θεϊκού κόσµου και η υψωµένη εικόνα της ανθρωπότητας. Η γενιά του υιού του Σηθ είναι η αγία και µεγάλη γενεά.
Ενότητα 5:
Η µετάφραση που έχει δοθεί στο πρώτο τµήµα της ενότητας αυτής είναι δοκιµαστική. Ο Ιούδας αναρωτιέται για τον Αδάµ στον κόσµο του, της διάρκεια της ζωής του και το θεό του. Αυτή η ενότητα περιλαµβάνει πολλά στοιχεία που προκαλούν τον αναγνώστη. Ένα πρώτο θέµα είναι αυτό που αφορά στη διάκριση ψυχής και πνεύµατος. Υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων, εκείνοι στους οποίους ο Θεός, του κάτω κόσµου, έχει δώσει διαµέσου του αρχαγγέλου Μιχαήλ πνοή ζωής(:πνεύµα) σαν ένα δάνειο, ώστε αυτοί να προσφέρουν υπηρεσία και εκείνοι στους οποίους έχουν δοθεί αιώνια πνεύµατα. Των πρώτων οι ψυχές θα πεθάνουν όταν τους εγκαταλείψει το πνεύµα, ενώ των δεύτερων οι ψυχές θα παραµείνουν ζωντανές και θα ανυψωθούν µετά θάνατον.
Με άλλα λόγια όσοι έχουν µέσα τους το θείο σπινθήρα, οι άνθρωποι της µεγάλης γενεάς, έχουν ψυχές αθάνατες σε αντίθεση µε την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Βλέπουµε λοιπόν πως το πνεύµα δεν ταυτίζεται µε την ψυχή. Το πνεύµα είναι η πνοή της ζωής, ενώ η ψυχή το ενδότερο στοιχείο που προέρχεται από το θείο και επιστρέφει σε αυτό. Ένα άλλο θέµα που προβάλλεται είναι αυτό που αφορά στη γνώση. Η ανθρωπότητα µέσω του Αδάµ έχει λάβει γνώση, ενώ οι άρχοντες του κόσµου αυτού δεν έχουν, ώστε δεν είναι σε θέση να φέρονται δεσποτικά πάνω στους ανθρώπους. Στη συνέχεια συναντούµε και πάλι την Πλατωνική επίδραση όσον αφορά τους αστέρες και τους πλανήτες και την αρνητική τους επίδραση στις ζωές των ανθρώπων.
Πλησιάζοντας προς το τέλος της η ενότητα αυτή φτάνει στην κορύφωση της µε την εντολή του Ιησού προς τον Ιούδα, να τον απελευθερώσει από το σαρκικό του σώµα. Ο Ιούδας είναι κυριολεκτικά ο αστέρας που οδηγεί το δρόµο. Τον βλέπουµε να εισέρχεται σ’ ένα φεγγοβόλο σύννεφο και µια θεϊκή φωνή ακούγεται που προφανώς τον επαινεί. Η εικόνα αυτή µπορεί να ονοµαστεί µεταµόρφωση του Ιούδα και µας θυµίζει την εικόνα της Θείας Μεταµορφώσεως.
Ενότητα 6:
Στην τελευταία ενότητα του κειµένου παρουσιάζεται η σκηνή της προδοσίας. Ο Ιησούς συλλαµβάνεται εν ώρα προσευχής µέσα στον ξενώνα, σ’ ένα κατάλυµα. Εκεί φτάνει ο Ιούδας µε τους αρχιερείς, οι οποίοι και συλλαµβάνουν τον Κύριο. Η σκηνή της προδοσίας στο συγκεκριµένο έργο διαφέρει κατά πολύ από αυτή που µας παραδίδεται µέσω των κανονικών Καινοδιαθηκικών βιβλίων. Βλέπουµε ότι στο ευαγγέλιο του Ιούδα απουσιάζει το φιλί της προδοσίας. Λείπει επίσης το περιστατικό µε το αυτί του δούλου. Στην Καινή ∆ιαθήκη ο Ιησούς συλλαµβάνεται από µια οµάδα καλά εξοπλισµένη και οδηγείται στον Πιλάτο.
Εδώ δε γίνεται λόγος για τέτοια συνοδεία και πολύ περισσότερο δε µας δίδεται η ιστορική συνέχεια των γεγονότων. Το κείµενο τελειώνει στο σηµείο αυτό και µάλιστα τοποθετείται στο τέλος ο τίτλος του έργου, ο οποίος θέλει να δείξει ότι αυτό είναι το πραγµατικό ευαγγέλιο και η πράξη του Ιούδα είναι καλό νέο για όλο τον κόσµο.
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Το ευαγγέλιο του Ιούδα, όπως ήδη έχει αναφερθεί, είναι ένα κείµενο Γνωστικό, που µάλιστα ανήκει στην ιδιαίτερη Γνωστική οµάδα των Σηθιανών. Είναι πάµπολλα τα στοιχεία εκείνα του κειµένου που επιβεβαιώνουν τη Σηθιανή καταγωγή του έργου. Ας ξεκινήσουµε µε το ίδιο το πρόσωπο του Ισκαριώτη. Από τα κανονικά βιβλία πληροφορούµαστε για το φιλοχρήµατο του χαρακτήρα του, απόδειξη το γεγονός ότι κρατούσε το γλωσσόκοµον, το κοινό ταµείο των αποστόλων, καθώς επίσης και το περιστατικό µε την αγορά του πολύτιµου µοίρου και την έκχυση του στο σώµα του Ιησού και φυσικά το ίδιο το γεγονός της προδοσίας. Ο Ιούδας αναζητούσε ευκαιρία να παραδώσει τον Ιησού για τους εξής λόγους:
α) Δεν εκπληρώθηκαν οι Μεσσιανικές προσδοκίες του στο πρόσωπο του Χριστού
β) Δεν ένιωθε ικανός να γίνει πρότυπο µαθητή - ψυχολογική θεώρηση της προδοσίας
γ) Η είσπραξη των τριάντα αργυρίων.
Παρατηρούµε λοιπόν ότι τα κίνητρα του Ισκαριώτη δεν ήταν παρά εγωιστικά, πρόδωσε τον Υιό του Θεού για ίδιον όφελος, συνεπώς η πράξη του µπορεί να χαρακτηριστεί το λιγότερο απεχθής, τη στιγµή µάλιστα που ο ίδιος ο Ιησούς τον επέλεξε για µαθητή του και µέσα από την αγάπη που του πρόσφερε απλόχερα προσπάθησε να τον απαλλάξει από τα πάθη του και να του δώσει την ευκαιρία να µετανοήσει. Αντιθέτως στο απόκρυφο κείµενο η εικόνα του Ιούδα είναι θα µπορούσαµε να πούµε αντίθετη. Εδώ ο Ισκαριώτης παρουσιάζεται ως ο µαθητής πρότυπο. Είναι ο µόνος από τους δώδεκα που µπορεί να κατανοήσει τη διδασκαλία του Χριστού και είναι ο µόνος του οποίου η ψυχή µετά θάνατον θα παραµείνει ζωντανή.
Για το λόγο αυτό ο Κύριος του δίνει την εντολή να τον παραδώσει στις αρχές και έτσι να τον λυτρώσει από το σαρκικό σώµα του. Η προδοσία λοιπόν εµφανίζεται ως κάτι το οποίο ζητά ο ίδιος ο Ιησούς από τον Ιούδα και ως πράξη θεωρείται όχι µόνο θεάρεστη, αλλά και λυτρωτική για την ανθρωπότητα. Ένα άλλο σηµαντικό σηµείο που πρέπει να υπογραµµίσουµε είναι η κοσµοθεωρία του έργου αυτού. Υπάρχουν δύο κόσµοι, ο ανώτερος και ο κατώτερος. Ο δεύτερος είναι αντανάκλαση του πρώτου και δηµιουργήθηκε από τη σύµπραξη κατώτερων Θεοτήτων, οι Θεότητες αυτές δηµιούργησαν και τον άνθρωπο. Ο κόσµος που ζούµε κυβερνάται από µια οµάδα Θείων όντων, Αγγελικών δυνάµεων.
Από την άλλη πλευρά ο ανώτερος κόσµος είναι το βασίλειο της απόλυτης Θεότητας, του Μεγάλου Ένα, αυτός µαζί τη Μητέρα και το θείο Αυτογενή αποτελούν για τους Σηθιανούς τη Θεία τριάδα. Στο βασίλειο αυτό θα εισέλθουν µόνο όσοι έχουν µέσα τους το σπινθήρα του Θείου και είναι εκείνοι που ανήκουν στην αγία και µεγάλη γενεά, τη γενεά του Σηθ. Τη γνώση αυτή έρχεται να µεταφέρει στον Ιούδα ο Χριστός, ο οποίος θεωρείται στο κείµενο όχι ως θεός, αλλά ως ένα πνευµατικό ον που κατέβηκε από το ουράνιο βασίλειο για να µεταφέρει αυτή τη γνώση και εκεί θα επιστρέψει.
Στο σηµείο µάλιστα που γίνεται λόγος για την ιεραρχία των Αγγελικών δυνάµεων -ενότητα τέσσερα- υπάρχει µια ταύτιση Ιησού - Σηθ, γενικά όµως η σχέση αυτή είναι ασαφής. Παρατηρούµε ακόµη ότι ο Ιησούς γελά συχνά µε την άγνοια των µαθητών -το στοιχείο αυτό του γέλιου από την πλευρά του Κυρίου απουσιάζει από τα κανονικά Καινοδιαθηκικά βιβλία. Φυσικά τίποτε από τα παραπάνω δε συµφωνεί µε την ορθόδοξη πίστη ότι:
α) Ο κόσµος και ο άνθρωπος δηµιουργήθηκαν από τον ένα και µοναδικό Θεό κατά τα κεφάλαια 1 και 2 της Γενέσεως
β) Ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος, ο τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος (Θεάνθρωπος), που ήρθε στη γη µέσω της Αειπαρθένου Μαρίας για να λυτρώσει τον άνθρωπο από τις φθοροποιές δυνάµεις τις αµαρτίας και βεβαίως το θάνατο.
Το ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα κείµενο επηρεασµένο από την Πλατωνική φιλοσοφία. Αυτό το γεγονός µαρτυρείται από τη σύνδεση της µοίρας του ανθρώπου µε τα άστρα και τους πλανήτες, τη διαίρεση του ανθρώπου σε σώµα, ψυχή και πνεύµα, καθώς και από το σηµείο εκείνο όπου ο Ιούδας αναφέρεται ως δέκατος τρίτος δαίµονας –ενότητα 3-, χαρακτηρισµός που παραπέµπει στο Συµπόσιο του Πλάτωνα. Πράγµατι βλέπουµε µέσα στο κείµενο έντονη την επιρροή των αστέρων στις ζωές µας σε σηµείο µάλιστα που και ο ίδιος ο Ιούδας αναφέρεται ως αστέρας -ενότητα 5. Η δε ψυχή διαχωρίζεται από το πνεύµα. Η ψυχή είναι το ενδότερο στοιχείο που συνδέει τον άνθρωπο µε το θείο, ενώ το πνεύµα είναι η πνοή της ζωής.
Μετά το θάνατο οι ψυχές όσων ανήκουν στη γενιά του Σηθ θα εισέλθουν στον ουράνιο νυµφώνα, ενώ των υπολοίπων θα πεθάνουν. Όλα αυτά τα στοιχεία αφενός φέρνουν κοντά το κείµενο µε τον πλατωνισµό, αφού αποτελούν πλατωνικές επιρροές διαµορφωµένες στα Σηθιανά πρότυπα και αφετέρου το αποµακρύνουν ακόµη περισσότερο από τη γνήσια Χριστιανική διδασκαλία. Αφού η ζωή µας εξαρτάται αποκλειστικά και µόνο από το θέληµα του Θεού, χωρίς να επηρεάζεται από την κίνηση των πλανητών. Ακόµη οι ψυχές όλων των ανθρώπων είναι αθάνατες, δε γίνεται κάποιος διαχωρισµός, και φυσικά δεν υφίσταται διαίρεση του ανθρώπου σε σώµα, ψυχή και πνεύµα.
Ο άνθρωπος είναι και σώµα και ψυχή, που το ένα βοηθά το άλλο στην εκπλήρωση του σκοπού της ζωής του, τη Θέωση. Μήνυµα του ευαγγελίου του Ιούδα είναι ότι, όπως ο Ιησούς είναι ένα πνευµατικό ον που ήρθε από ψηλά και θα επιστρέψει στη δόξα, έτσι και οι πραγµατικοί οπαδοί του Ιησού είναι άνθρωποι µε ψυχή, των οποίων η ύπαρξη και η µοίρα είναι άρρηκτα συνδεδεµένες µε το θείο. Ήδη όσοι γνωρίζουν τον εαυτό τους µπορούν να ζήσουν µε τη δύναµη του ενδότερου ατόµου. Στο τέλος της θνητής ζωής τους οι άνθρωποι που ανήκουν σε αυτή τη σπουδαία γενεά του Σηθ θα εγκαταλείψουν όλα τα πράγµατα του θνητού κόσµου, ώστε να ελευθερώσουν το ενδότερο άτοµο και την ψυχή.
Σκοπός του ευαγγελίου είναι να προβάλλει το πρόσωπο του Ιούδα ως τον εκλεκτό του Ιησού που θα τον βοηθήσει να απεκδυθεί το σαρκικό του σώµα και να επιστρέψει έτσι στο ουράνιο βασίλειο. Παράλληλα βάλλει κατά της αναδυόµενης Ορθόδοξης εκκλησίας προσπαθώντας να δείξει πως η διδασκαλία της είναι µια πλάνη, ενώ οι ηγέτες της είναι υπηρέτες του κυβερνήτη αυτού του κόσµου και όσα κηρύσσουν στερούνται καρποφόρου περιεχοµένου. Μάλιστα για να τους µειώσει ακόµη περισσότερο τους κατηγορεί για ανηθικότητα. Το απόκρυφο ευαγγέλιο του Ιούδα παρουσιάζει ως προς το περιεχόµενο του πολλές όµοιες σκηνές µε τα κανονικά βιβλία της Καινής Διαθήκης.
Μία πρώτη οµοιότητα είναι η σκηνή της κλήσης των δώδεκα µαθητών από τον Ιησού. Στους τρεις συνοπτικούς ο Κύριος καλεί τους µαθητές του για να τους δώσει οδηγίες περί του αποστολικού κηρύγµατος. Αντίστοιχα και στην ενότητα 1 του απόκρυφου κειµένου διαβάζουµε, και αφού µερικοί (βάδισαν) στο δρόµο της δικαιοσύνης ενώ άλλοι βάδισαν στις παραβάσεις τους, κλήθηκαν οι δώδεκα µαθητές. Επίσης η οµολογία των µαθητών ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού είναι κοινή και στις δύο πλευρές.
Έτσι στο ευαγγέλιο του Ιούδα οι µαθητές απευθυνόµενοι στο διδάσκαλο οµολογούν ότι ''Κύριε είσαι ο υιός του θεού µας'' (ενότητα 1- σκηνή 1) και στην Καινή Διαθήκη ο Πέτρος οµολογεί ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος. Στα «κανονικά» ευαγγέλια ο Ιησούς αφού ρωτά τους µαθητές του σχετικά µε τη γνώµη που έχει γι’αυτόν ο λαός, ο Πέτρος απαντά δίνοντας τη θεµελιώδη διδασκαλία της εκκλησίας, η οποία δια της κεφαλής της, τον Ιησού Χριστό, είναι αλώβητη από τις δυνάµεις του κακού και το θάνατο. Μία ακόµη όµοια σκηνή είναι η αντικατάσταση του Ιούδα στον κύκλο των δώδεκα.
Στις Πράξεις ο Ιούδας αντικαθίσταται, Θείω πνεύµατι, από τον Ματθία και στο απόκρυφο έργο ο Ιησούς διαβεβαιώνει τον Ιούδα ότι κάποιος άλλος θα τον αντικαταστήσει, µε σκοπό οι δώδεκα (µαθητές) να µπορέσουν ξανά να συµπληρωθούν µε το θεό τους (ενότητα 1). Παρακάτω έχουµε την εικόνα του Ναού του Σολόµωντος. Στο µεν ευαγγέλιο του Ιούδα παρατίθεται το όραµα του ναού από τους µαθητές (ενότητα 2), ενώ στους τέσσερις ευαγγελιστές παρουσιάζεται η δίωξη, από τον Ιησού, των αργυραµοιβών και των εµπόρων µέσα από το χώρο του ναού. Επίσης οι παραβολές:
α) Για τα άκαρπα δένδρα και
β) Για το σπόρο και το θερισµό του είναι κοινές και στο απόκρυφο ευαγγέλιο και στην Καινή Διαθήκη, µε τη διαφορά ότι στα κανονικά βιβλία µας δίδεται και ο λόγος για τον οποίο ο Ιησούς µιλά µε παραβολές.
Ο λόγος αυτός συνίσταται στην προφύλαξη από τον σκανδαλισµό των αναξίων και συγχρόνως στην εντύπωση µέσα στη µνήµη των ακροατών της αλήθειας ως εικόνα µε σκοπό όταν αυτοί έλθουν σε σηµείο υψηλής πνευµατικής στάθµης να θυµηθούν και να κατανοήσουν την αλήθεια του ευαγγελίου του Χριστού. Πιο κάτω στο ευαγγέλιο του Ιούδα υπάρχει η εικόνα του ουράνιου βασιλείου, Είδα (ένα σπίτι), εκεί πάντοτε, στον αιώνιο κόσµο µε τους Αγίους αγγέλους (ενότητα 3) λέει ο Ιούδας, µια σκηνή που συναντούµε και στον Ιωάννη. Η ανύψωση του Παύλου στη Β' Κορινθίους, είναι ένα θέµα που συναντούµε επίσης στο απόκρυφο έργο µε την ανύψωση του Ιούδα.
Ο Παύλος πιθανώς µεταξύ 40 και 43 βίωσε αυτή την αρπαγή στο ουράνιο βασίλειο όπου είδε και άκουσε πράγµατα, που άνθρωπος κανείς δεν µπορεί να εκφράσει. Αυτό δείχνει πως όσα µας παρουσιάζουν οι Γραφές είναι αρκετά για τη σωτηρία µας. Αντίστοιχα το ευαγγέλιο του Ιούδα αναφέρεται στην είσοδο του Ιούδα στο ουράνιο βασίλειο, στις έσχατες ηµέρες θα αναθεµατίσουν την ανύψωση σου στην Αγία (γενεά) (ενότητα 3). Το άρρητο και η υπερβατικότητα του Θείου αποτελούν επίσης ένα κοινό θέµα µεταξύ της Α' Κορινθίους, όπου παρουσιάζεται το γεγονός ότι το περιεχόµενο της Θείας αποκάλυψης είναι απρόσιτο στις ανθρώπινες αισθήσεις.
Και του ευαγγελίου του Ιούδα, στο οποίο αναφέρεται σχετικά, που κανένα Αγγέλου µάτι δεν έχει δει ποτέ, καµιά σκέψη της καρδιάς δεν έχει ποτέ κατανοήσει, και ουδέποτε αποκλήθηκε µε κάποιο όνοµα (ενότητα 4). Μελετώντας παρακάτω το προς εξέταση έργο συναντούµε τη νεφέλη φωτός, καθώς και το θέµα της µεταµορφώσεως. Έτσι στην πρώτη περίπτωση διαβάζουµε, τότε ένα φωτεινό σύννεφο εµφανίστηκε εκεί και στη δεύτερη, ο Ιούδας σήκωσε τα µάτια του και είδε το φεγγοβόλο σύννεφο, και εισήλθε σ’ αυτό (ενότητα 4). Βέβαια στην Καινή Διαθήκη µας δίδονται πολλές περισσότερες λεπτοµέρειες επί των συγκεκριµένων θεµάτων. Έτσι έχουµε την περιγραφή του σώµατος του Ιησού κατά το γεγονός της µεταµορφώσεως, καθώς και την παρουσία του Ηλία και του Μωϋσή.
Το άκουσµα της θεϊκής φωνής είναι µία ακόµη όµοια σκηνή µεταξύ των τριών συνοπτικών και του ευαγγελίου του Ιούδα, µε τη διαφορά ότι η φωνή του Θεού Πατέρα στα µεν «κανονικά» ευαγγέλια ακούγεται κατά το γεγονός της βαπτίσεως του Ιησού υπό του Ιωάννου, ενώ στο ευαγγέλιο του Ιούδα σχετίζεται µε το θέµα της νεφέλης, εκείνοι που στέκονταν στη γη άκουσαν µια φωνή να έρχεται από το σύννεφο, λέγοντας, ''µεγάλη γενεά'' (ενότητα 4). Ο φόβος των αρχιερέων απέναντι στον Ιησού είναι ένα γεγονός που µαρτυρείται και από το απόκρυφο κείµενο, αλλά κάποιοι γραµµατείς τον παρακολουθούσαν προσεχτικά µε σκοπό να τον συλλάβουν κατά τη διάρκεια της προσευχής.
Γιατί φοβούνταν τους ανθρώπους, αφού είχε θεωρηθεί απ’ όλους προφήτης (ενότητα 6), αλλά και από τους τέσσερις ευαγγελιστές. Τέλος δε λείπει από το ευαγγέλιο του Ιούδα και ο µισθός της προδοσίας, και έλαβε µερικά χρήµατα και τον παρέδωσε σ’ αυτούς (ενότητα 6), που αναφέρεται επίσης στα κανονικά βιβλία της Καινής Διαθήκης, στα οποία όµως µας δίδεται το ακριβές ποσόν, τα τριάκοντα αργύρια. Εκτός από τις οµοιότητες προς τα κανονικά κείµενα της Καινής ∆ιαθήκης υπάρχουν στο ευαγγέλιο του Ιούδα και κάποιες παρόµοιες εικόνες µε το βιβλίο της Γενέσεως. Ξεκινάµε την έρευνα µας µε τη δηµιουργία του ανθρώπου, ένα θέµα που απαντάται και στα δύο έργα.
Έτσι στο Γέννεσης παρουσιάζεται το θαυµαστό γεγονός της δηµιουργίας της κορωνίδας των πλασµάτων του Θεού, του ανθρώπου. Από την αγιογραφική διήγηση συνάγεται το τρυσιπόστατον του Θεού, το αυτεξούσιον του ανθρώπου και η δυνατότητα του να γίνει κατά χάριν θεός και η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω σε όλα τα δηµιουργήµατα. Στο ευαγγέλιο του Ιούδα παρουσιάζεται η δηµιουργία του ανθρώπου από τον κατώτερο Θεό Σάκλα, τότε ο Σάκλας είπε στους αγγέλους του, «Ας δηµιουργήσουµε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ οµοίωση. Ο Αδάµ και οι απόγονοι του θα ζήσουν πολλά χρόνια και στο απόκρυφο έργο, τότε ο (άρχοντας) είπε στον Αδάµ, Θα ζήσεις πολύ, µε τα παιδιά σου).
Παρακάτω στο Γέννεσης ο ιερός συγγραφέας παρουσιάζει το εµφύσηµα στον άνθρωπο της πνοής του Θεού, δηλαδή της ψυχής, η οποία και αποτελεί την κινητήριο δύναµη του σώµατος. Στο ευαγγέλιο του Ιούδα βλέπουµε τη διάκριση ψυχής και πνεύµατος, καθώς και την εκχώρηση πνευµάτων σε δύο οµάδες ανθρώπων, τους προορισµένους για την απώλεια και τους σεσωσµένους της αγίας γενεάς. Ο Ιησούς είπε, «Γι’ αυτόν το λόγο ο Θεός διέταξε τον Μιχαήλ να τους δώσει τα πνεύµατα των ανθρώπων σαν ένα δάνειο, έτσι ώστε θα µπορούσαν να προσφέρουν υπηρεσία, αλλά ο Μέγας Ένας διέταξε τον Γαβριήλ να παραχωρήσει πνεύµατα στη µεγάλη γενεά χωρίς επάνω της κανέναν άρχοντα – δηλαδή, το πνεύµα και την ψυχή.
Στο Γέννεσης, γίνεται λόγος για την άρδευση του παραδείσου από ένα ποταµό, ο οποίος πήγαζε από την Εδέµ. Ο ποταµός αυτός διεκλαδίζετο σε τέσσερις άλλους, το Φισών, το Γεών, ο Τίγρης και ο Ευφράτης. Στο ευαγγέλιο του Ιούδα διαβάζουµε χαρακτηριστικά αλλά αυτός έχει έρθει να ποτίσει τον παράδεισο του Θεού. Στη θέση του Άβελ, τον οποίο εφόνευσε ο Κάϊν, η Εύα γέννησε το Σηθ, ως φορέα της Μεσσιανικής υπόσχεσης περί της καταγωγής του Μεσσία. Για το λόγο αυτό και Σηθ σηµαίνει αντικατάσταση. Αντίστοιχα το απόκρυφο κείµενο αναφέρεται στην αγία και µεγάλη γενεά του Σηθ, αυτός έφτιαξε την αδιάφθορη (γενεά) του Σηθ.
Έπειτα στο Γέννεσης, αναφέρεται ο Νεµβρώ, βασιλιάς της Μεσοποταµίας, πιθανώς ιδρυτής της Βαβυλωνιακής δυναστείας, που ταυτίζεται µε τον εθνικό Βαβυλωνιακό ήρωα Γιλγαµές. Το πρόσωπο αυτό αναφέρεται και στο ευαγγέλιο του Ιούδα, το όνοµα του ήταν Νεµβρώ. Τέλος πρέπει να προσθέσουµε και µία τελευταία οµοιότητα του απόκρυφου ευαγγελίου µε τον προφήτη Ιεζεκιήλ. Στο χωρίο Ιεζεκιήλ, διαβάζουµε περί της αχαριστίας του Ισραήλ, την οποία επέδειξε µέσω της λατρείας των ειδώλων και της σαρκικής ακολασίας. Αντιστοίχως στο ευαγγέλιο του Ιούδα αναφέρεται σχετικά, θα πορνεύουν τότε στο όνοµα µου και θα σφάξουν τα παιδιά τους.
Κοινός τόπος των δύο κειµένων είναι το θέµα της πορνείας και ακολασίας στο όνοµα του Θεού.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Γενική Αξιολόγηση του Απόκρυφου Ευαγγελίου του Ιούδα στη Σύγχρονη Έρευνα
Το απόκρυφο ευαγγέλιο του Ιούδα προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις στον επιστηµονικό χώρο. Όντως αποτελεί ένα αρχαίο χειρόγραφο, το οποίο µας δίνει την ευκαιρία να εξετάσουµε την ιδιαίτερη εκείνη πτυχή του Γνωστικισµού που λέγεται Σηθιανισµός. Παρακάτω παρατίθενται διάφορες τοποθετήσεις ερευνητών που ασχολήθηκαν µε το εν λόγω έργο και ακολουθεί η προσωπική µου άποψη περί του θέµατος για να κλείσει η ανά χείρας εργασία µε τα συµπεράσµατα που µπορούµε να αποκοµίσουµε από τη συγκεκριµένη µελέτη. Θα ξεκινήσουµε την έκθεση των απόψεων εκείνων οι οποίοι συνέβαλαν στη µετάφραση και έκδοση του απόκρυφου κειµένου.
Για το Francois Gaudard το ευαγγέλιο του Ιούδα αποκαθιστά τον προδότη µαθητή ως εκλεκτό όργανο του Θεού και συγχρόνως ανατρέπει ένα από τα ισχυρότερα στερεότυπα του αντισηµιτισµού. Κατά τον Donald Senior το απόκρυφο αυτό έργο συναινεί στην αναγνώριση της ύπαρξης πρωτοχριστιανικών κειµένων στα οποία οι πρώτοι Χριστιανοί προσπαθούσαν να διατυπώσουν σύµφωνα µε το δικό τους τρόπο τα διδάγµατα του Ιησού. Η Amy-Jill Levine υποστηρίζει πως το ευαγγέλιο του Ιούδα δείχνει ότι οι πρώτοι Χριστιανοί δεν ένιωθαν δεσµευµένοι από τα κανονικά βιβλία της επίσηµης εκκλησίας. Οµοίως και ο Elaine Pagels λέει ότι η ανακάλυψη αυτή αποδεικνύει την ποικιλία των απόψεων του πρωτοχριστιανικού κινήµατος.
Ο Bart Ehrman υποστηρίζει πως το απόκρυφο αυτό έργο θα ανοίξει νέους ορίζοντες στην κατανόηση του Ιησού και του Χριστιανισµού και ο Γρέγκορ Βουρστ µιλώντας για το θέµα λέει πως είναι ευκαιρία να ανιχνεύσουµε µέσα από το κείµενο την ιστορία του σηθιανισµού πριν την εποχή του Ειρηναίου. Κατά τo Marvin Meyer το ευαγγέλιο του Ιούδα αποτελεί ένα εξαιρετικό µέσον για τη µελέτη των θρησκειών και των πολιτισµών. Μας δίνει πληροφορίες για την ιδιαίτερη γνωστική µερίδα των σηθιανών και µας ωθεί στην αξιολόγηση του ιστορικού ρόλου του Ιούδα του Ισκαριώτη. Για τον Craig A. Evans το εν λόγω έργο µπορεί να αντικατοπτρίζει πρώιµους προβληµατισµούς σχετικά µε τα κίνητρα που οδήγησαν τον Ιούδα στην προδοσία του Κυρίου.
Τέλος ο Stephen Emmel βλέπει στο έργο αυτό µια ακόµη ευκαιρία να διευρύνουµε τις γνώσεις µας για τους προγόνους µας, ώστε κατανοώντας το παρελθόν µας, να οργανώσουµε καλλίτερα το µέλλον µας. Από την άλλη πλευρά για τους Ορθόδοξους θεολόγος το ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα ακόµη γνωστικό έργο, το οποίο δεν έχει να προσφέρει τίποτα σε θέµατα πίστεως, παρά µόνο στα σχετικά µε την ιστορία της ιδιαίτερης αυτής οµάδας των Σηθιανών Γνωστικών. Έτσι για τον Χρ. Αραµπατζή, λέκτορα της θεολογικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης το έργο αυτό παρουσιάζει τον άνθρωπο, ο οποίος είναι ελεύθερος, εγκλωβισµένο και αναγκασµένο να αµαρτάνει, αφού ο Ιούδας καλείται να προχωρήσει στην ανίερη πράξη της προδοσίας.
Έπειτα από το «ευαγγέλιο» αυτό λείπει ο αναστάσιµος χαρακτήρας των κανονικών ευαγγελίων, σύµφωνα µε το θεολόγο ∆. Μησουρά. Κατά τον καθηγητή της θεολογικής σχολής Αθηνών Γ. Γαλίτη το απόκρυφο αυτό κείµενο είναι ένα Γνωστικό έργο, ξένο προς τα κανονικά βιβλία της Καινής Διαθήκης που τώρα το εξέδωσαν κάποιοι επιτήδειοι προκειµένου να κερδοσκοπήσουν. Άλλωστε πώς είναι δυνατόν ο Ιούδας να έγραψε ευαγγέλιο, αφού αυτοκτόνησε; αναρωτιέται ο µητροπολίτης Ιερισσού κ. Νικόδηµος. Τα ευαγγέλια γράφτηκαν µετά την ανάσταση του Κυρίου. Η προσωπική άποψη κυµαίνεται µεταξύ της θεολογίας ως ακαδηµαϊκή επιστήµη αφενός και της θεολογίας ως εµπειρία ζωής αφετέρου.
Βάσει των πορισµάτων που εξήχθησαν από την παρούσα εργασία πάνω στο απόκρυφο ευαγγέλιο του Ιούδα προκύπτει ότι το συγκεκριµένο έργο είναι ένα αρχαίο κείµενο, το οποίο οφείλουµε να σεβαστούµε διότι µας παρέχει σηµαντικές πληροφορίες για την ιδιαίτερη οµάδα των γνωστικών που ο χριστιανικός ερµηνευτής Ειρηναίος αποκαλεί Καϊνίτες. Αντλούµε λοιπόν στοιχεία σχετικά µε την κοσµολογία, αλλά και τη θεολογία της συγκεκριµένης αίρεσης. Από την άλλη πλευρά δεν υποστηρίζουµε καµία από τις θέσεις που αυτό το κείµενο προβάλλει, γιατί αυτό ανήκει στην επιστηµονική έρευνα που οφείλει να είναι ελεύθερη και αδέσµευτη.
Επανανακάλυψη
Στην πραγματικότητα δεν δόθηκε καμία δημοσιότητα στην εποχή της ανακάλυψης του χειρογράφου, καθώς κατά τα φαινόμενα υπήρξε προϊόν αρχαιοκαπηλείας. Στην δεκαετία του '70 χωρικοί ή αρχαιοκάπηλοι -ανάλογα με το ποια ερμηνεία προτιμά κανείς- ανακάλυψαν τον κώδικα σε πάπυρο, κοντά στην Ελ Μίνυα, στην Αίγυπτο. Η περιπέτεια του χειρογράφου ξεκινά προφανώς το 1978, όταν πωλείται σε Αιγύπτιο έμπορο αρχαιοτήτων αγνώστου ταυτότητας -μόνο το όνομα Χάννα είναι γνωστό- στο Κάιρο. Τον Μάιο του 1983, σύμφωνα με τις αναφορές του National Geographic γίνεται απόπειρα πώλησης του χειρογράφου σε ομάδα Αμερικανών επιστημόνων σε ένα ξενοδοχείο στη Γενεύη, της Ελβετίας.
Η αγοραπωλησία δεν ευδοκιμεί λόγω υψηλών οικονομικών απαιτήσεων και το επόμενο έτος θα αποτύχει και η προσπάθεια πώλησης του κώδικα στη Νέα Υόρκη. Ο πάπυρος ασφαλίζεται σε τραπεζική θυρίδα στο Χίκσβιλ της Νέας Υόρκης, όπου και παραμένει για 16 χρόνια, υφιστάμενος σημαντικές αλλοιώσεις εξαιτίας της αλλαγής κλίματος. Τον Απρίλιο του 2000 η μια άλλη έμπορος αρχαιοτήτων, η Φρίντα Νούσμπεργκερ-Tσάκος, αγοράζει τον κώδικα από τον Αιγύπτιο έμπορο αρχαιοτήτων. Τον ίδιο μήνα η Βιβλιοθήκη Σπάνιων Βιβλίων και Χειρογράφων Μπάινικι μέσω του Στήβεν Έμμελ του πανεπιστημίου Γέιλ -κατά παραγγελία του πανεπιστημίου Σάουθερν Μεθόδιστ- επιβεβαιώνει ότι ο κώδικας περιέχει το ευαγγέλιο του Ιούδα.
Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια πώλησης του χειρογράφου η Τσάκος μεταβιβάζει τον κώδικα στο ίδρυμα Maecenas Foundation for Ancient Art, στη Βασιλεία της Ελβετίας. Το ίδρυμα Μαικήνας απευθύνεται σε έναν ειδήμονα επί της κοπτικής γραμματείας, τον Ρούντολφ Κασσέρ, προκειμένου να αρχίσει η διαδικασία της μετάφρασης του κώδικα από την Κοπτική. Ο Κασσέρ με τη σειρά του ζήτησε τη βοήθεια της Ελβετίδας Φλοράνς Νταρμπρ και του Γκρέγκορ Βουρστ, ειδικού στην κοπτική γραμματεία, από το πανεπιστήμιο του Άουγκσμπουργκ στη Γερμανία, για την ανασύνθεση των 26 σελίδων του κώδικα, με τη βοήθεια ειδικού λογισμικού που αποδελτιώνει κείμενα, εντοπίζει τα κενά και επιχειρεί τον ανασυνδυασμό τους με το υπάρχον κείμενο.
Επιλέγοντας από τους προτεινόμενους συνδυασμούς του ηλεκτρονικού υπολογιστή εκείνους που συμφωνούσαν με τη φορά των ινών του παπύρου, οι Νταρμπρ, Βουρστ και Κασσέρ κατάφεραν να ανασυνθέσουν το μεγαλύτερο ποσοστό (80%) των κειμένων του χειρογράφου μετά από πέντε χρόνια προσπάθειας. Μισή σελίδα που είχε αποσπαστεί από το ευαγγέλιο ανακαλύφθηκε στη Νέα Υόρκη, φωτογραφίστηκε και εντάχθηκε στο μεταφραστικό πρόγραμμα.
Σε ό,τι αφορά στην χρονολόγησή του, η ραδιοχρονολόγηση του παπύρου από το πανεπιστήμιο της Αριζόνα τοποθέτησε το κείμενο μεταξύ του 220 και του 340 Κ.Ε. Η επιβεβαίωση της τιμής που έδωσε η ραδιοχρονολόγηση έγινε μέσω της ανάλυσης της μελάνης, η οποία σύμφωνα με την McCrone Associates Inc., στο Σικάγο, φαίνεται να περιέχει συστατικά που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή μελάνης κατά τον 3ο και 4ο αιώνα Κ.Ε. Τον Απρίλιο του 2006 ο κώδικας παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ενώπιον του κοινού στα κεντρικά γραφεία της National Geographic Society, στην Ουάσιγκτον.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ: ΜΕΡΟΣ Α'
Η Σύλληψη του Ιησού
Το Όρος των Ελαιών βρίσκεται ανατολικά της Ιερουσαλήμ και σε πολύ μικρή απόσταση από την πόλη. Η απορία και η σύγχυση που πρέπει να προκάλεσαν στους μαθητές τα λόγια του Ιησού στο δείπνο γι’ αυτό που θα επακολουθούσε συνεχίζονται και εντείνονται ακόμη περισσότερο, όταν ο Ιησούς τούς προαναγγέλλει με μία φράση παρμένη από τον προφήτη Ζαχαρία ότι όλα θα συμβούν την ίδια εκείνη νύχτα. «Πάντες ὑμεῖς σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοὶ (για μένα) ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ, γέγραπται γάρ· πατάξω τὸν ποιμένα, καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης· μετὰ δὲ τὸ ἐγερθῆναί με προάξω ὑμᾶς (θα προηγηθώ υμών και θα συναντηθούμε) εἰς τὴν Γαλιλαίαν».
Ο Πέτρος αμέσως αντιδρά· «ακόμα κι όλοι να σκανδαλισθούν, εγώ δεν πρόκειται να σε απαρνηθώ»· μεγάλα λόγια. Ο Ιησούς τού προαναγγέλλει ότι μέχρι το ξημέρωμα την ίδια εκείνη νύχτα «πρὶν ἢ δὶς ἀλέκτορα φωνῆσαι τρίς ἀπαρνήσῃ με». Τα ίδια όμως επαναλαμβάνουν και οι υπόλοιποι μαθητές. Η πρόρρηση της Αναστάσεως δεν φαίνεται εκείνη τη στιγμή να εντυπωσιάζει τους μαθητές, το αντίθετο μάλιστα· μερικοί είναι και οπλισμένοι με ξίφη έτοιμοι και να αμυνθούν, αν συμβεί οτιδήποτε. «Κύριε, ἰδοὺ μάχαιραι ὧδε δύο». «Φτάνει πια!», τους αποστομώνει ο Ιησούς, καθώς συνεχίζουν το δρόμο τους προς την τοποθεσία Γεθσημανή· «αρκετά είπατε», «ἱκανόν ἐστιν».
Η Γεθσημανή (Gat-shémem, ελαιοτριβείο) φαίνεται ότι ήταν συνήθης τόπος συγκεντρώσεως του Ιησού με τους μαθητές Του. «Ἦν δὲ τὰς ἡμέρας ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων, τὰς δὲ νύκτας ἐξερχόμενος ηὐλίζετο εἰς τὸ ὄρος τὸ καλούμενον Ἐλαιῶν». Αυτό ακριβώς το ήξερε και ο Ιούδας. Γνώριζε πού ακριβώς μπορούν να βρουν τον Ιησού μέσα στη νύχτα απομονωμένο από το πλήθος, που ήταν εμπόδιο για τη σύλληψη. «ᾝδει (γνώριζε) δὲ καὶ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν τὸν τόπον, ὅτι πολλάκις συνήχθη Ἰησοῦς ἐκεῖ μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ». Στη Γεθσημανή ο Ιησούς απομονώνεται από τους μαθητές και προσευχόμενος με αγωνία ετοιμάζεται για το μαρτύριο που ξέρει ήδη ότι Τον περιμένει.
«Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστιν, παρελθάτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω ἀλλ’ ὡς σύ». «Καὶ ἐγένετο ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν». Για πρώτη φορά ο Ιησούς βρίσκεται σε τόσο δυσχερή θέση. Ακόμη και οι μαθητές Του, αντί να συμπαρίστανται προσευχόμενοι, κοιμούνται σχεδόν αμέριμνοι. Την ύστατη στιγμή είναι εντελώς μόνος. Σε λίγο καταφθάνουν οπλισμένοι οι εγκάθετοι του Μεγάλου Συνεδρίου καθοδηγούμενοι από τον Ιούδα, για να συλλάβουν τον Ιησού. Ο Ιωάννης αναφέρει ότι στη σύλληψη συμμετείχε και η Σπείρα,18 η μόνιμη ρωμαϊκή φρουρά της Ιερουσαλήμ.
Η ειρωνεία είναι ότι ο Ιούδας υπέδειξε τον Ιησού με τον καθιερωμένο στον Ιουδαϊσμό της εποχής χαιρετισμό των μαθητών προς τους διδασκάλους· «ῥαββί»! τον προσφώνησε, «καὶ κατεφίλησεν αὐτόν». Οι μαθητές εκείνη τη στιγμή είναι έτοιμοι να επιτεθούν· «Κύριε, εἰ πατάξομεν ἐν μαχαίρῃ»; Ο Πέτρος, μάλιστα, δεν περίμενε καν απάντηση και επιτέθηκε με το ξίφος του κατά του δούλου του αρχιερέως. Εκείνος όμως πρόλαβε και με μια ενστικτώδη κίνηση απέφυγε το άμεσο χτύπημα στο κεφάλι και το ξίφος του Πέτρου βρήκε ευτυχώς μόνο το αυτί. Οι μαθητές είχαν καταλάβει απελπιστικά πολύ λίγα από όσα είχαν ακούσει εκείνο το βράδυ από τον Ιησού.
Ο Ιησούς Ενώπιον του Συνεδρίου
Ο Ιησούς οδηγείται στον αρχιερέα ή μάλλον πρώτα στον Άννα, τον πεθερό του αρχιερέα, όπως παραδίδει ο Ιωάννης, και μετά στον ίδιο τον Καϊάφα. Αυτό είναι και το πιο πιθανό, καθώς ο Άννας, μολονότι πρώην αρχιερεύς από το 6 έως το 15, εξακολουθούσε πάντα να ασκεί μεγάλη επιρροή στο Συνέδριο. Στην ουσία αυτός κινούσε τα νήματα μέχρι το θάνατό του το 35 μ.Χ. Ο Άννας (ή Άννανος κατά τον Ιώσηπο) ανήκε στο κόμμα των Σαδδουκαίων και είχε διορισθεί από τον Λεγάτο (Legatus) τῆς Συρίας Κυρήνιο (Quirinius, 6 - 11 μ.Χ.) ακριβώς για τα φιλορωμαϊκά του αισθήματα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που και οι πέντε γιοι του χρημάτισαν όλοι αρχιερείς.
Ο Πέτρος, που μόλις πριν από λίγο ήταν έτοιμος να τα βάλει ακόμη και με τη Σπείρα, για να προστατεύσει τον Ιησού, τώρα ακολουθούσε αμήχανος εκεί όπου οδηγούσαν τον Ιησού, αλλά εντελώς αποθαρρυμένος. Μόλις τον υποπτεύθηκαν οι υπηρέτες του αρχιερέως από τη Γαλιλαϊκή προφορά του ότι είναι άνθρωπος του Ιησού, εκείνος αρνήθηκε επανειλημμένα ακόμα και μπροστά στη δούλη του αρχιερέως. «Οὐκ οἶδα αὐτόν (ούτε που τον ξέρω), γύναι». Αρνήθηκε ακόμα και όταν αναγνωρίσθηκε από ένα συγγενή του δούλου που λίγο έλειψε να σκοτώσει. «Καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησεν». Ο Πέτρος θυμήθηκε τα λόγια του Χριστού και «ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσεν πικρῶς».
Μέσα στο σπίτι του Καϊάφα αρχίζει η δίκη του Ιησού. Όμως, είναι δύσκολο να φαντασθούμε να συνεδριάζει το Μεγάλο Συνέδριο μέσα στη νύχτα στο παλάτι του Καϊάφα πόσο μάλλον αν αυτή ήταν η νύχτα του Πάσχα. Η δίκη πρέπει να έγινε το πρωί, όπως ακριβώς περιγράφει τα γεγονότα ο Λουκάς. Η βραδινή διαδικασία πρέπει να ήταν απλώς μια προκαταρκτική εξέταση, στην οποία οι υπόλοιποι Ευαγγελιστές έχουν εντάξει στιγμιότυπα από την πρωινή δίκη. Η συνήθης ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Συνεδρίου περιγράφεται αναλυτικά στην πραγματεία Sanhedrín της Mishná.
Οι θανατικές ποινές έπρεπε να εκδίδονται μόνον κατά τη διάρκεια της ημέρας, όχι νύχτα και ούτε αυθημερόν, αλλά την επομένη της δίκης (Sanhedrin). Επιπλέον σε ημέρα εορτής «καμιά δικαστική απόφαση δεν πρέπει να εκδίδεται» (Tosefta, Yoma). Το ερώτημα είναι βεβαίως αν οι κανονισμοί αυτοί ίσχυαν ήδη από την εποχή του Χριστού ή μήπως τελικά επρόκειτο για μια παρωδία δίκης. Το κεντρικό ερώτημα της δίκης ήταν «Σὺ εἶ ὁ χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ;» ἢ «τοῦ Θεοῦ». Στα χείλη του αρχιερέως η φράση αυτή ισοδυναμεί με το ερώτημα αν ο Ιησούς αξιώνει για τον εαυτό του τον τίτλο του «Χριστού», του κεχρισμένου δηλαδή βασιλέως του Ισραήλ, του φορέα των εθνικών προσδοκιών του Ιουδαϊσμού.
Στο βασιλικό Ψαλμό η άκρως τιμητική φράση «υἱός μου εἶ σύ· ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε», το περιεχόμενο της οποίας είναι καθαρά Μεσσιανικό, απευθύνεται στον εκάστοτε βασιλέα του Ισραήλ κατά τη στιγμή που ανεβαίνει στο θρόνο και χρίεται βασιλεύς. Η απάντηση του Ιησού, είτε ευθέως (Μάρκος) είτε πλαγίως (Ματθαίος - Λουκάς), είναι καταφατική: «ἐγώ εἰμί». Τότε ο αρχιερεύς «διέρρηξεν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων· ἐβλασφήμησεν», δεν χρειαζόμαστε πια ούτε μάρτυρες. Η προειλημμένη απόφαση που επεδίωκε ο Καϊάφας αποδείχθηκε τελικά πολύ εύκολη υπόθεση, «ἔνοχος θανάτου ἐστίν».
Η «διάρρηξη των ιματίων» του αρχιερέως δεν ήταν απλώς μια αυθόρμητη πράξη· ήταν υποχρεωτική για αρχιερέα τελετουργική αντίδραση στο άκουσμα βλασφημίας (Mishná, Sanhedrín).
Ο Ιησούς Ενώπιον του Πιλάτου
Σύμφωνα με το Λευιτικό η περίπτωση βλασφημίας ετιμωρείτο με θάνατο διά λιθοβιλισμού. Τέτοιο δικαίωμα όμως στη Ρωμαιοκρατούμενη Ιουδαία δεν είχε το Συνέδριο. Αν μια απόφαση επέσυρε την ποινή του θανάτου, τότε αρμόδιος για την εκτέλεση της ποινής ήταν μόνον ο Ρωμαίος επίτροπος. Μόνον αυτός είχε το ius gladii (το δικαίωμα χρήσεως του ξίφους). «Ἡμῖν οὐκ ἔξεστιν ἀποκτεῖναι οὐδένα», είπαν οι Ιουδαίοι στον Πιλάτο. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ο Ιησούς οδηγήθηκε στον Πιλάτο. Σε όλες τις μεγάλες προσκυνηματικές εορτές λόγω της μεγάλης κοσμοσυρροής στην Ιερουσαλήμ οι Ρωμαίοι λάμβαναν ειδικά μέτρα για την πρόκληση ταραχών ή εξεγέρσεων.
Έτσι, ο Πιλάτος, για να ελέγχει καλύτερα την κατάσταση κατά την περίοδο του Πάσχα, είχε μεταφέρει προσωρινά την έδρα του από την Καισάρεια στην Ιερουσαλήμ. Το «πραιτώριο» ή διοικητήριο στο οποίο διέμενε ο Πιλάτος κάθε φορά που ερχόταν στην Ιερουσαλήμ θα ήταν προφανώς το ανάκτορο του Ηρώδη του Μεγάλου στη δυτική μεριά της πόλεως. Εκεί πρέπει να οδήγησαν και τον Ιησού. Η ανάκριση στην οποία ο Πιλάτος υπέβαλε τον Ιησού υπήρξε σύντομη και δεν τον έπεισε καθόλου για την ενοχή του Ιησού. Ακόμη κι όταν του απηύθυνε το ερώτημα «σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;» η απάντηση «σὺ λέγεις» ή «ἀπὸ σεαυτοῦ σὺ τοῦτο λέγεις ἢ ἄλλοι εἶπόν σοι περὶ ἐμοῦ».
Συνοδευόμενη από φράσεις όπως «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», δεν έπεισε τον Πιλάτο ότι έχει να κάνει με τον αρχηγό των επαναστατών, όπως στην ουσία είχαν ισχυρισθεί τα μέλη του Συνεδρίου. Όταν, μάλιστα, πληροφορήθηκε ότι είναι Γαλιλαίος, βρήκε την ευκαιρία να αποσείσει από πάνω του το βάρος και την ευθύνη να απογοητεύσει την Ιουδαϊκή ηγεσία και παρέπεμψε τον Ιησού στον Ηρώδη τον Αντίπα, ο οποίος ως Ιουδαίος το θρήσκευμα είχε έλθει και αυτός στην Ιερουσαλήμ για το Πάσχα περιστοιχιζόμενος από τη φρουρά του. Η Γαλιλαία, όπως είπαμε στην αρχή, υπήγετο στην εξουσία του Αντίπα και επομένως ήταν εκτός της Ρωμαϊκής επικράτειας του Πιλάτου.
Ο Ηρώδης, που είχε ακουστά για τον Ιησού και ήθελε να τον γνωρίσει από κοντά, αντιμετώπισε τον Ιησού ως κάποιον μάλλον αξιοπερίεργο τύπο, που πραγματοποιεί απίθανα πράγματα. Ήλπιζε να τον δει να κάνει εκεί μπροστά του κάποιο από τα «νούμερά» Του, ένα «θαύμα» Του, ας πούμε, για να δει τι μπορούσε να κάνει. Του απηύθυνε και πολλές ερωτήσεις, αλλά ο Ιησούς δεν απαντούσε καθόλου. Έτσι, ο Αντίπας προφανώς θυμωμένος τον έστειλε πίσω στον Πιλάτο ντυμένο με μια «λαμπρή εσθήτα» αντιμετωπίζοντάς Τον μάλλον σαν αποτυχημένο κλόουν - βασιλιά παρά ως σοβαρό πρόσωπο με πραγματική ενοχή. Ο κόσμος, στο μεταξύ, είχε και αυτός μεταστραφεί εναντίον του Ιησού.
Ο υποτιθέμενος Μεσσίας είχε γίνει ρεζίλι και τελικά οι «αρχιερείς» δικαιώνονται. Έτσι, όταν ο Πιλάτος τούς πρότεινε να διαλέξουν ποιον από τους δύο να απολύσει κατά το έθιμο των εορτών, τον Βαραββά ή τον Ιησού, εκείνοι επείσθησαν εύκολα από τους «αρχιερείς» να διαλέξουν τον Βαραββά. Τουλάχιστον αυτός ήταν πραγματικός αντιρωμαίος «στασιαστής» μετά φόνου. Ως «ληστή» τον περιγράφει ο Ιωάννης, αλλά τον ίδιο όρο χρησιμοποιεί αργότερα και ο Ιώσηπος για τους Ιουδαίους επαναστάτες κατά των Ρωμαίων.
Ο Πιλάτος μπορεί να «ένιψε τας χείρας του» μπροστά στον όχλο «λέγων ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τούτου», αλλά υπέκυψε τελικά στις πιέσεις, οι οποίες έφθασαν μέχρι του σημείου να γίνουν και απειλές· «ἐὰν τοῦτον (τον Βαραββά) ἀπολύσῃς, οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος· πᾶς ὁ βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι».
Η Σταύρωση
Ο Πιλάτος διέταξε τη Ρωμαϊκή φρουρά να πάρει τον Ιησού και να τον σταυρώσει. Αυτή ήταν η ποινή που προέβλεπε το Ρωμαϊκό δίκαιο για τους δούλους, τους ληστές, τους στασιαστές και γενικά για τους μη Ρωμαίους πολίτες. Οι στρατιώτες παρέλαβαν τον Ιησού και αφού Τον χλεύασαν ντύνοντάς Τον με κόκκινη χλαμύδα και μ’ ένα ακάνθινο στεφάνι για στέμμα, Τον οδήγησαν πρώτα στη μαστίγωση. Το «βασιλικό» ακάνθινο στεφάνι δεν αποκλείεται να τους θύμιζε και τις ακτίνες του Sol invictus, του ήλιου του ανίκητου, δηλ. του Μίθρα, που ήταν ο αγαπημένος Θεός των Ρωμαϊκών στρατευμάτων.
Η εκτέλεση της ποινής άρχισε πάντοτε με άγρια μαστίγωση με το flagellum (φραγγέλιο), ένα ειδικό μαστίγιο ενισχυμένο με μεταλλικές αιχμές, για να ξεσχίζει τις σάρκες. Κατόπιν ο κατάδικος ήταν υποχρεωμένος να μεταφέρει ο ίδιος στους ώμους του το patibulum, το οριζόντιο ξύλο του σταυρού, όχι ολόκληρο το σταυρό. Ο τυχαία περαστικός Σίμων ο Κυρηναίος υποχρεώθηκε να βοηθήσει τον ήδη εξουθενωμένο Ιησού μετά την ανελέητη μαστίγωση. Ο κάθετος πάσσαλος του σταυρού δεν ήταν φορητός, αλλά μόνιμα μπηγμένος στο έδαφος στον τόπο των εκτελέσεων. Το patibulum ετοποθετείτο σε ειδική εσοχή επί του κάθετου ξύλου είτε σε σχήμα σταυρού crux immissa (σταυρός ένθετος) προς αυτό είτε σε σχήμα Τ crux commissa (σταυρός επιπρόσθετος).
Τα άκρα του καταδίκου δένονταν ή προσηλώνονταν στο σταυρό. Ένα μικρό ξύλο, κάτι σαν υποτυπώδες «στασίδι», στήριζε κάπως το σώμα του καταδίκου περίπου στη μέση του σταυρού. Ο Γολγοθάς ως μόνιμος τόπος εκτελέσεων θα ήταν ασφαλώς εκτός της πόλεως· «διὸ καὶ Ἰησοῦς, ἔξω τῆς πύλης ἔπαθεν». Η λέξη gulgultá στα Αραμαϊκά, gulgóleth στα Εβραϊκά σημαίνει «κρανίο», προφανώς από το σχήμα του τόπου. Ο «Εσμυρνισμένος οίνος», που έδωσαν οι στρατιώτες στον Ιησού, ήταν κρασί με αρωματική ρητίνη από «σμύρνα» (βαλσαμόδενδρο) και αποσκοπούσε στο να απαλύνει κάπως τον πόνο των καταδίκων.
Το «όξος» πρέπει να ήταν η posca, ένα ευρύτατα διαδεδομένο λαϊκό ποτό από ξύδι αραιωμένο με νερό και μυρωδικά, με το οποίο έκοβαν οι στρατιώτες τη δίψα τους. Και οι τέσσερις Ευαγγελιστές συμπεριλαμβάνουν τη λεπτομέρεια του διαμερισμού των ενδυμάτων του Ιησού, «διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον». Οι στρατιώτες που λάμβαναν μέρος στην εκτέλεση ενός καταδίκου εδικαιούντο εθιμικά να μοιρασθούν και τα πράγματά του. Η εξευτελιστική επιγραφή «βασιλεύς των Ιουδαίων» πάνω στο σταυρό ήταν κι αυτή μέρος της ποινής. Ο Σουετώνιος γράφει ότι κρεμούσαν στο λαιμό των καταδίκων, καθώς όδευαν προς εκτέλεση, μια επιγραφή που πληροφορούσε για το αδίκημά τους.
Η ειρωνεία επίσης είναι ότι ο Ιησούς έτυχε να σταυρωθεί μεταξύ δύο «ληστών». Αν λάβουμε υπ’ όψιν τη χρήση του όρου στον Ιώσηπο, οι ληστές είναι πολύ πιθανό να ήταν και αυτοί επαναστάτες όπως ο Βαραββάς. Ο Ματθαίος και ο Μάρκος παραθέτουν ως ύστατη κραυγή του Ιησού τα λόγια του «Θεέ μου, θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες». Η φράση όμως παρατίθεται στα Αραμαϊκά και όχι στα Εβραϊκά, εκτός από την τυποποιημένη, ως φαίνεται, επίκληση του Θείου ονόματος: «Ἠλί, Ἠλί (Εβρ.), λεμά σαβαχθανί (Αραμ.)». Δεν πρόκειται όμως για κραυγή απελπισίας, αλλά για ταύτιση του Ιησού προς τον πάσχοντα δίκαιο του ψαλμού, ο οποίος στο τέλος ξέρει ότι θα δικαιωθεί.
«ὅτι οὐκ, ἀπέστρεψεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀπ’ ἐμοῦ (ο Κύριος), καὶ ἐν τῷ κεκραγέναι με πρὸς αὐτὸν εἰσήκουσέν μου». Ολόκληρη η διήγηση της Σταυρώσεως, ιδιαίτερα στον Ματθαίο, συσχετίζεται και φωτίζεται από τον Ψαλμό 21. Ακόμα και η κραυγή «τετέλεσται» του Ιωάννη πρέπει να εκληφθεί με την έννοια ότι όλα τελείωσαν σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού εν είδει θριάμβου. Ο περιορισμένος χώρος ενός σημειώματος σαν αυτό δεν μας επιτρέπει να επεκταθούμε σε όλες τις λεπτομέρειες που αναφέρουν τα Ευαγγέλια, όσο σημαντικές κι αν είναι. Αναγκαστικά περιοριζόμαστε επιλεκτικά σε μερικά μόνον από τα σημεία που θα προβληματίσουν τον αναγνώστη.
Σύμφωνα με το Δευτερονόμιο δεν επιτρεπόταν να παραμείνει άταφο το νεκρό σώμα των καταδίκων κατά τη διάρκεια της νύχτας. Έπρεπε να ταφούν πριν νυχτώσει. Έτσι, από φόβο μήπως κάποιος από τους σταυρωμένους πεθάνει κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι Ρωμαίοι επέτρεπαν να εφαρμοσθεί το curifragium, η θραύση των σκελών των καταδίκων με βαριά εργαλεία, για να επισπευσθεί ο θάνατος. Αυτό, όσο κι αν φαίνεται βάρβαρο και σκληρό, στην ουσία ήταν επιθυμητό, γιατί ο θάνατος επί του σταυρού ήταν πολύ αργός και πολύ επίπονος. Το μαρτύριο μπορούσε να παρατείνεται επί μέρες. Εν τούτοις ο Ιησούς ήταν ήδη νεκρός και οι στρατιώτες «οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη».
Αυτό το νόημα είχε άλλωστε και η πράξη του στρατιώτη να τρυπήσει την πλευρά του Ιησού με τη λόγχη, να διαπιστώσει το θάνατό Του. Το γεγονός αυτό όμως δεν είναι μια απλή λεπτομέρεια για τον Ιωάννη. Δείχνει ότι ο Χριστός είναι ακριβώς ο Πασχάλιος αμνός, για τον οποίο οι προδιαγραφές της θυσίας προέβλεπαν «ὀστοῦν οὐ συντριβήσεται αὐτοῦ». Και μάλιστα, επιμένει ο Ιωάννης, «ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκεν, καὶ ἀληθινὴ αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία, καὶ ἐκεῖνος οἶδεν ὅτι ἀληθῆ λέγει» ότι από την πλευρά «ἐξῆλθεν εὐθὺς αἷμα καὶ ὕδωρ». Από νεκρό σώμα, ως γνωστόν, δεν εξέρχεται ούτε αίμα ούτε ύδωρ, γι’ αυτό και επιμένει ο Ιωάννης με τόση έμφαση. Η νύξη της πλευράς παραπέμπει ευθέως στην τελετουργική σφαγή του Πασχάλιου αμνού στο ναό.
Η σφαγή γινόταν με ειδικό τρύπημα κατ’ ευθείαν στην καρδιά του ζώου από τον ιερέα. Το αίμα έπρεπε να αφεθεί να τρέξει μέχρι πλήρους αποστραγγίσεως και στη συνέχεια να ραντισθεί με αυτό το θυσιαστήριο (Mishná, Tamid). Αυτό ακριβώς θέλει να αναδείξει και ο Ιωάννης, ότι ο Χριστός είναι ο Πασχάλιος αμνός που θυσιάζεται ακριβώς στις 14 Νισάν, την ημέρα της θυσίας των αμνών του Πάσχα. Συνήθως η αναφορά αυτή του Ιωάννη στο «αίμα και ύδωρ» ερμηνεύεται ως συμβολισμός για το βάπτισμα και τη Θεία Ευχαριστία ή ως απάντηση σε «δοτικές» τάσεις ορισμένων, που διατείνονταν ότι ο Χριστός σταυρώθηκε «κατά δόκησιν», δηλ. φαινομενικά, καθώς τα «θεία όντα» ούτε παθαίνουν τίποτα ούτε πεθαίνουν.
Εν τούτοις ο συμβολισμός, αν υπάρχει, δεν αποκλείει και το γεγονός να είναι πραγματικό. Εάν η λόγχη του στρατιώτη έφθασε μέχρι την καρδιά, τότε το αίμα μπορεί να προήλθε είτε από το δεξιό καρδιακό κόλπο είτε από τη δεξιά κοιλία, όπου το αίμα δεν πήζει αμέσως στον προσφάτως θανόντα, είτε από συλλογή αιμορραγικού υγρού στο περικάρδιο (αιμοπερικάρδιο). Το «ὕδωρ» δεν μπορεί παρά να ήταν ορώδες πλευριτικό και περικαρδιακό υγρό. Σε περιπτώσεις, μάλιστα, ελαττώσεως του όγκου του αίματος (π.χ. λόγω αιμορραγίας ή αφυδατώσεως) και επικειμένης οξείας καρδιακής ανεπάρκειας παράγεται ορώδες υγρό στον υπεζωκότα και στο περικάρδιο προερχόμενο από τα αγγεία.
Το «αἵμα καὶ τὸ ὕδωρ» θα μπορούσε όμως να είναι και αιμορραγικό πλευριτικό υγρό, η ανάπτυξη του οποίου είχε ήδη προκληθεί από την αδυσώπητη μαστίγωση που είχε προηγηθεί της Σταυρώσεως, μέσα στο θωρακικό κλωβό μεταξύ των δύο υμένων του υπεζωκότος (του υμένος που επικαλύπτει τις πλευρές και αυτού που επικαλύπτει τους πνεύμονες). Η λόγχη δεν είναι απαραίτητο να έφθασε στην καρδιά. Κακώσεις των πλευρών είναι δυνατόν να προκαλέσουν συλλογή αιμορραγικού υγρού στο χώρο μεταξύ των πλευρών και του πνεύμονα. Το λιμνάζον αυτό αιμορραγικό υγρό καθιζάνει και σχηματίζει δύο στρώματα, το χαμηλότερο των οποίων είναι βαθυέρυθρο (ιδίως στους νεκρούς).
Ενώ το υψηλότερο είναι διαυγές και αχυρόχρουν. Ένα τέτοιο υγρό εξερχόμενο από την οπή του λογχισμού μπορεί να δικαιώσει την περιγραφή «αἷμα καὶ ὕδωρ». Η λόγχη προφανώς τρύπησε το κατώτερο στρώμα, γι’ αυτό εξήλθε πρώτα το βαθυέρυθρο υγρό (το «αἷμα») και μετά το ωχρό αχυρόχρουν «ὕδωρ», διαφορετικά δεν θα εξήρχετο παρά μόνον το «ὕδωρ» (το ανώτερο στρώμα).
Η Ταφή του Ιησού
Πριν δύσει ο ήλιος παρουσιάσθηκε στον Πιλάτο ο Ιωσήφ από την Αριμαθέα, τη σημερινή Ραμάλλα στη λεγόμενη Δυτική Όχθη, και ζήτησε να πάρει το σώμα του Ιησού τουλάχιστον για μια αξιοπρεπή ταφή. Ο Πιλάτος δικαίως απόρησε που ο Ιησούς είχε πεθάνει τόσο γρήγορα και ζήτησε επιβεβαίωση από τον εκατόνταρχο. Ο Ιωσήφ, «εὐσχήμων βουλευτής», λέγει ο Μάρκος, δηλ. διαπρεπές μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου, αλλά κρυφός μαθητής του Ιησού, μαζί με τον Νικόδημο, όπως αναφέρει ο Ιωάννης, ο οποίος ήταν και αυτός μέλος του Συνεδρίου, είχαν την τόλμη και το θάρρος να βγουν μπροστά στην κορυφαία στιγμή του δράματος και να αναλάβουν αυτοί την Ταφή του Ιησού.
Ο Ματθαίος και ο Ιωάννης αποσιωπούν το γεγονός ότι ο Ιωσήφ ήταν κρυφός έστω μαθητής, ίσως για να μη χρεωθεί η καταδίκη του Ιησού και σε άλλους μαθητές του Ιησού πλην του Ιούδα. Δεν μπορούμε βεβαίως να ξέρουμε αν ο Ιωσήφ ή ο Νικόδημος συμμετείχαν ή όχι στη δίκη του Ιησού. Ο τάφος, όπως περιγράφεται, ήταν λαξευτός και έκλεινε με τη βοήθεια ενός κυκλικού λίθου. Ένας τέτοιος ακριβός τάφος θα ταίριαζε περισσότερο σ’ έναν πλούσιο και βουλευτή όπως ο Ιωσήφ παρά στην οικογένεια του Ιησού· θα μπορούσε να ήταν δικός του. Τέτοιοι τάφοι υπάρχουν ακόμα έξω από την παλαιά πόλη της Ιερουσαλήμ.
Η Ανάσταση
Σε κανένα Ευαγγέλιο δεν υπάρχει «περιγραφή» της Αναστάσεως αυτής καθ’ εαυτήν, αλλά μόνον η αναγγελία και η διαπίστωση του κενού μνημείου και φυσικά οι μετέπειτα εμφανίσεις του Αναστάντος. Όταν οι γυναίκες «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων», δηλ. την πρώτη ημέρα της εβδομάδας μετά το Σάββατο, ξεκίνησαν με αρώματα για το μνήμα ελπίζοντας να βρεθεί κάποιος που να τις βοηθήσει να κυλήσουν το μεγάλο λίθο του μνημείου, «εὗρον τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου» και τον Άγγελο να τους υποδεικνύει ότι ο τάφος είναι κενός· «οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλὰ ἠγέρθη». Στον Ματθαίο, ο οποίος κάνει λόγο για φρουρά στον τάφο, η σκηνή συνοδεύεται από σεισμό, όπως και τη στιγμή του θανάτου του Ιησού, σημείο Θεοφανίας στην Παλαιά Διαθήκη.
Οι στρατιώτες είναι μεν και αυτοί μάρτυρες του κενού μνημείου, αλλά εντελώς ανεπιγνώστως· «ἐγενήθησαν ὡς νεκροί». Είναι απλώς οι ηττημένοι. Η περιγραφή του Ιωάννη είναι η πιο απλή· η Μαρία η Μαγδαληνή βλέπει το μνημείο κενό και τρέχει να ειδοποιήσει τους Αποστόλους ότι «ἦραν τὸν κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν». Ο πληθυντικός «οὐκ οἴδαμεν» εν τούτοις σημαίνει ότι δεν ήταν μόνη. Εδώ τελειώνει η αφήγηση των Ευαγγελιστών για τα γεγονότα του Πάθους και της Αναστάσεως του Ιησού. Παρ’ όλες τις μεγάλες διαφορές ως προς το περιεχόμενο μεταξύ του Ευαγγελίου του Ιωάννη και των τριών άλλων Ευαγγελιστών γενικώς, όσον αφορά στο Πάθος και την Ανάσταση οι διηγήσεις συγκλίνουν, με εξαίρεση την ημερομηνία του Πάσχα.
Αυτό οφείλεται στο ότι η διήγηση του Πάθους και της Αναστάσεως υπήρξε το κεντρικό στοιχείο της κατηχήσεως της πρώτης Εκκλησίας. Κατά τη διατύπωση του Παύλου, «εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα καὶ τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν». Έτσι, από πολύ νωρίς η διήγηση απέκτησε ενιαίο χαρακτήρα δομής, ο οποίος όμως επιτρέπει στους Ευαγγελιστές να εντάξουν και τις δικές τους λεπτομέρειες προσθαφαιρώντας υλικό ανάλογα με το τι ο καθένας τους θεωρεί ουσιώδες.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
ΓΕΝΙΚΑ
Το 1970 στην περιοχή Αλ Μίνια της Άνω Αιγύπτου ανακαλύφθηκε, κατά την έρευνα ενός τάφου, ένα χειρόγραφο εξήντα έξι σελίδων γραµµένο σε Κοπτική µετάφραση. Το χειρόγραφο αυτό, που ονοµάζεται Codex Tchacos, περιλαµβάνει τέσσερις πραγµατείες:
1. Μια απόδοση της επιστολής του Πέτρου στον Φίλιππο.
2. Ένα κείµενο µε τον τίτλο «Ιάκωβος».
3. Το ευαγγέλιο του Ιούδα.
4. Ένα κείµενο που τιτλοφορείται προσωρινά βιβλίο του Αλλογενούς (:του ξένου).
Η ιστορία του έργου αυτού δείχνει την ανευθυνότητα που κατέχει ορισµένους ανθρώπους οι οποίοι προκειµένου να κερδίσουν χρήµατα καταστρέφουν την ιστορία. Όντως από την ανακάλυψη του έως το 2001, όταν πλέον άρχισαν οι εργασίες για την ανάγνωση και συντήρηση του από το ίδρυµα Maecenas Faundation for Ancient Art, πέρασε από ένα κύκλο µεγάλων αλλοιώσεων, έτσι το προς εξέταση έργο µας, το ευαγγέλιο του Ιούδα, παρουσιάζει αρκετά κενά, αφού πολλά τµήµατα του χειρογράφου καταστράφηκαν. Το 1978 ο κώδικας πωλείται σ’ έναν Αιγύπτιο έµπορο αρχαιοτήτων στο Κάιρο, ο οποίος το Μάιο του 1983 προσπαθεί να πουλήσει τον κώδικα σε µια οµάδα Αµερικανών επιστηµόνων, στο δωµάτιο ενός ξενοδοχείου της Γενεύης, στην Ελβετία.
Η τιµή που ζητά είναι υπέρογκη. Έτσι το Μάρτιο του 1984 τον τοποθετεί σε µια τραπεζική θυρίδα στο Χίκσβιλ της Νέας Υόρκης, όπου και παραµένει για 16 χρόνια. Τον Απρίλιο του 2000 η έµπορος αρχαιοτήτων Frieda Tchacos, που έχει έδρα τη Ζυρίχη, αγοράζει τον κώδικα από τον Αιγύπτιο έµπορο αρχαιοτήτων και τον ίδιο µήνα η Βιβλιοθήκη Σπάνιων Βιβλίων και Χειρογράφων Μπάινικι του Πανεπιστηµίου Γέιλ επιβεβαιώνει ότι ο κώδικας περιέχει το ευαγγέλιο του Ιούδα, αλλά αποφασίζει να µην τον αγοράσει. Το Σεπτέµβριο του 2000 η Τσάκος προβαίνει στην πώληση του κώδικα στον Bruce Ferrini, έµπορο αρχαιοτήτων, στο Οχάιο. Η πώληση όµως δεν ολοκληρώνεται.
Και το Φεβρουάριο του 2001 η Τσάκος ανακτά τον κώδικα και τον µεταβιβάζει στο ίδρυµα Maecenas Foundation for Ancient Art, στη Βασιλεία της Ελβετίας. Τον Ιούλιο του 2001 ο πρόεδρος του ιδρύµατος Maecenas Foundation, Mario Roberti, απευθύνεται στον Rodolphe Kasser, ειδικό στην Κοπτική γραµµατεία, προκειµένου να ηγηθεί της προσπάθειας για τη µετάφραση του κώδικα από τα Κοπτικά. Η συντηρήτρια Florans Darbre αναλαµβάνει την αποκατάσταση του κώδικα, µε σκοπό την επιστροφή του στον Αιγυπτιακό λαό, όπου και ανήκει. Έτσι τον Αύγουστο του 2004 δωρίζει τον κώδικα στο Κοπτικό Μουσείο του Καΐρου.
Τον Ιανουάριο του 2005 η ραδιοχρονολόγηση του παπύρου και του δερµάτινου δεσίµατός του από το Πανεπιστήµιο της Αριζόνα τοποθετεί το κείµενο µεταξύ 220 και 340 µ.Χ. ένα χρόνο µετά τον Ιανουάριο του 2006 η ανάλυση της µελάνης από τη McCrone Associates Inc, στο Σικάγο, δείχνει ότι περιέχει συστατικά που χρησιµοποιούνταν για την παρασκευή µελάνης κατά τον 3ο και 4ο αιώνα.
Τον επόµενο µήνα η πολυφασµατική απεικόνιση (MSI) -µια τεχνική που χρησιµοποιείται για την αποτίµηση αρχαίων κειµένων και των τυχόν τροποποιήσεων που έχουν υποστεί-, την οποία εφαρµόζει στην Ελβετία ο Τζιν Α. Γουέρ στο Εργαστήριο Απεικονιστικού Ελέγχου Παπύρων του Πανεπιστηµίου Μπρίγκαµ Γιανγκ, δείχνει ότι ο πάπυρος στον οποίον είχε γραφτεί ο κώδικας ανταποκρίνεται στην MSI παρόµοια µε άλλους αρχαίους παπύρους που έχουν υποβληθεί στην ίδια διαδικασία. Ο Γουέρ καταλήγει στο συµπέρασµα ότι τα χαρακτηριστικά MSI του κώδικα φαίνεται να παραπέµπουν σε αυθεντικό Αιγυπτιακό κείµενο αρχαίας προέλευσης.
Το Μάρτιο µισή σελίδα που έλειπε από το ευαγγέλιο ανακαλύπτεται στη Νέα Υόρκη, φωτογραφίζεται και µεταφράζεται και τον Απρίλιο του 2006 σελίδες του κώδικα παρουσιάζονται για πρώτη φορά δηµοσίως στα κεντρικά γραφεία της National Geographic Society, στην Ουάσιγκτον. Η Ηράκλεια προσπάθεια για την ανασύνθεση και µετάφραση του χειρογράφου στην Αγγλική έγινε από τους καθηγητές Rodolphe Kasser, Marvin Meyer, Gregor Wurst, Francois Gaudard και τη συντηρήτρια Florans Darbre. Ο Rodolphe Kasser είναι οµότιµος καθηγητής στον Τοµέα Θεωρητικών Επιστηµών του Πανεπιστηµίου της Γενεύης και ένας από τους επιφανέστερους ειδικούς στην αρχαία κοπτική γραµµατεία.
Επικεφαλής της οµάδας που αποκατέστησε και µετέφρασε τον κώδικα που περιλαµβάνει το ευαγγέλιο του Ιούδα. Ο Marvin Meyer είναι καθηγητής βιβλικών και Χριστιανικών σπουδών στην έδρα Griset και διευθυντής του Ινστιτούτου Άλµπερτ Σβάιτσερ του Πανεπιστηµίου Τσάπµαν, στο Όραντζ της Καλιφόρνια. Είναι ένας από τους µεταφραστές του κώδικα και µέλος της Συµβουλευτικής Επιτροπής της NGS για τον Κώδικα. Ο Gregor Wurst είναι καθηγητής εκκλησιαστικής ιστορίας και πατερικών σπουδών στον Τοµέα Καθολικής Θεολογίας του Πανεπιστηµίου του Άουγκσµπουργκ, στη Γερµανία. Σε συνεργασία µε τον Rodolphe Kasser, ανέλαβε την επιµέλεια του κοπτικού κειµένου του ευαγγελίου του Ιούδα και είναι ένας από τους µεταφραστές του κειµένου.
Μέλος της Συµβουλευτικής Επιτροπής της NGS για τον Κώδικα. Η Florans Darbre είναι Ελβετή συντηρήτρια. Συµµετείχε στην οµάδα που ανέλαβε τη συντήρηση και αποκατάσταση του ηµικατεστραµµένου κώδικα που περιλαµβάνει το ευαγγέλιο του Ιούδα. Ο Francois Gaudard είναι αιγυπτιολόγος και ερευνητής στο Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστηµίου του Σικάγου, ειδικός στην Κοπτική και δηµοτική Αιγυπτιακή γραφή. Βοήθησε τον Rodolphe Kasser στη µετάφραση του κώδικα. Μέλος της Συµβουλευτικής Επιτροπής της NGS για τον Κώδικα. Η πρώτη αναφορά στην ύπαρξη ενός ευαγγελίου του Ιούδα προέρχεται από τον Ειρηναίο Λυώνος, στο έργο του Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύµου Γνώσεως.
Ο Ειρηναίος σε πολύ µικρή ηλικία µαθήτευσε στον επίσκοπο Ρώµης Πολύκαρπο. Η γέννηση του τοποθετείται µεταξύ 140 - 150. για άγνωστους λόγους εγκατέλειψε τη Σµύρνη και εγκαταστάθηκε στη Γαλατία. Όντας πρεσβύτερος στη Λυών ξέσπασε σκληρός διωγµός στην περιοχή γύρω στο 177. ανάµεσα στους µάρτυρες του διωγµού ήταν και ο επίσκοπος Λυώνος Ποθεινός. Ο Ειρηναίος εκείνη την περίοδο βρίσκονταν στη Ρώµη ως εκπρόσωπος της χριστιανικής κοινότητας της Λυώνος, για να ρυθµίσει θέµατα σχετικά µε τον Μοναντισµό. Έτσι όταν επέστρεψε διαδέχθηκε στην επισκοπική έδρα της Λυώνος τον µάρτυρα επίσκοπο Ποθεινό.
Η δραστηριότητα του υπήρξε πλούσια. Συνέβαλλε στη διάδοση του Χριστιανισµού, στην καταπολέµηση των αιρέσεων και στη διευθέτηση εκκλησιαστικών ζητηµάτων. Μαρτύρησε στο διωγµό του Σεβήρου το 202 µ.Χ. και η µνήµη του τιµάται στις 23 Αυγούστου. Από τα έργα του δύο µόνο σώζονται ολόκληρα, Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύµου Γνώσεως και Επίδειξις του αποστολικού κηρύγµατος. Εκτός από αυτά σώζονται και αποσπάσµατα Επιστολών του (Προς το Φλωρίνο, το Βλάστο κ.ά.) και τίτλοι έργων του που έχουν χαθεί (Περί ογδοάδος, Βιβλίον διαλέξεων κ.ά).
Ο Έλεγχος γράφηκε στα Ελληνικά περί το 185 µ.Χ. και όπως είδαµε παραπάνω υπάρχει σε αυτό η αναφορά στο ευαγγέλιο του Ιούδα, το δε περιεχόµενο των πέντε βιβλίων του είναι συνοπτικά το εξής:
α) Έλεγχος των διαφόρων αιρέσεων (Α' βιβλίο)
β) Ανατροπή και ανασκευή τους (Β' βιβλίο)
γ) Έκθεση της διδασκαλίας της Εκκλησίας (Γ' βιβλίο)
δ) Αναφορά στις εντολές της Π.∆., τις προφητείες και τις παραβολές του Κυρίου (Δ' βιβλίο)
ε) Ανάπτυξη της διδασκαλίας για τον άνθρωπο (Ε' βιβλίο)
Κέντρο της θεολογίας του Ειρηναίου είναι η έννοια της «ανακεφαλαιώσεως». Ο Θεάνθρωπος Χριστός ανακεφαλαιώνει όλη τη δηµιουργία, δηλαδή την αναδηµιουργεί και την οδηγεί στον τελικό της προορισµό. Είναι ο νέος Αδάµ που ενοποιεί και σώζει τη διασπασµένη από την αµαρτία δηµιουργία και ιδιαίτερα την ανθρώπινη φύση. Δίκαια λοιπόν µπορεί να χαρακτηριστεί και ο Ειρηναίος θεµελιωτής της Χριστιανικής θεολογίας αφ’ ενός µεν για τη συµβολή του στην πάταξη του Γνωστικισµού και αφ’ ετέρου γιατί πρώτος διατύπωσε τη χριστιανική διδασκαλία µε δογµατική ορολογία.
Στην πραγµατεία του λοιπόν Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύµου γνώσεως ή αλλιώς Κατά των Αιρέσεων (τέλη 2ου αιώνα) κάνει λόγο για το ευαγγέλιο του Ιούδα και µάλιστα αναφέρεται σε µια υποοµάδα των γνωστικών, τους οπαδούς του Κάιν, οι οποίοι αργότερα ονοµάστηκαν από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, όπως τον Κλήµεντα Αλεξανδρείας, Καϊνίτες. Σύµφωνα λοιπόν µε τον Ειρηναίο η οµάδα αυτή παρουσιάζει όλους τους ανυπότακτους, των Εβραϊκών Γραφών, στο λόγο του Θεού ως ήρωες και υπηρέτες της «υπέρτατης απόλυτης δύναµης». Στηρίζουν δε τις απόψεις τους σε ένα πλαστούργηµα που τιτλοφορούν ως «ευαγγέλιο του Ιούδα». Οι Καϊνίτες αποτελούν µερίδα του κινήµατος των Γνωστικών του 2ου µ.Χ. αιώνα.
Προέρχονται από τους αντινοµιστές των αποστολικών χρόνων, οι οποίοι διαστρέφοντας την αντιτιθέµενη στην Ιουδαϊκή τυπολατρεία, διδασκαλία του Παύλου, ήθελαν να νοµιµοποιήσουν την ανηθικότητα, µεταλλάσσοντας την ευαγγελική ελευθερία σε ακολασία. Αυτή η αντινοµιστική τάση υιοθετήθηκε αργότερα από κάποιους Γνωστικούς που εξελίχθηκαν σε θεωρητικούς της ανηθικότητας. Μια τέτοια οµάδα Γνωστικών είναι οι Καϊνίτες. Θεωρούσαν ότι ο Θεός της Παλαιάς ∆ιαθήκης είναι κατώτερο ον, τύραννος του κόσµου που ο ίδιος δηµιούργησε κι εχθρός του αληθινού Θεού και της Σοφίας. Πρέπει λοιπόν, οι άνθρωποι να αντιτίθενται σ' αυτόν και να δοξάζουν όσους εκείνος κυνήγησε µε πρώτο τον Κάιν.
Υποστήριζαν ότι ο Κάιν γεννήθηκε από την Εύα δια της Σοφίας ενώ ο Άβελ δια του δηµιουργού (δηλαδή του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης). Ο Κάιν κατείχε το µυστικό της αληθινής γνώσης, το οποίο δια µέσου των αιώνων µεταδόθηκε σε όλους τους αποβλήτους της Παλαιάς Διαθήκης µέχρι τον Ιούδα. Όταν ο Θεός έστειλε τον Χριστό Λυτρωτή, ο δηµιουργός ήθελε να τον αποτρέψει από τον σωτήριο θάνατο. Εντούτοις, ο Ιούδας, πραγµατικό τέκνο του Θεού, κατάφερε να προκαλέσει τον θάνατό του, µε αποτέλεσµα να υπάρξει η Λύτρωση. Κατεβαίνοντας ο Χριστός στον Άδη, ελευθέρωσε όλους τους καταδικασµένους της Παλαιάς ∆ιαθήκης. Άφησε στον Άδη µόνο τους οπαδούς του δηµιουργού.
Με πρόσχηµα την καταστροφή των έργων του δηµιουργού, οι Καϊνίτες επιχειρούσαν να νοµιµοποιήσουν την ακολασία, δίνοντάς της τον χαρακτήρα θρησκευτικού καθήκοντος. Απέρριπταν την Αγία Γραφή. Άντ’ αυτής χρησιµοποιούσαν απόκρυφα βιβλία, όπως το Ευαγγέλιο του Ιούδα και την Ανάληψη του Παύλου. Για τους Καϊνίτες ο Ιούδας είναι ο µοναδικός από τους µαθητές που κατάλαβε το µήνυµα του Ιησού και έπραξε όπως ο ίδιος ο Ιησούς ήθελε, δηλαδή τον παρέδωσε στις αρχές για τη σταύρωση του, ώστε να ελευθερωθεί από τα δεσµά του κόσµου αυτού και να επιστρέψει στην ουράνια κατοικία του, τον αθάνατο κόσµο του Μπάρµπελο.
Ο Ιούδας λοιπόν είναι το πρόσωπο εκείνο που έχει µέσα του το Θείο σπινθήρα και θα οδηγηθεί στην ουράνια κατοικία των Αγίων, µέσω της γνώσης που του παρέχει ο Ιησούς, ο οποίος µε τη σειρά του προέρχεται και αυτός από τον κόσµο του Μπάρµπελο, από τον κόσµο δηλαδή του Θεού που πρέπει να λατρεύουµε και όχι από τον κόσµο που δηµιούργησε µια κατώτερη θεότητα. Έτσι το βιβλίο τελειώνει όχι µε την ανάσταση του Ιησού, αλλά µε το θάνατο του, µέσω του οποίου θα αποδράσει από τον υλικό κόσµο, πράγµα που είναι και ο σκοπός του ανθρώπου. Βλέπουµε πως στο ευαγγέλιο του Ιούδα η Ιουδαϊκή Σηθιανή διδαχή µετασχηµατίζεται σε Χριστιανική Σηθιανή διδαχή.
Μήνυµα του ευαγγελίου είναι ότι όπως ο Ιησούς είναι ένα πνευµατικό ον που ήρθε από ψηλά και θα επιστρέψει στη δόξα, έτσι και οι πραγµατικοί οπαδοί του Χριστού είναι άνθρωποι µε ψυχή, των οποίων η ύπαρξη και η µοίρα είναι άρρηκτα συνδεδεµένες µε το Θείο. Ήδη όσοι γνωρίζουν τον εαυτό τους µπορούν να ζήσουν µε τη δύναµη του ενδότερου ατόµου, του τέλειου ανθρώπου. Στο τέλος της θνητής τους ζωής, οι άνθρωποι που ανήκουν στη σπουδαία αυτή γενεά του Σηθ θα εγκαταλείψουν όλα τα πράγµατα του θνητού κόσµου, ώστε να ελευθερώσουν το ενδότερο άτοµο και την ψυχή. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια παρατηρούµε σηµαίνουσες διαφορές µεταξύ των κανονικών βιβλίων της Καινής Διαθήκης και του ευαγγελίου του Ιούδα.
Έτσι στο απόκρυφο έργο η προδοσία του Ιησού είναι ένα γεγονός που πραγµατοποιείται κατόπιν παρακλήσεως του ίδιου του Χριστού προς τον Ιούδα. Επίσης βλέπουµε τον Ιησού να γελά πολύ συχνά µε τις αδυναµίες των µαθητών του. Στο πρόσωπο του Χριστού οι Καϊνίτες βλέπουν ένα δάσκαλο που κατέβηκε για να δώσει στους ανθρώπους τη γνώση για να σωθούν από τον παρόντα κόσµο. Ο δε Ιούδας είναι πρότυπο µαθητού, που κάνει στο τέλος αυτό που επιθυµεί ο δάσκαλος του. Όσον αφορά τους αντιπάλους τους οι οπαδοί αυτής της αίρεσης, τους θεωρούν ως δούλους του Θεού που κυβερνά τον κάτω κόσµο και οι ζωές τους αντανακλούν τους απεχθείς τρόπους τους.
Τέλος στο συγκεκριµένο έργο παρατηρούµε και την Πλατωνική επίδραση περί µοίρας και αστεριών, ότι δηλαδή κάθε άνθρωπος έχει το αστέρι του και η µοίρα του σχετίζεται µε αυτό, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Ιησούς προς τον Ιούδα: «Ο αστέρας που οδηγεί το δρόµο είναι ο αστέρας σου». Όπως είδαµε παραπάνω το ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα γνωστικό κείµενο και συγκεκριµένα ανήκει στην παράδοση των Σηθιανών γνωστικών. Ποια είναι όµως η Σηθιανή κοσµοθεωρία; Ακολουθεί µια συνοπτική περιγραφή από τον John Terner:
Πολλές πραγµατείες των Σηθιανών τοποθετούν στην κορυφή της ιεραρχίας µια υπέρτατη τριάδα Πατρός, Μητρός και Υιού, στην οποία ανήκουν το Αόρατο Πνεύµα, ο Μπάρµπελο και ο Θείος Αυτογενής. Το Αόρατο Πνεύµα φαίνεται να διαπερνά ακόµα και τη σφαίρα της ύπαρξης, που κανονικά αρχίζει µε τον Μπάρµπελο ως αντανάκλαση του Θείου. Ο Υιός είναι αυτογενής και δηµιουργήθηκε είτε στιγµιαία από τον Μπάρµπελο είτε από µια σπίθα του φωτός που εκπέµπει ο Πατήρ. Είναι υπεύθυνος για το ανώτερο σύµπαν, που δοµείται γύρω από τους Τέσσερις Φωστήρες και τους αιώνες.
Η σφαίρα του κατώτερου κόσµου ξεκινά συνήθως µε την προσπάθεια της Σοφίας να υλοποιήσει την αντίληψη της για Αόρατο Πνεύµα µε δική της πρωτοβουλία και χωρίς την άδεια του. Σύµφωνα µε κάποια κείµενα, η πράξη αυτή οδηγεί στη γέννηση του δύσµορφου υιού της Άρχοντα που θα αναδειχθεί δηµιουργός του φαινοµενικού κόσµου. Σύµφωνα µε το γνωστικισµό αυτό το οποίο σώζει τον άνθρωπο δεν είναι η πίστη στον Χριστό, αλλά η γνώση της αλήθειας. Το Σωκρατικό ''γνῶθι σ' αυτόν'' είναι ο θεµέλιος λίθος όλων των γνωστικών ρευµάτων. Ο υλικός κόσµος αποτελεί φυλακή για το ανθρώπινο γένος. Πρέπει λοιπόν να µάθουµε πως θα ξεφύγουµε από τον κόσµο αυτό, που είναι δηµιούργηµα µιας κατώτερης και αδαούς Θεότητας.
Η γνώση είναι αυτοσκοπός της ζωής του ανθρώπου, γιατί µέσω αυτής θα βγει από το λήθαργο της ύλης. Αποκτάται δε περισσότερο µε τη Θεία χάρη παρά µε την ανθρώπινη προσπάθεια. Για τους Χριστιανούς γνωστικούς ο Χριστός είναι ο φορέας αυτής της γνώσης, την οποία δίνει στους µαθητές του. Κοινός τόπος όλων των γνωστικών αιρέσεων είναι ότι αυτός ο κόσµος δηµιουργήθηκε από µια υποδεέστερη θεότητα την οποία πρέπει να αποφεύγουµε µαθαίνοντας για το πώς θα ξεφύγουµε από τον άθλιο υλικό κόσµο. Αυτή όµως την ευχέρεια έχουν λίγοι µόνο άνθρωποι, εκείνοι που έχουν µέσα τους ένα σπινθήρα του Θείου. Όλοι οι υπόλοιποι θα πεθάνουν και θα τελειώσει εκεί η ιστορία τους.
Οι πρώτοι ανήκουν στη γενιά των Θείων πλασµάτων και οι δεύτεροι ανήκουν στη γενιά του ανθρώπινου είδους. ∆ύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του Γνωστικισµού:
α) Η διαρχία ύλης και πνεύµατος στα όρια ενός ιεραρχικού πληρώµατος και
β) Η γνώση της ενιαίας συµπαντικής πραγµατικότητας ως αναγκαία και λυτρωτική κίνηση.
Η ύλη είναι η κατώτερη και φθαρτή πραγµατικότητα, ενώ το πνεύµα, δηλαδή το νοητό στοιχείο, είναι ο ανώτερος και άφθαρτος κόσµος. Οι δύο αυτές πραγµατικότητες συµπλέκονται µεταξύ τους, σύµπαν και άνθρωπος αποτελούν µια ολότητα και ενότητα. Η δηµιουργία του θεολογικού γνωστικού συστήµατος σήµερα χαρακτηρίζεται ως πολύπλοκη, µε επιρροές από νεοπλατωνισµό, νεοπυθαγορισµό και στωικισµό. Ο Γνωστικισµός δίδασκε γενικά ότι η Γη κυβερνάται από ένα κατώτερο Θεό, τον Ιαλδαβαώθ (Ιαλνταµπαόθ), τον ∆ηµιουργό του Πλάτωνα. Ο ∆ηµιουργός βρισκόταν επικεφαλής των Αρχόντων, κυβερνητών του φυσικού κόσµου.
Τα ανθρώπινα σώµατα, αν και περιέχουν το κακό στην ύλη τους, περιείχαν επίσης και ένα Θείο σπινθήρα ή πνεύµα που προερχόταν από την Πηγή, ή το Τίποτα, την πηγή εκπόρευσης όλων των πραγµάτων. Η Γνώση είναι εκείνη που σύµφωνα µε τις αντιλήψεις των Γνωστικών βοηθά τον Θείο σπινθήρα να επιστρέψει στην πηγή από την οποία προήλθε. Πολλοί Γνωστικοί (ιδιαίτερα οι οπαδοί του Βαλεντίνιου ή Βαλεντίνου) δίδασκαν πως υπήρχε ο Ένας, ο αρχικός, άγνωστος Θεός (Βυθός, η Μονάδα ο πρώτος Αιών). Ως προς τη φύση του θεωρούνταν υπερβατικός, άρρητος, ξένος και άγνωστος. Από αυτόν τον ένα εκπορεύτηκαν άλλοι Αιώνες, ζεύγη των κατώτερων υπάρξεων κατ' ακολουθία, (ο Βαλεντίνιος αναφέρει 30 τέτοια ζεύγη).
Όλοι µαζί οι Αιώνες σχηµάτιζαν το Πλήρωµα ή πληρότητα του Θεού. Το κατώτατο από αυτά τα ζεύγη ήταν η Σοφία και ο Χριστός. Στον Βαλεντίνειο µύθο της δηµιουργίας, η Σοφία αναζητούσε τον άγνωστο Ένα. Σε µία αφήγηση είδε ένα µακρινό φως, το οποίο όµως ήταν αντανάκλαση και έτσι οδηγήθηκε ακόµα µακρύτερα από το Πλήρωµα. Ο φόβος της Σοφίας να µη χάσει τη ζωή της, όπως έχασε το φως του Ενός, της προκάλεσε σύγχυση και την επιθυµία να επιστρέψει. Εξαιτίας αυτών των επιθυµιών ήλθαν σε ύπαρξη η ύλη και η ψυχή µέσω των τεσσάρων κλασικών στοιχείων, φωτιά, νερό, γη και αέρας.
Η δηµιουργία του λεοντόµορφου ∆ηµιουργού κατά τη διάρκεια της εξορίας ήταν επίσης λανθασµένη σύµφωνα µε ορισµένες Γνωστικές πηγές, ως αποτέλεσµα της προσπάθειας της Σοφίας να εκπορευτεί αφ' εαυτής, χωρίς το αρσενικό της αντίστοιχο. Ο ∆ηµιουργός προχώρησε στη δηµιουργία του φυσικού κόσµου, στον οποίο ζούµε, αγνοώντας την ύπαρξη της Σοφίας, η οποία εντούτοις κατόρθωσε να ενσταλάξει τον σπινθήρα στη δηµιουργία του ∆ηµιουργού. Αυτός ο σπινθήρας είναι το πνεύµα. Κατόπιν τούτου ο σωτήρας Χριστός επέστρεψε και της επέτρεψε να δει ξανά το φως παρέχοντάς της τη γνώση του πνευµατικού φωτός.
Ο Χριστός στάλθηκε στη γη µε τη µορφή ενός ανθρώπου, του Ιησού, για να δώσει στους ανθρώπους τη γνώση που χρειάζονται για να λυτρωθούν από τον φυσικό κόσµο και να επιστρέψουν στον πνευµατικό κόσµο. Οι τρεις αισθήσεις που βίωσε η Σοφία δηµιουργούν τρεις τύπους ανθρώπων:
- Τους υλικούς (δεµένους µε την ύλη, την πηγή του κακού)
- Τους ψυχικούς (δεµένους µε την ψυχή και εν µέρει λυτρωµένους από το κακό)
- Τους πνευµατικούς, (που µπορούν να επιστρέψουν στο Πλήρωµα εάν επιτύχουν την Γνώση και κατορθώσουν να δουν το φως).
Οι Γνωστικοί δηµιούργησαν το δικό τους σωτηριολογικό περιεχόµενο στις απόψεις τους θεωρώντας εαυτούς µέλη της τελευταίας οµάδας. Οι Γνωστικοί ταύτιζαν τον Δηµιουργό µε τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη και τον Ιουδαϊσµό και συχνά τιµούσαν εκείνους που απορρίπτονταν από τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Ορισµένοι Γνωστικοί φέρεται ότι θεωρούσαν πως ο κατώτερος Δηµιουργός ταυτιζόταν µε τον Σατάν. Άλλες γνωστικές οµάδες αντιµετώπιζαν τον Όφι στον Κήπο της Εδέµ ως ηρωική µορφή, γιατί επιθυµούσε να βοηθήσει την ανθρωπότητα να απελευθερωθεί από τις αλυσίδες του Ιαλδαβαώθ. Μετά την άφιξη του Δηµιουργού να κυβερνήσει τον φυσικό κόσµο, η Σοφία στέλνει ένα µήνυµα µέσω του Όφη.
Παρέχει την γνώση στους ανθρώπους µε αυτόν τον τρόπο, γεγονός που προκαλεί την οργή του ∆ηµιουργού, ο οποίος πιστεύει ότι είναι ο µόνος δηµιουργός του Σύµπαντος και ο αποκλειστικός κυβερνήτης του. Το "πρωταρχικό αµάρτηµα" στο εννοιολογικό πλαίσιο του Γνωστικισµού δεν είναι αµάρτηµα αλλά ένας "πρωταρχικός διαφωτισµός". Στα γνωστικά κείµενα, επίσης, αναφέρεται ότι ο Σηθ, ο τρίτος γιος του Αδάµ γνώρισε τις γνωστικές διδασκαλίες από τον πατέρα του και τη µητέρα του, και ότι η γνώση του διατηρήθηκε σε όλη τη δηµιουργία.
Εδώ θα πρέπει να σηµειωθεί ότι οι Γνωστικοί αντιλαµβάνονταν την Παλαιά Διαθήκη ως µύθο, και συνεπώς τη θεωρούσαν υποκείµενη σε ερµηνείες, αντίθετα από τη δογµατική άποψη που διεκδικεί την αυθεντία των ιερών κειµένων.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Το Ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα πρώιμο κείμενο του Γνωστικού Χριστιανισμού που χρησιμοποιούσαν οι Καϊνίτες, μια πρώιμη Χριστιανική Γνωστική ομάδα και αποτελεί τμήμα ενός κώδικα γνωστού ως Codex Tchacos. Το εκτιμούμενο χρονικό βάθος του ευαγγελίου του Ιούδα είναι το 130 - 170 . Πιθανώς γράφτηκε αρχικά στην κοινή Ελληνική, αλλά το μόνο γνωστό χειρόγραφο είναι γραμμένο στην Κοπτική γλώσσα. Υπάρχουν περίπου 50 έργα υποτιθέμενα "ευαγγέλια" της πρώιμης εκκλησίας. Μόνον για 20 από αυτά τα ευαγγέλια υπάρχουν επιπλέον μαρτυρίες, ενώ τα τέσσερα είναι τα γνωστά κανονικά ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννη.
Το Ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα από τα 16 άλλα ευαγγέλια για τα οποία υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες σε άλλα κείμενα της πρώιμης εκκλησίας. Ο Ειρηναίος επίσκοπος της Λυόν, μαρτυρεί την υπάρξη του ευαγγελίου στην πραγματεία του Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως, κοινώς γνωστή ως Κατά των Αιρέσεων. Μολονότι φαίνεται ότι γράφτηκε αρχικά στην Ελληνική περίπου το 180, σώζεται μόνον η Λατινική μετάφραση του 4ου αιώνα. Σε παραρτήματα της πραγματείας του σχετικά με τους «Γνωστικούς» και άλλους πιστούς του γνωστικισμού, τους επονομαζόμενους «οφίτες» της ύστερης Χριστιανικής παράδοσης, ο Ειρηναίος φαίνεται πως τους θεωρεί ως έναν από τους ποικίλους κλάδους των Γνωστικών.
Συνοψίζει κάποια από τα κηρύγματά τους ως εξής:
Κι άλλοι λέγουν ότι ο Κάιν προερχόταν από τον ανώτερο κόσμο της απόλυτης δύναμης και ομολογούν ότι ο Ησαύ, ο Κορέ, οι Σοδομίτες και όλα τα παρόμοια πρόσωπα είναι ίδια με αυτούς. Για αυτόν το λόγο τους μίσησε ο δημιουργός τους, παρόλο που κανένας τους δεν υπέστη ζημία. Γιατί η Σοφία ξαναπήρε από αυτούς ό,τι της ανήκε. Και ο Ιούδας, ο προδότης, τα γνώριζε πολύ καλά όλα αυτά, όπως λέγεται και μόνον εκείνος είχε πληροφορηθεί την αλήθεια, όπως κανένας άλλος, φέροντας έτσι εις πέρας το μυστήριο της προδοσίας. Εξ αυτού, όλα τα πράγματα, επίγεια και επουράνια, οδηγήθηκαν στη διάλυση.
Και παρουσιάζουν ένα πλαστούργημα για αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο αποκαλούν «Το ευαγγέλιο του Ιούδα». Σύμφωνα με τον Ειρηναίο, η συγκεκριμένη γνωστική ομάδα στοχεύει στην επανεξέταση των Εβραϊκών και Χριστιανικών απόψεων περί Θείας σωτηρίας. Ήρωες των Εβραϊκών Γραφών όπως ο Ησαύ, ο Κορέ και οι Σοδομίτες -σκοτεινές φυσιογνωμίες από την οπτική γωνία της Ορθόδοξης Χριστιανικής και άλλων παραδόσεων- χαρακτηρίζονται ως υπηρέτες της «υπέρτατης απόλυτης δύναμης». Αυτή η δύναμη, που αντιπροσωπεύεται από τη γνωστική εικόνα της Σοφίας, δεν ταυτίζεται με το δημιουργό Θεό της Ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης, ο οποίος αποκαλείται ο «δημιουργός τους».
Σ' αυτή την επανεξέταση φαίνεται πως περιλαμβανόταν και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης. Σύμφωνα με τα κείμενα του κώδικα θεωρείται ξεχωριστός από τους μαθητές, που κατείχε τη γνώση «σχετικά με αυτά τα πράγματα». Συνεπώς, η πράξη του παρουσιάζεται ως ένα «μυστήριο» που οδηγεί στη διάλυση όλων των επίγειων και των επουράνιων πραγμάτων, δηλαδή όλων των έργων του «δημιουργού» ή του κυβερνήτη αυτού του κόσμου. Από τον 3ο αιώνα και μετά, αυτή η ομάδα γνωστικών ονομαζόταν «Καϊνίτες» (οπαδοί του Κάιν), από τους Χριστιανούς συγγραφείς, όπως ο Κλήμης Αλεξανδρείας. Αλλά οι περισσότεροι από αυτούς τους μεταγενέστερους Χριστιανούς συγγραφείς βασίζονται στην αφήγηση του Ειρηναίου.
Μόνον η ανώνυμη πραγματεία του 3ου αιώνα υπό τον τίτλο Κατά πασών των αιρέσεων, η οποία αποδόθηκε εσφαλμένα στον Τερτυλλιανό, και η αφήγηση του Επιφάνειου Σαλαμίνoς, προσφέρουν επεξηγήσεις καθώς και άλλες πληροφορίες σχετικά με τη διαφορετική σκοπιά από την οποία εξετάζεται η προδοσία του Ιούδα στα πλαίσια αυτού του κύκλου Στο δεύτερο κεφάλαιο αυτής της πραγματείας, ο ψευδοΤερτυλλιανός εκφράζει τις απόψεις του για τα κηρύγματα των Καϊνιτών:
''Επιπλέον, εμφανίστηκε άλλη μια αίρεση, η αίρεση των Καϊνιτών. Και ο λόγος που ονομάζονται έτσι, είναι γιατί εξυψώνουν τον Κάιν ως να ήταν γέννημα κάποιας ισχυρής ηθικής δύναμης που λειτουργούσε εντός του. γιατί ο Άβελ είχε γεννηθεί από μια κατώτερη δύναμη και αποδείχτηκε φυσικά κατώτερος. Εκείνοι που υποστηρίζουν αυτή την πιθανότητα, υποστηρίζουν τον προδότη Ιούδα, λέγοντάς μας ότι είναι αξιοθαύμαστος και μέγας, χάρη στα οφέλη για τα οποία τον υμνούν ότι χάρισε στην ανθρωπότητα. Γιατί ορισμένοι από αυτούς πιστεύουν ότι πρέπει να αποδίδονται ευχαριστίες στον Ιούδα για αυτό το γεγονός.
Ο Ιούδας, λένε, βλέποντας ότι ο Χριστός ήθελε να ανατρέψει την αλήθεια, τον πρόδωσε, έτσι ώστε να μην μπορέσει να παραποιηθεί η αλήθεια. Και κάποιοι άλλοι επιχειρηματολογούν εναντίον τους και λένε: Εξαιτίας του γεγονότος ότι οι δυνάμεις αυτού του κόσμου δεν ήθελαν να υποφέρει ο Χριστός, από φόβο μήπως ο θάνατός του προετοιμάσει τη σωτηρία της ανθρωπότητας, αυτός, αγωνιζόμενος για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, πρόδωσε τον Χριστό, έτσι ώστε να εξαφανίσει κάθε πιθανότητα να εμποδιστεί η σωτηρία, πράγμα το οποίο έκαναν οι δυνάμεις που ήταν αντίθετες στα πάθη του Χριστού. Έτσι, λοιπόν, μέσα από τα πάθη του Χριστού, θα εξαλειφόταν κάθε πιθανότητα να καθυστερήσει η σωτηρία της ανθρωπότητας''.
Το πρόβλημα δηλαδή στο κείμενο αυτό είναι,«η σωτηρία του Χριστού και όχι η σωτηρία των ανθρώπων». Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή της Εισαγωγής και ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. Ιωάννη Καραβιδόπουλο, η Εκκλησία δεν το δέχθηκε, επειδή «στηρίζεται στην ιστορική παρουσία του Ιησού και στο σωτηριολογικό του έργο μέσα στην ιστορία,ενώ το κείμενο αδιαφορεί για την ιστορία.(Επίσης), απαξιώνει το ανθρώπινο σώμα και προτείνει την καταστροφή του είτε με συνεπή εγκρατητισμό είτε με ξέφρενη ακολασία, ενώ η Εκκλησία κάνει λόγο για εξαγιασμό όλου του ανθρώπου (σώματος και ψυχής).
Το κείμενο δέχεται ένα Χριστό φαινομενικά και όχι πραγματικά ενανθρωπήσαντα σε αντίθεση με το Χριστό της Εκκλησίας,αληθινό Θεό και αληθινό άνθρωπο που σώζει τον κόσμο και όχι βέβαια τον εαυτό του. Τέλος το απόκρυφο του Ιούδα τελειώνει με την προδοσία και δεν προχωρά παραπέρα. Τα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης αποκορυφώνονται στη Σταύρωση και εν συνεχεία στην Ανάσταση του Χριστού δίνοντας ένα μήνυμα ελπίδας στον άνθρωπο της εποχής τους και της εποχής μας». Οι πάπυροι στους οποίους γράφτηκε το ευαγγέλιο είναι αποσπασματικοί και ορισμένα τμήματά τους λείπουν.
Σύμφωνα με τον Ρούντολφ Κασσέρ ο κώδικας περιείχε αρχικά 62 σελίδες, αλλά όταν έφθσασε στην αγορά το 1999, μόνον 25 σελίδες υπήρχαν, καθώς σκόρπια τμήματα πουλήθηκαν στην γκρίζα αγορά της αρχαιοκαπηλείας.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Το κείµενο µας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, λόγω της φθοράς που έχει υποστεί παρουσιάζει πολλά κενά, εντούτοις από τα διαθέσιµα χωρία του µπορούµε να καταλήξουµε µέσα από την παρακάτω ανάλυση σε αξιόλογα συµπεράσµατα σχετικά µε το Γνωστικισµό γενικότερα και τους Καϊνίτες ειδικότερα. Για την αποτελεσµατικότερη απόδοση της έρευνας θα διαιρεθεί το έργο στις παρακάτω ενότητες βάσει της πορείας του κειµένου όπως αυτή ακολουθείται στην ενότητα:
Εισαγωγή:
Αρχή του κειµένου
Ενότητα 1:
Η επίγεια δράση του Ιησού και η αδυναµία των µαθητών, εκτός του Ιούδα, να γνωρίσουν την ταυτότητα του (η επί γης αποστολή του Ιησού, Σκηνή 1, οι µαθητές θυµώνουν, ο Ιησούς οµιλεί ιδιαιτέρως µε τον Ιούδα).
Ενότητα 2:
Η αγία και µεγάλη γενεά (Σκηνή 2, οι µαθητές βλέπουν το ναό και µιλούν για αυτόν, ο Ιησούς προβάλλει µια αλληγορική ερµηνεία του οράµατος του ναού, ο Ιούδας ρωτά τον Ιησού για αυτή τη γενεά και τις ανθρώπινες γενεές).
Ενότητα 3:
Το όραµα του Ιούδα (Σκηνή 3, ο Ιούδας ρωτά για τη δική του µοίρα).
Ενότητα 4:
Κοσµολογία (Ο Ιησούς διδάσκει τον Ιούδα περί κοσµολογίας: το πνεύµα και ο αυτογενής, ο αδάµας και οι φωστήρες, ο κόσµος, το χάος και ο κάτω κόσµος, οι άρχοντες και οι άγγελοι, η δηµιουργία της ανθρωπότητας).
Ενότητα 5:
Το µέλλον της ανθρωπότητας (Ο Ιούδας ρωτά για το πεπρωµένο του Αδάµ και της ανθρωπότητας, ο Ιησούς συζητά για την καταστροφή αυτών που είναι κακοήθεις µε τον Ιούδα και άλλους, ο Ιησούς µιλά για αυτούς που είναι βαπτισµένοι και για την προδοσία του Ιούδα).
Ενότητα 6:
Εισαγωγή:
Η προδοσία
Η αποκάλυψη που περιγράφεται στο προς εξέταση κείµενο γίνεται από τον Ιησού προς τον Ιούδα τον Ισκαριώτη και λαµβάνει χώρα σε µια συνοµιλία που είχαν µεταξύ τους κατά τη διάρκεια µιας εβδοµάδας, κυριολεκτικά οκτώ ηµερών, τρεις ηµέρες πριν τον εορτασµό του Εβραϊκού Πάσχα, κατά µία άλλη, λιγότερο πιθανή εκδοχή τρεις ηµέρες πριν από το πάθος του.
Ενότητα 1:
Σε αυτό το σηµείο πρέπει να υπογραµµίσουµε τη φράση όταν ο Ιησούς εµφανίστηκε στη γη, πράγµα που δηλώνει πως ο Χριστός ήρθε από κάποια άλλη σφαίρα, παρουσιάστηκε ξαφνικά, και µάλιστα άλλαζε µορφή κατά βούληση, έτσι εµφανιζόταν στους µαθητές του σαν ένα παιδί, σύµβολο της αγνότητας και αθωότητας. Σύµφωνα µε τους γνωστικούς υπάρχουν δύο κόσµοι, αυτός των ανθρώπων και εκείνος των αθανάτων. Ο πρώτος δηµιουργήθηκε από δύο κατώτερες θεότητες, τον αντάρτη Γιαλνταµπαώθ (παιδί του χάους) ή αλλιώς Νεµβρώ και τον τρελό Σάκλα (ανόητος).
Σκοπός της ζωής του ανθρώπου είναι να αποκτήσει τη γνώση εκείνη που θα τον ελευθερώσει από τον κόσµο αυτό και θα τον οδηγήσει στον ουράνιο κόσµο του ενός και µοναδικού Θεού, που είναι ανώτερος όλων. Είναι ο αθάνατος κόσµος του Μπάρµπελο, από τον οποίο προέρχεται και ο Χριστός. Βλέποντας λοιπόν ο Ιησούς τους µαθητές συγκεντρωµένους να ευχαριστούν το Θεό για την τροφή τους, γελά λόγω της απλοϊκής λατρείας τους. ∆ε λατρεύουν παρά ένα κατώτερο θεό και όχι τον πατέρα του Ιησού. Κανείς από τους δώδεκα, εκτός του Ιούδα, δεν είναι σε θέση να αποκτήσει την κρυφή αυτή γνώση. Αµέσως µετά ακολουθεί η συνοµιλία Ιησού και Ιούδα.
Ενότητα 2:
Αυτή η ενότητα ξεκινά µε το λόγο του Ιησού για «την αγία και µεγάλη γενεά». Μόνο η ψυχή εκείνων που ανήκουν σε αυτή τη γενεά (του Σηθ) είναι αθάνατη. Πρόκειται για τον ουράνιο κόσµο που θα δουν µόνο εκείνοι οι οποίοι έχουν µέσα τους το σπινθήρα του θείου, ένας από αυτούς είναι και ο Ιούδας. Ο κάτω κόσµος είναι αντανάκλαση ή απλώς αντίγραφο του πάνω κόσµου. Ο Πλατωνικός χαρακτήρας του χωρίου είναι σαφής. Ένα ακόµη σηµείο όπου είναι εµφανής η πλατωνική επιρροή στο κείµενο είναι η φράση του Ιησού «Σταµατήστε να µάχεστε µε µένα. Καθένας από σας έχει το δικό του αστέρα».
Σύµφωνα µε τον Πλάτωνα ο δηµιουργός εκχώρησε κάθε ψυχή σε έναν αστέρα. Μετά το θάνατο το πρόσωπο που έζησε καλά στο χρόνο που του είχε δοθεί θα επιστρέψει και θα ενοικήσει στο γενέθλιο αστέρα. Ο Ιησούς για µια ακόµη φορά γελά µε τους µαθητές του, αυτή τη φορά για την άγνοια τους. Παρακάτω έχουµε το όραµα των µαθητών, που πιθανότατα είναι όραµα του ναού του Σολόµωντος στην Ιερουσαλήµ. Ολόκληρη η σκηνή του οράµατος είναι µια προσπάθεια του συγγραφέα του συγκεκριµένου έργου να δείξει πως η θρησκευτική διδασκαλία της αναδυόµενης ορθόδοξης εκκλησίας είναι µια πλάνη.
Ενώ οι ηγέτες της είναι υπηρέτες του κυβερνήτη αυτού του κόσµου και ενώ όσα κηρύσσουν οµοιάζουν προς τα άκαρπα δέντρα, αφού το ευαγγέλιο τους στερείται καρποφόρου περιεχοµένου. Μάλιστα για να τους µειώσει ακόµη περισσότερο τους κατηγορεί για ανηθικότητα.
Ενότητα 3:
Για µια ακόµη φορά εξαίρεται η προσωπικότητα του Ιούδα ως ξεχωριστού µαθητή. Είναι το δέκατο τρίτο πνεύµα ή αλλιώς ο δέκατος τρίτος δαίµονας, επειδή αποκλείσθηκε από τους δώδεκα, ενώ η αληθινή του ταυτότητα είναι πνευµατική. Στο όραµα του αντιπαρατίθεται σκληρά µε τους υπόλοιπους µαθητές. Βλέπει ένα µεγάλο ουράνιο σπίτι και ρωτά εάν µπορεί να εισέλθει και αυτός. Ο Ιησούς του απαντά πως βρίσκεται σε πλάνη, γιατί κανείς γεννηµένος µε θνητή γέννηση δεν είναι άξιος να µπει σε αυτό τον οίκο. Στη συνέχεια ο Ιούδας κάνει στον Ιησού την ερώτηση εάν το σπέρµα του µπορεί να υποταχθεί στους άρχοντες του κόσµου αυτού.
Την απάντηση δεν την έχουµε, διότι το κείµενο είναι κατεστραµµένο σε αυτό το σηµείο, εκείνο όµως που πρέπει να υπογραµµίσουµε είναι η ανύψωση του Ισκαριώτη πάνω από τους υπόλοιπους µαθητές και γενικότερα πάνω από τις άλλες γενεές, οι οποίες δεν είναι άξιες να υψωθούν και αυτές στον ουράνιο κόσµο.
Ενότητα 4:
Η ενότητα αυτή αφορά στη δηµιουργία των Θείων οντοτήτων και της ανθρωπότητας. Στη Σηθιανή κοσµοθεωρία υπάρχουν δύο κόσµοι, ο ουράνιος και ο κάτω κόσµος. Ο πρώτος είναι το βασίλειο της απόλυτης Θεότητας, του Πατέρα, που ονοµάζεται Μέγας Ένας. Κοντά σε αυτόν βρίσκεται η Μητέρα Σοφία και ο Θείος Αυτογενής, το τέκνο. Κατά το ευαγγέλιο του Ιούδα ο Αυτογενής εµφανίστηκε µέσα από ένα σύννεφο όταν τον κάλεσε η φωνή του Πνεύµατος, του Πατέρα. Σύµφωνα µε µια άλλη αντίληψη το Τέκνο δηµιουργήθηκε έπειτα από πνευµατική συνεύρεση του Πατέρα και της Μητέρας.
Στη συνέχεια µε το δηµιουργικό λόγο του Αυτογενούς δηµιουργήθηκαν οι τέσσερις φωστήρες, Χαρµοζέλ, Οροιαέλ, Νταβειθαί και Ελελέθ, κατά το απόκρυφο βιβλίο του Ιωάννη, και πλήθος Θείων οντοτήτων για να υπηρετούν και να λατρεύουν το Θείο. Ο κάτω κόσµος αποτελεί αντανάκλαση του πάνω. Όταν η Σοφία θέλησε να δηµιουργήσει κάτι που να της µοιάζει, χωρίς όµως να πάρει τη συγκατάθεση του Πατέρα, γέννησε ένα δύσµορφο ον, τον Άρχοντα, ο οποίος αναδείχθηκε δηµιουργός του κάτω κόσµου. Ο κόσµος αυτός διέπεται από ένα πλήθος φωστήρων και αιώνων, που αποτελούν τις πνευµατικές δυνάµεις του σύµπαντος και αντιπροσωπεύουν όψεις του κόσµου, ιδίως χρόνου και ενοτήτων χρόνου.
Επίσης κυβερνάται από ένα πλήθος Θείων οντοτήτων η ιεραρχία των οποίων είναι κατά σειρά η εξής: ο Σηθ (ή αλλιώς Χριστός), ο Χαρµαθώθ, ο Γκαλιλά, ο Γιοµπέλ και ο Αδοναίος. Αυτοί οι πέντε κυβερνούν στον κάτω κόσµο και στο χάος. Πρώτος στην ιεραρχία είναι ο Σηθ, τρίτος γιος του Αδάµ και της Εύας και πατέρας του Ενώχ, ο οποίος δηµιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Αδάµ. Ο Αδάµας (Αδάµ) είναι ο παραδειγµατικός άνθρωπος του θεϊκού κόσµου και η υψωµένη εικόνα της ανθρωπότητας. Η γενιά του υιού του Σηθ είναι η αγία και µεγάλη γενεά.
Ενότητα 5:
Η µετάφραση που έχει δοθεί στο πρώτο τµήµα της ενότητας αυτής είναι δοκιµαστική. Ο Ιούδας αναρωτιέται για τον Αδάµ στον κόσµο του, της διάρκεια της ζωής του και το θεό του. Αυτή η ενότητα περιλαµβάνει πολλά στοιχεία που προκαλούν τον αναγνώστη. Ένα πρώτο θέµα είναι αυτό που αφορά στη διάκριση ψυχής και πνεύµατος. Υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων, εκείνοι στους οποίους ο Θεός, του κάτω κόσµου, έχει δώσει διαµέσου του αρχαγγέλου Μιχαήλ πνοή ζωής(:πνεύµα) σαν ένα δάνειο, ώστε αυτοί να προσφέρουν υπηρεσία και εκείνοι στους οποίους έχουν δοθεί αιώνια πνεύµατα. Των πρώτων οι ψυχές θα πεθάνουν όταν τους εγκαταλείψει το πνεύµα, ενώ των δεύτερων οι ψυχές θα παραµείνουν ζωντανές και θα ανυψωθούν µετά θάνατον.
Με άλλα λόγια όσοι έχουν µέσα τους το θείο σπινθήρα, οι άνθρωποι της µεγάλης γενεάς, έχουν ψυχές αθάνατες σε αντίθεση µε την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Βλέπουµε λοιπόν πως το πνεύµα δεν ταυτίζεται µε την ψυχή. Το πνεύµα είναι η πνοή της ζωής, ενώ η ψυχή το ενδότερο στοιχείο που προέρχεται από το θείο και επιστρέφει σε αυτό. Ένα άλλο θέµα που προβάλλεται είναι αυτό που αφορά στη γνώση. Η ανθρωπότητα µέσω του Αδάµ έχει λάβει γνώση, ενώ οι άρχοντες του κόσµου αυτού δεν έχουν, ώστε δεν είναι σε θέση να φέρονται δεσποτικά πάνω στους ανθρώπους. Στη συνέχεια συναντούµε και πάλι την Πλατωνική επίδραση όσον αφορά τους αστέρες και τους πλανήτες και την αρνητική τους επίδραση στις ζωές των ανθρώπων.
Πλησιάζοντας προς το τέλος της η ενότητα αυτή φτάνει στην κορύφωση της µε την εντολή του Ιησού προς τον Ιούδα, να τον απελευθερώσει από το σαρκικό του σώµα. Ο Ιούδας είναι κυριολεκτικά ο αστέρας που οδηγεί το δρόµο. Τον βλέπουµε να εισέρχεται σ’ ένα φεγγοβόλο σύννεφο και µια θεϊκή φωνή ακούγεται που προφανώς τον επαινεί. Η εικόνα αυτή µπορεί να ονοµαστεί µεταµόρφωση του Ιούδα και µας θυµίζει την εικόνα της Θείας Μεταµορφώσεως.
Ενότητα 6:
Στην τελευταία ενότητα του κειµένου παρουσιάζεται η σκηνή της προδοσίας. Ο Ιησούς συλλαµβάνεται εν ώρα προσευχής µέσα στον ξενώνα, σ’ ένα κατάλυµα. Εκεί φτάνει ο Ιούδας µε τους αρχιερείς, οι οποίοι και συλλαµβάνουν τον Κύριο. Η σκηνή της προδοσίας στο συγκεκριµένο έργο διαφέρει κατά πολύ από αυτή που µας παραδίδεται µέσω των κανονικών Καινοδιαθηκικών βιβλίων. Βλέπουµε ότι στο ευαγγέλιο του Ιούδα απουσιάζει το φιλί της προδοσίας. Λείπει επίσης το περιστατικό µε το αυτί του δούλου. Στην Καινή ∆ιαθήκη ο Ιησούς συλλαµβάνεται από µια οµάδα καλά εξοπλισµένη και οδηγείται στον Πιλάτο.
Εδώ δε γίνεται λόγος για τέτοια συνοδεία και πολύ περισσότερο δε µας δίδεται η ιστορική συνέχεια των γεγονότων. Το κείµενο τελειώνει στο σηµείο αυτό και µάλιστα τοποθετείται στο τέλος ο τίτλος του έργου, ο οποίος θέλει να δείξει ότι αυτό είναι το πραγµατικό ευαγγέλιο και η πράξη του Ιούδα είναι καλό νέο για όλο τον κόσµο.
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Το ευαγγέλιο του Ιούδα, όπως ήδη έχει αναφερθεί, είναι ένα κείµενο Γνωστικό, που µάλιστα ανήκει στην ιδιαίτερη Γνωστική οµάδα των Σηθιανών. Είναι πάµπολλα τα στοιχεία εκείνα του κειµένου που επιβεβαιώνουν τη Σηθιανή καταγωγή του έργου. Ας ξεκινήσουµε µε το ίδιο το πρόσωπο του Ισκαριώτη. Από τα κανονικά βιβλία πληροφορούµαστε για το φιλοχρήµατο του χαρακτήρα του, απόδειξη το γεγονός ότι κρατούσε το γλωσσόκοµον, το κοινό ταµείο των αποστόλων, καθώς επίσης και το περιστατικό µε την αγορά του πολύτιµου µοίρου και την έκχυση του στο σώµα του Ιησού και φυσικά το ίδιο το γεγονός της προδοσίας. Ο Ιούδας αναζητούσε ευκαιρία να παραδώσει τον Ιησού για τους εξής λόγους:
α) Δεν εκπληρώθηκαν οι Μεσσιανικές προσδοκίες του στο πρόσωπο του Χριστού
β) Δεν ένιωθε ικανός να γίνει πρότυπο µαθητή - ψυχολογική θεώρηση της προδοσίας
γ) Η είσπραξη των τριάντα αργυρίων.
Παρατηρούµε λοιπόν ότι τα κίνητρα του Ισκαριώτη δεν ήταν παρά εγωιστικά, πρόδωσε τον Υιό του Θεού για ίδιον όφελος, συνεπώς η πράξη του µπορεί να χαρακτηριστεί το λιγότερο απεχθής, τη στιγµή µάλιστα που ο ίδιος ο Ιησούς τον επέλεξε για µαθητή του και µέσα από την αγάπη που του πρόσφερε απλόχερα προσπάθησε να τον απαλλάξει από τα πάθη του και να του δώσει την ευκαιρία να µετανοήσει. Αντιθέτως στο απόκρυφο κείµενο η εικόνα του Ιούδα είναι θα µπορούσαµε να πούµε αντίθετη. Εδώ ο Ισκαριώτης παρουσιάζεται ως ο µαθητής πρότυπο. Είναι ο µόνος από τους δώδεκα που µπορεί να κατανοήσει τη διδασκαλία του Χριστού και είναι ο µόνος του οποίου η ψυχή µετά θάνατον θα παραµείνει ζωντανή.
Για το λόγο αυτό ο Κύριος του δίνει την εντολή να τον παραδώσει στις αρχές και έτσι να τον λυτρώσει από το σαρκικό σώµα του. Η προδοσία λοιπόν εµφανίζεται ως κάτι το οποίο ζητά ο ίδιος ο Ιησούς από τον Ιούδα και ως πράξη θεωρείται όχι µόνο θεάρεστη, αλλά και λυτρωτική για την ανθρωπότητα. Ένα άλλο σηµαντικό σηµείο που πρέπει να υπογραµµίσουµε είναι η κοσµοθεωρία του έργου αυτού. Υπάρχουν δύο κόσµοι, ο ανώτερος και ο κατώτερος. Ο δεύτερος είναι αντανάκλαση του πρώτου και δηµιουργήθηκε από τη σύµπραξη κατώτερων Θεοτήτων, οι Θεότητες αυτές δηµιούργησαν και τον άνθρωπο. Ο κόσµος που ζούµε κυβερνάται από µια οµάδα Θείων όντων, Αγγελικών δυνάµεων.
Από την άλλη πλευρά ο ανώτερος κόσµος είναι το βασίλειο της απόλυτης Θεότητας, του Μεγάλου Ένα, αυτός µαζί τη Μητέρα και το θείο Αυτογενή αποτελούν για τους Σηθιανούς τη Θεία τριάδα. Στο βασίλειο αυτό θα εισέλθουν µόνο όσοι έχουν µέσα τους το σπινθήρα του Θείου και είναι εκείνοι που ανήκουν στην αγία και µεγάλη γενεά, τη γενεά του Σηθ. Τη γνώση αυτή έρχεται να µεταφέρει στον Ιούδα ο Χριστός, ο οποίος θεωρείται στο κείµενο όχι ως θεός, αλλά ως ένα πνευµατικό ον που κατέβηκε από το ουράνιο βασίλειο για να µεταφέρει αυτή τη γνώση και εκεί θα επιστρέψει.
Στο σηµείο µάλιστα που γίνεται λόγος για την ιεραρχία των Αγγελικών δυνάµεων -ενότητα τέσσερα- υπάρχει µια ταύτιση Ιησού - Σηθ, γενικά όµως η σχέση αυτή είναι ασαφής. Παρατηρούµε ακόµη ότι ο Ιησούς γελά συχνά µε την άγνοια των µαθητών -το στοιχείο αυτό του γέλιου από την πλευρά του Κυρίου απουσιάζει από τα κανονικά Καινοδιαθηκικά βιβλία. Φυσικά τίποτε από τα παραπάνω δε συµφωνεί µε την ορθόδοξη πίστη ότι:
α) Ο κόσµος και ο άνθρωπος δηµιουργήθηκαν από τον ένα και µοναδικό Θεό κατά τα κεφάλαια 1 και 2 της Γενέσεως
β) Ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος, ο τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος (Θεάνθρωπος), που ήρθε στη γη µέσω της Αειπαρθένου Μαρίας για να λυτρώσει τον άνθρωπο από τις φθοροποιές δυνάµεις τις αµαρτίας και βεβαίως το θάνατο.
Το ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα κείµενο επηρεασµένο από την Πλατωνική φιλοσοφία. Αυτό το γεγονός µαρτυρείται από τη σύνδεση της µοίρας του ανθρώπου µε τα άστρα και τους πλανήτες, τη διαίρεση του ανθρώπου σε σώµα, ψυχή και πνεύµα, καθώς και από το σηµείο εκείνο όπου ο Ιούδας αναφέρεται ως δέκατος τρίτος δαίµονας –ενότητα 3-, χαρακτηρισµός που παραπέµπει στο Συµπόσιο του Πλάτωνα. Πράγµατι βλέπουµε µέσα στο κείµενο έντονη την επιρροή των αστέρων στις ζωές µας σε σηµείο µάλιστα που και ο ίδιος ο Ιούδας αναφέρεται ως αστέρας -ενότητα 5. Η δε ψυχή διαχωρίζεται από το πνεύµα. Η ψυχή είναι το ενδότερο στοιχείο που συνδέει τον άνθρωπο µε το θείο, ενώ το πνεύµα είναι η πνοή της ζωής.
Μετά το θάνατο οι ψυχές όσων ανήκουν στη γενιά του Σηθ θα εισέλθουν στον ουράνιο νυµφώνα, ενώ των υπολοίπων θα πεθάνουν. Όλα αυτά τα στοιχεία αφενός φέρνουν κοντά το κείµενο µε τον πλατωνισµό, αφού αποτελούν πλατωνικές επιρροές διαµορφωµένες στα Σηθιανά πρότυπα και αφετέρου το αποµακρύνουν ακόµη περισσότερο από τη γνήσια Χριστιανική διδασκαλία. Αφού η ζωή µας εξαρτάται αποκλειστικά και µόνο από το θέληµα του Θεού, χωρίς να επηρεάζεται από την κίνηση των πλανητών. Ακόµη οι ψυχές όλων των ανθρώπων είναι αθάνατες, δε γίνεται κάποιος διαχωρισµός, και φυσικά δεν υφίσταται διαίρεση του ανθρώπου σε σώµα, ψυχή και πνεύµα.
Ο άνθρωπος είναι και σώµα και ψυχή, που το ένα βοηθά το άλλο στην εκπλήρωση του σκοπού της ζωής του, τη Θέωση. Μήνυµα του ευαγγελίου του Ιούδα είναι ότι, όπως ο Ιησούς είναι ένα πνευµατικό ον που ήρθε από ψηλά και θα επιστρέψει στη δόξα, έτσι και οι πραγµατικοί οπαδοί του Ιησού είναι άνθρωποι µε ψυχή, των οποίων η ύπαρξη και η µοίρα είναι άρρηκτα συνδεδεµένες µε το θείο. Ήδη όσοι γνωρίζουν τον εαυτό τους µπορούν να ζήσουν µε τη δύναµη του ενδότερου ατόµου. Στο τέλος της θνητής ζωής τους οι άνθρωποι που ανήκουν σε αυτή τη σπουδαία γενεά του Σηθ θα εγκαταλείψουν όλα τα πράγµατα του θνητού κόσµου, ώστε να ελευθερώσουν το ενδότερο άτοµο και την ψυχή.
Σκοπός του ευαγγελίου είναι να προβάλλει το πρόσωπο του Ιούδα ως τον εκλεκτό του Ιησού που θα τον βοηθήσει να απεκδυθεί το σαρκικό του σώµα και να επιστρέψει έτσι στο ουράνιο βασίλειο. Παράλληλα βάλλει κατά της αναδυόµενης Ορθόδοξης εκκλησίας προσπαθώντας να δείξει πως η διδασκαλία της είναι µια πλάνη, ενώ οι ηγέτες της είναι υπηρέτες του κυβερνήτη αυτού του κόσµου και όσα κηρύσσουν στερούνται καρποφόρου περιεχοµένου. Μάλιστα για να τους µειώσει ακόµη περισσότερο τους κατηγορεί για ανηθικότητα. Το απόκρυφο ευαγγέλιο του Ιούδα παρουσιάζει ως προς το περιεχόµενο του πολλές όµοιες σκηνές µε τα κανονικά βιβλία της Καινής Διαθήκης.
Μία πρώτη οµοιότητα είναι η σκηνή της κλήσης των δώδεκα µαθητών από τον Ιησού. Στους τρεις συνοπτικούς ο Κύριος καλεί τους µαθητές του για να τους δώσει οδηγίες περί του αποστολικού κηρύγµατος. Αντίστοιχα και στην ενότητα 1 του απόκρυφου κειµένου διαβάζουµε, και αφού µερικοί (βάδισαν) στο δρόµο της δικαιοσύνης ενώ άλλοι βάδισαν στις παραβάσεις τους, κλήθηκαν οι δώδεκα µαθητές. Επίσης η οµολογία των µαθητών ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού είναι κοινή και στις δύο πλευρές.
Έτσι στο ευαγγέλιο του Ιούδα οι µαθητές απευθυνόµενοι στο διδάσκαλο οµολογούν ότι ''Κύριε είσαι ο υιός του θεού µας'' (ενότητα 1- σκηνή 1) και στην Καινή Διαθήκη ο Πέτρος οµολογεί ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος. Στα «κανονικά» ευαγγέλια ο Ιησούς αφού ρωτά τους µαθητές του σχετικά µε τη γνώµη που έχει γι’αυτόν ο λαός, ο Πέτρος απαντά δίνοντας τη θεµελιώδη διδασκαλία της εκκλησίας, η οποία δια της κεφαλής της, τον Ιησού Χριστό, είναι αλώβητη από τις δυνάµεις του κακού και το θάνατο. Μία ακόµη όµοια σκηνή είναι η αντικατάσταση του Ιούδα στον κύκλο των δώδεκα.
Στις Πράξεις ο Ιούδας αντικαθίσταται, Θείω πνεύµατι, από τον Ματθία και στο απόκρυφο έργο ο Ιησούς διαβεβαιώνει τον Ιούδα ότι κάποιος άλλος θα τον αντικαταστήσει, µε σκοπό οι δώδεκα (µαθητές) να µπορέσουν ξανά να συµπληρωθούν µε το θεό τους (ενότητα 1). Παρακάτω έχουµε την εικόνα του Ναού του Σολόµωντος. Στο µεν ευαγγέλιο του Ιούδα παρατίθεται το όραµα του ναού από τους µαθητές (ενότητα 2), ενώ στους τέσσερις ευαγγελιστές παρουσιάζεται η δίωξη, από τον Ιησού, των αργυραµοιβών και των εµπόρων µέσα από το χώρο του ναού. Επίσης οι παραβολές:
α) Για τα άκαρπα δένδρα και
β) Για το σπόρο και το θερισµό του είναι κοινές και στο απόκρυφο ευαγγέλιο και στην Καινή Διαθήκη, µε τη διαφορά ότι στα κανονικά βιβλία µας δίδεται και ο λόγος για τον οποίο ο Ιησούς µιλά µε παραβολές.
Ο λόγος αυτός συνίσταται στην προφύλαξη από τον σκανδαλισµό των αναξίων και συγχρόνως στην εντύπωση µέσα στη µνήµη των ακροατών της αλήθειας ως εικόνα µε σκοπό όταν αυτοί έλθουν σε σηµείο υψηλής πνευµατικής στάθµης να θυµηθούν και να κατανοήσουν την αλήθεια του ευαγγελίου του Χριστού. Πιο κάτω στο ευαγγέλιο του Ιούδα υπάρχει η εικόνα του ουράνιου βασιλείου, Είδα (ένα σπίτι), εκεί πάντοτε, στον αιώνιο κόσµο µε τους Αγίους αγγέλους (ενότητα 3) λέει ο Ιούδας, µια σκηνή που συναντούµε και στον Ιωάννη. Η ανύψωση του Παύλου στη Β' Κορινθίους, είναι ένα θέµα που συναντούµε επίσης στο απόκρυφο έργο µε την ανύψωση του Ιούδα.
Ο Παύλος πιθανώς µεταξύ 40 και 43 βίωσε αυτή την αρπαγή στο ουράνιο βασίλειο όπου είδε και άκουσε πράγµατα, που άνθρωπος κανείς δεν µπορεί να εκφράσει. Αυτό δείχνει πως όσα µας παρουσιάζουν οι Γραφές είναι αρκετά για τη σωτηρία µας. Αντίστοιχα το ευαγγέλιο του Ιούδα αναφέρεται στην είσοδο του Ιούδα στο ουράνιο βασίλειο, στις έσχατες ηµέρες θα αναθεµατίσουν την ανύψωση σου στην Αγία (γενεά) (ενότητα 3). Το άρρητο και η υπερβατικότητα του Θείου αποτελούν επίσης ένα κοινό θέµα µεταξύ της Α' Κορινθίους, όπου παρουσιάζεται το γεγονός ότι το περιεχόµενο της Θείας αποκάλυψης είναι απρόσιτο στις ανθρώπινες αισθήσεις.
Και του ευαγγελίου του Ιούδα, στο οποίο αναφέρεται σχετικά, που κανένα Αγγέλου µάτι δεν έχει δει ποτέ, καµιά σκέψη της καρδιάς δεν έχει ποτέ κατανοήσει, και ουδέποτε αποκλήθηκε µε κάποιο όνοµα (ενότητα 4). Μελετώντας παρακάτω το προς εξέταση έργο συναντούµε τη νεφέλη φωτός, καθώς και το θέµα της µεταµορφώσεως. Έτσι στην πρώτη περίπτωση διαβάζουµε, τότε ένα φωτεινό σύννεφο εµφανίστηκε εκεί και στη δεύτερη, ο Ιούδας σήκωσε τα µάτια του και είδε το φεγγοβόλο σύννεφο, και εισήλθε σ’ αυτό (ενότητα 4). Βέβαια στην Καινή Διαθήκη µας δίδονται πολλές περισσότερες λεπτοµέρειες επί των συγκεκριµένων θεµάτων. Έτσι έχουµε την περιγραφή του σώµατος του Ιησού κατά το γεγονός της µεταµορφώσεως, καθώς και την παρουσία του Ηλία και του Μωϋσή.
Το άκουσµα της θεϊκής φωνής είναι µία ακόµη όµοια σκηνή µεταξύ των τριών συνοπτικών και του ευαγγελίου του Ιούδα, µε τη διαφορά ότι η φωνή του Θεού Πατέρα στα µεν «κανονικά» ευαγγέλια ακούγεται κατά το γεγονός της βαπτίσεως του Ιησού υπό του Ιωάννου, ενώ στο ευαγγέλιο του Ιούδα σχετίζεται µε το θέµα της νεφέλης, εκείνοι που στέκονταν στη γη άκουσαν µια φωνή να έρχεται από το σύννεφο, λέγοντας, ''µεγάλη γενεά'' (ενότητα 4). Ο φόβος των αρχιερέων απέναντι στον Ιησού είναι ένα γεγονός που µαρτυρείται και από το απόκρυφο κείµενο, αλλά κάποιοι γραµµατείς τον παρακολουθούσαν προσεχτικά µε σκοπό να τον συλλάβουν κατά τη διάρκεια της προσευχής.
Γιατί φοβούνταν τους ανθρώπους, αφού είχε θεωρηθεί απ’ όλους προφήτης (ενότητα 6), αλλά και από τους τέσσερις ευαγγελιστές. Τέλος δε λείπει από το ευαγγέλιο του Ιούδα και ο µισθός της προδοσίας, και έλαβε µερικά χρήµατα και τον παρέδωσε σ’ αυτούς (ενότητα 6), που αναφέρεται επίσης στα κανονικά βιβλία της Καινής Διαθήκης, στα οποία όµως µας δίδεται το ακριβές ποσόν, τα τριάκοντα αργύρια. Εκτός από τις οµοιότητες προς τα κανονικά κείµενα της Καινής ∆ιαθήκης υπάρχουν στο ευαγγέλιο του Ιούδα και κάποιες παρόµοιες εικόνες µε το βιβλίο της Γενέσεως. Ξεκινάµε την έρευνα µας µε τη δηµιουργία του ανθρώπου, ένα θέµα που απαντάται και στα δύο έργα.
Έτσι στο Γέννεσης παρουσιάζεται το θαυµαστό γεγονός της δηµιουργίας της κορωνίδας των πλασµάτων του Θεού, του ανθρώπου. Από την αγιογραφική διήγηση συνάγεται το τρυσιπόστατον του Θεού, το αυτεξούσιον του ανθρώπου και η δυνατότητα του να γίνει κατά χάριν θεός και η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω σε όλα τα δηµιουργήµατα. Στο ευαγγέλιο του Ιούδα παρουσιάζεται η δηµιουργία του ανθρώπου από τον κατώτερο Θεό Σάκλα, τότε ο Σάκλας είπε στους αγγέλους του, «Ας δηµιουργήσουµε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ οµοίωση. Ο Αδάµ και οι απόγονοι του θα ζήσουν πολλά χρόνια και στο απόκρυφο έργο, τότε ο (άρχοντας) είπε στον Αδάµ, Θα ζήσεις πολύ, µε τα παιδιά σου).
Παρακάτω στο Γέννεσης ο ιερός συγγραφέας παρουσιάζει το εµφύσηµα στον άνθρωπο της πνοής του Θεού, δηλαδή της ψυχής, η οποία και αποτελεί την κινητήριο δύναµη του σώµατος. Στο ευαγγέλιο του Ιούδα βλέπουµε τη διάκριση ψυχής και πνεύµατος, καθώς και την εκχώρηση πνευµάτων σε δύο οµάδες ανθρώπων, τους προορισµένους για την απώλεια και τους σεσωσµένους της αγίας γενεάς. Ο Ιησούς είπε, «Γι’ αυτόν το λόγο ο Θεός διέταξε τον Μιχαήλ να τους δώσει τα πνεύµατα των ανθρώπων σαν ένα δάνειο, έτσι ώστε θα µπορούσαν να προσφέρουν υπηρεσία, αλλά ο Μέγας Ένας διέταξε τον Γαβριήλ να παραχωρήσει πνεύµατα στη µεγάλη γενεά χωρίς επάνω της κανέναν άρχοντα – δηλαδή, το πνεύµα και την ψυχή.
Στο Γέννεσης, γίνεται λόγος για την άρδευση του παραδείσου από ένα ποταµό, ο οποίος πήγαζε από την Εδέµ. Ο ποταµός αυτός διεκλαδίζετο σε τέσσερις άλλους, το Φισών, το Γεών, ο Τίγρης και ο Ευφράτης. Στο ευαγγέλιο του Ιούδα διαβάζουµε χαρακτηριστικά αλλά αυτός έχει έρθει να ποτίσει τον παράδεισο του Θεού. Στη θέση του Άβελ, τον οποίο εφόνευσε ο Κάϊν, η Εύα γέννησε το Σηθ, ως φορέα της Μεσσιανικής υπόσχεσης περί της καταγωγής του Μεσσία. Για το λόγο αυτό και Σηθ σηµαίνει αντικατάσταση. Αντίστοιχα το απόκρυφο κείµενο αναφέρεται στην αγία και µεγάλη γενεά του Σηθ, αυτός έφτιαξε την αδιάφθορη (γενεά) του Σηθ.
Έπειτα στο Γέννεσης, αναφέρεται ο Νεµβρώ, βασιλιάς της Μεσοποταµίας, πιθανώς ιδρυτής της Βαβυλωνιακής δυναστείας, που ταυτίζεται µε τον εθνικό Βαβυλωνιακό ήρωα Γιλγαµές. Το πρόσωπο αυτό αναφέρεται και στο ευαγγέλιο του Ιούδα, το όνοµα του ήταν Νεµβρώ. Τέλος πρέπει να προσθέσουµε και µία τελευταία οµοιότητα του απόκρυφου ευαγγελίου µε τον προφήτη Ιεζεκιήλ. Στο χωρίο Ιεζεκιήλ, διαβάζουµε περί της αχαριστίας του Ισραήλ, την οποία επέδειξε µέσω της λατρείας των ειδώλων και της σαρκικής ακολασίας. Αντιστοίχως στο ευαγγέλιο του Ιούδα αναφέρεται σχετικά, θα πορνεύουν τότε στο όνοµα µου και θα σφάξουν τα παιδιά τους.
Κοινός τόπος των δύο κειµένων είναι το θέµα της πορνείας και ακολασίας στο όνοµα του Θεού.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Γενική Αξιολόγηση του Απόκρυφου Ευαγγελίου του Ιούδα στη Σύγχρονη Έρευνα
Το απόκρυφο ευαγγέλιο του Ιούδα προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις στον επιστηµονικό χώρο. Όντως αποτελεί ένα αρχαίο χειρόγραφο, το οποίο µας δίνει την ευκαιρία να εξετάσουµε την ιδιαίτερη εκείνη πτυχή του Γνωστικισµού που λέγεται Σηθιανισµός. Παρακάτω παρατίθενται διάφορες τοποθετήσεις ερευνητών που ασχολήθηκαν µε το εν λόγω έργο και ακολουθεί η προσωπική µου άποψη περί του θέµατος για να κλείσει η ανά χείρας εργασία µε τα συµπεράσµατα που µπορούµε να αποκοµίσουµε από τη συγκεκριµένη µελέτη. Θα ξεκινήσουµε την έκθεση των απόψεων εκείνων οι οποίοι συνέβαλαν στη µετάφραση και έκδοση του απόκρυφου κειµένου.
Για το Francois Gaudard το ευαγγέλιο του Ιούδα αποκαθιστά τον προδότη µαθητή ως εκλεκτό όργανο του Θεού και συγχρόνως ανατρέπει ένα από τα ισχυρότερα στερεότυπα του αντισηµιτισµού. Κατά τον Donald Senior το απόκρυφο αυτό έργο συναινεί στην αναγνώριση της ύπαρξης πρωτοχριστιανικών κειµένων στα οποία οι πρώτοι Χριστιανοί προσπαθούσαν να διατυπώσουν σύµφωνα µε το δικό τους τρόπο τα διδάγµατα του Ιησού. Η Amy-Jill Levine υποστηρίζει πως το ευαγγέλιο του Ιούδα δείχνει ότι οι πρώτοι Χριστιανοί δεν ένιωθαν δεσµευµένοι από τα κανονικά βιβλία της επίσηµης εκκλησίας. Οµοίως και ο Elaine Pagels λέει ότι η ανακάλυψη αυτή αποδεικνύει την ποικιλία των απόψεων του πρωτοχριστιανικού κινήµατος.
Ο Bart Ehrman υποστηρίζει πως το απόκρυφο αυτό έργο θα ανοίξει νέους ορίζοντες στην κατανόηση του Ιησού και του Χριστιανισµού και ο Γρέγκορ Βουρστ µιλώντας για το θέµα λέει πως είναι ευκαιρία να ανιχνεύσουµε µέσα από το κείµενο την ιστορία του σηθιανισµού πριν την εποχή του Ειρηναίου. Κατά τo Marvin Meyer το ευαγγέλιο του Ιούδα αποτελεί ένα εξαιρετικό µέσον για τη µελέτη των θρησκειών και των πολιτισµών. Μας δίνει πληροφορίες για την ιδιαίτερη γνωστική µερίδα των σηθιανών και µας ωθεί στην αξιολόγηση του ιστορικού ρόλου του Ιούδα του Ισκαριώτη. Για τον Craig A. Evans το εν λόγω έργο µπορεί να αντικατοπτρίζει πρώιµους προβληµατισµούς σχετικά µε τα κίνητρα που οδήγησαν τον Ιούδα στην προδοσία του Κυρίου.
Τέλος ο Stephen Emmel βλέπει στο έργο αυτό µια ακόµη ευκαιρία να διευρύνουµε τις γνώσεις µας για τους προγόνους µας, ώστε κατανοώντας το παρελθόν µας, να οργανώσουµε καλλίτερα το µέλλον µας. Από την άλλη πλευρά για τους Ορθόδοξους θεολόγος το ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα ακόµη γνωστικό έργο, το οποίο δεν έχει να προσφέρει τίποτα σε θέµατα πίστεως, παρά µόνο στα σχετικά µε την ιστορία της ιδιαίτερης αυτής οµάδας των Σηθιανών Γνωστικών. Έτσι για τον Χρ. Αραµπατζή, λέκτορα της θεολογικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης το έργο αυτό παρουσιάζει τον άνθρωπο, ο οποίος είναι ελεύθερος, εγκλωβισµένο και αναγκασµένο να αµαρτάνει, αφού ο Ιούδας καλείται να προχωρήσει στην ανίερη πράξη της προδοσίας.
Έπειτα από το «ευαγγέλιο» αυτό λείπει ο αναστάσιµος χαρακτήρας των κανονικών ευαγγελίων, σύµφωνα µε το θεολόγο ∆. Μησουρά. Κατά τον καθηγητή της θεολογικής σχολής Αθηνών Γ. Γαλίτη το απόκρυφο αυτό κείµενο είναι ένα Γνωστικό έργο, ξένο προς τα κανονικά βιβλία της Καινής Διαθήκης που τώρα το εξέδωσαν κάποιοι επιτήδειοι προκειµένου να κερδοσκοπήσουν. Άλλωστε πώς είναι δυνατόν ο Ιούδας να έγραψε ευαγγέλιο, αφού αυτοκτόνησε; αναρωτιέται ο µητροπολίτης Ιερισσού κ. Νικόδηµος. Τα ευαγγέλια γράφτηκαν µετά την ανάσταση του Κυρίου. Η προσωπική άποψη κυµαίνεται µεταξύ της θεολογίας ως ακαδηµαϊκή επιστήµη αφενός και της θεολογίας ως εµπειρία ζωής αφετέρου.
Βάσει των πορισµάτων που εξήχθησαν από την παρούσα εργασία πάνω στο απόκρυφο ευαγγέλιο του Ιούδα προκύπτει ότι το συγκεκριµένο έργο είναι ένα αρχαίο κείµενο, το οποίο οφείλουµε να σεβαστούµε διότι µας παρέχει σηµαντικές πληροφορίες για την ιδιαίτερη οµάδα των γνωστικών που ο χριστιανικός ερµηνευτής Ειρηναίος αποκαλεί Καϊνίτες. Αντλούµε λοιπόν στοιχεία σχετικά µε την κοσµολογία, αλλά και τη θεολογία της συγκεκριµένης αίρεσης. Από την άλλη πλευρά δεν υποστηρίζουµε καµία από τις θέσεις που αυτό το κείµενο προβάλλει, γιατί αυτό ανήκει στην επιστηµονική έρευνα που οφείλει να είναι ελεύθερη και αδέσµευτη.
Επανανακάλυψη
Στην πραγματικότητα δεν δόθηκε καμία δημοσιότητα στην εποχή της ανακάλυψης του χειρογράφου, καθώς κατά τα φαινόμενα υπήρξε προϊόν αρχαιοκαπηλείας. Στην δεκαετία του '70 χωρικοί ή αρχαιοκάπηλοι -ανάλογα με το ποια ερμηνεία προτιμά κανείς- ανακάλυψαν τον κώδικα σε πάπυρο, κοντά στην Ελ Μίνυα, στην Αίγυπτο. Η περιπέτεια του χειρογράφου ξεκινά προφανώς το 1978, όταν πωλείται σε Αιγύπτιο έμπορο αρχαιοτήτων αγνώστου ταυτότητας -μόνο το όνομα Χάννα είναι γνωστό- στο Κάιρο. Τον Μάιο του 1983, σύμφωνα με τις αναφορές του National Geographic γίνεται απόπειρα πώλησης του χειρογράφου σε ομάδα Αμερικανών επιστημόνων σε ένα ξενοδοχείο στη Γενεύη, της Ελβετίας.
Η αγοραπωλησία δεν ευδοκιμεί λόγω υψηλών οικονομικών απαιτήσεων και το επόμενο έτος θα αποτύχει και η προσπάθεια πώλησης του κώδικα στη Νέα Υόρκη. Ο πάπυρος ασφαλίζεται σε τραπεζική θυρίδα στο Χίκσβιλ της Νέας Υόρκης, όπου και παραμένει για 16 χρόνια, υφιστάμενος σημαντικές αλλοιώσεις εξαιτίας της αλλαγής κλίματος. Τον Απρίλιο του 2000 η μια άλλη έμπορος αρχαιοτήτων, η Φρίντα Νούσμπεργκερ-Tσάκος, αγοράζει τον κώδικα από τον Αιγύπτιο έμπορο αρχαιοτήτων. Τον ίδιο μήνα η Βιβλιοθήκη Σπάνιων Βιβλίων και Χειρογράφων Μπάινικι μέσω του Στήβεν Έμμελ του πανεπιστημίου Γέιλ -κατά παραγγελία του πανεπιστημίου Σάουθερν Μεθόδιστ- επιβεβαιώνει ότι ο κώδικας περιέχει το ευαγγέλιο του Ιούδα.
Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια πώλησης του χειρογράφου η Τσάκος μεταβιβάζει τον κώδικα στο ίδρυμα Maecenas Foundation for Ancient Art, στη Βασιλεία της Ελβετίας. Το ίδρυμα Μαικήνας απευθύνεται σε έναν ειδήμονα επί της κοπτικής γραμματείας, τον Ρούντολφ Κασσέρ, προκειμένου να αρχίσει η διαδικασία της μετάφρασης του κώδικα από την Κοπτική. Ο Κασσέρ με τη σειρά του ζήτησε τη βοήθεια της Ελβετίδας Φλοράνς Νταρμπρ και του Γκρέγκορ Βουρστ, ειδικού στην κοπτική γραμματεία, από το πανεπιστήμιο του Άουγκσμπουργκ στη Γερμανία, για την ανασύνθεση των 26 σελίδων του κώδικα, με τη βοήθεια ειδικού λογισμικού που αποδελτιώνει κείμενα, εντοπίζει τα κενά και επιχειρεί τον ανασυνδυασμό τους με το υπάρχον κείμενο.
Επιλέγοντας από τους προτεινόμενους συνδυασμούς του ηλεκτρονικού υπολογιστή εκείνους που συμφωνούσαν με τη φορά των ινών του παπύρου, οι Νταρμπρ, Βουρστ και Κασσέρ κατάφεραν να ανασυνθέσουν το μεγαλύτερο ποσοστό (80%) των κειμένων του χειρογράφου μετά από πέντε χρόνια προσπάθειας. Μισή σελίδα που είχε αποσπαστεί από το ευαγγέλιο ανακαλύφθηκε στη Νέα Υόρκη, φωτογραφίστηκε και εντάχθηκε στο μεταφραστικό πρόγραμμα.
Σε ό,τι αφορά στην χρονολόγησή του, η ραδιοχρονολόγηση του παπύρου από το πανεπιστήμιο της Αριζόνα τοποθέτησε το κείμενο μεταξύ του 220 και του 340 Κ.Ε. Η επιβεβαίωση της τιμής που έδωσε η ραδιοχρονολόγηση έγινε μέσω της ανάλυσης της μελάνης, η οποία σύμφωνα με την McCrone Associates Inc., στο Σικάγο, φαίνεται να περιέχει συστατικά που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή μελάνης κατά τον 3ο και 4ο αιώνα Κ.Ε. Τον Απρίλιο του 2006 ο κώδικας παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ενώπιον του κοινού στα κεντρικά γραφεία της National Geographic Society, στην Ουάσιγκτον.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ: ΜΕΡΟΣ Α'
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου