ΠΟΛΙΤΗΣ
Γιος του Πρίαμου και της Εκάβης. Λεγόταν ότι ήταν γρήγορος στα πόδια, γι' αυτό και κατόπτευε το στρατόπεδο των Αχαιών, ώστε να ειδοποιεί έγκαιρα τους Τρώες σε περίπτωση επίθεσης. Σε μια εκδοχή του μύθου του Τρωίλου τον βοήθησε να αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα, ενώ έσωσε τον άλλο αδελφό Δηίφοβο στη μάχη κοντά στα πλοία. Τον γιο αυτό είδε ο Πρίαμος να σκοτώνεται από τον Νεοπτόλεμο στον βωμό του Ερκείου Διός, στο παλάτι, όπου είχαν προσπέσει σε ικέτες. Αμέσως μετά, ο γιος του Αχιλλέα έπιασε τον γέροντα από τα μαλλιά, τον τράβηξε από τον βωμό και τον αποκεφάλισε. Τη σκηνή αυτή βλέπουμε σε ερυθρόμορφη κάλπη του ζωγράφου του Κλεοφράδη, 480-475 π.Χ.
Ο Βιργίλιος μνημονεύει ένα γιο του Πολίτη, τον Πρίαμο, που πήρε μέρος στους ταφικούς αγώνες προς τιμή του Αγχίση, πατέρα του Αινεία, και ο οποίος ίδρυσε πόλη στο Λάτιο. Από το όνομά του την ονόμασε Politorium.
ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ
Στην ομηρική εκδοχή ο Πολύδωρος ήταν γιος του Πρίαμου και της Λαοθόης. Ο πατέρας του τον είχε αρχικά απομακρύνει από το πεδίο των μαχών, γιατί ήταν πολύ νέος. Εκείνος όμως, έχοντας το χάρισμα της γρηγοράδας, επιτέθηκε στον Αχιλλέα, ο Μυρμιδόνας όμως τον σκότωσε* και τον γύμνωσε από τον ασημένιο θώρακά του. Μετά τον θάνατο του γιου της, η Θέτιδα χάρισε τον θώρακα στον Αγαμέμνονα.
Σε μεταγενέστερες παραδόσεις, των τραγικών, των αλεξανδρινών και των ρωμαίων ποιητών, ήταν γιος του βασιλικού ζεύγους της Τροίας, του Πρίαμου και της Εκάβης. Ο πατέρας του τον εμπιστεύτηκε στον γαμπρό του, τον βασιλιά της Θράκης Πολυμήστορα, καθώς και πολύτιμους θησαυρούς της Τροίας, ώστε, αν η Τροία αλωνόταν, να μπορούσε ο Πολύδωρος να κρατήσει τη θέση του, όταν θα ενηλικιωνόταν. Όμως ο Πολυμήστορας, είτε γιατί θέλησε τους θησαυρούς, είτε γιατί συμμάχησε με τους Έλληνες, σκότωσε το παιδί και έριξε το σώμα του στη θάλασσα που το ξέβρασε στην ακτή της Τρωάδας την ώρα που γυναίκες αντλούσαν νερό για να αποδώσουν ταφικές τιμές στη θυσιασμένη Πολυξένη. Η Εκάβη ζήτησε από τον Αγαμέμνονα να της επιτρέψει να τον θάψει δίπλα στην Πολυξένη και, σύμφωνα με τον Ευριπίδη, εκδικήθηκε τον θάνατο του Πολύδωρου τυφλώνοντας τον επίορκο φύλακα του παιδιού της· άλλες Τρωαδίτισσες σκότωσαν τα παιδιά του. Για μια ακόμη φορά, θύμα του πολέμου υπήρξε η αθωότητα. Και η Εκάβη χάνει και τον μικρότερο γιο της αλλά και τον εγγονό της, τον Αστυάνακτα.
Άλλες παραδόσεις θέλουν τον Πολυμήστορα να δίνει το παιδί στον Αίαντα τον Τελαμώνιο, που λεηλατούσε τη χώρα του, για να το χρησιμοποιήσουν οι Έλληνες σαν όμηρο και να το ανταλλάξουν με την Ελένη. Οι Τρώες αρνήθηκαν την ανταλλαγή και το παιδί λιθοβολήθηκε στα τείχη της πόλης. Το πτώμα του αποδόθηκε στην Εκάβη.
Οι τραγικοί πάλι επινόησαν την ιστορία ότι ο Πολυμήστορας κατά λάθος αντί να σκοτώσει τον Πολύδωρο σκότωσε τον γιο του Δηίπυλο και ότι ο Πολύδωρος τιμώρησε αργότερα τον επίορκο βασιλιά.
Τέλος, ο Βιργίλιος συνδέει στην Αινειάδα τον Πολύδωρο με την τύχη και το ταξίδι του Αινεία. Ο Αινείας πέρασε από την ακτή της Θράκης, όπου ο Πολυμήστορας είχε θάψει τον Πολύδωρο, με σκοπό να ιδρύσει μια πόλη εκεί. Κατά το έθιμο, θέλησε να τελέσει θυσία και να στολίσει τον βωμό με κλαδιά. Όμως όταν έκοψε κλαδιά από τα δέντρα που φύτρωναν στον τάφο του Πολύδωρου, άρχισε να στάζει αίμα και μια φωνή αποκάλυψε στον Αινεία πού βρισκόταν, ότι τα δέντρα αυτά είχαν φυτρώσει από τα δόρατα που είχαν τρυπήσει τον Πολύδωρο, του αφηγήθηκε την ιστορία του φόνου και της κλοπής των θησαυρών και τον συμβούλευσε να μην ιδρύσει πόλη στο καταραμένο μέρος. Ο Αινείας απέδωσε τιμές στο δολοφονημένο παιδί και εγκατέλειψε τη χώρα. (Βιργ., Αιν. 3.1-68**)
-------------------------
*Πολύδωρος
Στον Πριαμίδην έπειτα Πολύδωρον εχύθη·
τούτον από τον πόλεμον εμπόδιζε ο πατέρας,
ότ' ήταν το υστερόγεννο και αγαπητό παιδί του,
ανεμοπόδης φοβερός και τότε απ΄ αγνωσιά του
μες στους προμάχους έτρεχε να δείξει πόσο αξίζουν
τα πόδια του, ώσπου έχασε την ποθητήν ζωήν του.
Εκείνον ο πτερόποδος ακόντισε Πηλείδης
στα νώτα εμπρός του ως έφευγε, της ζώνης όπου οι κόμποι
χρυσοί τον διπλόν θώρακα κλεισμένον εκρατούσαν.
Και η λόγχη αντίκρυ σχίζοντας τον ομφαλόν του εβρήκε·
σκούζοντας εγονάτισε, το φως δεν είδε πλέον
και με τα χέρια τ΄ άντερα σκυμμένος εβαστούσε.
Άμ' είδε τον αυτάδελφον Πολύδωρον ο Έκτωρ
χάμω στην γην να στρέφεται με τ΄ άντερα στα χέρια,
θάμπωμα του 'λθε και μακράν ακόμη να γυρίζει
δεν έστερξε, αλλ' εχύθηκεν επάνω στον Πηλείδην
ωσάν φωτιά, τινάζοντας την λόγχην·
(Όμ., Ιλ. 407-423)
**Αινείας και Πολύδωρος
Αφού αποφάσισαν οι επουράνιοι ν' αφανίσουν την Ασία και του Πρίαμου το ανεύθυνο έθνος, κι έπεσε το περήφανο Ίλιο κι όλη γκρεμισμένη καπνίζει η Ποσειδώνεια Τροία, οδηγούμαστε από τα σημάδια των θεών να ζητήσουμε χώρα της εξορίας μας μακρινή κι ερημικούς τόπους, και στόλο ναυπηγούμε κάτω από την ίδια Άνταντρο και τα βουνά της Φρυγικής Ίδας, μην ξέροντας, για πού μας φέρνουν οι μοίρες, πού θα μας οριστεί να σταθούμε· συγκεντρώνουμε τούς άντρες. Μόλις είχε πρωταρχίσει η άνοιξη κι ο πατέρας Αγχίσης διάταξε να σηκώνουμε τα πανιά στο πεπρωμένο, όταν με δάκρυα τις ακρογιαλιές της πατρίδας και τα λιμάνια αφήνω και τους κάμπους, όπου κάποτε η Τροία υπήρξε. Πλανιέμαι εξόριστος στο πέλαγο με τους συντρόφους και με το γιο μου και με τους σπιτικούς και τους μεγάλους θεούς.
Χώρα μακριά σ' απλόχωρους κάμπους η Μαβορτία καλλιεργιέται, οι Θράκες αλετρίζουν, που κάποτε βασίλευε ο άγριος Λυκούργος, παλιά φιλοξενία της Τροίας κι οι Εφέστιοί της σύμμαχοι των δικώ μας, όσο είχαμε τύχη. Φτάνω εδώ και στην καμπυλωτή αχτή στήνω στο πρώτο μας κάστρο βγαίνοντας με σημάδια εχθρικά κι από το δικό μου όνομα πλάθω το όνομα Αινειάδες.
Θυσίες στη Διωναία μητέρα και στους θεούς πρόσφερνα για να προστατέψουν τ' αρχινισμένα μας έργα κι άσπρον ταύρο στο βασιλιά των επουράνιων θυσίαζα στ' ακρογιάλι. Έτυχε να είναι ψήλωμα κοντά και στην κορφή του θάμνοι κρανιάς και μυρτιά τρομαχτική με τα πυκνά της κλαριά. Τη σίμωσα και την πράσινη χλωρασιά από το χώμα προσπαθώντας να ξεριζώσω, με τούς θαλερούς της κλώνους τους βωμούς να σκεπάσω, ανατριχιαστικό κι αλλόκοτο να ειπωθεί βλέπω σημάδι. Δηλαδή από τις σπασμένες ρίζες του πρώτου δέντρου που ξεριζώνεται από το έδαφος, μαύρου αίματος γλιστράνε σταγόνες και μια πήχτρα μόλεβε το χώμα. Ρίγος τα μέλη μου τραντάζει και το αίμα μου από το φόβο παγώνει. Ξανά κι άλλου δέντρου τόν τρυφερό κορμό προχωρώ ν' αποσπάσω και να ψάξω ως το βάθος τις κρυφές του σημαδιού αιτίες· μαύρο κι από του άλλου δέντρου τη φλούδα βγαίνει αίμα. Στριφογυρίζοντας πολλά στο μυαλό μου τις αγροτικές ικέτευα νεράιδες και το Θούριο πατέρα, που τη χώρα των Γετών προστατεύει, για να ξεδιαλύνουν σε καλό το σημάδι και δεξιά ναν τα φέρουν. Μα αφού με μεγαλύτερη ορμή ρίχνουμαι σε τρίτο κλαρί και πεσμένος στα γόνατα παλαίβω με τον αντιστεκούμενο άμμο -ναν το πω η ναν το σιωπήσω;- στεναγμός πολυδάκρυτος ακούγεται βαθειά από το ψήλωμα και φωνή βγαλμένη φτάνει στ' αφτιά μου: Γιατί εμέ το δύστυχο, Αινεία, με σπαράζεις; λυπήσου με πια στον τάφο μου· φυλάξου τ' αμόλυντα χέρια σου να μολέψεις. Η Τροία δε με γέννησε αλλόφυλο σ' εσένα και τούτο το αίμα από κλωνάρι δεν τρέχει. Αλίμονο! φύγε από τη σκληρή χώρα, απόφυγε την αχτήν την πλεονέχτρα. Γιατί εγώ είμαι ο Πολύδωρος. Εδώ σπάρσιμο από σιδερένιες σαΐτες που με διατρύπησαν με σκεπάζει και που ξεφύτρωσαν μυτερά κοντάρια». Τότε λοιπόν ζουλίστηκε το μυαλό μου και κιτρίνισα από φόβο διπλό κι οι τρίχες μου σηκώθηκαν κι η φωνή μου κόλλησε στο λάρυγγά μου.
Τούτον τον Πολύδωρο κάποτε με πολύ βάρος χρυσού ο δύστυχος ο Πρίαμος κρυφά τον εμπιστεύτηκε στο Θρακιώτη βασιλιά για ναν τον αναθρέψει, όταν δεν είχε πια καμιά εμπιστοσύνη στα όπλα της Δαρδανίας, κι έβλεπε να πολιορκιέται η πόλη. Εκείνος, μόλις οι δυνάμεις τσακίστηκαν των Τεύκρων κι η τύχη τους εγκατάλειψε, επειδή πήγε με το μέρος του Αγαμέμνονα και με τα νικηφόρα του όπλα, κάθε όσιο παραβιάζει, τον Πολύδωρο σφάζει και με τη βία βάνει στο χέρι το χρυσάφι. Σε τι τις καρδιές των θνητών δεν αναγκάζεις, καταραμένη πείνα του χρυσού; Αφού ο φόβος τα κόκαλά μου άφησε, στους διαλεχτούς του λαού προύχοντες, και πρώτα πρώτα στον πατέρα μου, τα σημάδια των θεών αναφέρνω, και ποια είν' η γνώμη τους ρωτώ. Σ' όλους η ίδια γνώμη είναι απ' την εγκληματική ν' αναχωρήσουμε γης, να εγκαταλείψουμε τη μολυσμένη φιλοξενία, και να δώσουμε τον αέρα στο στόλο. Λοιπόν ξαναθάφτουμε τον Πολύδωρο και πελώριο τύμβο σηκώνουμε με χώμα· χτίζουμε βωμό στις κάτω ψυχές θλιβεροί από τις πένθιμες ταινίες και το μαύρο κυπαρίσσι κι ολόγυρα οι Ιλιάδες στέκουνται με ξέπλεκα μαλλιά, πως το καλεί η συνήθεια· χύνουμε από κύπελλα αφρισμένα από γάλα χλιαρό και ποτήρια από αίμα ιερό και την ψυχή στον τάφο κρύβουμε και για τελευταία φορά προσφωνούμε. (Βιργ., Αιν. 3.1-68)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου