ΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΟ 19ο ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ
ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
Το Κρητικό ζήτημα, αναπόσπαστο μέρος και συχνά σημείο αιχμής του όλου Ανατολικού ζητήματος στην ευρύτερη διάρκεια του ΙΘ' αιώνα, προσέγγισε στην τελική λύση του, όταν το 1897 τα μέλη της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας -οι έξι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής- επέβαλαν στην Τουρκία, να εκχωρήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, διατηρώντας την ψιλή μόνο επικυριαρχία και εγγυήθηκαν συλλογικά την εφαρμογή καθεστώτος αυτόνομου, υπό την προστασία τους, ορίζοντας ως ύπατο αρμοστή το δευτερότοκο γιο του βασιλέα των Ελλήνων. Στη βασική σύσταση του, το καθεστώς της αυτονομίας χαρακτηριζόταν από την πολλαπλότητα και, συχνά, τη σύγχυση στον καθορισμό της λειτουργίας των κύριων θεσμικών οργάνων του, μονομερών και συλλογικών, τοπικών και διεθνών...
Στο ίδιο πρόσωπο του ύπατου αρμοστή, συνεκτικού δεσμού με το εθνικό κέντρο, συγκρουόταν η ιδιότητα του εντολοδόχου του Κρητικού λαού και του εκπροσώπου των Προστατριών Δυνάμεων, του φορέα δηλαδή εθνικών διεκδικήσεων και του εγγυητή διεθνών δεσμεύσεων. Οι μοιραίες αυτές αντιφάσεις και οι αναπόφευκτες δυσλειτουργίες στο επίπεδο των θεσμών έμελλε να συναρτηθούν και με βαθύτερες εγγενείς αδυναμίες με έκδηλο τον αντίκτυπο στο πεδίο της διοικητικής οργάνωσης και της παραγωγικής ανάπτυξης. Υπό τις συνθήκες, αυτές, εντεινόταν η αίσθηση της προσωρινότητας και η εμμονή των κατοίκων της Μεγαλονήσου στην άμεση ικανοποίηση του ενωτικού αιτήματος.
Με το όνομα Κρητικό Ζήτημα αναφέρονταν όλα τα γεγονότα που αφορούσαν την Κρήτη και τον αγώνα της για την ανεξαρτητοποίηση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1830 μέχρι το 1913. Στην Ιστορία της Ευρώπης και ειδικότερα της διπλωματικής ιστορίας της, το λεγόμενο Κρητικό Ζήτημα απετέλεσε μέρος του γενικότερου Ανατολικού Ζητήματος, το οποίο πρωτοεμφανίσθηκε ως ιδιαίτερο πρόβλημα αμέσως μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, δηλαδή περί το 1830, όταν και προσδιορίστηκαν τα σύνορα του νεοπαγούς Βασιλείου της Ελλάδος χωρίς να συμπεριλαμβάνουν τη μεγαλόνησο Κρήτη, παρά τη συμμετοχή της στους αγώνες αλλά και τις θυσίες που είχε υποστεί κατά τον μεγάλο ξεσηκωμό.
Έτσι στην έννοια του όρου Κρητικό Ζήτημα περιλαμβάνονται όλα τα γεγονότα που συνέβησαν και αφορούσαν τον Κρητικό λαό, από την παραπάνω χρονολογία μέχρι την προσάρτηση - Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Στα γεγονότα αυτά περιλαμβάνονται στάσεις και επαναστάσεις, διεθνείς συνεννοήσεις και παρεμβάσεις, ακόμα και ένοπλες εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων αλλά και στρατιωτικές επεμβάσεις που έφθασαν και σε πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία όμως και κατέληξε στη δημιουργία ημιαυτόνομης πολιτείας, της επιλεγόμενης Κρητικής Πολιτείας το 1896, με την ευνοϊκή κατάληξη την ενσωμάτωση της Κρήτης στην Ελλάδα, στη λήξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.
Το Μάιο του 1913, η Κρήτη παραχωρήθηκε στην Ελλάδα με τη Συνθήκη του Λονδίνου. Η ένωση έγινε με επίσημη τελετή στο φρούριο Φιρκά των Χανίων την 1 Δεκεμβρίου 1913. Σημειώνεται ότι η ιστορία του Κρητικού Ζητήματος με τις διάφορες κατά καιρούς προσπάθειες επίλυσής του αποτελεί σπουδαίο κεφάλαιο της διπλωματικής ιστορίας καθώς και στη καθιέρωση πολλών θεμάτων που αποτέλεσαν βασικά σημεία εξέλιξης του Διεθνούς Δικαίου.
ΕΥΑΙΣΘΗΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ
Η αρνητική εντούτοις αυτή συγκυρία, ενωρίς έκδηλη, δεν έμελλε να οδηγήσει τις Προστάτριες Δυνάμεις στην επαναθεώρηση του καθεστώτος της αυτονομίας. Το Κρητικό ζήτημα παρέμενε αναπόσπαστα δεδομένο με το περίπλοκο Ανατολικό ζήτημα, ενταγμένο ακόμη στο δίκτυο και της ευαίσθητης Μεσογειακής ισορροπίας. Η στρατηγική θέση του νησιού, ιδιαίτερα το λιμάνι της Σούδας, δεν είχε παύσει να κεντρίζει το ενδιαφέρον, τόσο των ισχυρών δυτικών ναυτικών δυνάμεων όσο και αυτών των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, και ακόμη περισσότερο της Ρωσίας.
Ανταγωνιστικές πιέσεις και αλληλοσυγκρουόμενες βλέψεις και συμφέροντα συνέχονταν με τη διαμόρφωση, ρευστή και αυτή, θέσεων κατά κανόνα αντιθετικών μεταξύ των ίδιων των εγγυητριών κυβερνήσεων. Παράλληλα, ενώ η Πύλη ενέμενε σταθερά στην ανθενωτική στάση της, τα γειτονικά Βαλκανικά κράτη αξίωναν ανάλογες εδαφικές ικανοποιήσεις, σε αντιστάθμισμα μιας ενδεχόμενης προσάρτησης της Κρήτης στην Ελλάδα. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εμμονή των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στην αρχή του status quo έτεινε να αποτελέσει την ασφαλιστική δικλείδα, τόσο για την αλληλοεξισορρόπηση των δικών τους βλέψεων όσο και για τη διατήρηση της εύθραυστης Βαλκανικής ισορροπίας.
ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ
Απέναντι στην αρνητική αυτή στάση της Ευρώπης, η Αθήνα, ως εθνικό κέντρο, δεν διέθετε τα απαιτούμενα ισχυρά μέσα διπλωματικής πίεσης. Οι σύντονες προσπάθειες του ίδιου του ύπατου αρμοστή πρίγκιπα Γεωργίου προς την κατεύθυνση των Προστατριών Δυνάμεων, δεν είχαν αποφέρει αποτέλεσμα ως τα τέλη του 1904, παρά τον διακανονισμό ειδικότερων μόνον εκκρεμοτήτων και την πρόβλεψη επιμέρους διευκολύνσεων, ανίκανων να ανταποκριθούν στο γενικότερο αίτημα της κοινής γνώμης για ολοκλήρωση της εθνικής χειραφέτησης.
Το γεγονός αυτό επέτεινε την εσωτερική κρίση, η οποία σοβούσε αφότου ο πρίγκιπας είχε, τον Απρίλιο του 1901, απολύσει τον Ελευθέριο Βενιζέλο, σύμβουλο επί της Δικαιοσύνης, «επειδή όλως αναρμοδίως υπεστήριξε γνώμας επί σπουδαιότατου ζητήματος αντιθέτους προς το φρόνημα και την εντολήν του». Πράγματι, ο φιλελεύθερος νέος πολιτικός είχε εισηγηθεί, αντί της Ένωσης, την άμεση εξασφάλιση της οποίας έκρινε αδύνατη, την ολοκλήρωση του καθεστώτος της αυτονομίας, σε εφαρμογή του Συντάγματος και σύμφωνα με τις υποσχέσεις των Δυνάμεων.
Η επιλογή αυτή θα συντελούσε, κατά την άποψη του, στην προαγωγή των εθνικών συμφερόντων στο εξωτερικό και στην κατοχύρωση της αυτοδιοίκησης στο εσωτερικό της Μεγαλονήσου, μετά τη διοργάνωση πολιτοφυλακής και την αποχώρηση των διεθνών στρατευμάτων, και θα άνοιγε την προοπτική για μια λύση ανάλογη με την αντίστοιχη της Ανατολικής Ρωμυλίας, διασφαλίζοντας την πορεία προς την Ένωση με την Ελλάδα.
ΣΤΟ ΘΕΡΙΣΟ 1905
Όταν, με την πάροδο του χρόνου, οι διπλωματικές ενέργειες του ύπατου αρμοστή δεν αποδώσουν καρπούς, ο φιλελεύθερος ηγέτης θα επανεμφανιστεί δυναμικά στο προσκήνιο, το Μάρτιο του 1905, στο Θέρισο, επικεφαλής ένοπλης εξέγερσης, στο όνομα της ανάγκης για ριζική μεταβολή της εσωτερικής διακυβέρνησης, άκρως συντηρητικής, και, ταυτόχρονα, για ικανοποίηση του ενωτικού αιτήματος. Μεθοδευμένη με επιτηδειότητα και ευελιξία, η επαναστατική αυτή κίνηση του Βενιζέλου θα αποφέρει θετικούς καρπούς για τον ίδιο αλλά και για τη Μεγαλόνησο.
Η συγκρότηση διεθνούς εξεταστικής επιτροπής «επιφορτισμένης να αναζήτηση τας αιτίας της κρίσεως, να μελετήση τας διοικητικός και οικονομικός συνθήκας και να διατύπωση τας απόψεις της επί των επενεκτέων μεταρρυθμίσεων», θα οδηγήσει στη νέα διαρρύθμιση, τόσο των όρων της εσωτερικής διακυβέρνησης όσο και της διεθνούς θέσης της Κρητικής Πολιτείας: δημιουργία Κρητικής πολιτοφυλακής υπό την εποπτεία πρώην στελεχών του Ελληνικού στρατού, αναθεώρηση του Συντάγματος, εκχώρηση στον Έλληνα βασιλέα του δικαιώματος να διορίζει τον ύπατο αρμοστή.
Σε εφαρμογή του σχετικού όρου, ο Γεώργιος Α' θα διορίσει, τον Αύγουστο του 1906, τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, σε αντικατάσταση του δευτερότοκου γιου του, πρίγκιπα Γεωργίου. Καίρια τομή στην πορεία του εθνικού ζητήματος προς την τελική λύση του, η σύσφιγξη των διακρατικών δεσμών της αυτόνομης Κρήτης με το ελεύθερο βασίλειο θα λειτουργήσει σε ευθεία συνάρτηση με τη βαθμιαία απαλλαγή του αυτόνομου καθεστώτος από τα δεσμά του διεθνούς ελέγχου. Συγκεκριμένα, οι Προστάτριες Δυνάμεις θα αποσύρουν, στις 15 Ιουλίου 1909, και τα τελευταία αγήματα τους.
Η εξέλιξη όμως αυτή δεν θα αποδώσει αυτόματα στον κρητικό λαό, όπως είχε υποθέσει ο Ελ. Βενιζέλος, τη δυνατότητα να καθορίσει εφεξής αυτόβουλα την πορεία του. Η ανασταλτική παρεμβολή των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στην επιβολή της θέλησης του για Ένωση με την Ελλάδα επιβεβαίωνε ότι, πέρα από τις συμβατικές διατάξεις του διεθνούς καθεστώτος της αυτονομίας, ο γενικότερος συσχετισμός των διπλωματικών δυνάμεων στο χώρο των Ελληνικών συμφερόντων δεν επέτρεπε τη θετική προώθηση των εθνικών θέσεων.
Η αρνητική αυτή διεθνής συγκυρία είχε γίνει ήδη έκδηλη όταν, τον Οκτώβριο του 1908, δεν επιτεύχθηκε η ικανοποίηση του ενωτικού αιτήματος των Κρητών, παράλληλα με την ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε ανεξάρτητο βασίλειο και την προσάρτηση της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης στην Αυστρουγγαρία. Στις 18 Αυγούστου του 1909, η καταβίβαση από μικτό άγημα των Προστατριών Δυνάμεων της Ελληνικής σημαίας, η οποία είχε ανυψωθεί με απόφαση της Κρητικής Βουλής στον λιμενοβραχίονα των Χανίων, θα υπογραμμίσει την αδήριτη αυτή πραγματικότητα.
Η αναγκαστική υποταγή των ίδιων των Κρητών αλλά και της Ελληνικής κυβέρνησης στα διεθνή κελεύσματα αντανακλούσε το δραματικό αδιέξοδο όπου είχε ήδη περιέλθει η εθνική υπόθεση Η τελική και οριστική λύση του Κρητικού ζητήματος δεν θα επιτευχθεί παρά μόνον όταν, στη διάρκεια του Α' Βαλκανικού πολέμου, το 1912, ο Ελληνικός Στόλος, κυρίαρχος απ' άκρου σ' άκρον στο Αιγαίο, καταλάβει τη Μεγαλόνησο, εκπληρώνοντας τον διακαή πόθο των κατοίκων της: την ενσωμάτωση στον κορμό της ελεύθερης Ελλάδας.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
Στην εκπνοή του 19ου αιώνα, η Κρήτη αναγνωρίζεται ως αυτόνομη πολιτεία υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων, που το Δεκέμβριο του 1898, διορίζουν ύπατο αρμοστή του νησιού τον πρίγκιπα Γεώργιο, δευτερότοκο γιο του Γεωργίου Α' της Ελλάδας. 1899 στις 16 Φεβρουαρίου: Η Κρητική Πολιτεία αποκτά Σύνταγμα. Στις 29 του ίδιου μήνα σχηματίζεται η πρώτη κυβέρνηση. Υπουργός (σύμβουλος επί της Δικαιοσύνης) αναλαμβάνει ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
1901
Ανανεώνεται για μια πενταετία η θητεία του αρμοστή πρίγκιπα Γεωργίου. 22 Φεβρουαρίου: Ο Ελ. Βενιζέλος αναπτύσσει στο Ηγεμονικό Συμβούλιο τις απόψεις του για την ένωση. Θεωρεί ότι, λόγω της στρατηγικής σημασίας του νησιού, οι ισχυροί της Ευρώπης δεν επιθυμούν την ένωση. Εισηγείται τη λύση της πλήρους αυτονομίας, με αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων. Με τη διοίκηση της στελεχωμένη από Έλληνες και το στρατό οργανωμένο από Έλληνες αξιωματικούς, η Κρήτη, ελεύθερη πλέον να αναπτύξει τις σχέσεις της με την Ελλάδα, θα προχωρήσει, μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες, στην ένωση.
Ο Γεώργιος, αντίθετα, πιστεύει ότι μπορεί, χάρη στους συγγενικούς του δεσμούς με τους εστεμμένους της Ευρώπης, να επιτύχει την άμεση ενσωμάτωση. Ο Βενιζέλος, δημοσιεύει τις απόψεις του στον Αθηναϊκό Τύπο. Επέρχεται ρήξη. Ο ύπατος αρμοστής απολύει τον σύμβουλο του επί της Δικαιοσύνης. Ο Βενιζέλος τίθεται επικεφαλής των δυσαρεστημένων από τους χειρισμούς του Γεωργίου.
1905
10 Μαρτίου: Ο Βενιζέλος, επικεφαλής 600 ένοπλων, ξεκινά, στο χωριό Θέρισο, επαναστατικό κίνημα. Ο αρμοστής δεν επιλέγει τη βίαια αναμέτρηση. Οι Δυνάμεις ενθαρρύνουν την πολιτική διευθέτηση της κρίσης.
15 Ιουλίου: Ο Βενιζέλος απορρίπτει συμβιβαστική πρόταση της Κρητικής Συνέλευσης.
30 Ιουλίου: Οι πρόξενοι των Δυνάμεων κηρύσσουν στρατιωτικό νόμο.
2 Νοεμβρίου: Συνάντηση του Βενιζέλου με τους προξένους. Υπογράφεται πρωτόκολλο τερματισμού του κινήματος.
1906
Φεβρουάριος: Διεθνής επιτροπή αναλαμβάνει να εξετάσει επιτοπίως το ζήτημα και να συντάξει έκθεση.
23 Ιουλίου: Επιδίδεται στον αρμοστή το κείμενο της νέας ρύθμισης: ίδρυση Κρητικής πολιτοφυλακής, αναθεώρηση του Συντάγματος, αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων.
14 Αυγούστου: Οι Μεγάλες Δυνάμεις εκχωρούν στον βασιλιά της Ελλάδας το δικαίωμα να ορίζει τον ύπατο αρμοστή.
12 Σεπτεμβρίου: Ο πρίγκιπας Γεώργιος, ύστερα από υπόδειξη του πατέρα του, υποβάλει την παραίτηση του και αναχωρεί από την Κρήτη.
18 Σεπτεμβρίου: Φθάνει στο νησί ο νέος ύπατος αρμοστής Αλέξανδρος Ζαΐμης.
1908
20 Μαρτίου: Ο Αλ. Ζαΐμης ζητεί την εκκένωση της Κρήτης από τα ξένα στρατεύματα, όπως προέβλεπε η ρύθμιση του 1906.
15 Ιουλίου: Αναχωρούν οι πρώτοι ξένοι στρατιώτες.
Σεπτέμβριος: Αναβρασμός σε Ελλάδα και Κρήτη όταν η Αυστρία προσαρτά τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη, και η Βουλγαρία την Ανατολική Ρωμυλία. Η Κρητική Συνέλευση αποφασίζει, με την ενθάρρυνση του Έλληνα πρωθυπουργού Γ. Θεοτόκη, την κατάλυση της υφιστάμενης τάξης και την εκλογή 5μελούς Εκτελεστικής Επιτροπής, που αναλαμβάνει να κυβερνήσει το νησί στο όνομα του βασιλιά της Ελλάδας.
Οκτώβριος: Η συνέλευση κηρύσσει την ανεξαρτησία της Κρήτης και την ένωση. Η Τουρκία απειλεί την Ελλάδα με πόλεμο. Ο πρωθυπουργός Δ. Ράλλης δηλώνει ότι η χώρα θα σεβαστεί τις αποφάσεις των Μ. Δυνάμεων.
1909
15 Ιουλίου: Αποχωρούν από την Κρήτη και τα τελευταία ξένα στρατεύματα. Οι Κρήτες υψώνουν την Ελληνική σημαία στην είσοδο της Σούδας και στα δημόσια κτίρια. Η Τουρκία αντιδρά με οργισμένο διάβημα, αλλά ο Βενιζέλος, υπεύθυνος εξωτερικών υποθέσεων της Εκτελεστικής Επιτροπής, αρνείται να υποστείλει τη σημαία.
18 Αυγούστου: Παραίτηση της Εκτελεστικής Επιτροπής. Άγημα των μεγάλων δυνάμεων αποβιβάζεται και υποστέλλει τη σημαία. Τέσσερις μέρες νωρίτερα, στην Αθήνα, τη νύχτα της 14ης Αυγούστου 1909, το κίνημα στο Γουδί δρομολογούσε εξελίξεις που έμελλε να αποδειχθούν καθοριστικές για ολόκληρο τον Ελληνισμό.
ΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ (1821 - 1913)
Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1821 - 1824)
Η Επανάσταση του 1821 στην Κρήτη
Ακολουθώντας το παράδειγμα της υπόλοιπης Ελλάδας, η Κρήτη είχε εξεγερθεί το 1821 κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας αλλά, παρά τις πρώτες επιτυχίες, ο αγώνας για τρία χρόνια καρκινοβατούσε. Οι Κρητικοί, όταν πληροφορήθηκαν το ξέσπασμα της επανάστασης στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά, αποφάσισαν να εξεγερθούν. Η απόφαση πάρθηκε στις συσκέψεις που έγιναν στα Σφακιά στις 7 Απριλίου (Γλυκά Νερά) και 15 Απριλίου 1821 (Μοναστήρι της Παναγίας της Θυμιανής) και συμμετείχαν οπλαρχηγοί και πρόκριτοι από όλη σχεδόν την Κρήτη. Έγινε, τότε, προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η έλλειψη όπλων και πλοίων με έκκληση στην Ύδρα για παροχή βοήθειας.
Η επαναστατική διάθεση των Κρητών δεν υποχώρησε, ακόμα κι όταν οι επίσκοποι του νησιού διάβαζαν στις εκκλησίες τον αφορισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε' και συνιστούσαν ηρεμία στους κατοίκους. Από την άλλη πλευρά, οι πληροφορίες για ξεσηκωμό των Κρητικών εξαγρίωσαν τους Τούρκους, που συνέλαβαν, βασάνισαν και απαγχόνισαν τον επίσκοπο Κισσάμου Μελχισεδέκ, φυλάκισαν τους επισκόπους Κυδωνίας Καλλίνικο και Ρεθύμνης Γεράσιμο αλλά προχώρησαν και σε κακοποιήσεις χριστιανών στα Χανιά (19 Μαΐου 1821). Στις 21 Μαΐου 1821 οργανώθηκε στο Λουτρό των Σφακίων, ως απάντηση στις Τουρκικές αγριότητες, η "Καγκελλαρία", μία τοπική κυβέρνηση, και κηρύχθηκε επίσημα η επανάσταση.
Η διαταγή των Πασάδων της Κρήτης για καθολικό αφοπλισμό των Χριστιανών δεν έγινε δεκτή από τους επαναστάτες, που κατασκεύασαν φυσέκια ("χαρτούτσια") από τα βιβλία εκκλησιών και μοναστηριών και βόλια από τα βαρίδια των ζυγαριών, για να λύσουν το πρόβλημα των πολεμοφοδίων. Η παρουσία συμπαγούς Μουσουλμανικού πληθυσμού -οι μισοί σχεδόν κάτοικοι ήταν Τουρκοκρητικοί και οι περισσότεροι τάχθηκαν στο πλευρό του Σουλτάνου- υπήρξε ασφαλώς ένας από τους λόγους αυτής της κατάστασης, ενώ και η απομόνωση του νησιού έπαιξε επίσης το ρόλο της. Με τη συνδρομή των Αιγυπτίων, η επανάσταση εγκλωβίστηκε στις δυτικές επαρχίες και τελικά συνετρίβη. Όμως οι συνθήκες ήταν αντίξοες για τους επαναστάτες:
Όμως, παρά τις αντίξοες αυτές συνθήκες, ο πόθος των Κρητικών για ελευθερία υπερίσχυσε και τους οδήγησε στην επανάσταση. Η πρώτη μεγάλη νίκη των επαναστατών σημειώθηκε στις 14 Ιουνίου 1821 στο Λούλο Χανίων, όπου εξοντώθηκε ένα σώμα γενιτσάρων από τα Χανιά και σκοτώθηκε ο αρχηγός τους Ταμπουρατζής, από τους Σφακιανούς οπλαρχηγούς Ιωάννη Χάλη, Ιωάννη Παπαδογεωργάκη, Παπανδρέα, Σήφακα και Βαρδουλομανούσο. Οι Τούρκοι απάντησαν με σφαγές αμάχων, λεηλασίες σπιτιών, μαγαζιών και εκκλησιών στα Χανιά. Οι σφαγές επεκτάθηκαν στο Ρέθυμνο και στις 23-24 Ιουνίου στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο), όπου οι νεκροί έφτασαν τους 700.
Ανάμεσά τους ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Γεράσιμος και οι επίσκοποι Κνωσσού, Χερρονήσου, Λάμπης και Σφακίων, Σητείας και Διοπόλεως. Στη Σητεία οι νεκροί ήταν 300. Στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου οι Κρητικοί νίκησαν στο Ζουρίδι με επικεφαλής τους Αν. Δεληγιάννη και Π. Μονουσέλη αλλά και στις Καλύβες και στο Βοθειακό με επικεφαλής τους Ρ.Βουρδουμπά, Γ. Τσουδερό, Πωλογεωργάκη, Μεληδόνη και Μιχ. Κουρμούλη. Ο τελευταίος ανήκε στη γνωστή οικογένεια των Κουρμούληδων, που ήταν Τουρκοκρητικοί αλλά, συγκλονισμένοι από τις σφαγές των Ελλήνων, φανέρωσαν ότι ήταν κρυπτοχριστιανοί και τάχθηκαν με το μέρος των επαναστατών.
Παρά τα κέρδη των Κρητικών από τις μάχες αυτές σε όπλα και πολεμοφόδια, η έλλειψή τους ήταν ακόμα σημαντική. Έτσι απηύθυναν έκκληση στην Ύδρα για να στείλει στην Κρήτη τόσο πολεμοφόδια όσο και άνδρες, χωρίς όμως να εισακουστούν. Οι διεθνείς συμβάσεις του 1829 - 1832 απέκλεισαν την Κρήτη από το Ελληνικό βασίλειο, εξέλιξη που προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στο μεταξύ, ο Βαλής της Αιγύπτου Μοχάμετ Άλι, εκτιμώντας ότι η συμβολή του στην καταστολή της Ελληνικής επανάστασης δεν είχε επαρκώς ανταμειφθεί, εξανάγκασε δυναμικά το Σουλτάνο να του παραχωρήσει τη διοίκηση της Συρίας και της Κρήτης (ως το 1841).
H Κατάσταση στην Κρήτη κατά την Προεπαναστατική Περίοδο
Η μεγάλη Εθνική Επανάσταση του 1821 εξαπλώθηκε γρήγορα και στην Κρήτη, παρά το γεγονός ότι οι τοπικές συνθήκες ήταν εξαιρετικά δυσμενείς για την οργάνωση επαναστατικού κινήματος. Η μεγάλη απόσταση από το γεωγραφικό κορμό της Ελλάδας και η παρεμβαλλόμενη θάλασσα καθιστούσαν δύσκολη την επικοινωνία με τα άλλα Ελληνικά κέντρα, την αποστολή εφοδίων και όπλων και το συντονισμό των πολεμικών ενεργειών. Αλλά και μέσα στο νησί οι συνθήκες ζωής παρουσίαζαν ιδιαιτερότητες, που δεν υπήρχαν στην άλλη Ελλάδα. Το σημαντικότερο πρόβλημα ήταν η μεγάλη αναλογία του Μουσουλμανικού πληθυσμού, που παρέμενε σταθερά στο 30% του συνόλου.
Το Μουσουλμανικό αυτό πληθυσμό αποτελούσαν Τούρκοι και Τουρκοκρητικοί, δηλαδή Κρήτες που είχαν ασπασθεί τον Ισλαμισμό από τα πρώτα χρόνια της Τουρκικής κατάκτησης του νησιού. Αυτοί ήταν περισσότερο φανατικοί και από τους ίδιους τους Τούρκους και άσπονδοι διώκτες και καταπιεστές των Χριστιανών. Δύο ισχυρά γενιτσαρικά τάγματα, των Αυτοκρατορικών γενιτσάρων και των ντόπιων γενιτσάρων, που είχαν οργανωθεί στην Κρήτη ήδη από τους πρώτους χρόνους της Τουρκικής κατοχής, είχαν επιβάλει ένα καθεστώς ασφυκτικής καταπίεσης στο νησί. Δεν υπάκουαν ούτε στις Σουλτανικές διαταγές.
Είναι γνωστό ότι από όλες τις Ελληνικές περιοχές, μόνο η Μακεδονία γνώρισε ανάλογης αγριότητας γενίτσαρους. Η παιδεία, μέσω της οποίας κυρίως προπαρασκευάστηκε ιδεολογικά η επανάσταση στην άλλη Ελλάδα, ήταν στην Κρήτη σχεδόν ανύπαρκτη. Το νησί, που άλλοτε βρισκόταν στην πρωτοπορία της πνευματικής αναγέννησης του έθνους, ζούσε επί δύο σχεδόν αιώνες σε απομόνωση και σε βαθύ πνευματικό σκοτάδι. Ελάχιστοι Κρήτες είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και ήταν προετοιμασμένοι για τον επικείμενο αγώνα της ελευθερίας. Το σύνολο σχεδόν του Κρητικού πληθυσμού ήταν εντελώς απροετοίμαστο ψυχολογικά για μεγάλης κλίμακας απελευθερωτική επανάσταση.
Η Έκρηξη της Επανάστασης στην Κρήτη και η Τουρκική Αντίδραση
Η συμμετοχή της Κρήτης στην πανεθνική εξέγερση αποφασίστηκε στο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας της Θυμιανής στα Σφακιά, στις 15 Απριλίου 1821, αλλά ως επίσημη ημέρα έναρξης του Κρητικού αγώνα θεωρείται η 14η Ιουνίου 1821. Την ίδια ημέρα σημειώθηκε και η πρώτη μεγάλη νίκη των επαναστατών στο Λούλο Χανίων. Η Τουρκική διοίκηση της Κρήτης απάντησε αμέσως με γενική κινητοποίηση των στρατιωτικών της δυνάμεων και με βιαιοπραγίες πρωτοφανούς αγριότητας. Αποκορύφωμα υπήρξε η μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου (24 Ιουνίου 1821), που έμεινε για πολλά χρόνια στη μνήμη του λαού ως «ο μεγάλος αρπεντές». Παρ' όλα αυτά, η επανάσταση επεκτάθηκε γρήγορα σε ολόκληρη την Κρήτη και στερεώθηκε.
Η Πολιτική Οργάνωση της Κρήτης
Από την αρχή του αγώνα κατέστη φανερή η ανάγκη πολιτικής οργάνωσης και συντονισμού των πολεμικών και πολιτικών ενεργειών προς τις γενικές αρχές του Αγώνα στην άλλη Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά τις αποφάσεις της Α' Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο. Η απουσία γενικού αρχηγού στην Κρήτη και οι φιλοδοξίες των τοπικών αρχηγών και οπλαρχηγών έβλαπταν τα πολεμικά πράγματα και ο συντονισμός του αγώνα ήταν αδύνατος. Ζητήθηκε λοιπόν από τον Δημήτριο Υψηλάντη, που εκπροσωπούσε την υπέρτατη Επαναστατική Αρχή στην Ελλάδα, να διορίσει στην Κρήτη ένα Γενικό Αρχηγό «εις τον οποίον να υποταχθούν οι μεταξύ των ερίζοντες και ουδένα υπέρτερον του άλλου αναγνωρίζοντες Κρήτες οπλαρχηγοί».
Ο Υψηλάντης διόρισε ως Γενικό Διοικητή Κρήτης τον Μιχαήλ Κομνηνό Αφεντούλη (ή Αφεντούλιεφ), ο οποίος αποδέχθηκε πρόθυμα το διορισμό και κατέβηκε στην Κρήτη (Νοέμβριος 1821) με τον ηχηρό και ενοχλητικό για πολλούς οπλαρχηγούς τίτλο τού «Γενικού Επάρχου και Αντιστρατήγου της Κρήτης». Ο Αφεντούλης παρέμεινε στην Κρήτη έναν ακριβώς χρόνο, ως το Νοέμβριο του 1822. Κατόρθωσε να ανασυντάξει τις επαναστατικές δυνάμεις και να κρατήσει την επανάσταση ζωντανή σε όλο το νησί.
Το πιο σημαντικό είναι ότι φρόντισε να συγκροτηθεί Γενική Συνέλευση των Κρητών στους Αρμένους Αποκορώνου (11 - 22 Μαΐου 1822) και να ψηφιστεί το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Κρήτης», καθώς και «Σχέδιον Προσωρινής Διοικήσεως της νήσου Κρήτης», με πρότυπο τις αποφάσεις της Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου. Ο αγώνας στην Κρήτη φάνηκε να εξελίσσεται παράλληλα με τον αγώνα της άλλης Ελλάδας.
Η Πρώτη Μεγάλη Κρίση της Κρητικής Επανάστασης
Στην πράξη τα πράγματα αποδείχθηκαν πολύ δυσκολότερα. Ο Σουλτάνος βρέθηκε σε αδυναμία να καταστείλει την Κρητική επανάσταση και ζήτησε τη βοήθεια του αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλι, ο οποίος αποδέχθηκε πρόθυμα την πρόσκληση. Η απόβαση Αιγυπτιακού στρατού στην Κρήτη (τέλη Μαΐου 1822) και οι πρώτες αποτυχίες των Κρητών στο πολεμικό πεδίο κλόνισαν τη θέση του Αφεντούλη. Η αντίθεσή του με τους τοπικούς αρχηγούς και οι συνεχείς αμφισβητήσεις των ενεργειών του οδήγησαν σε μεγάλη κρίση την επανάσταση. Ο Αφεντούλης θεωρήθηκε υπεύθυνος για πολλές πολεμικές αποτυχίες, καθαιρέθηκε από τα μέλη ενός νεοσύστατου «Κρητικού Συμβουλίου» και φυλακίστηκε το Νοέμβριο του 1822.
Οι «Παραστάται και Πληρεξούσιοι της Πατρίδος», όπως ονομάζονταν οι Κρήτες αντιπρόσωποι στις Εθνοσυνελεύσεις της Πελοποννήσου, ζήτησαν το διορισμό νέου Διοικητή. Ο Ιωάννης Κωλέττης υπέδειξε ως Αρμοστή Κρήτης τον Υδραίο Εμμανουήλ Τομπάζη, ο οποίος έφτασε στο νησί το Μάιο του 1823. Η άφιξη του Τομπάζη στην Κρήτη συνδέθηκε με ορισμένες πολεμικές επιτυχίες και το ηθικό των επαναστατών αναπτερώθηκε. Ένα μήνα μετά την άφιξή του, ο Τομπάζης συγκάλεσε Γενική Συνέλευση των Κρητών στην οποία ψηφίστηκε ο «Οργανισμός της ενιαυσίου τοπικής διοικήσεως της νήσου Κρήτης», με τις βασικές αρχές του Συντάγματος της Επιδαύρου. Ο Κρητικός αγώνας εισήλθε έτσι σε νέα φάση.
Παράλληλα όμως ανασυντάχθηκαν και οι Τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις. Στις αρχές Ιουνίου 1823 έφτασε στην Κρήτη ως νέος διοικητής του Αιγυπτιακού στρατού ο Χουσεΐν Βέης, με νέες στρατιωτικές δυνάμεις και άφθονο πολεμικό υλικό. Η ταχύτατη κίνηση του Τουρκοαιγυπτιακού στρατού προς τα ανατολικά, η καταστροφή των χωριών, η πολιορκία και η θυσία 370 Χριστιανών στο σπήλαιο του Μελιδονίου (Ιανουάριος 1824) δημιούργησαν βαρύ κλίμα απαισιοδοξίας. Ο Τομπάζης απηύθυνε έκκληση για βοήθεια προς τον Πρόεδρο του Εκτελεστικού Γεώργιο Κουντουριώτη (2 Μαρτίου 1824).
Εντούτοις, βοήθεια δεν έφθασε και η επανάσταση φάνηκε να κάμπτεται παντού, ιδιαίτερα μετά την εισβολή του Χουσεΐν στα Σφακιά και την καταστροφή της επαρχίας στα τέλη Μαρτίου. Στις 12 Απριλίου ο Τομπάζης εγκατέλειψε την Κρήτη, ζητώντας από τους Κρητικούς να συνεχίσουν με κάθε θυσία τον αγώνα. Στα τέλη Μαΐου 1824 ο Χουσεΐν διακήρυττε ότι κατέπνιξε την επανάσταση στην Κρήτη. Ο Τουρκοαιγυπτιακός στρατός ήλεγχε όλα τα πεδινά μέρη και ο αγώνας πήρε μορφή ανταρτοπόλεμου. Ανταρτικές ομάδες συνέχισαν τον αγώνα με νυκτερινές επιθέσεις και δολιοφθορές κατά των Τούρκων. Αυτοί ήταν οι διαβόητοι Καλησπέρηδες. Ανάλογες ανταρτικές ομάδες που ονομάζονταν Ζουρίδες σχημάτισαν και οι Τούρκοι.
Η Δεύτερη Περίοδος της Κρητικής Επανάστασης
Η Περίοδος της Γραμπούσας (1825 - 1828)
Ενώ φαινόταν ότι η επανάσταση στην Κρήτη είχε κατασταλεί και περιοριζόταν απλώς σε σποραδικές επιθέσεις ανταρτών σε χωριά και φρούρια των Τούρκων, Κρήτες επαναστάτες, οι οποίοι κατά καιρούς είχαν καταφύγει στην άλλη Ελλάδα, επέστρεψαν στο νησί το καλοκαίρι του 1825, με την απόφαση να αναζωπυρώσουν την επανάσταση. Με επικεφαλής τον Δημήτριο Καλλέργη και τον Εμμανουήλ Αντωνιάδη κατέλαβαν το φρούριο της Γραμπούσας (9 Αυγούστου 1825) στο ομώνυμο ακρωτήριο της Δυτικής Κρήτης, και την ίδια ημέρα άλλοι επαναστάτες κατέλαβαν το φρούριο της Κισάμου.
Προσπάθεια των Τούρκων να ανακτήσουν αυτά τα φρούρια απέτυχε και έτσι άρχισε στην Κρήτη μια νέα επαναστατική περίοδος, η λεγόμενη περίοδος της Γραμπούσας (1825 - 1828). Οι επαναστάτες που οχυρώθηκαν εκεί, επιδόθηκαν κυρίως στην πειρατεία για να εξασφαλίζουν τρόφιμα και εφόδια, έκτισαν οικισμό και την εκκλησία της Παναγίας της Κλεφτρίνας και ίδρυσαν σχολείο. Οργανώθηκε επίσης προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή, που ονομάστηκε «Κρητικόν Συμβούλων» και αποτελούσε την επίσημη επαναστατική αρχή της Κρήτης, και αγοράστηκε η γολέττα «Περικλής» του Τομπάζη, για να μεταφέρει τρόφιμα και εφόδια στη φρουρά της Γραμπούσας. Η συνθήκη του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827) είχε άμεση επίπτωση και στα κρητικά πράγματα.
Ήδη είχε ευρέως κυκλοφορήσει η φήμη για επικείμενη λύση του Ελληνικού ζητήματος με τη δημιουργία ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους και η Αγγλική διπλωματία διαβεβαίωνε ότι θα περιληφθούν σ' αυτό όλες οι επαναστατημένες Ελληνικές περιοχές. Ο Τομπάζης έγραφε στους Κρήτες να αναζωπυρώσουν πάση θυσία την επανάσταση σε ολόκληρη την Κρήτη. Από τις αρχές του Φθινοπώρου 1827 σημειώθηκαν πυρετώδεις κινήσεις, σχηματίστηκαν επαναστατικά σώματα εθελοντών από την Πελοπόννησο και την άλλη Ελλάδα, για να στηρίξουν τον Κρητικό αγώνα, και σκληρές μάχες διεξάγονταν σε ολόκληρη την Κρήτη.
Η Τελευταία Περίοδος της Επανάστασης στην Κρήτη (1828 - 1830)
Πολεμικές και Πολιτικές Ενέργειες κατά τα δύο Τελευταία Έτη του Αγώνα
Οι κινήσεις της Ευρωπαϊκής διπλωματίας, οι οποίες σχετίζονται με την Επανάσταση στην Ελλάδα και την οργάνωση ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, ήταν φυσικό να επηρεάσουν και την επανάσταση στην Κρήτη. Ο Ιωάννης Καποδίστριας έφτασε στην Ελλάδα στις αρχές του 1828 και επιδόθηκε αμέσως στην οργάνωση κράτους. Προσπαθώντας να καταστήσει ασφαλές το θαλάσσιο εμπόριο, σύμφωνα και με σχετική αξίωση των Δυνάμεων και ιδίως της Αγγλίας, αποφάσισε να πατάξει τη ληστεία και την πειρατεία στις Ελληνικές θάλασσες. Στη Γραμπούσα έστειλε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, με τη συνοδεία Αγγλικού και Γαλλικού στόλου.
Τα πλοία των επαναστατών καταστράφηκαν και το φρούριο της Γραμπούσας παραδόθηκε στους Άγγλους, οι οποίοι ανέλαβαν και το έργο της επιτήρησης των θαλασσών για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας. Οι επαναστάτες της Γραμπούσας διαλύθηκαν και κατέφυγαν στα βουνά. Παρά τις αποτυχίες αυτές και τις δυσμενείς συνθήκες που διαμορφώθηκαν, οι Κρήτες εξακολούθησαν να κρατούν ζωντανή την επανάσταση σε ολόκληρη την Κρήτη. Απροσδόκητη εξέλιξη, που δημιούργησε κλίμα έντονης ανησυχίας στο νησί, ήταν η απόφαση του Καποδίστρια να αποστείλει στην Κρήτη ως αντιπρόσωπο του τον βαρώνο Ρέινεκ, με συστάσεις για κατάπαυση των εχθροπραξιών.
Οι Κρήτες αρνήθηκαν να υπακούσουν στις συστάσεις του Κυβερνήτη. Το καλοκαίρι του 1828 ολόκληρη σχεδόν η Κρήτη βρισκόταν υπό τον έλεγχο των επαναστατών. Οι Τούρκοι είχαν περιοριστεί στα μεγάλα φρούρια, όπου προστατεύονταν από τον τακτικό Τουρκικό στρατό. Τα γεγονότα αυτά είχαν απήχηση στους λαούς της Ευρώπης, όπου παρατηρήθηκαν κάποιες εκδηλώσεις συμπάθειας υπέρ του αγωνιζόμενου Κρητικού λαού. Αγγλικός και Γαλλικός στόλος απέκλεισε τα Κρητικά παράλια, για να εμποδίσει αποβάσεις Τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων στο νησί.
Ενώ και ο Καποδίστριας, μεταβάλλοντας την πολιτική του απέναντι στους Κρήτες, έστειλε στο νησί τον Τομπάζη (Νοέμβριος 1828), με την εντολή να καταλάβει τη Σητεία, τη μόνη περιοχή της Κρήτης που παρέμενε ακόμη εξολοκλήρου στην απόλυτη κατοχή των Τούρκων. Μια μεγάλη επιχείρηση που οργανώθηκε για την απελευθέρωσή της απέτυχε και η Σητεία υπέστη σκληρά αντίποινα από τους Τούρκους (Δεκέμβριος 1828). Από διπλωματική άποψη το Κρητικό Ζήτημα βρισκόταν την εποχή αυτή σε κατάσταση ρευστότητας, καθώς δεν υπήρχε απόφαση οριστική στα πλαίσια του όλου ελληνικού προβλήματος, και οι πληροφορίες που έφταναν στον Καποδίστρια δεν ήταν σαφείς.
Αυτό ερμηνεύει και την ασταθή πολιτική του σχετικά με το Κρητικό ζήτημα. Πιεζόμενος από την Αγγλία ανακάλεσε τον αντιπρόσωπο του Ρέινεκ από την Κρήτη και στη θέση του τοποθέτησε τον Άγγλο Χαν, ο οποίος παρέμεινε στη Γραμπούσα ως τον Οκτώβριο του 1829, οπότε αντικαταστάθηκε και αυτός από τον επιφανή Κρητικό Νικόλαο Ρενιέρη. Οι προοπτικές φαίνονταν τώρα περισσότερο από ποτέ ευοίωνες, καθώς ολόκληρη σχεδόν η Κρήτη βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο των επαναστατών, εκτός από τα τρία μεγάλα φρούρια (Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο), στα οποία είχαν καταφύγει οι Τούρκοι.
Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου και ο Αποκλεισμός της Κρήτης
Οι Πρώτες Αντιδράσεις
Οι ελπίδες, που τις συντηρούσαν οι διπλωμάτες της εποχής και τις συμμεριζόταν ο Καποδίστριας, ότι με τις διεθνείς συμβάσεις που θα καθόριζαν την υπόσταση του Ελληνικού κράτους θα δικαιώνονταν όλες οι επαναστατημένες Ελληνικές περιοχές και βεβαίως και η Κρήτη, διαψεύστηκαν. Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830) οι Μεγάλες Δυνάμεις, παρά τις προηγούμενες επαγγελίες τους, άφησαν την Κρήτη έξω από τα όρια του νεοπαγούς Ελληνικού κράτους, στην απόλυτη δικαιοδοσία του Σουλτάνου. Τη λύση αυτή την επέβαλε η Αγγλική διπλωματία, που επιχειρούσε να πείσει την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ότι «η προσάρτησις της Κρήτης εις τον Ελληνικόν κορμόν δεν είναι ουσιωδώς συντελεστική εις την ευημερίαν και ανεξαρτησίαν του νέου κράτους».
Η ενέργεια αυτή της Αγγλικής διπλωματίας γέμισε πικρία και απογοήτευση τους Κρήτες. Η πικρία των Κρητών στράφηκε τότε και εναντίον του Καποδίστρια. Σε έκτακτη συνεδρία του Κρητικού Συμβουλίου στις 22 Απριλίου 1830 συντάχθηκε δραματική προκήρυξη προς τους Έλληνες, η οποία αποτελεί ουσιαστικά και την πρώτη διακήρυξη της νέας ιστορικής πορείας, που ονομάστηκε και επίσημα «Κρητικόν Ζήτημα» (Question Cretoise) και απασχόλησε για έναν περίπου αιώνα την ςυρωπαϊκή διπλωματία, ως νέα ακανθώδης πτυχή του Ανατολικού Ζητήματος. Τα θεμελιώδη αιτήματα της εθνικής ελευθερίας και της ένωσης με την Ελλάδα αποτέλεσαν πλέον τους σταθερούς δείκτες πορείας των Κρητικών αγώνων.
Πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων απέκλεισαν τα Κρητικά παράλια, για να επιβάλουν την ειρήνη στο νησί, ενώ το «Κρητικόν Συμβούλιον» δεν σταμάτησε τις εκκλήσεις και τα διαβήματα προς τους ηγεμόνες της Ευρώπης, διεκτραγωδώντας και την εσωτερική κατάσταση της Κρήτης. Απόπειρα των Κρητών να ανακαταλάβουν το φρούριο της Γραμπούσας και να αναζωπυρώσουν την επανάσταση απέτυχε. Στις 23 Νοεμβρίου συνεδρίασε για τελευταία φορά το «Κρητικόν Συμβούλιον» στους Μαργαρίτες Μυλοποτάμου. Συνέταξε μια τελευταία διαμαρτυρία προς τον Κυβερνήτη της Ελλάδας και προς τους Ναυάρχους των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, στην οποία κατήγγελλε τη γενική συνωμοσία εις βάρος της Κρήτης:
«Όλοι συμφώνως, Τούρκοι, Χριστιανών Ηγεμόνων Υπουργοί και η Ελληνική Κυβέρνησις συνώμοσαν εναντίον των Χριστιανών της Κρήτης σήμερον, θέλοντες ίσως να τους δώσουν αντίλυτρον θύμα της ελευθερίας των λοιπών αδελφών των». Συντάχθηκε επίσης ψήφισμα για την οργάνωση μόνιμης Επιτροπής, η οποία θα παρακολουθούσε στο εξής την εξέλιξη του Κρητικού ζητήματος και θα εξασφάλιζε τη συνοχή και τη συνεργασία των χιλιάδων Κρητών, που είχαν εγκατασταθεί ως πρόσφυγες στην ελεύθερη Ελλάδα. Η στάση της Αγγλικής διπλωματίας απέναντι στο Κρητικό ζήτημα συνδεόταν με τη γενικότερη πολιτική της για το Ανατολικό Ζήτημα.
Η Αγγλία θεωρούσε τον έλεγχο της Κρήτης ως θέμα κεφαλαιώδους σημασίας για την υποστήριξη των συμφερόντων της στην Ανατολή. Η γεωγραφική θέση του νησιού στο σταυροδρόμι των θαλάσσιων επικοινωνιών, την καθιστούσε «κλειδί του Ελληνικού αρχιπελάγους» και μαζί με την Κύπρο ήταν «τα κλειδιά της Αιγύπτου». Το πρόβλημα του Αγγλικού ελέγχου στην Κρήτη είχε γεννηθεί ήδη από την περίοδο των Ναπολεόντειων πολέμων (1806), όταν η Αγγλία σχεδίαζε την άμεση κατάληψη του νησιού, στην περίπτωση που η Γαλλία και η Ρωσία επεξέτειναν τις ζώνες επιρροής τους στο Βορρά και στην Ανατολή.
Είναι λοιπόν προφανές ότι το δόγμα της ακεραιότητας της Τουρκίας, που το υποστήριζε σταθερά η Αγγλική διπλωματία, αποσκοπούσε, κοντά σε πολλά άλλα, και στην κατοχή της Κρήτης από δύναμη φιλική προς την Αγγλία, αφού έτσι θα εξασφαλιζόταν η ναυτική κυριαρχία της στη Μεσόγειο. Αυτός ήταν ο σοβαρότερος λόγος για τον οποίο η Αγγλία αρνήθηκε να περιληφθεί η Κρήτη στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος.
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1830 - 1866)
Οι Εξελίξεις στην Κρητική Κοινωνία
Κατά την περίοδο της Αιγυπτιοκρατίας, η διοίκηση της νήσου ανατέθηκε στον Μουσταφά Πασά, ο οποίος διατηρήθηκε στη θέση αυτή ως το 1851. Κατά την περίοδο εκείνη, στην Κρητική κοινωνία συντελέστηκαν σημαντικές μεταβολές. Το τέλος της Επανάστασης του 1821 είχε βρει την Κρήτη γεμάτη «ερείπια και χήρες», καθώς μεγάλο τμήμα του πληθυσμού είχε χαθεί ή εγκαταλείψει το νησί. Στοχεύοντας στην ειρήνευση, ο Μουσταφά Πασάς απέφυγε να δώσει σημαντικές θέσεις σε Τουρκοκρητικούς, διόρισε μεικτά συμβούλια σε κάθε σαντζάκι (νομό) και εισήγαγε την Ελληνική γλώσσα στα δημόσια έγγραφα, ενώ παράλληλα αφαίρεσε από τους ντόπιους αγάδες τον έλεγχο της συλλογής των φόρων.
Ταυτόχρονα, η αναδιοργάνωση του Οθωμανικού τιμαριωτικού συστήματος οδήγησε στη βαθμιαία αφαίρεση των τιμαρίων από τους παλαιούς τιμαριούχους. Συμπερασματικά, η Μουσουλμανική κοινότητα της Κρήτης βρέθηκε με μειωμένη πρόσβαση στον εξουσιαστικό μηχανισμό και αποστερήθηκε την ιδιοποίηση ενός σημαντικού μεριδίου των παραγόμενων από την κατακτημένη κοινωνία αγαθών. Η επακόλουθη αποθάρρυνση οδήγησε στην εμφάνιση δύο φαινομένων.
Οι στατιστικές προ του 1881 διαπιστώνουν μια συνεχώς ογκούμενη χριστιανική πλειοψηφία, εξέλιξη που συνοδεύτηκε και από ένα άλλο σημαντικό φαινόμενο: τη συστηματική αγορά γης από τους χριστιανούς. Είναι ενδεικτικό το σχόλιο του Ισμαήλ Χακίμ Πασά ότι, αν οι Χριστιανοί συνέχιζαν με υπομονή, θα κατέληγαν να αγοράσουν χωρίς επανάσταση την Κρήτη από τους Τούρκους. Όλες αυτές οι εξελίξεις συντέλεσαν στη διαμόρφωση της «Κρητικής ιδιαιτερότητας» μέσα στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
''Σε έναν τόπο σαφώς οριοθετημένο -ένα νησί- κατοικούσε ένας πληθυσμός στέρεα ριζωμένος στη γη του, στην πλειονότητα του ομογενής σε ό,τι αφορά τη γλώσσα (Ελληνική), τη θρησκεία (Χριστιανική Ορθόδοξη) και τη συνείδηση ότι ανήκε σε μια συγκεκριμένη εθνική ομάδα, η οποία διέθετε ήδη ανεξάρτητη κρατική υπόσταση σε απόσταση λίγων δεκάδων ναυτικών μιλίων''.
Απέναντι σ' αυτό τον πληθυσμό, η Οθωμανική εξουσία βρισκόταν σε διαρκή κρίση, αδυνατώντας να χαράξει μια συνεπή πολιτική, καθώς η μετριοπάθεια και η αλαζονεία εναλλάσσονταν με την ίδια συχνότητα που αποπέμπονταν οι εκάστοτε ιθύνοντες, μετά τον Μουσταφά Πασά, 37 Γενικοί Διοικητές διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλο σε διάστημα 46 ετών, με 15μηνο μέσο όρο θητείας. Τα δεδομένα αυτά συμβάλλουν στην κατανόηση του φαινομένου των αλλεπάλληλων εξεγέρσεων που ξεσπούν στην Κρήτη σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, εν μέρει με τη συνδρομή των Ελληνικών κυβερνήσεων, αλλά κάποτε και παρά τη θέληση του επίσημου Ελληνικού κράτους.
Η περίοδος της Αιγυπτιοκρατίας (1830 - 1840)
Ο σουλτάνος παραχώρησε την Κρήτη στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλι, ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που του είχε προσφέρει κατά τη διάρκεια της δεκαετούς επανάστασης στην Πελοπόννησο και την Κρήτη, και η παραχώρηση αυτή κατοχυρώθηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Έτσι η Κρήτη περνούσε από την Τουρκική στην Αιγυπτιακή κατοχή, σε μια νέα περίοδο «εστιλβωμένης δουλείας». Ο φιλόδοξος μονάρχης της Αιγύπτου κατανοούσε τη σπουδαιότητα που είχε για τη χώρα του η κατοχή της Κρήτης και απέβλεψε από την αρχή στη μονιμοποίηση της νέας κατάστασης.
Για να αποφύγει εξωτερικές επεμβάσεις και διεθνείς περιπλοκές, έλαβε αμέσως σύντονα μέτρα για την εξασφάλιση της εσωτερικής γαλήνης και την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος με επιφανειακή ισονομία και δικαιοσύνη, ενώ παράλληλα έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα μεγάλων κοινωφελών έργων στο νησί. Για την πραγματοποίηση αυτού του προγράμματος επιβλήθηκε επαχθέστατη φορολογία στο Χριστιανικό πληθυσμό. Οι νέες καταπιέσεις ανάγκασαν τους Κρήτες να προβούν σε έντονη άοπλη διαμαρτυρία στο χωριό Μουρνιές των Χανίων. Η ενέργεια αυτή έμεινε στην ιστορία ως «Κίνημα των Μουρνιών, ή των Μουρνιδών» (Σεπτέμβριος 1833).
Περίπου 7.000 άοπλοι Χριστιανοί από όλες τις επαρχίες της Κρήτης διαδήλωσαν την πικρία και την αγανάκτησή τους και υπέγραψαν αναφορά προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, επικαλούμενοι την προστασία τους. Η αντίδραση της Αιγυπτιακής διοίκησης υπήρξε άμεση και σκληρή. Συνελήφθησαν 41 πρωταίτιοι και απαγχονίστηκαν. Τα φιλόδοξα σχέδια του Μωχάμετ Άλι ενοχλούσαν πολλούς Άγγλους πολιτικούς, οι οποίοι επανειλημμένα έθεσαν το θέμα της κατάληψης της Κρήτης ή της απόσπασής της από την Αιγυπτιακή κυριαρχία.
Τέτοιες επώνυμες προτάσεις έγιναν μετά το κίνημα των Μουρνιδών, και το 1837, όταν είχε δημιουργηθεί πρόβλημα ετοιμότητας του Βρετανικού ναυτικού στην Ανατολική Μεσόγειο, εξαιτίας των επεκτατικών σχεδίων της Ρωσίας. Η κατάληψη και οχύρωση του κόλπου της Σούδας και άλλων επίκαιρων θέσεων των Κρητικών παραλίων ήταν στα άμεσα σχέδια των Άγγλων στρατιωτικών. Από τη δική τους πλευρά, οι Κρήτες άρχισαν να κατανοούν ότι η δύναμη των όπλων δεν ήταν αρκετή για τη λύση του Κρητικού Ζητήματος και ότι η ελευθερία και η εθνική αποκατάσταση του νησιού ήταν κυρίως θέμα της Ευρωπαϊκής διπλωματίας, και περισσότερο της Αγγλικής.
Καθώς μάλιστα η νέα δεσποτεία στην Κρήτη φαινόταν πανίσχυρη και η ξένη διπλωματία δεν έδειχνε καμιά διάθεση να ασχοληθεί με ένα ζήτημα, που μόλις πριν από λίγο το είχε κλείσει. Πολλοί Κρήτες επαναστάτες και διανοούμενοι, που είχαν καταφύγει στην ελεύθερη Ελλάδα, άρχισαν να μεθοδεύουν νέα σχήματα ενεργειών. Επιτροπή Κρητών υπέβαλε στην Αγγλία στις 20 Νοεμβρίου 1839 πρόταση για αποικιακή κατοχή της νήσου ή ακόμη και για ανακήρυξή της σε Αγγλικό προτεκτοράτο. Η Αγγλία, απασχολημένη με άλλα μείζονος σημασίας προβλήματα στην Ανατολή, δεν έδειξε τότε καμιά διάθεση να κινηθεί προς την κατεύθυνση αυτή.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι και αυτός ο φιλέλληνας υπουργός λόρδος Πάλμερστον έδωσε την απάντηση: «Εφόσον η Κρήτη ανήκει de facto et de jure στο Σουλτάνο, θα ήταν αδύνατο για τη Μ. Βρετανία να αποσπάσει το νησί από τη φίλη και σύμμαχο της Τουρκία και να το υπαγάγει στις κτήσεις του Στέμματος». Αλλά και η επίσημη Ελληνική πολιτική αποδοκίμαζε και καταδίκαζε τέτοιες κινήσεις, που όχι μόνο εγκυμονούσαν σοβαρούς κινδύνους για το μέλλον της Κρήτης, αλλά ήταν ενδεχόμενο να προκαλέσουν και για την ίδια την Ελλάδα περιπλοκές, που ίσως οδηγούσαν σε Ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Η μεγάλη κρίση του Ανατολικού Ζητήματος κατά τα έτη 1839 - 1841, με το δεύτερο Τουρκοαιγυπτιακό πόλεμο, επηρέασε, όπως ήταν φυσικό, και τα Κρητικά πράγματα. Η ήττα του Μωχάμετ Άλι στη Συρία κλόνισε την Αιγυπτιακή κυριαρχία στην Κρήτη. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, των οποίων οι αντιθέσεις ευνοούσαν την Τουρκία, αφού το δόγμα της ακεραιότητάς της εξασφάλιζε τις λεπτές ισορροπίες της Ευρωπαϊκής ειρήνης, αποφάσισαν με τη Συνθήκη του Λονδίνου (3 Ιουλίου 1840) να αποσπάσουν την Κρήτη από την Αίγυπτο και να την επαναφέρουν στην απόλυτη κυριαρχία του σουλτάνου.
Η Επανάσταση του Χαιρέτη - Βασιλογεώργη (1841)
Οι νέες αυτές εξελίξεις έδωσαν την ευκαιρία στους εξόριστους Κρήτες οπλαρχηγούς να επιστρέψουν στην Κρήτη και να οργανώσουν νέα επανάσταση, υπολογίζοντας να επαναφέρουν στο τραπέζι της διεθνούς διπλωματίας το Κρητικό Ζήτημα. Μαζί τους κατέβηκε στην Κρήτη και ο νεαρός τότε Έλληνας πολιτευτής Αλέξανδρος Κουμουνδούρος. Ο βασιλιάς Όθωνας και η τότε Ελληνική κυβέρνηση ενθάρρυναν την επανάσταση, που την τοποθετούσαν μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της μεγαλοϊδεατικής πολιτικής της εποχής. Η λεγόμενη «Φιλορθόδοξη Εταιρεία», πού, ας σημειωθεί, ήταν εχθρική προς τον Όθωνα, είχε προγραμματίσει ανάλογες εξεγέρσεις σε πολλές Τουρκοκρατούμενες περιοχές.
Όλοι πίστευαν ότι οι εξεγέρσεις αυτές θα επηρεάζονταν από την εξέλιξη της Κρητικής επανάστασης. Η επανάσταση, που εκδηλώθηκε μόλις το Φεβρουάριο του 1841 (επανάσταση Χαιρέτη και Βασιλογεώργη), είχε περιορισμένη έκταση και ήταν από την αρχή καταδικασμένη σε αποτυχία. Η Ελληνική κυβέρνηση βρισκόταν σε παντελή αδυναμία να βοηθήσει τους επαναστάτες, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις καταδίκασαν από την αρχή το κίνημα. Χαρακτηριστικό των νέων επαναστατικών ιδεών ήταν η οργάνωση της «Κρητών Πολιτείας». Παρά την αποτυχία της, η νέα αυτή Κρητική επανάσταση του 1841 έδωσε την ευκαιρία να προβληθούν αιτήματα, που μόνο πολύ αργότερα θα έβρισκαν τη λύση τους.
Ένα υπόμνημα των επαναστατών της Δυτικής Κρήτης, που υποβλήθηκε στους προξένους των τριών Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας) στις 5 Απριλίου 1841, για την προστασία των δικαιωμάτων του κρητικού λαού και για την εθνική του ανεξαρτησία, δεν βρήκε καμιά ανταπόκριση. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι κατά την επανάσταση αυτή προτάθηκε για πρώτη φορά από Κρήτες επαναστάτες η λύση της αυτονομίας του νησιού. Τη λύση αυτή την απέρριψαν επίσης οι Μ. Δυνάμεις, όχι μόνο γιατί θα αποτελούσε ένα προηγούμενο και για άλλες αλύτρωτες Ελληνικές περιοχές, αλλά κυρίως γιατί θα ήταν η απαρχή νέων διεκδικήσεων για ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Για την Αγγλική πολιτική, με την οποία συνέπλεε τώρα και η Γαλλική, η ένωση με την Ελλάδα θα έφερνε την Κρήτη στη σφαίρα της Ρωσικής επιρροής, και αυτό έπρεπε με κάθε τρόπο να αποτραπεί.
Τα Γεγονότα κατά την Περίοδο (1841-1866) το κίνημα του Μαυρογένη
Η επαναφορά της Κρήτης στη σουλτανική εξουσία (Ιανουάριος 1841), δεν μετέβαλε τις βασικές αρχές της εσωτερικής διοίκησης του νησιού. Κάποιος επαναστατικός αναβρασμός σημειώθηκε το 1848, με αφορμή τα φιλελεύθερα κινήματα στην Ευρώπη το έτος εκείνο, αλλά οι συνθήκες δεν επέτρεπαν τώρα την έκρηξη νέας επανάστασης. Για λόγους στρατιωτικούς πάντως, ο σουλτάνος μετέφερε την πρωτεύουσα της Κρήτης από το Ηράκλειο στα Χανιά (1850), ώστε να βρίσκεται κοντά στο μεγάλο λιμάνι της Σούδας και στους στόλους των Μ. Δυνάμεων. Σημαντικός σταθμός στις ιστορικές εξελίξεις υπήρξε ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853 - 1856).
Με τη Συνθήκη των Παρισίων (1856) ο σουλτάνος υποχρεώθηκε να εκδώσει το περίφημο Χάττι Χουμαγιούν (Αυτοκρατορική Γραφή), με το οποίο παραχωρούσε για πρώτη φορά σημαντικά προνόμια στους Χριστιανούς υπηκόους του (ανεξιθρησκία, προσωπική ελευθερία, εξασφάλιση της ιδιοκτησίας και της τιμής). Η άρνηση των Τουρκικών αρχών της Κρήτης να εφαρμόσουν και στο νησί τις διατάξεις του Χάττι Χουμαγιούν οδήγησε σε νέα επαναστατική ενέργεια, που είναι γνωστή ως «Κίνημα του Μαυρογένη», από το όνομα του Χανιώτη οπλαρχηγού Εμμανουήλ Μαυρογένη (14 Μαΐου 1858).
Ο φόβος για μια νέα επανάσταση, σε περίοδο που η Τουρκία ήταν διεθνώς ταπεινωμένη, ανάγκασε τον σουλτάνο να διαπραγματευτεί με τους αρχηγούς των Κρητών. Στις 7 Ιουλίου 1858 εκδόθηκε σουλτανικό φιρμάνι με το οποίο παραχωρούνταν στους Χριστιανούς της Κρήτης προνόμια θρησκευτικά, διοικητικά, φορολογικά και δικαστικά, καθώς επίσης και το δικαίωμα της οπλοφορίας. Ακόμη, παραχωρήθηκε το προνόμιο της οργάνωσης των Χριστιανικών Δημογεροντιών, θεσμού μεγάλης σημασίας για την εσωτερική οργάνωση και τη ζωή των Χριστιανικών κοινοτήτων. Οι Δημογεροντίες ανέλαβαν το σημαντικό έργο της κοινωνικής πρόνοιας και της παιδείας, με την ίδρυση νοσοκομείων και σχολείων.
Κατά την επόμενη δεκαετία, ως την έκρηξη της μεγάλης επανάστασης του 1866, η Αγγλική προπαγάνδα προσπάθησε να καλλιεργήσει στην Κρήτη την ιδέα της δημιουργίας ενός «νησιωτικού Ελληνικού κράτους», υπό Αγγλική προστασία. Είναι η κίνηση των λεγόμενων «αντεπαναστατών», τους οποίους υποστήριζε και υποκινούσε ο Άγγλος Πρόξενος στα Χανιά Henry Ongley. Η ιδέα δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος, καθώς προσέκρουσε στην καθολική αποδοκιμασία των Κρητών και οι ελάχιστοι υποστηρικτές της απομονώθηκαν ως προδότες της εθνικής ιδέας και διακωμωδήθηκαν με λαϊκές σάτιρες.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ (1866 - 1869)
Τον Μάιο του 1866 οι Χριστιανοί της νήσου υπέβαλαν «ευσεβάστως» στο Σουλτάνο ορισμένα αιτήματα, όπως η ανακούφιση από κάποιους φόρους, η βελτίωση της συγκοινωνίας, η εκλογή των δημογεροντιών, η επανεισαγωγή της Ελληνικής γλώσσας στις δικαιοπραξίες, η εξασφάλιση της προσωπικής ελευθερίας και η δημιουργία σχολείων και νοσοκομείων. Η απάντηση της Υψηλής Πύλης έφθασε στις 20 Ιουλίου και ήταν απορριπτική και απειλητική, ενώ διατασσόταν η σύλληψη των αρχηγών της «ανταρσίας». Ήδη οι Μουσουλμάνοι κατέφευγαν με τις οικογένειες τους στις πόλεις, όπου αισθάνονταν ασφαλέστεροι, ενώ οι Χριστιανοί οπλίζονταν και συγκεντρώνονταν στα βουνά, κηρύσσοντας την «Ένωση».
Η κραυγή της Κρήτης συγκίνησε την Ελληνική κοινή γνώμη, ιδίως μετά το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου (9 Νοεμβρίου 1866). Μέσω μιας ειδικής «Επιτροπής», συγκεντρώνονταν και στέλνονταν στο επαναστατημένο νησί πολεμοφόδια και τρόφιμα, ενώ παράλληλα εθελοντές αποβιβάζονταν κατά καιρούς σε απόμερες ακτές. Ακολούθησε η πλέον επίμονη και αιματηρή από όλες τις επαναστάσεις της Κρήτης του 19ου αιώνα. Διήρκεσε περίπου τρία χρόνια, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να ανατρέψει το διεθνές διπλωματικό κλίμα, που ευνοούσε τη διατήρηση του status quo της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Παράλληλα, η όξυνση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων έφθασε στο αποκορύφωμα της, καθώς οι δύο χώρες διέκοψαν τις διπλωματικές τους σχέσεις και έφθασαν στα πρόθυρα πολέμου, ο οποίος αποσοβήθηκε με την παρέμβαση διεθνούς διάσκεψης που επέβαλε στην Ελλάδα να μην υποθάλπει το σχηματισμό εθελοντικών ομάδων και τον εφοδιασμό των εξεγερμένων. Εγκαταλελειμμένοι πλέον από παντού, οι επαναστάτες υποτάχθηκαν στους Τούρκους ή κατέφυγαν στην Ελλάδα. Όσο κράτησε ο ξεσηκωμός, χιλιάδες σκοτώθηκαν και από τις δύο πλευρές, εκατοντάδες χωριά πυρπολήθηκαν και η παραγωγική βάση του νησιού υπέστη ισχυρό πλήγμα, ενώ περίπου 50.000 γυναικόπαιδα βρέθηκαν πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Ανάμεσα τους και ο μόλις δύο ετών Ελευθέριος Βενιζέλος. Γεννημένος στις 12 ή 24 Αυγούστου του 1864, ο Ελευθέριος ήταν το πέμπτο παιδί του εύπορου Χανιώτη εμπόρου Κυριάκου Βενιζέλου και της Στυλιανής, το γένος Πλουμιδάκη. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1866, η οικογένεια Βενιζέλου κατέφυγε στα Κύθηρα (ως το 1869) και από εκεί στη Σύρο, όπου ο Ελευθέριος παρακολούθησε τις πρώτες τάξεις του σχολείου ως το 1872, οπότε η οικογένεια του επέστρεψε στα Χανιά.
Την περίοδο 1877 - 1879 ο Ελευθέριος συνέχισε τη φοίτηση του στη Μέση Εκπαίδευση στην Αθήνα και την ολοκλήρωσε στη Σύρο το 1880, με ιδιαίτερη επίδοση στην Έκθεση, την Ιστορία και τις ξένες γλώσσες, επιδεικνύοντας «οξύνοια, γοργή αντίληψη και αχόρταγη περιέργεια». Παράλληλα εκδήλωσε το πρώιμο ενδιαφέρον του για τα πολιτικά, γεγονός που έκανε τον πατέρα του να του συστήσει: «Φρόντιζε λοιπόν περί των μαθημάτων και της υγείας σου και μη δίδης ουδεμίαν προσοχήν εις τας φλυαρίας των εφημερίδων». Μια συμβουλή που ο 14χρονος τότε γιος δεν έδειξε να ενστερνίζεται, όπως θα φανεί στη συνέχεια.
Ο Εθνικός Χαρακτήρας της Επανάστασης
Η πρώτη μετά την επανάσταση του 1821 μεγάλη κρίση του Κρητικού Ζητήματος σημειώθηκε το 1866, με μια νέα μεγάλη επανάσταση. Η επανάσταση του 1866 - 1869, το «Δεύτερο '21», όπως ονομάστηκε, αποτελεί την κορυφαία έκφραση του πόθου των Κρητών για ελευθερία και εθνική αποκατάσταση. Το κυρίαρχο σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος», που υποκατέστησε το παλαιό «Ελευθερία ή Θάνατος», εκφράζει εύγλωττα και επιγραμματικά τον εθνικό χαρακτήρα του Κρητικού Ζητήματος, που γρήγορα πήρε μεγάλες διαστάσεις και απασχόλησε σοβαρότατα την Ελληνική και την Ευρωπαϊκή διπλωματία, ως σημαντική πτυχή του όλου Ανατολικού Ζητήματος.
Οι συνθήκες ήταν δυσμενείς, όχι μόνο από την άποψη των στρατιωτικών προπαρασκευών και της αναλογίας των δυνάμεων των επαναστατών με εκείνες της Τουρκίας, αλλά κυρίως από την άποψη της γενικής πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, και ιδιαίτερα η Αγγλία και η Γαλλία, ήταν από την αρχή αντίθετες προς κάθε κίνημα που θα έθετε σε κίνδυνο την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μόνο η Ρωσία, που είχε ταπεινωθεί με τον Κριμαϊκό Πόλεμο και τη συνθήκη των Παρισίων (1856), έδειχνε να ευνοεί την επανάσταση της Κρήτης και την υποκινούσε, μάλιστα, μέσω των αντιπροσώπων της στο νησί.
Η Ελληνική πολιτική παρουσιάστηκε από την αρχή διχασμένη. Ο Δημήτριος Βούλγαρης, που συμπαθούσε την Αγγλική πολιτική, ήταν διστακτικός, ενώ ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, οπαδός της Ρωσικής πολιτικής και δεδηλωμένος φιλοκρητικός, ήταν περισσότερο αποφασιστικός. Η επίσημη όμως κυβέρνηση του Μπενιζέλου Ρούφου ήταν σαφώς αντίθετη. Παρ' όλες αυτές τις αντιξοότητες η Κρήτη βρισκόταν σε διαρκή επαναστατικό πυρετό. Το αίτημα της ένωσης με την Ελλάδα υποβλήθηκε με επίσημη αναφορά της Γενικής Συνελεύσεως των Κρητών (14 Μαΐου 1866) στον σουλτάνο καί στις Μεγάλες Δυνάμεις ως «ομόθυμος και διαρκής πόθος» του Κρητικού λαού.
Η επανάσταση, που εξερράγη τον Αύγουστο του 1866, πήρε αμέσως μεγάλες διαστάσεις. Στην πρώτη επίσημη επαναστατική προκήρυξη της Γενικής Συνελεύσεως των Κρητών στο χωριό Ασκύφου Σφακιών (21 Αυγούστου 1866) δηλώνεται σαφώς ότι η επανάσταση είναι η φυσική συνέχεια του 1821. Η έκρηξη νέας επανάστασης στην Κρήτη δημιούργησε γενικό εθνικό ενθουσιασμό στην άλλη Ελλάδα. Στην Αθήνα ιδρύθηκε η «Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή» και στη Σύρο η «Ειδική επί των Αποστολών Επιτροπή», για την ενίσχυση του Κρητικού αγώνα με αποστολές όπλων, χρημάτων και εφοδίων, αλλά και εθελοντών που έσπευδαν από παντού να ενισχύσουν τους Κρήτες.
Βέβαια, ήταν σε όλους φανερό ότι ο πατριωτισμός και ο ενθουσιασμός δεν αρκούσαν για να αντισταθμίσουν τις κατά πολύ υπέρτερες Τουρκικές δυνάμεις. Το μεγάλο όμως πρόβλημα ήταν ο άμαχος πληθυσμός, που έμενε τις περισσότερες φορές ανυπεράσπιστος στην εκδικητική μανία του εχθρού και έπρεπε να καταφεύγει στα βουνά ή στον εκπατρισμό. Η μεγάλη αυτή επανάσταση έμελλε να εξελιχθεί σε αληθινή τραγωδία, που την αντιμετώπισε εντούτοις ο κρητικός λαός με αξιοθαύμαστη αποφασιστικότητα και καρτερία.
Η Έκρηξη της Επανάστασης και η Οργάνωση του Αγώνα
Τα πολεμικά γεγονότα άρχισαν τον Αύγουστο του 1866 με συγκρούσεις στην περιοχή των Χανίων. Ο σουλτάνος ανέθεσε το έργο της καταστολής της επανάστασης στον Μουσταφά Πασά, που και άλλοτε είχε πολεμήσει στην Κρήτη και είχε λάβει την επωνυμία «Γκιριτλής». Ο Μουσταφά Πασά κάλεσε με προκήρυξή του τους Κρήτες να καταθέσουν τα όπλα, με την υπόσχεση της ικανοποίησης των δίκαιων αιτημάτων τους. Την απάντηση έδωσε η Γενική Συνέλευση των Κρητών: «Το σύνθημα "Ένωσις ή Θάνατος", το οποίον άπασα η Κρήτη ανακήρυξε, δίδει την πρέπουσαν απάντησιν».
Τη γενική αρχηγία του αγώνα είχαν αναλάβει παλαίμαχοι στρατιωτικοί, ενώ λόγιοι ιερωμένοι ανέλαβαν το λεπτό και δυσχερές έργο της αλληλογραφίας με τους ξένους Προξένους και τη διπλωματική διαχείριση του αγώνα. Οργανώθηκε επίσης «Προσωρινή Κυβέρνησις Κρήτης», χωρίς μόνιμη έδρα. Η διαρκής μετακίνηση της έδρας της στα βουνά, ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα, ήταν η αιτία να της δοθεί η επωνυμία «Κυβέρνησις του βουνού». Με κινητό τυπογραφείο εξέδιδε προκηρύξεις προς τον Κρητικό λαό και επίσημη εφημερίδα, την πρώτη Ελληνόφωνη εφημερίδα στο νησί, με τον τίτλο «Κρήτη» και τον υπότιτλο «Ένωσις ή Θάνατος».
Τα Πολεμικά Γεγονότα
Το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου
Ο Μουσταφά Πασάς από το χωριό Επισκοπή έστειλε επιστολή προς την Επαναστατική Επιτροπή του Αρκαδίου ότι πρόκειται εντός των ημερών να καταφθάσει και να είναι έτοιμοι να παραδοθούν. Κατευθύνθηκε λοιπόν προς το χωριό Ρούστικα όπου και διανυκτέρευσε στην Ιερά Μονή του Προφήτη Ηλία, ενώ ο στρατός που τον συνόδευε στρατοπέδευσε στα χωριά Ρούστικα και Άγιος Κωνσταντίνος. Το ξημέρωμα της 5ης Νοεμβρίου, ο Τούρκικος στρατός ξεκίνησε για το Ρέθυμνο όπου και έφθασε το απόγευμα της ίδιας μέρας.
Πολύ σύντομα, τη νύκτα της 7ης προς την 8η Νοεμβρίου ο ισχυρός στρατός του Μουσταφά εμπλουτισμένος με όλες τις δυνάμεις του Ρεθύμνου, Τουρκικές και Αιγυπτιακές που στο σύνολο τους αριθμούσαν πάνω από 15.000 άνδρες, επετέθη στην μονή Αρκαδίου, μέσα στην οποία βρίσκονταν 964 άνθρωποι, από τους οποίους μόλις οι 325 ήταν άνδρες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Μουσταφά, μολονότι συνόδευσε το στρατό αρκετά κοντά στην περιοχή, στρατοπέδευσε με το επιτελείο του στο χωριό Μέση, σε σημείο με πανοραμική θέα, απ’ όπου θα μπορούσε να παρακολουθεί την επίθεση.
Το ξημέρωμα λοιπόν της 8ης Νοεμβρίου, ενώ στην εκκλησία του Μοναστηριού γινόταν η Θεία Λειτουργία για την εορτή των Ταξιαρχών, ακούστηκαν οι σάλπιγγες των Τουρκικών στρατευμάτων που πλησίαζαν στο Αρκάδι. Η ώρα που όλοι από μέρες περίμεναν είχε φθάσει. Ο Ηγούμενος Γαβριήλ προσπάθησε να εμψυχώσει το πλήθος και να τονώσει το πατριωτικό του αίσθημα, εκμηδενίζοντας το φόβο του θανάτου εφόσον η θυσία θα γινόταν για την πατρίδα. Το ίδιο έκανε και ο φρούραρχος Δημακόπουλος που εξήρε την έννοια της Πίστης και της Πατρίδας. Έτσι, ξεκίνησε η οργάνωση της άμυνας.
Οι άνδρες μοιράστηκαν στα σημεία - κλειδιά του μοναστηριού και στην ερώτηση των Τούρκων αν θα παραδοθούν ή θα πολεμήσουν, με μια φωνή απάντησαν πως προτιμούν τον πόλεμο. Από τη στιγμή αυτή άρχισαν να γράφονται οι σελίδες του Αρκαδικού Δράματος που βασίστηκε στον πατριωτισμό τον ηρωισμό και την αυταπάρνηση των επαναστατών. Τα πυροβόλα των Τούρκων έριχναν βολές προς όλες τις κατευθύνσεις με κύριο στόχο την κεντρική/δυτική πύλη του μοναστηριού αλλά και την ανατολική, που ήταν όμως τόσο ενισχυμένες εσωτερικά, ώστε φάνηκε από την αρχή ότι ήταν δύσκολο να κυριευθούν. Η πρώτη απώλεια ήταν ο ανεμόμυλος τον οποίο κατάφεραν να πυρπολήσουν και μαζί να κάψουν και τους πολεμιστές που βρισκόταν μέσα.
Αλλά και οι απώλειες των Τούρκων δεν ήταν λίγες μια και πολλοί άνδρες είχαν σκοτωθεί, δεδομένου ότι οι επαναστάτες βρισκόταν περιχαρακωμένοι μέσα στη μονή σε αντίθεση με εκείνους που ήταν έξω και αποτελούσαν εύκολο στόχο. Παρά το γεγονός ότι τα πράγματα δεν είχαν εξελιχθεί άσχημα μέχρι το τέλος της πρώτης μέρας και οι πολιορκημένοι έδειχναν να αντέχουν ακόμα και να ελπίζουν, τη νύχτα, δεδομένης της ένοπλης υπεροχής των εχθρών, ήταν σαφές ότι έπρεπε να μεριμνήσουν για τη στρατιωτική τους ενίσχυση ζητώντας τη βοήθεια του Πάνου Κορωναίου που βρισκόταν στην περιοχή του Αμαρίου, και των κατοίκων του Μυλοποτάμου.
Τη μεταφορά των επιστολών με τις οποίες ζητούσαν βοήθεια ανέλαβαν, εθελοντικά προσφερόμενοι, δύο οπλαρχηγοί που βγήκαν από το μοναστήρι μεταμφιεσμένοι ως Τούρκοι. Κατόπιν ο ηγούμενος κάλεσε όλους τους πολιορκημένους, πολεμιστές, γέροντες, γυναίκες και παιδιά, να προσευχηθούν στο Ναό της μονής. Αργά την ίδια νύχτα επέστρεψαν οι «ταχυδρόμοι» και μαζί το νέο ότι η πρόσβαση ενισχύσεων ήταν σχεδόν αδύνατη, μια και οι Τούρκοι είχαν κλείσει σχεδόν όλες τις διόδους προς τη μονή. Η δεύτερη μέρα της πολιορκίας, η 9η Νοεμβρίου, ξημέρωσε σκοτεινή. Όλα έδειχναν πως η θέση των πολιορκημένων ήταν δυσάρεστη και χωρίς ελπίδα σωτηρίας.
Μολονότι το ήξεραν και οι ίδιοι, διατηρούσαν ακμαίο το ηθικό τους και το μόνο που σκεφτόταν ήταν πώς θα πέσουν όσο το δυνατόν πιο ηρωικά. Ο Ηγούμενος Γαβριήλ τους προέτρεπε μόλις δουν τους Τούρκους να εισβάλουν, να τρέξουν στην πυριτιδαποθήκη, να βάλουν φωτιά και να θυσιαστούν προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Παρόλα αυτά ο πόλεμος συνεχιζόταν και οι Τούρκοι για δεύτερη μέρα προσπαθούσαν να ρίξουν τη δυτική Πύλη του Μοναστηριού. Την προσπάθεια τους ενίσχυσαν και σχεδόν πέτυχαν το στόχο τους φέρνοντας από το Ρέθυμνο το μεγάλο κανόνι, την περίφημη «Κουτσαχείλα».
Ανοίγοντας ρήγμα στην πύλη και κάνοντας απανωτές εφόδους στο μοναστήρι προσπαθούσαν να αποθαρρύνουν τους επαναστάτες και να τους κάνουν να παραδοθούν. Μάταια όμως, γιατί μέσα στο μοναστήρι ο ηγούμενος Γαβριήλ, ο Φρούραρχος Δημακόπουλος, ο Κωστής Γιαμπουδάκης, η ηρωίδα Χαρίκλεια Δασκαλάκη και όλοι οι πολεμιστές ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο, τρέχοντας από σημείο σε σημείο και προτρέποντας τους άνδρες να μην εγκαταλείπουν τις επάλξεις. Το ρήγμα ωστόσο της δυτικής πύλης επέτρεψε στον εχθρό να αρχίσει να μπαίνει σταδιακά στην αυλή του μοναστηριού. Ο πόλεμος μεταφέρθηκε τότε στο εσωτερικό και ο αγώνας άρχισε να γίνεται σώμα με σώμα.
Όταν πια η αυλή είχε γεμίσει με Τούρκους και όλα έδειχναν να φθάνουν στο τέλος, οι πολιορκημένοι κλείστηκαν στην πυριτιδαποθήκη και ο ήρωας Κωστής Γιαμπουδάκης έβαλε φωτιά προκαλώντας την ανατίναξη της και μαζί την ηρωική θυσία των πολιορκημένων στη μονή Αρκαδίου. Ακολούθησε η φρικτή λεηλασία της μονής από τους Τούρκους που έκαιγαν τα πάντα και σκότωναν όσους είχαν επιζήσει. Ακόμα και ορισμένοι άνδρες που είχαν μείνει στην τραπεζαρία της μονής μη ξέροντας τι είχε γίνει στην πυριτιδαποθήκη, σφαγιάσθηκαν με τον πιο φρικαλέο τρόπο βάφοντας με αίμα το χώρο.
Ο απολογισμός της Τούρκικης λεηλασίας είναι τραγικός. Όπως ήδη έχει αναφερθεί, μέσα στο Μοναστήρι βρισκόταν 964 Χριστιανοί συμπεριλαμβανομένων και των γυναικόπαιδων. Από αυτούς αιχμαλωτίστηκαν 114, διέφυγαν 3 - 4 και οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν. Από την πλευρά των Τούρκων έχασαν τη ζωή τους όχι λιγότεροι από 1500, αν και σχετικά με τον αριθμό αυτό έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Τα πτώματα τους είτε ενταφιάσθηκαν σε διάφορα σημεία είτε έμειναν άταφα, όπως και αρκετών Χριστιανών, τα οποία αργότερα ρίχθηκαν στο κοντινό φαράγγι.
Τα οστά πάντως των περισσότερων Χριστιανών περισυνελλέγησαν αργότερα και τοποθετήθηκαν στον ανεμόμυλο που μετατράπηκε έτσι σε κοιμητήριο των ηρώων ταυ Αρκαδικού δράματος. Η τύχη όσων επέζησαν της τραγωδίας αυτής δεν ήταν καθόλου καλύτερη από εκείνων που άφησαν την τελευταία τους πνοή στο Αρκάδι. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ίδιων, αμέσως μετά την καταστροφή τους αιχμαλώτισαν οι Τούρκοι και τους μετέφεραν όλους, ήταν περίπου 114, μέσα σε άθλιες συνθήκες στην πόλη του Ρεθύμνου.
Οι αιχμάλωτοι υπέστησαν εξευτελισμούς και ταπεινώσεις όχι μόνο από τους Τούρκους αξιωματούχους που τους μετέφεραν αλλά και από εκείνους που τους περίμεναν στην είσοδο της πόλης για να τους πετροβολήσουν και να τους υβρίσουν. Τις γυναίκες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η Δασκαλοχαρίκλεια, και τα παιδιά τα κράτησαν μια εβδομάδα στην εκκλησία των Εισοδίων, ενώ τους άνδρες φυλάκισαν για ένα ολόκληρο χρόνο σε συνθήκες απερίγραπτης φρίκης, και δε θα γλίτωναν από την κατάσταση αυτή αν δεν παρενέβαινε ο εκπρόσωπος της Ρωσίας στο Ρέθυμνο Γεώργιος Σκουλούδης και ο Γενικός Πρόξενος της Ρωσίας στην Κρήτη που επέβαλαν στον Πασά να εξασφαλίσει στοιχειώδη καθαριότητα και ένδυση στους αιχμαλώτους του Αρκαδίου.
Αφού έκλεισαν ένα χρόνο στη φυλακή οι αιχμάλωτοι ελευθερώθηκαν και πήγαν στα χωριά τους για να συνεχίσουν την Κρητική επανάσταση. Τη βαρβαρότητα της πολιορκίας αλλά και την απίστευτη φρίκη και σκληρότητα που βίωσαν οι αιχμάλωτοι τόσο κατά τη μεταφορά τους από το Αρκάδι στο Ρέθυμνο όσο και κατά τη διάρκεια της ενός έτους φυλάκισης τους, περιγράφουν με ανατριχιαστική σαφήνεια οι ίδιοι οι επιζήσαντες στις εκ των υστέρων μαρτυρίες τους που όχι μόνο προκαλούν ρίγη συγκίνησης αλλά και αποτελούν τα πλέον αδιάσειστα στοιχεία που συνθέτουν το παζλ της ιστορίας του ολοκαυτώματος της Ιεράς Μονής Αρκαδίου.
Όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο οι Τούρκοι θεώρησαν την άλωση του Αρκαδίου μεγάλη επιτυχία και την εόρτασαν πανηγυρικά με κανονιοβολισμούς. Αντίθετα, η συγκίνηση και η αγανάκτηση που προκάλεσε το γεγονός όχι μόνο στους Κρήτες και τους Έλληνες αλλά και σ’ ολόκληρη την Ευρώπη ακόμα και την Αμερική ήταν τόσο μεγάλη, ώστε μπορούμε να μιλάμε για ένα μεγαλειώδη αντίκτυπο των γεγονότων με σωρεία φιλελληνικών και φιλοκρητικών αντιδράσεων.
Η Διεθνής Απήχηση
Κατά τους πρώτους μήνες της επανάστασης διεξάγονταν επικές μάχες σε όλη την Κρήτη. Τα γεγονότα του πρώτου έτους κορυφώθηκαν με την πολιορκία και το ολοκαύτωμα της ιστορικής Μονής Αρκαδίου (8 Νοεμβρίου 1866). Το γεγονός αυτό προκάλεσε ισχυρή συγκίνηση στην παγκόσμια κοινή γνώμη. «Η ηρωική Μονή, η δίκην φρουρίου αγωνισαμένη, αποθνήσκει ως ηφαίστειον! Τα Ψαρά δεν είναι επικώτερα, το Μεσολόγγι δεν ίσταται υψηλότερον», έγραφε ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ, από τους θερμότερους υποστηρικτές του Κρητικού αγώνα. Επιστολές, ανταποκρίσεις και άρθρα στο διεθνή τύπο δημιούργησαν ευνοϊκό κλίμα υπέρ της αγωνιζόμενης Κρήτης στους λαούς της Ευρώπης και της Αμερικής.
Πολλοί ξένοι φιλοκρητικοί και φιλέλληνες ήλθαν στην Κρήτη για να πολεμήσουν ή για να εργαστούν ως πολεμικοί ανταποκριτές Ευρωπαϊκών και Αμερικανικών εφημερίδων. Ο Κρητικός αγώνας προκάλεσε αληθινή έκρηξη φιλελευθερισμού. Ιδρύθηκαν Εταιρείες και Σύλλογοι για την υποστήριξη του κρητικού αγώνα και κυρίως για την προστασία του δοκιμαζόμενου άμαχου πληθυσμού και την περίθαλψη των προσφύγων, που κατά χιλιάδες κατέφευγαν στον Πειραιά και στα νησιά του Αιγαίου, κυρίως στη Σύρο. Εθελοντές από τη Σερβία, την Ιταλία, την Ουγγαρία και από άλλες περιοχές, ζήτησαν να έλθουν στην Κρήτη, καθώς και πολλοί γνωστοί δημοσιογράφοι της εποχής.
Τολμηροί Έλληνες ναυτικοί πραγματοποιούσαν αποστολές όπλων, τροφίμων και εφοδίων και μετέφεραν εθελοντές από την άλλη Ελλάδα στα παράλια της Κρήτης με τα πλοία «Αρκάδιον» και «Πανελλήνιον». Παρά τις στρατιωτικές επιτυχίες των Τούρκων, η επανάσταση διατηρήθηκε ζωντανή σε όλη την Κρήτη. Η Υψηλή Πύλη, έχοντας να αντιμετωπίσει την κατακραυγή της διεθνούς κοινής γνώμης και την πρόσκαιρη μεταστροφή της γαλλικής διπλωματίας υπέρ των Κρητών, προέβη σε μια κίνηση εντυπωσιασμού. Τον Ιανουάριο του 1867 απέστειλε στην Κρήτη αντιπρόσωπο του σουλτάνου, με δύο κύριες προτάσεις:
α) Την κατάπαυση των εχθροπραξιών και
β) Την αποστολή στην Κωνσταντινούπολη δύο αντιπροσώπων, ενός Χριστιανού και ενός Μουσουλμάνου, οι οποίοι θα συνεργάζονταν με την Υψηλή Πύλη για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Παράλληλα, ανακάλεσε τον Μουσταφά Πασά και διόρισε στη θέση του ως σερασκέρη της Κρήτης τον Ομέρ, που είχε τη φήμη ενός από τους καλύτερους στρατηγούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Ομέρ έφτασε στην Κρήτη το Μάρτιο του 1867 και άρχισε αμέσως εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Εντούτοις, οι επιτυχίες του δεν έφεραν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Απέδειξαν απλώς ότι οι επαναστάτες δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν τον τακτικό Τουρκικό στρατό.
Όμως, η μονιμοποίηση της Τουρκικής κατοχής στις διάφορες περιοχές δεν ήταν εφικτή. Μόλις αποχωρούσε ο Τουρκικός στρατός, οι επαναστάτες επέστρεφαν από τα απρόσιτα κρησφύγετά τους. Ένας αληθινός φαύλος κύκλος είχε δημιουργηθεί και η επανάσταση είχε εξελιχθεί σε τραγωδία, με κύριο θύμα τον άμαχο πληθυσμό.
Το Τέλος της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης
Η Ευρωπαϊκή διπλωματία αναζητούσε πολιτική λύση στο Κρητικό ζήτημα. Ήδη οι αποστολές εθελοντών, εφοδίων και όπλων από την Ελλάδα είχαν εξαγριώσει την Τουρκία. Με τελεσίγραφο της η Τουρκία στα τέλη Δεκεμβρίου 1868 κατηγορούσε την Ελλάδα για ενεργό ανάμειξη στην Κρητική επανάσταση και επέσειε την απειλή ενός Ελληνοτουρκικού πολέμου, ο οποίος αποφεύχθηκε μόνο με την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Ελλάδα, υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, αναγκάστηκε να δεχθεί τους όρους του Τουρκικού τελεσιγράφου και να σταματήσει τις αποστολές εθελοντών και εφοδίων στην Κρήτη.
Η Τουρκία από το άλλο μέρος υποχώρησε στις υποδείξεις της Αγγλίας και πρότεινε στους επαναστάτες μια έντιμη λύση, με την παραχώρηση γενικής αμνηστίας και νέων προνομίων στον Κρητικό λαό. Τον Ιανουάριο του 1869 τα γεγονότα εξελίχθηκαν ραγδαία. Η Ευρωπαϊκή διπλωματία είχε πια οριστικά στραφεί υπέρ της Τουρκίας. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν με τη Συνθήκη των Παρισίων (9 - 20 Ιανουαρίου) να απαγορευθεί στην Ελλάδα ο σχηματισμός εθελοντικών σωμάτων για δράση στα Τουρκικά εδάφη, καθώς και ο εφοδιασμός από τα Ελληνικά λιμάνια πλοίων «προορισμένων να βοηθήσουν υπό οιανδήποτε μορφήν πάσαν απόπειραν εξεγέρσεως εις τας κτήσεις της Α. Μ. του σουλτάνου».
Η επανάσταση είχε πλέον εκπνεύσει, χωρίς να πραγματοποιηθεί ο πόθος των Κρητών για ελευθερία και εθνική αποκατάσταση. Οι ανθρώπινες απώλειες και οι υλικές καταστροφές υπήρξαν για την Κρήτη ανυπολόγιστες, αλλά και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το γόητρο υπέστη ανεπανόρθωτο πλήγμα, καθώς φάνηκε ανίκανη να δαμάσει ένα νησί, παρά τον τρομακτικό όγκο των δυνάμεών της σε άνδρες και οπλισμό.
Ο ''Οργανικός Νόμος της Κρήτης''
Ήδη από τις αρχές Σεπτεμβρίου 1867 ο σουλτάνος είχε διατάξει διακοπή των εχθροπραξιών για πέντε εβδομάδες, προτείνοντας γενική αμνηστία και πολιτική λύση στο Κρητικό Ζήτημα. Αργότερα, έστειλε στην Κρήτη τον πρωθυπουργό του, τον μεγάλο Βεζίρη Ααλή Πασά, κομιστή διοικητικών και άλλων παραχωρήσεων, που αποτέλεσαν τη βάση ενός νέου καταστατικού χάρτη διοίκησης της Κρήτης, του λεγόμενου «Οργανικού Νόμου». Οι επαναστάτες απέρριψαν τις Τουρκικές προτάσεις, αλλά ο Ααλή Πασά προχώρησε με ταχύτητα στην επεξεργασία του Οργανικού Νόμου.
Προκήρυξε εκλογές στις κατεχόμενες από τους Τούρκους περιοχές και συγκρότησε μια συνέλευση από 30 Μουσουλμάνους και 20 Χριστιανούς, ανθρώπους χωρίς κανένα κύρος και καμιά επιβολή, εκλεγμένους με υποσχέσεις και δωροδοκίες. Έτσι προχώρησε στην ψήφιση του Οργανικού Νόμου, που τέθηκε σε εφαρμογή στις 3 Φεβρουαρίου 1868. Οι βασικές διατάξεις του Οργανικού Νόμου ήταν οι εξής:
Τα σκιώδη αυτά προνόμια του Οργανικού Νόμου, που έθεταν το Κρητικό Ζήτημα σε νέες βάσεις, αποτέλεσαν στο εξής σταθερό σημείο αναφοράς για όλα τα επόμενα απελευθερωτικά κινήματα του νησιού, ως την αυτονομία.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ (1869 - 1898)
Η Κρήτη από το 1868 ως το 1878
Ο Οργανικός Νόμος ίσχυσε για μια δεκαετία, ως τη νέα επανάσταση του 1878. Παρά τις θριαμβολογίες της Υψηλής Πύλης, που επιχειρούσε να παρουσιάσει τον Οργανικό Νόμο ως χειρονομία καλής θέλησης και ως απόδειξη παραχώρησης νέων προνομίων, ο νόμος αυτός ήταν στην πραγματικότητα φενάκη. Η μεγάλη αδικία σε βάρος του Χριστιανικού στοιχείου του νησιού φάνηκε αμέσως με τις διατάξεις για την εκλογή αντιπροσώπων στη Γενική Συνέλευση. Οι 250.000 του Χριστιανικού στοιχείου εξέλεγαν 38 αντιπροσώπους, ενώ οι μόλις 70.000 του Μουσουλμανικού 36. Ακόμη και οι Εβραίοι, που ήταν μόλις 50 οικογένειες σε ολόκληρη την Κρήτη, εξέλεγαν 1 αντιπρόσωπο.
Έτσι, από την αρχή ο Οργανικός Νόμος έγινε αντικείμενο λαϊκής σάτιρας, που εκφράστηκε με πολύ ενδιαφέροντα στιχουργήματα, τα οποία κυκλοφορούσαν ανώνυμα και πολλές φορές τοιχοκολλούνταν σε κεντρικούς δρόμους των Κρητικών πόλεων ως παράνομες εφημερίδες τοίχου. Η λαϊκή έκφραση «Τση Κρήτης ο Οργανισμός του ντοβλετιού ο στολισμός» αποδίδει την απέχθεια που ένιωθαν οι Κρητικοί για το νέο αυτό κατασκεύασμα της Υψηλής Πύλης. Οι Τουρκικές αρχές της Κρήτης εφάρμοζαν κατά γράμμα τις διατάξεις του Οργανικού Νόμου και φυλάκιζαν ή εξόριζαν επιφανείς Κρήτες με την παραμικρή υποψία. Η κατάσταση κατά τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση του 1866 ήταν αληθινά τραγική.
Ο πληθυσμός είχε ελαττωθεί με τον πόλεμο και τους συνεχείς εκπατρισμούς, τα χωριά είχαν ερημωθεί, τα σπίτια ήταν ερειπωμένα και ακατοίκητα και τα κτήματα έμεναν ακαλλιέργητα. Η Υψηλή Πύλη φρόντιζε να στέλνει στην Κρήτη Γενικούς Διοικητές φανατικούς Μουσουλμάνους, που διακατέχονταν από πνεύμα μισαλλοδοξίας. Το πνεύμα αυτό εξέφραζε, κατά την περίοδο αυτή, και το πανίσχυρο «Κόμμα των Μπέηδων», αντίθετο προς κάθε ιδέα παραχώρησης προνομίων και εξίσωσης του Χριστιανικού με το Μουσουλμανικό στοιχείο. Από το 1871 η Τουρκία εισήλθε σε περίοδο πολιτικής αστάθειας, που χαρακτηρίζεται ως περίοδος του «Οθωμανικού Χάους».
Την περίοδο αυτή της πολιτικής ρευστότητας και αστάθειας αναβίωσε το παλαιό σχέδιο της Αγγλικής διπλωματίας, για την ίδρυση Αγγλικού προτεκτοράτου στην Κρήτη. Την ιδέα υποστήριζαν οι Αγγλόφιλοι Κρήτες, οι οποίοι όμως δεν διέθεταν λαϊκό έρεισμα. Άλλοι πολιτευτές του νησιού, που ήταν αντίθετοι προς την άποψη αυτή, προωθούσαν την ιδέα για ίδρυση «Ηγεμονίας», κατά το πρότυπο της Σάμου. Οι απόψεις αυτές είχαν απλώς θεωρητικό χαρακτήρα, αφού η Υψηλή Πύλη δεν είχε καμία διάθεση να μεταβάλει, με δική της μάλιστα πρωτοβουλία, το καθεστώς της Κρήτης. Το πρώτο Τουρκικό σύνταγμα (σύνταγμα Μιδάτ), δεν προέβλεπε καμιά μεταβολή στο καθεστώς της Κρήτης, παρά τα έντονα διαβήματα των Κρητών.
Από τον Οργανικό Νόμο του 1868 στη Συνθήκη της Χαλέπας του 1878
Παρά την αποτυχία της, η Επανάσταση του 1866 - 1869 είχε ένα σημαντικό παράπλευρο αποτέλεσμα. Έναν ειδικό διοικητικό κανονισμό για την Κρήτη, που έμεινε γνωστός ως Οργανικός Νόμος. Ο νόμος αυτός προέβλεπε τη συμμετοχή Χριστιανών στο διοικητικό μηχανισμό και στα δικαστήρια, την ισότιμη χρήση της Τουρκικής και της Ελληνικής γλώσσας στη διοίκηση και την ίδρυση Γενικής Συνέλευσης με μεικτή σύνθεση, που θα νομοθετούσε μέτρα επί τοπικών ζητημάτων (όπως η συγκοινωνία, τα δημόσια έργα, η γεωργία, η εκπαίδευση κτλ.), υπό τον όρο ότι οι αποφάσεις της θα επικυρώνονταν από την Οθωμανική κυβέρνηση.
Στα πρώτα χρόνια, η συνέλευση λειτούργησε υποτυπωδώς, με ασύμμετρη εκπροσώπηση των εθνικών ομάδων (οι Χριστιανοί, που αποτελούσαν το 74% του πληθυσμού, είχαν πλειοψηφία μόλις δύο και στη συνέχεια μίας μόνο έδρας), διώξεις των «ενοχλητικών» πληρεξουσίων και επικύρωση ελάχιστων μόνο αποφάσεων της. Η λειτουργία της δημιούργησε ένα χώρο συζήτησης και αντιπαράθεσης πάνω στα βασικά προβλήματα του πληθυσμού της Κρήτης, ανέδειξε τη δυναμικότητα του Χριστιανικού στοιχείου ως φορέα προόδου και απέδειξε ότι η στοιχειωδώς ορθολογική διαχείριση ακόμη και των απλούστερων τοπικών ζητημάτων ερχόταν εκ των πραγμάτων σε σύγκρουση με την ίδια τη φύση της οθωμανικής κυριαρχίας.
Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877 - 1878 δημιούργησε ένα νέο μεταρρυθμιστικό κίνημα στους κόλπους της Χριστιανικής κοινότητας της Κρήτης, με εκφραστή τη Γενική Συνέλευση. Δεν είναι ίσως άμοιρο της εξέλιξης αυτής και το γεγονός ότι η αρχική αγροτική κοινωνική σύνθεση του σώματος είχε αρχίσει να αλλάζει, όταν κατέλαβαν τα έδρανα του νέοι μορφωμένοι Χριστιανοί πληρεξούσιοι, που είχαν σπουδάσει στην Ελλάδα. Ήδη στη συνέλευση του 1876, οι Χριστιανοί είχαν θέσει θέμα μεταρρύθμισης του Οργανικού Νόμου, με έμφαση στην αναλογικότερη εκπροσώπηση του Χριστιανικού πληθυσμού, την κατάρτιση τοπικού προϋπολογισμού, την απαγόρευση φυλάκισης χωρίς προηγούμενη δικαστική απόφαση και την ελεύθερη οικοδόμηση ναών.
Η απάντηση της Υψηλής Πύλης υπήρξε απορριπτική για τα περισσότερα αιτήματα. Η στάση αυτή ικανοποίησε τους Μουσουλμάνους, αλλά προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στο Χριστιανικό πληθυσμό. Ταυτόχρονα, έκαναν την εμφάνιση τους στα βουνά οι πρώτες ένοπλες ομάδες. Η Οθωμανική διοίκηση επιχείρησε να πλήξει το κίνημα εν τη γενέσει του, συλλαμβάνοντας το δικηγόρο Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, πληρεξούσιο Κυδωνιάς και ηγετική προσωπικότητα της Χριστιανικής κοινότητας, αναγκάστηκε όμως τελικώς να τον απελευθερώσει, όταν οι εκλογείς αρνήθηκαν να ψηφίσουν αντικαταστάτη του και συγκρότησαν -για πρώτη φορά στην ιστορία- συλλαλητήριο στο κέντρο των Χανίων.
Τα γεγονότα αυτά σηματοδοτούν ανάγλυφα την ψυχολογική μεταβολή του φρονήματος των Χριστιανών και την πορεία παρακμής του Οθωμανικού ελέγχου στο νησί. Σύντομα επέρχεται η ήττα της Τουρκίας στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο και η Υψηλή Πύλη υποχρεώνεται να υπογράψει, τον Οκτώβριο του 1878, τη λεγόμενη Σύμβαση της Χαλέπας, που επέφερε αξιοσημείωτες μεταρρυθμίσεις:
Οριζόταν πενταετής θητεία των Γενικών Διοικητών, με μνεία του ενδεχομένου να είναι χριστιανικού θρησκεύματος (έχοντας, σε κάθε περίπτωση, δίπλα τους σύμβουλο του αντίθετου θρησκεύματος). Ιδρυόταν μεικτή τοπική χωροφυλακή. Τα διοικητικά και δικαστικά έγγραφα θα συντάσσονταν και στις δύο γλώσσες, ενώ η Ελληνική θα αποτελούσε τη μοναδική επίσημη γλώσσα της Γενικής Συνέλευσης, η οποία θα είχε σαφή Χριστιανική πλειοψηφία (49 χριστιανοί, έναντι 31 Μουσουλμάνων).
Το Ιδιότυπο Κοινοβουλευτικό Καθεστώς της Τουρκοκρατούμενης Κρήτης (1878 - 1889)
Η επόμενη δεκαετία χαρακτηρίζεται από την απόπειρα εφαρμογής στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη ενός καθεστώτος που είχε κάποια στοιχειώδη κοινοβουλευτικά στοιχεία. Η εφαρμογή αυτή ανέδειξε ανάγλυφα τις αντιφάσεις και τα όρια αυτού του καθεστώτος. Την εποχή εκείνη είχε παγιωθεί η διαίρεση των Χριστιανών της Κρήτης σε δύο πολιτικές μερίδες: αυτή των Φιλελευθέρων (ή Ξυπόλυτων) κι εκείνη των Συντηρητικών (ή Καραβανάδων).
Οι τελευταίοι συγκροτούσαν τη φιλική προς τη διοίκηση πολιτική μερίδα, που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, όσους είχαν δράσει κατά καιρούς ως συνεργάτες των Τούρκων, αλλά και συντηρητικούς «νοικοκυραίους», όπως και μερίδα του ανώτερου κλήρου. Η μερίδα αυτή συμμαχούσε συχνά με το αντίστοιχο Μουσουλμανικό Κόμμα των Μπέηδων, στο οποίο συνυπήρχαν επιφανείς Μουσουλμάνοι, μέλη φανατικών θρησκευτικών αδελφοτήτων, αλλά και οι φτωχότεροι Μουσουλμάνοι έποικοι (κυρίως Βορειοαφρικανοί), με κοινό χαρακτηριστικό την αντίδραση ακόμα και στα απλούστερα μεταρρυθμιστικά μέτρα που προωθούσε η ίδια η Υψηλή Πύλη και την υπονόμευση όσων Διοικητών επιχειρούσαν να τα εφαρμόσουν.
Η διαπάλη μεταξύ των δύο μερίδων έφθασε στο αποκορύφωμα της το 1888, όταν η φιλελεύθερη μερίδα κέρδισε για πρώτη φορά τις εκλογές και πέτυχε την ψήφιση σημαντικών νόμων για την οργάνωση των δήμων, την αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής κ.ά., συμπεριλαμβανομένου και του νέου εκλογικού νόμου, που προέβλεπε καθολική μυστική ψηφοφορία. Οι επόμενες εκλογές, που διεξήχθησαν το 1889 με το νέο αυτό νόμο, οδήγησαν στο θρίαμβο της φιλελεύθερης μερίδας, που ανέδειξε 40 πληρεξουσίους, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος είχε πρόσφατα (1887) αποφοιτήσει από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στα χρόνια των σπουδών του είχαν εκδηλωθεί για πρώτη φορά δημόσια οι ρητορικές και ηγετικές ικανότητες του νεαρού Κρητικού, επιβεβαιώνοντας την έφεση του προς την πολιτική, όπως προκύπτει και από το παρακάτω επεισόδιο: Το 1886 ο Βενιζέλος συνάντησε τον επισκεπτόμενο τότε την Αθήνα Τζόζεφ Τσάμπερλεν, με αφορμή κάποιες δηλώσεις του τελευταίου, προκειμένου να του εκθέσει την προβληματική κατάσταση που επικρατούσε στην Κρήτη και τους λόγους για τους οποίους οι Κρήτες επέμεναν στο αίτημα τους για Ένωση με την Ελλάδα. Προκάλεσε ιδιαιτέρως ζωηρή εντύπωση στο Βρετανό πολιτικό, αφού ο τελευταίος εμφανίζεται να προσχωρεί πλήρως στις απόψεις του, όπως καταγράφεται και στις εφημερίδες της εποχής.
To 1889, σε ηλικία μόλις 25 χρόνων, ο Βενιζέλος εκλέγεται για πρώτη φορά πληρεξούσιος Κυδωνιάς, στη θέση του αποχωρήσαντος γαμπρού του, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (που είχε νυμφευθεί την αδελφή του Βενιζέλου, Κατίγκω), ο οποίος του παραχώρησε και την εφημερίδα του Λευκά Όρη. Η εφημερίδα επανακυκλοφόρησε από τους Ελ. Βενιζέλο, Κ. Φούμη, Χ. Πωλογεώργη και Ι. Μοάτσο, οι οποίοι και συγκρότησαν μια εκσυγχρονιστική ομάδα εντός του κόμματος των Φιλελευθέρων, που έγινε γνωστή ως «Λευκορείτες», λόγω του ονόματος του εντύπου τους.
Η Επανάσταση του 1878 και η Σύμβαση της Χαλέπας
Η νέα κρίση του Ανατολικού Ζητήματος, με την έκρηξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου την άνοιξη του 1877, ήταν μια καλή ευκαιρία για την οργάνωση νέου επαναστατικού κινήματος στην Κρήτη. Οργανώθηκαν αμέσως επαναστατικά κομιτάτα, εκλέχθηκε 24μελής Επιτροπή για τη διαχείριση του Κρητικού Ζητήματος και ιδρύθηκε στην Αθήνα το «Κρητικόν Κέντρον», για τη συγκέντρωση εφοδίων και όπλων. Ενώ άρχισαν να κατεβαίνουν στην Κρήτη οι εξόριστοι οπλαρχηγοί, η διαφαινόμενη ήττα της Τουρκίας ενθάρρυνε την ελληνική κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη να δηλώσει απερίφραστα ότι θα υποστήριζε μια νέα επανάσταση στην Κρήτη (27 Δεκεμβρίου 1877).
Η επανάσταση εξερράγη τον Ιανουάριο του 1878 και πήρε αμέσως Παγκρήτιες διαστάσεις. Η κατάρρευση της Τουρκίας στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο είχε άμεσες επιπτώσεις στην εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος. Το άρθρο 15 της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (Φεβρουάριος 1878) υποχρέωνε την Τουρκία σε πλήρη εφαρμογή του Οργανικού Νόμου του 1868. Τον Ιούλιο 1878 οι Πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κρήτη επέβαλαν ανακωχή, με τη διαβεβαίωση ότι το Κρητικό Ζήτημα επρόκειτο να απασχολήσει το Συνέδριο του Βερολίνου, το οποίο θα αναθεωρούσε τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Η Γενική Συνέλευση των Κρητών εξέλεξε δύο αντιπροσώπους για το Συνέδριο του Βερολίνου αλλά η Ελληνική Κυβέρνηση, επειδή φοβόταν μήπως οι Κρήτες αντιπρόσωποι πιεσθούν και αποδεχθούν τη λύση της ηγεμονίας, εγκατέλειψε το πάγιο αίτημα της ένωσης και απαγόρευσε τη μετάβαση τους στο Βερολίνο. Η απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Συνέδριο του Βερολίνου δεν διέφερε ουσιαστικά από εκείνη του Αγίου Στεφάνου. Η απειλή όμως της συνέχισης της επανάστασης ανάγκασε την Τουρκία να δεχθεί πρόταση της Αγγλίας για νέες παραχωρήσεις στον Κρητικό λαό.
Αποτέλεσμα των νέων διαβουλεύσεων υπήρξε ο λεγόμενος «Χάρτης της Χαλέπας», μια νέα Σύμβαση, που υπογράφηκε τον Οκτώβριο 1878 στο ομώνυμο προάστιο των Χανίων και επικυρώθηκε αμέσως με σουλτανικό διάταγμα. Επρόκειτο για ένα νέο Οργανικό Νόμο, που ίσχυσε και αυτός για μια περίπου δεκαετία, ως την επανάσταση του 1889. Οι κυριότερες διατάξεις του Χάρτη της Χαλέπας ήταν οι εξής:
Η Σύμβαση της Χαλέπας ήταν ένα νέο βήμα προς τη λύση του Κρητικού Ζητήματος. Δημιουργούσε ένα καθεστώς ημιαυτόνομης επαρχίας, με ιδιαίτερα προνόμια. Οι ρυθμίσεις της Σύμβασης αυτής άλλαξαν για πρώτη φορά τη μορφή της ζωής στην Κρήτη και ανέτρεψαν υπέρ των Χριστιανών την έως τότε κατάσταση. Η Σύμβαση αυτή αν και τερμάτιζε όλα τα επαναστατικά κινήματα που είχαν εκδηλωθεί από το 1868 και νεότερα και ειδικά της περιόδου 1875 - 1878, δεν τηρήθηκε απόλυτα με συνέπεια ν΄ ακολουθήσουν νεότερες εξεγέρσεις, ειδικότερα μετά το 1889 όπου και ανεστάλη, με συνέπεια να ξεσπάσει η Κρητική Επανάσταση (1895 - 1898) που είχε ως επακόλουθο αφενός τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και αφετέρου την οριστική επίλυση της αυτονομίας της Κρήτης και την ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας (1898).
Η Κρήτη στη Δεκαετία (1878 - 1888)
Το αποτέλεσμα των ευεργετικών διατάξεων της Σύμβασης της Χαλέπας φάνηκε αμέσως. Η Υψηλή Πύλη διόρισε Χριστιανό Γενικό Διοικητή, τον Αλέξανδρο Καραθεοδωρή, τον οποίο διαδέχθηκε ένας πολύ μορφωμένος και δραστήριος άνθρωπος, ο Ιωάννης Φωτιάδης, που είχε και διοικητική και διπλωματική εμπειρία, καθώς είχε χρηματίσει πρεσβευτής της Τουρκίας στην Αθήνα. Διοίκησε την Κρήτη ως το 1885, με φρόνηση και δικαιοσύνη. Υποστήριξε την παιδεία, με την ίδρυση σχολείων, και προώθησε τη λύση μεγάλων και σοβαρών οικονομικών προβλημάτων. Στις μεγάλες πόλεις ιδρύθηκαν Φιλεκπαιδευτικοί Σύλλογοι, και λήφθηκαν μέτρα για την προστασία των αρχαιοτήτων του νησιού.
Είναι βέβαιο ότι χωρίς τα μέτρα αυτά πολλά από τα τεκμήρια της Κρητικής αρχαιότητας θα βρίσκονταν σήμερα σε ξένες χώρες. Η παραχώρηση του δικαιώματος για έκδοση εφημερίδων άνοιξε το δρόμο στην Κρητική δημοσιογραφία. Είναι αξιοσημείωτο ότι ήδη από το 1880 παρατηρείται στην Κρήτη ένας αληθινός δημοσιογραφικός πυρετός, με την ίδρυση και έκδοση για πρώτη φορά Ελληνικών εφημερίδων, με μαχητικούς δημοσιογράφους, που ριψοκινδύνευαν καθημερινά, απειλούμενοι με φυλακίσεις και εξορίες από τους Τούρκους. Αλλά τη θετική αυτή εικόνα ήλθε να σκιάσει το πάθος των κομματικών ανταγωνισμών.
Τη δεκαετία αυτή, η Κρήτη γνώρισε περίοδο κομματικών φατριασμών, που είχαν σοβαρότατες επιπτώσεις στην εσωτερική ενότητα του Χριστιανικού στοιχείου και στην ομαλή εξέλιξη του πολιτικού βίου. Δύο μεγάλα κόμματα είχαν ιδρυθεί, οι Καραβανάδες και οι Ξυπόλυτοι, με διαφορετικές απόψεις και θέσεις για το Κρητικό Ζήτημα. Τα δύο αυτά κόμματα όξυναν τα πολιτικά πάθη, που πολλές φορές προκάλεσαν πράξεις βίας, καταστροφές και φόνους. Το Κρητικό Ζήτημα φαινόταν τώρα να έχει λησμονηθεί μέσα στη δίνη των πολιτικών παθών. Το 1888 προβλήθηκε για μια ακόμη φορά η ιδέα της Αγγλικής προστασίας, που όμως απορρίφθηκε από τους περισσότερους πολιτικούς και στρατιωτικούς αρχηγούς.
Στην εφημερίδα «Λευκά Όρη», ο Ελευθέριος Βενιζέλος, νεαρός δικηγόρος τότε και ανατέλλων αστήρ στο πολιτικό στερέωμα της Κρήτης, έγραφε: «Προτιμώμεν χιλιάκις την Τουρκικήν κυριαρχίαν από πάσης Αγγλικής». Ήταν βέβαιο ότι η Τουρκική κυριαρχία στην Κρήτη θα καταλυόταν γρήγορα, ενώ η αποτίναξη μιας ενδεχόμενης Αγγλικής κατοχής θα ήταν δύσκολη και ίσως αδύνατη και έτσι, ο εθνικός πόθος της Κρήτης δεν θα μπορούσε να βρει δικαίωση.
Η Επανάσταση του 1889 και οι Συνέπειες της
Ενώ οι πρώτες συνεδριάσεις της νέας Γενικής Συνέλευσης ξεκινούσαν μέσα σε κλίμα έντονης αντιπαράθεσης, αιφνιδίως οι πληρεξούσιοι των Καραβανάδων δήλωσαν ότι, θεωρώντας ως μόνη λύση την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, αποφάσισαν να απόσχουν από τις εργασίες της συνέλευσης. Η απροσδόκητη και άκαιρη αυτή ενέργεια, η οποία έλαβε χώρα παρά τις προσπάθειες του Έλληνα προξένου στα Χανιά να την αποτρέψει, έθεσε τους Φιλελευθέρους ενώπιον δεινού διλήμματος, καθώς, αν αντιδρούσαν, κινδύνευαν να κατηγορηθούν για εθνική μειοδοσία.
Κατόπιν αυτού, παραμένοντας στη Γενική Συνέλευση, ψήφισαν με τη σειρά τους μια σειρά οικονομικών αιτημάτων, όπως την ενσωμάτωση των δασμών στον τοπικό προϋπολογισμό και την ίδρυση Γεωργικής Τράπεζας. Τότε η αντιπολίτευση, εγκαταλείποντας άρδην τα περί «Ένωσης», ζήτησε την αντικατάσταση του Γενικού Διοικητή Σαρτίνσκι Πασά και την ακύρωση όλων των πράξεων της Γενικής Συνέλευσης, ενώ παρόμοια αιτήματα υπέβαλε και το Κόμμα των Μπέηδων. Η Οθωμανική κυβέρνηση υποσχέθηκε μεν τη μελλοντική σύσταση Τράπεζας, αλλά απέρριψε τα υπόλοιπα αιτήματα, με την αιτιολογία ότι είχαν διατυπωθεί από συνάθροιση που δεν εκπροσωπούσε νομίμως τον τόπο.
Η εξέλιξη αυτή αποθάρρυνε αρχικά τους Καραβανάδες, αλλά στη συνέχεια αποφασίστηκε η περαιτέρω εκβίαση των πραγμάτων. Μέσω της τρομοκράτησης των Μουσουλμάνων της υπαίθρου επιχείρησαν να δημιουργήσουν τετελεσμένα, ελπίζοντας να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική τους θέση. Έτσι ξεκίνησαν οι πρώτες ένοπλες συμπλοκές μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, αλλά και μεταξύ Χριστιανών των αντιμαχόμενων μερίδων, ενώ άρχισαν και οι συνήθεις επιθέσεις του εξαγριωμένου Μουσουλμανικού όχλου κατά των Χριστιανών κατοίκων των πόλεων.
Προκειμένου να αποτρέψουν περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης, οι επικεφαλής των δύο χριστιανικών μερίδων κατέληξαν σε μια καταρχήν συμφωνία, καθώς οι Φιλελεύθεροι δέχθηκαν να συναινέσουν στο αίτημα αντικατάστασης του Πασά, υπό τον όρο της άμεσης διάλυσης των συναθροίσεων των Συντηρητικών. Αν και η Οθωμανική κυβέρνηση αποδέχθηκε το κοινό, πλέον, αίτημα και έσπευσε παύσει το Γενικό Διοικητή, οι ηγέτες της συντηρητικής παράταξης δεν τήρησαν τα συμφωνηθέντα. Η δυναμική των πραγμάτων τους είχε άλλωστε καταστήσει ομήρους των ένοπλων οπαδών τους που αρνούνταν κάθε συμβιβασμό, δίνοντας με τον τρόπο αυτό και την αφορμή στον εξοπλισμό παραστρατιωτικών Μουσουλμανικών ομάδων.
Ομάδων που ενέτειναν τη δράση τους εναντίον των Χριστιανών, των οποίων οι οικογένειες έσπευσαν για μια ακόμη φορά να καταφύγουν στην Ελλάδα. Μέσα σ' αυτό το κλίμα και ενώ η Ελληνική κυβέρνηση δήλωνε την πρόθεση της να επέμβει για την προστασία του Χριστιανικού πληθυσμού, ο νέος Οθωμανός Στρατιωτικός Διοικητής κήρυξε στρατιωτικό νόμο, κατορθώνοντας να περιορίσει τη δράση των αδιάλλακτων Μουσουλμάνων και να απωθήσει τους ένοπλους Χριστιανούς στα ορεινά, ενώ οι περισσότεροι πολιτικοί παράγοντες, ασχέτως κομματικής ένταξης -ανάμεσα τους και ο Ελευθέριος Βενιζέλος- διέφυγαν στην Ελλάδα (τον Οκτώβριο του 1889).
Η σημαντικότερη όμως συνέπεια της «επανάστασης» του 1889 ήταν ότι έδωσε το πρόσχημα να καταργηθούν οι περισσότερες από τις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις. Ταυτόχρονα, κηρυσσόταν μεν θεωρητικά αμνηστία, αλλά εξαιρούνταν όσοι από τους αρχηγούς των επαναστατών είχαν ήδη καταδικαστεί, καθώς και τα πολιτικά πρόσωπα που θεωρήθηκαν πρωτεργάτες των «ταραχών». Μεταξύ αυτών περιλαμβανόταν και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος, αν και είχε σαφώς αντιταχθεί στα τελευταία γεγονότα, αναγνωριζόταν έτσι με τον επισημότερο τρόπο από τον αντίπαλο ως αδιαμφισβήτητη ηγετική προσωπικότητα του Κρητικού λαού.
Το 1888 είχαν προκηρυχθεί εκλογές για την ανάδειξη πληρεξουσίων για τη Γενική Συνέλευση. Στις εκλογές αυτές κέρδισε το κόμμα των Ξυπόλυτων. Το κόμμα των Καραβανάδων, που υποστήριζε ότι οι εκλογές δεν είχαν διεξαχθεί ομαλά, αντέδρασε με τρόπο απροσδόκητο και απερίσκεπτο. Στη Γενική Συνέλευση της 6ης Μαΐου 1889 κατέθεσε αιφνιδιαστικά σχέδιο Ψηφίσματος, με το οποίο κήρυττε την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Η πράξη κρίθηκε ευθέως ανατρεπτική, η Συνέλευση διαλύθηκε, τα στελέχη των Καραβανάδων κατέφυγαν στα βουνά και κήρυξαν νέα ένοπλη επανάσταση.
Η άκαιρη και επιπόλαιη αυτή ενέργεια είχε ολέθριες συνέπειες για το Κρητικό Ζήτημα. Στο νησί κηρύχθηκε ο στρατιωτικός νόμος και σημειώθηκαν βιαιοπραγίες και ληστρικές ενέργειες σε βάρος του άμαχου Χριστιανικού πληθυσμού. Παράλληλα η Υψηλή Πύλη, με το πρόσχημα ότι κινδυνεύουν στην Κρήτη οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί, ανακάλεσε τα προνόμια του Χάρτη της Χαλέπας (17 Δεκεμβρίου 1889). Στην Κρήτη επανήλθε η τρομοκρατία περασμένων καιρών και επιβλήθηκε επαχθέστατη φορολογία.
Η Ιδέα της Μεταπολίτευσης και η Επανάσταση του (1895 - 1896)
Η πενταετία 1889 - 1894 χαρακτηρίζεται ως η πιο ζοφερή περίοδος της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη. Η προσωπική ελευθερία, η περιουσία και η τιμή των Κρητών ήταν στη διάκριση των εξαγριωμένων ατάκτων Οθωμανών (Βασιβουζούκων), που μαζί με φανατισμένους Τουρκοκρητικούς δημιούργησαν παντού κλίμα φόβου και ανασφάλειας. Οι νυκτερινές επιθέσεις σε χωριά, οι διώξεις των κληρικών, οι δολοφονίες και οι βεβηλώσεις ναών και μοναστηριών ήταν φαινόμενο καθημερινό. Την περίοδο αυτή της μεγάλης αναρχίας γεννήθηκε η ιδέα της «Μεταπολιτεύσεως», δηλαδή ενός καθεστώτος αυτόνομης ή ημιαυτόνομης πολιτείας υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου και υπό την προστασία των Μ. Δυνάμεων.
Εμπνευστής της ιδέας αυτής ήταν ο Σφακιανός πολιτευτής Μανούσος Κούνδουρος, ο οποίος πίστευε ότι οι συνθήκες που επικρατούσαν δεν επέτρεπαν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και έπρεπε να μεθοδευτούν λύσεις άλλου τύπου, δηλαδή ενός καθεστώτος προσωρινού, που θα αποτελούσε το προστάδιο για την οριστική λύση του Κρητικού Ζητήματος. Τις ιδέες αυτές φαινόταν να ασπάζεται και ο Άγγλος Πρόξενος στα Χανιά. Ένα υπόμνημα του Κούνδουρου, υποβλήθηκε στους Προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων. Τρία ήταν τα κύρια σημεία του υπομνήματος:
Η πράξη αυτή θεωρήθηκε ευθέως επαναστατική ενέργεια και ο Γενικός Διοικητής διέταξε να συλληφθούν οι αρχηγοί της «Μεταπολιτεύσεως». Έτσι άρχισε η νέα και τελευταία περίοδος των κρητικών επαναστάσεων, οι οποίες οδήγησαν το Κρητικό Ζήτημα στη λύση του. Οργανώθηκε πάλι στην Κρήτη η «Γενική Επαναστατική των Κρητών Συνέλευσις» και ανασυστάθηκε στην Αθήνα η «Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή». Οι βιαιότητες που είχαν διαπραχθεί σε βάρος των Χριστιανών είχαν προκαλέσει μεγάλη ένταση και φανερή διάθεση αντεκδικήσεων από μέρους των επαναστατών.
Μπροστά σ' αυτήν την κατάσταση, οι Μ. Δυνάμεις επενέβησαν και ανάγκασαν την Τουρκία να παραχωρήσει ένα νέο «Οργανικό Νόμο», που προέβλεπε την επαναφορά του Χάρτη της Χαλέπας, με βελτιώσεις των προνομίων. Ο νέος αυτός κανονισμός παρείχε για πρώτη φορά στις Μ. Δυνάμεις της Ευρώπης το δικαίωμα επέμβασης, για την προστασία του άμαχου πληθυσμού από τις συνεχείς και ανεξέλεγκτες βιαιοπραγίες.
Προς την Αυτονομία - Οι Επαναστάσεις του (1895 - 1897)
Τα επόμενα χρόνια συνεχίστηκαν οι αυθαιρεσίες της Οθωμανικής εξουσίας, ενώ οι χριστιανοί αρνούνταν στην πλειονότητα τους να δεχθούν διορισμούς σε δημόσιες θέσεις ή να συμμετάσχουν στις εκλογές. Ανάλογη στάση κράτησε και ο Βενιζέλος, ο οποίος επέστρεψε στα Χανιά τον Μάιο του 1890 και έκτοτε παρέμεινε, για μια πενταετία περίπου, μακριά από την ενεργό πολιτική. Στο διάστημα αυτό ασκούσε τη δικηγορία, ενώ παντρεύτηκε τη Μαρία Κατελούζου, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά (τον Κυριάκο και τον Σοφοκλή). Ο θάνατος της συζύγου του κατά το δεύτερο τοκετό, το 1894, αποτέλεσε σκληρό πλήγμα.
Τον Μάρτιο του 1895 τοποθετήθηκε στη θέση του Γενικού Διοικητή ο Καραθεοδωρή Πασάς, ο οποίος κατόρθωσε να πείσει τους Χριστιανούς να αποστείλουν αντιπροσώπους στη Γενική Συνέλευση. Παρά το γεγονός ότι ο Βενιζέλος είδε ευνοϊκά τις προσπάθειες του Καραθεοδωρή, δεν έλαβε μέρος σε εκείνες εκλογές, ευρισκόμενος ακόμα υπό την επήρεια του προσωπικού του δράματος. Σύντομα όμως η κατευναστική πολιτική του Καραθεοδωρή οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, καθώς οι μεν αδιάλλακτοι Μουσουλμάνοι επιδόθηκαν σε βιαιοπραγίες, οι δε Χριστιανοί προέβησαν σε αντεκδικήσεις.
Ενώ ο Πασάς διέλυε θορυβημένος τη Γενική Συνέλευση, ένας Σφακιανός δικαστικός, ο Μανούσος Κούνδουρος, πρωτοστατούσε στη συγκρότηση μιας Επιτροπής που ονομάστηκε Μεταπολιτευτική, ζητώντας την παραχώρηση μερικής αυτονομίας στην Κρήτη υπό χριστιανό Διοικητή και την επαναφορά των προνομίων της Χαλέπας σε βελτιωμένη μορφή. Ήταν η πρώτη φορά που μια εξέγερση δεν ξεκινούσε με το πάγιο αίτημα της «Ένωσης», αλλά έθετε εξαρχής μεταρρυθμιστικούς στόχους. Παρόλ' αυτά, η δράση της θεωρήθηκε επαναστατική και ο Καραθεοδωρή ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον Φεβρουάριο του 1896.
Η γενική αμνηστία που προσφέρθηκε δεν βρήκε ανταπόκριση και οι εχθροπραξίες επεκτάθηκαν. Κατόπιν αυτού, στάλθηκε ως νέος Διοικητής ο Γεώργιος Βέροβιτς Πασάς. Στις 31 Ιουλίου 1896, υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, παραχωρήθηκε νέος Οργανικός Νόμος, που προέβλεπε το διορισμό Χριστιανού Διοικητή με την έγκριση των Δυνάμεων, τη συγκρότηση Κρητικής Χωροφυλακής με Ευρωπαίους οργανωτές και την κατάληψη των δημοσίων αξιωμάτων από ντόπιους Χριστιανούς και Μουσουλμάνους σε αναλογία 2:1. Παράλληλα, χορηγούνταν εγγυήσεις δικαστικής και οικονομικής ανεξαρτησίας. Ο νέος Οργανισμός κατασίγασε προς στιγμή τα πάθη· δεν άργησε όμως να προκύψει νέο αδιέξοδο.
Οι αδιάλλακτοι Μουσουλμάνοι της νήσου, σε συνεργασία με σκληροπυρηνικούς κύκλους της Οθωμανικής κυβέρνησης, υπονόμευσαν το νέο καθεστώς, δημιουργώντας ένα κλίμα τρομοκρατίας, που επιδεινώθηκε ραγδαία από τις μαζικές σφαγές του Χριστιανικού πληθυσμού των πόλεων και τις πυρπολήσεις Χριστιανικών συνοικιών, καθώς και τις μεμονωμένες δολοφονίες Χριστιανών παραγόντων. Και ενώ οι Χριστιανοί συγκροτούσαν επίσης ένοπλα σώματα και οι Μεγάλες Δυνάμεις αναζητούσαν τρόπους εξόδου από την κρίση, καταλήγοντας στην απόφαση διεθνούς επέμβασης, η Ελληνική κυβέρνηση αποφάσιζε να τους προλάβει με την κατάληψη της νήσου.
Έτσι, τη νύκτα της 2ας προς 3η Φεβρουαρίου 1897, Ελληνικά μεταγωγικά αποβίβασαν στο Κολυμπάρι της Δυτικής Κρήτης εκστρατευτικό σώμα 15.000 ανδρών. Σχεδόν ταυτοχρόνως, Ευρωπαϊκά πολεμικά πλοία αποβίβαζαν αγήματα, με τη σύμφωνη γνώμη της Υψηλής Πύλης, δηλώνοντας ότι λαμβάνουν υπό την προστασία τους τις πόλεις και το λιμάνι της Σούδας και ότι θα αντιπαρατεθούν με τις Ελληνικές δυνάμεις, αν αυτές επιχειρούσαν κατάληψη τους.
Κατόπιν διαβουλεύσεων, οι Μεγάλες Δυνάμεις κατέληξαν σε κοινή διακοίνωση, σύμφωνα με την οποία η Κρήτη δεν ήταν δυνατό προς το παρόν να προσαρτηθεί στην Ελλάδα, αλλά μπορούσε να κηρυχθεί αυτόνομη, εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με την προϋπόθεση να αποσυρθούν τα Ελληνικά στρατεύματα. Η αρνητική απάντηση της Αθήνας, που ελήφθη υπό την πίεση των αδιάλλακτων και της κοινής γνώμης, χωρίς καμιά στρατιωτική ή διπλωματική προετοιμασία, επρόκειτο να οδηγήσει στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, που έμεινε γνωστός υπό τη μάλλον εξωραϊστική επωνυμία «ατυχής».
Ταυτόχρονα, όμως, επέσπευσε την εξέλιξη των γεγονότων στην Κρήτη, οριστικοποιώντας την απόφαση διεθνούς κατοχής της νήσου και την ανακήρυξη της σε αυτόνομη ηγεμονία, θέτοντας έτσι de facto τέρμα στην επί τρεις και πλέον αιώνες κατοχή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όταν ξέσπασαν οι ταραχές του Ιανουαρίου του 1897, ο Βενιζέλος βρισκόταν στην ύπαιθρο των Χανίων, έχοντας πλέον αποφασίσει τη συμμετοχή του στις επόμενες εκλογές. Βλέποντας από μακριά τον καπνό από την πυρπολημένη πόλη, έλαβε ίσως την πιο κρίσιμη απόφαση της πολιτικής του σταδιοδρομίας.
Εγκαταλείποντας τη μέχρι τότε μετριοπάθεια και το δισταγμό του για τις ένοπλες εξεγέρσεις, ενώθηκε με μια ομάδα χριστιανών που κατέλαβε το Ακρωτήρι, κηρύσσοντας, για άλλη μια φορά, την «Ένωση». Χάρη στις γνώσεις και τις ικανότητες του, αλλά και στη γενναιότητα που επέδειξε κατά τις κρίσιμες εκείνες στιγμές, γρήγορα αναδείχθηκε ως ο βασικός εκπρόσωπος των επαναστατών στις λεπτές διαπραγματεύσεις με τους ξένους ναυάρχους και διπλωμάτες, ενώ παράλληλα διατηρούσε επαφή και με τους Έλληνες αξιωματικούς του εκστρατευτικού σώματος που είχε αποβιβαστεί στο νησί.
Ο ρόλος του υπήρξε αποφασιστικός και του εξασφάλισε μια θέση στη μεταβατική Εκτελεστική Επιτροπή, που ανέλαβε να διαχειριστεί τα πράγματα ως την εγκαθίδρυση του καθεστώτος της αυτονομίας. Η οριστική επανάκαμψή του στην κεντρική πολιτική σκηνή ήταν πλέον γεγονός.
Οι Τελευταίες Επαναστάσεις (1897 - 1898)
Η αντίδραση του ντόπιου Μουσουλμανικού στοιχείου, και κυρίως των Τουρκοκρητών και των ατάκτων (Βασιβουζούκων), στην εφαρμογή του νέου Οργανισμού ήταν και πάλι βίαιη. Μπροστά σ' αυτήν την κατάσταση, οι επαναστάτες των Χανίων, μεταξύ των οποίων ηγετική θέση είχε ήδη ο Ελευθέριος Βενιζέλος, υπέγραψαν, στο Ακρωτήρι, Ψήφισμα (25 Ιανουαρίου 1897), με το οποίο κήρυτταν την κατάλυση της Τουρκικής κατοχής της Κρήτης και την ένωση με την Ελλάδα και καλούσαν το βασιλιά Γεώργιο Α' να καταλάβει το νησί. Παρόμοια ψηφίσματα υπέγραψαν αμέσως και υπέβαλαν στις Μ. Δυνάμεις της Ευρώπης όλες οι επαναστατικές οργανώσεις της Κρήτης.
Σε λίγες ημέρες η επανάσταση είχε γενικευθεί και ολόκληρη η Κρήτη βρισκόταν σε επαναστατικό πυρετό, με το σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος». Ο διορισμός του Άγγλου Μπορ, ως αρχηγού της Κρητικής χωροφυλακής, ήταν μια προσπάθεια της Υψηλής Πύλης να δείξει ότι σέβεται τις διεθνείς συνθήκες, αλλά η ενέργεια αυτή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Παράλληλα με τον επαναστατικό αναβρασμό, κορυφώθηκε και η διπλωματική κίνηση για το Κρητικό Ζήτημα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να επέμβουν στην Κρήτη, για την προστασία του άμαχου πληθυσμού, σύμφωνα με τον ισχύοντα Οργανικό Νόμο.
Η Ελληνική Κυβέρνηση, έπειτα από μια περίοδο αναποφασιστικότητας, έσπευσε και αυτή να προλάβει την επέμβαση των Μ. Δυνάμεων και πήρε την απόφαση να αποστείλει στην Κρήτη στρατεύματα και να την καταλάβει στο όνομα του βασιλιά των Ελλήνων. Η επιχείρηση ανατέθηκε στο συνταγματάρχη του πυροβολικού Τιμολέοντα Βάσσο, ο οποίος αποβιβάστηκε στην Κρήτη την 1η Φεβρουαρίου 1897 και με προκήρυξη προς τον Κρητικό Λαό ανακοίνωσε την κατοχή της Κρήτης από τον ελληνικό στρατό, την κατάλυση των νόμων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την εφαρμογή του Ελληνικού συντάγματος και της Ελληνικής νομοθεσίας.
Η νέα αυτή τροπή των πραγμάτων εξόργισε τις Μ. Δυνάμεις, οι οποίες έσπευσαν να αποκλείσουν τα Κρητικά παράλια και να αποβιβάσουν στρατιωτικά αγήματα στα Χανιά. Η Κρήτη τέθηκε για πρώτη φορά επίσημα υπό διεθνή προστασία. Οι πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες των Ελλήνων και των επαναστατών ανάγκασαν τις Μ. Δυνάμεις να επέμβουν, προτείνοντας για πρώτη φορά επίσημα τη λύση της αυτονομίας (17 Φεβρουαρίου 1897). Όμως, τόσο οι Κρήτες πολιτικοί και στρατιωτικοί αρχηγοί, όσο και η ελληνική κυβέρνηση την απέρριψαν κατηγορηματικά.
Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 και η Λύση της Αυτονομίας
Η ενεργός ανάμειξη της Ελλάδας στην επανάσταση της Κρήτης ήταν η αφορμή του ατυχούς Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να ανακαλέσει τις δυνάμεις της από την Κρήτη (21 Απριλίου) και το Κρητικό όνειρο για την ένωση φάνηκε να διαψεύδεται για μια ακόμη φορά. Έτσι, οι ηγέτες των Κρητών αποφάσισαν να δεχθούν την προτεινόμενη από τις Μεγάλες Δυνάμεις λύση της αυτονομίας, την οποία ως τότε απέρριπταν κατηγορηματικά. Τα πιο ακανθώδη σημεία στην πρόταση των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν η μορφή του νέου πολιτεύματος και, κυρίως, το πρόσωπο του πρώτου ηγεμόνα.
Οι Κρήτες ζητούσαν να είναι Ευρωπαίος «διότι μόνον Ευρωπαίος Κυβερνήτης θα κέκτηται και εξωτερικός το αναγκαίον κύρος, όπως υποστηρίξη τελεσφόρως την αυτονομίαν τον τόπου κατά ενδεχομένην επέμβασιν και επιβουλήν της Πύλης». Στο πρόσωπο όμως κοινής αποδοχής από την Ευρώπη δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν μεταξύ τους οι Μ. Δυνάμεις, και έτσι πρότειναν και επέβαλαν ως Ύπατο Αρμοστή τον πρίγκιπα Γεώργιο, δευτερότοκο γιο του βασιλιά Γεωργίου Α' της Ελλάδας. Τα όπλα είχαν πλέον σιγήσει, αλλά δεν είχαν κατατεθεί. Στις επανειλημμένες εκκλήσεις και πιέσεις των Ναυάρχων των Μ. Δυνάμεων για αφοπλισμό.
Οι Κρήτες έθεταν ως απαράβατο όρο και προϋπόθεση την απομάκρυνση από την Κρήτη του Τουρκικού στρατού, ο οποίος ήταν το σύμβολο της Τουρκικής κατοχής αλλά και το στήριγμα των ατάκτων και των Τουρκοκρητών. Η Κρήτη τέθηκε υπό διεθνή προστασία με διανομή των περιφερειών της μεταξύ των Δυνάμεων. Την περιοχή των Χανίων ανέλαβαν Γάλλοι, του Ρεθύμνου Ρώσοι, του Ηρακλείου Άγγλοι και του Λασιθίου Ιταλοί.
Η Εκτελεστική Επιτροπή της Κρήτης εργάστηκε σκληρά για την οργάνωση των επιμέρους θεμάτων της διοίκησης του νησιού, σε στενή συνεργασία με τις κατά τόπους επαναστατικές επιτροπές και υπό την εποπτεία και την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Το πρόβλημα ήταν η ομαλή μετάβαση της εξουσίας στο πρόσωπο του Ύπατου Αρμοστή.
Η Μεγάλη Σφαγή του Ηρακλείου
Για την ομαλή μετάβαση της εσωτερικής διοίκησης της Κρήτης από το σουλτανικό σύστημα στο νέο καθεστώς της αυτονομίας, έπρεπε να εγκατασταθούν στις διάφορες θέσεις οι νέοι υπάλληλοι του Εκτελεστικού της Κρήτης. Καθώς απόσπασμα του Αγγλικού στρατού εγκαθιστούσε στο Ηράκλειο τους φορολογικούς υπαλλήλους το πρωί της 25ης Αυγούστου 1898, εξαγριωμένοι Τούρκοι, με την παρότρυνση των Τουρκικών στρατιωτικών και διοικητικών αρχών, κινήθηκαν σε μια πρωτοφανούς αγριότητας σφαγή του άμαχου πληθυσμού, σε εμπρησμούς και λεηλασίες σπιτιών και καταστημάτων των Χριστιανών.
Μεταξύ των θυμάτων ήταν και ο Λυσίμαχος Καλοκαιρινός, Υποπρόξενος της Αγγλίας στο Ηράκλειο, καθώς και 17 Άγγλοι στρατιώτες. Ο Αγγλικός στόλος αναγκάστηκε να κανονιοβολήσει την πόλη, ολοκληρώνοντας την καταστροφή. Η μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου επέσπευσε τη λύση του Κρητικού Ζητήματος. Τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία παρουσίασαν το δράμα της πόλης του Ηρακλείου με τα μελανότερα χρώματα και δημοσίευσαν καταλόγους των θυμάτων και των προσφύγων. Η πόλη τέθηκε υπό την αυστηρή επιτήρηση των στρατευμάτων των Μ. Δυνάμεων και άρχισαν ανακρίσεις για την ανεύρεση και τιμωρία των πρωταιτίων.
Το Εκτελεστικό της Κρήτης απηύθυνε αγωνιώδεις εκκλήσεις προς τον Κρητικό λαό, σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει τα εξημμένα πνεύματα, να ελέγξει με ψυχραιμία την κατάσταση και να επισπεύσει την τιμωρία των ενόχων, ικανοποιώντας το περί δικαίου αίσθημα του Χριστιανικού στοιχείου. Η διαδικασία της τιμωρίας των ενόχων άρχισε στις 8 Σεπτεμβρίου 1898. Απαγχονίστηκαν 17 σημαίνοντες Τουρκοκρητικοί, που θεωρήθηκαν πρωταίτιοι και υποκινητές των βιαιοπραγιών, ενώ πολλοί άλλοι καταδικάστηκαν σε πολυετείς φυλακίσεις και εξορίες.
Παράλληλα με την τιμωρία των πρωταιτίων, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποδέχθηκαν το πάγιο αίτημα των Χριστιανών της Κρήτης για την απομάκρυνση του Τουρκικού στρατού, παρά τις πολλές επιφυλάξεις και τις παρελκυστικές κινήσεις της Αγγλικής διπλωματίας. Ο δρόμος προς την ελευθερία είχε ανοίξει. Στις 2 Νοεμβρίου 1898 και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης εγκατέλειπε οριστικά την Κρήτη. Στις 5 Νοεμβρίου 1898 οι Κρήτες κατέθεσαν τα όπλα, υπακούοντας στην εντολή του Εκτελεστικού, για να διευκολυνθεί η ομαλή μεταβίβαση της εξουσίας στον εντολοδόχο των Μεγάλων Δυνάμεων πρίγκιπα Γεώργιο, ο οποίος έφτασε στην Κρήτη ένα μήνα αργότερα, στις 9 Δεκεμβρίου 1898.
ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟ∆Ο 1896 - 1909 ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Η νευραλγική θέση της Κρήτης στο µέσο σχεδόν της κλειστής θάλασσας της Μεσογείου της προσδίδει µια τεράστια και ζωτική γεωστρατηγική αξία και σηµασία. Αποτελεί το σταυροδρόµι συνάντησης τριών ηπείρων, της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, καθώς και το σηµείο συσσώρευσης λαών και πολιτισµών ανά τους αιώνες. Ως ενδιάµεσος σταθµός των θαλάσσιων οδών της Μεσογείου που οδηγούν προς τους ωκεανούς αποτέλεσε «µήλον της έριδος» για τις ισχυρές δυνάµεις που κατά καιρούς εµφανίστηκαν στο προσκήνιο της ιστορίας. Το 1669 η Κρήτη πέρασε στην κατοχή της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, όπου ενσωµατώθηκε ως Βιλαέτι, ύστερα από αγώνες κατά των Βενετών που διήρκεσαν πάνω από είκοσι χρόνια (1645 - 1669).
Ο έλεγχος της Κρήτης από την παρακµάζουσα Οθωµανική Αυτοκρατορία αποτελούσε ένα πρόσκοµµα για τα αποικιοκρατικά και εµπορικά συµφέροντα των ισχυρών Ευρωπαϊκών κρατών. Από το 17ο αιώνα και µετά οι Μεγάλες ∆υνάµεις άρχισαν να προσβλέπουν στις κτήσεις της καταρρέουσας Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, προκειµένου να επωφεληθούν πολιτικά και οικονοµικά, ενώ, παράλληλα, µε την είσοδο της Τσαρικής Ρωσίας στους κόλπους της σύγχρονης Ευρώπης προσδόθηκε νέα µορφή στο πανάρχαιο Ανατολικό Ζήτηµα. Οι κατά καιρούς αγώνες των Ελλήνων, µε αποκορύφωµα την Επανάσταση του 1821, για την απόκτηση της ανεξαρτησίας τους, προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των Μεγάλων ∆υνάµεων, οι οποίες έκαναν αισθητή την παρουσία τους στα Ελληνικά πελάγη.
Η παρουσία τους αυτή δεν αποσκοπούσε σε τίποτε άλλο εκτός από την εξυπηρέτηση των συµφερόντων τους και τη διατήρηση των ισορροπιών στην ανατολική Μεσόγειο, µε τη συντήρηση και διαιώνιση του Ανατολικού Ζητήµατος. Σε αυτό ενσωµατώθηκε και το Κρητικό Ζήτηµα, που αφορούσε την αυτοδιάθεση και το σεβασµό των δικαιωµάτων του Κρητικού λαού. Μεταξύ των ισχυρών Ευρωπαϊκών κρατών δηµιουργήθηκε ένα πλέγµα συµµαχιών και ανταγωνισµών που οδηγούσαν σε συγκρούσεις άλλοτε στρατιωτικές και άλλοτε πολιτικές, οικονοµικές και διπλωµατικές.
Ιδιαίτερα η Γαλλία, ως αποικιακή ανταγωνίστρια της Βρετανίας, µετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878), πέτυχε την κατάκτηση της Τυνησίας και κινήθηκε για τη δηµιουργία ενός αποικιακού κράτους στην κεντρική και δυτική Αφρική. Παράλληλα, προσπάθησε να διεισδύσει στη νότια Κίνα και την Ινδοκίνα. Το 1891 η αυξανόµενη φιλία της Γαλλίας προς τη Ρωσία επισφραγίσθηκε µε τη σύναψη συνθήκης µεταξύ των δύο χωρών, η οποία ανανεώθηκε µε τη µορφή πολιτικής συµµαχίας το 1893. Η Γαλλορωσική συµµαχία αποτελούσε το αντίβαρο της Αυστρογερµανικής.
Ο Ευρωπαϊκός Πολεµικός Στόλος και ο Ελληνικός Στρατός
Η µεγάλη Κρητική επανάσταση του 1866 ευαισθητοποίησε τη διεθνή κοινή γνώµη και ανάγκασε τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία, παρά την αδιαφορία τους για τα τεκταινόµενα στην Κρήτη, να υποχρεώσουν την Υψηλή Πύλη να προβεί σε παραχωρήσεις και µεταρρυθµίσεις στη διοίκηση του Κρητικού λαού, οι οποίες το 1868 πήραν τη µορφή του Οργανικού Νόµου. Ο Γαλλογερµανικός πόλεµος του 1870 και η Ρωσοτουρκική σύρραξη του 1877 αποτέλεσαν ανασταλτικούς παράγοντες για την άµεση επέµβαση των Μεγάλων ∆υνάµεων στα Κρητικά ζητήµατα.
Η Υψηλή Πύλη ελάχιστα σεβάστηκε τον Οργανικό Νόµο, µια στάση που, σε συνδυασµό µε τις πολεµικές συγκρούσεις που ξέσπασαν, οδήγησε σε µια ακόµη επανάσταση στην Κρήτη το 1878, η οποία έληξε µε την υπογραφή της Σύµβασης της Χαλέπας. Το πάγιο αίτηµα του Κρητικού λαού για ένωση µε την Ελλάδα οδήγησε στην επανάσταση του 1889, η οποία δεν υποστηρίχθηκε από την Ελληνική κυβέρνηση και τις Ευρωπαϊκές δυνάµεις παρά τις υποσχέσεις τους για την υποστήριξη των δίκαιων αιτηµάτων του Κρητικού λαού. Η αποτυχία της επανάστασης έδωσε την αφορµή στους Τούρκους να αναστείλουν την εφαρµογή της Σύµβασης της Χαλέπας.
Η Κρήτη επανήλθε στα χρόνια προ του Οργανικού Νόµου. Οι βιαιοπραγίες, οι διώξεις και οι δολοφονίες σε βάρος των Χριστιανών Κρητικών πυροδότησαν µία ακόµη εξέγερση το 1895 µε σκοπό την ανάκτηση των χαµένων προνοµίων. Σταθµό για την εξέλιξη του Κρητικού Ζητήµατος και αποφασιστική καµπή για τα πολιτικά δρώµενα στην Κρήτη αποτέλεσε η πολιορκία, από τους εξεγερµένους, της Τουρκικής φρουράς του Βάµου, που διήρκεσε από τις 4 ως τις 18 Μαΐου 1896. Παράλληλα, οι πρόξενοι των Μεγάλων ∆υνάµεων ειδοποίησαν τις κυβερνήσεις τους να αποστείλουν πολεµικά πλοία προκειµένου να προστατέψουν τους ξένους υπηκόους στο νησί.
Πράγµατι, το Μάιο του 1896 κατέπλευσαν στα Χανιά πέντε πολεµικά πλοία (Γαλλικό, Ρωσικό, Βρετανικό, Ιταλικό και Αυστριακό). Η Γαλλική κυβέρνηση επισήµανε στις άλλες προστάτιδες δυνάµεις ότι η οποιαδήποτε επέµβαση στις κρητικές υποθέσεις δε θα έπρεπε να θίγει το κύρος του σουλτάνου. Η Γαλλία δεν αντιλήφθηκε την παρελκυστική πολιτική και στάση του σουλτάνου Abdul Hamid II, γεγονός που οφειλόταν κατά ένα µεγάλο ποσοστό στη Γαλλοτουρκική φιλία καθώς και στην αδικαιολόγητη αισιοδοξία της γαλλικής κυβέρνησης για την καλή θέληση της Υψηλής Πύλης.
Η σύσταση της «Γενικής Επαναστατικής των Κρητών Συνελεύσεως», η επανασύσταση της «Κεντρικής των Κρητών Επιτροπής» στην Αθήνα, η σιωπηρή υποστήριξη του αγώνα από την Ελληνική κυβέρνηση, καθώς και η συνεχιζόµενη κάθοδος Ελλήνων αξιωµατικών στην Κρήτη, αναζωπύρωσαν το Κρητικό Ζήτηµα. Οι σφαγές και οι λεηλασίες στα Χανιά και το Ηράκλειο το Μάιο και τον Ιούνιο του ιδίου έτους, αφενός, προκάλεσαν την αντίδραση της Ελληνικής κυβέρνησης, η οποία αποφάσισε να στείλει πολεµικά πλοία, χωρίς αυτό τελικά να υλοποιηθεί, και, αφετέρου, θορύβησαν τις Μεγάλες ∆υνάµεις.
Οι οποίες, βλέποντας τη δραστηριοποίηση της διεθνούς κοινής γνώµης υπέρ του Χριστιανικού πληθυσµού της Κρήτης, εµφανίστηκαν ως εγγυήτριες ενός νέου πολιτικού οργανισµού, θέτοντας προσωρινά τέλος στις εχθροπραξίες. Η επανάσταση έλαβε τέλος τον Αύγουστο του 1896 και χαρακτηρίστηκε ως «Τυχερή Επανάσταση». Ο νέος πολιτικός οργανισµός προέβλεπε, µεταξύ άλλων, το διορισµό από τον σουλτάνο ενός Χριστιανού ως γενικού διοικητή µε την έγκριση των Μεγάλων ∆υνάµεων και την αναδιοργάνωση της χωροφυλακής µε τη συµµετοχή Ευρωπαίων αξιωµατικών. Όµως οι Τούρκοι δεν ήταν διατεθειµένοι να εφαρµόσουν άµεσα τις διατάξεις του νέου πολιτεύµατος και ο Τουρκικός όχλος άρχισε να αντιδρά βίαια στην εφαρµογή του.
Στις 13 Ιανουαρίου 1897 Τούρκοι Βασιβουζούκοι (άτακτοι) επιδόθηκαν σε σφαγές Χριστιανών στο Ηράκλειο, οι οποίες επεκτάθηκαν στο Ρέθυµνο και αργότερα στα Χανιά. Στις 17 Ιανουαρίου κατέπλευσαν στο Ηράκλειο ένα Βρετανικό, ένα Ιταλικό και ένα Γαλλικό πολεµικό πλοίο, εξαιτίας της έκρυθµης κατάστασης. Ιδιαίτερα στα Χανιά, στις 23 και 24 Ιανουαρίου, οι σφαγές, οι λεηλασίες και οι πυρπολήσεις Χριστιανικών συνοικιών είχαν φτάσει στο αποκορύφωµα τους. Είναι αξιοσηµείωτο το γεγονός ότι τα πολεµικά πλοία των Ευρωπαϊκών δυνάµεων δεν αποβίβασαν αγήµατα για να εµποδίσουν τις Τουρκικές θηριωδίες.
Τα γεγονότα των Χανίων ανάγκασαν την Ελληνική κυβέρνηση να αποστείλει στην Κρήτη κατά το διάστηµα από 25 ως 27 Ιανουαρίου πέντε πολεµικά πλοία υπό τον Μοίραρχο Reineck για την προστασία του Χριστιανικού πληθυσµού και τη µεταφορά των προσφύγων Χριστιανών, µε τη συνδροµή των Ευρωπαϊκών πλοίων, σε ασφαλή Ελληνικά λιµάνια. Στις 29 Ιανουαρίου µία µοίρα τορπιλοβόλων υπό τον πρίγκιπα Γεώργιο κατέπλευσε στην Κρήτη µε σκοπό να εµποδιστεί η αποστολή Τουρκικών στρατευµάτων, αλλά και να τονιστεί στα ισχυρά Ευρωπαϊκά κράτη η επιθυµία για ένωση της Κρήτης µε τη µητέρα Ελλάδα.
Η αποστολή των Ελληνικών πολεµικών πλοίων δεν αντιµετωπίστηκε µε εύνοια από τις Μεγάλες ∆υνάµεις, καθώς αποτελούσε απόφαση που λήφθηκε χωρίς τη συγκατάθεσή τους και χωρίς προηγουµένως η Ελληνική κυβέρνηση να έχει καταφέρει να πείσει τις Ευρωπαϊκές αυλές για την αναγκαιότητα της επέµβασης. Η ενεργός ανάµειξη της Ελλάδας στις Κρητικές υποθέσεις προϋπόθετε την αφανή υποστήριξη κάποιου ισχυρού Ευρωπαϊκού κράτους, αλλά εκείνη την εποχή τα συµφέροντά της δεν ταυτίζονταν µε τις επιδιώξεις και τα συµφέροντα κανενός από αυτά. Οι Μεγάλες ∆υνάµεις, οι οποίες δεν ήθελαν να διαταραχθεί το status quo στην ευρύτερη περιοχή, είχαν αναγορευθεί αυτόκλητα σε προστάτιδες δυνάµεις.
Λαµβάνοντας αυτοβούλως το δικαίωµα να επεµβαίνουν σε εµπόλεµες περιοχές στις οποίες διακυβεύονταν τα συµφέροντα και η εκεί παρουσία τους. Έτσι και στην περίπτωση της Κρήτης η ενεργητική παρέµβασή τους ήταν αναπόφευκτη, έπρεπε ωστόσο να προηγηθούν οι φρικαλεότητες των Τούρκων για να αποφασίσουν να στείλουν τους στόλους τους στο νησί. Η ενεργός επέµβαση των ισχυρών Ευρωπαϊκών κρατών στα κρητικά ζητήµατα δεν υπαγορεύθηκε από την επιθυµία τους να αποκαταστήσουν την τάξη και να θέσουν οριστικό τέλος στις εχθροπραξίες ανάµεσα σε Χριστιανούς και Μουσουλµάνους, λύνοντας το Κρητικό Ζήτηµα.
Αλλά από την επιδίωξή τους να προλάβουν να εµποδίσουν την κατοχή του νησιού από τις Ελληνικές στρατιωτικές δυνάµεις, γεγονός που θα τους ανάγκαζε να αποδεχθούν την ένωση της Κρήτης µε την Ελλάδα. Η δυναµική αλλά άστοχη διπλωµατικά ανάµειξη της Ελλάδας στο Κρητικό Ζήτηµα και η αδυναµία της Πύλης να αντιµετωπίσει τους επαναστατηµένους και ατίθασους Κρητικούς ανάγκασαν τις Μεγάλες ∆υνάµεις να επέµβουν στρατιωτικά µε την κατάληψη τριών σηµαντικών πόλεων της Κρήτης, των Χανίων, του Ηρακλείου και του Ρεθύµνου.
Η απόβαση των Ευρωπαϊκών στρατευµάτων είχε οριστεί για τις 3 Φεβρουαρίου 1897. Όµως η Ελληνική κυβέρνηση, θέλοντας να προλάβει τη διεθνή κατοχή του νησιού, απέστειλε την 1η Φεβρουαρίου στρατιωτικό σώµα επιπέδου συντάγµατος µε διοικητή τον Συνταγµατάρχη Πεζικού ∆ηµοσθένη Στάικο, ενώ αρχηγός της αποστολής και εκπρόσωπος του βασιλιά ορίστηκε ο υπασπιστής του, Συνταγµατάρχης Πεζικού Τιµολέων Βάσσος. Αποστολή του στρατιωτικού σώµατος ήταν η επιβολή της ειρήνης, η αποκατάσταση της τάξης και η προστασία των δικαιωµάτων των κατοίκων του νησιού, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και την εθνική τους προέλευση.
Αυτό ήταν και το περιεχόµενο της προκήρυξης που διανεµήθηκε από τον Συνταγµατάρχη Βάσσο στον Κρητικό λαό µετά την απόβαση του Ελληνικού σώµατος στο νησί. Η ειρηνική αποστολή του Ελληνικού στρατιωτικού τµήµατος καταδεικνύεται και από τη µικρή αριθµητικά δύναµή του, που δεν προσφερόταν για τη διεξαγωγή πολεµικών επιχειρήσεων ευρείας κλίµακας. Η αντίδραση των Μεγάλων ∆υνάµεων σε αυτή την τολµηρή ενέργεια της Ελλάδας αποκάλυψε τη διχογνωµία και τις έριδες µεταξύ τους. Η Γερµανία επιζητούσε τον άµεσο αποκλεισµό του λιµανιού του Πειραιά, η Ρωσία έδινε τριήµερη προθεσµία στην Ελλάδα για να αποσύρει τα στρατεύµατά της και συµπορευόταν µε τη Γερµανία, ενώ η Γαλλία θα ακολουθούσε τη σύµµαχό της Ρωσία.
Αντίθετα, η Βρετανία και η Ιταλία ήταν αρνητικές στην προοπτική του αποκλεισµού της Ελλάδας, χωρίς προηγουµένως να έχει δοθεί λύση στο Κρητικό Ζήτηµα. Οι πρεσβευτές της Βρετανίας και της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη προσπαθούσαν να πείσουν τον σουλτάνο να παραχωρήσει αυτονοµία στο νησί µε ταυτόχρονη αποχώρηση των στρατευµάτων του, αλλά ο σουλτάνος υπάκουε στις οδηγίες της Ρωσίας και της Γερµανίας, ακολουθώντας άλλη κατεύθυνση. Οι Τούρκοι παρέδωσαν την Κρήτη στις Μεγάλες ∆υνάµεις, αφενός, γιατί δεν µπορούσαν να ελέγξουν την κατάσταση και, αφετέρου, γιατί έτσι θα εµπόδιζαν οποιαδήποτε επέµβαση της Ελλάδας στις Κρητικές υποθέσεις.
Ο Abdul Hamid II σκόπευε στην καθυπόταξη των εξεγερµένων Κρητικών, γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχε απόλυτη οµόνοια και σύµπνοια µεταξύ των ισχυρών. Στις 3 Φεβρουαρίου 1897 ο Ευρωπαϊκός πολεµικός στόλος, µε επικεφαλής τους Ναυάρχους της Γαλλίας Pottier, της Ιταλίας Canevaro, της Βρετανίας Harris, της Γερµανίας Kellnerr, της Ρωσίας Andreeff και της Αυστροουγγαρίας Hinke, αποβίβασε στρατιωτικά αγήµατα, τα οποία κατέλαβαν τις πόλεις των Χανίων, του Ρεθύµνου και του Ηρακλείου, υψώνοντας τις σηµαίες τους -µεταξύ των οποίων ήταν και η Τουρκική- στα φρούρια.
Η Βρετανία συµµετείχε µε είκοσι πλοία, ακολουθούσε η Ιταλία µε δεκαεννιά, η Αυστρία µε δεκαπέντε, η Ρωσία µε δέκα πλοία, η Γαλλία µε έξι ή επτά πλοία συνοδείας τα περισσότερα µέσων διαστάσεων, ενώ η Γερµανία διέθεσε µόνο ένα πλοίο συνοδείας, το «Αυτοκράτειρα Αυγούστα». Η διεθνής κατοχή του νησιού επεκτάθηκε τις επόµενες µέρες και σε άλλες παραλιακές πόλεις της Κρήτης, ενώ το νησί κατανεµήθηκε σε τοµείς κατοχής. Έτσι, οι Ρώσοι ανέλαβαν το Ρέθυµνο, οι Άγγλοι το Ηράκλειο, οι Γάλλοι τη Σητεία και τη Σπιναλόγκα, οι Αυστριακοί την Κίσσαµο, οι Γερµανοί τη Σούδα και οι Ιταλοί τα Χανιά.
Κάθε πόλη είχε το δικό της καθεστώς και ο κάθε ανώτερος διοικητής ασκούσε κατά βούληση την εξουσία, λαµβάνοντας διαταγές από τον ναύαρχο και την κυβέρνησή του. Στις πόλεις δεν υφίστατο µεικτή κατοχή, αλλά κάθε χώρα είχε τη δική της φρουρά. Στις 5 Φεβρουαρίου 1897 ο Ιταλός Αντιναύαρχος Canevaro διαδέχθηκε στην αρχηγία του Ευρωπαϊκού στόλου και στην προεδρία του συµβουλίου των ναυάρχων τον Γάλλο Αντιναύαρχο Pottier. Ο µικρός αριθµός Γαλλικών πολεµικών πλοίων στην αποστολή προξένησε τη δυσαρέσκεια των άλλων ναυάρχων, οι οποίοι επισήµαιναν το γεγονός ότι η Γαλλία, ως Μεσογειακή χώρα, είχε τα περισσότερα συµφέροντα σε αυτή την περιοχή της Μεσογείου.
Όσον αφορά στη συµµετοχή της κάθε Ευρωπαϊκής δύναµης σε στρατεύµατα, η Γαλλία διακήρυττε τη µεικτή κατάληψη του νησιού από ισάριθµες δυνάµεις, έτσι ώστε να διατηρηθεί η συλλογικότητα της αποστολής. Ωστόσο η άρνηση της Γερµανίας να αποστείλει στρατεύµατα στην Κρήτη, γιατί έτσι εξυπηρετούσε τα συµφέροντά της, οδήγησε στην αποστολή ενός νέου Γαλλικού συντάγµατος. Μετά την απόβαση των ευρωπαϊκών στρατευµάτων στα Χανιά και στις άλλες πόλεις, δηµιουργήθηκαν ουδέτερες ζώνες σε απόσταση έξι χιλιοµέτρων, µέσα στις οποίες απαγορευόταν η διεξαγωγή οποιασδήποτε σύγκρουσης ή επιχείρησης.
Με τον τρόπο αυτό οι Μεγάλες ∆υνάµεις θέλησαν να εµποδίσουν την προέλαση του Ελληνικού στρατιωτικού σώµατος, απαγορεύοντάς του να καταλάβει την πόλη των Χανίων και έτσι να στερήσουν από την Ελλάδα ένα ισχυρό διαπραγµατευτικό χαρτί για την επίλυση του Κρητικού Ζητήµατος. Αυτό όµως δεν εµπόδισε τις Ελληνικές δυνάµεις να διεξάγουν επιχειρήσεις µε µεγάλη επιτυχία. Παράλληλα, µε το τακτικό στρατιωτικό σώµα, συγκροτήθηκαν και σώµατα εθελοντών, µε κυριότερο εκείνο του Λοχαγού Μηχανικού Αριστοτέλη Κόρακα, το οποίο διέθετε και πυροβολικό.
Η Τουρκία διαµαρτυρήθηκε προς τις Μεγάλες ∆υνάµεις και απαίτησε από την Ελλάδα την άµεση ανάκληση του στόλου και του στρατού της, χωρίς όµως αποτέλεσµα. Οι επιτυχίες του Ελληνικού σώµατος θορύβησαν τις Ευρωπαϊκές δυνάµεις κατοχής, οι οποίες στις 9 Φεβρουαρίου προέβησαν στον αποτρόπαιο σφοδρό βοµβαρδισµό του Ελληνικού στρατοπέδου στο Ακρωτήρι της Σούδας. Στο βοµβαρδισµό συµµετείχαν και Τουρκικά πλοία που ναυλοχούσαν στη Σούδα. Η πράξη αυτή σχεδιάσθηκε και προκλήθηκε έντεχνα από τον Ιµπραήµ Μπέη και καταδείκνυε τόσο τη φιλική στάση των Μεγάλων ∆υνάµεων απέναντι στον σουλτάνο όσο και τις εχθρικές τους διαθέσεις απέναντι στους Έλληνες.
Στη Σητεία ο Γάλλος ανώτατος διοικητής διέταξε να καταστραφούν µε βοµβαρδισµό τα καταφύγια των εξεγερµένων, αφού πρώτα εκκενωθούν, ενώ στη Γαλλική βουλή ο Gabriel Hanotaux δήλωσε ότι «επειδή ένας λαός έχει πολλές συµπάθειες στην Ευρώπη, αυτό δεν σηµαίνει ότι έχει το δικαίωµα να διαταράσσει την ειρήνη και να παραβαίνει τις διεθνείς του υποχρεώσεις». Η τουλάχιστον µεροληπτική στάση των ισχυρών της Ευρώπης και των ναυάρχων αντιπροσώπων τους στην Κρήτη υπέρ του Μουσουλµανικού στοιχείου και η αδιαφορία τους για τους οµοθρήσκους τους καταδεικνύονται και από την ανταλλαγή τηλεγραφηµάτων µεταξύ του αρχηγού του Ελληνικού σώµατος Συνταγµατάρχη Βάσσου και του αρχηγού του Ευρωπαϊκού στόλου Canevaro.
Τελικά, από τις 17 Φεβρουαρίου ανεστάλησαν οι επιθετικές επιχειρήσεις του Ελληνικού σώµατος και αποµακρύνθηκε ο Ελληνικός στόλος από τα Κρητικά ύδατα, όπου παρέµειναν µόνο δυο ατµοδρόµωνες. Μόνο οι επαναστάτες και οι εθελοντές συνέχισαν τον ένοπλο αγώνα στην Κρήτη. Το Ελληνικό στρατιωτικό σώµα είχε καταφέρει, παρά το εχθρικό κλίµα των Ευρωπαίων, να περιορίσει και ουσιαστικά να εγκλωβίσει τους Μουσουλµάνους στις βόρειες παραθαλάσσιες πόλεις, αφήνοντας το εσωτερικό του νησιού στους επαναστάτες, οι οποίοι δρούσαν υπό την εποπτεία του.
Οι Ευρωπαϊκές δυνάµεις στην Κρήτη προσπαθούσαν να υποβαθµίσουν το ρόλο του Βάσσου και, µάλιστα, πολλές φορές τον παρέκαµπταν, όπως συνέβη στην περίπτωση που ο Renier, κυβερνήτης του Γαλλικού πλοίου «Rodne», ως επικεφαλής των δυνάµεων στην Παλαιοχώρα, απευθυνόµενος στους αρχηγούς των επαναστατών στην περιοχή του Σελίνου για να συµβάλουν στη µεταφορά της φρουράς και των κατοίκων της Κανδάνου, εκείνοι απάντησαν ότι θα έπρεπε να απευθυνθεί στον αρχηγό του Ελληνικού σώµατος.
Στις 25 Φεβρουαρίου, µετά από δύο ηµέρες διαπραγµατεύσεων, µε την παρέµβαση του Βάσσου συµφωνήθηκε µεταξύ των επαναστατών και των Ευρωπαϊκών στρατευµάτων η λύση της πολιορκίας της Κανδάνου, η µεταφορά 3000 Μουσουλµάνων υπό την προστασία 500 αντρών των Ευρωπαϊκών ναυτικών αγηµάτων -100 άντρες από κάθε χώρα εκτός της Γερµανίας- στο Καστέλλι και ο αφοπλισµός τους. Ωστόσο οι Μεγάλες ∆υνάµεις δεν τήρησαν τη συµφωνία, δεν αφόπλισαν τους Μουσουλµάνους, τους επιβίβασαν στα πλοία και βοµβάρδισαν τις θέσεις των επαναστατών.
Η Αυτονοµία της Κρήτης και το Τέλος της Τουρκικής Κατοχής
Στις 18 Φεβρουαρίου, µετά από έντονο πολιτικό και διπλωµατικό παρασκήνιο, τα ισχυρά Ευρωπαϊκά κράτη παρέδωσαν διακοίνωση στην Ελλάδα και την Τουρκία, τα κύρια σηµεία της οποίας ήταν ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν ήταν εφικτή η ένωση της Κρήτης µε την Ελλάδα και η µόνη λύση αποτελούσε η παραχώρηση αυτονοµίας υπό την ψιλή επικυριαρχία του σουλτάνου µε ταυτόχρονη απόσυρση των Ελληνικών δυνάµεων από το νησί και τη σταδιακή µείωση των Τουρκικών στρατευµάτων, τα οποία αρχικά θα συγκεντρώνονταν στα φρούρια.
Η Ελλάδα απέρριψε τη διακοίνωση, προτείνοντας τη διενέργεια δηµοψηφίσµατος από τον Κρητικό λαό προκειµένου να αποφασίσει ο ίδιος για τον τρόπο αυτοδιάθεσης και διοίκησής του, ενώ η Τουρκία ικανοποιήθηκε, για µια ακόµη φορά, από το περιεχόµενο της διακοίνωσης. Από τη µεριά τους, οι επαναστάτες ήταν αποφασισµένοι να συνεχίσουν τον αγώνα, εκφράζοντας έτσι την εναντίωσή τους στα σχέδια των Ευρωπαίων. Στις 28 Φεβρουαρίου το σώµα του Λοχαγού Κόρακα επιτέθηκε κατά του φρουρίου της Σπιναλόγκας, αλλά από το λιµάνι της Σητείας κατέπλευσε το Γαλλικό πολεµικό πλοίο «Sughet», µε αποτέλεσµα η επιχείρηση να ανασταλεί.
Οι ναύαρχοι, µε την έγκριση των κυβερνήσεών τους, προχώρησαν στις 6 Μαρτίου στον αποκλεισµό της Κρήτης, ενώ, επιπλέον, στάλθηκαν 600 άνδρες από κάθε µία από τις Μεγάλες ∆υνάµεις εκτός από τη Γερµανία και την Αυστρία. Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί επέδειξαν τη φιλανθρωπία τους και παρείχαν τρόφιµα στους λιµοκτονούντες, κυρίως σε γυναίκες και παιδιά, αµβλύνοντας κατά κάποιο τρόπο τα αποτελέσµατα του αποκλεισµού. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα του Γάλλου Ναυάρχου Pottier, ο οποίος φρόντισε για τη µεταφορά στο Γαλλικό νοσοκοµείο της Σµύρνης δύο βαριά τραυµατισµένων επαναστατών που είχαν εγκαταλειφθεί από τους Αυστριακούς στο Τουρκικό νοσοκοµείο της Σούδας.
Αργότερα, ο ναυτικός αποκλεισµός περιορίσθηκε στα όπλα και τα πυροµαχικά και έγινε χαλαρότερος για τα τρόφιµα. Οι Μουσουλµάνοι που είχαν συγκεντρωθεί στις παραθαλάσσιες περιοχές µέσα στις ουδέτερες ζώνες που είχαν δηµιουργήσει οι Ευρωπαϊκές δυνάµεις επιθυµούσαν τη µεταφορά τους σε ασφαλείς περιοχές. Αυτή ήταν και η πρόθεση των ναυάρχων, γιατί είχαν συνειδητοποιήσει ότι η εκούσια µεταφορά των Μουσουλµάνων από το νησί θα έλυνε πολλά προβλήµατα. Αλλά ο Abdul Hamid II ήταν αντίθετος σε µια τέτοια προοπτική, γιατί έτσι θα έχανε τη δικαιολογία να επεµβαίνει στα Κρητικά πράγµατα. Σύµµαχο στην αρνητική του στάση βρήκε τη Γαλλική κυβέρνηση.
Οι Μουσουλµάνοι αυτοί αποτελούσαν όργανο στα σχέδια του σουλτάνου, αφού κατά περιόδους µεταβάλλονταν σε ατάκτους, επιτίθονταν στους εξεγερµένους Κρητικούς, και στη συνέχεια, έβρισκαν καταφύγιο πίσω από τις Τουρκοευρωπαϊκές δυνάµεις. Παράλληλα µε την ανακοίνωση της αυτονοµίας και του αποκλεισµού, οι ναύαρχοι κυκλοφόρησαν την ίδια µέρα προκήρυξη που απευθυνόταν στους κατοίκους της Κρήτης. Ωστόσο οι ναύαρχοι δε διέθεταν ούτε τις δυνάµεις ούτε το χρόνο για να θεµελιώσουν την απόφαση των εντολοδόχων τους. Ως ανταπάντηση, οι Κρήτες επαναστάτες εξέδωσαν τη δική τους διακήρυξη, στην οποία εξέφραζαν, για µια ακόµη φορά, ότι η µοναδική και δίκαιη λύση του Κρητικού Ζητήµατος ήταν η ένωση της Κρήτης µε την Ελλάδα.
Οι Μεγάλες ∆υνάµεις ήταν αναποφάσιστες ως προς το χρόνο εφαρµογής της ανάκλησης των Τουρκικών στρατευµάτων από το νησί. Η Γαλλία, ως σύµµαχος της Ρωσίας, υποστήριξε την προσωρινή τουλάχιστον παρουσία των στρατευµάτων αυτών σε ορισµένες περιοχές. Στις 5 Απριλίου 1897 ξέσπασε ο Ελληνοτουρκικός Πόλεµος, του οποίου η άσχηµη τροπή για την Ελλάδα είχε άµεσο αντίκτυπο στην εξέλιξη του Κρητικού Ζητήµατος. Τα ισχυρά Ευρωπαϊκά κράτη απέστειλαν ενισχύσεις στην Κρήτη, φοβούµενα τυχόν επιθέσεις του Ελληνικού εκστρατευτικού σώµατος σε πόλεις και φρούρια που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό τους, αλλά και για να εµποδίσουν τυχόν εθελοντές να µεταβούν στην Ελλάδα και να πολεµήσουν στη Θεσσαλία.
Έτσι, κατέφθασαν, λίγες µέρες µετά την κήρυξη του πολέµου, τρία συντάγµατα (Γαλλικό, Ρωσικό και Ιταλικό), τρία τάγµατα (δύο Βρετανικά και ένα Αυστριακό) και ένας λόχος Γερµανών πεζοναυτών. Μεταξύ των ναυάρχων συµφωνήθηκε η ολοκληρωτική κατάληψη του νησιού, αλλά λίγο αργότερα η Γερµανία και η Αυστρία ανακάλεσαν τις δυνάµεις τους από την Κρήτη λόγω διαφωνιών που είχαν για την επικείµενη εφαρµογή του νέου πολιτεύµατος. Έτσι, η περιοχή των Χανίων - Σούδας βρέθηκε υπό διεθνή κατοχή, αποτελούσε έδρα όλων των ναυάρχων και στάθµευαν στρατιωτικά τµήµατα από τις τέσσερις εναποµένουσες δυνάµεις, µε ανώτερο διοικητή ένα Γάλλο συνταγµατάρχη και διοικητή αστυνοµίας έναν Ιταλό πλοίαρχο.
Για τον υπόλοιπο νοµό των Χανίων υπεύθυνοι ήταν οι Ιταλοί. Οι Ρώσοι ανέλαβαν το νοµό Ρεθύµνου, οι Βρετανοί το νοµό Ηρακλείου και οι Γάλλοι το νοµό Λασιθίου. Η άσχηµη τροπή του Ελληνοτουρκικού Πολέµου ανάγκασε την Ελληνική κυβέρνηση στις 21 Απριλίου 1897 να ανακαλέσει από την Κρήτη τον Συνταγµατάρχη Βάσσο. Οι Ελληνικές δυνάµεις αναχώρησαν σταδιακά από τα δυτικά παράλια του νησιού. Η αναχώρηση του Ελληνικού σώµατος από το νησί και, τελικά, η ήττα της Ελλάδας στον πόλεµο του 1897 προκάλεσαν την απογοήτευση του δοκιµαζόµενου Κρητικού λαού, που έβλεπε τις ελπίδες του για ένωση να διαψεύδονται.
Οι Κρητικοί, κάτω από το πρίσµα των εξελίξεων, αναγκάστηκαν να αποδεχθούν την πρόταση των Μεγάλων ∆υνάµεων για αυτονοµία, που µέχρι τότε απέρριπταν, µε τον όρο να αποχωρήσουν τα Τουρκικά στρατεύµατα από το νησί. Οι προτάσεις της Γαλλίας για τη θεµελίωση του καθεστώτος της αυτονοµίας δεν έτυχαν αποδοχής από τις υπόλοιπες προστάτιδες δυνάµεις. Στις 16 Οκτωβρίου 1897, µετά από τρεις συνελεύσεις, αποφασίστηκε µε την επίδοση τριών ψηφισµάτων από το Εκτελεστικό στους ναυάρχους η αυτονοµία της Κρήτης υπό την ψιλή επικυριαρχία του σουλτάνου, η αποχώρηση του Τουρκικού στρατού και ο διορισµός ξένου κυβερνήτη από τις προστάτιδες δυνάµεις.
Το νέο πολίτευµα υπαγόρευε τη σταδιακή µεταβίβαση των εξουσιών από τις Τουρκικές αρχές στο Εκτελεστικό, γεγονός που έκρυβε κινδύνους. Η παραµονή των Τουρκικών στρατευµάτων αποτελούσε αγκάθι στην προσπάθεια εφαρµογής του νέου καθεστώτος. Ο Γάλλος Ναύαρχος Pottier διαβεβαίωνε για την προσπάθεια που καταβαλλόταν από τους ναυάρχους για την υλοποίηση της αποχώρησης, ενώ και ο Ρώσος ναύαρχος δήλωνε ότι οι Μεγάλες ∆υνάµεις είχαν αντιληφθεί ότι για να λειτουργήσει το καθεστώς της αυτονοµίας θα έπρεπε πρώτα να αποχωρήσει ο Τουρκικός στρατός.
Αλλά οι ναύαρχοι ήταν δέσµιοι, όπως ήταν φυσικό, των εντολών των κυβερνήσεών τους. Οι Τούρκοι δεν ήταν διατεθειµένοι να αποδεχθούν τόσο εύκολα την πολιτειακή αλλαγή και γι’ αυτό επιδόθηκαν σε ενέργειες κωλυσιεργίας, ή ακόµα χειρότερα, σε ακραίες πράξεις, οικίες σε αυτούς. Η υποβόσκουσα αναρχία στο Ηράκλειο εκδηλώθηκε µε τις σφαγές της 25ης Αυγούστου 1898, όταν οι Μουσουλµάνοι αντέδρασαν ένοπλα στην επικείµενη εγκατάσταση Χριστιανών στο τελωνείο του Ηρακλείου. Επιδόθηκαν σε σφαγές και πυρπολήσεις οικιών και καταστηµάτων, ενώ δεν δίστασαν να έλθουν σε ένοπλη αντιπαράθεση µε τα Βρετανικά στρατεύµατα που είχαν αναπτυχθεί στο Ηράκλειο.
Ανάµεσα στα θύµατα της Τουρκικής θηριωδίας ήταν και ο πρόξενος της Βρετανίας στην Κρήτη Λυσίµαχος Καλοκαιρινός, και φυσικά το γεγονός αυτό αποτέλεσε πλήγµα για το γόητρο της κραταιάς Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Τα γεγονότα του Ηρακλείου άλλαξαν κυριολεκτικά τη στάση των Ευρωπαϊκών δυνάµεων απέναντι στις Τουρκικές αρχές. Οι Βρετανοί, αφού τιµώρησαν παραδειγµατικά τους πρωταίτιους και τους υποκινητές της σφαγής, απέστειλαν ισχυρή µοίρα του στόλου στην Κρήτη και προετοίµασαν την αποστολή νέων στρατευµάτων. Παράλληλα, εστάλη τελεσίγραφο στον διοικητή του Τουρκικού στρατού του Ηρακλείου Χασάν Ταχσίν Πασά να αποχωρήσει από το νησί εντός δεκαπέντε ηµερών.
Σε ανάλογες ενέργειες προέβησαν και οι άλλες Ευρωπαϊκές δυνάµεις κατοχής, οι οποίες επέκτειναν την κυριαρχία τους σε όλο το εύρος του τοµέα για τον οποίο ήταν υπεύθυνες. Συγκροτήθηκαν σώµατα χωροφυλακής από ντόπιους κατοίκους, οι οποίοι, υπό την επίβλεψη των Ευρωπαίων αξιωµατικών, λάµβαναν ταχύρυθµη εκπαίδευση, διευκολύνοντας έτσι την άσκηση της διοίκησης από τις Ευρωπαϊκές δυνάµεις. Συνέπεια αυτών των δραστικών και αποτελεσµατικών ενεργειών των ναυάρχων ήταν ότι µέχρι στις 3 Νοεµβρίου 1898 δεν υπήρχε Τούρκος στρατιώτης στο νησί. Η αποχώρηση των Τουρκικών στρατευµάτων και η στρατιωτική διοίκηση του νησιού από τις τέσσερις δυνάµεις έβγαλαν τον Κρητικό λαό από το σκοτάδι της αναρχίας και της παρανοµίας.
Βέβαια, η εκδίωξη των Τούρκων από την Κρήτη δε θα πρέπει να πιστωθεί µόνο στα ισχυρά Ευρωπαϊκά κράτη αλλά και στον πολύπαθο Κρητικό λαό, που µε τους µακροχρόνιους και αιµατηρούς αγώνες του ανάγκασε την αδιάφορη και συντηρητική Ευρώπη να υποκύψει στα δίκαια αιτήµατά του. Οι ναύαρχοι εγκαθίδρυσαν την έννοµη τάξη, τήρησαν ίσες αποστάσεις από τους Χριστιανούς και τους Μουσουλµάνους και συνέβαλαν, στο µέτρο του δυνατού, στην προσέγγιση των δυο στοιχείων.
Ο κίνδυνος που ελλόχευε από την εξέλιξη αυτή ήταν η επ’ αόριστον Ευρωπαϊκή κατοχή του νησιού, γεγονός που θα αποτελούσε τροχοπέδη για την υλοποίηση των εθνικών προσανατολισµών του Κρητικού λαού. Ωστόσο η δυσοίωνη αυτή προοπτική εξαλειφόταν, ή τουλάχιστον µειωνόταν η πιθανότητα να υλοποιηθεί εξαιτίας της ποικιλότητας των νόµων που εφάρµοσαν οι προστάτιδες δυνάµεις και των αντικρουόµενων συµφερόντων τους.
Η Πρώτη Περίοδος της Αρµοστείας
Η επιλογή του προσώπου που θα αναλάµβανε την εφαρµογή του νέου καθεστώτος αποτέλεσε αντικείµενο έντονων παρασκηνιακών συνεννοήσεων και διπλωµατικών διαβουλεύσεων. Οι Ρώσοι, για να εµποδίσουν την εκλογή ενός ξένου ηγεµόνα που δε θα ήταν ορθόδοξος, πρότειναν τον πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδας, ο οποίος τελικά επιλέχθηκε ως ο πρώτος ύπατος αρµοστής της Κρήτης.
Στις 9 ∆εκεµβρίου 1898 ο πρίγκιπας Γεώργιος κατέπλευσε στη Σούδα, όπου τον υποδέχθηκαν οι ναύαρχοι και ο ενθουσιώδης Κρητικός λαός. Εγκαταστάθηκε στη Χαλέπα Χανίων και ανέλαβε τα καθήκοντά του για τρία χρόνια, προκειµένου να διαφυλάξει την ειρήνη στο νησί και να θεµελιώσει το αυτόνοµο καθεστώς, αναγνωρίζοντας την ψιλή επικυριαρχία του σουλτάνου. Την 1η Μαΐου 1899 οι ναύαρχοι παρέδωσαν σε επίσηµη τελετή τη διοίκηση του νησιού στον ύπατο αρµοστή, ενώ χορηγήθηκε και δάνειο 4.000.000 φράγκων από τις προστάτιδες δυνάµεις για την οικονοµική ανάκαµψη της νεοσύστατης πολιτείας.
Σε αυτά τα πρώτα στάδια της εφαρµογής του καθεστώς της αυτονοµίας οι ναύαρχοι δεν είχαν ουσιαστικό ρόλο και γι’ αυτό, λίγες εβδοµάδες µετά την παράδοση της διοίκησης στον πρίγκιπα Γεώργιο, αναχώρησαν από το νησί µαζί µε το µεγαλύτερο µέρος του στόλου τους. Παρέµειναν µόνο τµήµατα του στρατού και του στόλου, καθώς και εκπαιδευτικές αποστολές, για να συνδράµουν στο έργο των Ελληνικών αρχών. Ο Κρητικός λαός, για να δείξει την ευγνωµοσύνη του στους ναυάρχους για τις προσπάθειες που κατέβαλαν για να επιβάλουν την ειρήνη και την τάξη στο νησί, έδωσε τα ονόµατά τους στους τέσσερις µεγαλύτερους δρόµους των Χανίων.
Μετά την ανάληψη της διοίκησης, ο ύπατος αρµοστής συγκρότησε µία 16µελή επιτροπή, η οποία ανέλαβε να εκπονήσει το σχέδιο του Κρητικού Συντάγµατος, σύµφωνα µε τους νόµους και τις αρχές των Ευρωπαϊκών δυνάµεων, αλλά και µε γνώµονα τα στοιχεία οργάνωσης του Ελληνικού κράτους. Στις 9 Ιανουαρίου 1899 δηµοσιεύτηκε το διάταγµα «Περί συγκροτήσεως της Κρητικής Συνελεύσεως», στην οποία συµµετείχαν 138 Χριστιανοί και 50 Μουσουλµάνοι, κατόπιν εκλογών. Τελικά, στις 16 Απριλίου, κατόπιν έγκρισης των προστάτιδων δυνάµεων και επικύρωσης από τον ύπατο αρµοστή, δηµοσιεύτηκε στην εφηµερίδα της κυβέρνησης το «Σύνταγµα της Κρητικής Πολιτείας».
Παράλληλα, οργανώθηκε σώµα Κρητικής χωροφυλακής, δύναµης 1.500 ανδρών, υπό την επίβλεψη Ιταλών καραµπινιέρων µε επικεφαλής τον Λοχαγό Federico Craver. Στις 29 Απριλίου συγκροτήθηκε η πρώτη κυβέρνηση της Κρητικής πολιτείας, στην οποία συµµετείχε, µεταξύ των άλλων, και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ως υπουργός ∆ικαιοσύνης. Τα πρώτα χρόνια της αρµοστείας του πρίγκιπα Γεώργιου χαρακτηρίστηκαν γόνιµα για την Κρητική πολιτεία. Η οργάνωση των διοικητικών βαθµίδων σε όλους τους τοµείς της κοινωνικής και πολιτικής ζωής και η παγίωση της δηµόσιας τάξης και ασφάλειας καταδείκνυαν την εσωτερική αυτοτέλεια του νησιού, σε συνδυασµό µε την πλήρη οικονοµική αυτονοµία του.
Η πρόοδος που παρουσίασε η Κρήτη, ως µία νεοσύστατη πολιτεία, προκάλεσε το ενδιαφέρον και το θαυµασµό των ξένων, οι οποίοι της προσέδωσαν την επωνυµία «Ελβετία της Ανατολής». Όµως πάντα υπήρχε ο προβληµατισµός για την επαύριον της λήξης της τριετούς θητείας του πρώτου ύπατου αρµοστή. Το καθεστώς της αυτονοµίας είχε και τρωτά σηµεία. Αποδείχθηκε στην εφαρµογή του ότι δεν µπορούσε να αποτελέσει την πλατφόρµα για την αποτελεσµατική και εύρυθµη λειτουργία του κρατικού µηχανισµού. Η συγκέντρωση υπερεξουσιών στο πρόσωπο του ύπατου αρµοστή και η µη ύπαρξη σαφών διαχωριστικών γραµµών στις αρµοδιότητες των οργάνων του καθεστώτος αποτελούσαν µερικές από τις αδυναµίες της νέας πολιτείας.
Βέβαια, η µη οµαλή εξέλιξη του νέου καθεστώτος οφειλόταν, κατά κύριο λόγο, στο γεγονός ότι το Κρητικό Ζήτηµα είχε εγκλωβιστεί µέσα στους ανταγωνισµούς και στις έριδες που ενέκυπταν µεταξύ των Μεγάλων ∆υνάµεων για τον έλεγχο και την επικράτησή τους στο Μεσογειακό χώρο. Η εµµονή των ισχυρών Ευρωπαϊκών κρατών να διατηρήσουν την αρχή του status quo ως δικλείδα ασφαλείας για τα άµεσα συµφέροντά τους ήταν αυτή που τροφοδοτούσε την παγιωµένη και συνεχόµενη άρνησή τους να ικανοποιήσουν το αίτηµα του Κρητικού λαού για ένωση µε την Ελλάδα.
Η διατήρηση της αρχής της ισορροπίας στην ανατολική Μεσόγειο αποτελούσε την πυξίδα για την πορεία που ακολουθούσαν τα ισχυρά Ευρωπαϊκά κράτη και γι’ αυτό κανένα από αυτά δεν επρόκειτο να αναλάβει κάποια µονοµερή πρωτοβουλία για τη σύντοµη λύση του Κρητικού Ζητήµατος. Η ήττα της Ελλάδας κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεµο του 1897 και η αµεσότερη εµπλοκή των Μεγάλων ∆υνάµεων στις Ελληνικές εσωτερικές υποθέσεις είχαν καταστήσει την Ελληνική κυβέρνηση ανίσχυρη και ανήµπορη να διαδραµατίσει ενεργό ρόλο στις εξελίξεις που λάµβαναν χώρα στον ανατολικό Μεσογειακό χώρο.
Ο πρίγκιπας Γεώργιος, µε τη σύµφωνη γνώµη της Ελληνικής και Κρητικής κυβέρνησης, ανέλαβε να προωθήσει την ιδέα περί ένωσης στις Ευρωπαϊκές αυλές. Το Σεπτέµβριο του 1900 επισκέφθηκε αρχικά τη Ρωσία, έπειτα τη Βρετανία, τη Γαλλία και, τέλος, την Ιταλία, αλλά, όπως αναµενόταν, ο ύπατος αρµοστής δεν µπόρεσε να εξασφαλίσει την πολυπόθητη ουσιαστική συµπαράσταση. Τελικά, στις 25 Φεβρουαρίου 1901, µε επίσηµη διακοίνωσή τους, οι Μεγάλες ∆υνάµεις απέρριψαν κάθε πρόταση για πολιτειακή αλλαγή στην Κρήτη. Η απόρριψη των προτάσεων του πρίγκιπα Γεωργίου συνοδεύτηκε, κατά την προσφιλή τους τακτική, από υποσχέσεις συµπαράστασης και εκδήλωσης ενδιαφέροντος για τη βελτίωση της κατάστασης στη Μεγαλόνησο.
Μετά την απόλυση του Βενιζέλου από το υπουργικό αξίωµα, ο πρίγκιπας Γεώργιος σταθεροποίησε τη θέση του στο διεθνές πεδίο και επιβεβαίωσε την επιβολή του στις εσωτερικές υποθέσεις, όπως αποδείχθηκε µε τη νίκη των οπαδών του στις εκλογές του 1901, οπότε και ανανεώθηκε για τρία ακόµη χρόνια η περίοδος της αρµοστείας του. Το φθινόπωρο του 1904 ο ύπατος αρµοστής πραγµατοποίησε νέο διπλωµατικό ταξίδι στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, προκειµένου να προβάλει εκ νέου το αίτηµα του Κρητικού λαού και, κυρίως, να προσπαθήσει να έλθει σε άµεση συνεννόηση µε τις προστάτιδες δυνάµεις για την αλλαγή του πολιτειακού καθεστώτος.
Η Βρετανία, η Ρωσία, η Γαλλία και η Ιταλία, για να αποφύγουν τυχόν σύγκρουση µε την Κρητική κοινή γνώµη, που θα έθετε σε κίνδυνο την παρουσία τους στο νησί, προχώρησαν στην εξαγγελία µέτρων, τα οποία βελτίωναν µεν τους όρους λειτουργίας της αυτονοµίας αλλά δεν αποτελούσαν καινοτόµες λύσεις. Το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει το Κρητικό Ζήτηµα και η παράταση του αρµοστειακού καθεστώτος, σε συνδυασµό µε την αδιάλλακτη στάση του πρίγκιπα Γεωργίου απέναντι στη συµβιβαστική διάθεση του Βενιζέλου, οδήγησαν στην πολιτική διάσταση και κρίση στο εσωτερικό της Κρήτης και στην ενίσχυση των αντίρροπων τάσεων.
Αποτέλεσµα αυτής της άστατης πολιτικής κατάστασης ήταν η κήρυξη της επανάστασης του Θέρισου στις 10 Μαρτίου 1905 από τον Βενιζέλο, ο οποίος ήταν ο επικεφαλής της αντιπολιτευτικής µερίδας. Βασικό αίτηµα των επαναστατών ήταν η προώθηση της ενωτικής ιδέας µε διαφορετικό πρόγραµµα και µεθοδολογία χειρισµών. Παράλληλα, προβαλλόταν η ανάγκη για ριζική µεταβολή της εσωτερικής διακυβέρνησης του νησιού µε άµεση αντικατάσταση του ύπατου αρµοστή.
Παρ’ όλο που και οι δυο πλευρές προσέβλεπαν στον ίδιο στόχο αλλά µε διαφορετικό τρόπο, εν τούτοις προτίµησαν την αντιπαράθεση, διχάζοντας τον Κρητικό λαό και συµβάλλοντας στη συντήρηση του Κρητικού Ζητήµατος προς όφελος των ισχυρών Ευρωπαϊκών κρατών. Η µικρή δύναµη των Ευρωπαϊκών στρατευµάτων και του σώµατος της χωροφυλακής δεν επαρκούσε για την ανάληψη στρατιωτικών επιχειρήσεων ευρείας κλίµακας κατά των επαναστατών. Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί, στην ανατολική και δυτική περιοχή του νησιού, τήρησαν παθητική στάση, όπως και οι Βρετανοί στο Ηράκλειο.
Αντίθετα, οι Ρώσοι υποστήριξαν ενεργά τον ύπατο αρµοστή και ανέλαβαν στρατιωτική δράση κατά των επαναστατών. Η Κρητική χωροφυλακή, παρ’ όλο που διοικούνταν από Ιταλούς καραµπινιέρους και είχε υπαχθεί στον ανώτερο διοικητή των ευρωπαϊκών στρατευµάτων Γάλλο Συνταγµατάρχη Loubanski, ο οποίος δεν ήταν πρόθυµος να συνεργαστεί µε τον ύπατο αρµοστή, συγκρούστηκε µε τους επαναστάτες, χωρίς όµως αυτό να εµποδίσει αρκετούς από τους χωροφύλακες να λιποτακτήσουν από το σώµα και να ενταχθούν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Η αδυναµία των Μεγάλων ∆υνάµεων να ακολουθήσουν µια ενιαία τακτική για την αντιµετώπιση του επαναστατικού κινήµατος επέτρεψε την εδραίωση και τη σταθεροποίησή του.
Οι προστάτιδες δυνάµεις, βλέποντας το λαϊκό έρεισµα του Βενιζέλου, αποδέχθηκαν, ως βάση για τη συµβιβαστική λύση του ένοπλου αγώνα, την πρόταση της επαναστατικής συνέλευσης του Θέρισου για την κάθοδο στην Κρήτη διεθνούς εξεταστικής επιτροπής. Πράγµατι, στις 15 Νοεµβρίου 1905 υπογράφηκε το πρωτόκολλο τερµατισµού της επανάστασης, µε τους όρους του Βενιζέλου να γίνονται αποδεκτοί.
Η Κατάργηση της Αρµοστείας και η Αποχώρηση των Ευρωπαϊκών Στρατευµάτων Κατοχής
Η διεθνής εξεταστική επιτροπή αποτελούσε ένα όργανο επιτήρησης και ελέγχου των δραστηριοτήτων του ύπατου αρµοστή, αφού ανέλαβε τον έλεγχο της εφαρµογής των µεταρρυθµίσεων και των διακανονισµών στο διοικητικό και οικονοµικό µηχανισµό. Στις 30 Μαρτίου 1906 µε έκθεσή της η εξεταστική επιτροπή κατέληξε σε δύο βασικά συµπεράσµατα: η µόνη βιώσιµη λύση ήταν η ένωση και η στάση του πρίγκιπα Γεωργίου αποτελούσε εµπόδιο για την οµαλή διευθέτηση των εσωτερικών ζητηµάτων του νησιού.
Στις 23 Ιουλίου κοινοποιήθηκαν στον ύπατο αρµοστή οι αποφάσεις των τεσσάρων Ευρωπαϊκών κρατών, οι οποίες έθεταν σε µια νέα φάση το Κρητικό Ζήτηµα. Μεταξύ των αποφάσεων ήταν και η παραχώρηση του δικαιώµατος στον βασιλιά της Ελλάδας να διορίζει τον ύπατο αρµοστή µετά από έγκριση των προστάτιδων δυνάµεων και η χορήγηση νέου δανείου ύψους 9.300.000 Γαλλικών φράγκων. Στις 12 Σεπτεµβρίου ο πρίγκιπας Γεώργιος εγκατέλειψε τη Μεγαλόνησο συµµορφούµενος στις αποφάσεις των Μεγάλων ∆υνάµεων και στη θέληση του πατέρα του. Ο βασιλιάς Γεώργιος υπέδειξε τον Αλέξανδρο Ζαΐµη ως το νέο ύπατο αρµοστή της Κρήτης, ο οποίος και ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 18 Σεπτεµβρίου 1906 µε πενταετή εντολή.
Η νέα αρµοστειακή κυβέρνηση ασχολήθηκε µε την οργάνωση της δηµόσιας διοίκησης και των οικονοµικών, ενώ παράλληλα συγκρότησε πολιτοφυλακή, η οποία προοριζόταν να αντικαταστήσει τα Ευρωπαϊκά στρατεύµατα. Ενίσχυσε επίσης την κρητική χωροφυλακή µε τη µετάκληση αξιωµατικών και υπαξιωµατικών από την Ελλάδα, προκειµένου να στελεχώσουν τα δύο σώµατα σύµφωνα µε τα Ελληνικά πρότυπα. Τα Ευρωπαϊκά στρατεύµατα αποσύρθηκαν στις πόλεις, αφήνοντας τον έλεγχο της υπαίθρου στην πολιτοφυλακή και τη χωροφυλακή.
Η οµαλοποίηση της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης και οι εγγυήσεις ασφάλειας και τάξης που παρείχαν τα δύο σώµατα οδήγησαν στις 24 Ιουλίου 1908 στην αναχώρηση σηµαντικού τµήµατος από τα στρατεύµατα ξηράς και τις ναυτικές δυνάµεις των προστάτιδων δυνάµεων. ∆ιατηρήθηκαν µόνο οι δυνάµεις εκείνες που ήταν απαραίτητες για την επιτήρηση των ακτών και τον ανεφοδιασµό των παραµενόντων στρατευµάτων. Οι ραγδαίες διεθνείς εξελίξεις, όπως το κίνηµα των Νεότουρκων, η ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε βασίλειο και η προσάρτηση της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης στην Αυστροουγγαρία, είχαν άµεσο αντίκτυπο στα Κρητικά πράγµατα.
Στις 24 Σεπτεµβρίου 1908, µε ανεπίσηµη υπόδειξη της Ελληνικής κυβέρνησης, η Κρητική βουλή, και ενώ απουσίαζε ο ύπατος αρµοστής, κατήργησε το καθεστώς της αρµοστείας, κήρυξε την ένωση µε την Ελλάδα και υιοθέτησε το Ελληνικό Σύνταγµα. Η στάση των προστάτιδων δυνάµεων απέναντι στις νέες εξελίξεις της Κρητικής υπόθεσης δεν ήταν τελείως αρνητική. ∆εν ήταν διατεθειµένες να προβούν σε βίαιες ενέργειες που θα κατέπνιγαν τα φιλελεύθερα αισθήµατα του Κρητικού λαού. Αυτό έδειξε άλλωστε και η απόφαση να µην ενισχύσουν τις δυνάµεις τους µε την αποστολή νέων στρατευµάτων στην Κρήτη και να αποσύρουν από το νησί και τα υπόλοιπα στρατεύµατά τους.
Από την πλευρά της Τουρκίας, οι Νεότουρκοι πίεζαν τις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να µην αποδεχθούν την ανατροπή των ισορροπιών στην ανατολική Μεσόγειο και απειλούσαν µε την αποστολή στρατευµάτων στο νησί. Για να αµβλύνουν τις αντιδράσεις της Τουρκίας, οι Μεγάλες ∆υνάµεις ανακοίνωσαν ότι δεν είχε φτάσει ακόµα η στιγµή για την οριστική διευθέτηση του Κρητικού Ζητήµατος, έχοντας υπόψη πάντα τη γνώµη της Υψηλής Πύλης. Παράλληλα, εφάρµοσαν απρόσκοπτα την απόφασή τους για αποχώρηση των δυνάµεών τους, και έτσι στις 24 Ιουλίου 1909 η Κρήτη εκκενώθηκε και από τα τελευταία Ευρωπαϊκά στρατεύµατα ξηράς.
Αντίθετα, ενισχυόταν ο Ευρωπαϊκός στόλος στις Ελληνικές θάλασσες προκειµένου να επέµβει σε περίπτωση νέας πολεµικής σύγκρουσης µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η εκκένωση της Μεγαλονήσου και από τα Ευρωπαϊκά στρατεύµατα δροµολόγησε τις διαδικασίες για την ένωση µε την Ελλάδα, παρ’ όλο που οι ισχυροί της Ευρώπης δεν ήταν διατεθειµένοι την παρούσα χρονική περίοδο να επιτρέψουν µια τέτοια εξέλιξη. Ο διακαής εθνικός πόθος του Κρητικού λαού πήρε σάρκα και οστά µετά τη νικηφόρο για τα Ελληνικά όπλα έκβαση των Βαλκανικών πολέµων, στους οποίους οι Κρητικοί κατέθεσαν το δικό τους φόρο αίµατος.
Η πολυσχιδής δράση -πολιτική, διπλωµατική, στρατιωτική- των Μεγάλων ∆υνάµεων δεν αποσκοπούσε απλώς στην ειρηνοποιό παρέµβαση µεταξύ των Χριστιανικών και Μουσουλµανικών πληθυσµών, αλλά, κυρίως, στη διατήρηση της ισορροπίας στην ανατολική Μεσόγειο προκειµένου να µην θιγούν τα αποικιοκρατικά τους συµφέροντα. Ωστόσο οι απρόσµενες εξελίξεις στον Ευρωπαϊκό και Ελλαδικό χώρο ανάγκασαν τα ισχυρά Ευρωπαϊκά κράτη να προσαρµοστούν στις διαµορφωθείσες καταστάσεις και να αποδεχθούν, ως τετελεσµένο, το γεγονός της ένωσης της Κρήτης µε την Ελλάδα, που αποτέλεσε τη δίκαιη λύση του χρονίζοντος Κρητικού Ζητήµατος.
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Κρητική Πολιτεία (1898 - 1908)
Στις 6 Μαρτίου του 1897 οι Ευρωπαίοι ανακοίνωσαν ότι «απεφάσισαν αμετακλήτως να εξασφαλίσουν την πλήρη αυτονομίαν της Κρήτης υπό την επικυριαρχίαν του Σουλτάνου». Στο μεταξύ η Ελλάδα, που διεξήγαγε απομονωμένη το σύντομο αλλά καταστροφικό πόλεμο με την Τουρκία, αναγκάστηκε να ανακαλέσει το εκστρατευτικό της σώμα, ενώ στις 12 Αυγούστου η Συνέλευση των Κρητών αποδεχόταν το καθεστώς της αυτονομίας, υπό τον όρο της απομάκρυνσης και των Τουρκικών στρατευμάτων από το νησί.
Ο όρος αυτός αρχικά συνάντησε αντιδράσεις, μετά όμως τα δραματικά γεγονότα του Ηρακλείου, που κατέληξαν σε σφαγές Χριστιανών και Βρετανών στρατιωτών, έγινε κατανοητό ότι η παρουσία του Τουρκικού στρατού καθιστούσε ανέφικτη κάθε απόπειρα ειρήνευσης, και στις 2 Νοεμβρίου 1898 εγκατέλειψε την Κρήτη και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης. Η επιλογή του μελλοντικού Γενικού Διοικητή αποτέλεσε αντικείμενο έντονων διαβουλεύσεων, τελικώς όμως υπερίσχυσε η υποψηφιότητα του πρίγκιπα Γεωργίου, δευτερότοκου γιου του βασιλιά των Ελλήνων. Αντί όμως της τοποθέτησης του ως Γενικού Διοικητή, αποφασίστηκε να διοριστεί Ύπατος Αρμοστής (δηλαδή ανώτατος εκπρόσωπος) των Δυνάμεων στην Κρήτη.
Ο Γεώργιος αποβιβάστηκε στη Σούδα στις 9 Δεκεμβρίου 1898 και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους Χριστιανούς, που τον θεώρησαν κομιστή του «αρραβώνα» με την Ελλάδα, ενόψει του «γάμου» που θα ολοκληρωνόταν σύντομα με την Ένωση. Το 1899 η Γενική Συνέλευση ψήφιζε το Σύνταγμα της νέας Κρητικής Πολιτείας, το οποίο προέβλεπε τη λειτουργία ενός υποτυπώδους κοινοβουλευτισμού, σε συνδυασμό με την ύπαρξη ενός πανίσχυρου ηγεμόνα με ευρείες εξουσίες, τις οποίες θα ασκούσε επί του παρόντος ο Ύπατος Αρμοστής.
Με την ίδρυση της "Κρητικής Πολιτείας", τα Χανιά γνωρίζουν την μεγαλύτερη ακμή στην ιστορία τους, ως πρωτεύουσα της Κρήτης. Συνεχίζουν να είναι έδρα του Αρμοστή και πρωτεύουσα του Κρητικού Κράτους, μεγάλο διοικητικό, πνευματικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο. Η Κρητική Πολιτεία έχει δική της σημαία και νόμισμα -την Κρητική δραχμή- ιδρύεται η Τράπεζα Κρήτης, συντάσσεται το Σύνταγμα του Κρητικού Κράτους, γίνονται εκλογές για την ανάδειξη πληρεξουσίων, αρχίζει να εκδίδεται η Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας και δημιουργείται η Κρητική Χωροφυλακή.
Συγκροτείται το Συμβούλιο του Ηγεμόνα και συνιστώνται πέντε Ανώτερες Διευθύνσεις, αντίστοιχες με τα σημερινά Υπουργεία: Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και Θρησκευμάτων, Συγκοινωνιών και Ασφαλείας και Δικαιοσύνης (με Σύμβουλο - Υπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο). Τα Χανιά στις αρχές του 20ού αιώνα, σύμφωνα με την απογραφή του 1900, έχουν περίπου 21.000 κατοίκους. Η πόλη έχει στενούς δρόμους, μικρές πλατείες και κτίρια με στοιχεία Ενετικά, Τουρκικά και Ελληνικά, με γνήσιο Κρητικό χαρακτήρα αλλά και με ξενικές επιρροές, λόγω των κατακτητών του παρελθόντος αλλά και της παρουσίας των στρατευμάτων των Μεγάλων Δυνάμεων που παραμένουν στο Νησί.
Είναι χαρακτηριστική η παρατήρηση του Ελευθερίου Βενιζέλου ότι «αι διατάξεις αίτινες ψηφίζονται σήμερον εν τω Συντάγματι συνδέονται αναποσπάστως με το πρόσωπον του νυν Ανωτάτου Άρχοντος· δεν θα ήτο διατεθειμένος ο τόπος εις ουδένα άλλον να παραχώρηση τόσα δικαιώματα». Αμέσως μετά ο Γεώργιος διόρισε την πρώτη κυβέρνηση, που περιλάμβανε τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο υπουργείο της Δικαιοσύνης. Η αυτονομία της Κρητικής Πολιτείας ήταν πλήρης σε ζητήματα όπως εκείνα της ιθαγένειας, των τελωνείων της χωροφυλακής και του νομίσματος. Επιπλέον, η Κρητική Πολιτεία διέθετε και ιδιαίτερη σημαία.
Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική της τελούσε υπό την κηδεμονία των Μεγάλων Δυνάμεων, που διατηρούσαν στρατεύματα στο νησί. Οι εξελίξεις αυτές διαμόρφωσαν ένα ιδιότυπο διεθνές και εσωτερικό καθεστώς, όπως το περιέγραψε αδρά ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος:
«Η νήσος, παρακατατεθείσα εν έτει 1897 εις χείρας των Μεγάλων Δυνάμεων υπό του Σουλτάνου, κυβερνάται υπ'αυτών, ή μάλλον υπό των τεσσάρων εξ αυτών, μετά την εκ της ομοφωνίας αποχώρησιν της Γερμανίας και της Αυστρίας, ως επαρχία του τουρκικού κράτους δι' εντολοδόχου του Υπάτου Αρμοστού. Την επί της νήσου επομένως κυριαρχίαν ασκουσι σήμερον (1901) αι τέσσαρες Μεγάλες Δυνάμεις. Και είναι μεν αληθές ότι αύται ενέκριναν το Κρητικόν Σύνταγμα δι'ού η νήσος χαρακτηρίζεται "πολιτεία αυτόνομος". Αλλ' η θέσπισις του Συντάγματος δεν κατέστησε την αυτονομίαν πραγματικήν, αφού η πλήρης αυτού εφαρμογή μόνον μετά την λήξιν της αρμοστείας είναι δυνατή, επηύξησε δε μόνον την αβεβαιότητα περί της υφισταμένης πολιτικής της νήσου καταστάσεως».
Οι παρατηρήσεις αυτές υπέκρυπταν την πεποίθηση του Βενιζέλου ότι, εφόσον η Ένωση δεν φαινόταν άμεσα πραγματοποιήσιμη, η ολοκλήρωση της αυτονομίας αποτελούσε, επί του παρόντος, τη μόνη ρεαλιστική λύση. Η παράταση της αρμοστείας, κατά την οποία το νησί τελούσε υπό την εξουσία του εντολοδόχου των Μεγάλων Δυνάμεων με τη συνδρομή διεθνών στρατευμάτων, συντηρούσε μια ερμαφρόδιτη κατάσταση. Αντίθετα, η απεμπλοκή από τη διεθνή κηδεμονία, με την πλήρη εφαρμογή των συνταγματικών θεσμών, θα επέτρεπε την εγκαθίδρυση ενός λειτουργικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, ενώ παράλληλα θα καθιστούσε δυνατή μια πιο ευέλικτη πολιτική στο διεθνές σκηνικό.
Η γραμμή αυτή όμως βρισκόταν σε ευθεία αντιπαράθεση με την πολιτική του Γεώργιου, ο οποίος:
α) Δεν επιθυμούσε τον περιορισμό των εξουσιών του,
β) Δεν επιθυμούσε να κατηγορηθεί ότι επεδίωκε να εξασφαλίσει για τον εαυτό του έναν ισόβιο θρόνο,
γ) Θεωρούσε προνόμιο του το χειρισμό της διεθνούς πτυχής του Κρητικού ζητήματος και
δ) Υποστήριζε ότι δεν έπρεπε να δοθεί στις Μεγάλες Δυνάμεις η εντύπωση ότι υπάρχουν Κρητικοί που «βολεύονται» με τη λύση της αυτονομίας, πιστεύοντας ότι έτσι θα αναγκάζονταν να συγκατανεύσουν στην Ένωση.
Η αντίθεση αυτή οξύνθηκε ραγδαία όταν ο Βενιζέλος, αφού υπέβαλε τις προτάσεις του στο Ηγεμονικό Συμβούλιο -όπως ονομαζόταν η Κρητική κυβέρνηση- χωρίς να πετύχει την υποστήριξη των υπολοίπων υπουργών, υπέβαλε την παραίτηση του, αλλά ο Γεώργιος προτίμησε να τον απολύσει με διάταγμα στις 20 Μαρτίου 1901, «επειδή όλως αναρμοδίως υπεστήριξε και δημόσια εξέθηκε γνώμας επί σπουδαιότατου ζητήματος του τόπου αντιθέτους προς το φρόνημα και την εντολήν Ημών». Οι βουλευτικές εκλογές του 1901 και του 1903, αναδεικνύοντας μια ισχυρή φιλοπριγκιπική πλειοψηφία, φάνηκε να δικαιώνουν την πολιτική του Γεώργιου.
Ενώ οι απόψεις του Βενιζέλου περιθωριοποιήθηκαν και ο ίδιος με τους οπαδούς του αποτέλεσαν στόχο μιας εμπαθούς πολεμικής και αντικείμενο διώξεων, με στόχο την πλήρη πολιτική τους εξουθένωση. Με την πάροδο του χρόνου, εντούτοις, καθώς δεν διαφαινόταν στον ορίζοντα η πολυπόθητη «οριστική λύση» και ενώ η συσσώρευση των εσωτερικών προβλημάτων και τα φαινόμενα κακοδιοίκησης αναδείκνυαν τα δυσμενή επακόλουθα ενός ανεξέλεγκτου προσωποπαγούς καθεστώτος, η ατμόσφαιρα άρχισε να αλλάζει. Στις νέες αυτές συνθήκες, ο Βενιζέλος αποτέλεσε τον πόλο της «Ηνωμένης εν Κρήτη Αντιπολιτεύσεως», η οποία στις 26 Φεβρουαρίου 1905 διατύπωσε την πολιτική της πλατφόρμα:
«Πρώτον και κύριον μέλημα ημών έστω η επίτευξις της ενώσεως. Αδυνάτου αποβαίνοντος του σκοπού αυτού, θέλομεν επιδιώξει την αναθεώρησιν του ημετέρου συντάγματος κατά το πρότυπον του Ελληνικού, όπως απαλλαγεί ο τόπος του δεσποτισμού».
Δύο εβδομάδες αργότερα (10 Μαρτίου), η τριανδρία των Ελευθερίου Βενιζέλου, Κωνσταντίνου Φούμη και Κωνσταντίνου Μάνου ύψωνε στο Θέρισο την Ελληνική σημαία, σηματοδοτώντας την έναρξη άλλης μιας επανάστασης των Χριστιανών της Κρήτης, της οποίας όμως αυτή τη φορά κύριος αντίπαλος δεν ήταν πλέον οι μουσουλμάνοι. Οι εξελίξεις αυτές έφεραν τον Γεώργιο στην εξαιρετικά δυσμενή θέση να επιδιώκει την καταστολή ενός κινήματος με σημαία την Ένωση, στηριζόμενος στις ξένες ξιφολόγχες των διεθνών στρατευμάτων.
Η αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων, μολονότι δεν υπήρξε αρχικά ενιαία, κατέληξε εντούτοις σε μια κοινή διαπίστωση: ''Ο αρχικός βασικός λόγος της επιλογής του Γεώργιου, ως ενός προσώπου ευρείας λαϊκής αποδοχής που θα λειτουργούσε σαν κυματοθραύστης, είχε πλέον εκλείψει''. Από τη στιγμή εκείνη, οι ημέρες παραμονής του στην ύπατη αρμοστεία ήταν μετρημένες. Οι απευθείας επαφές των προξένων με τους επαναστάτες και η συμφωνία να συσταθεί ειδική εξεταστική επιτροπή, προκειμένου να προτείνει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, σηματοδότησαν την ουσιαστική αυτή στροφή της Ευρωπαϊκής πολιτικής.
Είναι ωστόσο ενδιαφέρον ότι, στις εκλογές που διεξήχθησαν τον Μάιο του 1906, οι φιλοπριγκιπικές πολιτικές δυνάμεις διατήρησαντην πλειοψηφία (53,4%) έναντι του μετώπου των Βενιζελικών (46,6%), κατέστη όμως σαφές ότι η αντιπολίτευση αποτελούσε πλέον ένα ισχυρό ρεύμα στο εκλογικό σώμα, που δεν ήταν δυνατό να αγνοηθεί. Ήδη η διεθνής επιτροπή πρότεινε τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις: αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής, συγκρότηση Πολιτοφυλακής, αποχώρηση των διεθνών στρατευμάτων, αναθεώρηση του Συντάγματος και εκχώρηση στο βασιλέα των Ελλήνων του δικαιώματος να ορίζει, με τη σύμφωνη γνώμη των Μεγάλων Δυνάμεων, τον εκάστοτε Ύπατο Αρμοστή.
Η υιοθέτηση αυτών των προτάσεων από τις Μεγάλες Δυνάμεις χαιρετίστηκε ως δικαίωση της αντιπολίτευσης, ενώ ο Γεώργιος βρέθηκε στα περιθώριο των εξελίξεων. Οι απολυταρχικές αντιλήψεις του είχαν συντελέσει στην πτώση της δημοτικότητας του, έτσι ώστε κατέληξε, χωρίς να είναι φυσικά υπεύθυνος για τη μη επίτευξη της Ένωσης, να χρεωθεί τελικά από μεγάλη μερίδα του Κρητικού λαού την αποτυχία και σε αυτόν τον τομέα. Η μυστική αναχώρηση του, τη νύχτα της 12ης Σεπτεμβρίου 1906, σηματοδοτούσε το άδοξο τέλος μιας πορείας που είχε ξεκινήσει υπό τους καλύτερους οιωνούς.
Έξι ημέρες αργότερα διοριζόταν ως νέος Ύπατος Αρμοστής ο μετριοπαθής παλαιός πρωθυπουργός Αλέξανδρος Ζαΐμης, ενώ η Συνέλευση προχωρούσε στην ψήφιση του νέου και αισθητά πιο φιλελεύθερου Συντάγματος (2 Δεκεμβρίου 1906). Τον Ιούλιο του 1907 άρχισε η αποχώρηση και των υπολοίπων διεθνών στρατευμάτων, που ολοκληρώθηκε δύο χρόνια αργότερα, καθώς προχωρούσε με γοργούς ρυθμούς η συγκρότηση της Πολιτοφυλακής (της τακτικής στρατιωτικής δύναμης του νησιού), στελεχωμένης από Έλληνες βαθμοφόρους.
Στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας γίνονται πολλά έργα ανασυγκρότησης - διάνοιξη δρόμων και πλακόστρωση, αποχετευτικά έργα καθώς και εξωραϊσμού και καλλωπισμού, ανεγείρεται η περίφημη Δημοτική Αγορά. Το πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο είναι σε υψηλό σημείο, λειτουργούν νέα σχολεία, το ποσοστό του αναλφαβητισμού μικραίνει. Έχει συγκροτηθεί από το 1899 ο Φιλολογικός Σύλλογος "Χρυσόστομος" και στη συνέχεια ιδρύονται όλο και περισσότερα πνευματικά, φιλανθρωπικά, αθλητικά και εργατικά σωματεία, διοργανώνονται πλείστες εκδηλώσεις.
Έρχονται πολυμελείς και καλά καταρτισμένοι Ελληνικοί και ξένοι θίασοι, μαθητές επίσης δίνουν θεατρικές παραστάσεις με αξιώσεις και μάλιστα στα αρχαία Ελληνικά. Χώροι των παραστάσεων ο Δημοτικός Κήπος, το θέατρο της Σπλάντζιας, του Καλέ-Καπισί, του Φαλήρου στο Κούμ-Καπί, του Καστελιού. Στο "Ακταίον", στο λιμάνι, ο κουκλοπαίχτης Χρήστος Κονιτσιώτης, "ο πρύτανις των ανδρεικέλων", συγκεντρώνει πλήθη μικρών και μεγάλων, με τον μεγάλο ξύλινο θίασό του. Δίδονται συναυλίες, διοργανώνονται μουσικοφιλολογικές εσπερίδες, έρχεται ο φωνογράφος και ο κινηματογράφος στα Χανιά.
Κυκλοφορούν εφημερίδες και περιοδικά με αξιοθαύμαστη ύλη, ενώ το 1901 στα πρωτοπόρα Χανιά, γίνεται πρόταση χειραφέτησης της γυναίκας στην Κρητική Βουλή, από τον Σφακιανό βουλευτή Γεώργιο Δασκαλογιάννη. Η σύγκρουση του Αρμοστή το 1901 με τον επί της Δικαιοσύνης Σύμβουλό του Ελευθέριο Βενιζέλο φέρνει την απόλυση του δεύτερου και έχει ως επακόλουθο το 1905 το Κίνημα του Θερίσου και την αποχώρηση του Γεωργίου το 1906, ενώ τοποθετείται ως Αρμοστής ο Αλέξανδρος Ζαϊμης. Από της 25ης Σεπτεμβρίου 1908 τα μέλη της Κυβερνήσεως της Κρήτης είχαν δώσει όρκο ενώπιον του Επισκόπου Κυδωνίας και Αποκορώνου στο όνομα του Βασιλέως των Ελλήνων.
Η Κρητική Βουλή στα Χανιά με τη σειρά της είχε επικυρώσει τα ψηφίσματα της Ένωσης, εξέδωσε επίσης δικό της πανηγυρικό ψήφισμα και προχώρησε στην κατάργηση της Αρμοστείας. Το Κρητικό Σύνταγμα καταργήθηκε και εισήχθη το Ελληνικό. Η Ελληνική Κυβέρνηση υπέδειξε στον Αρμοστή Αλ. Ζαϊμη που βρισκόταν εκτός του Νησιού, να μην επιστρέψει στην Κρήτη, όπου σχηματίσθηκε νέα προσωρινή διακομματική Κυβέρνηση από τους Ελ. Βενιζέλο, Μίν. Πετυχάκη, Εμμ. Λογιάδη, Χαρ. Πωλογεώργη, και Πρόεδρο τον Αντ. Μιχελιδάκη. Η Ελληνική Κυβέρνηση, για να αποφύγει τις αντιδράσεις της Τουρκίας και τις διεθνείς περιπλοκές, δεν προχώρησε στην επίσημη αναγνώριση της Ένωσης.
Με την ευτυχή κατάληξη των Βαλκανικών Πολέμων έληξε και το Κρητικό Ζήτημα. Η Ένωση είχε ήδη πραγματοποιηθεί στη πράξη, όταν στις 14 Φεβρουαρίου 1913 αφαιρέθηκαν από το φρούριο της Σούδας οι σημαίες των Μεγάλων Δυνάμεων και της Τουρκίας. Με το Άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου (30 / 5 / 1913) ο Σουλτάνος παραιτήθηκε των δικαιωμάτων του στην Κρήτη, παραχωρώντας τα στις Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ με ιδιαίτερη Συνθήκη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (1 / 11 / 1913) παραιτήθηκε επίσης κάθε δικαιώματος επικυριαρχίας στο Νησί..
Mε την έπαρση τη Ελληνικής σημαίας στο Φρούριο Φιρκά την 1η Δεκεμβρίου 1913 παρουσία του τότε Βασιλιά της Ελλάδας Κωνσταντίνου και του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού και απερίγραπτης χαράς, επισημοποιήθηκε και η τυπική πλέον Ένωση του Νησιού με την Ελλάδα.
Η Αδέσποτη Κρήτη (1908 - 1912)
Ήδη όμως οι ραγδαίες εξελίξεις στα Βαλκάνια, με το κινημάτων Νεότουρκων, την ανεξαρτησία της Βουλγαρίας και την προσάρτηση της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης στην Αυστροουγγαρία, έδιναν το έναυσμα για την de facto ανατροπή του καθεστώτος της Κρητικής αυτονομίας υπό Οθωμανική επικυριαρχία. Τον Σεπτέμβριο του 1908 συγκροτήθηκαν συλλαλητήρια, ενώ η κυβέρνηση της Κρήτης και η Βουλή των Κρητών κήρυσσαν «την ανεξαρτησίαν της Κρήτης και την ένωσιν αυτής μετά της Ελλάδος, όπως μετ' αυτής αποτελέση αδιαίρετον και αδιάσπαστον Συνταγματικόν Βασίλειον» και η Ελληνική σημαία αντικατέστησε παντού εκείνη της Κρητικής αυτονομίας.
Η Ελληνική κυβέρνηση, αν και υπέδειξε στον Ζαΐμη, που βρισκόταν τις ημέρες εκείνες στην Αίγινα, να μην επιστρέψει στην Κρήτη, τυπικά κράτησε ουδέτερη στάση. Ο Βενιζέλος, παρά το ότι θεωρούσε «τυχοδιωκτικό» το κίνημα του 1908, αντελήφθη ότι δεν υπήρχε περιθώριο αντίδρασης και, προκειμένου να επιδειχθεί εθνική ομοψυχία, αποφάσισε να προσχωρήσει, συμπράττοντας μάλιστα στο σχηματισμό διακομματικής κυβέρνησης (Εκτελεστικής Επιτροπής, όπως ονομάστηκε), υπό τον πολιτικό του αντίπαλο Αντώνιο Μιχελιδάκη.
Ακολούθησε μια μεταβατική περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας η νήσος διοικείτο από Εκτελεστική Επιτροπή, χωρίς διεθνή αναγνώριση, «εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων». Στις εκλογές του 1910, ο Βενιζέλος κατόρθωσε για πρώτη φορά να συγκεντρώσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην Κρήτη και να σχηματίσει δική του κυβέρνηση, η οποία επρόκειτο όμως να παραμείνει στην εξουσία λιγότερο από τέσσερις μήνες. Στις 8 Αυγούστου 1910 πραγματοποιήθηκαν εκλογές στην Ελλάδα και ο Βενιζέλος εκλέχθηκε πληρεξούσιος στην Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων.
Λίγες ημέρες αργότερα παραιτήθηκε από την προεδρία της Κρητικής κυβέρνησης και αναχώρησε για την Αθήνα, όπου στις 5 Οκτωβρίου 1910 αναλάμβανε για πρώτη φορά την πρωθυπουργία της Ελλάδας. Τον Νοέμβριο του 1911 και τον Απρίλιο του 1912 επιχειρήθηκε η συμμετοχή Κρητών αντιπροσώπων στη Βουλή των Ελλήνων, προκαλώντας την αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και της Ελληνικής κυβέρνησης, ήδη υπό τον Βενιζέλο, ο οποίος βρισκόταν για άλλη μια φορά αντιμέτωπος με τη μυωπική αντίληψη των Κρητών πολιτικών του αντιπάλων, που αδυνατούσαν να αντιληφθούν τους μακρόπνοους σχεδιασμούς και τους λεπτούς διπλωματικούς χειρισμούς του.
Ήδη όμως είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου και, ενώ η Ελλάδα και οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι της κήρυσσαν τον πόλεμο κατά της Τουρκίας, οι Κρήτες αντιπρόσωποι γίνονταν επιτέλους δεκτοί στο Ελληνικό Κοινοβούλιο και διοριζόταν από την Ελληνική κυβέρνηση Γενικός Διοικητής της νήσου ο Στέφανος Δραγούμης (12 Οκτωβρίου 1912). Μετά το νικηφόρο πέρας των Βαλκανικών πολέμων, η Κρήτη ενσωματωνόταν στην Ελλάδα.
Η Οργάνωση της Κρητικής Πολιτείας
Μέσα σε μια απερίγραπτη φρενίτιδα ενθουσιασμού ο εντολοδόχος των Μεγάλων Δυνάμεων πρίγκιπας Γεώργιος ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 9 Δεκεμβρίου 1898. Ο Γάλλος Ναύαρχος Ποττιέ, υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου του Συμβουλίου των Ναυάρχων, παρέδωσε επίσημα στο Γεώργιο τη διοίκηση της Κρήτης. Τα πλοία των Δυνάμεων της Διεθνούς Προστασίας χαιρέτισαν τη σημαία της Κρητικής Πολιτείας και ο Ύπατος Αρμοστής απηύθυνε το πρώτο του διάγγελμα προς τον Κρητικό λαό. Η Κρητική σημαία υψώθηκε στο φρούριο του Φιρκά, ενώ η Τουρκική διατηρήθηκε μόνο στο φρούριο της Σούδας, ως τελευταίο σύμβολο της Τουρκικής επικυριαρχίας στην Κρήτη.
Το νησί τέθηκε υπό διεθνή προστασία. Οι ξένοι Ναύαρχοι αναχώρησαν την επομένη (10 Δεκεμβρίου) και αμέσως άρχισε με γοργούς ρυθμούς το δυσχερές έργο της οργάνωσης του νέου πολιτικού σχήματος, που ονομάστηκε Κρητική Πολιτεία. Ορίστηκε μια 16μελής Επιτροπή από 12 Χριστιανούς και 4 Μουσουλμάνους, για να εκπονήσει το σχέδιο του Κρητικού συντάγματος, ενώ παράλληλα προχώρησαν οι πολιτικές πράξεις, χωρίς χρονοτριβή. Έναν ακριβώς μήνα μετά την εγκατάσταση του Ύπατου Αρμοστή, δημοσιεύτηκε το πρώτο σημαντικό διάταγμα «Περί συγκροτήσεως της Κρητικής Συνελεύσεως» και αμέσως προκηρύχθηκαν εκλογές για την ανάδειξη πληρεξουσίων.
Στις εκλογές αυτές αναδείχθηκαν 138 Χριστιανοί και 50 Μουσουλμάνοι πληρεξούσιοι και η Κρητική Βουλή άρχισε τις εργασίες της στις 8 Φεβρουαρίου 1899. Το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας, που συντάχθηκε κατά το πρότυπο του ισχύοντος τότε Ελληνικού συντάγματος, αφού εγκρίθηκε από το Συμβούλιο των Πρέσβεων των Προστάτιδων Δυνάμεων στη Ρώμη, τέθηκε αμέσως σε εφαρμογή. Λίγες ημέρες αργότερα συγκροτήθηκε και ορκίστηκε η πρώτη κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας, στην οποία Υπουργός Δικαιοσύνης ορίστηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Η Περίοδος της Δημιουργίας
Η πρώτη κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας εργάστηκε με ζήλο και απέδωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα σημαντικό έργο. Εξέδωσε πολύ γρήγορα νόμους και διατάγματα, έκοψε Κρητικό νόμισμα (την Κρητική δραχμή), ίδρυσε την Κρητική Τράπεζα, οργάνωσε ταχυδρομική υπηρεσία και Χωροφυλακή με Ιταλούς αξιωματικούς και υπαξιωματικούς (καραμπινιέρους). Ιδιαίτερη ήταν η μέριμνα για την εκπαίδευση και τη δημόσια υγεία. Αντιμετωπίστηκε το μεγάλο πρόβλημα της λέπρας, που είχε προσλάβει ενδημική μορφή στις πόλεις και τα χωριά της Κρήτης, με την οργάνωση του λεπροκομείου της Σπιναλόγκας (1903), ιδρύθηκαν πολλά σχολεία και διορίστηκαν δάσκαλοι.
Ένα σοβαρό ζήτημα, που επίσης αντιμετωπίστηκε με επιτυχία, ήταν το καθεστώς της τοπικής Εκκλησίας. Με τον Οργανικό Νόμο του 1900, δόθηκε λύση σε ακανθώθη εκκλησιαστικά ζητήματα, όπως ήταν η σχέση της Εκκλησίας της Κρήτης με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η εκλογή Μητροπολίτη και Επισκόπων. Το βασικό σχήμα, που ισχύει με μικρές τροποποιήσεις έως σήμερα, είναι ένα καθεστώς ημιαυτόνομης Εκκλησίας, της οποίας ο Προκαθήμενος εκλέγεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Κρητική Πολιτεία εκδίδει το Διάταγμα της αναγνώρισης και εγκατάστασής του.
Τα Πρώτα Σύννεφα
Το θετικό και αισιόδοξο κλίμα των δύο πρώτων ετών της λειτουργίας του νέου καθεστώτος άρχισαν να σκιάζουν απειλητικά σύννεφα, τα οποία επρόκειτο να δημιουργήσουν λίγο αργότερα σοβαρή εσωτερική κρίση. Το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας ήταν υπερβολικά συντηρητικό και παραχωρούσε στον Ηγεμόνα, όπως ονομάστηκε ο Ύπατος Αρμοστής, υπερεξουσίες, που εύκολα μπορούσαν να τον οδηγήσουν σε δεσποτική συμπεριφορά. Επιπλέον, η ασάφεια στον ακριβή καθορισμό αρμοδιοτήτων δημιουργούσε τριβές και προσωπικές αντιπαραθέσεις στο έργο της διοίκησης.
Οι τοπικοί παράγοντες της Κρήτης, που πολέμησαν για την ελευθερία του νησιού και στήριξαν με ενθουσιασμό τον Πρίγκιπα, έβλεπαν τώρα με δυσφορία και πικρία να παραγκωνίζονται και να διορίζονται σε καίριες θέσεις Αθηναίοι σύμβουλοι του Γεωργίου, που αγνοούσαν τα Κρητικά πράγματα και την ψυχολογία των Κρητών. Αλλά το πιο σημαντικό ήταν η διαχείριση του εθνικού ζητήματος της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Στο ουσιώδες αυτό ζήτημα παρατηρήθηκε εξαρχής διάσταση απόψεων μεταξύ του Γεωργίου και του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ο Γεώργιος πίστευε ότι η λύση του εθνικού ζητήματος θα ωρίμαζε με συνεχείς παραστάσεις και υπομνήματα προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ ο Βενιζέλος, βλέποντας τα πράγματα πρακτικότερα και ρεαλιστικότερα, θεωρούσε ότι η λύση έπρεπε να είναι σταδιακή, με βαθμιαίες κατακτήσεις. Ως πρώτη μάλιστα κατάκτηση θεωρούσε την απομάκρυνση των ξένων στρατευμάτων από τις Κρητικές πόλεις και την αντικατάστασή τους από ντόπια πολιτοφυλακή, με Έλληνες αξιωματικούς. Η διάσταση των απόψεων στο πολιτικό ζήτημα δεν άργησε να λάβει τη μορφή προσωπικής αντιπαράθεσης.
Ο Βενιζέλος είχε καταστήσει σαφές ότι δεν αναγνωρίζει στον Πρίγκιπα το δικαίωμα να διαχειρίζεται προσωπικώς το εθνικό ζήτημα της Κρήτης: «Ως ένας εκ των τριακοσίων χιλιάδων Κρητών, δεν σας εκχωρώ το δικαίωμά μου, ώστε μόνος σεις να ρυθμίζετε αυτοβούλως την εθνικήν πολιτικήν του τόπου μου». Κακοί σύμβουλοι του Γεωργίου διοχέτευαν χαλκευμένα και συκοφαντικά κείμενα στις Αθηναϊκές εφημερίδες εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου, γεγονός που δημιούργησε βαρύ κλίμα διχασμού.
Η Επανάσταση του Θερίσου (1905)
Τα Αίτια και οι Αφορμές
Η κρίση κορυφώθηκε στις 18 Μαρτίου 1901, όταν ο Γεώργιος απέλυσε τον Βενιζέλο από το αξίωμα του υπουργού. Για να υποστηρίξει τις απόψεις του στο εθνικό ζήτημα της Κρήτης, ο Βενιζέλος δημοσίευσε στην εφημερίδα «Κήρυξ» των Χανίων, που ο ίδιος εξέδιδε, πέντε πολύκροτα άρθρα, με το χαρακτηριστικό τίτλο «Γεννηθήτω φως». Ο Γεώργιος ακολούθησε πολιτική αδιαλλαξίας και προχώρησε σε μέτρα περισσότερο αυταρχικά, με την απαγόρευση της ελευθεροτυπίας και με διώξεις και φυλακίσεις διακεκριμένων μελών της Κρητικής αντιπολίτευσης.
Κάτω από τις συνθήκες αυτές, τα πολιτικά πράγματα στην Κρήτη οδηγήθηκαν σε πλήρες αδιέξοδο και όλες οι προσπάθειες συνδιαλλαγής των αντίπαλων πολιτικών μερίδων ναυάγησαν. Γύρω από τον Βενιζέλο συνασπίστηκαν όσοι ήταν δυσαρεστημένοι από την αυταρχική πολιτική του Πρίγκιπα και σχηματίστηκε μια ισχυρότατη «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις». Έμπιστοι συνεργάτες του Βενιζέλου ήταν ο Κ. Φούμης και ο Κ. Μάνος. Οι τρεις αυτοί αποτέλεσαν μια τριανδρία, που δεν δίστασε να προχωρήσει σε δυναμική αναμέτρηση με τον Πρίγκιπα. Στο τέλος του 1904 έληξε η περίοδος της Γενικής Συνέλευσης και προκηρύχθηκαν εκλογές για την ανάδειξη 64 βουλευτών.
Σύμφωνα με το σύνταγμα, 10 ακόμη θα διορίζονταν απευθείας από τον Πρίγκιπα. Η αντιπολίτευση αποφάσισε να μη συμμετέχει στις εκλογές αυτές, κατήγγειλε τα ανελεύθερα μέτρα του Πρίγκιπα και κάλεσε το λαό σε αποχή. Η κατάσταση εκτραχύνθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1905, όταν η τριανδρία της αντιπολίτευσης και 15 άλλοι επιφανείς πολιτευτές συνέταξαν και υπέγραψαν προκήρυξη, με την οποία ζητούσαν μεταβολή του συντάγματος της Κρητικής Πολιτείας. Η προκήρυξη αυτή είναι το πρώτο επίσημο επαναστατικό κείμενο, το προμήνυμα της επανάστασης του Θερίσου.
Όλοι πλέον είχαν πεισθεί ότι μια ένοπλη εξέγερση ήταν επί θύραις. Οι υπηρεσίες του Πρίγκιπα είχαν συγκεντρώσει πληροφορίες, ενώ η ενωμένη αντιπολίτευση άφηνε σκόπιμα να διαρρεύσει η πληροφορία ότι πιθανή ημέρα εξέγερσης θα ήταν η 14η Μαρτίου. Στο ενδιάμεσο διάστημα άρχισαν να συρρέουν με μεγάλη μυστικότητα ομάδες ενόπλων στο Θέρισο. Ο Βενιζέλος και οι συνεργάτες του είχαν επιλέξει το χωριό αυτό ως έδρα της επανάστασης, γιατί ήταν κοντά στα Χανιά και επίσης ήταν περιοχή δυσπρόσιτη, ένα φυσικό οχυρό. Οι επαναστάτες αιφνιδίασαν τον Ηγεμόνα και κήρυξαν την επανάσταση στις 10 Μαρτίου 1905.
Το πρωί της ημέρας εκείνης βρέθηκαν τοιχοκολλημένες στους δρόμους των Χανίων προκηρύξεις, που κήρυτταν την κατάργηση της αρμοστείας, καλούσαν το λαό σε συμπαράσταση, για να πραγματωθεί το όνειρο της ένωσης, και συνιστούσαν στη χωροφυλακή να μην υπακούει στις διαταγές του Πρίγκιπα. Παράλληλα, εκπρόσωποι των επαναστατών διασκορπίστηκαν σε όλη την Κρήτη, για να μεταδώσουν και να προπαγανδίσουν το επαναστατικό μήνυμα. Μέσα σε λίγες ημέρες ολόκληρη η Κρητική ύπαιθρος βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό.
Ψηφίσματα συμπαράστασης έφταναν από παντού, ενώ οι ισχυρότεροι παράγοντες του νησιού, ακόμη και πολιτικοί αντίπαλοι του Βενιζέλου, προσχώρησαν στην επανάσταση. Ο Βενιζέλος, που ήταν ο φυσικός αρχηγός του νέου αυτού επαναστατικού κινήματος, ανέλαβε να ενημερώσει το λαό και τους αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων, για τους λόγους και τους σκοπούς της επανάστασης.
Η Αντίδραση τον Πρίγκιπα
Η έκρηξη και η ταχύτατη επέκταση της επανάστασης καταθορύβησε, όπως ήταν φυσικό, όχι μόνο τον Πρίγκιπα και το περιβάλλον του, αλλά και την Ελληνική κυβέρνηση και τις Προστάτιδες Δυνάμεις. Ο Πρίγκιπας προχώρησε στη λήψη σπασμωδικών μέτρων. Με αυστηρή προειδοποίηση έδινε στους επαναστάτες προθεσμία 36 ωρών, να καταθέσουν τα όπλα. Όταν η προθεσμία αυτή παρήλθε, κήρυξε, με τη συγκατάθεση των Μεγάλων Δυνάμεων, το στρατιωτικό νόμο σε όλη την Κρήτη.
Η Κρητική Βουλή, που ενεργούσε κατά τις εντολές του αρμοστειακού περιβάλλοντος, αφού δεν υπήρχε αντιπολίτευση, ψήφισε το νόμο «Περί ιδρύσεως σώματος δημοφρουρών», οι οποίοι θα στήριζαν την έννομη τάξη. Αυτούς τους αποκαλούσαν οι επαναστάτες «ροπαλοφόρους». Στην Κρήτη υπήρχαν πια δύο κυβερνήσεις, του Αρμοστή στα Χανιά και των επαναστατών στο Θέρισο. Η διάσπαση ήταν πλήρης και η απειλή εμφύλιου πολέμου ήταν πλέον ορατή.
Το βασιλικό περιβάλλον στην Αθήνα ανησυχούσε για τις εξελίξεις στην Κρήτη και πίεζε την Ελληνική κυβέρνηση να καταδικάσει το κίνημα του Θερίσου. Ο πρωθυπουργός Δηλιγιάννης κάλεσε στις 12 Μαρτίου τους αντιπροσώπους του Αθηναϊκού τύπου και προέβη σε σκληρές δηλώσεις κατά του Βενιζέλου και των συνεργατών του. Εντούτοις, το κίνημα έβρισκε θετική ανταπόκριση στο κοινό αίσθημα και οι περισσότερες αθηναϊκές εφημερίδες το υποστήριζαν ανοιχτά.
Η Στάση των Μεγάλων Δυνάμεων και οι Διπλωματικοί Ελιγμοί του Ελ. Βενιζέλου
Οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν τήρησαν ενιαία στάση έναντι των επαναστατών. Οι περισσότερες ανέμεναν τις εξελίξεις και μόνο η Ρωσία υποστήριζε φανερά τον Πρίγκιπα. Ρωσικό πολεμικό κανονιοβόλησε επανειλημμένα τις θέσεις των επαναστατών στο Θέρισο, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Ο Βενιζέλος είχε σωστά εκτιμήσει τη διεθνή πολιτική και ήταν βέβαιος ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν αδύνατο να συμφωνήσουν στην τήρηση ενιαίας στάσης έναντι του κινήματος. Αρκούσε και μια μόνο διαφωνία, για να ματαιωθεί η συντονισμένη δράση των ξένων στρατευμάτων. Εξάλλου, οι Δυνάμεις δεν μπορούσαν να παραβλέψουν τον κίνδυνο εμφύλιου πολέμου, που θα γενικευόταν στην Κρήτη με αφορμή τη δική τους ανάμειξη.
Ο παλαίμαχος πολιτικός Ιωάννης Σφακιανάκης, σε πάνδημο συλλαλητήριο στο Ηράκλειο (21 Μαρτίου) μίλησε ανοικτά για την απαράδεκτη ξένη ανάμειξη και κάλεσε το λαό σε καθολική συμπαράσταση προς τους επαναστάτες. Στο μεταξύ, η επανάσταση είχε αποκτήσει ισχυρά ερείσματα σε όλη την Κρήτη. Οργανώθηκε «Προσωρινή Κυβέρνησες της Κρήτης» στο Θέρισο, με πρόεδρο τον Ελ. Βενιζέλο και υπουργούς τους Κ. Φούμη και Κ. Μάνο. Η κυβέρνηση προέβη στην έκδοση γραμματίων για εσωτερικό πατριωτικό δάνειο 100.000 δραχμών, οργάνωσε υπηρεσίες οικονομικών, συγκοινωνιών και διοίκησης, τύπωσε γραμματόσημα και εξέδιδε την εφημερίδα, «Το Θέρισo».
Η χωροφυλακή, που υποστήριζε τον Πρίγκιπα, δεν ήταν σε θέση να ελέγχει τα πράγματα, καθώς μάλιστα πολλοί χωροφύλακες αυτομόλησαν προς τους επαναστάτες. Η κρίση μετατοπίστηκε στο πεδίο της διπλωματίας και αναζητήθηκε πολιτική λύση. Οι αντιπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων, εκτιμώντας την κατάσταση που διαμορφώθηκε στο νησί, με φανερή την πτώση της δημοτικότητας του Πρίγκιπα, αλλά και με την καθολική σχεδόν αποδοχή των επαναστατικών ιδεών από το λαό, κινήθηκαν προς εξομάλυνση της κρίσης με διαπραγματεύσεις.
Ήταν αυτό ακριβώς που προέβλεψε ο Βενιζέλος, ότι ο επαναστατικός αγώνας τον οποίο ανέλαβε «απέδειξεν ότι η διπλωματία εις των ζητημάτων των υποδούλων λαών την λύσιν προβαίνει μόνον όταν ταύτα τίθενται προ αυτής υπό την οξυτάτην μορφήν της εθνικής εξεγέρσεως». Τα πρώτα υπομνήματα των επαναστατών προς τους εκπροσώπους των Δυνάμεων έθεταν ως ανυποχώρητη βάση συζήτησης το ενωτικό ζήτημα.
Νωρίς όμως κατέστη σαφές ότι οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις δεν ήταν ακόμη έτοιμες για τη λύση αυτή και ο Βενιζέλος, σταθμίζοντας πάντοτε την υφισταμένη κατάσταση, άρχισε να σχεδιάζει τις υποχωρήσεις του, για να εξασφαλίσει τα μεγαλύτερα δυνατά κέρδη. Στόχος του ήταν να δημιουργηθεί προς το παρόν και στην Κρήτη ένα καθεστώς ανάλογο με εκείνο της Ανατολικής Ρωμυλίας, ουσιαστικά ελεύθερο, με σκιώδη σουλτανική επικυριαρχία.
Το Τέλος της Επανάστασης του Θερίσου και ο Θρίαμβος της Πολιτικής του Ελ. Βενιζέλου
Η επιμονή των επαναστατών στον ένοπλο αγώνα και η παράταση της έκρυθμης κατάστασης, που απειλούσε με κατάρρευση την οικονομική και πολιτική υπόσταση της Κρήτης, ανάγκασε τις Προστάτιδες Δυνάμεις να αποστείλουν αυστηρό τελεσίγραφο προς τους επαναστάτες στις 2 Ιουλίου 1905. Οι Γενικοί Πρόξενοι των Δυνάμεων, οι οποίοι υπέγραψαν αυτήν τη διακοίνωση, καθιστούσαν σαφές ότι δεν μπορούσαν να μεταβάλουν το πολιτικό καθεστώς του νησιού. Διαβεβαίωναν όμως ότι θα επιφέρουν ουσιώδεις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, που θα βελτίωναν θεαματικά την κατάσταση, υπό το ρητό όρο ότι εντός 15 ημερών οι επαναστάτες όφειλαν να καταθέσουν τα όπλα, με παράλληλη χορήγηση γενικής αμνηστίας.
Οι διαπραγματεύσεις ήταν σκληρές και διήρκεσαν όλο το καλοκαίρι του 1905. Η τελική συμφωνία υπογράφηκε από τον Ελ. Βενιζέλο στις 2 Νοεμβρίου 1905 στο μοναστήρι των Μουρνιών Κυδωνιάς. Εξασφαλίστηκε γενική αμνηστία και οι Μ. Δυνάμεις δεσμεύτηκαν να επεξεργαστούν ένα χάρτη νέων παραχωρήσεων στον κρητικό λαό, αρνούμενες πάντως να επιτρέψουν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Το κίνημα του Θερίσου δεν πέτυχε πλήρως τους στόχους του, αλλά έδωσε νέα ισχυρή ώθηση στο Κρητικό Ζήτημα και προκάλεσε θετικές εξελίξεις.
Διεθνής Επιτροπή που ήλθε στην Κρήτη το Φεβρουάριο 1906, ανέλαβε να εξετάσει την κατάσταση και τους όρους λειτουργίας του αρμοστειακού καθεστώτος και να υποβάλει σχετική έκθεση. Έπειτα από μακρότατες και επίπονες διαβουλεύσεις με τον Ελ. Βενιζέλο και με την Ελληνική Κυβέρνηση, οι Μεγάλες Δυνάμεις κατέληξαν σε μια νέα ρύθμιση του Κρητικού Ζητήματος. Το οριστικό κείμενο των μεταρρυθμίσεων προέβλεπε την οργάνωση Κρητικής Χωροφυλακής με εντελώς νέο σχήμα, την ίδρυση Κρητικής Πολιτοφυλακής, με Έλληνες αξιωματικούς που προηγουμένως θα παραιτούνταν από τον ελληνικό στρατό, και την ανάκληση των ξένων στρατευμάτων, μετά την αποκατάσταση της εσωτερικής γαλήνης στην Κρήτη.
Η πολιτική του Βενιζέλου είχε θριαμβεύσει. Αμέσως έπειτα συγκροτήθηκε η Β' Συντακτική Συνέλευση, για την εκπόνηση νέου συντάγματος, και η πρώτη πράξη της ήταν η έκδοση ενωτικού ψηφίσματος, μέσα σε ατμόσφαιρα συμφιλίωσης και εθνικής έξαρσης. Με νέα απόφασή τους οι Δυνάμεις παραχωρούσαν στο βασιλιά των Ελλήνων Γεώργιο Α' το δικαίωμα να διορίζει εκείνος τον Ύπατο Αρμοστή της Κρήτης (14 Αυγούστου 1906). Το νησί είχε ουσιαστικά καταστεί μια ιδιότυπη Ελληνική επαρχία.
Μετά τις εξελίξεις αυτές, ο Πρίγκιπας Γεώργιος δεν μπορούσε πια να παραμένει στην Αρμοστεία της Κρήτης. Παρά τις επίμονες παρακλήσεις των αντιβενιζελικών φίλων του, εκείνος υπέβαλε την παραίτησή του (12 Σεπτεμβρίου 1906) και αναχώρησε από την Κρήτη. Ο βασιλιάς της Ελλάδας Γεώργιος Α' υπέδειξε ως νέο Ύπατο Αρμοστή τον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Το Κρητικό Ζήτημα είχε πλέον εισέλθει στη φάση της οριστικής του επίλυσης.
Η Αρμοστεία του Αλέξανδρου Ζαΐμη (1906 - 1908)
Ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, έμπειρος πολιτικός, πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας και μετέπειτα Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, ανέλαβε τα καθήκοντα του στις 18 Σεπτεμβρίου 1906. Η πολιτική ομαλότητα επανήλθε στην ταραγμένη Κρήτη και μια νέα περίοδος δημιουργίας εγκαινιάστηκε. Η οικονομία βελτιώθηκε, η δημόσια διοίκηση αναδιοργανώθηκε και καταβλήθηκε ιδιαίτερη φροντίδα για την οργάνωση της δημόσιας υγείας και της παιδείας. Το πιο σημαντικό είναι ότι οργανώθηκε για πρώτη φορά η Πολιτοφυλακή της Κρήτης, δηλαδή ο πρώτος στρατός του νησιού (1907), που εξελίχθηκε σε αξιόλογη δύναμη, όπως φάνηκε αργότερα στους Βαλκανικούς πολέμους 1912 - 1913.
Η παρουσία των ξένων στρατευμάτων κατέστη πλέον περιττή και οι Μ. Δυνάμεις αποφάσισαν να εκκενώσουν την Κρήτη μέσα σε ένα χρόνο, με μόνη εγγύηση την ασφάλεια των Μουσουλμάνων της νήσου. Ένα ευχαριστήριο Ψήφισμα της Κρητικής Βουλής (21 Μαΐου 1908) προς τις Μ. Δυνάμεις ήταν η επίσημη πολιτική πράξη της χειραφέτησης της Κρήτης από την προστασία των Μ. Δυνάμεων. Το νησί έπρεπε πλέον να κινείται με τις δικές του δυνάμεις στη διαχείριση του Κρητικού Ζητήματος.
Η Κατάλυση της Αρμοστείας στην Κρήτη - Το Πρώτο Ενωτικό Ψήφισμα των Κρητών
Δύο μεγάλα εξωτερικά γεγονότα ήρθαν να ταράξουν πάλι την πορεία των Κρητικών πραγμάτων: η προσάρτηση της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης από την Αυστρία και η ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε βασίλειο, με ταυτόχρονη προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας. Η Ελληνική κυβέρνηση του Γ. Θεοτόκη υπέδειξε στους Κρήτες την ανάγκη λαϊκών κινητοποιήσεων, για την κήρυξη της ένωσης με την Ελλάδα. Σε λαϊκή συγκέντρωση στα Χανιά εγκρίθηκε ομόφωνα το πρώτο ψήφισμα της ένωσης και η Κρητική Κυβέρνηση εξέδωσε με τη σειρά της επίσημο Ψήφισμα (24 Σεπτεμβρίου 1908).
Για την επίσημη έναρξη της νέας περιόδου της πολιτικής ζωής στην Κρήτη, σχηματίστηκε προσωρινή διακομματική Κυβέρνηση. Η Ελληνική Κυβέρνηση, για να μην προκαλέσει διεθνείς περιπλοκές με την αντίδραση της Τουρκίας, απέφυγε να αναγνωρίσει επίσημα την ένωση και περιορίστηκε σε παρασκηνιακές οδηγίες στη νέα Προσωρινή Κυβέρνηση της Κρήτης.
Τα Γεγονότα των Ετών (1909 - 1913)
Παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της Τουρκίας, οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν αντέδρασαν δυναμικά και φάνηκαν να αποδέχονται σιωπηρά τις νέες εξελίξεις. Δεν προχώρησαν όμως σε καμιά επίσημη αναίρεση του πολιτικού καθεστώτος, όπως το είχαν υπογράψει το 1898. Όταν όμως υψώθηκε στο φρούριο του Φιρκά η Ελληνική σημαία, οι Μ. Δυνάμεις απαίτησαν αμέσως την υποστολή της. Η Κυβέρνηση της Κρήτης δεν υπάκουσε και παραιτήθηκε. Και καθώς δεν βρέθηκε Κρητικός να υποστείλει την Ελληνική σημαία, οι Μ. Δυνάμεις αποβίβασαν στρατιωτικό άγημα, το οποίο απέκοψε τον ιστό της.
Το πολιτικό κενό στη διακυβέρνηση της Κρήτης μετά την παραίτηση της Προσωρινής Κυβέρνησης καλύφθηκε με προσωρινά κυβερνητικά σχήματα, έως τις εκλογές του Μαρτίου 1910. Το κόμμα του Ελ. Βενιζέλου πλειοψήφησε και σχημάτισε κυβέρνηση δύο μήνες αργότερα (17 Μαΐου 1910). Για το Κρητικό Ζήτημα άνοιγε μια νέα περίοδος, κατά την οποία ο κύριος διαχειριστής του ήταν ο Ελ. Βενιζέλος, που είχε οριστικά επιβληθεί ως η κορυφαία πολιτική προσωπικότητα στην Κρήτη.
Η Μετάκληση του Βενιζέλου στην Αθήνα και οι Επιπτώσεις στο Κρητικό Ζήτημα
Λίγους μήνες μετά την ανάληψη της προεδρίας της Κρητικής Κυβέρνησης από τον Ελ. Βενιζέλο, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος που έλεγχε τα Ελληνικά πολιτικά πράγματα μετά την επανάσταση στο Γουδί (1909), τον κάλεσε στην Αθήνα να αναλάβει την πρωθυπουργία της Ελλάδας (Σεπτέμβριος 1910). Η εξέλιξη αυτή δημιούργησε στους Κρήτες αμφιθυμικά αισθήματα. Οι περισσότεροι εξέφραζαν φόβους για την απουσία ενός ανδρός, που γνώριζε περισσότερο από κάθε άλλο να κινείται στους λαβύρινθους της Ευρωπαϊκής διπλωματίας και να σώζει τις εθνικές υποθέσεις σε κρίσιμες περιστάσεις, ενώ άλλοι πίστευαν ότι από τη νέα θέση του θα μπορούσε να λύσει το Κρητικό Ζήτημα ταχύτερα και ασφαλέστερα.
Αλλά ο Βενιζέλος, ως πρωθυπουργός της Ελλάδας, με το οξύτατο πολιτικό του αισθητήριο γνώριζε ότι δεν είχε φτάσει ακόμη το πλήρωμα του χρόνου. Στις επίμονες παρακλήσεις των συμπατριωτών του Κρητών απαντούσε αρνητικά και φαινόταν δυσάρεστος. Η σταθερή άρνησή του να επιτρέψει την είσοδο Κρητών βουλευτών στο ελληνικό κοινοβούλιο προκάλεσε στην Κρήτη ισχυρές αντιδράσεις. Αναταραχή εκδηλώθηκε στα τέλη του 1911 και συγκροτήθηκε πάλι στο νησί Επαναστατική Συνέλευση (3 Ιανουαρίου 1912), ενώ άρχισαν να οργανώνονται και ένοπλα τμήματα.
Η Οριστική Λύση του Κρητικού Ζητήματος
Εκείνο που δεν είχε κατορθώσει να λύσει η διπλωματία, το έλυσε ο πόλεμος. Ευθύς μετά την έκρηξη των Βαλκανικών πολέμων (Οκτώβριος 1912) οι πύλες του Ελληνικού Κοινοβουλίου άνοιξαν για τους Κρήτες βουλευτές, που έγιναν δεκτοί με εκδηλώσεις απερίγραπτου πατριωτικού ενθουσιασμού. Ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων ανέγνωσε Ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο «η Ελλάς αποδέχεται όπως του λοιπού ενυπάρχη κοινόν Κοινοβούλιον δια το ελεύθερον Βασίλειον και διά την νήσον Κρήτην». Αλλά ο Βενιζέλος δεν προχώρησε περισσότερο, για να μη διαταράξει τις σχέσεις του με τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις, εν όψει και του πολέμου που είχε αρχίσει.
Αρκέστηκε να αποστείλει στην Κρήτη ως Γενικό Διοικητή το φίλο του Στέφανο Δραγούμη, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 12 Οκτωβρίου 1912. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ταχύτατα, καθώς ήταν πλέον ορατή η ήττα της Τουρκίας. Στην πράξη η ένωση είχε συντελεστεί και απλώς έμενε η επικύρωσή της με την υπογραφή μιας διεθνούς συνθήκης. Στις 14 Φεβρουαρίου 1913 αφαιρέθηκαν από το φρούριο της Σούδας οι σημαίες των Μ. Δυνάμεων και της Τουρκίας. Όλα τα σύμβολα της τουρκικής επικυριαρχίας, αλλά και της κηδεμονίας των Μ. Δυνάμεων, είχαν πλέον εξαφανιστεί από την Κρήτη. Η ευτυχής για την Ελλάδα έκβαση των Βαλκανικών πολέμων έδωσε και στο Κρητικό Ζήτημα την οριστική λύση του.
Με το άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) ο σουλτάνος παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματά του στην Κρήτη, την οποία παραχωρούσε στις Μ. Δυνάμεις της Ευρώπης. Με ιδιαίτερη συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας (14 Νοεμβρίου 1913) ο σουλτάνος παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμά του στην Κρήτη, η οποία έτσι εντάχθηκε στην Ελληνική επικράτεια ως οργανικό και αναπόσπαστο τμήμα της. Οι Μ. Δυνάμεις αποδέχθηκαν σιωπηρά τη λύση αυτή, δηλώνοντας απλώς ότι έλαβαν γνώση των ενεργειών της Ελληνικής κυβέρνησης.
Ένα μήνα αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου 1913, κηρύχθηκε και επίσημα η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, με την παρουσία τού τότε βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Η Ελληνική σημαία υψώθηκε στο ιστορικό φρούριο του Φιρκά και, στη θέση, όπου άλλοτε κυμάτιζε η Τουρκική σημαία, στήθηκε μαρμάρινη επιγραφή, που έγραφε:
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΕΝΩΣΗ
H ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Επίλογος
Κατά την επανάσταση του 1821-1830 οι Κρήτες αγωνίστηκαν σκληρά, όπως και οι λοιποί Έλληνες, εν τούτοις είδαν με πόνο απερίγραπτο να μην συμπεριλαμβάνονται στα όρια του ελεύθερου κράτους, όπως αυτά καθορίστηκαν από το πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830. Και αυτό γιατί έτσι θέλησε η Ευρωπαϊκή διπλωματία και κυρίως η Αγγλία. Η Αγγλική εξωτερική πολιτική δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι κάποια στιγμή δεν ήταν εύκολο γι’ αυτήν, ή ακόμη χειρότερο, αδύνατο, να χρησιμοποιεί ο στόλος της το λιμάνι της Σούδας.
Ο στόχος αυτός συνδυαζόταν με το έτερο δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως ανάχωμα στην πάγια επιδίωξη της Ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, ήδη από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου, της καθόδου δηλαδή της Ρωσίας στη ζεστή θάλασσα, το Αιγαίο. Και δεν εναντιώθηκε μόνο το 1830 η Ευρωπαϊκή διπλωματία στην ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, αλλά πάντοτε όταν οι Κρήτες επαναστατούσαν κατά της Τουρκικής κυριαρχίας για τον ίδιο σκοπό. Τούτο έγινε το 1841, το 1858, στη γιγαντομαχία του 1866 - 1868, το 1878, το 1889.
Παράλληλα η προπαγάνδα των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων προσπάθησε να καλλιεργήσει στους Κρήτες, κυρίως στους εξέχοντες, μίαν αντίληψη αυτονομίας και ανεξαρτησίας από την υπόλοιπη Ελλάδα. Αντίληψη που βρήκε ευήκοα ώτα και που δημιούργησε πολλά προβλήματα κατά την επανάσταση του 1866. Στην πλειονότητά τους όμως οι Κρήτες απέκρουσαν μια τέτοια λύση.
Την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα το κρητικό ζήτημα αποκτά οξύτητα εξαιτίας του «Ανατολικού Ζητήματος». Η Αγγλία θεωρεί την Κρήτη εκ των ων ουκ άνευ για την θαλάσσια οδό προς τις Ινδίες.
Το 1895 ξεκινά μία νέα επανάσταση, η λεγόμενη μεταπολιτευτική με επικεφαλής τον Μανούσο Κούνδουρο. Ο Κούνδουρος γνωρίζοντας τις διπλωματικές επιδιώξεις των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων θεωρούσε την αυτονομία της Κρήτης ως πρώτο βήμα για την ένωση της με την Ελλάδα.
Η Ελληνική εξωτερική πολιτική ήταν αντίθετη σε κάθε αυτονομιστική κίνηση, γιατί πίστευε ότι υπήρχε ο κίνδυνος να περιέλθει η Κρήτη σε κάποια ξένη δύναμη, οπότε θα χανόταν οριστικά για την Ελλάδα. Οι Τούρκοι προέβησαν σε σφαγές και βιαιότητες που προκάλεσαν την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Τελικά επεβλήθη νέος Οργανισμός που έγινε αποδεκτός από την επαναστατική επιτροπή. Η Τουρκική διοίκηση όμως αμέσως άρχισε να υπονομεύει το νέον Οργανισμό με φόνους και βιοπραγίες. Οι Μεγάλες Δυνάμεις από την άλλη μεριά προσπαθούν να αποτρέψουν την επέκταση των ταραχών και η Ελληνική κυβέρνηση από την άλλη στέλνει πολεμικά πλοία υπό την αρχηγία του πρίγκιπα Γεωργίου για να εμποδίσουν τη μεταφορά του Τουρκικού στρατού στο νησί. Την 1η Φεβρουαρίου 1897 φτάνει στην Κρήτη ο συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος, ο οποίος στο όνομα του βασιλιά της Ελλάδας Γεωργίου του Α' καταλαμβάνει την Κρήτη και κηρύσσει την Ένωσή της με την Ελλάδα. Σκληρές μάχες διεξάγονται.
Τα πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων χωρίς οίκτο κανονιοβολούν ανελέητα στις 7 Φεβρουαρίου 1897 το επαναστατικό στρατόπεδο που είχε οργανώσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος στο ακρωτήρι Χανίων. Πράξη που ξεσήκωσε την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη υπέρ των Κρητών. Το Μάρτιο του 1897 οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις αποβιβάζουν στη μεγαλόνησο στρατό και την καταλαμβάνουν. Στα Χανιά οι Ιταλοί στο Ρέθυμνο οι Ρώσοι στο Ηράκλειο οι Άγγλοι και στο Λασίθι οι Γάλλοι. Προτείνουν δε ως λύση την αυτονομία της Κρήτης υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Πρόταση που οι Κρήτες δεν αποδέχτηκαν καταρχήν όπως και η Ελληνική κυβέρνηση.
Ο ατυχής όμως για την Ελλάδα Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 (8 Απριλίου - 8 Μαΐου) αναγκάζει την Ελλάδα να ανακαλέσει τις δυνάμεις της από την Κρήτη. Οι Κρήτες βλέπουν και πάλι το όνειρό τους για την Ένωση να σβήνει. Μετά από τρεις συνελεύσεις -Αρμένοι Αποκορώνου, Αρχάνες και Μελιδόνι Μυλοποτάμου 16 Οκτωβρίου 1897- αποδέχονται τη λύση της αυτονομίας που προτείνουν οι Ευρωπαίοι. Στις 9 Δεκεμβρίου 1898 αποβιβάζεται στο νησί ο ύπατος αρμοστής των Δυνάμεων, πρίγκιπας Γεώργιος, δευτερότοκος υιός του βασιλιά Γεωργίου.Οι Κρήτες τον υποδέχονται με άκρατο ενθουσιασμό και εκλαμβάνουν την παρουσία του στο νησί ως έναν αρραβώνα για την Ένωση.
Πολύ γρήγορα όμως οι ελπίδες τους διαψεύδονται. Οι Δυνάμεις ούτε για μια στιγμή δεν αφήνουν περιθώρια για μία τέτοια λύση και στην επίσημη διακοίνωσή τους στο αίτημα του πρίγκιπα για Ένωση δηλώνουν ότι αυτό είναι αδύνατο (Φεβρουάριος 1901). Ο Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος διαφώνησε με την πολιτική που ακολουθούσε ο πρίγκιπας για να επιτευχθεί η ένωση. Ο πρίγκιπας στήριζε τις ελπίδες του στους συγγενικούς δεσμούς που είχε με τους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης. Αντίθετα ο Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος είχε την άποψη ότι η πορεία προς την Ένωση έπρεπε να είναι σταδιακή.
Είχε την απόλυτη βεβαιότητα ότι η άμεση επίτευξη της ένωσης ήταν αδύνατη, διότι γνώριζε ποιες ήταν οι μακροπρόθεσμες επιδιώξεις των δυνάμεων. Πίστευε και υποστήριζε ότι έπρεπε πρώτα να ολοκληρωθεί η αυτονομία. Να αποκτήσει η Κρήτη δικιά της πολιτοφυλακή. Να απαλλαγεί από τα ξένα στρατεύματα και να εκλέγει ο κρητικός λαός τον κυβερνήτη του. Ο Βενιζέλος απολύθηκε από την Κρητική Κυβέρνηση (Μάρτιος 1901) και συκοφαντήθηκε στην Κρήτη και στην Ελλάδα ότι είναι ανθενωτικός και ότι επιθυμεί η Κρήτη να ανακηρυχθεί σε ηγεμονία.Η οξύτατη αυτή πολιτική κρίση οδήγησε τελικά σε ένοπλο αγώνα, στο κίνημα του Θερίσου, 10 Μαρτίου 1905.
Ο ένοπλος αγώνας κράτησε ως το Νοέμβριο του 1905. Οι Δυνάμεις χορήγησαν αμνηστία και δέχτηκαν να κατέλθει στην Κρήτη μία επιτροπή να ερευνήσει επιτόπου την κατάσταση και να προτείνει λύσεις. Η επιτροπή στις 30 Μαρτίου 1906 υποβάλλει στις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις την έκθεσή της στην οποία μεταξύ των άλλων σημειώνει ''Το μόνο φάρμακο στην επικίνδυνη σημερινή κατάσταση είναι η ένωση της Κρήτης με το βασίλειο της Ελλάδος''. Παράλληλα αναγνωρίστηκε στο βασιλιά της Ελλάδας το δικαίωμα να προτείνει αυτός στις Δυνάμεις τον ύπατο αρμοστή. Ύπατος αρμοστής διορίστηκε ο έμπειρος και μετριοπαθής πολιτικός Αλέξανδρος Ζαΐμης, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του το Σεπτέμβριο του 1906.
Προηγουμένως η Συντακτική Συνέλευση που προήλθε από τις εκλογές του Μαΐου 1906 είχε κηρύξεις και αυτή την Ένωση της Κρήτης. Τον Ιούλιο του 1908 άρχισε η αποχώρηση των ξένων στρατιωτικών αγημάτων με προοπτική να ολοκληρωθεί μετά από ένα έτος. Παράλληλα είχε οργανωθεί η Κρητική πολιτοφυλακή. Έτσι σιγά - σιγά το αυτόνομο καθεστώς της Κρήτης αποδεσμευόταν από τον έλεγχο των Μεγάλων Δυνάμεων, πράγμα που προοιωνιζόταν ότι ο Κρητικός λαός, όταν η συγκυρία θα ήταν ευνοϊκή θα μπορούσε να επιβάλει τη θέλησή του. Τον Ιούνιο του 1908 ξεσπά στην Μακεδονία το κίνημα των Νεοτούρκων.
Ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει το Τουρκικό Σύνταγμα. Οι υπόδουλοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία λαοί πανηγύρισαν διότι πίστεψαν ότι αρχίζει γι’ αυτούς μια νέα ελπιδοφόρα περίοδος.Η Βουλγαρία έσπευσε να ανακηρύξει την ανεξαρτησία της από την Τουρκική επικυριαρχία και η Αυστρία να προσαρτήσει τις επαρχίες Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Οι Κρήτες απογοητευμένοι από την παρελκυστική πολιτική των Δυνάμεων θεώρησαν την κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά το κίνημα των Νεοτούρκων ως μία κατάλληλη ευκαιρία να κηρύξουν την Ένωση.
Έτσι στις 24 Σεπτεμβρίου 1908 η Κυβέρνηση της Κρήτης εξέδωσε ψήφισμα με το οποίο κήρυξε την ένωση της Κρήτης.Παράλληλα την ίδια ημέρα έγιναν συλλαλητήρια στα Χανιά και στις άλλες κρητικές πόλεις καθώς και σε όλους τους Δήμους της Κρήτης κατά τα οποία ο λαός κηρύσσει την ανεξαρτησία της Κρήτης και την ένωσή της με την Ελλάδα. Παράλληλα την ίδια ημέρα έγιναν συλλαλητήρια στα Χανιά και στις άλλες Κρητικές πόλεις καθώς και σε όλους τους Δήμους της Κρήτης κατά τα οποία ο λαός κηρύσσει την ανεξαρτησία της Κρήτης και την ένωσή της με την Ελλάδα.
Οι Νεότουρκοι όμως αντέδρασαν δυναμικά, επιθυμώντας την πρώτη διπλωματική επιτυχία τους, εκτιμώντας ότι ούτε οι Δυνάμεις επιθυμούσαν διακαώς την Ένωση. Έτσι οι Δυνάμεις στη διακοίνωσή τους προς την Τουρκία τον Ιανουάριο του 1909 υπογράμμιζαν ότι για να πραγματοποιηθεί η Ένωση απαιτείται πάντοτε η σύμφωνη γνώμη της Πύλης. Τον Ιούλιο του 1909 φεύγει από την Κρήτη και ο τελευταίος Ευρωπαίος στρατιώτης. Η Ευρωπαϊκή αυτή χειρονομία, στην ουσία της συμβολική, αναπτέρωσε το ηθικό των Κρητών. Δυστυχώς η διεθνής συγκυρία και η πλήρης αδυναμία της Ελλάδας να επιβάλει τη θέλησή της δεν ευνοούσαν την ενωτική λύση.
Τον επόμενο μήνα, 4 Αυγούστου 1909, οι Δυνάμεις ζητούν από την Εκτελεστική Επιτροπή να κατεβάσει από όλα τα δημόσια κτίρια την Ελληνική σημαία και η Τουρκική κυβέρνηση απαιτεί από την Ελληνική να αποδοκιμάσει την Ένωση, απειλώντας διακοπή διπλωματικών σχέσεων, πράγμα που υποχρέωσε την Αθήνα να ζητήσει την παρέμβαση των Δυνάμεων, οι οποίες στις 18 Αυγούστου 1909 κατέβασαν βιαίως την Ελληνική σημαία από το φρούριο του Φιρκά Χανίων. Δυστυχώς πέρα από τη θέληση του Κρητικού λαού υπήρχαν τα Ευρωπαϊκά συμφέροντα που στη δεδομένη χρονική στιγμή δεν επέτρεπαν τη δικαίωση των εθνικών πόθων των Κρητών.
Στις 15 Αυγούστου 1909 ξεσπά στην Ελλάδα τι κίνημα στο Γουδί. Το Κρητικό ζήτημα πλεγμένο στη δίνη των Ευρωπαϊκών συμφερόντων έθετε στην Κρητική πολιτική ηγεσία το ερώτημα: εμμονή στην πραξικοπηματική επιβολή της Ένωσης ή συνεννόηση με τις Δυνάμεις. Ο Βενιζέλος έκλινε με τη δεύτερη άποψη. Τον Αύγουστο του 1910 ο Ελευθέριος Βενιζέλος αφήνει το νησί και αρχίζει την ενεργό πολιτική δράση του στην Ελλάδα. Είχε πια εδραία πεποίθηση, ότι το Κρητικό ζήτημα θα λυθεί και οι πόθοι του Κρητικού λαού θα εκπληρωθούν μόνο τότε όταν η Ελλάδα θα ήταν σε θέση να επιβάλει την Ένωση με στρατιωτικά μέσα.
Έτσι από τη στιγμή που ανέλαβε την Ελληνική κυβέρνηση αμέσως ξεκίνησε τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Το Μάρτιο του 1912 διεξήχθησαν εκλογές στην ελεύθερη Ελλάδα και την αυτόνομη Κρήτη. Μία αντιπροσωπεία από Κρήτες βουλευτές αποφασίζουν να έλθει στην Ελληνική πρωτεύουσα και να συμμετάσχουν στις εργασιές του Ελληνικού κοινοβουλίου. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να ματαιώσει μία τέτοια απόφαση. Γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον ποιες συνέπειες για το εθνικό θέμα μπορούσε να έχει μια τέτοια πράξη.
Θα έδινε αφορμή στην Τουρκία να απειλήσει πόλεμο κατά της Ελλάδας ή ακόμη ανακατοχή της Κρήτης, ενώ η Ελλάδα δε είχε ολοκληρώσει τις στρατιωτικές προετοιμασίες της. Όταν το πράγμα έφτασε στα άκρα ο Βενιζέλος δεν δίστασε να λάβει βίαια μέτρα για να εμποδίσει την είσοδο των Κρητών βουλευτών στην Ελληνική Βουλή. Για να εκτονωθεί η κατάσταση διέκοψε τις εργασίες της Βουλής για τον Οκτώβριο 1912. Στις 5 Οκτωβρίου 1912 ξεκινά ο Α' Βαλκανικός πόλεμος. Τα Βαλκανικά κράτη Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο και Βουλγαρία κήρυξαν τον πόλεμο στην Τουρκία, παρά τις συντονισμένες και επίμονες προσπάθειες της Ευρωπαϊκής διπλωματίας να τον αποτρέψει .
Με την έναρξη του πολέμου και τις πρώτες νίκες των Ελληνικών όπλων οι πόρτες του Ελληνικού κοινοβουλίου άνοιξαν και υποδέχθηκαν τους Κρήτες Βουλευτές. Στις 11 Οκτωβρίου 1912 υπογράφεται Βασιλικό Διάταγμα με το οποίο ο Στέφανος Δραγούμης διορίστηκε Γενικός Διοικητής της Κρήτης. Με την πράξη αυτή de facto η Κρήτη έγινε τμήμα του Ελληνικού Κράτους δηλ. de facto συντελέστηκε η Ένωση. H de june ένωση, από άποψη διεθνούς δικαίου, συντελέστηκε με τη συνθήκη του Λονδίνου στις 17 Μαΐου 1913 μεταξύ της Τουρκίας και των εμπόλεμων βαλκανικών κρατών. Με το άρθρο 4 της συνθήκης:
''Η Αυτού μεγαλειότης, ο Αυτοκράτωρ των Οθωμανών δηλοί ότι εκχωρεί εις τας Αυτών μεγαλειότητας τους συμμάχους ηγεμόνας την νήσον Κρήτην και ότι παραιτείται υπέρ αυτών πάντων των ων εκέκτητο επί της νήσου ταύτης κυριαρχικών και άλλων δικαιωμάτων''.
Αργότερα με την κύρωση της Ελληνοτουρκικής συνθήκης ειρήνης του Νοεμβρίου του 1913 ( νόμος 4213 της 11 / 14 Νοεμβρίου 1913) η Κρήτη περιήλθε οριστικά στην Ελλάδα, όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στη βουλή, ''Η Ελληνική Κυβέρνησις ανέμενε δια την προσάρτησιν την επικύρωσιν της συνθήκης των Αθηνών, ήτις προεπιβεβαιούσα την συνθήκην του Λονδίνου, αποτελεί και την τελευταίαν λέξην επι του ζητήματος τούτου, μόνον με την συνθήκην των Αθηνών, κυρούσαν τα πρωκαταρτικώς συνομολογηθέντα εν Λονδίνω, εκλείπει κάθε ίχνος Τουρκικής επικυριαρχίας επί της νήσου''.
Την Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 1913 ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος κατήλθαν στα Χανιά και ύψωσαν την Ελληνική σημαία στο φρούριο Φιρκά, στο λιμάνι των Χανίων. Με την συμβολική αυτή πράξη επισημοποιήθηκε η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
Το Κρητικό ζήτημα, αναπόσπαστο μέρος και συχνά σημείο αιχμής του όλου Ανατολικού ζητήματος στην ευρύτερη διάρκεια του ΙΘ' αιώνα, προσέγγισε στην τελική λύση του, όταν το 1897 τα μέλη της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας -οι έξι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής- επέβαλαν στην Τουρκία, να εκχωρήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, διατηρώντας την ψιλή μόνο επικυριαρχία και εγγυήθηκαν συλλογικά την εφαρμογή καθεστώτος αυτόνομου, υπό την προστασία τους, ορίζοντας ως ύπατο αρμοστή το δευτερότοκο γιο του βασιλέα των Ελλήνων. Στη βασική σύσταση του, το καθεστώς της αυτονομίας χαρακτηριζόταν από την πολλαπλότητα και, συχνά, τη σύγχυση στον καθορισμό της λειτουργίας των κύριων θεσμικών οργάνων του, μονομερών και συλλογικών, τοπικών και διεθνών...
Στο ίδιο πρόσωπο του ύπατου αρμοστή, συνεκτικού δεσμού με το εθνικό κέντρο, συγκρουόταν η ιδιότητα του εντολοδόχου του Κρητικού λαού και του εκπροσώπου των Προστατριών Δυνάμεων, του φορέα δηλαδή εθνικών διεκδικήσεων και του εγγυητή διεθνών δεσμεύσεων. Οι μοιραίες αυτές αντιφάσεις και οι αναπόφευκτες δυσλειτουργίες στο επίπεδο των θεσμών έμελλε να συναρτηθούν και με βαθύτερες εγγενείς αδυναμίες με έκδηλο τον αντίκτυπο στο πεδίο της διοικητικής οργάνωσης και της παραγωγικής ανάπτυξης. Υπό τις συνθήκες, αυτές, εντεινόταν η αίσθηση της προσωρινότητας και η εμμονή των κατοίκων της Μεγαλονήσου στην άμεση ικανοποίηση του ενωτικού αιτήματος.
Με το όνομα Κρητικό Ζήτημα αναφέρονταν όλα τα γεγονότα που αφορούσαν την Κρήτη και τον αγώνα της για την ανεξαρτητοποίηση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1830 μέχρι το 1913. Στην Ιστορία της Ευρώπης και ειδικότερα της διπλωματικής ιστορίας της, το λεγόμενο Κρητικό Ζήτημα απετέλεσε μέρος του γενικότερου Ανατολικού Ζητήματος, το οποίο πρωτοεμφανίσθηκε ως ιδιαίτερο πρόβλημα αμέσως μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, δηλαδή περί το 1830, όταν και προσδιορίστηκαν τα σύνορα του νεοπαγούς Βασιλείου της Ελλάδος χωρίς να συμπεριλαμβάνουν τη μεγαλόνησο Κρήτη, παρά τη συμμετοχή της στους αγώνες αλλά και τις θυσίες που είχε υποστεί κατά τον μεγάλο ξεσηκωμό.
Έτσι στην έννοια του όρου Κρητικό Ζήτημα περιλαμβάνονται όλα τα γεγονότα που συνέβησαν και αφορούσαν τον Κρητικό λαό, από την παραπάνω χρονολογία μέχρι την προσάρτηση - Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Στα γεγονότα αυτά περιλαμβάνονται στάσεις και επαναστάσεις, διεθνείς συνεννοήσεις και παρεμβάσεις, ακόμα και ένοπλες εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων αλλά και στρατιωτικές επεμβάσεις που έφθασαν και σε πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία όμως και κατέληξε στη δημιουργία ημιαυτόνομης πολιτείας, της επιλεγόμενης Κρητικής Πολιτείας το 1896, με την ευνοϊκή κατάληξη την ενσωμάτωση της Κρήτης στην Ελλάδα, στη λήξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.
Το Μάιο του 1913, η Κρήτη παραχωρήθηκε στην Ελλάδα με τη Συνθήκη του Λονδίνου. Η ένωση έγινε με επίσημη τελετή στο φρούριο Φιρκά των Χανίων την 1 Δεκεμβρίου 1913. Σημειώνεται ότι η ιστορία του Κρητικού Ζητήματος με τις διάφορες κατά καιρούς προσπάθειες επίλυσής του αποτελεί σπουδαίο κεφάλαιο της διπλωματικής ιστορίας καθώς και στη καθιέρωση πολλών θεμάτων που αποτέλεσαν βασικά σημεία εξέλιξης του Διεθνούς Δικαίου.
ΕΥΑΙΣΘΗΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ
Η αρνητική εντούτοις αυτή συγκυρία, ενωρίς έκδηλη, δεν έμελλε να οδηγήσει τις Προστάτριες Δυνάμεις στην επαναθεώρηση του καθεστώτος της αυτονομίας. Το Κρητικό ζήτημα παρέμενε αναπόσπαστα δεδομένο με το περίπλοκο Ανατολικό ζήτημα, ενταγμένο ακόμη στο δίκτυο και της ευαίσθητης Μεσογειακής ισορροπίας. Η στρατηγική θέση του νησιού, ιδιαίτερα το λιμάνι της Σούδας, δεν είχε παύσει να κεντρίζει το ενδιαφέρον, τόσο των ισχυρών δυτικών ναυτικών δυνάμεων όσο και αυτών των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, και ακόμη περισσότερο της Ρωσίας.
Ανταγωνιστικές πιέσεις και αλληλοσυγκρουόμενες βλέψεις και συμφέροντα συνέχονταν με τη διαμόρφωση, ρευστή και αυτή, θέσεων κατά κανόνα αντιθετικών μεταξύ των ίδιων των εγγυητριών κυβερνήσεων. Παράλληλα, ενώ η Πύλη ενέμενε σταθερά στην ανθενωτική στάση της, τα γειτονικά Βαλκανικά κράτη αξίωναν ανάλογες εδαφικές ικανοποιήσεις, σε αντιστάθμισμα μιας ενδεχόμενης προσάρτησης της Κρήτης στην Ελλάδα. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εμμονή των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στην αρχή του status quo έτεινε να αποτελέσει την ασφαλιστική δικλείδα, τόσο για την αλληλοεξισορρόπηση των δικών τους βλέψεων όσο και για τη διατήρηση της εύθραυστης Βαλκανικής ισορροπίας.
ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ
Απέναντι στην αρνητική αυτή στάση της Ευρώπης, η Αθήνα, ως εθνικό κέντρο, δεν διέθετε τα απαιτούμενα ισχυρά μέσα διπλωματικής πίεσης. Οι σύντονες προσπάθειες του ίδιου του ύπατου αρμοστή πρίγκιπα Γεωργίου προς την κατεύθυνση των Προστατριών Δυνάμεων, δεν είχαν αποφέρει αποτέλεσμα ως τα τέλη του 1904, παρά τον διακανονισμό ειδικότερων μόνον εκκρεμοτήτων και την πρόβλεψη επιμέρους διευκολύνσεων, ανίκανων να ανταποκριθούν στο γενικότερο αίτημα της κοινής γνώμης για ολοκλήρωση της εθνικής χειραφέτησης.
Το γεγονός αυτό επέτεινε την εσωτερική κρίση, η οποία σοβούσε αφότου ο πρίγκιπας είχε, τον Απρίλιο του 1901, απολύσει τον Ελευθέριο Βενιζέλο, σύμβουλο επί της Δικαιοσύνης, «επειδή όλως αναρμοδίως υπεστήριξε γνώμας επί σπουδαιότατου ζητήματος αντιθέτους προς το φρόνημα και την εντολήν του». Πράγματι, ο φιλελεύθερος νέος πολιτικός είχε εισηγηθεί, αντί της Ένωσης, την άμεση εξασφάλιση της οποίας έκρινε αδύνατη, την ολοκλήρωση του καθεστώτος της αυτονομίας, σε εφαρμογή του Συντάγματος και σύμφωνα με τις υποσχέσεις των Δυνάμεων.
Η επιλογή αυτή θα συντελούσε, κατά την άποψη του, στην προαγωγή των εθνικών συμφερόντων στο εξωτερικό και στην κατοχύρωση της αυτοδιοίκησης στο εσωτερικό της Μεγαλονήσου, μετά τη διοργάνωση πολιτοφυλακής και την αποχώρηση των διεθνών στρατευμάτων, και θα άνοιγε την προοπτική για μια λύση ανάλογη με την αντίστοιχη της Ανατολικής Ρωμυλίας, διασφαλίζοντας την πορεία προς την Ένωση με την Ελλάδα.
ΣΤΟ ΘΕΡΙΣΟ 1905
Όταν, με την πάροδο του χρόνου, οι διπλωματικές ενέργειες του ύπατου αρμοστή δεν αποδώσουν καρπούς, ο φιλελεύθερος ηγέτης θα επανεμφανιστεί δυναμικά στο προσκήνιο, το Μάρτιο του 1905, στο Θέρισο, επικεφαλής ένοπλης εξέγερσης, στο όνομα της ανάγκης για ριζική μεταβολή της εσωτερικής διακυβέρνησης, άκρως συντηρητικής, και, ταυτόχρονα, για ικανοποίηση του ενωτικού αιτήματος. Μεθοδευμένη με επιτηδειότητα και ευελιξία, η επαναστατική αυτή κίνηση του Βενιζέλου θα αποφέρει θετικούς καρπούς για τον ίδιο αλλά και για τη Μεγαλόνησο.
Η συγκρότηση διεθνούς εξεταστικής επιτροπής «επιφορτισμένης να αναζήτηση τας αιτίας της κρίσεως, να μελετήση τας διοικητικός και οικονομικός συνθήκας και να διατύπωση τας απόψεις της επί των επενεκτέων μεταρρυθμίσεων», θα οδηγήσει στη νέα διαρρύθμιση, τόσο των όρων της εσωτερικής διακυβέρνησης όσο και της διεθνούς θέσης της Κρητικής Πολιτείας: δημιουργία Κρητικής πολιτοφυλακής υπό την εποπτεία πρώην στελεχών του Ελληνικού στρατού, αναθεώρηση του Συντάγματος, εκχώρηση στον Έλληνα βασιλέα του δικαιώματος να διορίζει τον ύπατο αρμοστή.
Σε εφαρμογή του σχετικού όρου, ο Γεώργιος Α' θα διορίσει, τον Αύγουστο του 1906, τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, σε αντικατάσταση του δευτερότοκου γιου του, πρίγκιπα Γεωργίου. Καίρια τομή στην πορεία του εθνικού ζητήματος προς την τελική λύση του, η σύσφιγξη των διακρατικών δεσμών της αυτόνομης Κρήτης με το ελεύθερο βασίλειο θα λειτουργήσει σε ευθεία συνάρτηση με τη βαθμιαία απαλλαγή του αυτόνομου καθεστώτος από τα δεσμά του διεθνούς ελέγχου. Συγκεκριμένα, οι Προστάτριες Δυνάμεις θα αποσύρουν, στις 15 Ιουλίου 1909, και τα τελευταία αγήματα τους.
Η εξέλιξη όμως αυτή δεν θα αποδώσει αυτόματα στον κρητικό λαό, όπως είχε υποθέσει ο Ελ. Βενιζέλος, τη δυνατότητα να καθορίσει εφεξής αυτόβουλα την πορεία του. Η ανασταλτική παρεμβολή των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στην επιβολή της θέλησης του για Ένωση με την Ελλάδα επιβεβαίωνε ότι, πέρα από τις συμβατικές διατάξεις του διεθνούς καθεστώτος της αυτονομίας, ο γενικότερος συσχετισμός των διπλωματικών δυνάμεων στο χώρο των Ελληνικών συμφερόντων δεν επέτρεπε τη θετική προώθηση των εθνικών θέσεων.
Η αρνητική αυτή διεθνής συγκυρία είχε γίνει ήδη έκδηλη όταν, τον Οκτώβριο του 1908, δεν επιτεύχθηκε η ικανοποίηση του ενωτικού αιτήματος των Κρητών, παράλληλα με την ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε ανεξάρτητο βασίλειο και την προσάρτηση της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης στην Αυστρουγγαρία. Στις 18 Αυγούστου του 1909, η καταβίβαση από μικτό άγημα των Προστατριών Δυνάμεων της Ελληνικής σημαίας, η οποία είχε ανυψωθεί με απόφαση της Κρητικής Βουλής στον λιμενοβραχίονα των Χανίων, θα υπογραμμίσει την αδήριτη αυτή πραγματικότητα.
Η αναγκαστική υποταγή των ίδιων των Κρητών αλλά και της Ελληνικής κυβέρνησης στα διεθνή κελεύσματα αντανακλούσε το δραματικό αδιέξοδο όπου είχε ήδη περιέλθει η εθνική υπόθεση Η τελική και οριστική λύση του Κρητικού ζητήματος δεν θα επιτευχθεί παρά μόνον όταν, στη διάρκεια του Α' Βαλκανικού πολέμου, το 1912, ο Ελληνικός Στόλος, κυρίαρχος απ' άκρου σ' άκρον στο Αιγαίο, καταλάβει τη Μεγαλόνησο, εκπληρώνοντας τον διακαή πόθο των κατοίκων της: την ενσωμάτωση στον κορμό της ελεύθερης Ελλάδας.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
Στην εκπνοή του 19ου αιώνα, η Κρήτη αναγνωρίζεται ως αυτόνομη πολιτεία υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων, που το Δεκέμβριο του 1898, διορίζουν ύπατο αρμοστή του νησιού τον πρίγκιπα Γεώργιο, δευτερότοκο γιο του Γεωργίου Α' της Ελλάδας. 1899 στις 16 Φεβρουαρίου: Η Κρητική Πολιτεία αποκτά Σύνταγμα. Στις 29 του ίδιου μήνα σχηματίζεται η πρώτη κυβέρνηση. Υπουργός (σύμβουλος επί της Δικαιοσύνης) αναλαμβάνει ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
1901
Ανανεώνεται για μια πενταετία η θητεία του αρμοστή πρίγκιπα Γεωργίου. 22 Φεβρουαρίου: Ο Ελ. Βενιζέλος αναπτύσσει στο Ηγεμονικό Συμβούλιο τις απόψεις του για την ένωση. Θεωρεί ότι, λόγω της στρατηγικής σημασίας του νησιού, οι ισχυροί της Ευρώπης δεν επιθυμούν την ένωση. Εισηγείται τη λύση της πλήρους αυτονομίας, με αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων. Με τη διοίκηση της στελεχωμένη από Έλληνες και το στρατό οργανωμένο από Έλληνες αξιωματικούς, η Κρήτη, ελεύθερη πλέον να αναπτύξει τις σχέσεις της με την Ελλάδα, θα προχωρήσει, μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες, στην ένωση.
Ο Γεώργιος, αντίθετα, πιστεύει ότι μπορεί, χάρη στους συγγενικούς του δεσμούς με τους εστεμμένους της Ευρώπης, να επιτύχει την άμεση ενσωμάτωση. Ο Βενιζέλος, δημοσιεύει τις απόψεις του στον Αθηναϊκό Τύπο. Επέρχεται ρήξη. Ο ύπατος αρμοστής απολύει τον σύμβουλο του επί της Δικαιοσύνης. Ο Βενιζέλος τίθεται επικεφαλής των δυσαρεστημένων από τους χειρισμούς του Γεωργίου.
1905
10 Μαρτίου: Ο Βενιζέλος, επικεφαλής 600 ένοπλων, ξεκινά, στο χωριό Θέρισο, επαναστατικό κίνημα. Ο αρμοστής δεν επιλέγει τη βίαια αναμέτρηση. Οι Δυνάμεις ενθαρρύνουν την πολιτική διευθέτηση της κρίσης.
15 Ιουλίου: Ο Βενιζέλος απορρίπτει συμβιβαστική πρόταση της Κρητικής Συνέλευσης.
30 Ιουλίου: Οι πρόξενοι των Δυνάμεων κηρύσσουν στρατιωτικό νόμο.
2 Νοεμβρίου: Συνάντηση του Βενιζέλου με τους προξένους. Υπογράφεται πρωτόκολλο τερματισμού του κινήματος.
1906
Φεβρουάριος: Διεθνής επιτροπή αναλαμβάνει να εξετάσει επιτοπίως το ζήτημα και να συντάξει έκθεση.
23 Ιουλίου: Επιδίδεται στον αρμοστή το κείμενο της νέας ρύθμισης: ίδρυση Κρητικής πολιτοφυλακής, αναθεώρηση του Συντάγματος, αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων.
14 Αυγούστου: Οι Μεγάλες Δυνάμεις εκχωρούν στον βασιλιά της Ελλάδας το δικαίωμα να ορίζει τον ύπατο αρμοστή.
12 Σεπτεμβρίου: Ο πρίγκιπας Γεώργιος, ύστερα από υπόδειξη του πατέρα του, υποβάλει την παραίτηση του και αναχωρεί από την Κρήτη.
18 Σεπτεμβρίου: Φθάνει στο νησί ο νέος ύπατος αρμοστής Αλέξανδρος Ζαΐμης.
1908
20 Μαρτίου: Ο Αλ. Ζαΐμης ζητεί την εκκένωση της Κρήτης από τα ξένα στρατεύματα, όπως προέβλεπε η ρύθμιση του 1906.
15 Ιουλίου: Αναχωρούν οι πρώτοι ξένοι στρατιώτες.
Σεπτέμβριος: Αναβρασμός σε Ελλάδα και Κρήτη όταν η Αυστρία προσαρτά τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη, και η Βουλγαρία την Ανατολική Ρωμυλία. Η Κρητική Συνέλευση αποφασίζει, με την ενθάρρυνση του Έλληνα πρωθυπουργού Γ. Θεοτόκη, την κατάλυση της υφιστάμενης τάξης και την εκλογή 5μελούς Εκτελεστικής Επιτροπής, που αναλαμβάνει να κυβερνήσει το νησί στο όνομα του βασιλιά της Ελλάδας.
Οκτώβριος: Η συνέλευση κηρύσσει την ανεξαρτησία της Κρήτης και την ένωση. Η Τουρκία απειλεί την Ελλάδα με πόλεμο. Ο πρωθυπουργός Δ. Ράλλης δηλώνει ότι η χώρα θα σεβαστεί τις αποφάσεις των Μ. Δυνάμεων.
1909
15 Ιουλίου: Αποχωρούν από την Κρήτη και τα τελευταία ξένα στρατεύματα. Οι Κρήτες υψώνουν την Ελληνική σημαία στην είσοδο της Σούδας και στα δημόσια κτίρια. Η Τουρκία αντιδρά με οργισμένο διάβημα, αλλά ο Βενιζέλος, υπεύθυνος εξωτερικών υποθέσεων της Εκτελεστικής Επιτροπής, αρνείται να υποστείλει τη σημαία.
18 Αυγούστου: Παραίτηση της Εκτελεστικής Επιτροπής. Άγημα των μεγάλων δυνάμεων αποβιβάζεται και υποστέλλει τη σημαία. Τέσσερις μέρες νωρίτερα, στην Αθήνα, τη νύχτα της 14ης Αυγούστου 1909, το κίνημα στο Γουδί δρομολογούσε εξελίξεις που έμελλε να αποδειχθούν καθοριστικές για ολόκληρο τον Ελληνισμό.
ΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ (1821 - 1913)
Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1821 - 1824)
Η Επανάσταση του 1821 στην Κρήτη
Ακολουθώντας το παράδειγμα της υπόλοιπης Ελλάδας, η Κρήτη είχε εξεγερθεί το 1821 κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας αλλά, παρά τις πρώτες επιτυχίες, ο αγώνας για τρία χρόνια καρκινοβατούσε. Οι Κρητικοί, όταν πληροφορήθηκαν το ξέσπασμα της επανάστασης στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά, αποφάσισαν να εξεγερθούν. Η απόφαση πάρθηκε στις συσκέψεις που έγιναν στα Σφακιά στις 7 Απριλίου (Γλυκά Νερά) και 15 Απριλίου 1821 (Μοναστήρι της Παναγίας της Θυμιανής) και συμμετείχαν οπλαρχηγοί και πρόκριτοι από όλη σχεδόν την Κρήτη. Έγινε, τότε, προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η έλλειψη όπλων και πλοίων με έκκληση στην Ύδρα για παροχή βοήθειας.
Η επαναστατική διάθεση των Κρητών δεν υποχώρησε, ακόμα κι όταν οι επίσκοποι του νησιού διάβαζαν στις εκκλησίες τον αφορισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε' και συνιστούσαν ηρεμία στους κατοίκους. Από την άλλη πλευρά, οι πληροφορίες για ξεσηκωμό των Κρητικών εξαγρίωσαν τους Τούρκους, που συνέλαβαν, βασάνισαν και απαγχόνισαν τον επίσκοπο Κισσάμου Μελχισεδέκ, φυλάκισαν τους επισκόπους Κυδωνίας Καλλίνικο και Ρεθύμνης Γεράσιμο αλλά προχώρησαν και σε κακοποιήσεις χριστιανών στα Χανιά (19 Μαΐου 1821). Στις 21 Μαΐου 1821 οργανώθηκε στο Λουτρό των Σφακίων, ως απάντηση στις Τουρκικές αγριότητες, η "Καγκελλαρία", μία τοπική κυβέρνηση, και κηρύχθηκε επίσημα η επανάσταση.
Η διαταγή των Πασάδων της Κρήτης για καθολικό αφοπλισμό των Χριστιανών δεν έγινε δεκτή από τους επαναστάτες, που κατασκεύασαν φυσέκια ("χαρτούτσια") από τα βιβλία εκκλησιών και μοναστηριών και βόλια από τα βαρίδια των ζυγαριών, για να λύσουν το πρόβλημα των πολεμοφοδίων. Η παρουσία συμπαγούς Μουσουλμανικού πληθυσμού -οι μισοί σχεδόν κάτοικοι ήταν Τουρκοκρητικοί και οι περισσότεροι τάχθηκαν στο πλευρό του Σουλτάνου- υπήρξε ασφαλώς ένας από τους λόγους αυτής της κατάστασης, ενώ και η απομόνωση του νησιού έπαιξε επίσης το ρόλο της. Με τη συνδρομή των Αιγυπτίων, η επανάσταση εγκλωβίστηκε στις δυτικές επαρχίες και τελικά συνετρίβη. Όμως οι συνθήκες ήταν αντίξοες για τους επαναστάτες:
- Από τις 260.000 κατοίκους του νησιού το 1821, ένα μεγάλο μέρος (120.000) ήταν Μουσουλμάνοι και μάλιστα οι 20.000 καλά εξοπλισμένοι. Αυτοί ήταν είτε Τούρκοι είτε Τουρκοκρητικοί (Κρητικοί που εξισλαμίστηκαν την περίοδο της Τουρκοκρατίας). Οι τελευταίοι ήταν φανατικότεροι από τους ίδιους τους Τούρκους. Κατά συνέπεια, ο Ελληνικός - Χριστιανικός πληθυσμός ζούσε σε ένα καθεστώς καταπίεσης και τρομοκρατίας, που επέβαλαν οι κατακτητές έχοντας στο νησί τρεις διοικήσεις (Χανίων, Ρεθύμνου, Μεγάλου Κάστρου). Η δράση δυο σωμάτων γενιτσάρων στο νησί χειροτέρευε την κατάσταση.
- Λόγω της καταπίεσης οι μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία ήταν λίγοι, με αποτέλεσμα να είναι περιορισμένη η ψυχολογική προετοιμασία των κατοίκων για μία μεγάλη επαναστατική κίνηση.
- Η Κρήτη ήταν απομακρυσμένη από την υπόλοιπη Ελλάδα, πράγμα που δυσκόλευε την επικοινωνία με τις άλλες επαναστατημένες περιοχές αλλά και το συντονισμό των πολεμικών κινήσεων. Επίσης, η τακτική ενίσχυσή της από τη θάλασσα με άνδρες, πολεμικό υλικό και τρόφιμα θα εμποδιζόταν από τη δράση του στόλου της Αιγύπτου, που βρισκόταν κοντά.
- Η πνευματική στασιμότητα που παρατηρούνταν στο νησί τους δυο προηγούμενους αιώνες εμπόδιζε την ιδεολογική προετοιμασία της επανάστασης μέσω της παιδείας.
- Υπήρχε έλλειψη όπλων και εφοδίων. Υπήρχαν 1.200 όπλα στο νησί και από αυτά τα 800 ήταν των Σφακιανών.
Όμως, παρά τις αντίξοες αυτές συνθήκες, ο πόθος των Κρητικών για ελευθερία υπερίσχυσε και τους οδήγησε στην επανάσταση. Η πρώτη μεγάλη νίκη των επαναστατών σημειώθηκε στις 14 Ιουνίου 1821 στο Λούλο Χανίων, όπου εξοντώθηκε ένα σώμα γενιτσάρων από τα Χανιά και σκοτώθηκε ο αρχηγός τους Ταμπουρατζής, από τους Σφακιανούς οπλαρχηγούς Ιωάννη Χάλη, Ιωάννη Παπαδογεωργάκη, Παπανδρέα, Σήφακα και Βαρδουλομανούσο. Οι Τούρκοι απάντησαν με σφαγές αμάχων, λεηλασίες σπιτιών, μαγαζιών και εκκλησιών στα Χανιά. Οι σφαγές επεκτάθηκαν στο Ρέθυμνο και στις 23-24 Ιουνίου στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο), όπου οι νεκροί έφτασαν τους 700.
Ανάμεσά τους ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Γεράσιμος και οι επίσκοποι Κνωσσού, Χερρονήσου, Λάμπης και Σφακίων, Σητείας και Διοπόλεως. Στη Σητεία οι νεκροί ήταν 300. Στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου οι Κρητικοί νίκησαν στο Ζουρίδι με επικεφαλής τους Αν. Δεληγιάννη και Π. Μονουσέλη αλλά και στις Καλύβες και στο Βοθειακό με επικεφαλής τους Ρ.Βουρδουμπά, Γ. Τσουδερό, Πωλογεωργάκη, Μεληδόνη και Μιχ. Κουρμούλη. Ο τελευταίος ανήκε στη γνωστή οικογένεια των Κουρμούληδων, που ήταν Τουρκοκρητικοί αλλά, συγκλονισμένοι από τις σφαγές των Ελλήνων, φανέρωσαν ότι ήταν κρυπτοχριστιανοί και τάχθηκαν με το μέρος των επαναστατών.
Παρά τα κέρδη των Κρητικών από τις μάχες αυτές σε όπλα και πολεμοφόδια, η έλλειψή τους ήταν ακόμα σημαντική. Έτσι απηύθυναν έκκληση στην Ύδρα για να στείλει στην Κρήτη τόσο πολεμοφόδια όσο και άνδρες, χωρίς όμως να εισακουστούν. Οι διεθνείς συμβάσεις του 1829 - 1832 απέκλεισαν την Κρήτη από το Ελληνικό βασίλειο, εξέλιξη που προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στο μεταξύ, ο Βαλής της Αιγύπτου Μοχάμετ Άλι, εκτιμώντας ότι η συμβολή του στην καταστολή της Ελληνικής επανάστασης δεν είχε επαρκώς ανταμειφθεί, εξανάγκασε δυναμικά το Σουλτάνο να του παραχωρήσει τη διοίκηση της Συρίας και της Κρήτης (ως το 1841).
H Κατάσταση στην Κρήτη κατά την Προεπαναστατική Περίοδο
Η μεγάλη Εθνική Επανάσταση του 1821 εξαπλώθηκε γρήγορα και στην Κρήτη, παρά το γεγονός ότι οι τοπικές συνθήκες ήταν εξαιρετικά δυσμενείς για την οργάνωση επαναστατικού κινήματος. Η μεγάλη απόσταση από το γεωγραφικό κορμό της Ελλάδας και η παρεμβαλλόμενη θάλασσα καθιστούσαν δύσκολη την επικοινωνία με τα άλλα Ελληνικά κέντρα, την αποστολή εφοδίων και όπλων και το συντονισμό των πολεμικών ενεργειών. Αλλά και μέσα στο νησί οι συνθήκες ζωής παρουσίαζαν ιδιαιτερότητες, που δεν υπήρχαν στην άλλη Ελλάδα. Το σημαντικότερο πρόβλημα ήταν η μεγάλη αναλογία του Μουσουλμανικού πληθυσμού, που παρέμενε σταθερά στο 30% του συνόλου.
Το Μουσουλμανικό αυτό πληθυσμό αποτελούσαν Τούρκοι και Τουρκοκρητικοί, δηλαδή Κρήτες που είχαν ασπασθεί τον Ισλαμισμό από τα πρώτα χρόνια της Τουρκικής κατάκτησης του νησιού. Αυτοί ήταν περισσότερο φανατικοί και από τους ίδιους τους Τούρκους και άσπονδοι διώκτες και καταπιεστές των Χριστιανών. Δύο ισχυρά γενιτσαρικά τάγματα, των Αυτοκρατορικών γενιτσάρων και των ντόπιων γενιτσάρων, που είχαν οργανωθεί στην Κρήτη ήδη από τους πρώτους χρόνους της Τουρκικής κατοχής, είχαν επιβάλει ένα καθεστώς ασφυκτικής καταπίεσης στο νησί. Δεν υπάκουαν ούτε στις Σουλτανικές διαταγές.
Είναι γνωστό ότι από όλες τις Ελληνικές περιοχές, μόνο η Μακεδονία γνώρισε ανάλογης αγριότητας γενίτσαρους. Η παιδεία, μέσω της οποίας κυρίως προπαρασκευάστηκε ιδεολογικά η επανάσταση στην άλλη Ελλάδα, ήταν στην Κρήτη σχεδόν ανύπαρκτη. Το νησί, που άλλοτε βρισκόταν στην πρωτοπορία της πνευματικής αναγέννησης του έθνους, ζούσε επί δύο σχεδόν αιώνες σε απομόνωση και σε βαθύ πνευματικό σκοτάδι. Ελάχιστοι Κρήτες είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και ήταν προετοιμασμένοι για τον επικείμενο αγώνα της ελευθερίας. Το σύνολο σχεδόν του Κρητικού πληθυσμού ήταν εντελώς απροετοίμαστο ψυχολογικά για μεγάλης κλίμακας απελευθερωτική επανάσταση.
Η Έκρηξη της Επανάστασης στην Κρήτη και η Τουρκική Αντίδραση
Η συμμετοχή της Κρήτης στην πανεθνική εξέγερση αποφασίστηκε στο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας της Θυμιανής στα Σφακιά, στις 15 Απριλίου 1821, αλλά ως επίσημη ημέρα έναρξης του Κρητικού αγώνα θεωρείται η 14η Ιουνίου 1821. Την ίδια ημέρα σημειώθηκε και η πρώτη μεγάλη νίκη των επαναστατών στο Λούλο Χανίων. Η Τουρκική διοίκηση της Κρήτης απάντησε αμέσως με γενική κινητοποίηση των στρατιωτικών της δυνάμεων και με βιαιοπραγίες πρωτοφανούς αγριότητας. Αποκορύφωμα υπήρξε η μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου (24 Ιουνίου 1821), που έμεινε για πολλά χρόνια στη μνήμη του λαού ως «ο μεγάλος αρπεντές». Παρ' όλα αυτά, η επανάσταση επεκτάθηκε γρήγορα σε ολόκληρη την Κρήτη και στερεώθηκε.
Η Πολιτική Οργάνωση της Κρήτης
Από την αρχή του αγώνα κατέστη φανερή η ανάγκη πολιτικής οργάνωσης και συντονισμού των πολεμικών και πολιτικών ενεργειών προς τις γενικές αρχές του Αγώνα στην άλλη Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά τις αποφάσεις της Α' Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο. Η απουσία γενικού αρχηγού στην Κρήτη και οι φιλοδοξίες των τοπικών αρχηγών και οπλαρχηγών έβλαπταν τα πολεμικά πράγματα και ο συντονισμός του αγώνα ήταν αδύνατος. Ζητήθηκε λοιπόν από τον Δημήτριο Υψηλάντη, που εκπροσωπούσε την υπέρτατη Επαναστατική Αρχή στην Ελλάδα, να διορίσει στην Κρήτη ένα Γενικό Αρχηγό «εις τον οποίον να υποταχθούν οι μεταξύ των ερίζοντες και ουδένα υπέρτερον του άλλου αναγνωρίζοντες Κρήτες οπλαρχηγοί».
Ο Υψηλάντης διόρισε ως Γενικό Διοικητή Κρήτης τον Μιχαήλ Κομνηνό Αφεντούλη (ή Αφεντούλιεφ), ο οποίος αποδέχθηκε πρόθυμα το διορισμό και κατέβηκε στην Κρήτη (Νοέμβριος 1821) με τον ηχηρό και ενοχλητικό για πολλούς οπλαρχηγούς τίτλο τού «Γενικού Επάρχου και Αντιστρατήγου της Κρήτης». Ο Αφεντούλης παρέμεινε στην Κρήτη έναν ακριβώς χρόνο, ως το Νοέμβριο του 1822. Κατόρθωσε να ανασυντάξει τις επαναστατικές δυνάμεις και να κρατήσει την επανάσταση ζωντανή σε όλο το νησί.
Το πιο σημαντικό είναι ότι φρόντισε να συγκροτηθεί Γενική Συνέλευση των Κρητών στους Αρμένους Αποκορώνου (11 - 22 Μαΐου 1822) και να ψηφιστεί το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Κρήτης», καθώς και «Σχέδιον Προσωρινής Διοικήσεως της νήσου Κρήτης», με πρότυπο τις αποφάσεις της Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου. Ο αγώνας στην Κρήτη φάνηκε να εξελίσσεται παράλληλα με τον αγώνα της άλλης Ελλάδας.
Η Πρώτη Μεγάλη Κρίση της Κρητικής Επανάστασης
Στην πράξη τα πράγματα αποδείχθηκαν πολύ δυσκολότερα. Ο Σουλτάνος βρέθηκε σε αδυναμία να καταστείλει την Κρητική επανάσταση και ζήτησε τη βοήθεια του αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλι, ο οποίος αποδέχθηκε πρόθυμα την πρόσκληση. Η απόβαση Αιγυπτιακού στρατού στην Κρήτη (τέλη Μαΐου 1822) και οι πρώτες αποτυχίες των Κρητών στο πολεμικό πεδίο κλόνισαν τη θέση του Αφεντούλη. Η αντίθεσή του με τους τοπικούς αρχηγούς και οι συνεχείς αμφισβητήσεις των ενεργειών του οδήγησαν σε μεγάλη κρίση την επανάσταση. Ο Αφεντούλης θεωρήθηκε υπεύθυνος για πολλές πολεμικές αποτυχίες, καθαιρέθηκε από τα μέλη ενός νεοσύστατου «Κρητικού Συμβουλίου» και φυλακίστηκε το Νοέμβριο του 1822.
Οι «Παραστάται και Πληρεξούσιοι της Πατρίδος», όπως ονομάζονταν οι Κρήτες αντιπρόσωποι στις Εθνοσυνελεύσεις της Πελοποννήσου, ζήτησαν το διορισμό νέου Διοικητή. Ο Ιωάννης Κωλέττης υπέδειξε ως Αρμοστή Κρήτης τον Υδραίο Εμμανουήλ Τομπάζη, ο οποίος έφτασε στο νησί το Μάιο του 1823. Η άφιξη του Τομπάζη στην Κρήτη συνδέθηκε με ορισμένες πολεμικές επιτυχίες και το ηθικό των επαναστατών αναπτερώθηκε. Ένα μήνα μετά την άφιξή του, ο Τομπάζης συγκάλεσε Γενική Συνέλευση των Κρητών στην οποία ψηφίστηκε ο «Οργανισμός της ενιαυσίου τοπικής διοικήσεως της νήσου Κρήτης», με τις βασικές αρχές του Συντάγματος της Επιδαύρου. Ο Κρητικός αγώνας εισήλθε έτσι σε νέα φάση.
Παράλληλα όμως ανασυντάχθηκαν και οι Τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις. Στις αρχές Ιουνίου 1823 έφτασε στην Κρήτη ως νέος διοικητής του Αιγυπτιακού στρατού ο Χουσεΐν Βέης, με νέες στρατιωτικές δυνάμεις και άφθονο πολεμικό υλικό. Η ταχύτατη κίνηση του Τουρκοαιγυπτιακού στρατού προς τα ανατολικά, η καταστροφή των χωριών, η πολιορκία και η θυσία 370 Χριστιανών στο σπήλαιο του Μελιδονίου (Ιανουάριος 1824) δημιούργησαν βαρύ κλίμα απαισιοδοξίας. Ο Τομπάζης απηύθυνε έκκληση για βοήθεια προς τον Πρόεδρο του Εκτελεστικού Γεώργιο Κουντουριώτη (2 Μαρτίου 1824).
Εντούτοις, βοήθεια δεν έφθασε και η επανάσταση φάνηκε να κάμπτεται παντού, ιδιαίτερα μετά την εισβολή του Χουσεΐν στα Σφακιά και την καταστροφή της επαρχίας στα τέλη Μαρτίου. Στις 12 Απριλίου ο Τομπάζης εγκατέλειψε την Κρήτη, ζητώντας από τους Κρητικούς να συνεχίσουν με κάθε θυσία τον αγώνα. Στα τέλη Μαΐου 1824 ο Χουσεΐν διακήρυττε ότι κατέπνιξε την επανάσταση στην Κρήτη. Ο Τουρκοαιγυπτιακός στρατός ήλεγχε όλα τα πεδινά μέρη και ο αγώνας πήρε μορφή ανταρτοπόλεμου. Ανταρτικές ομάδες συνέχισαν τον αγώνα με νυκτερινές επιθέσεις και δολιοφθορές κατά των Τούρκων. Αυτοί ήταν οι διαβόητοι Καλησπέρηδες. Ανάλογες ανταρτικές ομάδες που ονομάζονταν Ζουρίδες σχημάτισαν και οι Τούρκοι.
Η Δεύτερη Περίοδος της Κρητικής Επανάστασης
Η Περίοδος της Γραμπούσας (1825 - 1828)
Ενώ φαινόταν ότι η επανάσταση στην Κρήτη είχε κατασταλεί και περιοριζόταν απλώς σε σποραδικές επιθέσεις ανταρτών σε χωριά και φρούρια των Τούρκων, Κρήτες επαναστάτες, οι οποίοι κατά καιρούς είχαν καταφύγει στην άλλη Ελλάδα, επέστρεψαν στο νησί το καλοκαίρι του 1825, με την απόφαση να αναζωπυρώσουν την επανάσταση. Με επικεφαλής τον Δημήτριο Καλλέργη και τον Εμμανουήλ Αντωνιάδη κατέλαβαν το φρούριο της Γραμπούσας (9 Αυγούστου 1825) στο ομώνυμο ακρωτήριο της Δυτικής Κρήτης, και την ίδια ημέρα άλλοι επαναστάτες κατέλαβαν το φρούριο της Κισάμου.
Προσπάθεια των Τούρκων να ανακτήσουν αυτά τα φρούρια απέτυχε και έτσι άρχισε στην Κρήτη μια νέα επαναστατική περίοδος, η λεγόμενη περίοδος της Γραμπούσας (1825 - 1828). Οι επαναστάτες που οχυρώθηκαν εκεί, επιδόθηκαν κυρίως στην πειρατεία για να εξασφαλίζουν τρόφιμα και εφόδια, έκτισαν οικισμό και την εκκλησία της Παναγίας της Κλεφτρίνας και ίδρυσαν σχολείο. Οργανώθηκε επίσης προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή, που ονομάστηκε «Κρητικόν Συμβούλων» και αποτελούσε την επίσημη επαναστατική αρχή της Κρήτης, και αγοράστηκε η γολέττα «Περικλής» του Τομπάζη, για να μεταφέρει τρόφιμα και εφόδια στη φρουρά της Γραμπούσας. Η συνθήκη του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827) είχε άμεση επίπτωση και στα κρητικά πράγματα.
Ήδη είχε ευρέως κυκλοφορήσει η φήμη για επικείμενη λύση του Ελληνικού ζητήματος με τη δημιουργία ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους και η Αγγλική διπλωματία διαβεβαίωνε ότι θα περιληφθούν σ' αυτό όλες οι επαναστατημένες Ελληνικές περιοχές. Ο Τομπάζης έγραφε στους Κρήτες να αναζωπυρώσουν πάση θυσία την επανάσταση σε ολόκληρη την Κρήτη. Από τις αρχές του Φθινοπώρου 1827 σημειώθηκαν πυρετώδεις κινήσεις, σχηματίστηκαν επαναστατικά σώματα εθελοντών από την Πελοπόννησο και την άλλη Ελλάδα, για να στηρίξουν τον Κρητικό αγώνα, και σκληρές μάχες διεξάγονταν σε ολόκληρη την Κρήτη.
Η Τελευταία Περίοδος της Επανάστασης στην Κρήτη (1828 - 1830)
Πολεμικές και Πολιτικές Ενέργειες κατά τα δύο Τελευταία Έτη του Αγώνα
Οι κινήσεις της Ευρωπαϊκής διπλωματίας, οι οποίες σχετίζονται με την Επανάσταση στην Ελλάδα και την οργάνωση ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, ήταν φυσικό να επηρεάσουν και την επανάσταση στην Κρήτη. Ο Ιωάννης Καποδίστριας έφτασε στην Ελλάδα στις αρχές του 1828 και επιδόθηκε αμέσως στην οργάνωση κράτους. Προσπαθώντας να καταστήσει ασφαλές το θαλάσσιο εμπόριο, σύμφωνα και με σχετική αξίωση των Δυνάμεων και ιδίως της Αγγλίας, αποφάσισε να πατάξει τη ληστεία και την πειρατεία στις Ελληνικές θάλασσες. Στη Γραμπούσα έστειλε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, με τη συνοδεία Αγγλικού και Γαλλικού στόλου.
Τα πλοία των επαναστατών καταστράφηκαν και το φρούριο της Γραμπούσας παραδόθηκε στους Άγγλους, οι οποίοι ανέλαβαν και το έργο της επιτήρησης των θαλασσών για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας. Οι επαναστάτες της Γραμπούσας διαλύθηκαν και κατέφυγαν στα βουνά. Παρά τις αποτυχίες αυτές και τις δυσμενείς συνθήκες που διαμορφώθηκαν, οι Κρήτες εξακολούθησαν να κρατούν ζωντανή την επανάσταση σε ολόκληρη την Κρήτη. Απροσδόκητη εξέλιξη, που δημιούργησε κλίμα έντονης ανησυχίας στο νησί, ήταν η απόφαση του Καποδίστρια να αποστείλει στην Κρήτη ως αντιπρόσωπο του τον βαρώνο Ρέινεκ, με συστάσεις για κατάπαυση των εχθροπραξιών.
Οι Κρήτες αρνήθηκαν να υπακούσουν στις συστάσεις του Κυβερνήτη. Το καλοκαίρι του 1828 ολόκληρη σχεδόν η Κρήτη βρισκόταν υπό τον έλεγχο των επαναστατών. Οι Τούρκοι είχαν περιοριστεί στα μεγάλα φρούρια, όπου προστατεύονταν από τον τακτικό Τουρκικό στρατό. Τα γεγονότα αυτά είχαν απήχηση στους λαούς της Ευρώπης, όπου παρατηρήθηκαν κάποιες εκδηλώσεις συμπάθειας υπέρ του αγωνιζόμενου Κρητικού λαού. Αγγλικός και Γαλλικός στόλος απέκλεισε τα Κρητικά παράλια, για να εμποδίσει αποβάσεις Τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων στο νησί.
Ενώ και ο Καποδίστριας, μεταβάλλοντας την πολιτική του απέναντι στους Κρήτες, έστειλε στο νησί τον Τομπάζη (Νοέμβριος 1828), με την εντολή να καταλάβει τη Σητεία, τη μόνη περιοχή της Κρήτης που παρέμενε ακόμη εξολοκλήρου στην απόλυτη κατοχή των Τούρκων. Μια μεγάλη επιχείρηση που οργανώθηκε για την απελευθέρωσή της απέτυχε και η Σητεία υπέστη σκληρά αντίποινα από τους Τούρκους (Δεκέμβριος 1828). Από διπλωματική άποψη το Κρητικό Ζήτημα βρισκόταν την εποχή αυτή σε κατάσταση ρευστότητας, καθώς δεν υπήρχε απόφαση οριστική στα πλαίσια του όλου ελληνικού προβλήματος, και οι πληροφορίες που έφταναν στον Καποδίστρια δεν ήταν σαφείς.
Αυτό ερμηνεύει και την ασταθή πολιτική του σχετικά με το Κρητικό ζήτημα. Πιεζόμενος από την Αγγλία ανακάλεσε τον αντιπρόσωπο του Ρέινεκ από την Κρήτη και στη θέση του τοποθέτησε τον Άγγλο Χαν, ο οποίος παρέμεινε στη Γραμπούσα ως τον Οκτώβριο του 1829, οπότε αντικαταστάθηκε και αυτός από τον επιφανή Κρητικό Νικόλαο Ρενιέρη. Οι προοπτικές φαίνονταν τώρα περισσότερο από ποτέ ευοίωνες, καθώς ολόκληρη σχεδόν η Κρήτη βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο των επαναστατών, εκτός από τα τρία μεγάλα φρούρια (Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο), στα οποία είχαν καταφύγει οι Τούρκοι.
Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου και ο Αποκλεισμός της Κρήτης
Οι Πρώτες Αντιδράσεις
Οι ελπίδες, που τις συντηρούσαν οι διπλωμάτες της εποχής και τις συμμεριζόταν ο Καποδίστριας, ότι με τις διεθνείς συμβάσεις που θα καθόριζαν την υπόσταση του Ελληνικού κράτους θα δικαιώνονταν όλες οι επαναστατημένες Ελληνικές περιοχές και βεβαίως και η Κρήτη, διαψεύστηκαν. Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830) οι Μεγάλες Δυνάμεις, παρά τις προηγούμενες επαγγελίες τους, άφησαν την Κρήτη έξω από τα όρια του νεοπαγούς Ελληνικού κράτους, στην απόλυτη δικαιοδοσία του Σουλτάνου. Τη λύση αυτή την επέβαλε η Αγγλική διπλωματία, που επιχειρούσε να πείσει την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ότι «η προσάρτησις της Κρήτης εις τον Ελληνικόν κορμόν δεν είναι ουσιωδώς συντελεστική εις την ευημερίαν και ανεξαρτησίαν του νέου κράτους».
Η ενέργεια αυτή της Αγγλικής διπλωματίας γέμισε πικρία και απογοήτευση τους Κρήτες. Η πικρία των Κρητών στράφηκε τότε και εναντίον του Καποδίστρια. Σε έκτακτη συνεδρία του Κρητικού Συμβουλίου στις 22 Απριλίου 1830 συντάχθηκε δραματική προκήρυξη προς τους Έλληνες, η οποία αποτελεί ουσιαστικά και την πρώτη διακήρυξη της νέας ιστορικής πορείας, που ονομάστηκε και επίσημα «Κρητικόν Ζήτημα» (Question Cretoise) και απασχόλησε για έναν περίπου αιώνα την ςυρωπαϊκή διπλωματία, ως νέα ακανθώδης πτυχή του Ανατολικού Ζητήματος. Τα θεμελιώδη αιτήματα της εθνικής ελευθερίας και της ένωσης με την Ελλάδα αποτέλεσαν πλέον τους σταθερούς δείκτες πορείας των Κρητικών αγώνων.
Πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων απέκλεισαν τα Κρητικά παράλια, για να επιβάλουν την ειρήνη στο νησί, ενώ το «Κρητικόν Συμβούλιον» δεν σταμάτησε τις εκκλήσεις και τα διαβήματα προς τους ηγεμόνες της Ευρώπης, διεκτραγωδώντας και την εσωτερική κατάσταση της Κρήτης. Απόπειρα των Κρητών να ανακαταλάβουν το φρούριο της Γραμπούσας και να αναζωπυρώσουν την επανάσταση απέτυχε. Στις 23 Νοεμβρίου συνεδρίασε για τελευταία φορά το «Κρητικόν Συμβούλιον» στους Μαργαρίτες Μυλοποτάμου. Συνέταξε μια τελευταία διαμαρτυρία προς τον Κυβερνήτη της Ελλάδας και προς τους Ναυάρχους των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, στην οποία κατήγγελλε τη γενική συνωμοσία εις βάρος της Κρήτης:
«Όλοι συμφώνως, Τούρκοι, Χριστιανών Ηγεμόνων Υπουργοί και η Ελληνική Κυβέρνησις συνώμοσαν εναντίον των Χριστιανών της Κρήτης σήμερον, θέλοντες ίσως να τους δώσουν αντίλυτρον θύμα της ελευθερίας των λοιπών αδελφών των». Συντάχθηκε επίσης ψήφισμα για την οργάνωση μόνιμης Επιτροπής, η οποία θα παρακολουθούσε στο εξής την εξέλιξη του Κρητικού ζητήματος και θα εξασφάλιζε τη συνοχή και τη συνεργασία των χιλιάδων Κρητών, που είχαν εγκατασταθεί ως πρόσφυγες στην ελεύθερη Ελλάδα. Η στάση της Αγγλικής διπλωματίας απέναντι στο Κρητικό ζήτημα συνδεόταν με τη γενικότερη πολιτική της για το Ανατολικό Ζήτημα.
Η Αγγλία θεωρούσε τον έλεγχο της Κρήτης ως θέμα κεφαλαιώδους σημασίας για την υποστήριξη των συμφερόντων της στην Ανατολή. Η γεωγραφική θέση του νησιού στο σταυροδρόμι των θαλάσσιων επικοινωνιών, την καθιστούσε «κλειδί του Ελληνικού αρχιπελάγους» και μαζί με την Κύπρο ήταν «τα κλειδιά της Αιγύπτου». Το πρόβλημα του Αγγλικού ελέγχου στην Κρήτη είχε γεννηθεί ήδη από την περίοδο των Ναπολεόντειων πολέμων (1806), όταν η Αγγλία σχεδίαζε την άμεση κατάληψη του νησιού, στην περίπτωση που η Γαλλία και η Ρωσία επεξέτειναν τις ζώνες επιρροής τους στο Βορρά και στην Ανατολή.
Είναι λοιπόν προφανές ότι το δόγμα της ακεραιότητας της Τουρκίας, που το υποστήριζε σταθερά η Αγγλική διπλωματία, αποσκοπούσε, κοντά σε πολλά άλλα, και στην κατοχή της Κρήτης από δύναμη φιλική προς την Αγγλία, αφού έτσι θα εξασφαλιζόταν η ναυτική κυριαρχία της στη Μεσόγειο. Αυτός ήταν ο σοβαρότερος λόγος για τον οποίο η Αγγλία αρνήθηκε να περιληφθεί η Κρήτη στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος.
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1830 - 1866)
Οι Εξελίξεις στην Κρητική Κοινωνία
Κατά την περίοδο της Αιγυπτιοκρατίας, η διοίκηση της νήσου ανατέθηκε στον Μουσταφά Πασά, ο οποίος διατηρήθηκε στη θέση αυτή ως το 1851. Κατά την περίοδο εκείνη, στην Κρητική κοινωνία συντελέστηκαν σημαντικές μεταβολές. Το τέλος της Επανάστασης του 1821 είχε βρει την Κρήτη γεμάτη «ερείπια και χήρες», καθώς μεγάλο τμήμα του πληθυσμού είχε χαθεί ή εγκαταλείψει το νησί. Στοχεύοντας στην ειρήνευση, ο Μουσταφά Πασάς απέφυγε να δώσει σημαντικές θέσεις σε Τουρκοκρητικούς, διόρισε μεικτά συμβούλια σε κάθε σαντζάκι (νομό) και εισήγαγε την Ελληνική γλώσσα στα δημόσια έγγραφα, ενώ παράλληλα αφαίρεσε από τους ντόπιους αγάδες τον έλεγχο της συλλογής των φόρων.
Ταυτόχρονα, η αναδιοργάνωση του Οθωμανικού τιμαριωτικού συστήματος οδήγησε στη βαθμιαία αφαίρεση των τιμαρίων από τους παλαιούς τιμαριούχους. Συμπερασματικά, η Μουσουλμανική κοινότητα της Κρήτης βρέθηκε με μειωμένη πρόσβαση στον εξουσιαστικό μηχανισμό και αποστερήθηκε την ιδιοποίηση ενός σημαντικού μεριδίου των παραγόμενων από την κατακτημένη κοινωνία αγαθών. Η επακόλουθη αποθάρρυνση οδήγησε στην εμφάνιση δύο φαινομένων.
- Το πρώτο συνίσταται στο ότι ένας σημαντικός αριθμός Τουρκοκρητικών επιστρέφει στο χριστιανισμό (άλλωστε η μεγάλη μάζα των Μουσουλμάνων της Κρήτης δεν προερχόταν από Τούρκους εποίκους, αλλά από Χριστιανούς που είχαν εξισλαμιστεί).
- Το δεύτερο φαινόμενο είναι ότι πολλοί Τουρκοκρητικοί συρρέουν στα αστικά κέντρα, με αποτέλεσμα να συγκροτηθεί μια Χριστιανική ύπαιθρος (82% του αγροτικού πληθυσμού το 1881 ήταν Χριστιανοί) που περιέσφιγγε τις Μουσουλμανικές πόλεις (οι Μουσουλμάνοι αποτελούσαν το 70% του αστικού πληθυσμού).
Οι στατιστικές προ του 1881 διαπιστώνουν μια συνεχώς ογκούμενη χριστιανική πλειοψηφία, εξέλιξη που συνοδεύτηκε και από ένα άλλο σημαντικό φαινόμενο: τη συστηματική αγορά γης από τους χριστιανούς. Είναι ενδεικτικό το σχόλιο του Ισμαήλ Χακίμ Πασά ότι, αν οι Χριστιανοί συνέχιζαν με υπομονή, θα κατέληγαν να αγοράσουν χωρίς επανάσταση την Κρήτη από τους Τούρκους. Όλες αυτές οι εξελίξεις συντέλεσαν στη διαμόρφωση της «Κρητικής ιδιαιτερότητας» μέσα στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
''Σε έναν τόπο σαφώς οριοθετημένο -ένα νησί- κατοικούσε ένας πληθυσμός στέρεα ριζωμένος στη γη του, στην πλειονότητα του ομογενής σε ό,τι αφορά τη γλώσσα (Ελληνική), τη θρησκεία (Χριστιανική Ορθόδοξη) και τη συνείδηση ότι ανήκε σε μια συγκεκριμένη εθνική ομάδα, η οποία διέθετε ήδη ανεξάρτητη κρατική υπόσταση σε απόσταση λίγων δεκάδων ναυτικών μιλίων''.
Απέναντι σ' αυτό τον πληθυσμό, η Οθωμανική εξουσία βρισκόταν σε διαρκή κρίση, αδυνατώντας να χαράξει μια συνεπή πολιτική, καθώς η μετριοπάθεια και η αλαζονεία εναλλάσσονταν με την ίδια συχνότητα που αποπέμπονταν οι εκάστοτε ιθύνοντες, μετά τον Μουσταφά Πασά, 37 Γενικοί Διοικητές διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλο σε διάστημα 46 ετών, με 15μηνο μέσο όρο θητείας. Τα δεδομένα αυτά συμβάλλουν στην κατανόηση του φαινομένου των αλλεπάλληλων εξεγέρσεων που ξεσπούν στην Κρήτη σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, εν μέρει με τη συνδρομή των Ελληνικών κυβερνήσεων, αλλά κάποτε και παρά τη θέληση του επίσημου Ελληνικού κράτους.
Η περίοδος της Αιγυπτιοκρατίας (1830 - 1840)
Ο σουλτάνος παραχώρησε την Κρήτη στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλι, ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που του είχε προσφέρει κατά τη διάρκεια της δεκαετούς επανάστασης στην Πελοπόννησο και την Κρήτη, και η παραχώρηση αυτή κατοχυρώθηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Έτσι η Κρήτη περνούσε από την Τουρκική στην Αιγυπτιακή κατοχή, σε μια νέα περίοδο «εστιλβωμένης δουλείας». Ο φιλόδοξος μονάρχης της Αιγύπτου κατανοούσε τη σπουδαιότητα που είχε για τη χώρα του η κατοχή της Κρήτης και απέβλεψε από την αρχή στη μονιμοποίηση της νέας κατάστασης.
Για να αποφύγει εξωτερικές επεμβάσεις και διεθνείς περιπλοκές, έλαβε αμέσως σύντονα μέτρα για την εξασφάλιση της εσωτερικής γαλήνης και την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος με επιφανειακή ισονομία και δικαιοσύνη, ενώ παράλληλα έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα μεγάλων κοινωφελών έργων στο νησί. Για την πραγματοποίηση αυτού του προγράμματος επιβλήθηκε επαχθέστατη φορολογία στο Χριστιανικό πληθυσμό. Οι νέες καταπιέσεις ανάγκασαν τους Κρήτες να προβούν σε έντονη άοπλη διαμαρτυρία στο χωριό Μουρνιές των Χανίων. Η ενέργεια αυτή έμεινε στην ιστορία ως «Κίνημα των Μουρνιών, ή των Μουρνιδών» (Σεπτέμβριος 1833).
Περίπου 7.000 άοπλοι Χριστιανοί από όλες τις επαρχίες της Κρήτης διαδήλωσαν την πικρία και την αγανάκτησή τους και υπέγραψαν αναφορά προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, επικαλούμενοι την προστασία τους. Η αντίδραση της Αιγυπτιακής διοίκησης υπήρξε άμεση και σκληρή. Συνελήφθησαν 41 πρωταίτιοι και απαγχονίστηκαν. Τα φιλόδοξα σχέδια του Μωχάμετ Άλι ενοχλούσαν πολλούς Άγγλους πολιτικούς, οι οποίοι επανειλημμένα έθεσαν το θέμα της κατάληψης της Κρήτης ή της απόσπασής της από την Αιγυπτιακή κυριαρχία.
Τέτοιες επώνυμες προτάσεις έγιναν μετά το κίνημα των Μουρνιδών, και το 1837, όταν είχε δημιουργηθεί πρόβλημα ετοιμότητας του Βρετανικού ναυτικού στην Ανατολική Μεσόγειο, εξαιτίας των επεκτατικών σχεδίων της Ρωσίας. Η κατάληψη και οχύρωση του κόλπου της Σούδας και άλλων επίκαιρων θέσεων των Κρητικών παραλίων ήταν στα άμεσα σχέδια των Άγγλων στρατιωτικών. Από τη δική τους πλευρά, οι Κρήτες άρχισαν να κατανοούν ότι η δύναμη των όπλων δεν ήταν αρκετή για τη λύση του Κρητικού Ζητήματος και ότι η ελευθερία και η εθνική αποκατάσταση του νησιού ήταν κυρίως θέμα της Ευρωπαϊκής διπλωματίας, και περισσότερο της Αγγλικής.
Καθώς μάλιστα η νέα δεσποτεία στην Κρήτη φαινόταν πανίσχυρη και η ξένη διπλωματία δεν έδειχνε καμιά διάθεση να ασχοληθεί με ένα ζήτημα, που μόλις πριν από λίγο το είχε κλείσει. Πολλοί Κρήτες επαναστάτες και διανοούμενοι, που είχαν καταφύγει στην ελεύθερη Ελλάδα, άρχισαν να μεθοδεύουν νέα σχήματα ενεργειών. Επιτροπή Κρητών υπέβαλε στην Αγγλία στις 20 Νοεμβρίου 1839 πρόταση για αποικιακή κατοχή της νήσου ή ακόμη και για ανακήρυξή της σε Αγγλικό προτεκτοράτο. Η Αγγλία, απασχολημένη με άλλα μείζονος σημασίας προβλήματα στην Ανατολή, δεν έδειξε τότε καμιά διάθεση να κινηθεί προς την κατεύθυνση αυτή.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι και αυτός ο φιλέλληνας υπουργός λόρδος Πάλμερστον έδωσε την απάντηση: «Εφόσον η Κρήτη ανήκει de facto et de jure στο Σουλτάνο, θα ήταν αδύνατο για τη Μ. Βρετανία να αποσπάσει το νησί από τη φίλη και σύμμαχο της Τουρκία και να το υπαγάγει στις κτήσεις του Στέμματος». Αλλά και η επίσημη Ελληνική πολιτική αποδοκίμαζε και καταδίκαζε τέτοιες κινήσεις, που όχι μόνο εγκυμονούσαν σοβαρούς κινδύνους για το μέλλον της Κρήτης, αλλά ήταν ενδεχόμενο να προκαλέσουν και για την ίδια την Ελλάδα περιπλοκές, που ίσως οδηγούσαν σε Ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Η μεγάλη κρίση του Ανατολικού Ζητήματος κατά τα έτη 1839 - 1841, με το δεύτερο Τουρκοαιγυπτιακό πόλεμο, επηρέασε, όπως ήταν φυσικό, και τα Κρητικά πράγματα. Η ήττα του Μωχάμετ Άλι στη Συρία κλόνισε την Αιγυπτιακή κυριαρχία στην Κρήτη. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, των οποίων οι αντιθέσεις ευνοούσαν την Τουρκία, αφού το δόγμα της ακεραιότητάς της εξασφάλιζε τις λεπτές ισορροπίες της Ευρωπαϊκής ειρήνης, αποφάσισαν με τη Συνθήκη του Λονδίνου (3 Ιουλίου 1840) να αποσπάσουν την Κρήτη από την Αίγυπτο και να την επαναφέρουν στην απόλυτη κυριαρχία του σουλτάνου.
Η Επανάσταση του Χαιρέτη - Βασιλογεώργη (1841)
Οι νέες αυτές εξελίξεις έδωσαν την ευκαιρία στους εξόριστους Κρήτες οπλαρχηγούς να επιστρέψουν στην Κρήτη και να οργανώσουν νέα επανάσταση, υπολογίζοντας να επαναφέρουν στο τραπέζι της διεθνούς διπλωματίας το Κρητικό Ζήτημα. Μαζί τους κατέβηκε στην Κρήτη και ο νεαρός τότε Έλληνας πολιτευτής Αλέξανδρος Κουμουνδούρος. Ο βασιλιάς Όθωνας και η τότε Ελληνική κυβέρνηση ενθάρρυναν την επανάσταση, που την τοποθετούσαν μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της μεγαλοϊδεατικής πολιτικής της εποχής. Η λεγόμενη «Φιλορθόδοξη Εταιρεία», πού, ας σημειωθεί, ήταν εχθρική προς τον Όθωνα, είχε προγραμματίσει ανάλογες εξεγέρσεις σε πολλές Τουρκοκρατούμενες περιοχές.
Όλοι πίστευαν ότι οι εξεγέρσεις αυτές θα επηρεάζονταν από την εξέλιξη της Κρητικής επανάστασης. Η επανάσταση, που εκδηλώθηκε μόλις το Φεβρουάριο του 1841 (επανάσταση Χαιρέτη και Βασιλογεώργη), είχε περιορισμένη έκταση και ήταν από την αρχή καταδικασμένη σε αποτυχία. Η Ελληνική κυβέρνηση βρισκόταν σε παντελή αδυναμία να βοηθήσει τους επαναστάτες, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις καταδίκασαν από την αρχή το κίνημα. Χαρακτηριστικό των νέων επαναστατικών ιδεών ήταν η οργάνωση της «Κρητών Πολιτείας». Παρά την αποτυχία της, η νέα αυτή Κρητική επανάσταση του 1841 έδωσε την ευκαιρία να προβληθούν αιτήματα, που μόνο πολύ αργότερα θα έβρισκαν τη λύση τους.
Ένα υπόμνημα των επαναστατών της Δυτικής Κρήτης, που υποβλήθηκε στους προξένους των τριών Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας) στις 5 Απριλίου 1841, για την προστασία των δικαιωμάτων του κρητικού λαού και για την εθνική του ανεξαρτησία, δεν βρήκε καμιά ανταπόκριση. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι κατά την επανάσταση αυτή προτάθηκε για πρώτη φορά από Κρήτες επαναστάτες η λύση της αυτονομίας του νησιού. Τη λύση αυτή την απέρριψαν επίσης οι Μ. Δυνάμεις, όχι μόνο γιατί θα αποτελούσε ένα προηγούμενο και για άλλες αλύτρωτες Ελληνικές περιοχές, αλλά κυρίως γιατί θα ήταν η απαρχή νέων διεκδικήσεων για ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Για την Αγγλική πολιτική, με την οποία συνέπλεε τώρα και η Γαλλική, η ένωση με την Ελλάδα θα έφερνε την Κρήτη στη σφαίρα της Ρωσικής επιρροής, και αυτό έπρεπε με κάθε τρόπο να αποτραπεί.
Τα Γεγονότα κατά την Περίοδο (1841-1866) το κίνημα του Μαυρογένη
Η επαναφορά της Κρήτης στη σουλτανική εξουσία (Ιανουάριος 1841), δεν μετέβαλε τις βασικές αρχές της εσωτερικής διοίκησης του νησιού. Κάποιος επαναστατικός αναβρασμός σημειώθηκε το 1848, με αφορμή τα φιλελεύθερα κινήματα στην Ευρώπη το έτος εκείνο, αλλά οι συνθήκες δεν επέτρεπαν τώρα την έκρηξη νέας επανάστασης. Για λόγους στρατιωτικούς πάντως, ο σουλτάνος μετέφερε την πρωτεύουσα της Κρήτης από το Ηράκλειο στα Χανιά (1850), ώστε να βρίσκεται κοντά στο μεγάλο λιμάνι της Σούδας και στους στόλους των Μ. Δυνάμεων. Σημαντικός σταθμός στις ιστορικές εξελίξεις υπήρξε ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853 - 1856).
Με τη Συνθήκη των Παρισίων (1856) ο σουλτάνος υποχρεώθηκε να εκδώσει το περίφημο Χάττι Χουμαγιούν (Αυτοκρατορική Γραφή), με το οποίο παραχωρούσε για πρώτη φορά σημαντικά προνόμια στους Χριστιανούς υπηκόους του (ανεξιθρησκία, προσωπική ελευθερία, εξασφάλιση της ιδιοκτησίας και της τιμής). Η άρνηση των Τουρκικών αρχών της Κρήτης να εφαρμόσουν και στο νησί τις διατάξεις του Χάττι Χουμαγιούν οδήγησε σε νέα επαναστατική ενέργεια, που είναι γνωστή ως «Κίνημα του Μαυρογένη», από το όνομα του Χανιώτη οπλαρχηγού Εμμανουήλ Μαυρογένη (14 Μαΐου 1858).
Ο φόβος για μια νέα επανάσταση, σε περίοδο που η Τουρκία ήταν διεθνώς ταπεινωμένη, ανάγκασε τον σουλτάνο να διαπραγματευτεί με τους αρχηγούς των Κρητών. Στις 7 Ιουλίου 1858 εκδόθηκε σουλτανικό φιρμάνι με το οποίο παραχωρούνταν στους Χριστιανούς της Κρήτης προνόμια θρησκευτικά, διοικητικά, φορολογικά και δικαστικά, καθώς επίσης και το δικαίωμα της οπλοφορίας. Ακόμη, παραχωρήθηκε το προνόμιο της οργάνωσης των Χριστιανικών Δημογεροντιών, θεσμού μεγάλης σημασίας για την εσωτερική οργάνωση και τη ζωή των Χριστιανικών κοινοτήτων. Οι Δημογεροντίες ανέλαβαν το σημαντικό έργο της κοινωνικής πρόνοιας και της παιδείας, με την ίδρυση νοσοκομείων και σχολείων.
Κατά την επόμενη δεκαετία, ως την έκρηξη της μεγάλης επανάστασης του 1866, η Αγγλική προπαγάνδα προσπάθησε να καλλιεργήσει στην Κρήτη την ιδέα της δημιουργίας ενός «νησιωτικού Ελληνικού κράτους», υπό Αγγλική προστασία. Είναι η κίνηση των λεγόμενων «αντεπαναστατών», τους οποίους υποστήριζε και υποκινούσε ο Άγγλος Πρόξενος στα Χανιά Henry Ongley. Η ιδέα δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος, καθώς προσέκρουσε στην καθολική αποδοκιμασία των Κρητών και οι ελάχιστοι υποστηρικτές της απομονώθηκαν ως προδότες της εθνικής ιδέας και διακωμωδήθηκαν με λαϊκές σάτιρες.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ (1866 - 1869)
Τον Μάιο του 1866 οι Χριστιανοί της νήσου υπέβαλαν «ευσεβάστως» στο Σουλτάνο ορισμένα αιτήματα, όπως η ανακούφιση από κάποιους φόρους, η βελτίωση της συγκοινωνίας, η εκλογή των δημογεροντιών, η επανεισαγωγή της Ελληνικής γλώσσας στις δικαιοπραξίες, η εξασφάλιση της προσωπικής ελευθερίας και η δημιουργία σχολείων και νοσοκομείων. Η απάντηση της Υψηλής Πύλης έφθασε στις 20 Ιουλίου και ήταν απορριπτική και απειλητική, ενώ διατασσόταν η σύλληψη των αρχηγών της «ανταρσίας». Ήδη οι Μουσουλμάνοι κατέφευγαν με τις οικογένειες τους στις πόλεις, όπου αισθάνονταν ασφαλέστεροι, ενώ οι Χριστιανοί οπλίζονταν και συγκεντρώνονταν στα βουνά, κηρύσσοντας την «Ένωση».
Η κραυγή της Κρήτης συγκίνησε την Ελληνική κοινή γνώμη, ιδίως μετά το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου (9 Νοεμβρίου 1866). Μέσω μιας ειδικής «Επιτροπής», συγκεντρώνονταν και στέλνονταν στο επαναστατημένο νησί πολεμοφόδια και τρόφιμα, ενώ παράλληλα εθελοντές αποβιβάζονταν κατά καιρούς σε απόμερες ακτές. Ακολούθησε η πλέον επίμονη και αιματηρή από όλες τις επαναστάσεις της Κρήτης του 19ου αιώνα. Διήρκεσε περίπου τρία χρόνια, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να ανατρέψει το διεθνές διπλωματικό κλίμα, που ευνοούσε τη διατήρηση του status quo της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Παράλληλα, η όξυνση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων έφθασε στο αποκορύφωμα της, καθώς οι δύο χώρες διέκοψαν τις διπλωματικές τους σχέσεις και έφθασαν στα πρόθυρα πολέμου, ο οποίος αποσοβήθηκε με την παρέμβαση διεθνούς διάσκεψης που επέβαλε στην Ελλάδα να μην υποθάλπει το σχηματισμό εθελοντικών ομάδων και τον εφοδιασμό των εξεγερμένων. Εγκαταλελειμμένοι πλέον από παντού, οι επαναστάτες υποτάχθηκαν στους Τούρκους ή κατέφυγαν στην Ελλάδα. Όσο κράτησε ο ξεσηκωμός, χιλιάδες σκοτώθηκαν και από τις δύο πλευρές, εκατοντάδες χωριά πυρπολήθηκαν και η παραγωγική βάση του νησιού υπέστη ισχυρό πλήγμα, ενώ περίπου 50.000 γυναικόπαιδα βρέθηκαν πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Ανάμεσα τους και ο μόλις δύο ετών Ελευθέριος Βενιζέλος. Γεννημένος στις 12 ή 24 Αυγούστου του 1864, ο Ελευθέριος ήταν το πέμπτο παιδί του εύπορου Χανιώτη εμπόρου Κυριάκου Βενιζέλου και της Στυλιανής, το γένος Πλουμιδάκη. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1866, η οικογένεια Βενιζέλου κατέφυγε στα Κύθηρα (ως το 1869) και από εκεί στη Σύρο, όπου ο Ελευθέριος παρακολούθησε τις πρώτες τάξεις του σχολείου ως το 1872, οπότε η οικογένεια του επέστρεψε στα Χανιά.
Την περίοδο 1877 - 1879 ο Ελευθέριος συνέχισε τη φοίτηση του στη Μέση Εκπαίδευση στην Αθήνα και την ολοκλήρωσε στη Σύρο το 1880, με ιδιαίτερη επίδοση στην Έκθεση, την Ιστορία και τις ξένες γλώσσες, επιδεικνύοντας «οξύνοια, γοργή αντίληψη και αχόρταγη περιέργεια». Παράλληλα εκδήλωσε το πρώιμο ενδιαφέρον του για τα πολιτικά, γεγονός που έκανε τον πατέρα του να του συστήσει: «Φρόντιζε λοιπόν περί των μαθημάτων και της υγείας σου και μη δίδης ουδεμίαν προσοχήν εις τας φλυαρίας των εφημερίδων». Μια συμβουλή που ο 14χρονος τότε γιος δεν έδειξε να ενστερνίζεται, όπως θα φανεί στη συνέχεια.
Ο Εθνικός Χαρακτήρας της Επανάστασης
Η πρώτη μετά την επανάσταση του 1821 μεγάλη κρίση του Κρητικού Ζητήματος σημειώθηκε το 1866, με μια νέα μεγάλη επανάσταση. Η επανάσταση του 1866 - 1869, το «Δεύτερο '21», όπως ονομάστηκε, αποτελεί την κορυφαία έκφραση του πόθου των Κρητών για ελευθερία και εθνική αποκατάσταση. Το κυρίαρχο σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος», που υποκατέστησε το παλαιό «Ελευθερία ή Θάνατος», εκφράζει εύγλωττα και επιγραμματικά τον εθνικό χαρακτήρα του Κρητικού Ζητήματος, που γρήγορα πήρε μεγάλες διαστάσεις και απασχόλησε σοβαρότατα την Ελληνική και την Ευρωπαϊκή διπλωματία, ως σημαντική πτυχή του όλου Ανατολικού Ζητήματος.
Οι συνθήκες ήταν δυσμενείς, όχι μόνο από την άποψη των στρατιωτικών προπαρασκευών και της αναλογίας των δυνάμεων των επαναστατών με εκείνες της Τουρκίας, αλλά κυρίως από την άποψη της γενικής πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, και ιδιαίτερα η Αγγλία και η Γαλλία, ήταν από την αρχή αντίθετες προς κάθε κίνημα που θα έθετε σε κίνδυνο την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μόνο η Ρωσία, που είχε ταπεινωθεί με τον Κριμαϊκό Πόλεμο και τη συνθήκη των Παρισίων (1856), έδειχνε να ευνοεί την επανάσταση της Κρήτης και την υποκινούσε, μάλιστα, μέσω των αντιπροσώπων της στο νησί.
Η Ελληνική πολιτική παρουσιάστηκε από την αρχή διχασμένη. Ο Δημήτριος Βούλγαρης, που συμπαθούσε την Αγγλική πολιτική, ήταν διστακτικός, ενώ ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, οπαδός της Ρωσικής πολιτικής και δεδηλωμένος φιλοκρητικός, ήταν περισσότερο αποφασιστικός. Η επίσημη όμως κυβέρνηση του Μπενιζέλου Ρούφου ήταν σαφώς αντίθετη. Παρ' όλες αυτές τις αντιξοότητες η Κρήτη βρισκόταν σε διαρκή επαναστατικό πυρετό. Το αίτημα της ένωσης με την Ελλάδα υποβλήθηκε με επίσημη αναφορά της Γενικής Συνελεύσεως των Κρητών (14 Μαΐου 1866) στον σουλτάνο καί στις Μεγάλες Δυνάμεις ως «ομόθυμος και διαρκής πόθος» του Κρητικού λαού.
Η επανάσταση, που εξερράγη τον Αύγουστο του 1866, πήρε αμέσως μεγάλες διαστάσεις. Στην πρώτη επίσημη επαναστατική προκήρυξη της Γενικής Συνελεύσεως των Κρητών στο χωριό Ασκύφου Σφακιών (21 Αυγούστου 1866) δηλώνεται σαφώς ότι η επανάσταση είναι η φυσική συνέχεια του 1821. Η έκρηξη νέας επανάστασης στην Κρήτη δημιούργησε γενικό εθνικό ενθουσιασμό στην άλλη Ελλάδα. Στην Αθήνα ιδρύθηκε η «Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή» και στη Σύρο η «Ειδική επί των Αποστολών Επιτροπή», για την ενίσχυση του Κρητικού αγώνα με αποστολές όπλων, χρημάτων και εφοδίων, αλλά και εθελοντών που έσπευδαν από παντού να ενισχύσουν τους Κρήτες.
Βέβαια, ήταν σε όλους φανερό ότι ο πατριωτισμός και ο ενθουσιασμός δεν αρκούσαν για να αντισταθμίσουν τις κατά πολύ υπέρτερες Τουρκικές δυνάμεις. Το μεγάλο όμως πρόβλημα ήταν ο άμαχος πληθυσμός, που έμενε τις περισσότερες φορές ανυπεράσπιστος στην εκδικητική μανία του εχθρού και έπρεπε να καταφεύγει στα βουνά ή στον εκπατρισμό. Η μεγάλη αυτή επανάσταση έμελλε να εξελιχθεί σε αληθινή τραγωδία, που την αντιμετώπισε εντούτοις ο κρητικός λαός με αξιοθαύμαστη αποφασιστικότητα και καρτερία.
Η Έκρηξη της Επανάστασης και η Οργάνωση του Αγώνα
Τα πολεμικά γεγονότα άρχισαν τον Αύγουστο του 1866 με συγκρούσεις στην περιοχή των Χανίων. Ο σουλτάνος ανέθεσε το έργο της καταστολής της επανάστασης στον Μουσταφά Πασά, που και άλλοτε είχε πολεμήσει στην Κρήτη και είχε λάβει την επωνυμία «Γκιριτλής». Ο Μουσταφά Πασά κάλεσε με προκήρυξή του τους Κρήτες να καταθέσουν τα όπλα, με την υπόσχεση της ικανοποίησης των δίκαιων αιτημάτων τους. Την απάντηση έδωσε η Γενική Συνέλευση των Κρητών: «Το σύνθημα "Ένωσις ή Θάνατος", το οποίον άπασα η Κρήτη ανακήρυξε, δίδει την πρέπουσαν απάντησιν».
Τη γενική αρχηγία του αγώνα είχαν αναλάβει παλαίμαχοι στρατιωτικοί, ενώ λόγιοι ιερωμένοι ανέλαβαν το λεπτό και δυσχερές έργο της αλληλογραφίας με τους ξένους Προξένους και τη διπλωματική διαχείριση του αγώνα. Οργανώθηκε επίσης «Προσωρινή Κυβέρνησις Κρήτης», χωρίς μόνιμη έδρα. Η διαρκής μετακίνηση της έδρας της στα βουνά, ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα, ήταν η αιτία να της δοθεί η επωνυμία «Κυβέρνησις του βουνού». Με κινητό τυπογραφείο εξέδιδε προκηρύξεις προς τον Κρητικό λαό και επίσημη εφημερίδα, την πρώτη Ελληνόφωνη εφημερίδα στο νησί, με τον τίτλο «Κρήτη» και τον υπότιτλο «Ένωσις ή Θάνατος».
Τα Πολεμικά Γεγονότα
Το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου
Ο Μουσταφά Πασάς από το χωριό Επισκοπή έστειλε επιστολή προς την Επαναστατική Επιτροπή του Αρκαδίου ότι πρόκειται εντός των ημερών να καταφθάσει και να είναι έτοιμοι να παραδοθούν. Κατευθύνθηκε λοιπόν προς το χωριό Ρούστικα όπου και διανυκτέρευσε στην Ιερά Μονή του Προφήτη Ηλία, ενώ ο στρατός που τον συνόδευε στρατοπέδευσε στα χωριά Ρούστικα και Άγιος Κωνσταντίνος. Το ξημέρωμα της 5ης Νοεμβρίου, ο Τούρκικος στρατός ξεκίνησε για το Ρέθυμνο όπου και έφθασε το απόγευμα της ίδιας μέρας.
Πολύ σύντομα, τη νύκτα της 7ης προς την 8η Νοεμβρίου ο ισχυρός στρατός του Μουσταφά εμπλουτισμένος με όλες τις δυνάμεις του Ρεθύμνου, Τουρκικές και Αιγυπτιακές που στο σύνολο τους αριθμούσαν πάνω από 15.000 άνδρες, επετέθη στην μονή Αρκαδίου, μέσα στην οποία βρίσκονταν 964 άνθρωποι, από τους οποίους μόλις οι 325 ήταν άνδρες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Μουσταφά, μολονότι συνόδευσε το στρατό αρκετά κοντά στην περιοχή, στρατοπέδευσε με το επιτελείο του στο χωριό Μέση, σε σημείο με πανοραμική θέα, απ’ όπου θα μπορούσε να παρακολουθεί την επίθεση.
Το ξημέρωμα λοιπόν της 8ης Νοεμβρίου, ενώ στην εκκλησία του Μοναστηριού γινόταν η Θεία Λειτουργία για την εορτή των Ταξιαρχών, ακούστηκαν οι σάλπιγγες των Τουρκικών στρατευμάτων που πλησίαζαν στο Αρκάδι. Η ώρα που όλοι από μέρες περίμεναν είχε φθάσει. Ο Ηγούμενος Γαβριήλ προσπάθησε να εμψυχώσει το πλήθος και να τονώσει το πατριωτικό του αίσθημα, εκμηδενίζοντας το φόβο του θανάτου εφόσον η θυσία θα γινόταν για την πατρίδα. Το ίδιο έκανε και ο φρούραρχος Δημακόπουλος που εξήρε την έννοια της Πίστης και της Πατρίδας. Έτσι, ξεκίνησε η οργάνωση της άμυνας.
Οι άνδρες μοιράστηκαν στα σημεία - κλειδιά του μοναστηριού και στην ερώτηση των Τούρκων αν θα παραδοθούν ή θα πολεμήσουν, με μια φωνή απάντησαν πως προτιμούν τον πόλεμο. Από τη στιγμή αυτή άρχισαν να γράφονται οι σελίδες του Αρκαδικού Δράματος που βασίστηκε στον πατριωτισμό τον ηρωισμό και την αυταπάρνηση των επαναστατών. Τα πυροβόλα των Τούρκων έριχναν βολές προς όλες τις κατευθύνσεις με κύριο στόχο την κεντρική/δυτική πύλη του μοναστηριού αλλά και την ανατολική, που ήταν όμως τόσο ενισχυμένες εσωτερικά, ώστε φάνηκε από την αρχή ότι ήταν δύσκολο να κυριευθούν. Η πρώτη απώλεια ήταν ο ανεμόμυλος τον οποίο κατάφεραν να πυρπολήσουν και μαζί να κάψουν και τους πολεμιστές που βρισκόταν μέσα.
Αλλά και οι απώλειες των Τούρκων δεν ήταν λίγες μια και πολλοί άνδρες είχαν σκοτωθεί, δεδομένου ότι οι επαναστάτες βρισκόταν περιχαρακωμένοι μέσα στη μονή σε αντίθεση με εκείνους που ήταν έξω και αποτελούσαν εύκολο στόχο. Παρά το γεγονός ότι τα πράγματα δεν είχαν εξελιχθεί άσχημα μέχρι το τέλος της πρώτης μέρας και οι πολιορκημένοι έδειχναν να αντέχουν ακόμα και να ελπίζουν, τη νύχτα, δεδομένης της ένοπλης υπεροχής των εχθρών, ήταν σαφές ότι έπρεπε να μεριμνήσουν για τη στρατιωτική τους ενίσχυση ζητώντας τη βοήθεια του Πάνου Κορωναίου που βρισκόταν στην περιοχή του Αμαρίου, και των κατοίκων του Μυλοποτάμου.
Τη μεταφορά των επιστολών με τις οποίες ζητούσαν βοήθεια ανέλαβαν, εθελοντικά προσφερόμενοι, δύο οπλαρχηγοί που βγήκαν από το μοναστήρι μεταμφιεσμένοι ως Τούρκοι. Κατόπιν ο ηγούμενος κάλεσε όλους τους πολιορκημένους, πολεμιστές, γέροντες, γυναίκες και παιδιά, να προσευχηθούν στο Ναό της μονής. Αργά την ίδια νύχτα επέστρεψαν οι «ταχυδρόμοι» και μαζί το νέο ότι η πρόσβαση ενισχύσεων ήταν σχεδόν αδύνατη, μια και οι Τούρκοι είχαν κλείσει σχεδόν όλες τις διόδους προς τη μονή. Η δεύτερη μέρα της πολιορκίας, η 9η Νοεμβρίου, ξημέρωσε σκοτεινή. Όλα έδειχναν πως η θέση των πολιορκημένων ήταν δυσάρεστη και χωρίς ελπίδα σωτηρίας.
Μολονότι το ήξεραν και οι ίδιοι, διατηρούσαν ακμαίο το ηθικό τους και το μόνο που σκεφτόταν ήταν πώς θα πέσουν όσο το δυνατόν πιο ηρωικά. Ο Ηγούμενος Γαβριήλ τους προέτρεπε μόλις δουν τους Τούρκους να εισβάλουν, να τρέξουν στην πυριτιδαποθήκη, να βάλουν φωτιά και να θυσιαστούν προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Παρόλα αυτά ο πόλεμος συνεχιζόταν και οι Τούρκοι για δεύτερη μέρα προσπαθούσαν να ρίξουν τη δυτική Πύλη του Μοναστηριού. Την προσπάθεια τους ενίσχυσαν και σχεδόν πέτυχαν το στόχο τους φέρνοντας από το Ρέθυμνο το μεγάλο κανόνι, την περίφημη «Κουτσαχείλα».
Ανοίγοντας ρήγμα στην πύλη και κάνοντας απανωτές εφόδους στο μοναστήρι προσπαθούσαν να αποθαρρύνουν τους επαναστάτες και να τους κάνουν να παραδοθούν. Μάταια όμως, γιατί μέσα στο μοναστήρι ο ηγούμενος Γαβριήλ, ο Φρούραρχος Δημακόπουλος, ο Κωστής Γιαμπουδάκης, η ηρωίδα Χαρίκλεια Δασκαλάκη και όλοι οι πολεμιστές ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο, τρέχοντας από σημείο σε σημείο και προτρέποντας τους άνδρες να μην εγκαταλείπουν τις επάλξεις. Το ρήγμα ωστόσο της δυτικής πύλης επέτρεψε στον εχθρό να αρχίσει να μπαίνει σταδιακά στην αυλή του μοναστηριού. Ο πόλεμος μεταφέρθηκε τότε στο εσωτερικό και ο αγώνας άρχισε να γίνεται σώμα με σώμα.
Όταν πια η αυλή είχε γεμίσει με Τούρκους και όλα έδειχναν να φθάνουν στο τέλος, οι πολιορκημένοι κλείστηκαν στην πυριτιδαποθήκη και ο ήρωας Κωστής Γιαμπουδάκης έβαλε φωτιά προκαλώντας την ανατίναξη της και μαζί την ηρωική θυσία των πολιορκημένων στη μονή Αρκαδίου. Ακολούθησε η φρικτή λεηλασία της μονής από τους Τούρκους που έκαιγαν τα πάντα και σκότωναν όσους είχαν επιζήσει. Ακόμα και ορισμένοι άνδρες που είχαν μείνει στην τραπεζαρία της μονής μη ξέροντας τι είχε γίνει στην πυριτιδαποθήκη, σφαγιάσθηκαν με τον πιο φρικαλέο τρόπο βάφοντας με αίμα το χώρο.
Ο απολογισμός της Τούρκικης λεηλασίας είναι τραγικός. Όπως ήδη έχει αναφερθεί, μέσα στο Μοναστήρι βρισκόταν 964 Χριστιανοί συμπεριλαμβανομένων και των γυναικόπαιδων. Από αυτούς αιχμαλωτίστηκαν 114, διέφυγαν 3 - 4 και οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν. Από την πλευρά των Τούρκων έχασαν τη ζωή τους όχι λιγότεροι από 1500, αν και σχετικά με τον αριθμό αυτό έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Τα πτώματα τους είτε ενταφιάσθηκαν σε διάφορα σημεία είτε έμειναν άταφα, όπως και αρκετών Χριστιανών, τα οποία αργότερα ρίχθηκαν στο κοντινό φαράγγι.
Τα οστά πάντως των περισσότερων Χριστιανών περισυνελλέγησαν αργότερα και τοποθετήθηκαν στον ανεμόμυλο που μετατράπηκε έτσι σε κοιμητήριο των ηρώων ταυ Αρκαδικού δράματος. Η τύχη όσων επέζησαν της τραγωδίας αυτής δεν ήταν καθόλου καλύτερη από εκείνων που άφησαν την τελευταία τους πνοή στο Αρκάδι. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ίδιων, αμέσως μετά την καταστροφή τους αιχμαλώτισαν οι Τούρκοι και τους μετέφεραν όλους, ήταν περίπου 114, μέσα σε άθλιες συνθήκες στην πόλη του Ρεθύμνου.
Οι αιχμάλωτοι υπέστησαν εξευτελισμούς και ταπεινώσεις όχι μόνο από τους Τούρκους αξιωματούχους που τους μετέφεραν αλλά και από εκείνους που τους περίμεναν στην είσοδο της πόλης για να τους πετροβολήσουν και να τους υβρίσουν. Τις γυναίκες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η Δασκαλοχαρίκλεια, και τα παιδιά τα κράτησαν μια εβδομάδα στην εκκλησία των Εισοδίων, ενώ τους άνδρες φυλάκισαν για ένα ολόκληρο χρόνο σε συνθήκες απερίγραπτης φρίκης, και δε θα γλίτωναν από την κατάσταση αυτή αν δεν παρενέβαινε ο εκπρόσωπος της Ρωσίας στο Ρέθυμνο Γεώργιος Σκουλούδης και ο Γενικός Πρόξενος της Ρωσίας στην Κρήτη που επέβαλαν στον Πασά να εξασφαλίσει στοιχειώδη καθαριότητα και ένδυση στους αιχμαλώτους του Αρκαδίου.
Όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο οι Τούρκοι θεώρησαν την άλωση του Αρκαδίου μεγάλη επιτυχία και την εόρτασαν πανηγυρικά με κανονιοβολισμούς. Αντίθετα, η συγκίνηση και η αγανάκτηση που προκάλεσε το γεγονός όχι μόνο στους Κρήτες και τους Έλληνες αλλά και σ’ ολόκληρη την Ευρώπη ακόμα και την Αμερική ήταν τόσο μεγάλη, ώστε μπορούμε να μιλάμε για ένα μεγαλειώδη αντίκτυπο των γεγονότων με σωρεία φιλελληνικών και φιλοκρητικών αντιδράσεων.
Η Διεθνής Απήχηση
Κατά τους πρώτους μήνες της επανάστασης διεξάγονταν επικές μάχες σε όλη την Κρήτη. Τα γεγονότα του πρώτου έτους κορυφώθηκαν με την πολιορκία και το ολοκαύτωμα της ιστορικής Μονής Αρκαδίου (8 Νοεμβρίου 1866). Το γεγονός αυτό προκάλεσε ισχυρή συγκίνηση στην παγκόσμια κοινή γνώμη. «Η ηρωική Μονή, η δίκην φρουρίου αγωνισαμένη, αποθνήσκει ως ηφαίστειον! Τα Ψαρά δεν είναι επικώτερα, το Μεσολόγγι δεν ίσταται υψηλότερον», έγραφε ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ, από τους θερμότερους υποστηρικτές του Κρητικού αγώνα. Επιστολές, ανταποκρίσεις και άρθρα στο διεθνή τύπο δημιούργησαν ευνοϊκό κλίμα υπέρ της αγωνιζόμενης Κρήτης στους λαούς της Ευρώπης και της Αμερικής.
Πολλοί ξένοι φιλοκρητικοί και φιλέλληνες ήλθαν στην Κρήτη για να πολεμήσουν ή για να εργαστούν ως πολεμικοί ανταποκριτές Ευρωπαϊκών και Αμερικανικών εφημερίδων. Ο Κρητικός αγώνας προκάλεσε αληθινή έκρηξη φιλελευθερισμού. Ιδρύθηκαν Εταιρείες και Σύλλογοι για την υποστήριξη του κρητικού αγώνα και κυρίως για την προστασία του δοκιμαζόμενου άμαχου πληθυσμού και την περίθαλψη των προσφύγων, που κατά χιλιάδες κατέφευγαν στον Πειραιά και στα νησιά του Αιγαίου, κυρίως στη Σύρο. Εθελοντές από τη Σερβία, την Ιταλία, την Ουγγαρία και από άλλες περιοχές, ζήτησαν να έλθουν στην Κρήτη, καθώς και πολλοί γνωστοί δημοσιογράφοι της εποχής.
Τολμηροί Έλληνες ναυτικοί πραγματοποιούσαν αποστολές όπλων, τροφίμων και εφοδίων και μετέφεραν εθελοντές από την άλλη Ελλάδα στα παράλια της Κρήτης με τα πλοία «Αρκάδιον» και «Πανελλήνιον». Παρά τις στρατιωτικές επιτυχίες των Τούρκων, η επανάσταση διατηρήθηκε ζωντανή σε όλη την Κρήτη. Η Υψηλή Πύλη, έχοντας να αντιμετωπίσει την κατακραυγή της διεθνούς κοινής γνώμης και την πρόσκαιρη μεταστροφή της γαλλικής διπλωματίας υπέρ των Κρητών, προέβη σε μια κίνηση εντυπωσιασμού. Τον Ιανουάριο του 1867 απέστειλε στην Κρήτη αντιπρόσωπο του σουλτάνου, με δύο κύριες προτάσεις:
α) Την κατάπαυση των εχθροπραξιών και
β) Την αποστολή στην Κωνσταντινούπολη δύο αντιπροσώπων, ενός Χριστιανού και ενός Μουσουλμάνου, οι οποίοι θα συνεργάζονταν με την Υψηλή Πύλη για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Παράλληλα, ανακάλεσε τον Μουσταφά Πασά και διόρισε στη θέση του ως σερασκέρη της Κρήτης τον Ομέρ, που είχε τη φήμη ενός από τους καλύτερους στρατηγούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Ομέρ έφτασε στην Κρήτη το Μάρτιο του 1867 και άρχισε αμέσως εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Εντούτοις, οι επιτυχίες του δεν έφεραν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Απέδειξαν απλώς ότι οι επαναστάτες δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν τον τακτικό Τουρκικό στρατό.
Όμως, η μονιμοποίηση της Τουρκικής κατοχής στις διάφορες περιοχές δεν ήταν εφικτή. Μόλις αποχωρούσε ο Τουρκικός στρατός, οι επαναστάτες επέστρεφαν από τα απρόσιτα κρησφύγετά τους. Ένας αληθινός φαύλος κύκλος είχε δημιουργηθεί και η επανάσταση είχε εξελιχθεί σε τραγωδία, με κύριο θύμα τον άμαχο πληθυσμό.
Το Τέλος της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης
Η Ευρωπαϊκή διπλωματία αναζητούσε πολιτική λύση στο Κρητικό ζήτημα. Ήδη οι αποστολές εθελοντών, εφοδίων και όπλων από την Ελλάδα είχαν εξαγριώσει την Τουρκία. Με τελεσίγραφο της η Τουρκία στα τέλη Δεκεμβρίου 1868 κατηγορούσε την Ελλάδα για ενεργό ανάμειξη στην Κρητική επανάσταση και επέσειε την απειλή ενός Ελληνοτουρκικού πολέμου, ο οποίος αποφεύχθηκε μόνο με την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Ελλάδα, υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, αναγκάστηκε να δεχθεί τους όρους του Τουρκικού τελεσιγράφου και να σταματήσει τις αποστολές εθελοντών και εφοδίων στην Κρήτη.
Η Τουρκία από το άλλο μέρος υποχώρησε στις υποδείξεις της Αγγλίας και πρότεινε στους επαναστάτες μια έντιμη λύση, με την παραχώρηση γενικής αμνηστίας και νέων προνομίων στον Κρητικό λαό. Τον Ιανουάριο του 1869 τα γεγονότα εξελίχθηκαν ραγδαία. Η Ευρωπαϊκή διπλωματία είχε πια οριστικά στραφεί υπέρ της Τουρκίας. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν με τη Συνθήκη των Παρισίων (9 - 20 Ιανουαρίου) να απαγορευθεί στην Ελλάδα ο σχηματισμός εθελοντικών σωμάτων για δράση στα Τουρκικά εδάφη, καθώς και ο εφοδιασμός από τα Ελληνικά λιμάνια πλοίων «προορισμένων να βοηθήσουν υπό οιανδήποτε μορφήν πάσαν απόπειραν εξεγέρσεως εις τας κτήσεις της Α. Μ. του σουλτάνου».
Η επανάσταση είχε πλέον εκπνεύσει, χωρίς να πραγματοποιηθεί ο πόθος των Κρητών για ελευθερία και εθνική αποκατάσταση. Οι ανθρώπινες απώλειες και οι υλικές καταστροφές υπήρξαν για την Κρήτη ανυπολόγιστες, αλλά και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το γόητρο υπέστη ανεπανόρθωτο πλήγμα, καθώς φάνηκε ανίκανη να δαμάσει ένα νησί, παρά τον τρομακτικό όγκο των δυνάμεών της σε άνδρες και οπλισμό.
Ο ''Οργανικός Νόμος της Κρήτης''
Ήδη από τις αρχές Σεπτεμβρίου 1867 ο σουλτάνος είχε διατάξει διακοπή των εχθροπραξιών για πέντε εβδομάδες, προτείνοντας γενική αμνηστία και πολιτική λύση στο Κρητικό Ζήτημα. Αργότερα, έστειλε στην Κρήτη τον πρωθυπουργό του, τον μεγάλο Βεζίρη Ααλή Πασά, κομιστή διοικητικών και άλλων παραχωρήσεων, που αποτέλεσαν τη βάση ενός νέου καταστατικού χάρτη διοίκησης της Κρήτης, του λεγόμενου «Οργανικού Νόμου». Οι επαναστάτες απέρριψαν τις Τουρκικές προτάσεις, αλλά ο Ααλή Πασά προχώρησε με ταχύτητα στην επεξεργασία του Οργανικού Νόμου.
Προκήρυξε εκλογές στις κατεχόμενες από τους Τούρκους περιοχές και συγκρότησε μια συνέλευση από 30 Μουσουλμάνους και 20 Χριστιανούς, ανθρώπους χωρίς κανένα κύρος και καμιά επιβολή, εκλεγμένους με υποσχέσεις και δωροδοκίες. Έτσι προχώρησε στην ψήφιση του Οργανικού Νόμου, που τέθηκε σε εφαρμογή στις 3 Φεβρουαρίου 1868. Οι βασικές διατάξεις του Οργανικού Νόμου ήταν οι εξής:
- Η Κρήτη αποτελούσε ένα βιλαέτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διοικούμενο από Γενικό Διοικητή (βαλή) Μουσουλμάνο, τον οποίο διόριζε ο σουλτάνος.
- Το νησί διαιρέθηκε σε πέντε διοικήσεις και είκοσι επαρχίες.
- Στην κεντρική και στις επαρχιακές διοικήσεις θα μπορούσαν να διορίζονται και Χριστιανοί υπάλληλοι.
- Στη σύνθεση των δικαστηρίων θα μετείχαν Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, ενώ αιρετοί σύμβουλοι θα μετείχαν στο κεντρικό συμβούλιο της Γενικής Διοίκησης και στα διοικητικά συμβούλια των νομών και των επαρχιών.
- Αναγνωρίστηκε η ισοτιμία των δύο γλωσσών.
- Θεσμοθετήθηκαν διάφορες φορολογικές ελαφρύνσεις.
Τα σκιώδη αυτά προνόμια του Οργανικού Νόμου, που έθεταν το Κρητικό Ζήτημα σε νέες βάσεις, αποτέλεσαν στο εξής σταθερό σημείο αναφοράς για όλα τα επόμενα απελευθερωτικά κινήματα του νησιού, ως την αυτονομία.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ (1869 - 1898)
Η Κρήτη από το 1868 ως το 1878
Ο Οργανικός Νόμος ίσχυσε για μια δεκαετία, ως τη νέα επανάσταση του 1878. Παρά τις θριαμβολογίες της Υψηλής Πύλης, που επιχειρούσε να παρουσιάσει τον Οργανικό Νόμο ως χειρονομία καλής θέλησης και ως απόδειξη παραχώρησης νέων προνομίων, ο νόμος αυτός ήταν στην πραγματικότητα φενάκη. Η μεγάλη αδικία σε βάρος του Χριστιανικού στοιχείου του νησιού φάνηκε αμέσως με τις διατάξεις για την εκλογή αντιπροσώπων στη Γενική Συνέλευση. Οι 250.000 του Χριστιανικού στοιχείου εξέλεγαν 38 αντιπροσώπους, ενώ οι μόλις 70.000 του Μουσουλμανικού 36. Ακόμη και οι Εβραίοι, που ήταν μόλις 50 οικογένειες σε ολόκληρη την Κρήτη, εξέλεγαν 1 αντιπρόσωπο.
Έτσι, από την αρχή ο Οργανικός Νόμος έγινε αντικείμενο λαϊκής σάτιρας, που εκφράστηκε με πολύ ενδιαφέροντα στιχουργήματα, τα οποία κυκλοφορούσαν ανώνυμα και πολλές φορές τοιχοκολλούνταν σε κεντρικούς δρόμους των Κρητικών πόλεων ως παράνομες εφημερίδες τοίχου. Η λαϊκή έκφραση «Τση Κρήτης ο Οργανισμός του ντοβλετιού ο στολισμός» αποδίδει την απέχθεια που ένιωθαν οι Κρητικοί για το νέο αυτό κατασκεύασμα της Υψηλής Πύλης. Οι Τουρκικές αρχές της Κρήτης εφάρμοζαν κατά γράμμα τις διατάξεις του Οργανικού Νόμου και φυλάκιζαν ή εξόριζαν επιφανείς Κρήτες με την παραμικρή υποψία. Η κατάσταση κατά τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση του 1866 ήταν αληθινά τραγική.
Ο πληθυσμός είχε ελαττωθεί με τον πόλεμο και τους συνεχείς εκπατρισμούς, τα χωριά είχαν ερημωθεί, τα σπίτια ήταν ερειπωμένα και ακατοίκητα και τα κτήματα έμεναν ακαλλιέργητα. Η Υψηλή Πύλη φρόντιζε να στέλνει στην Κρήτη Γενικούς Διοικητές φανατικούς Μουσουλμάνους, που διακατέχονταν από πνεύμα μισαλλοδοξίας. Το πνεύμα αυτό εξέφραζε, κατά την περίοδο αυτή, και το πανίσχυρο «Κόμμα των Μπέηδων», αντίθετο προς κάθε ιδέα παραχώρησης προνομίων και εξίσωσης του Χριστιανικού με το Μουσουλμανικό στοιχείο. Από το 1871 η Τουρκία εισήλθε σε περίοδο πολιτικής αστάθειας, που χαρακτηρίζεται ως περίοδος του «Οθωμανικού Χάους».
Την περίοδο αυτή της πολιτικής ρευστότητας και αστάθειας αναβίωσε το παλαιό σχέδιο της Αγγλικής διπλωματίας, για την ίδρυση Αγγλικού προτεκτοράτου στην Κρήτη. Την ιδέα υποστήριζαν οι Αγγλόφιλοι Κρήτες, οι οποίοι όμως δεν διέθεταν λαϊκό έρεισμα. Άλλοι πολιτευτές του νησιού, που ήταν αντίθετοι προς την άποψη αυτή, προωθούσαν την ιδέα για ίδρυση «Ηγεμονίας», κατά το πρότυπο της Σάμου. Οι απόψεις αυτές είχαν απλώς θεωρητικό χαρακτήρα, αφού η Υψηλή Πύλη δεν είχε καμία διάθεση να μεταβάλει, με δική της μάλιστα πρωτοβουλία, το καθεστώς της Κρήτης. Το πρώτο Τουρκικό σύνταγμα (σύνταγμα Μιδάτ), δεν προέβλεπε καμιά μεταβολή στο καθεστώς της Κρήτης, παρά τα έντονα διαβήματα των Κρητών.
Από τον Οργανικό Νόμο του 1868 στη Συνθήκη της Χαλέπας του 1878
Παρά την αποτυχία της, η Επανάσταση του 1866 - 1869 είχε ένα σημαντικό παράπλευρο αποτέλεσμα. Έναν ειδικό διοικητικό κανονισμό για την Κρήτη, που έμεινε γνωστός ως Οργανικός Νόμος. Ο νόμος αυτός προέβλεπε τη συμμετοχή Χριστιανών στο διοικητικό μηχανισμό και στα δικαστήρια, την ισότιμη χρήση της Τουρκικής και της Ελληνικής γλώσσας στη διοίκηση και την ίδρυση Γενικής Συνέλευσης με μεικτή σύνθεση, που θα νομοθετούσε μέτρα επί τοπικών ζητημάτων (όπως η συγκοινωνία, τα δημόσια έργα, η γεωργία, η εκπαίδευση κτλ.), υπό τον όρο ότι οι αποφάσεις της θα επικυρώνονταν από την Οθωμανική κυβέρνηση.
Στα πρώτα χρόνια, η συνέλευση λειτούργησε υποτυπωδώς, με ασύμμετρη εκπροσώπηση των εθνικών ομάδων (οι Χριστιανοί, που αποτελούσαν το 74% του πληθυσμού, είχαν πλειοψηφία μόλις δύο και στη συνέχεια μίας μόνο έδρας), διώξεις των «ενοχλητικών» πληρεξουσίων και επικύρωση ελάχιστων μόνο αποφάσεων της. Η λειτουργία της δημιούργησε ένα χώρο συζήτησης και αντιπαράθεσης πάνω στα βασικά προβλήματα του πληθυσμού της Κρήτης, ανέδειξε τη δυναμικότητα του Χριστιανικού στοιχείου ως φορέα προόδου και απέδειξε ότι η στοιχειωδώς ορθολογική διαχείριση ακόμη και των απλούστερων τοπικών ζητημάτων ερχόταν εκ των πραγμάτων σε σύγκρουση με την ίδια τη φύση της οθωμανικής κυριαρχίας.
Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877 - 1878 δημιούργησε ένα νέο μεταρρυθμιστικό κίνημα στους κόλπους της Χριστιανικής κοινότητας της Κρήτης, με εκφραστή τη Γενική Συνέλευση. Δεν είναι ίσως άμοιρο της εξέλιξης αυτής και το γεγονός ότι η αρχική αγροτική κοινωνική σύνθεση του σώματος είχε αρχίσει να αλλάζει, όταν κατέλαβαν τα έδρανα του νέοι μορφωμένοι Χριστιανοί πληρεξούσιοι, που είχαν σπουδάσει στην Ελλάδα. Ήδη στη συνέλευση του 1876, οι Χριστιανοί είχαν θέσει θέμα μεταρρύθμισης του Οργανικού Νόμου, με έμφαση στην αναλογικότερη εκπροσώπηση του Χριστιανικού πληθυσμού, την κατάρτιση τοπικού προϋπολογισμού, την απαγόρευση φυλάκισης χωρίς προηγούμενη δικαστική απόφαση και την ελεύθερη οικοδόμηση ναών.
Η απάντηση της Υψηλής Πύλης υπήρξε απορριπτική για τα περισσότερα αιτήματα. Η στάση αυτή ικανοποίησε τους Μουσουλμάνους, αλλά προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στο Χριστιανικό πληθυσμό. Ταυτόχρονα, έκαναν την εμφάνιση τους στα βουνά οι πρώτες ένοπλες ομάδες. Η Οθωμανική διοίκηση επιχείρησε να πλήξει το κίνημα εν τη γενέσει του, συλλαμβάνοντας το δικηγόρο Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, πληρεξούσιο Κυδωνιάς και ηγετική προσωπικότητα της Χριστιανικής κοινότητας, αναγκάστηκε όμως τελικώς να τον απελευθερώσει, όταν οι εκλογείς αρνήθηκαν να ψηφίσουν αντικαταστάτη του και συγκρότησαν -για πρώτη φορά στην ιστορία- συλλαλητήριο στο κέντρο των Χανίων.
Τα γεγονότα αυτά σηματοδοτούν ανάγλυφα την ψυχολογική μεταβολή του φρονήματος των Χριστιανών και την πορεία παρακμής του Οθωμανικού ελέγχου στο νησί. Σύντομα επέρχεται η ήττα της Τουρκίας στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο και η Υψηλή Πύλη υποχρεώνεται να υπογράψει, τον Οκτώβριο του 1878, τη λεγόμενη Σύμβαση της Χαλέπας, που επέφερε αξιοσημείωτες μεταρρυθμίσεις:
Οριζόταν πενταετής θητεία των Γενικών Διοικητών, με μνεία του ενδεχομένου να είναι χριστιανικού θρησκεύματος (έχοντας, σε κάθε περίπτωση, δίπλα τους σύμβουλο του αντίθετου θρησκεύματος). Ιδρυόταν μεικτή τοπική χωροφυλακή. Τα διοικητικά και δικαστικά έγγραφα θα συντάσσονταν και στις δύο γλώσσες, ενώ η Ελληνική θα αποτελούσε τη μοναδική επίσημη γλώσσα της Γενικής Συνέλευσης, η οποία θα είχε σαφή Χριστιανική πλειοψηφία (49 χριστιανοί, έναντι 31 Μουσουλμάνων).
Το Ιδιότυπο Κοινοβουλευτικό Καθεστώς της Τουρκοκρατούμενης Κρήτης (1878 - 1889)
Η επόμενη δεκαετία χαρακτηρίζεται από την απόπειρα εφαρμογής στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη ενός καθεστώτος που είχε κάποια στοιχειώδη κοινοβουλευτικά στοιχεία. Η εφαρμογή αυτή ανέδειξε ανάγλυφα τις αντιφάσεις και τα όρια αυτού του καθεστώτος. Την εποχή εκείνη είχε παγιωθεί η διαίρεση των Χριστιανών της Κρήτης σε δύο πολιτικές μερίδες: αυτή των Φιλελευθέρων (ή Ξυπόλυτων) κι εκείνη των Συντηρητικών (ή Καραβανάδων).
Οι τελευταίοι συγκροτούσαν τη φιλική προς τη διοίκηση πολιτική μερίδα, που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, όσους είχαν δράσει κατά καιρούς ως συνεργάτες των Τούρκων, αλλά και συντηρητικούς «νοικοκυραίους», όπως και μερίδα του ανώτερου κλήρου. Η μερίδα αυτή συμμαχούσε συχνά με το αντίστοιχο Μουσουλμανικό Κόμμα των Μπέηδων, στο οποίο συνυπήρχαν επιφανείς Μουσουλμάνοι, μέλη φανατικών θρησκευτικών αδελφοτήτων, αλλά και οι φτωχότεροι Μουσουλμάνοι έποικοι (κυρίως Βορειοαφρικανοί), με κοινό χαρακτηριστικό την αντίδραση ακόμα και στα απλούστερα μεταρρυθμιστικά μέτρα που προωθούσε η ίδια η Υψηλή Πύλη και την υπονόμευση όσων Διοικητών επιχειρούσαν να τα εφαρμόσουν.
Η διαπάλη μεταξύ των δύο μερίδων έφθασε στο αποκορύφωμα της το 1888, όταν η φιλελεύθερη μερίδα κέρδισε για πρώτη φορά τις εκλογές και πέτυχε την ψήφιση σημαντικών νόμων για την οργάνωση των δήμων, την αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής κ.ά., συμπεριλαμβανομένου και του νέου εκλογικού νόμου, που προέβλεπε καθολική μυστική ψηφοφορία. Οι επόμενες εκλογές, που διεξήχθησαν το 1889 με το νέο αυτό νόμο, οδήγησαν στο θρίαμβο της φιλελεύθερης μερίδας, που ανέδειξε 40 πληρεξουσίους, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος είχε πρόσφατα (1887) αποφοιτήσει από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στα χρόνια των σπουδών του είχαν εκδηλωθεί για πρώτη φορά δημόσια οι ρητορικές και ηγετικές ικανότητες του νεαρού Κρητικού, επιβεβαιώνοντας την έφεση του προς την πολιτική, όπως προκύπτει και από το παρακάτω επεισόδιο: Το 1886 ο Βενιζέλος συνάντησε τον επισκεπτόμενο τότε την Αθήνα Τζόζεφ Τσάμπερλεν, με αφορμή κάποιες δηλώσεις του τελευταίου, προκειμένου να του εκθέσει την προβληματική κατάσταση που επικρατούσε στην Κρήτη και τους λόγους για τους οποίους οι Κρήτες επέμεναν στο αίτημα τους για Ένωση με την Ελλάδα. Προκάλεσε ιδιαιτέρως ζωηρή εντύπωση στο Βρετανό πολιτικό, αφού ο τελευταίος εμφανίζεται να προσχωρεί πλήρως στις απόψεις του, όπως καταγράφεται και στις εφημερίδες της εποχής.
To 1889, σε ηλικία μόλις 25 χρόνων, ο Βενιζέλος εκλέγεται για πρώτη φορά πληρεξούσιος Κυδωνιάς, στη θέση του αποχωρήσαντος γαμπρού του, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (που είχε νυμφευθεί την αδελφή του Βενιζέλου, Κατίγκω), ο οποίος του παραχώρησε και την εφημερίδα του Λευκά Όρη. Η εφημερίδα επανακυκλοφόρησε από τους Ελ. Βενιζέλο, Κ. Φούμη, Χ. Πωλογεώργη και Ι. Μοάτσο, οι οποίοι και συγκρότησαν μια εκσυγχρονιστική ομάδα εντός του κόμματος των Φιλελευθέρων, που έγινε γνωστή ως «Λευκορείτες», λόγω του ονόματος του εντύπου τους.
Η Επανάσταση του 1878 και η Σύμβαση της Χαλέπας
Η νέα κρίση του Ανατολικού Ζητήματος, με την έκρηξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου την άνοιξη του 1877, ήταν μια καλή ευκαιρία για την οργάνωση νέου επαναστατικού κινήματος στην Κρήτη. Οργανώθηκαν αμέσως επαναστατικά κομιτάτα, εκλέχθηκε 24μελής Επιτροπή για τη διαχείριση του Κρητικού Ζητήματος και ιδρύθηκε στην Αθήνα το «Κρητικόν Κέντρον», για τη συγκέντρωση εφοδίων και όπλων. Ενώ άρχισαν να κατεβαίνουν στην Κρήτη οι εξόριστοι οπλαρχηγοί, η διαφαινόμενη ήττα της Τουρκίας ενθάρρυνε την ελληνική κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη να δηλώσει απερίφραστα ότι θα υποστήριζε μια νέα επανάσταση στην Κρήτη (27 Δεκεμβρίου 1877).
Η επανάσταση εξερράγη τον Ιανουάριο του 1878 και πήρε αμέσως Παγκρήτιες διαστάσεις. Η κατάρρευση της Τουρκίας στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο είχε άμεσες επιπτώσεις στην εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος. Το άρθρο 15 της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (Φεβρουάριος 1878) υποχρέωνε την Τουρκία σε πλήρη εφαρμογή του Οργανικού Νόμου του 1868. Τον Ιούλιο 1878 οι Πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κρήτη επέβαλαν ανακωχή, με τη διαβεβαίωση ότι το Κρητικό Ζήτημα επρόκειτο να απασχολήσει το Συνέδριο του Βερολίνου, το οποίο θα αναθεωρούσε τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Η Γενική Συνέλευση των Κρητών εξέλεξε δύο αντιπροσώπους για το Συνέδριο του Βερολίνου αλλά η Ελληνική Κυβέρνηση, επειδή φοβόταν μήπως οι Κρήτες αντιπρόσωποι πιεσθούν και αποδεχθούν τη λύση της ηγεμονίας, εγκατέλειψε το πάγιο αίτημα της ένωσης και απαγόρευσε τη μετάβαση τους στο Βερολίνο. Η απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Συνέδριο του Βερολίνου δεν διέφερε ουσιαστικά από εκείνη του Αγίου Στεφάνου. Η απειλή όμως της συνέχισης της επανάστασης ανάγκασε την Τουρκία να δεχθεί πρόταση της Αγγλίας για νέες παραχωρήσεις στον Κρητικό λαό.
Αποτέλεσμα των νέων διαβουλεύσεων υπήρξε ο λεγόμενος «Χάρτης της Χαλέπας», μια νέα Σύμβαση, που υπογράφηκε τον Οκτώβριο 1878 στο ομώνυμο προάστιο των Χανίων και επικυρώθηκε αμέσως με σουλτανικό διάταγμα. Επρόκειτο για ένα νέο Οργανικό Νόμο, που ίσχυσε και αυτός για μια περίπου δεκαετία, ως την επανάσταση του 1889. Οι κυριότερες διατάξεις του Χάρτη της Χαλέπας ήταν οι εξής:
- Ο Γενικός Διοικητής της Κρήτης θα μπορούσε να είναι και Χριστιανός. Η θητεία του ήταν πενταετής, με δυνατότητα ανανέωσης.
- Ο Γενικός Διοικητής θα είχε ένα σύμβουλο από το άλλο θρήσκευμα (Μουσουλμάνο, αν ήταν Χριστιανός, και Χριστιανό, αν ήταν Μουσουλμάνος).
- Η Γενική Συνέλευση (Βουλή), στην οποία θα πλειοψηφούσαν για πρώτη φορά οι Χριστιανοί, θα είχε 80 μέλη (49 Χριστιανούς και 31 Μουσουλμάνους).
- Ιδρύθηκε Κρητική Χωροφυλακή.
- Αναγνωρίστηκε η Ελληνική ως επίσημη γλώσσα των δικαστηρίων και της Γενικής Συνέλευσης. Μόνο τα επίσημα πρακτικά, οι αποφάσεις των δικαστηρίων και η επίσημη αλληλογραφία θα συντάσσονταν και στις δύο γλώσσες.
- Χορηγήθηκε γενική αμνηστία.
- Θεσμοθετήθηκαν σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις.
- Παραχωρήθηκε για πρώτη φορά το δικαίωμα της ίδρυσης Φιλολογικών Συλλόγων και της έκδοσης εφημερίδων.
Η Σύμβαση της Χαλέπας ήταν ένα νέο βήμα προς τη λύση του Κρητικού Ζητήματος. Δημιουργούσε ένα καθεστώς ημιαυτόνομης επαρχίας, με ιδιαίτερα προνόμια. Οι ρυθμίσεις της Σύμβασης αυτής άλλαξαν για πρώτη φορά τη μορφή της ζωής στην Κρήτη και ανέτρεψαν υπέρ των Χριστιανών την έως τότε κατάσταση. Η Σύμβαση αυτή αν και τερμάτιζε όλα τα επαναστατικά κινήματα που είχαν εκδηλωθεί από το 1868 και νεότερα και ειδικά της περιόδου 1875 - 1878, δεν τηρήθηκε απόλυτα με συνέπεια ν΄ ακολουθήσουν νεότερες εξεγέρσεις, ειδικότερα μετά το 1889 όπου και ανεστάλη, με συνέπεια να ξεσπάσει η Κρητική Επανάσταση (1895 - 1898) που είχε ως επακόλουθο αφενός τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και αφετέρου την οριστική επίλυση της αυτονομίας της Κρήτης και την ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας (1898).
Η Κρήτη στη Δεκαετία (1878 - 1888)
Το αποτέλεσμα των ευεργετικών διατάξεων της Σύμβασης της Χαλέπας φάνηκε αμέσως. Η Υψηλή Πύλη διόρισε Χριστιανό Γενικό Διοικητή, τον Αλέξανδρο Καραθεοδωρή, τον οποίο διαδέχθηκε ένας πολύ μορφωμένος και δραστήριος άνθρωπος, ο Ιωάννης Φωτιάδης, που είχε και διοικητική και διπλωματική εμπειρία, καθώς είχε χρηματίσει πρεσβευτής της Τουρκίας στην Αθήνα. Διοίκησε την Κρήτη ως το 1885, με φρόνηση και δικαιοσύνη. Υποστήριξε την παιδεία, με την ίδρυση σχολείων, και προώθησε τη λύση μεγάλων και σοβαρών οικονομικών προβλημάτων. Στις μεγάλες πόλεις ιδρύθηκαν Φιλεκπαιδευτικοί Σύλλογοι, και λήφθηκαν μέτρα για την προστασία των αρχαιοτήτων του νησιού.
Είναι βέβαιο ότι χωρίς τα μέτρα αυτά πολλά από τα τεκμήρια της Κρητικής αρχαιότητας θα βρίσκονταν σήμερα σε ξένες χώρες. Η παραχώρηση του δικαιώματος για έκδοση εφημερίδων άνοιξε το δρόμο στην Κρητική δημοσιογραφία. Είναι αξιοσημείωτο ότι ήδη από το 1880 παρατηρείται στην Κρήτη ένας αληθινός δημοσιογραφικός πυρετός, με την ίδρυση και έκδοση για πρώτη φορά Ελληνικών εφημερίδων, με μαχητικούς δημοσιογράφους, που ριψοκινδύνευαν καθημερινά, απειλούμενοι με φυλακίσεις και εξορίες από τους Τούρκους. Αλλά τη θετική αυτή εικόνα ήλθε να σκιάσει το πάθος των κομματικών ανταγωνισμών.
Τη δεκαετία αυτή, η Κρήτη γνώρισε περίοδο κομματικών φατριασμών, που είχαν σοβαρότατες επιπτώσεις στην εσωτερική ενότητα του Χριστιανικού στοιχείου και στην ομαλή εξέλιξη του πολιτικού βίου. Δύο μεγάλα κόμματα είχαν ιδρυθεί, οι Καραβανάδες και οι Ξυπόλυτοι, με διαφορετικές απόψεις και θέσεις για το Κρητικό Ζήτημα. Τα δύο αυτά κόμματα όξυναν τα πολιτικά πάθη, που πολλές φορές προκάλεσαν πράξεις βίας, καταστροφές και φόνους. Το Κρητικό Ζήτημα φαινόταν τώρα να έχει λησμονηθεί μέσα στη δίνη των πολιτικών παθών. Το 1888 προβλήθηκε για μια ακόμη φορά η ιδέα της Αγγλικής προστασίας, που όμως απορρίφθηκε από τους περισσότερους πολιτικούς και στρατιωτικούς αρχηγούς.
Στην εφημερίδα «Λευκά Όρη», ο Ελευθέριος Βενιζέλος, νεαρός δικηγόρος τότε και ανατέλλων αστήρ στο πολιτικό στερέωμα της Κρήτης, έγραφε: «Προτιμώμεν χιλιάκις την Τουρκικήν κυριαρχίαν από πάσης Αγγλικής». Ήταν βέβαιο ότι η Τουρκική κυριαρχία στην Κρήτη θα καταλυόταν γρήγορα, ενώ η αποτίναξη μιας ενδεχόμενης Αγγλικής κατοχής θα ήταν δύσκολη και ίσως αδύνατη και έτσι, ο εθνικός πόθος της Κρήτης δεν θα μπορούσε να βρει δικαίωση.
Η Επανάσταση του 1889 και οι Συνέπειες της
Ενώ οι πρώτες συνεδριάσεις της νέας Γενικής Συνέλευσης ξεκινούσαν μέσα σε κλίμα έντονης αντιπαράθεσης, αιφνιδίως οι πληρεξούσιοι των Καραβανάδων δήλωσαν ότι, θεωρώντας ως μόνη λύση την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, αποφάσισαν να απόσχουν από τις εργασίες της συνέλευσης. Η απροσδόκητη και άκαιρη αυτή ενέργεια, η οποία έλαβε χώρα παρά τις προσπάθειες του Έλληνα προξένου στα Χανιά να την αποτρέψει, έθεσε τους Φιλελευθέρους ενώπιον δεινού διλήμματος, καθώς, αν αντιδρούσαν, κινδύνευαν να κατηγορηθούν για εθνική μειοδοσία.
Κατόπιν αυτού, παραμένοντας στη Γενική Συνέλευση, ψήφισαν με τη σειρά τους μια σειρά οικονομικών αιτημάτων, όπως την ενσωμάτωση των δασμών στον τοπικό προϋπολογισμό και την ίδρυση Γεωργικής Τράπεζας. Τότε η αντιπολίτευση, εγκαταλείποντας άρδην τα περί «Ένωσης», ζήτησε την αντικατάσταση του Γενικού Διοικητή Σαρτίνσκι Πασά και την ακύρωση όλων των πράξεων της Γενικής Συνέλευσης, ενώ παρόμοια αιτήματα υπέβαλε και το Κόμμα των Μπέηδων. Η Οθωμανική κυβέρνηση υποσχέθηκε μεν τη μελλοντική σύσταση Τράπεζας, αλλά απέρριψε τα υπόλοιπα αιτήματα, με την αιτιολογία ότι είχαν διατυπωθεί από συνάθροιση που δεν εκπροσωπούσε νομίμως τον τόπο.
Η εξέλιξη αυτή αποθάρρυνε αρχικά τους Καραβανάδες, αλλά στη συνέχεια αποφασίστηκε η περαιτέρω εκβίαση των πραγμάτων. Μέσω της τρομοκράτησης των Μουσουλμάνων της υπαίθρου επιχείρησαν να δημιουργήσουν τετελεσμένα, ελπίζοντας να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική τους θέση. Έτσι ξεκίνησαν οι πρώτες ένοπλες συμπλοκές μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, αλλά και μεταξύ Χριστιανών των αντιμαχόμενων μερίδων, ενώ άρχισαν και οι συνήθεις επιθέσεις του εξαγριωμένου Μουσουλμανικού όχλου κατά των Χριστιανών κατοίκων των πόλεων.
Προκειμένου να αποτρέψουν περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης, οι επικεφαλής των δύο χριστιανικών μερίδων κατέληξαν σε μια καταρχήν συμφωνία, καθώς οι Φιλελεύθεροι δέχθηκαν να συναινέσουν στο αίτημα αντικατάστασης του Πασά, υπό τον όρο της άμεσης διάλυσης των συναθροίσεων των Συντηρητικών. Αν και η Οθωμανική κυβέρνηση αποδέχθηκε το κοινό, πλέον, αίτημα και έσπευσε παύσει το Γενικό Διοικητή, οι ηγέτες της συντηρητικής παράταξης δεν τήρησαν τα συμφωνηθέντα. Η δυναμική των πραγμάτων τους είχε άλλωστε καταστήσει ομήρους των ένοπλων οπαδών τους που αρνούνταν κάθε συμβιβασμό, δίνοντας με τον τρόπο αυτό και την αφορμή στον εξοπλισμό παραστρατιωτικών Μουσουλμανικών ομάδων.
Ομάδων που ενέτειναν τη δράση τους εναντίον των Χριστιανών, των οποίων οι οικογένειες έσπευσαν για μια ακόμη φορά να καταφύγουν στην Ελλάδα. Μέσα σ' αυτό το κλίμα και ενώ η Ελληνική κυβέρνηση δήλωνε την πρόθεση της να επέμβει για την προστασία του Χριστιανικού πληθυσμού, ο νέος Οθωμανός Στρατιωτικός Διοικητής κήρυξε στρατιωτικό νόμο, κατορθώνοντας να περιορίσει τη δράση των αδιάλλακτων Μουσουλμάνων και να απωθήσει τους ένοπλους Χριστιανούς στα ορεινά, ενώ οι περισσότεροι πολιτικοί παράγοντες, ασχέτως κομματικής ένταξης -ανάμεσα τους και ο Ελευθέριος Βενιζέλος- διέφυγαν στην Ελλάδα (τον Οκτώβριο του 1889).
Η σημαντικότερη όμως συνέπεια της «επανάστασης» του 1889 ήταν ότι έδωσε το πρόσχημα να καταργηθούν οι περισσότερες από τις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις. Ταυτόχρονα, κηρυσσόταν μεν θεωρητικά αμνηστία, αλλά εξαιρούνταν όσοι από τους αρχηγούς των επαναστατών είχαν ήδη καταδικαστεί, καθώς και τα πολιτικά πρόσωπα που θεωρήθηκαν πρωτεργάτες των «ταραχών». Μεταξύ αυτών περιλαμβανόταν και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος, αν και είχε σαφώς αντιταχθεί στα τελευταία γεγονότα, αναγνωριζόταν έτσι με τον επισημότερο τρόπο από τον αντίπαλο ως αδιαμφισβήτητη ηγετική προσωπικότητα του Κρητικού λαού.
Το 1888 είχαν προκηρυχθεί εκλογές για την ανάδειξη πληρεξουσίων για τη Γενική Συνέλευση. Στις εκλογές αυτές κέρδισε το κόμμα των Ξυπόλυτων. Το κόμμα των Καραβανάδων, που υποστήριζε ότι οι εκλογές δεν είχαν διεξαχθεί ομαλά, αντέδρασε με τρόπο απροσδόκητο και απερίσκεπτο. Στη Γενική Συνέλευση της 6ης Μαΐου 1889 κατέθεσε αιφνιδιαστικά σχέδιο Ψηφίσματος, με το οποίο κήρυττε την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Η πράξη κρίθηκε ευθέως ανατρεπτική, η Συνέλευση διαλύθηκε, τα στελέχη των Καραβανάδων κατέφυγαν στα βουνά και κήρυξαν νέα ένοπλη επανάσταση.
Η άκαιρη και επιπόλαιη αυτή ενέργεια είχε ολέθριες συνέπειες για το Κρητικό Ζήτημα. Στο νησί κηρύχθηκε ο στρατιωτικός νόμος και σημειώθηκαν βιαιοπραγίες και ληστρικές ενέργειες σε βάρος του άμαχου Χριστιανικού πληθυσμού. Παράλληλα η Υψηλή Πύλη, με το πρόσχημα ότι κινδυνεύουν στην Κρήτη οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί, ανακάλεσε τα προνόμια του Χάρτη της Χαλέπας (17 Δεκεμβρίου 1889). Στην Κρήτη επανήλθε η τρομοκρατία περασμένων καιρών και επιβλήθηκε επαχθέστατη φορολογία.
Η Ιδέα της Μεταπολίτευσης και η Επανάσταση του (1895 - 1896)
Η πενταετία 1889 - 1894 χαρακτηρίζεται ως η πιο ζοφερή περίοδος της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη. Η προσωπική ελευθερία, η περιουσία και η τιμή των Κρητών ήταν στη διάκριση των εξαγριωμένων ατάκτων Οθωμανών (Βασιβουζούκων), που μαζί με φανατισμένους Τουρκοκρητικούς δημιούργησαν παντού κλίμα φόβου και ανασφάλειας. Οι νυκτερινές επιθέσεις σε χωριά, οι διώξεις των κληρικών, οι δολοφονίες και οι βεβηλώσεις ναών και μοναστηριών ήταν φαινόμενο καθημερινό. Την περίοδο αυτή της μεγάλης αναρχίας γεννήθηκε η ιδέα της «Μεταπολιτεύσεως», δηλαδή ενός καθεστώτος αυτόνομης ή ημιαυτόνομης πολιτείας υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου και υπό την προστασία των Μ. Δυνάμεων.
Εμπνευστής της ιδέας αυτής ήταν ο Σφακιανός πολιτευτής Μανούσος Κούνδουρος, ο οποίος πίστευε ότι οι συνθήκες που επικρατούσαν δεν επέτρεπαν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και έπρεπε να μεθοδευτούν λύσεις άλλου τύπου, δηλαδή ενός καθεστώτος προσωρινού, που θα αποτελούσε το προστάδιο για την οριστική λύση του Κρητικού Ζητήματος. Τις ιδέες αυτές φαινόταν να ασπάζεται και ο Άγγλος Πρόξενος στα Χανιά. Ένα υπόμνημα του Κούνδουρου, υποβλήθηκε στους Προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων. Τρία ήταν τα κύρια σημεία του υπομνήματος:
- Να ανακηρυχθεί η Κρήτη αυτόνομη πολιτεία φόρου υποτελής στον σουλτάνο, έναντι 15.000 Οθωμανικών λιρών ετησίως.
- Να διορίζεται Χριστιανός διοικητής με πενταετή θητεία, χωρίς να έχει ο σουλτάνος δικαίωμα να τον παύσει ή να τον αντικαταστήσει.
- Να επαναχορηγηθούν με ουσιώδεις βελτιώσεις όλα τα προνόμια του Χάρτη της Χαλέπας, που είχαν ανακληθεί μετά την επανάσταση του 1889.
Η πράξη αυτή θεωρήθηκε ευθέως επαναστατική ενέργεια και ο Γενικός Διοικητής διέταξε να συλληφθούν οι αρχηγοί της «Μεταπολιτεύσεως». Έτσι άρχισε η νέα και τελευταία περίοδος των κρητικών επαναστάσεων, οι οποίες οδήγησαν το Κρητικό Ζήτημα στη λύση του. Οργανώθηκε πάλι στην Κρήτη η «Γενική Επαναστατική των Κρητών Συνέλευσις» και ανασυστάθηκε στην Αθήνα η «Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή». Οι βιαιότητες που είχαν διαπραχθεί σε βάρος των Χριστιανών είχαν προκαλέσει μεγάλη ένταση και φανερή διάθεση αντεκδικήσεων από μέρους των επαναστατών.
Μπροστά σ' αυτήν την κατάσταση, οι Μ. Δυνάμεις επενέβησαν και ανάγκασαν την Τουρκία να παραχωρήσει ένα νέο «Οργανικό Νόμο», που προέβλεπε την επαναφορά του Χάρτη της Χαλέπας, με βελτιώσεις των προνομίων. Ο νέος αυτός κανονισμός παρείχε για πρώτη φορά στις Μ. Δυνάμεις της Ευρώπης το δικαίωμα επέμβασης, για την προστασία του άμαχου πληθυσμού από τις συνεχείς και ανεξέλεγκτες βιαιοπραγίες.
Προς την Αυτονομία - Οι Επαναστάσεις του (1895 - 1897)
Τα επόμενα χρόνια συνεχίστηκαν οι αυθαιρεσίες της Οθωμανικής εξουσίας, ενώ οι χριστιανοί αρνούνταν στην πλειονότητα τους να δεχθούν διορισμούς σε δημόσιες θέσεις ή να συμμετάσχουν στις εκλογές. Ανάλογη στάση κράτησε και ο Βενιζέλος, ο οποίος επέστρεψε στα Χανιά τον Μάιο του 1890 και έκτοτε παρέμεινε, για μια πενταετία περίπου, μακριά από την ενεργό πολιτική. Στο διάστημα αυτό ασκούσε τη δικηγορία, ενώ παντρεύτηκε τη Μαρία Κατελούζου, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά (τον Κυριάκο και τον Σοφοκλή). Ο θάνατος της συζύγου του κατά το δεύτερο τοκετό, το 1894, αποτέλεσε σκληρό πλήγμα.
Τον Μάρτιο του 1895 τοποθετήθηκε στη θέση του Γενικού Διοικητή ο Καραθεοδωρή Πασάς, ο οποίος κατόρθωσε να πείσει τους Χριστιανούς να αποστείλουν αντιπροσώπους στη Γενική Συνέλευση. Παρά το γεγονός ότι ο Βενιζέλος είδε ευνοϊκά τις προσπάθειες του Καραθεοδωρή, δεν έλαβε μέρος σε εκείνες εκλογές, ευρισκόμενος ακόμα υπό την επήρεια του προσωπικού του δράματος. Σύντομα όμως η κατευναστική πολιτική του Καραθεοδωρή οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, καθώς οι μεν αδιάλλακτοι Μουσουλμάνοι επιδόθηκαν σε βιαιοπραγίες, οι δε Χριστιανοί προέβησαν σε αντεκδικήσεις.
Ενώ ο Πασάς διέλυε θορυβημένος τη Γενική Συνέλευση, ένας Σφακιανός δικαστικός, ο Μανούσος Κούνδουρος, πρωτοστατούσε στη συγκρότηση μιας Επιτροπής που ονομάστηκε Μεταπολιτευτική, ζητώντας την παραχώρηση μερικής αυτονομίας στην Κρήτη υπό χριστιανό Διοικητή και την επαναφορά των προνομίων της Χαλέπας σε βελτιωμένη μορφή. Ήταν η πρώτη φορά που μια εξέγερση δεν ξεκινούσε με το πάγιο αίτημα της «Ένωσης», αλλά έθετε εξαρχής μεταρρυθμιστικούς στόχους. Παρόλ' αυτά, η δράση της θεωρήθηκε επαναστατική και ο Καραθεοδωρή ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον Φεβρουάριο του 1896.
Η γενική αμνηστία που προσφέρθηκε δεν βρήκε ανταπόκριση και οι εχθροπραξίες επεκτάθηκαν. Κατόπιν αυτού, στάλθηκε ως νέος Διοικητής ο Γεώργιος Βέροβιτς Πασάς. Στις 31 Ιουλίου 1896, υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, παραχωρήθηκε νέος Οργανικός Νόμος, που προέβλεπε το διορισμό Χριστιανού Διοικητή με την έγκριση των Δυνάμεων, τη συγκρότηση Κρητικής Χωροφυλακής με Ευρωπαίους οργανωτές και την κατάληψη των δημοσίων αξιωμάτων από ντόπιους Χριστιανούς και Μουσουλμάνους σε αναλογία 2:1. Παράλληλα, χορηγούνταν εγγυήσεις δικαστικής και οικονομικής ανεξαρτησίας. Ο νέος Οργανισμός κατασίγασε προς στιγμή τα πάθη· δεν άργησε όμως να προκύψει νέο αδιέξοδο.
Οι αδιάλλακτοι Μουσουλμάνοι της νήσου, σε συνεργασία με σκληροπυρηνικούς κύκλους της Οθωμανικής κυβέρνησης, υπονόμευσαν το νέο καθεστώς, δημιουργώντας ένα κλίμα τρομοκρατίας, που επιδεινώθηκε ραγδαία από τις μαζικές σφαγές του Χριστιανικού πληθυσμού των πόλεων και τις πυρπολήσεις Χριστιανικών συνοικιών, καθώς και τις μεμονωμένες δολοφονίες Χριστιανών παραγόντων. Και ενώ οι Χριστιανοί συγκροτούσαν επίσης ένοπλα σώματα και οι Μεγάλες Δυνάμεις αναζητούσαν τρόπους εξόδου από την κρίση, καταλήγοντας στην απόφαση διεθνούς επέμβασης, η Ελληνική κυβέρνηση αποφάσιζε να τους προλάβει με την κατάληψη της νήσου.
Έτσι, τη νύκτα της 2ας προς 3η Φεβρουαρίου 1897, Ελληνικά μεταγωγικά αποβίβασαν στο Κολυμπάρι της Δυτικής Κρήτης εκστρατευτικό σώμα 15.000 ανδρών. Σχεδόν ταυτοχρόνως, Ευρωπαϊκά πολεμικά πλοία αποβίβαζαν αγήματα, με τη σύμφωνη γνώμη της Υψηλής Πύλης, δηλώνοντας ότι λαμβάνουν υπό την προστασία τους τις πόλεις και το λιμάνι της Σούδας και ότι θα αντιπαρατεθούν με τις Ελληνικές δυνάμεις, αν αυτές επιχειρούσαν κατάληψη τους.
Κατόπιν διαβουλεύσεων, οι Μεγάλες Δυνάμεις κατέληξαν σε κοινή διακοίνωση, σύμφωνα με την οποία η Κρήτη δεν ήταν δυνατό προς το παρόν να προσαρτηθεί στην Ελλάδα, αλλά μπορούσε να κηρυχθεί αυτόνομη, εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με την προϋπόθεση να αποσυρθούν τα Ελληνικά στρατεύματα. Η αρνητική απάντηση της Αθήνας, που ελήφθη υπό την πίεση των αδιάλλακτων και της κοινής γνώμης, χωρίς καμιά στρατιωτική ή διπλωματική προετοιμασία, επρόκειτο να οδηγήσει στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, που έμεινε γνωστός υπό τη μάλλον εξωραϊστική επωνυμία «ατυχής».
Ταυτόχρονα, όμως, επέσπευσε την εξέλιξη των γεγονότων στην Κρήτη, οριστικοποιώντας την απόφαση διεθνούς κατοχής της νήσου και την ανακήρυξη της σε αυτόνομη ηγεμονία, θέτοντας έτσι de facto τέρμα στην επί τρεις και πλέον αιώνες κατοχή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όταν ξέσπασαν οι ταραχές του Ιανουαρίου του 1897, ο Βενιζέλος βρισκόταν στην ύπαιθρο των Χανίων, έχοντας πλέον αποφασίσει τη συμμετοχή του στις επόμενες εκλογές. Βλέποντας από μακριά τον καπνό από την πυρπολημένη πόλη, έλαβε ίσως την πιο κρίσιμη απόφαση της πολιτικής του σταδιοδρομίας.
Εγκαταλείποντας τη μέχρι τότε μετριοπάθεια και το δισταγμό του για τις ένοπλες εξεγέρσεις, ενώθηκε με μια ομάδα χριστιανών που κατέλαβε το Ακρωτήρι, κηρύσσοντας, για άλλη μια φορά, την «Ένωση». Χάρη στις γνώσεις και τις ικανότητες του, αλλά και στη γενναιότητα που επέδειξε κατά τις κρίσιμες εκείνες στιγμές, γρήγορα αναδείχθηκε ως ο βασικός εκπρόσωπος των επαναστατών στις λεπτές διαπραγματεύσεις με τους ξένους ναυάρχους και διπλωμάτες, ενώ παράλληλα διατηρούσε επαφή και με τους Έλληνες αξιωματικούς του εκστρατευτικού σώματος που είχε αποβιβαστεί στο νησί.
Ο ρόλος του υπήρξε αποφασιστικός και του εξασφάλισε μια θέση στη μεταβατική Εκτελεστική Επιτροπή, που ανέλαβε να διαχειριστεί τα πράγματα ως την εγκαθίδρυση του καθεστώτος της αυτονομίας. Η οριστική επανάκαμψή του στην κεντρική πολιτική σκηνή ήταν πλέον γεγονός.
Οι Τελευταίες Επαναστάσεις (1897 - 1898)
Η αντίδραση του ντόπιου Μουσουλμανικού στοιχείου, και κυρίως των Τουρκοκρητών και των ατάκτων (Βασιβουζούκων), στην εφαρμογή του νέου Οργανισμού ήταν και πάλι βίαιη. Μπροστά σ' αυτήν την κατάσταση, οι επαναστάτες των Χανίων, μεταξύ των οποίων ηγετική θέση είχε ήδη ο Ελευθέριος Βενιζέλος, υπέγραψαν, στο Ακρωτήρι, Ψήφισμα (25 Ιανουαρίου 1897), με το οποίο κήρυτταν την κατάλυση της Τουρκικής κατοχής της Κρήτης και την ένωση με την Ελλάδα και καλούσαν το βασιλιά Γεώργιο Α' να καταλάβει το νησί. Παρόμοια ψηφίσματα υπέγραψαν αμέσως και υπέβαλαν στις Μ. Δυνάμεις της Ευρώπης όλες οι επαναστατικές οργανώσεις της Κρήτης.
Σε λίγες ημέρες η επανάσταση είχε γενικευθεί και ολόκληρη η Κρήτη βρισκόταν σε επαναστατικό πυρετό, με το σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος». Ο διορισμός του Άγγλου Μπορ, ως αρχηγού της Κρητικής χωροφυλακής, ήταν μια προσπάθεια της Υψηλής Πύλης να δείξει ότι σέβεται τις διεθνείς συνθήκες, αλλά η ενέργεια αυτή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Παράλληλα με τον επαναστατικό αναβρασμό, κορυφώθηκε και η διπλωματική κίνηση για το Κρητικό Ζήτημα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να επέμβουν στην Κρήτη, για την προστασία του άμαχου πληθυσμού, σύμφωνα με τον ισχύοντα Οργανικό Νόμο.
Η Ελληνική Κυβέρνηση, έπειτα από μια περίοδο αναποφασιστικότητας, έσπευσε και αυτή να προλάβει την επέμβαση των Μ. Δυνάμεων και πήρε την απόφαση να αποστείλει στην Κρήτη στρατεύματα και να την καταλάβει στο όνομα του βασιλιά των Ελλήνων. Η επιχείρηση ανατέθηκε στο συνταγματάρχη του πυροβολικού Τιμολέοντα Βάσσο, ο οποίος αποβιβάστηκε στην Κρήτη την 1η Φεβρουαρίου 1897 και με προκήρυξη προς τον Κρητικό Λαό ανακοίνωσε την κατοχή της Κρήτης από τον ελληνικό στρατό, την κατάλυση των νόμων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την εφαρμογή του Ελληνικού συντάγματος και της Ελληνικής νομοθεσίας.
Η νέα αυτή τροπή των πραγμάτων εξόργισε τις Μ. Δυνάμεις, οι οποίες έσπευσαν να αποκλείσουν τα Κρητικά παράλια και να αποβιβάσουν στρατιωτικά αγήματα στα Χανιά. Η Κρήτη τέθηκε για πρώτη φορά επίσημα υπό διεθνή προστασία. Οι πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες των Ελλήνων και των επαναστατών ανάγκασαν τις Μ. Δυνάμεις να επέμβουν, προτείνοντας για πρώτη φορά επίσημα τη λύση της αυτονομίας (17 Φεβρουαρίου 1897). Όμως, τόσο οι Κρήτες πολιτικοί και στρατιωτικοί αρχηγοί, όσο και η ελληνική κυβέρνηση την απέρριψαν κατηγορηματικά.
Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 και η Λύση της Αυτονομίας
Η ενεργός ανάμειξη της Ελλάδας στην επανάσταση της Κρήτης ήταν η αφορμή του ατυχούς Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να ανακαλέσει τις δυνάμεις της από την Κρήτη (21 Απριλίου) και το Κρητικό όνειρο για την ένωση φάνηκε να διαψεύδεται για μια ακόμη φορά. Έτσι, οι ηγέτες των Κρητών αποφάσισαν να δεχθούν την προτεινόμενη από τις Μεγάλες Δυνάμεις λύση της αυτονομίας, την οποία ως τότε απέρριπταν κατηγορηματικά. Τα πιο ακανθώδη σημεία στην πρόταση των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν η μορφή του νέου πολιτεύματος και, κυρίως, το πρόσωπο του πρώτου ηγεμόνα.
Οι Κρήτες ζητούσαν να είναι Ευρωπαίος «διότι μόνον Ευρωπαίος Κυβερνήτης θα κέκτηται και εξωτερικός το αναγκαίον κύρος, όπως υποστηρίξη τελεσφόρως την αυτονομίαν τον τόπου κατά ενδεχομένην επέμβασιν και επιβουλήν της Πύλης». Στο πρόσωπο όμως κοινής αποδοχής από την Ευρώπη δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν μεταξύ τους οι Μ. Δυνάμεις, και έτσι πρότειναν και επέβαλαν ως Ύπατο Αρμοστή τον πρίγκιπα Γεώργιο, δευτερότοκο γιο του βασιλιά Γεωργίου Α' της Ελλάδας. Τα όπλα είχαν πλέον σιγήσει, αλλά δεν είχαν κατατεθεί. Στις επανειλημμένες εκκλήσεις και πιέσεις των Ναυάρχων των Μ. Δυνάμεων για αφοπλισμό.
Οι Κρήτες έθεταν ως απαράβατο όρο και προϋπόθεση την απομάκρυνση από την Κρήτη του Τουρκικού στρατού, ο οποίος ήταν το σύμβολο της Τουρκικής κατοχής αλλά και το στήριγμα των ατάκτων και των Τουρκοκρητών. Η Κρήτη τέθηκε υπό διεθνή προστασία με διανομή των περιφερειών της μεταξύ των Δυνάμεων. Την περιοχή των Χανίων ανέλαβαν Γάλλοι, του Ρεθύμνου Ρώσοι, του Ηρακλείου Άγγλοι και του Λασιθίου Ιταλοί.
Η Εκτελεστική Επιτροπή της Κρήτης εργάστηκε σκληρά για την οργάνωση των επιμέρους θεμάτων της διοίκησης του νησιού, σε στενή συνεργασία με τις κατά τόπους επαναστατικές επιτροπές και υπό την εποπτεία και την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Το πρόβλημα ήταν η ομαλή μετάβαση της εξουσίας στο πρόσωπο του Ύπατου Αρμοστή.
Η Μεγάλη Σφαγή του Ηρακλείου
Για την ομαλή μετάβαση της εσωτερικής διοίκησης της Κρήτης από το σουλτανικό σύστημα στο νέο καθεστώς της αυτονομίας, έπρεπε να εγκατασταθούν στις διάφορες θέσεις οι νέοι υπάλληλοι του Εκτελεστικού της Κρήτης. Καθώς απόσπασμα του Αγγλικού στρατού εγκαθιστούσε στο Ηράκλειο τους φορολογικούς υπαλλήλους το πρωί της 25ης Αυγούστου 1898, εξαγριωμένοι Τούρκοι, με την παρότρυνση των Τουρκικών στρατιωτικών και διοικητικών αρχών, κινήθηκαν σε μια πρωτοφανούς αγριότητας σφαγή του άμαχου πληθυσμού, σε εμπρησμούς και λεηλασίες σπιτιών και καταστημάτων των Χριστιανών.
Μεταξύ των θυμάτων ήταν και ο Λυσίμαχος Καλοκαιρινός, Υποπρόξενος της Αγγλίας στο Ηράκλειο, καθώς και 17 Άγγλοι στρατιώτες. Ο Αγγλικός στόλος αναγκάστηκε να κανονιοβολήσει την πόλη, ολοκληρώνοντας την καταστροφή. Η μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου επέσπευσε τη λύση του Κρητικού Ζητήματος. Τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία παρουσίασαν το δράμα της πόλης του Ηρακλείου με τα μελανότερα χρώματα και δημοσίευσαν καταλόγους των θυμάτων και των προσφύγων. Η πόλη τέθηκε υπό την αυστηρή επιτήρηση των στρατευμάτων των Μ. Δυνάμεων και άρχισαν ανακρίσεις για την ανεύρεση και τιμωρία των πρωταιτίων.
Το Εκτελεστικό της Κρήτης απηύθυνε αγωνιώδεις εκκλήσεις προς τον Κρητικό λαό, σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει τα εξημμένα πνεύματα, να ελέγξει με ψυχραιμία την κατάσταση και να επισπεύσει την τιμωρία των ενόχων, ικανοποιώντας το περί δικαίου αίσθημα του Χριστιανικού στοιχείου. Η διαδικασία της τιμωρίας των ενόχων άρχισε στις 8 Σεπτεμβρίου 1898. Απαγχονίστηκαν 17 σημαίνοντες Τουρκοκρητικοί, που θεωρήθηκαν πρωταίτιοι και υποκινητές των βιαιοπραγιών, ενώ πολλοί άλλοι καταδικάστηκαν σε πολυετείς φυλακίσεις και εξορίες.
Παράλληλα με την τιμωρία των πρωταιτίων, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποδέχθηκαν το πάγιο αίτημα των Χριστιανών της Κρήτης για την απομάκρυνση του Τουρκικού στρατού, παρά τις πολλές επιφυλάξεις και τις παρελκυστικές κινήσεις της Αγγλικής διπλωματίας. Ο δρόμος προς την ελευθερία είχε ανοίξει. Στις 2 Νοεμβρίου 1898 και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης εγκατέλειπε οριστικά την Κρήτη. Στις 5 Νοεμβρίου 1898 οι Κρήτες κατέθεσαν τα όπλα, υπακούοντας στην εντολή του Εκτελεστικού, για να διευκολυνθεί η ομαλή μεταβίβαση της εξουσίας στον εντολοδόχο των Μεγάλων Δυνάμεων πρίγκιπα Γεώργιο, ο οποίος έφτασε στην Κρήτη ένα μήνα αργότερα, στις 9 Δεκεμβρίου 1898.
ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟ∆Ο 1896 - 1909 ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Η νευραλγική θέση της Κρήτης στο µέσο σχεδόν της κλειστής θάλασσας της Μεσογείου της προσδίδει µια τεράστια και ζωτική γεωστρατηγική αξία και σηµασία. Αποτελεί το σταυροδρόµι συνάντησης τριών ηπείρων, της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, καθώς και το σηµείο συσσώρευσης λαών και πολιτισµών ανά τους αιώνες. Ως ενδιάµεσος σταθµός των θαλάσσιων οδών της Μεσογείου που οδηγούν προς τους ωκεανούς αποτέλεσε «µήλον της έριδος» για τις ισχυρές δυνάµεις που κατά καιρούς εµφανίστηκαν στο προσκήνιο της ιστορίας. Το 1669 η Κρήτη πέρασε στην κατοχή της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, όπου ενσωµατώθηκε ως Βιλαέτι, ύστερα από αγώνες κατά των Βενετών που διήρκεσαν πάνω από είκοσι χρόνια (1645 - 1669).
Ο έλεγχος της Κρήτης από την παρακµάζουσα Οθωµανική Αυτοκρατορία αποτελούσε ένα πρόσκοµµα για τα αποικιοκρατικά και εµπορικά συµφέροντα των ισχυρών Ευρωπαϊκών κρατών. Από το 17ο αιώνα και µετά οι Μεγάλες ∆υνάµεις άρχισαν να προσβλέπουν στις κτήσεις της καταρρέουσας Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, προκειµένου να επωφεληθούν πολιτικά και οικονοµικά, ενώ, παράλληλα, µε την είσοδο της Τσαρικής Ρωσίας στους κόλπους της σύγχρονης Ευρώπης προσδόθηκε νέα µορφή στο πανάρχαιο Ανατολικό Ζήτηµα. Οι κατά καιρούς αγώνες των Ελλήνων, µε αποκορύφωµα την Επανάσταση του 1821, για την απόκτηση της ανεξαρτησίας τους, προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των Μεγάλων ∆υνάµεων, οι οποίες έκαναν αισθητή την παρουσία τους στα Ελληνικά πελάγη.
Η παρουσία τους αυτή δεν αποσκοπούσε σε τίποτε άλλο εκτός από την εξυπηρέτηση των συµφερόντων τους και τη διατήρηση των ισορροπιών στην ανατολική Μεσόγειο, µε τη συντήρηση και διαιώνιση του Ανατολικού Ζητήµατος. Σε αυτό ενσωµατώθηκε και το Κρητικό Ζήτηµα, που αφορούσε την αυτοδιάθεση και το σεβασµό των δικαιωµάτων του Κρητικού λαού. Μεταξύ των ισχυρών Ευρωπαϊκών κρατών δηµιουργήθηκε ένα πλέγµα συµµαχιών και ανταγωνισµών που οδηγούσαν σε συγκρούσεις άλλοτε στρατιωτικές και άλλοτε πολιτικές, οικονοµικές και διπλωµατικές.
Ιδιαίτερα η Γαλλία, ως αποικιακή ανταγωνίστρια της Βρετανίας, µετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878), πέτυχε την κατάκτηση της Τυνησίας και κινήθηκε για τη δηµιουργία ενός αποικιακού κράτους στην κεντρική και δυτική Αφρική. Παράλληλα, προσπάθησε να διεισδύσει στη νότια Κίνα και την Ινδοκίνα. Το 1891 η αυξανόµενη φιλία της Γαλλίας προς τη Ρωσία επισφραγίσθηκε µε τη σύναψη συνθήκης µεταξύ των δύο χωρών, η οποία ανανεώθηκε µε τη µορφή πολιτικής συµµαχίας το 1893. Η Γαλλορωσική συµµαχία αποτελούσε το αντίβαρο της Αυστρογερµανικής.
Ο Ευρωπαϊκός Πολεµικός Στόλος και ο Ελληνικός Στρατός
Η µεγάλη Κρητική επανάσταση του 1866 ευαισθητοποίησε τη διεθνή κοινή γνώµη και ανάγκασε τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία, παρά την αδιαφορία τους για τα τεκταινόµενα στην Κρήτη, να υποχρεώσουν την Υψηλή Πύλη να προβεί σε παραχωρήσεις και µεταρρυθµίσεις στη διοίκηση του Κρητικού λαού, οι οποίες το 1868 πήραν τη µορφή του Οργανικού Νόµου. Ο Γαλλογερµανικός πόλεµος του 1870 και η Ρωσοτουρκική σύρραξη του 1877 αποτέλεσαν ανασταλτικούς παράγοντες για την άµεση επέµβαση των Μεγάλων ∆υνάµεων στα Κρητικά ζητήµατα.
Η Υψηλή Πύλη ελάχιστα σεβάστηκε τον Οργανικό Νόµο, µια στάση που, σε συνδυασµό µε τις πολεµικές συγκρούσεις που ξέσπασαν, οδήγησε σε µια ακόµη επανάσταση στην Κρήτη το 1878, η οποία έληξε µε την υπογραφή της Σύµβασης της Χαλέπας. Το πάγιο αίτηµα του Κρητικού λαού για ένωση µε την Ελλάδα οδήγησε στην επανάσταση του 1889, η οποία δεν υποστηρίχθηκε από την Ελληνική κυβέρνηση και τις Ευρωπαϊκές δυνάµεις παρά τις υποσχέσεις τους για την υποστήριξη των δίκαιων αιτηµάτων του Κρητικού λαού. Η αποτυχία της επανάστασης έδωσε την αφορµή στους Τούρκους να αναστείλουν την εφαρµογή της Σύµβασης της Χαλέπας.
Η Κρήτη επανήλθε στα χρόνια προ του Οργανικού Νόµου. Οι βιαιοπραγίες, οι διώξεις και οι δολοφονίες σε βάρος των Χριστιανών Κρητικών πυροδότησαν µία ακόµη εξέγερση το 1895 µε σκοπό την ανάκτηση των χαµένων προνοµίων. Σταθµό για την εξέλιξη του Κρητικού Ζητήµατος και αποφασιστική καµπή για τα πολιτικά δρώµενα στην Κρήτη αποτέλεσε η πολιορκία, από τους εξεγερµένους, της Τουρκικής φρουράς του Βάµου, που διήρκεσε από τις 4 ως τις 18 Μαΐου 1896. Παράλληλα, οι πρόξενοι των Μεγάλων ∆υνάµεων ειδοποίησαν τις κυβερνήσεις τους να αποστείλουν πολεµικά πλοία προκειµένου να προστατέψουν τους ξένους υπηκόους στο νησί.
Πράγµατι, το Μάιο του 1896 κατέπλευσαν στα Χανιά πέντε πολεµικά πλοία (Γαλλικό, Ρωσικό, Βρετανικό, Ιταλικό και Αυστριακό). Η Γαλλική κυβέρνηση επισήµανε στις άλλες προστάτιδες δυνάµεις ότι η οποιαδήποτε επέµβαση στις κρητικές υποθέσεις δε θα έπρεπε να θίγει το κύρος του σουλτάνου. Η Γαλλία δεν αντιλήφθηκε την παρελκυστική πολιτική και στάση του σουλτάνου Abdul Hamid II, γεγονός που οφειλόταν κατά ένα µεγάλο ποσοστό στη Γαλλοτουρκική φιλία καθώς και στην αδικαιολόγητη αισιοδοξία της γαλλικής κυβέρνησης για την καλή θέληση της Υψηλής Πύλης.
Η σύσταση της «Γενικής Επαναστατικής των Κρητών Συνελεύσεως», η επανασύσταση της «Κεντρικής των Κρητών Επιτροπής» στην Αθήνα, η σιωπηρή υποστήριξη του αγώνα από την Ελληνική κυβέρνηση, καθώς και η συνεχιζόµενη κάθοδος Ελλήνων αξιωµατικών στην Κρήτη, αναζωπύρωσαν το Κρητικό Ζήτηµα. Οι σφαγές και οι λεηλασίες στα Χανιά και το Ηράκλειο το Μάιο και τον Ιούνιο του ιδίου έτους, αφενός, προκάλεσαν την αντίδραση της Ελληνικής κυβέρνησης, η οποία αποφάσισε να στείλει πολεµικά πλοία, χωρίς αυτό τελικά να υλοποιηθεί, και, αφετέρου, θορύβησαν τις Μεγάλες ∆υνάµεις.
Οι οποίες, βλέποντας τη δραστηριοποίηση της διεθνούς κοινής γνώµης υπέρ του Χριστιανικού πληθυσµού της Κρήτης, εµφανίστηκαν ως εγγυήτριες ενός νέου πολιτικού οργανισµού, θέτοντας προσωρινά τέλος στις εχθροπραξίες. Η επανάσταση έλαβε τέλος τον Αύγουστο του 1896 και χαρακτηρίστηκε ως «Τυχερή Επανάσταση». Ο νέος πολιτικός οργανισµός προέβλεπε, µεταξύ άλλων, το διορισµό από τον σουλτάνο ενός Χριστιανού ως γενικού διοικητή µε την έγκριση των Μεγάλων ∆υνάµεων και την αναδιοργάνωση της χωροφυλακής µε τη συµµετοχή Ευρωπαίων αξιωµατικών. Όµως οι Τούρκοι δεν ήταν διατεθειµένοι να εφαρµόσουν άµεσα τις διατάξεις του νέου πολιτεύµατος και ο Τουρκικός όχλος άρχισε να αντιδρά βίαια στην εφαρµογή του.
Στις 13 Ιανουαρίου 1897 Τούρκοι Βασιβουζούκοι (άτακτοι) επιδόθηκαν σε σφαγές Χριστιανών στο Ηράκλειο, οι οποίες επεκτάθηκαν στο Ρέθυµνο και αργότερα στα Χανιά. Στις 17 Ιανουαρίου κατέπλευσαν στο Ηράκλειο ένα Βρετανικό, ένα Ιταλικό και ένα Γαλλικό πολεµικό πλοίο, εξαιτίας της έκρυθµης κατάστασης. Ιδιαίτερα στα Χανιά, στις 23 και 24 Ιανουαρίου, οι σφαγές, οι λεηλασίες και οι πυρπολήσεις Χριστιανικών συνοικιών είχαν φτάσει στο αποκορύφωµα τους. Είναι αξιοσηµείωτο το γεγονός ότι τα πολεµικά πλοία των Ευρωπαϊκών δυνάµεων δεν αποβίβασαν αγήµατα για να εµποδίσουν τις Τουρκικές θηριωδίες.
Τα γεγονότα των Χανίων ανάγκασαν την Ελληνική κυβέρνηση να αποστείλει στην Κρήτη κατά το διάστηµα από 25 ως 27 Ιανουαρίου πέντε πολεµικά πλοία υπό τον Μοίραρχο Reineck για την προστασία του Χριστιανικού πληθυσµού και τη µεταφορά των προσφύγων Χριστιανών, µε τη συνδροµή των Ευρωπαϊκών πλοίων, σε ασφαλή Ελληνικά λιµάνια. Στις 29 Ιανουαρίου µία µοίρα τορπιλοβόλων υπό τον πρίγκιπα Γεώργιο κατέπλευσε στην Κρήτη µε σκοπό να εµποδιστεί η αποστολή Τουρκικών στρατευµάτων, αλλά και να τονιστεί στα ισχυρά Ευρωπαϊκά κράτη η επιθυµία για ένωση της Κρήτης µε τη µητέρα Ελλάδα.
Η αποστολή των Ελληνικών πολεµικών πλοίων δεν αντιµετωπίστηκε µε εύνοια από τις Μεγάλες ∆υνάµεις, καθώς αποτελούσε απόφαση που λήφθηκε χωρίς τη συγκατάθεσή τους και χωρίς προηγουµένως η Ελληνική κυβέρνηση να έχει καταφέρει να πείσει τις Ευρωπαϊκές αυλές για την αναγκαιότητα της επέµβασης. Η ενεργός ανάµειξη της Ελλάδας στις Κρητικές υποθέσεις προϋπόθετε την αφανή υποστήριξη κάποιου ισχυρού Ευρωπαϊκού κράτους, αλλά εκείνη την εποχή τα συµφέροντά της δεν ταυτίζονταν µε τις επιδιώξεις και τα συµφέροντα κανενός από αυτά. Οι Μεγάλες ∆υνάµεις, οι οποίες δεν ήθελαν να διαταραχθεί το status quo στην ευρύτερη περιοχή, είχαν αναγορευθεί αυτόκλητα σε προστάτιδες δυνάµεις.
Λαµβάνοντας αυτοβούλως το δικαίωµα να επεµβαίνουν σε εµπόλεµες περιοχές στις οποίες διακυβεύονταν τα συµφέροντα και η εκεί παρουσία τους. Έτσι και στην περίπτωση της Κρήτης η ενεργητική παρέµβασή τους ήταν αναπόφευκτη, έπρεπε ωστόσο να προηγηθούν οι φρικαλεότητες των Τούρκων για να αποφασίσουν να στείλουν τους στόλους τους στο νησί. Η ενεργός επέµβαση των ισχυρών Ευρωπαϊκών κρατών στα κρητικά ζητήµατα δεν υπαγορεύθηκε από την επιθυµία τους να αποκαταστήσουν την τάξη και να θέσουν οριστικό τέλος στις εχθροπραξίες ανάµεσα σε Χριστιανούς και Μουσουλµάνους, λύνοντας το Κρητικό Ζήτηµα.
Αλλά από την επιδίωξή τους να προλάβουν να εµποδίσουν την κατοχή του νησιού από τις Ελληνικές στρατιωτικές δυνάµεις, γεγονός που θα τους ανάγκαζε να αποδεχθούν την ένωση της Κρήτης µε την Ελλάδα. Η δυναµική αλλά άστοχη διπλωµατικά ανάµειξη της Ελλάδας στο Κρητικό Ζήτηµα και η αδυναµία της Πύλης να αντιµετωπίσει τους επαναστατηµένους και ατίθασους Κρητικούς ανάγκασαν τις Μεγάλες ∆υνάµεις να επέµβουν στρατιωτικά µε την κατάληψη τριών σηµαντικών πόλεων της Κρήτης, των Χανίων, του Ηρακλείου και του Ρεθύµνου.
Η απόβαση των Ευρωπαϊκών στρατευµάτων είχε οριστεί για τις 3 Φεβρουαρίου 1897. Όµως η Ελληνική κυβέρνηση, θέλοντας να προλάβει τη διεθνή κατοχή του νησιού, απέστειλε την 1η Φεβρουαρίου στρατιωτικό σώµα επιπέδου συντάγµατος µε διοικητή τον Συνταγµατάρχη Πεζικού ∆ηµοσθένη Στάικο, ενώ αρχηγός της αποστολής και εκπρόσωπος του βασιλιά ορίστηκε ο υπασπιστής του, Συνταγµατάρχης Πεζικού Τιµολέων Βάσσος. Αποστολή του στρατιωτικού σώµατος ήταν η επιβολή της ειρήνης, η αποκατάσταση της τάξης και η προστασία των δικαιωµάτων των κατοίκων του νησιού, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και την εθνική τους προέλευση.
Αυτό ήταν και το περιεχόµενο της προκήρυξης που διανεµήθηκε από τον Συνταγµατάρχη Βάσσο στον Κρητικό λαό µετά την απόβαση του Ελληνικού σώµατος στο νησί. Η ειρηνική αποστολή του Ελληνικού στρατιωτικού τµήµατος καταδεικνύεται και από τη µικρή αριθµητικά δύναµή του, που δεν προσφερόταν για τη διεξαγωγή πολεµικών επιχειρήσεων ευρείας κλίµακας. Η αντίδραση των Μεγάλων ∆υνάµεων σε αυτή την τολµηρή ενέργεια της Ελλάδας αποκάλυψε τη διχογνωµία και τις έριδες µεταξύ τους. Η Γερµανία επιζητούσε τον άµεσο αποκλεισµό του λιµανιού του Πειραιά, η Ρωσία έδινε τριήµερη προθεσµία στην Ελλάδα για να αποσύρει τα στρατεύµατά της και συµπορευόταν µε τη Γερµανία, ενώ η Γαλλία θα ακολουθούσε τη σύµµαχό της Ρωσία.
Αντίθετα, η Βρετανία και η Ιταλία ήταν αρνητικές στην προοπτική του αποκλεισµού της Ελλάδας, χωρίς προηγουµένως να έχει δοθεί λύση στο Κρητικό Ζήτηµα. Οι πρεσβευτές της Βρετανίας και της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη προσπαθούσαν να πείσουν τον σουλτάνο να παραχωρήσει αυτονοµία στο νησί µε ταυτόχρονη αποχώρηση των στρατευµάτων του, αλλά ο σουλτάνος υπάκουε στις οδηγίες της Ρωσίας και της Γερµανίας, ακολουθώντας άλλη κατεύθυνση. Οι Τούρκοι παρέδωσαν την Κρήτη στις Μεγάλες ∆υνάµεις, αφενός, γιατί δεν µπορούσαν να ελέγξουν την κατάσταση και, αφετέρου, γιατί έτσι θα εµπόδιζαν οποιαδήποτε επέµβαση της Ελλάδας στις Κρητικές υποθέσεις.
Ο Abdul Hamid II σκόπευε στην καθυπόταξη των εξεγερµένων Κρητικών, γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχε απόλυτη οµόνοια και σύµπνοια µεταξύ των ισχυρών. Στις 3 Φεβρουαρίου 1897 ο Ευρωπαϊκός πολεµικός στόλος, µε επικεφαλής τους Ναυάρχους της Γαλλίας Pottier, της Ιταλίας Canevaro, της Βρετανίας Harris, της Γερµανίας Kellnerr, της Ρωσίας Andreeff και της Αυστροουγγαρίας Hinke, αποβίβασε στρατιωτικά αγήµατα, τα οποία κατέλαβαν τις πόλεις των Χανίων, του Ρεθύµνου και του Ηρακλείου, υψώνοντας τις σηµαίες τους -µεταξύ των οποίων ήταν και η Τουρκική- στα φρούρια.
Η Βρετανία συµµετείχε µε είκοσι πλοία, ακολουθούσε η Ιταλία µε δεκαεννιά, η Αυστρία µε δεκαπέντε, η Ρωσία µε δέκα πλοία, η Γαλλία µε έξι ή επτά πλοία συνοδείας τα περισσότερα µέσων διαστάσεων, ενώ η Γερµανία διέθεσε µόνο ένα πλοίο συνοδείας, το «Αυτοκράτειρα Αυγούστα». Η διεθνής κατοχή του νησιού επεκτάθηκε τις επόµενες µέρες και σε άλλες παραλιακές πόλεις της Κρήτης, ενώ το νησί κατανεµήθηκε σε τοµείς κατοχής. Έτσι, οι Ρώσοι ανέλαβαν το Ρέθυµνο, οι Άγγλοι το Ηράκλειο, οι Γάλλοι τη Σητεία και τη Σπιναλόγκα, οι Αυστριακοί την Κίσσαµο, οι Γερµανοί τη Σούδα και οι Ιταλοί τα Χανιά.
Κάθε πόλη είχε το δικό της καθεστώς και ο κάθε ανώτερος διοικητής ασκούσε κατά βούληση την εξουσία, λαµβάνοντας διαταγές από τον ναύαρχο και την κυβέρνησή του. Στις πόλεις δεν υφίστατο µεικτή κατοχή, αλλά κάθε χώρα είχε τη δική της φρουρά. Στις 5 Φεβρουαρίου 1897 ο Ιταλός Αντιναύαρχος Canevaro διαδέχθηκε στην αρχηγία του Ευρωπαϊκού στόλου και στην προεδρία του συµβουλίου των ναυάρχων τον Γάλλο Αντιναύαρχο Pottier. Ο µικρός αριθµός Γαλλικών πολεµικών πλοίων στην αποστολή προξένησε τη δυσαρέσκεια των άλλων ναυάρχων, οι οποίοι επισήµαιναν το γεγονός ότι η Γαλλία, ως Μεσογειακή χώρα, είχε τα περισσότερα συµφέροντα σε αυτή την περιοχή της Μεσογείου.
Όσον αφορά στη συµµετοχή της κάθε Ευρωπαϊκής δύναµης σε στρατεύµατα, η Γαλλία διακήρυττε τη µεικτή κατάληψη του νησιού από ισάριθµες δυνάµεις, έτσι ώστε να διατηρηθεί η συλλογικότητα της αποστολής. Ωστόσο η άρνηση της Γερµανίας να αποστείλει στρατεύµατα στην Κρήτη, γιατί έτσι εξυπηρετούσε τα συµφέροντά της, οδήγησε στην αποστολή ενός νέου Γαλλικού συντάγµατος. Μετά την απόβαση των ευρωπαϊκών στρατευµάτων στα Χανιά και στις άλλες πόλεις, δηµιουργήθηκαν ουδέτερες ζώνες σε απόσταση έξι χιλιοµέτρων, µέσα στις οποίες απαγορευόταν η διεξαγωγή οποιασδήποτε σύγκρουσης ή επιχείρησης.
Με τον τρόπο αυτό οι Μεγάλες ∆υνάµεις θέλησαν να εµποδίσουν την προέλαση του Ελληνικού στρατιωτικού σώµατος, απαγορεύοντάς του να καταλάβει την πόλη των Χανίων και έτσι να στερήσουν από την Ελλάδα ένα ισχυρό διαπραγµατευτικό χαρτί για την επίλυση του Κρητικού Ζητήµατος. Αυτό όµως δεν εµπόδισε τις Ελληνικές δυνάµεις να διεξάγουν επιχειρήσεις µε µεγάλη επιτυχία. Παράλληλα, µε το τακτικό στρατιωτικό σώµα, συγκροτήθηκαν και σώµατα εθελοντών, µε κυριότερο εκείνο του Λοχαγού Μηχανικού Αριστοτέλη Κόρακα, το οποίο διέθετε και πυροβολικό.
Η Τουρκία διαµαρτυρήθηκε προς τις Μεγάλες ∆υνάµεις και απαίτησε από την Ελλάδα την άµεση ανάκληση του στόλου και του στρατού της, χωρίς όµως αποτέλεσµα. Οι επιτυχίες του Ελληνικού σώµατος θορύβησαν τις Ευρωπαϊκές δυνάµεις κατοχής, οι οποίες στις 9 Φεβρουαρίου προέβησαν στον αποτρόπαιο σφοδρό βοµβαρδισµό του Ελληνικού στρατοπέδου στο Ακρωτήρι της Σούδας. Στο βοµβαρδισµό συµµετείχαν και Τουρκικά πλοία που ναυλοχούσαν στη Σούδα. Η πράξη αυτή σχεδιάσθηκε και προκλήθηκε έντεχνα από τον Ιµπραήµ Μπέη και καταδείκνυε τόσο τη φιλική στάση των Μεγάλων ∆υνάµεων απέναντι στον σουλτάνο όσο και τις εχθρικές τους διαθέσεις απέναντι στους Έλληνες.
Στη Σητεία ο Γάλλος ανώτατος διοικητής διέταξε να καταστραφούν µε βοµβαρδισµό τα καταφύγια των εξεγερµένων, αφού πρώτα εκκενωθούν, ενώ στη Γαλλική βουλή ο Gabriel Hanotaux δήλωσε ότι «επειδή ένας λαός έχει πολλές συµπάθειες στην Ευρώπη, αυτό δεν σηµαίνει ότι έχει το δικαίωµα να διαταράσσει την ειρήνη και να παραβαίνει τις διεθνείς του υποχρεώσεις». Η τουλάχιστον µεροληπτική στάση των ισχυρών της Ευρώπης και των ναυάρχων αντιπροσώπων τους στην Κρήτη υπέρ του Μουσουλµανικού στοιχείου και η αδιαφορία τους για τους οµοθρήσκους τους καταδεικνύονται και από την ανταλλαγή τηλεγραφηµάτων µεταξύ του αρχηγού του Ελληνικού σώµατος Συνταγµατάρχη Βάσσου και του αρχηγού του Ευρωπαϊκού στόλου Canevaro.
Τελικά, από τις 17 Φεβρουαρίου ανεστάλησαν οι επιθετικές επιχειρήσεις του Ελληνικού σώµατος και αποµακρύνθηκε ο Ελληνικός στόλος από τα Κρητικά ύδατα, όπου παρέµειναν µόνο δυο ατµοδρόµωνες. Μόνο οι επαναστάτες και οι εθελοντές συνέχισαν τον ένοπλο αγώνα στην Κρήτη. Το Ελληνικό στρατιωτικό σώµα είχε καταφέρει, παρά το εχθρικό κλίµα των Ευρωπαίων, να περιορίσει και ουσιαστικά να εγκλωβίσει τους Μουσουλµάνους στις βόρειες παραθαλάσσιες πόλεις, αφήνοντας το εσωτερικό του νησιού στους επαναστάτες, οι οποίοι δρούσαν υπό την εποπτεία του.
Οι Ευρωπαϊκές δυνάµεις στην Κρήτη προσπαθούσαν να υποβαθµίσουν το ρόλο του Βάσσου και, µάλιστα, πολλές φορές τον παρέκαµπταν, όπως συνέβη στην περίπτωση που ο Renier, κυβερνήτης του Γαλλικού πλοίου «Rodne», ως επικεφαλής των δυνάµεων στην Παλαιοχώρα, απευθυνόµενος στους αρχηγούς των επαναστατών στην περιοχή του Σελίνου για να συµβάλουν στη µεταφορά της φρουράς και των κατοίκων της Κανδάνου, εκείνοι απάντησαν ότι θα έπρεπε να απευθυνθεί στον αρχηγό του Ελληνικού σώµατος.
Στις 25 Φεβρουαρίου, µετά από δύο ηµέρες διαπραγµατεύσεων, µε την παρέµβαση του Βάσσου συµφωνήθηκε µεταξύ των επαναστατών και των Ευρωπαϊκών στρατευµάτων η λύση της πολιορκίας της Κανδάνου, η µεταφορά 3000 Μουσουλµάνων υπό την προστασία 500 αντρών των Ευρωπαϊκών ναυτικών αγηµάτων -100 άντρες από κάθε χώρα εκτός της Γερµανίας- στο Καστέλλι και ο αφοπλισµός τους. Ωστόσο οι Μεγάλες ∆υνάµεις δεν τήρησαν τη συµφωνία, δεν αφόπλισαν τους Μουσουλµάνους, τους επιβίβασαν στα πλοία και βοµβάρδισαν τις θέσεις των επαναστατών.
Η Αυτονοµία της Κρήτης και το Τέλος της Τουρκικής Κατοχής
Στις 18 Φεβρουαρίου, µετά από έντονο πολιτικό και διπλωµατικό παρασκήνιο, τα ισχυρά Ευρωπαϊκά κράτη παρέδωσαν διακοίνωση στην Ελλάδα και την Τουρκία, τα κύρια σηµεία της οποίας ήταν ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν ήταν εφικτή η ένωση της Κρήτης µε την Ελλάδα και η µόνη λύση αποτελούσε η παραχώρηση αυτονοµίας υπό την ψιλή επικυριαρχία του σουλτάνου µε ταυτόχρονη απόσυρση των Ελληνικών δυνάµεων από το νησί και τη σταδιακή µείωση των Τουρκικών στρατευµάτων, τα οποία αρχικά θα συγκεντρώνονταν στα φρούρια.
Η Ελλάδα απέρριψε τη διακοίνωση, προτείνοντας τη διενέργεια δηµοψηφίσµατος από τον Κρητικό λαό προκειµένου να αποφασίσει ο ίδιος για τον τρόπο αυτοδιάθεσης και διοίκησής του, ενώ η Τουρκία ικανοποιήθηκε, για µια ακόµη φορά, από το περιεχόµενο της διακοίνωσης. Από τη µεριά τους, οι επαναστάτες ήταν αποφασισµένοι να συνεχίσουν τον αγώνα, εκφράζοντας έτσι την εναντίωσή τους στα σχέδια των Ευρωπαίων. Στις 28 Φεβρουαρίου το σώµα του Λοχαγού Κόρακα επιτέθηκε κατά του φρουρίου της Σπιναλόγκας, αλλά από το λιµάνι της Σητείας κατέπλευσε το Γαλλικό πολεµικό πλοίο «Sughet», µε αποτέλεσµα η επιχείρηση να ανασταλεί.
Οι ναύαρχοι, µε την έγκριση των κυβερνήσεών τους, προχώρησαν στις 6 Μαρτίου στον αποκλεισµό της Κρήτης, ενώ, επιπλέον, στάλθηκαν 600 άνδρες από κάθε µία από τις Μεγάλες ∆υνάµεις εκτός από τη Γερµανία και την Αυστρία. Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί επέδειξαν τη φιλανθρωπία τους και παρείχαν τρόφιµα στους λιµοκτονούντες, κυρίως σε γυναίκες και παιδιά, αµβλύνοντας κατά κάποιο τρόπο τα αποτελέσµατα του αποκλεισµού. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα του Γάλλου Ναυάρχου Pottier, ο οποίος φρόντισε για τη µεταφορά στο Γαλλικό νοσοκοµείο της Σµύρνης δύο βαριά τραυµατισµένων επαναστατών που είχαν εγκαταλειφθεί από τους Αυστριακούς στο Τουρκικό νοσοκοµείο της Σούδας.
Αργότερα, ο ναυτικός αποκλεισµός περιορίσθηκε στα όπλα και τα πυροµαχικά και έγινε χαλαρότερος για τα τρόφιµα. Οι Μουσουλµάνοι που είχαν συγκεντρωθεί στις παραθαλάσσιες περιοχές µέσα στις ουδέτερες ζώνες που είχαν δηµιουργήσει οι Ευρωπαϊκές δυνάµεις επιθυµούσαν τη µεταφορά τους σε ασφαλείς περιοχές. Αυτή ήταν και η πρόθεση των ναυάρχων, γιατί είχαν συνειδητοποιήσει ότι η εκούσια µεταφορά των Μουσουλµάνων από το νησί θα έλυνε πολλά προβλήµατα. Αλλά ο Abdul Hamid II ήταν αντίθετος σε µια τέτοια προοπτική, γιατί έτσι θα έχανε τη δικαιολογία να επεµβαίνει στα Κρητικά πράγµατα. Σύµµαχο στην αρνητική του στάση βρήκε τη Γαλλική κυβέρνηση.
Οι Μουσουλµάνοι αυτοί αποτελούσαν όργανο στα σχέδια του σουλτάνου, αφού κατά περιόδους µεταβάλλονταν σε ατάκτους, επιτίθονταν στους εξεγερµένους Κρητικούς, και στη συνέχεια, έβρισκαν καταφύγιο πίσω από τις Τουρκοευρωπαϊκές δυνάµεις. Παράλληλα µε την ανακοίνωση της αυτονοµίας και του αποκλεισµού, οι ναύαρχοι κυκλοφόρησαν την ίδια µέρα προκήρυξη που απευθυνόταν στους κατοίκους της Κρήτης. Ωστόσο οι ναύαρχοι δε διέθεταν ούτε τις δυνάµεις ούτε το χρόνο για να θεµελιώσουν την απόφαση των εντολοδόχων τους. Ως ανταπάντηση, οι Κρήτες επαναστάτες εξέδωσαν τη δική τους διακήρυξη, στην οποία εξέφραζαν, για µια ακόµη φορά, ότι η µοναδική και δίκαιη λύση του Κρητικού Ζητήµατος ήταν η ένωση της Κρήτης µε την Ελλάδα.
Οι Μεγάλες ∆υνάµεις ήταν αναποφάσιστες ως προς το χρόνο εφαρµογής της ανάκλησης των Τουρκικών στρατευµάτων από το νησί. Η Γαλλία, ως σύµµαχος της Ρωσίας, υποστήριξε την προσωρινή τουλάχιστον παρουσία των στρατευµάτων αυτών σε ορισµένες περιοχές. Στις 5 Απριλίου 1897 ξέσπασε ο Ελληνοτουρκικός Πόλεµος, του οποίου η άσχηµη τροπή για την Ελλάδα είχε άµεσο αντίκτυπο στην εξέλιξη του Κρητικού Ζητήµατος. Τα ισχυρά Ευρωπαϊκά κράτη απέστειλαν ενισχύσεις στην Κρήτη, φοβούµενα τυχόν επιθέσεις του Ελληνικού εκστρατευτικού σώµατος σε πόλεις και φρούρια που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό τους, αλλά και για να εµποδίσουν τυχόν εθελοντές να µεταβούν στην Ελλάδα και να πολεµήσουν στη Θεσσαλία.
Έτσι, κατέφθασαν, λίγες µέρες µετά την κήρυξη του πολέµου, τρία συντάγµατα (Γαλλικό, Ρωσικό και Ιταλικό), τρία τάγµατα (δύο Βρετανικά και ένα Αυστριακό) και ένας λόχος Γερµανών πεζοναυτών. Μεταξύ των ναυάρχων συµφωνήθηκε η ολοκληρωτική κατάληψη του νησιού, αλλά λίγο αργότερα η Γερµανία και η Αυστρία ανακάλεσαν τις δυνάµεις τους από την Κρήτη λόγω διαφωνιών που είχαν για την επικείµενη εφαρµογή του νέου πολιτεύµατος. Έτσι, η περιοχή των Χανίων - Σούδας βρέθηκε υπό διεθνή κατοχή, αποτελούσε έδρα όλων των ναυάρχων και στάθµευαν στρατιωτικά τµήµατα από τις τέσσερις εναποµένουσες δυνάµεις, µε ανώτερο διοικητή ένα Γάλλο συνταγµατάρχη και διοικητή αστυνοµίας έναν Ιταλό πλοίαρχο.
Για τον υπόλοιπο νοµό των Χανίων υπεύθυνοι ήταν οι Ιταλοί. Οι Ρώσοι ανέλαβαν το νοµό Ρεθύµνου, οι Βρετανοί το νοµό Ηρακλείου και οι Γάλλοι το νοµό Λασιθίου. Η άσχηµη τροπή του Ελληνοτουρκικού Πολέµου ανάγκασε την Ελληνική κυβέρνηση στις 21 Απριλίου 1897 να ανακαλέσει από την Κρήτη τον Συνταγµατάρχη Βάσσο. Οι Ελληνικές δυνάµεις αναχώρησαν σταδιακά από τα δυτικά παράλια του νησιού. Η αναχώρηση του Ελληνικού σώµατος από το νησί και, τελικά, η ήττα της Ελλάδας στον πόλεµο του 1897 προκάλεσαν την απογοήτευση του δοκιµαζόµενου Κρητικού λαού, που έβλεπε τις ελπίδες του για ένωση να διαψεύδονται.
Οι Κρητικοί, κάτω από το πρίσµα των εξελίξεων, αναγκάστηκαν να αποδεχθούν την πρόταση των Μεγάλων ∆υνάµεων για αυτονοµία, που µέχρι τότε απέρριπταν, µε τον όρο να αποχωρήσουν τα Τουρκικά στρατεύµατα από το νησί. Οι προτάσεις της Γαλλίας για τη θεµελίωση του καθεστώτος της αυτονοµίας δεν έτυχαν αποδοχής από τις υπόλοιπες προστάτιδες δυνάµεις. Στις 16 Οκτωβρίου 1897, µετά από τρεις συνελεύσεις, αποφασίστηκε µε την επίδοση τριών ψηφισµάτων από το Εκτελεστικό στους ναυάρχους η αυτονοµία της Κρήτης υπό την ψιλή επικυριαρχία του σουλτάνου, η αποχώρηση του Τουρκικού στρατού και ο διορισµός ξένου κυβερνήτη από τις προστάτιδες δυνάµεις.
Το νέο πολίτευµα υπαγόρευε τη σταδιακή µεταβίβαση των εξουσιών από τις Τουρκικές αρχές στο Εκτελεστικό, γεγονός που έκρυβε κινδύνους. Η παραµονή των Τουρκικών στρατευµάτων αποτελούσε αγκάθι στην προσπάθεια εφαρµογής του νέου καθεστώτος. Ο Γάλλος Ναύαρχος Pottier διαβεβαίωνε για την προσπάθεια που καταβαλλόταν από τους ναυάρχους για την υλοποίηση της αποχώρησης, ενώ και ο Ρώσος ναύαρχος δήλωνε ότι οι Μεγάλες ∆υνάµεις είχαν αντιληφθεί ότι για να λειτουργήσει το καθεστώς της αυτονοµίας θα έπρεπε πρώτα να αποχωρήσει ο Τουρκικός στρατός.
Αλλά οι ναύαρχοι ήταν δέσµιοι, όπως ήταν φυσικό, των εντολών των κυβερνήσεών τους. Οι Τούρκοι δεν ήταν διατεθειµένοι να αποδεχθούν τόσο εύκολα την πολιτειακή αλλαγή και γι’ αυτό επιδόθηκαν σε ενέργειες κωλυσιεργίας, ή ακόµα χειρότερα, σε ακραίες πράξεις, οικίες σε αυτούς. Η υποβόσκουσα αναρχία στο Ηράκλειο εκδηλώθηκε µε τις σφαγές της 25ης Αυγούστου 1898, όταν οι Μουσουλµάνοι αντέδρασαν ένοπλα στην επικείµενη εγκατάσταση Χριστιανών στο τελωνείο του Ηρακλείου. Επιδόθηκαν σε σφαγές και πυρπολήσεις οικιών και καταστηµάτων, ενώ δεν δίστασαν να έλθουν σε ένοπλη αντιπαράθεση µε τα Βρετανικά στρατεύµατα που είχαν αναπτυχθεί στο Ηράκλειο.
Ανάµεσα στα θύµατα της Τουρκικής θηριωδίας ήταν και ο πρόξενος της Βρετανίας στην Κρήτη Λυσίµαχος Καλοκαιρινός, και φυσικά το γεγονός αυτό αποτέλεσε πλήγµα για το γόητρο της κραταιάς Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Τα γεγονότα του Ηρακλείου άλλαξαν κυριολεκτικά τη στάση των Ευρωπαϊκών δυνάµεων απέναντι στις Τουρκικές αρχές. Οι Βρετανοί, αφού τιµώρησαν παραδειγµατικά τους πρωταίτιους και τους υποκινητές της σφαγής, απέστειλαν ισχυρή µοίρα του στόλου στην Κρήτη και προετοίµασαν την αποστολή νέων στρατευµάτων. Παράλληλα, εστάλη τελεσίγραφο στον διοικητή του Τουρκικού στρατού του Ηρακλείου Χασάν Ταχσίν Πασά να αποχωρήσει από το νησί εντός δεκαπέντε ηµερών.
Σε ανάλογες ενέργειες προέβησαν και οι άλλες Ευρωπαϊκές δυνάµεις κατοχής, οι οποίες επέκτειναν την κυριαρχία τους σε όλο το εύρος του τοµέα για τον οποίο ήταν υπεύθυνες. Συγκροτήθηκαν σώµατα χωροφυλακής από ντόπιους κατοίκους, οι οποίοι, υπό την επίβλεψη των Ευρωπαίων αξιωµατικών, λάµβαναν ταχύρυθµη εκπαίδευση, διευκολύνοντας έτσι την άσκηση της διοίκησης από τις Ευρωπαϊκές δυνάµεις. Συνέπεια αυτών των δραστικών και αποτελεσµατικών ενεργειών των ναυάρχων ήταν ότι µέχρι στις 3 Νοεµβρίου 1898 δεν υπήρχε Τούρκος στρατιώτης στο νησί. Η αποχώρηση των Τουρκικών στρατευµάτων και η στρατιωτική διοίκηση του νησιού από τις τέσσερις δυνάµεις έβγαλαν τον Κρητικό λαό από το σκοτάδι της αναρχίας και της παρανοµίας.
Βέβαια, η εκδίωξη των Τούρκων από την Κρήτη δε θα πρέπει να πιστωθεί µόνο στα ισχυρά Ευρωπαϊκά κράτη αλλά και στον πολύπαθο Κρητικό λαό, που µε τους µακροχρόνιους και αιµατηρούς αγώνες του ανάγκασε την αδιάφορη και συντηρητική Ευρώπη να υποκύψει στα δίκαια αιτήµατά του. Οι ναύαρχοι εγκαθίδρυσαν την έννοµη τάξη, τήρησαν ίσες αποστάσεις από τους Χριστιανούς και τους Μουσουλµάνους και συνέβαλαν, στο µέτρο του δυνατού, στην προσέγγιση των δυο στοιχείων.
Ο κίνδυνος που ελλόχευε από την εξέλιξη αυτή ήταν η επ’ αόριστον Ευρωπαϊκή κατοχή του νησιού, γεγονός που θα αποτελούσε τροχοπέδη για την υλοποίηση των εθνικών προσανατολισµών του Κρητικού λαού. Ωστόσο η δυσοίωνη αυτή προοπτική εξαλειφόταν, ή τουλάχιστον µειωνόταν η πιθανότητα να υλοποιηθεί εξαιτίας της ποικιλότητας των νόµων που εφάρµοσαν οι προστάτιδες δυνάµεις και των αντικρουόµενων συµφερόντων τους.
Η Πρώτη Περίοδος της Αρµοστείας
Η επιλογή του προσώπου που θα αναλάµβανε την εφαρµογή του νέου καθεστώτος αποτέλεσε αντικείµενο έντονων παρασκηνιακών συνεννοήσεων και διπλωµατικών διαβουλεύσεων. Οι Ρώσοι, για να εµποδίσουν την εκλογή ενός ξένου ηγεµόνα που δε θα ήταν ορθόδοξος, πρότειναν τον πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδας, ο οποίος τελικά επιλέχθηκε ως ο πρώτος ύπατος αρµοστής της Κρήτης.
Στις 9 ∆εκεµβρίου 1898 ο πρίγκιπας Γεώργιος κατέπλευσε στη Σούδα, όπου τον υποδέχθηκαν οι ναύαρχοι και ο ενθουσιώδης Κρητικός λαός. Εγκαταστάθηκε στη Χαλέπα Χανίων και ανέλαβε τα καθήκοντά του για τρία χρόνια, προκειµένου να διαφυλάξει την ειρήνη στο νησί και να θεµελιώσει το αυτόνοµο καθεστώς, αναγνωρίζοντας την ψιλή επικυριαρχία του σουλτάνου. Την 1η Μαΐου 1899 οι ναύαρχοι παρέδωσαν σε επίσηµη τελετή τη διοίκηση του νησιού στον ύπατο αρµοστή, ενώ χορηγήθηκε και δάνειο 4.000.000 φράγκων από τις προστάτιδες δυνάµεις για την οικονοµική ανάκαµψη της νεοσύστατης πολιτείας.
Σε αυτά τα πρώτα στάδια της εφαρµογής του καθεστώς της αυτονοµίας οι ναύαρχοι δεν είχαν ουσιαστικό ρόλο και γι’ αυτό, λίγες εβδοµάδες µετά την παράδοση της διοίκησης στον πρίγκιπα Γεώργιο, αναχώρησαν από το νησί µαζί µε το µεγαλύτερο µέρος του στόλου τους. Παρέµειναν µόνο τµήµατα του στρατού και του στόλου, καθώς και εκπαιδευτικές αποστολές, για να συνδράµουν στο έργο των Ελληνικών αρχών. Ο Κρητικός λαός, για να δείξει την ευγνωµοσύνη του στους ναυάρχους για τις προσπάθειες που κατέβαλαν για να επιβάλουν την ειρήνη και την τάξη στο νησί, έδωσε τα ονόµατά τους στους τέσσερις µεγαλύτερους δρόµους των Χανίων.
Μετά την ανάληψη της διοίκησης, ο ύπατος αρµοστής συγκρότησε µία 16µελή επιτροπή, η οποία ανέλαβε να εκπονήσει το σχέδιο του Κρητικού Συντάγµατος, σύµφωνα µε τους νόµους και τις αρχές των Ευρωπαϊκών δυνάµεων, αλλά και µε γνώµονα τα στοιχεία οργάνωσης του Ελληνικού κράτους. Στις 9 Ιανουαρίου 1899 δηµοσιεύτηκε το διάταγµα «Περί συγκροτήσεως της Κρητικής Συνελεύσεως», στην οποία συµµετείχαν 138 Χριστιανοί και 50 Μουσουλµάνοι, κατόπιν εκλογών. Τελικά, στις 16 Απριλίου, κατόπιν έγκρισης των προστάτιδων δυνάµεων και επικύρωσης από τον ύπατο αρµοστή, δηµοσιεύτηκε στην εφηµερίδα της κυβέρνησης το «Σύνταγµα της Κρητικής Πολιτείας».
Παράλληλα, οργανώθηκε σώµα Κρητικής χωροφυλακής, δύναµης 1.500 ανδρών, υπό την επίβλεψη Ιταλών καραµπινιέρων µε επικεφαλής τον Λοχαγό Federico Craver. Στις 29 Απριλίου συγκροτήθηκε η πρώτη κυβέρνηση της Κρητικής πολιτείας, στην οποία συµµετείχε, µεταξύ των άλλων, και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ως υπουργός ∆ικαιοσύνης. Τα πρώτα χρόνια της αρµοστείας του πρίγκιπα Γεώργιου χαρακτηρίστηκαν γόνιµα για την Κρητική πολιτεία. Η οργάνωση των διοικητικών βαθµίδων σε όλους τους τοµείς της κοινωνικής και πολιτικής ζωής και η παγίωση της δηµόσιας τάξης και ασφάλειας καταδείκνυαν την εσωτερική αυτοτέλεια του νησιού, σε συνδυασµό µε την πλήρη οικονοµική αυτονοµία του.
Η πρόοδος που παρουσίασε η Κρήτη, ως µία νεοσύστατη πολιτεία, προκάλεσε το ενδιαφέρον και το θαυµασµό των ξένων, οι οποίοι της προσέδωσαν την επωνυµία «Ελβετία της Ανατολής». Όµως πάντα υπήρχε ο προβληµατισµός για την επαύριον της λήξης της τριετούς θητείας του πρώτου ύπατου αρµοστή. Το καθεστώς της αυτονοµίας είχε και τρωτά σηµεία. Αποδείχθηκε στην εφαρµογή του ότι δεν µπορούσε να αποτελέσει την πλατφόρµα για την αποτελεσµατική και εύρυθµη λειτουργία του κρατικού µηχανισµού. Η συγκέντρωση υπερεξουσιών στο πρόσωπο του ύπατου αρµοστή και η µη ύπαρξη σαφών διαχωριστικών γραµµών στις αρµοδιότητες των οργάνων του καθεστώτος αποτελούσαν µερικές από τις αδυναµίες της νέας πολιτείας.
Βέβαια, η µη οµαλή εξέλιξη του νέου καθεστώτος οφειλόταν, κατά κύριο λόγο, στο γεγονός ότι το Κρητικό Ζήτηµα είχε εγκλωβιστεί µέσα στους ανταγωνισµούς και στις έριδες που ενέκυπταν µεταξύ των Μεγάλων ∆υνάµεων για τον έλεγχο και την επικράτησή τους στο Μεσογειακό χώρο. Η εµµονή των ισχυρών Ευρωπαϊκών κρατών να διατηρήσουν την αρχή του status quo ως δικλείδα ασφαλείας για τα άµεσα συµφέροντά τους ήταν αυτή που τροφοδοτούσε την παγιωµένη και συνεχόµενη άρνησή τους να ικανοποιήσουν το αίτηµα του Κρητικού λαού για ένωση µε την Ελλάδα.
Η διατήρηση της αρχής της ισορροπίας στην ανατολική Μεσόγειο αποτελούσε την πυξίδα για την πορεία που ακολουθούσαν τα ισχυρά Ευρωπαϊκά κράτη και γι’ αυτό κανένα από αυτά δεν επρόκειτο να αναλάβει κάποια µονοµερή πρωτοβουλία για τη σύντοµη λύση του Κρητικού Ζητήµατος. Η ήττα της Ελλάδας κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεµο του 1897 και η αµεσότερη εµπλοκή των Μεγάλων ∆υνάµεων στις Ελληνικές εσωτερικές υποθέσεις είχαν καταστήσει την Ελληνική κυβέρνηση ανίσχυρη και ανήµπορη να διαδραµατίσει ενεργό ρόλο στις εξελίξεις που λάµβαναν χώρα στον ανατολικό Μεσογειακό χώρο.
Ο πρίγκιπας Γεώργιος, µε τη σύµφωνη γνώµη της Ελληνικής και Κρητικής κυβέρνησης, ανέλαβε να προωθήσει την ιδέα περί ένωσης στις Ευρωπαϊκές αυλές. Το Σεπτέµβριο του 1900 επισκέφθηκε αρχικά τη Ρωσία, έπειτα τη Βρετανία, τη Γαλλία και, τέλος, την Ιταλία, αλλά, όπως αναµενόταν, ο ύπατος αρµοστής δεν µπόρεσε να εξασφαλίσει την πολυπόθητη ουσιαστική συµπαράσταση. Τελικά, στις 25 Φεβρουαρίου 1901, µε επίσηµη διακοίνωσή τους, οι Μεγάλες ∆υνάµεις απέρριψαν κάθε πρόταση για πολιτειακή αλλαγή στην Κρήτη. Η απόρριψη των προτάσεων του πρίγκιπα Γεωργίου συνοδεύτηκε, κατά την προσφιλή τους τακτική, από υποσχέσεις συµπαράστασης και εκδήλωσης ενδιαφέροντος για τη βελτίωση της κατάστασης στη Μεγαλόνησο.
Μετά την απόλυση του Βενιζέλου από το υπουργικό αξίωµα, ο πρίγκιπας Γεώργιος σταθεροποίησε τη θέση του στο διεθνές πεδίο και επιβεβαίωσε την επιβολή του στις εσωτερικές υποθέσεις, όπως αποδείχθηκε µε τη νίκη των οπαδών του στις εκλογές του 1901, οπότε και ανανεώθηκε για τρία ακόµη χρόνια η περίοδος της αρµοστείας του. Το φθινόπωρο του 1904 ο ύπατος αρµοστής πραγµατοποίησε νέο διπλωµατικό ταξίδι στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, προκειµένου να προβάλει εκ νέου το αίτηµα του Κρητικού λαού και, κυρίως, να προσπαθήσει να έλθει σε άµεση συνεννόηση µε τις προστάτιδες δυνάµεις για την αλλαγή του πολιτειακού καθεστώτος.
Η Βρετανία, η Ρωσία, η Γαλλία και η Ιταλία, για να αποφύγουν τυχόν σύγκρουση µε την Κρητική κοινή γνώµη, που θα έθετε σε κίνδυνο την παρουσία τους στο νησί, προχώρησαν στην εξαγγελία µέτρων, τα οποία βελτίωναν µεν τους όρους λειτουργίας της αυτονοµίας αλλά δεν αποτελούσαν καινοτόµες λύσεις. Το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει το Κρητικό Ζήτηµα και η παράταση του αρµοστειακού καθεστώτος, σε συνδυασµό µε την αδιάλλακτη στάση του πρίγκιπα Γεωργίου απέναντι στη συµβιβαστική διάθεση του Βενιζέλου, οδήγησαν στην πολιτική διάσταση και κρίση στο εσωτερικό της Κρήτης και στην ενίσχυση των αντίρροπων τάσεων.
Αποτέλεσµα αυτής της άστατης πολιτικής κατάστασης ήταν η κήρυξη της επανάστασης του Θέρισου στις 10 Μαρτίου 1905 από τον Βενιζέλο, ο οποίος ήταν ο επικεφαλής της αντιπολιτευτικής µερίδας. Βασικό αίτηµα των επαναστατών ήταν η προώθηση της ενωτικής ιδέας µε διαφορετικό πρόγραµµα και µεθοδολογία χειρισµών. Παράλληλα, προβαλλόταν η ανάγκη για ριζική µεταβολή της εσωτερικής διακυβέρνησης του νησιού µε άµεση αντικατάσταση του ύπατου αρµοστή.
Παρ’ όλο που και οι δυο πλευρές προσέβλεπαν στον ίδιο στόχο αλλά µε διαφορετικό τρόπο, εν τούτοις προτίµησαν την αντιπαράθεση, διχάζοντας τον Κρητικό λαό και συµβάλλοντας στη συντήρηση του Κρητικού Ζητήµατος προς όφελος των ισχυρών Ευρωπαϊκών κρατών. Η µικρή δύναµη των Ευρωπαϊκών στρατευµάτων και του σώµατος της χωροφυλακής δεν επαρκούσε για την ανάληψη στρατιωτικών επιχειρήσεων ευρείας κλίµακας κατά των επαναστατών. Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί, στην ανατολική και δυτική περιοχή του νησιού, τήρησαν παθητική στάση, όπως και οι Βρετανοί στο Ηράκλειο.
Αντίθετα, οι Ρώσοι υποστήριξαν ενεργά τον ύπατο αρµοστή και ανέλαβαν στρατιωτική δράση κατά των επαναστατών. Η Κρητική χωροφυλακή, παρ’ όλο που διοικούνταν από Ιταλούς καραµπινιέρους και είχε υπαχθεί στον ανώτερο διοικητή των ευρωπαϊκών στρατευµάτων Γάλλο Συνταγµατάρχη Loubanski, ο οποίος δεν ήταν πρόθυµος να συνεργαστεί µε τον ύπατο αρµοστή, συγκρούστηκε µε τους επαναστάτες, χωρίς όµως αυτό να εµποδίσει αρκετούς από τους χωροφύλακες να λιποτακτήσουν από το σώµα και να ενταχθούν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Η αδυναµία των Μεγάλων ∆υνάµεων να ακολουθήσουν µια ενιαία τακτική για την αντιµετώπιση του επαναστατικού κινήµατος επέτρεψε την εδραίωση και τη σταθεροποίησή του.
Οι προστάτιδες δυνάµεις, βλέποντας το λαϊκό έρεισµα του Βενιζέλου, αποδέχθηκαν, ως βάση για τη συµβιβαστική λύση του ένοπλου αγώνα, την πρόταση της επαναστατικής συνέλευσης του Θέρισου για την κάθοδο στην Κρήτη διεθνούς εξεταστικής επιτροπής. Πράγµατι, στις 15 Νοεµβρίου 1905 υπογράφηκε το πρωτόκολλο τερµατισµού της επανάστασης, µε τους όρους του Βενιζέλου να γίνονται αποδεκτοί.
Η Κατάργηση της Αρµοστείας και η Αποχώρηση των Ευρωπαϊκών Στρατευµάτων Κατοχής
Η διεθνής εξεταστική επιτροπή αποτελούσε ένα όργανο επιτήρησης και ελέγχου των δραστηριοτήτων του ύπατου αρµοστή, αφού ανέλαβε τον έλεγχο της εφαρµογής των µεταρρυθµίσεων και των διακανονισµών στο διοικητικό και οικονοµικό µηχανισµό. Στις 30 Μαρτίου 1906 µε έκθεσή της η εξεταστική επιτροπή κατέληξε σε δύο βασικά συµπεράσµατα: η µόνη βιώσιµη λύση ήταν η ένωση και η στάση του πρίγκιπα Γεωργίου αποτελούσε εµπόδιο για την οµαλή διευθέτηση των εσωτερικών ζητηµάτων του νησιού.
Στις 23 Ιουλίου κοινοποιήθηκαν στον ύπατο αρµοστή οι αποφάσεις των τεσσάρων Ευρωπαϊκών κρατών, οι οποίες έθεταν σε µια νέα φάση το Κρητικό Ζήτηµα. Μεταξύ των αποφάσεων ήταν και η παραχώρηση του δικαιώµατος στον βασιλιά της Ελλάδας να διορίζει τον ύπατο αρµοστή µετά από έγκριση των προστάτιδων δυνάµεων και η χορήγηση νέου δανείου ύψους 9.300.000 Γαλλικών φράγκων. Στις 12 Σεπτεµβρίου ο πρίγκιπας Γεώργιος εγκατέλειψε τη Μεγαλόνησο συµµορφούµενος στις αποφάσεις των Μεγάλων ∆υνάµεων και στη θέληση του πατέρα του. Ο βασιλιάς Γεώργιος υπέδειξε τον Αλέξανδρο Ζαΐµη ως το νέο ύπατο αρµοστή της Κρήτης, ο οποίος και ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 18 Σεπτεµβρίου 1906 µε πενταετή εντολή.
Η νέα αρµοστειακή κυβέρνηση ασχολήθηκε µε την οργάνωση της δηµόσιας διοίκησης και των οικονοµικών, ενώ παράλληλα συγκρότησε πολιτοφυλακή, η οποία προοριζόταν να αντικαταστήσει τα Ευρωπαϊκά στρατεύµατα. Ενίσχυσε επίσης την κρητική χωροφυλακή µε τη µετάκληση αξιωµατικών και υπαξιωµατικών από την Ελλάδα, προκειµένου να στελεχώσουν τα δύο σώµατα σύµφωνα µε τα Ελληνικά πρότυπα. Τα Ευρωπαϊκά στρατεύµατα αποσύρθηκαν στις πόλεις, αφήνοντας τον έλεγχο της υπαίθρου στην πολιτοφυλακή και τη χωροφυλακή.
Η οµαλοποίηση της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης και οι εγγυήσεις ασφάλειας και τάξης που παρείχαν τα δύο σώµατα οδήγησαν στις 24 Ιουλίου 1908 στην αναχώρηση σηµαντικού τµήµατος από τα στρατεύµατα ξηράς και τις ναυτικές δυνάµεις των προστάτιδων δυνάµεων. ∆ιατηρήθηκαν µόνο οι δυνάµεις εκείνες που ήταν απαραίτητες για την επιτήρηση των ακτών και τον ανεφοδιασµό των παραµενόντων στρατευµάτων. Οι ραγδαίες διεθνείς εξελίξεις, όπως το κίνηµα των Νεότουρκων, η ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε βασίλειο και η προσάρτηση της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης στην Αυστροουγγαρία, είχαν άµεσο αντίκτυπο στα Κρητικά πράγµατα.
Στις 24 Σεπτεµβρίου 1908, µε ανεπίσηµη υπόδειξη της Ελληνικής κυβέρνησης, η Κρητική βουλή, και ενώ απουσίαζε ο ύπατος αρµοστής, κατήργησε το καθεστώς της αρµοστείας, κήρυξε την ένωση µε την Ελλάδα και υιοθέτησε το Ελληνικό Σύνταγµα. Η στάση των προστάτιδων δυνάµεων απέναντι στις νέες εξελίξεις της Κρητικής υπόθεσης δεν ήταν τελείως αρνητική. ∆εν ήταν διατεθειµένες να προβούν σε βίαιες ενέργειες που θα κατέπνιγαν τα φιλελεύθερα αισθήµατα του Κρητικού λαού. Αυτό έδειξε άλλωστε και η απόφαση να µην ενισχύσουν τις δυνάµεις τους µε την αποστολή νέων στρατευµάτων στην Κρήτη και να αποσύρουν από το νησί και τα υπόλοιπα στρατεύµατά τους.
Από την πλευρά της Τουρκίας, οι Νεότουρκοι πίεζαν τις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να µην αποδεχθούν την ανατροπή των ισορροπιών στην ανατολική Μεσόγειο και απειλούσαν µε την αποστολή στρατευµάτων στο νησί. Για να αµβλύνουν τις αντιδράσεις της Τουρκίας, οι Μεγάλες ∆υνάµεις ανακοίνωσαν ότι δεν είχε φτάσει ακόµα η στιγµή για την οριστική διευθέτηση του Κρητικού Ζητήµατος, έχοντας υπόψη πάντα τη γνώµη της Υψηλής Πύλης. Παράλληλα, εφάρµοσαν απρόσκοπτα την απόφασή τους για αποχώρηση των δυνάµεών τους, και έτσι στις 24 Ιουλίου 1909 η Κρήτη εκκενώθηκε και από τα τελευταία Ευρωπαϊκά στρατεύµατα ξηράς.
Αντίθετα, ενισχυόταν ο Ευρωπαϊκός στόλος στις Ελληνικές θάλασσες προκειµένου να επέµβει σε περίπτωση νέας πολεµικής σύγκρουσης µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η εκκένωση της Μεγαλονήσου και από τα Ευρωπαϊκά στρατεύµατα δροµολόγησε τις διαδικασίες για την ένωση µε την Ελλάδα, παρ’ όλο που οι ισχυροί της Ευρώπης δεν ήταν διατεθειµένοι την παρούσα χρονική περίοδο να επιτρέψουν µια τέτοια εξέλιξη. Ο διακαής εθνικός πόθος του Κρητικού λαού πήρε σάρκα και οστά µετά τη νικηφόρο για τα Ελληνικά όπλα έκβαση των Βαλκανικών πολέµων, στους οποίους οι Κρητικοί κατέθεσαν το δικό τους φόρο αίµατος.
Η πολυσχιδής δράση -πολιτική, διπλωµατική, στρατιωτική- των Μεγάλων ∆υνάµεων δεν αποσκοπούσε απλώς στην ειρηνοποιό παρέµβαση µεταξύ των Χριστιανικών και Μουσουλµανικών πληθυσµών, αλλά, κυρίως, στη διατήρηση της ισορροπίας στην ανατολική Μεσόγειο προκειµένου να µην θιγούν τα αποικιοκρατικά τους συµφέροντα. Ωστόσο οι απρόσµενες εξελίξεις στον Ευρωπαϊκό και Ελλαδικό χώρο ανάγκασαν τα ισχυρά Ευρωπαϊκά κράτη να προσαρµοστούν στις διαµορφωθείσες καταστάσεις και να αποδεχθούν, ως τετελεσµένο, το γεγονός της ένωσης της Κρήτης µε την Ελλάδα, που αποτέλεσε τη δίκαιη λύση του χρονίζοντος Κρητικού Ζητήµατος.
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Κρητική Πολιτεία (1898 - 1908)
Στις 6 Μαρτίου του 1897 οι Ευρωπαίοι ανακοίνωσαν ότι «απεφάσισαν αμετακλήτως να εξασφαλίσουν την πλήρη αυτονομίαν της Κρήτης υπό την επικυριαρχίαν του Σουλτάνου». Στο μεταξύ η Ελλάδα, που διεξήγαγε απομονωμένη το σύντομο αλλά καταστροφικό πόλεμο με την Τουρκία, αναγκάστηκε να ανακαλέσει το εκστρατευτικό της σώμα, ενώ στις 12 Αυγούστου η Συνέλευση των Κρητών αποδεχόταν το καθεστώς της αυτονομίας, υπό τον όρο της απομάκρυνσης και των Τουρκικών στρατευμάτων από το νησί.
Ο όρος αυτός αρχικά συνάντησε αντιδράσεις, μετά όμως τα δραματικά γεγονότα του Ηρακλείου, που κατέληξαν σε σφαγές Χριστιανών και Βρετανών στρατιωτών, έγινε κατανοητό ότι η παρουσία του Τουρκικού στρατού καθιστούσε ανέφικτη κάθε απόπειρα ειρήνευσης, και στις 2 Νοεμβρίου 1898 εγκατέλειψε την Κρήτη και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης. Η επιλογή του μελλοντικού Γενικού Διοικητή αποτέλεσε αντικείμενο έντονων διαβουλεύσεων, τελικώς όμως υπερίσχυσε η υποψηφιότητα του πρίγκιπα Γεωργίου, δευτερότοκου γιου του βασιλιά των Ελλήνων. Αντί όμως της τοποθέτησης του ως Γενικού Διοικητή, αποφασίστηκε να διοριστεί Ύπατος Αρμοστής (δηλαδή ανώτατος εκπρόσωπος) των Δυνάμεων στην Κρήτη.
Ο Γεώργιος αποβιβάστηκε στη Σούδα στις 9 Δεκεμβρίου 1898 και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους Χριστιανούς, που τον θεώρησαν κομιστή του «αρραβώνα» με την Ελλάδα, ενόψει του «γάμου» που θα ολοκληρωνόταν σύντομα με την Ένωση. Το 1899 η Γενική Συνέλευση ψήφιζε το Σύνταγμα της νέας Κρητικής Πολιτείας, το οποίο προέβλεπε τη λειτουργία ενός υποτυπώδους κοινοβουλευτισμού, σε συνδυασμό με την ύπαρξη ενός πανίσχυρου ηγεμόνα με ευρείες εξουσίες, τις οποίες θα ασκούσε επί του παρόντος ο Ύπατος Αρμοστής.
Με την ίδρυση της "Κρητικής Πολιτείας", τα Χανιά γνωρίζουν την μεγαλύτερη ακμή στην ιστορία τους, ως πρωτεύουσα της Κρήτης. Συνεχίζουν να είναι έδρα του Αρμοστή και πρωτεύουσα του Κρητικού Κράτους, μεγάλο διοικητικό, πνευματικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο. Η Κρητική Πολιτεία έχει δική της σημαία και νόμισμα -την Κρητική δραχμή- ιδρύεται η Τράπεζα Κρήτης, συντάσσεται το Σύνταγμα του Κρητικού Κράτους, γίνονται εκλογές για την ανάδειξη πληρεξουσίων, αρχίζει να εκδίδεται η Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας και δημιουργείται η Κρητική Χωροφυλακή.
Συγκροτείται το Συμβούλιο του Ηγεμόνα και συνιστώνται πέντε Ανώτερες Διευθύνσεις, αντίστοιχες με τα σημερινά Υπουργεία: Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και Θρησκευμάτων, Συγκοινωνιών και Ασφαλείας και Δικαιοσύνης (με Σύμβουλο - Υπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο). Τα Χανιά στις αρχές του 20ού αιώνα, σύμφωνα με την απογραφή του 1900, έχουν περίπου 21.000 κατοίκους. Η πόλη έχει στενούς δρόμους, μικρές πλατείες και κτίρια με στοιχεία Ενετικά, Τουρκικά και Ελληνικά, με γνήσιο Κρητικό χαρακτήρα αλλά και με ξενικές επιρροές, λόγω των κατακτητών του παρελθόντος αλλά και της παρουσίας των στρατευμάτων των Μεγάλων Δυνάμεων που παραμένουν στο Νησί.
Είναι χαρακτηριστική η παρατήρηση του Ελευθερίου Βενιζέλου ότι «αι διατάξεις αίτινες ψηφίζονται σήμερον εν τω Συντάγματι συνδέονται αναποσπάστως με το πρόσωπον του νυν Ανωτάτου Άρχοντος· δεν θα ήτο διατεθειμένος ο τόπος εις ουδένα άλλον να παραχώρηση τόσα δικαιώματα». Αμέσως μετά ο Γεώργιος διόρισε την πρώτη κυβέρνηση, που περιλάμβανε τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο υπουργείο της Δικαιοσύνης. Η αυτονομία της Κρητικής Πολιτείας ήταν πλήρης σε ζητήματα όπως εκείνα της ιθαγένειας, των τελωνείων της χωροφυλακής και του νομίσματος. Επιπλέον, η Κρητική Πολιτεία διέθετε και ιδιαίτερη σημαία.
Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική της τελούσε υπό την κηδεμονία των Μεγάλων Δυνάμεων, που διατηρούσαν στρατεύματα στο νησί. Οι εξελίξεις αυτές διαμόρφωσαν ένα ιδιότυπο διεθνές και εσωτερικό καθεστώς, όπως το περιέγραψε αδρά ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος:
«Η νήσος, παρακατατεθείσα εν έτει 1897 εις χείρας των Μεγάλων Δυνάμεων υπό του Σουλτάνου, κυβερνάται υπ'αυτών, ή μάλλον υπό των τεσσάρων εξ αυτών, μετά την εκ της ομοφωνίας αποχώρησιν της Γερμανίας και της Αυστρίας, ως επαρχία του τουρκικού κράτους δι' εντολοδόχου του Υπάτου Αρμοστού. Την επί της νήσου επομένως κυριαρχίαν ασκουσι σήμερον (1901) αι τέσσαρες Μεγάλες Δυνάμεις. Και είναι μεν αληθές ότι αύται ενέκριναν το Κρητικόν Σύνταγμα δι'ού η νήσος χαρακτηρίζεται "πολιτεία αυτόνομος". Αλλ' η θέσπισις του Συντάγματος δεν κατέστησε την αυτονομίαν πραγματικήν, αφού η πλήρης αυτού εφαρμογή μόνον μετά την λήξιν της αρμοστείας είναι δυνατή, επηύξησε δε μόνον την αβεβαιότητα περί της υφισταμένης πολιτικής της νήσου καταστάσεως».
Οι παρατηρήσεις αυτές υπέκρυπταν την πεποίθηση του Βενιζέλου ότι, εφόσον η Ένωση δεν φαινόταν άμεσα πραγματοποιήσιμη, η ολοκλήρωση της αυτονομίας αποτελούσε, επί του παρόντος, τη μόνη ρεαλιστική λύση. Η παράταση της αρμοστείας, κατά την οποία το νησί τελούσε υπό την εξουσία του εντολοδόχου των Μεγάλων Δυνάμεων με τη συνδρομή διεθνών στρατευμάτων, συντηρούσε μια ερμαφρόδιτη κατάσταση. Αντίθετα, η απεμπλοκή από τη διεθνή κηδεμονία, με την πλήρη εφαρμογή των συνταγματικών θεσμών, θα επέτρεπε την εγκαθίδρυση ενός λειτουργικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, ενώ παράλληλα θα καθιστούσε δυνατή μια πιο ευέλικτη πολιτική στο διεθνές σκηνικό.
Η γραμμή αυτή όμως βρισκόταν σε ευθεία αντιπαράθεση με την πολιτική του Γεώργιου, ο οποίος:
α) Δεν επιθυμούσε τον περιορισμό των εξουσιών του,
β) Δεν επιθυμούσε να κατηγορηθεί ότι επεδίωκε να εξασφαλίσει για τον εαυτό του έναν ισόβιο θρόνο,
γ) Θεωρούσε προνόμιο του το χειρισμό της διεθνούς πτυχής του Κρητικού ζητήματος και
δ) Υποστήριζε ότι δεν έπρεπε να δοθεί στις Μεγάλες Δυνάμεις η εντύπωση ότι υπάρχουν Κρητικοί που «βολεύονται» με τη λύση της αυτονομίας, πιστεύοντας ότι έτσι θα αναγκάζονταν να συγκατανεύσουν στην Ένωση.
Η αντίθεση αυτή οξύνθηκε ραγδαία όταν ο Βενιζέλος, αφού υπέβαλε τις προτάσεις του στο Ηγεμονικό Συμβούλιο -όπως ονομαζόταν η Κρητική κυβέρνηση- χωρίς να πετύχει την υποστήριξη των υπολοίπων υπουργών, υπέβαλε την παραίτηση του, αλλά ο Γεώργιος προτίμησε να τον απολύσει με διάταγμα στις 20 Μαρτίου 1901, «επειδή όλως αναρμοδίως υπεστήριξε και δημόσια εξέθηκε γνώμας επί σπουδαιότατου ζητήματος του τόπου αντιθέτους προς το φρόνημα και την εντολήν Ημών». Οι βουλευτικές εκλογές του 1901 και του 1903, αναδεικνύοντας μια ισχυρή φιλοπριγκιπική πλειοψηφία, φάνηκε να δικαιώνουν την πολιτική του Γεώργιου.
Ενώ οι απόψεις του Βενιζέλου περιθωριοποιήθηκαν και ο ίδιος με τους οπαδούς του αποτέλεσαν στόχο μιας εμπαθούς πολεμικής και αντικείμενο διώξεων, με στόχο την πλήρη πολιτική τους εξουθένωση. Με την πάροδο του χρόνου, εντούτοις, καθώς δεν διαφαινόταν στον ορίζοντα η πολυπόθητη «οριστική λύση» και ενώ η συσσώρευση των εσωτερικών προβλημάτων και τα φαινόμενα κακοδιοίκησης αναδείκνυαν τα δυσμενή επακόλουθα ενός ανεξέλεγκτου προσωποπαγούς καθεστώτος, η ατμόσφαιρα άρχισε να αλλάζει. Στις νέες αυτές συνθήκες, ο Βενιζέλος αποτέλεσε τον πόλο της «Ηνωμένης εν Κρήτη Αντιπολιτεύσεως», η οποία στις 26 Φεβρουαρίου 1905 διατύπωσε την πολιτική της πλατφόρμα:
«Πρώτον και κύριον μέλημα ημών έστω η επίτευξις της ενώσεως. Αδυνάτου αποβαίνοντος του σκοπού αυτού, θέλομεν επιδιώξει την αναθεώρησιν του ημετέρου συντάγματος κατά το πρότυπον του Ελληνικού, όπως απαλλαγεί ο τόπος του δεσποτισμού».
Δύο εβδομάδες αργότερα (10 Μαρτίου), η τριανδρία των Ελευθερίου Βενιζέλου, Κωνσταντίνου Φούμη και Κωνσταντίνου Μάνου ύψωνε στο Θέρισο την Ελληνική σημαία, σηματοδοτώντας την έναρξη άλλης μιας επανάστασης των Χριστιανών της Κρήτης, της οποίας όμως αυτή τη φορά κύριος αντίπαλος δεν ήταν πλέον οι μουσουλμάνοι. Οι εξελίξεις αυτές έφεραν τον Γεώργιο στην εξαιρετικά δυσμενή θέση να επιδιώκει την καταστολή ενός κινήματος με σημαία την Ένωση, στηριζόμενος στις ξένες ξιφολόγχες των διεθνών στρατευμάτων.
Η αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων, μολονότι δεν υπήρξε αρχικά ενιαία, κατέληξε εντούτοις σε μια κοινή διαπίστωση: ''Ο αρχικός βασικός λόγος της επιλογής του Γεώργιου, ως ενός προσώπου ευρείας λαϊκής αποδοχής που θα λειτουργούσε σαν κυματοθραύστης, είχε πλέον εκλείψει''. Από τη στιγμή εκείνη, οι ημέρες παραμονής του στην ύπατη αρμοστεία ήταν μετρημένες. Οι απευθείας επαφές των προξένων με τους επαναστάτες και η συμφωνία να συσταθεί ειδική εξεταστική επιτροπή, προκειμένου να προτείνει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, σηματοδότησαν την ουσιαστική αυτή στροφή της Ευρωπαϊκής πολιτικής.
Είναι ωστόσο ενδιαφέρον ότι, στις εκλογές που διεξήχθησαν τον Μάιο του 1906, οι φιλοπριγκιπικές πολιτικές δυνάμεις διατήρησαντην πλειοψηφία (53,4%) έναντι του μετώπου των Βενιζελικών (46,6%), κατέστη όμως σαφές ότι η αντιπολίτευση αποτελούσε πλέον ένα ισχυρό ρεύμα στο εκλογικό σώμα, που δεν ήταν δυνατό να αγνοηθεί. Ήδη η διεθνής επιτροπή πρότεινε τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις: αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής, συγκρότηση Πολιτοφυλακής, αποχώρηση των διεθνών στρατευμάτων, αναθεώρηση του Συντάγματος και εκχώρηση στο βασιλέα των Ελλήνων του δικαιώματος να ορίζει, με τη σύμφωνη γνώμη των Μεγάλων Δυνάμεων, τον εκάστοτε Ύπατο Αρμοστή.
Η υιοθέτηση αυτών των προτάσεων από τις Μεγάλες Δυνάμεις χαιρετίστηκε ως δικαίωση της αντιπολίτευσης, ενώ ο Γεώργιος βρέθηκε στα περιθώριο των εξελίξεων. Οι απολυταρχικές αντιλήψεις του είχαν συντελέσει στην πτώση της δημοτικότητας του, έτσι ώστε κατέληξε, χωρίς να είναι φυσικά υπεύθυνος για τη μη επίτευξη της Ένωσης, να χρεωθεί τελικά από μεγάλη μερίδα του Κρητικού λαού την αποτυχία και σε αυτόν τον τομέα. Η μυστική αναχώρηση του, τη νύχτα της 12ης Σεπτεμβρίου 1906, σηματοδοτούσε το άδοξο τέλος μιας πορείας που είχε ξεκινήσει υπό τους καλύτερους οιωνούς.
Έξι ημέρες αργότερα διοριζόταν ως νέος Ύπατος Αρμοστής ο μετριοπαθής παλαιός πρωθυπουργός Αλέξανδρος Ζαΐμης, ενώ η Συνέλευση προχωρούσε στην ψήφιση του νέου και αισθητά πιο φιλελεύθερου Συντάγματος (2 Δεκεμβρίου 1906). Τον Ιούλιο του 1907 άρχισε η αποχώρηση και των υπολοίπων διεθνών στρατευμάτων, που ολοκληρώθηκε δύο χρόνια αργότερα, καθώς προχωρούσε με γοργούς ρυθμούς η συγκρότηση της Πολιτοφυλακής (της τακτικής στρατιωτικής δύναμης του νησιού), στελεχωμένης από Έλληνες βαθμοφόρους.
Στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας γίνονται πολλά έργα ανασυγκρότησης - διάνοιξη δρόμων και πλακόστρωση, αποχετευτικά έργα καθώς και εξωραϊσμού και καλλωπισμού, ανεγείρεται η περίφημη Δημοτική Αγορά. Το πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο είναι σε υψηλό σημείο, λειτουργούν νέα σχολεία, το ποσοστό του αναλφαβητισμού μικραίνει. Έχει συγκροτηθεί από το 1899 ο Φιλολογικός Σύλλογος "Χρυσόστομος" και στη συνέχεια ιδρύονται όλο και περισσότερα πνευματικά, φιλανθρωπικά, αθλητικά και εργατικά σωματεία, διοργανώνονται πλείστες εκδηλώσεις.
Έρχονται πολυμελείς και καλά καταρτισμένοι Ελληνικοί και ξένοι θίασοι, μαθητές επίσης δίνουν θεατρικές παραστάσεις με αξιώσεις και μάλιστα στα αρχαία Ελληνικά. Χώροι των παραστάσεων ο Δημοτικός Κήπος, το θέατρο της Σπλάντζιας, του Καλέ-Καπισί, του Φαλήρου στο Κούμ-Καπί, του Καστελιού. Στο "Ακταίον", στο λιμάνι, ο κουκλοπαίχτης Χρήστος Κονιτσιώτης, "ο πρύτανις των ανδρεικέλων", συγκεντρώνει πλήθη μικρών και μεγάλων, με τον μεγάλο ξύλινο θίασό του. Δίδονται συναυλίες, διοργανώνονται μουσικοφιλολογικές εσπερίδες, έρχεται ο φωνογράφος και ο κινηματογράφος στα Χανιά.
Κυκλοφορούν εφημερίδες και περιοδικά με αξιοθαύμαστη ύλη, ενώ το 1901 στα πρωτοπόρα Χανιά, γίνεται πρόταση χειραφέτησης της γυναίκας στην Κρητική Βουλή, από τον Σφακιανό βουλευτή Γεώργιο Δασκαλογιάννη. Η σύγκρουση του Αρμοστή το 1901 με τον επί της Δικαιοσύνης Σύμβουλό του Ελευθέριο Βενιζέλο φέρνει την απόλυση του δεύτερου και έχει ως επακόλουθο το 1905 το Κίνημα του Θερίσου και την αποχώρηση του Γεωργίου το 1906, ενώ τοποθετείται ως Αρμοστής ο Αλέξανδρος Ζαϊμης. Από της 25ης Σεπτεμβρίου 1908 τα μέλη της Κυβερνήσεως της Κρήτης είχαν δώσει όρκο ενώπιον του Επισκόπου Κυδωνίας και Αποκορώνου στο όνομα του Βασιλέως των Ελλήνων.
Η Κρητική Βουλή στα Χανιά με τη σειρά της είχε επικυρώσει τα ψηφίσματα της Ένωσης, εξέδωσε επίσης δικό της πανηγυρικό ψήφισμα και προχώρησε στην κατάργηση της Αρμοστείας. Το Κρητικό Σύνταγμα καταργήθηκε και εισήχθη το Ελληνικό. Η Ελληνική Κυβέρνηση υπέδειξε στον Αρμοστή Αλ. Ζαϊμη που βρισκόταν εκτός του Νησιού, να μην επιστρέψει στην Κρήτη, όπου σχηματίσθηκε νέα προσωρινή διακομματική Κυβέρνηση από τους Ελ. Βενιζέλο, Μίν. Πετυχάκη, Εμμ. Λογιάδη, Χαρ. Πωλογεώργη, και Πρόεδρο τον Αντ. Μιχελιδάκη. Η Ελληνική Κυβέρνηση, για να αποφύγει τις αντιδράσεις της Τουρκίας και τις διεθνείς περιπλοκές, δεν προχώρησε στην επίσημη αναγνώριση της Ένωσης.
Με την ευτυχή κατάληξη των Βαλκανικών Πολέμων έληξε και το Κρητικό Ζήτημα. Η Ένωση είχε ήδη πραγματοποιηθεί στη πράξη, όταν στις 14 Φεβρουαρίου 1913 αφαιρέθηκαν από το φρούριο της Σούδας οι σημαίες των Μεγάλων Δυνάμεων και της Τουρκίας. Με το Άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου (30 / 5 / 1913) ο Σουλτάνος παραιτήθηκε των δικαιωμάτων του στην Κρήτη, παραχωρώντας τα στις Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ με ιδιαίτερη Συνθήκη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (1 / 11 / 1913) παραιτήθηκε επίσης κάθε δικαιώματος επικυριαρχίας στο Νησί..
Mε την έπαρση τη Ελληνικής σημαίας στο Φρούριο Φιρκά την 1η Δεκεμβρίου 1913 παρουσία του τότε Βασιλιά της Ελλάδας Κωνσταντίνου και του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού και απερίγραπτης χαράς, επισημοποιήθηκε και η τυπική πλέον Ένωση του Νησιού με την Ελλάδα.
Η Αδέσποτη Κρήτη (1908 - 1912)
Ήδη όμως οι ραγδαίες εξελίξεις στα Βαλκάνια, με το κινημάτων Νεότουρκων, την ανεξαρτησία της Βουλγαρίας και την προσάρτηση της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης στην Αυστροουγγαρία, έδιναν το έναυσμα για την de facto ανατροπή του καθεστώτος της Κρητικής αυτονομίας υπό Οθωμανική επικυριαρχία. Τον Σεπτέμβριο του 1908 συγκροτήθηκαν συλλαλητήρια, ενώ η κυβέρνηση της Κρήτης και η Βουλή των Κρητών κήρυσσαν «την ανεξαρτησίαν της Κρήτης και την ένωσιν αυτής μετά της Ελλάδος, όπως μετ' αυτής αποτελέση αδιαίρετον και αδιάσπαστον Συνταγματικόν Βασίλειον» και η Ελληνική σημαία αντικατέστησε παντού εκείνη της Κρητικής αυτονομίας.
Η Ελληνική κυβέρνηση, αν και υπέδειξε στον Ζαΐμη, που βρισκόταν τις ημέρες εκείνες στην Αίγινα, να μην επιστρέψει στην Κρήτη, τυπικά κράτησε ουδέτερη στάση. Ο Βενιζέλος, παρά το ότι θεωρούσε «τυχοδιωκτικό» το κίνημα του 1908, αντελήφθη ότι δεν υπήρχε περιθώριο αντίδρασης και, προκειμένου να επιδειχθεί εθνική ομοψυχία, αποφάσισε να προσχωρήσει, συμπράττοντας μάλιστα στο σχηματισμό διακομματικής κυβέρνησης (Εκτελεστικής Επιτροπής, όπως ονομάστηκε), υπό τον πολιτικό του αντίπαλο Αντώνιο Μιχελιδάκη.
Ακολούθησε μια μεταβατική περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας η νήσος διοικείτο από Εκτελεστική Επιτροπή, χωρίς διεθνή αναγνώριση, «εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων». Στις εκλογές του 1910, ο Βενιζέλος κατόρθωσε για πρώτη φορά να συγκεντρώσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην Κρήτη και να σχηματίσει δική του κυβέρνηση, η οποία επρόκειτο όμως να παραμείνει στην εξουσία λιγότερο από τέσσερις μήνες. Στις 8 Αυγούστου 1910 πραγματοποιήθηκαν εκλογές στην Ελλάδα και ο Βενιζέλος εκλέχθηκε πληρεξούσιος στην Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων.
Λίγες ημέρες αργότερα παραιτήθηκε από την προεδρία της Κρητικής κυβέρνησης και αναχώρησε για την Αθήνα, όπου στις 5 Οκτωβρίου 1910 αναλάμβανε για πρώτη φορά την πρωθυπουργία της Ελλάδας. Τον Νοέμβριο του 1911 και τον Απρίλιο του 1912 επιχειρήθηκε η συμμετοχή Κρητών αντιπροσώπων στη Βουλή των Ελλήνων, προκαλώντας την αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και της Ελληνικής κυβέρνησης, ήδη υπό τον Βενιζέλο, ο οποίος βρισκόταν για άλλη μια φορά αντιμέτωπος με τη μυωπική αντίληψη των Κρητών πολιτικών του αντιπάλων, που αδυνατούσαν να αντιληφθούν τους μακρόπνοους σχεδιασμούς και τους λεπτούς διπλωματικούς χειρισμούς του.
Ήδη όμως είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου και, ενώ η Ελλάδα και οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι της κήρυσσαν τον πόλεμο κατά της Τουρκίας, οι Κρήτες αντιπρόσωποι γίνονταν επιτέλους δεκτοί στο Ελληνικό Κοινοβούλιο και διοριζόταν από την Ελληνική κυβέρνηση Γενικός Διοικητής της νήσου ο Στέφανος Δραγούμης (12 Οκτωβρίου 1912). Μετά το νικηφόρο πέρας των Βαλκανικών πολέμων, η Κρήτη ενσωματωνόταν στην Ελλάδα.
Η Οργάνωση της Κρητικής Πολιτείας
Μέσα σε μια απερίγραπτη φρενίτιδα ενθουσιασμού ο εντολοδόχος των Μεγάλων Δυνάμεων πρίγκιπας Γεώργιος ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 9 Δεκεμβρίου 1898. Ο Γάλλος Ναύαρχος Ποττιέ, υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου του Συμβουλίου των Ναυάρχων, παρέδωσε επίσημα στο Γεώργιο τη διοίκηση της Κρήτης. Τα πλοία των Δυνάμεων της Διεθνούς Προστασίας χαιρέτισαν τη σημαία της Κρητικής Πολιτείας και ο Ύπατος Αρμοστής απηύθυνε το πρώτο του διάγγελμα προς τον Κρητικό λαό. Η Κρητική σημαία υψώθηκε στο φρούριο του Φιρκά, ενώ η Τουρκική διατηρήθηκε μόνο στο φρούριο της Σούδας, ως τελευταίο σύμβολο της Τουρκικής επικυριαρχίας στην Κρήτη.
Το νησί τέθηκε υπό διεθνή προστασία. Οι ξένοι Ναύαρχοι αναχώρησαν την επομένη (10 Δεκεμβρίου) και αμέσως άρχισε με γοργούς ρυθμούς το δυσχερές έργο της οργάνωσης του νέου πολιτικού σχήματος, που ονομάστηκε Κρητική Πολιτεία. Ορίστηκε μια 16μελής Επιτροπή από 12 Χριστιανούς και 4 Μουσουλμάνους, για να εκπονήσει το σχέδιο του Κρητικού συντάγματος, ενώ παράλληλα προχώρησαν οι πολιτικές πράξεις, χωρίς χρονοτριβή. Έναν ακριβώς μήνα μετά την εγκατάσταση του Ύπατου Αρμοστή, δημοσιεύτηκε το πρώτο σημαντικό διάταγμα «Περί συγκροτήσεως της Κρητικής Συνελεύσεως» και αμέσως προκηρύχθηκαν εκλογές για την ανάδειξη πληρεξουσίων.
Στις εκλογές αυτές αναδείχθηκαν 138 Χριστιανοί και 50 Μουσουλμάνοι πληρεξούσιοι και η Κρητική Βουλή άρχισε τις εργασίες της στις 8 Φεβρουαρίου 1899. Το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας, που συντάχθηκε κατά το πρότυπο του ισχύοντος τότε Ελληνικού συντάγματος, αφού εγκρίθηκε από το Συμβούλιο των Πρέσβεων των Προστάτιδων Δυνάμεων στη Ρώμη, τέθηκε αμέσως σε εφαρμογή. Λίγες ημέρες αργότερα συγκροτήθηκε και ορκίστηκε η πρώτη κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας, στην οποία Υπουργός Δικαιοσύνης ορίστηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Η Περίοδος της Δημιουργίας
Η πρώτη κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας εργάστηκε με ζήλο και απέδωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα σημαντικό έργο. Εξέδωσε πολύ γρήγορα νόμους και διατάγματα, έκοψε Κρητικό νόμισμα (την Κρητική δραχμή), ίδρυσε την Κρητική Τράπεζα, οργάνωσε ταχυδρομική υπηρεσία και Χωροφυλακή με Ιταλούς αξιωματικούς και υπαξιωματικούς (καραμπινιέρους). Ιδιαίτερη ήταν η μέριμνα για την εκπαίδευση και τη δημόσια υγεία. Αντιμετωπίστηκε το μεγάλο πρόβλημα της λέπρας, που είχε προσλάβει ενδημική μορφή στις πόλεις και τα χωριά της Κρήτης, με την οργάνωση του λεπροκομείου της Σπιναλόγκας (1903), ιδρύθηκαν πολλά σχολεία και διορίστηκαν δάσκαλοι.
Ένα σοβαρό ζήτημα, που επίσης αντιμετωπίστηκε με επιτυχία, ήταν το καθεστώς της τοπικής Εκκλησίας. Με τον Οργανικό Νόμο του 1900, δόθηκε λύση σε ακανθώθη εκκλησιαστικά ζητήματα, όπως ήταν η σχέση της Εκκλησίας της Κρήτης με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η εκλογή Μητροπολίτη και Επισκόπων. Το βασικό σχήμα, που ισχύει με μικρές τροποποιήσεις έως σήμερα, είναι ένα καθεστώς ημιαυτόνομης Εκκλησίας, της οποίας ο Προκαθήμενος εκλέγεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Κρητική Πολιτεία εκδίδει το Διάταγμα της αναγνώρισης και εγκατάστασής του.
Τα Πρώτα Σύννεφα
Το θετικό και αισιόδοξο κλίμα των δύο πρώτων ετών της λειτουργίας του νέου καθεστώτος άρχισαν να σκιάζουν απειλητικά σύννεφα, τα οποία επρόκειτο να δημιουργήσουν λίγο αργότερα σοβαρή εσωτερική κρίση. Το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας ήταν υπερβολικά συντηρητικό και παραχωρούσε στον Ηγεμόνα, όπως ονομάστηκε ο Ύπατος Αρμοστής, υπερεξουσίες, που εύκολα μπορούσαν να τον οδηγήσουν σε δεσποτική συμπεριφορά. Επιπλέον, η ασάφεια στον ακριβή καθορισμό αρμοδιοτήτων δημιουργούσε τριβές και προσωπικές αντιπαραθέσεις στο έργο της διοίκησης.
Οι τοπικοί παράγοντες της Κρήτης, που πολέμησαν για την ελευθερία του νησιού και στήριξαν με ενθουσιασμό τον Πρίγκιπα, έβλεπαν τώρα με δυσφορία και πικρία να παραγκωνίζονται και να διορίζονται σε καίριες θέσεις Αθηναίοι σύμβουλοι του Γεωργίου, που αγνοούσαν τα Κρητικά πράγματα και την ψυχολογία των Κρητών. Αλλά το πιο σημαντικό ήταν η διαχείριση του εθνικού ζητήματος της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Στο ουσιώδες αυτό ζήτημα παρατηρήθηκε εξαρχής διάσταση απόψεων μεταξύ του Γεωργίου και του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ο Γεώργιος πίστευε ότι η λύση του εθνικού ζητήματος θα ωρίμαζε με συνεχείς παραστάσεις και υπομνήματα προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ ο Βενιζέλος, βλέποντας τα πράγματα πρακτικότερα και ρεαλιστικότερα, θεωρούσε ότι η λύση έπρεπε να είναι σταδιακή, με βαθμιαίες κατακτήσεις. Ως πρώτη μάλιστα κατάκτηση θεωρούσε την απομάκρυνση των ξένων στρατευμάτων από τις Κρητικές πόλεις και την αντικατάστασή τους από ντόπια πολιτοφυλακή, με Έλληνες αξιωματικούς. Η διάσταση των απόψεων στο πολιτικό ζήτημα δεν άργησε να λάβει τη μορφή προσωπικής αντιπαράθεσης.
Ο Βενιζέλος είχε καταστήσει σαφές ότι δεν αναγνωρίζει στον Πρίγκιπα το δικαίωμα να διαχειρίζεται προσωπικώς το εθνικό ζήτημα της Κρήτης: «Ως ένας εκ των τριακοσίων χιλιάδων Κρητών, δεν σας εκχωρώ το δικαίωμά μου, ώστε μόνος σεις να ρυθμίζετε αυτοβούλως την εθνικήν πολιτικήν του τόπου μου». Κακοί σύμβουλοι του Γεωργίου διοχέτευαν χαλκευμένα και συκοφαντικά κείμενα στις Αθηναϊκές εφημερίδες εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου, γεγονός που δημιούργησε βαρύ κλίμα διχασμού.
Η Επανάσταση του Θερίσου (1905)
Τα Αίτια και οι Αφορμές
Η κρίση κορυφώθηκε στις 18 Μαρτίου 1901, όταν ο Γεώργιος απέλυσε τον Βενιζέλο από το αξίωμα του υπουργού. Για να υποστηρίξει τις απόψεις του στο εθνικό ζήτημα της Κρήτης, ο Βενιζέλος δημοσίευσε στην εφημερίδα «Κήρυξ» των Χανίων, που ο ίδιος εξέδιδε, πέντε πολύκροτα άρθρα, με το χαρακτηριστικό τίτλο «Γεννηθήτω φως». Ο Γεώργιος ακολούθησε πολιτική αδιαλλαξίας και προχώρησε σε μέτρα περισσότερο αυταρχικά, με την απαγόρευση της ελευθεροτυπίας και με διώξεις και φυλακίσεις διακεκριμένων μελών της Κρητικής αντιπολίτευσης.
Κάτω από τις συνθήκες αυτές, τα πολιτικά πράγματα στην Κρήτη οδηγήθηκαν σε πλήρες αδιέξοδο και όλες οι προσπάθειες συνδιαλλαγής των αντίπαλων πολιτικών μερίδων ναυάγησαν. Γύρω από τον Βενιζέλο συνασπίστηκαν όσοι ήταν δυσαρεστημένοι από την αυταρχική πολιτική του Πρίγκιπα και σχηματίστηκε μια ισχυρότατη «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις». Έμπιστοι συνεργάτες του Βενιζέλου ήταν ο Κ. Φούμης και ο Κ. Μάνος. Οι τρεις αυτοί αποτέλεσαν μια τριανδρία, που δεν δίστασε να προχωρήσει σε δυναμική αναμέτρηση με τον Πρίγκιπα. Στο τέλος του 1904 έληξε η περίοδος της Γενικής Συνέλευσης και προκηρύχθηκαν εκλογές για την ανάδειξη 64 βουλευτών.
Σύμφωνα με το σύνταγμα, 10 ακόμη θα διορίζονταν απευθείας από τον Πρίγκιπα. Η αντιπολίτευση αποφάσισε να μη συμμετέχει στις εκλογές αυτές, κατήγγειλε τα ανελεύθερα μέτρα του Πρίγκιπα και κάλεσε το λαό σε αποχή. Η κατάσταση εκτραχύνθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1905, όταν η τριανδρία της αντιπολίτευσης και 15 άλλοι επιφανείς πολιτευτές συνέταξαν και υπέγραψαν προκήρυξη, με την οποία ζητούσαν μεταβολή του συντάγματος της Κρητικής Πολιτείας. Η προκήρυξη αυτή είναι το πρώτο επίσημο επαναστατικό κείμενο, το προμήνυμα της επανάστασης του Θερίσου.
Όλοι πλέον είχαν πεισθεί ότι μια ένοπλη εξέγερση ήταν επί θύραις. Οι υπηρεσίες του Πρίγκιπα είχαν συγκεντρώσει πληροφορίες, ενώ η ενωμένη αντιπολίτευση άφηνε σκόπιμα να διαρρεύσει η πληροφορία ότι πιθανή ημέρα εξέγερσης θα ήταν η 14η Μαρτίου. Στο ενδιάμεσο διάστημα άρχισαν να συρρέουν με μεγάλη μυστικότητα ομάδες ενόπλων στο Θέρισο. Ο Βενιζέλος και οι συνεργάτες του είχαν επιλέξει το χωριό αυτό ως έδρα της επανάστασης, γιατί ήταν κοντά στα Χανιά και επίσης ήταν περιοχή δυσπρόσιτη, ένα φυσικό οχυρό. Οι επαναστάτες αιφνιδίασαν τον Ηγεμόνα και κήρυξαν την επανάσταση στις 10 Μαρτίου 1905.
Το πρωί της ημέρας εκείνης βρέθηκαν τοιχοκολλημένες στους δρόμους των Χανίων προκηρύξεις, που κήρυτταν την κατάργηση της αρμοστείας, καλούσαν το λαό σε συμπαράσταση, για να πραγματωθεί το όνειρο της ένωσης, και συνιστούσαν στη χωροφυλακή να μην υπακούει στις διαταγές του Πρίγκιπα. Παράλληλα, εκπρόσωποι των επαναστατών διασκορπίστηκαν σε όλη την Κρήτη, για να μεταδώσουν και να προπαγανδίσουν το επαναστατικό μήνυμα. Μέσα σε λίγες ημέρες ολόκληρη η Κρητική ύπαιθρος βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό.
Ψηφίσματα συμπαράστασης έφταναν από παντού, ενώ οι ισχυρότεροι παράγοντες του νησιού, ακόμη και πολιτικοί αντίπαλοι του Βενιζέλου, προσχώρησαν στην επανάσταση. Ο Βενιζέλος, που ήταν ο φυσικός αρχηγός του νέου αυτού επαναστατικού κινήματος, ανέλαβε να ενημερώσει το λαό και τους αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων, για τους λόγους και τους σκοπούς της επανάστασης.
Η Αντίδραση τον Πρίγκιπα
Η έκρηξη και η ταχύτατη επέκταση της επανάστασης καταθορύβησε, όπως ήταν φυσικό, όχι μόνο τον Πρίγκιπα και το περιβάλλον του, αλλά και την Ελληνική κυβέρνηση και τις Προστάτιδες Δυνάμεις. Ο Πρίγκιπας προχώρησε στη λήψη σπασμωδικών μέτρων. Με αυστηρή προειδοποίηση έδινε στους επαναστάτες προθεσμία 36 ωρών, να καταθέσουν τα όπλα. Όταν η προθεσμία αυτή παρήλθε, κήρυξε, με τη συγκατάθεση των Μεγάλων Δυνάμεων, το στρατιωτικό νόμο σε όλη την Κρήτη.
Η Κρητική Βουλή, που ενεργούσε κατά τις εντολές του αρμοστειακού περιβάλλοντος, αφού δεν υπήρχε αντιπολίτευση, ψήφισε το νόμο «Περί ιδρύσεως σώματος δημοφρουρών», οι οποίοι θα στήριζαν την έννομη τάξη. Αυτούς τους αποκαλούσαν οι επαναστάτες «ροπαλοφόρους». Στην Κρήτη υπήρχαν πια δύο κυβερνήσεις, του Αρμοστή στα Χανιά και των επαναστατών στο Θέρισο. Η διάσπαση ήταν πλήρης και η απειλή εμφύλιου πολέμου ήταν πλέον ορατή.
Το βασιλικό περιβάλλον στην Αθήνα ανησυχούσε για τις εξελίξεις στην Κρήτη και πίεζε την Ελληνική κυβέρνηση να καταδικάσει το κίνημα του Θερίσου. Ο πρωθυπουργός Δηλιγιάννης κάλεσε στις 12 Μαρτίου τους αντιπροσώπους του Αθηναϊκού τύπου και προέβη σε σκληρές δηλώσεις κατά του Βενιζέλου και των συνεργατών του. Εντούτοις, το κίνημα έβρισκε θετική ανταπόκριση στο κοινό αίσθημα και οι περισσότερες αθηναϊκές εφημερίδες το υποστήριζαν ανοιχτά.
Η Στάση των Μεγάλων Δυνάμεων και οι Διπλωματικοί Ελιγμοί του Ελ. Βενιζέλου
Οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν τήρησαν ενιαία στάση έναντι των επαναστατών. Οι περισσότερες ανέμεναν τις εξελίξεις και μόνο η Ρωσία υποστήριζε φανερά τον Πρίγκιπα. Ρωσικό πολεμικό κανονιοβόλησε επανειλημμένα τις θέσεις των επαναστατών στο Θέρισο, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Ο Βενιζέλος είχε σωστά εκτιμήσει τη διεθνή πολιτική και ήταν βέβαιος ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν αδύνατο να συμφωνήσουν στην τήρηση ενιαίας στάσης έναντι του κινήματος. Αρκούσε και μια μόνο διαφωνία, για να ματαιωθεί η συντονισμένη δράση των ξένων στρατευμάτων. Εξάλλου, οι Δυνάμεις δεν μπορούσαν να παραβλέψουν τον κίνδυνο εμφύλιου πολέμου, που θα γενικευόταν στην Κρήτη με αφορμή τη δική τους ανάμειξη.
Ο παλαίμαχος πολιτικός Ιωάννης Σφακιανάκης, σε πάνδημο συλλαλητήριο στο Ηράκλειο (21 Μαρτίου) μίλησε ανοικτά για την απαράδεκτη ξένη ανάμειξη και κάλεσε το λαό σε καθολική συμπαράσταση προς τους επαναστάτες. Στο μεταξύ, η επανάσταση είχε αποκτήσει ισχυρά ερείσματα σε όλη την Κρήτη. Οργανώθηκε «Προσωρινή Κυβέρνησες της Κρήτης» στο Θέρισο, με πρόεδρο τον Ελ. Βενιζέλο και υπουργούς τους Κ. Φούμη και Κ. Μάνο. Η κυβέρνηση προέβη στην έκδοση γραμματίων για εσωτερικό πατριωτικό δάνειο 100.000 δραχμών, οργάνωσε υπηρεσίες οικονομικών, συγκοινωνιών και διοίκησης, τύπωσε γραμματόσημα και εξέδιδε την εφημερίδα, «Το Θέρισo».
Η χωροφυλακή, που υποστήριζε τον Πρίγκιπα, δεν ήταν σε θέση να ελέγχει τα πράγματα, καθώς μάλιστα πολλοί χωροφύλακες αυτομόλησαν προς τους επαναστάτες. Η κρίση μετατοπίστηκε στο πεδίο της διπλωματίας και αναζητήθηκε πολιτική λύση. Οι αντιπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων, εκτιμώντας την κατάσταση που διαμορφώθηκε στο νησί, με φανερή την πτώση της δημοτικότητας του Πρίγκιπα, αλλά και με την καθολική σχεδόν αποδοχή των επαναστατικών ιδεών από το λαό, κινήθηκαν προς εξομάλυνση της κρίσης με διαπραγματεύσεις.
Ήταν αυτό ακριβώς που προέβλεψε ο Βενιζέλος, ότι ο επαναστατικός αγώνας τον οποίο ανέλαβε «απέδειξεν ότι η διπλωματία εις των ζητημάτων των υποδούλων λαών την λύσιν προβαίνει μόνον όταν ταύτα τίθενται προ αυτής υπό την οξυτάτην μορφήν της εθνικής εξεγέρσεως». Τα πρώτα υπομνήματα των επαναστατών προς τους εκπροσώπους των Δυνάμεων έθεταν ως ανυποχώρητη βάση συζήτησης το ενωτικό ζήτημα.
Νωρίς όμως κατέστη σαφές ότι οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις δεν ήταν ακόμη έτοιμες για τη λύση αυτή και ο Βενιζέλος, σταθμίζοντας πάντοτε την υφισταμένη κατάσταση, άρχισε να σχεδιάζει τις υποχωρήσεις του, για να εξασφαλίσει τα μεγαλύτερα δυνατά κέρδη. Στόχος του ήταν να δημιουργηθεί προς το παρόν και στην Κρήτη ένα καθεστώς ανάλογο με εκείνο της Ανατολικής Ρωμυλίας, ουσιαστικά ελεύθερο, με σκιώδη σουλτανική επικυριαρχία.
Το Τέλος της Επανάστασης του Θερίσου και ο Θρίαμβος της Πολιτικής του Ελ. Βενιζέλου
Η επιμονή των επαναστατών στον ένοπλο αγώνα και η παράταση της έκρυθμης κατάστασης, που απειλούσε με κατάρρευση την οικονομική και πολιτική υπόσταση της Κρήτης, ανάγκασε τις Προστάτιδες Δυνάμεις να αποστείλουν αυστηρό τελεσίγραφο προς τους επαναστάτες στις 2 Ιουλίου 1905. Οι Γενικοί Πρόξενοι των Δυνάμεων, οι οποίοι υπέγραψαν αυτήν τη διακοίνωση, καθιστούσαν σαφές ότι δεν μπορούσαν να μεταβάλουν το πολιτικό καθεστώς του νησιού. Διαβεβαίωναν όμως ότι θα επιφέρουν ουσιώδεις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, που θα βελτίωναν θεαματικά την κατάσταση, υπό το ρητό όρο ότι εντός 15 ημερών οι επαναστάτες όφειλαν να καταθέσουν τα όπλα, με παράλληλη χορήγηση γενικής αμνηστίας.
Οι διαπραγματεύσεις ήταν σκληρές και διήρκεσαν όλο το καλοκαίρι του 1905. Η τελική συμφωνία υπογράφηκε από τον Ελ. Βενιζέλο στις 2 Νοεμβρίου 1905 στο μοναστήρι των Μουρνιών Κυδωνιάς. Εξασφαλίστηκε γενική αμνηστία και οι Μ. Δυνάμεις δεσμεύτηκαν να επεξεργαστούν ένα χάρτη νέων παραχωρήσεων στον κρητικό λαό, αρνούμενες πάντως να επιτρέψουν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Το κίνημα του Θερίσου δεν πέτυχε πλήρως τους στόχους του, αλλά έδωσε νέα ισχυρή ώθηση στο Κρητικό Ζήτημα και προκάλεσε θετικές εξελίξεις.
Διεθνής Επιτροπή που ήλθε στην Κρήτη το Φεβρουάριο 1906, ανέλαβε να εξετάσει την κατάσταση και τους όρους λειτουργίας του αρμοστειακού καθεστώτος και να υποβάλει σχετική έκθεση. Έπειτα από μακρότατες και επίπονες διαβουλεύσεις με τον Ελ. Βενιζέλο και με την Ελληνική Κυβέρνηση, οι Μεγάλες Δυνάμεις κατέληξαν σε μια νέα ρύθμιση του Κρητικού Ζητήματος. Το οριστικό κείμενο των μεταρρυθμίσεων προέβλεπε την οργάνωση Κρητικής Χωροφυλακής με εντελώς νέο σχήμα, την ίδρυση Κρητικής Πολιτοφυλακής, με Έλληνες αξιωματικούς που προηγουμένως θα παραιτούνταν από τον ελληνικό στρατό, και την ανάκληση των ξένων στρατευμάτων, μετά την αποκατάσταση της εσωτερικής γαλήνης στην Κρήτη.
Η πολιτική του Βενιζέλου είχε θριαμβεύσει. Αμέσως έπειτα συγκροτήθηκε η Β' Συντακτική Συνέλευση, για την εκπόνηση νέου συντάγματος, και η πρώτη πράξη της ήταν η έκδοση ενωτικού ψηφίσματος, μέσα σε ατμόσφαιρα συμφιλίωσης και εθνικής έξαρσης. Με νέα απόφασή τους οι Δυνάμεις παραχωρούσαν στο βασιλιά των Ελλήνων Γεώργιο Α' το δικαίωμα να διορίζει εκείνος τον Ύπατο Αρμοστή της Κρήτης (14 Αυγούστου 1906). Το νησί είχε ουσιαστικά καταστεί μια ιδιότυπη Ελληνική επαρχία.
Μετά τις εξελίξεις αυτές, ο Πρίγκιπας Γεώργιος δεν μπορούσε πια να παραμένει στην Αρμοστεία της Κρήτης. Παρά τις επίμονες παρακλήσεις των αντιβενιζελικών φίλων του, εκείνος υπέβαλε την παραίτησή του (12 Σεπτεμβρίου 1906) και αναχώρησε από την Κρήτη. Ο βασιλιάς της Ελλάδας Γεώργιος Α' υπέδειξε ως νέο Ύπατο Αρμοστή τον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Το Κρητικό Ζήτημα είχε πλέον εισέλθει στη φάση της οριστικής του επίλυσης.
Η Αρμοστεία του Αλέξανδρου Ζαΐμη (1906 - 1908)
Ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, έμπειρος πολιτικός, πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας και μετέπειτα Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, ανέλαβε τα καθήκοντα του στις 18 Σεπτεμβρίου 1906. Η πολιτική ομαλότητα επανήλθε στην ταραγμένη Κρήτη και μια νέα περίοδος δημιουργίας εγκαινιάστηκε. Η οικονομία βελτιώθηκε, η δημόσια διοίκηση αναδιοργανώθηκε και καταβλήθηκε ιδιαίτερη φροντίδα για την οργάνωση της δημόσιας υγείας και της παιδείας. Το πιο σημαντικό είναι ότι οργανώθηκε για πρώτη φορά η Πολιτοφυλακή της Κρήτης, δηλαδή ο πρώτος στρατός του νησιού (1907), που εξελίχθηκε σε αξιόλογη δύναμη, όπως φάνηκε αργότερα στους Βαλκανικούς πολέμους 1912 - 1913.
Η παρουσία των ξένων στρατευμάτων κατέστη πλέον περιττή και οι Μ. Δυνάμεις αποφάσισαν να εκκενώσουν την Κρήτη μέσα σε ένα χρόνο, με μόνη εγγύηση την ασφάλεια των Μουσουλμάνων της νήσου. Ένα ευχαριστήριο Ψήφισμα της Κρητικής Βουλής (21 Μαΐου 1908) προς τις Μ. Δυνάμεις ήταν η επίσημη πολιτική πράξη της χειραφέτησης της Κρήτης από την προστασία των Μ. Δυνάμεων. Το νησί έπρεπε πλέον να κινείται με τις δικές του δυνάμεις στη διαχείριση του Κρητικού Ζητήματος.
Η Κατάλυση της Αρμοστείας στην Κρήτη - Το Πρώτο Ενωτικό Ψήφισμα των Κρητών
Δύο μεγάλα εξωτερικά γεγονότα ήρθαν να ταράξουν πάλι την πορεία των Κρητικών πραγμάτων: η προσάρτηση της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης από την Αυστρία και η ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε βασίλειο, με ταυτόχρονη προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας. Η Ελληνική κυβέρνηση του Γ. Θεοτόκη υπέδειξε στους Κρήτες την ανάγκη λαϊκών κινητοποιήσεων, για την κήρυξη της ένωσης με την Ελλάδα. Σε λαϊκή συγκέντρωση στα Χανιά εγκρίθηκε ομόφωνα το πρώτο ψήφισμα της ένωσης και η Κρητική Κυβέρνηση εξέδωσε με τη σειρά της επίσημο Ψήφισμα (24 Σεπτεμβρίου 1908).
Για την επίσημη έναρξη της νέας περιόδου της πολιτικής ζωής στην Κρήτη, σχηματίστηκε προσωρινή διακομματική Κυβέρνηση. Η Ελληνική Κυβέρνηση, για να μην προκαλέσει διεθνείς περιπλοκές με την αντίδραση της Τουρκίας, απέφυγε να αναγνωρίσει επίσημα την ένωση και περιορίστηκε σε παρασκηνιακές οδηγίες στη νέα Προσωρινή Κυβέρνηση της Κρήτης.
Τα Γεγονότα των Ετών (1909 - 1913)
Παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της Τουρκίας, οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν αντέδρασαν δυναμικά και φάνηκαν να αποδέχονται σιωπηρά τις νέες εξελίξεις. Δεν προχώρησαν όμως σε καμιά επίσημη αναίρεση του πολιτικού καθεστώτος, όπως το είχαν υπογράψει το 1898. Όταν όμως υψώθηκε στο φρούριο του Φιρκά η Ελληνική σημαία, οι Μ. Δυνάμεις απαίτησαν αμέσως την υποστολή της. Η Κυβέρνηση της Κρήτης δεν υπάκουσε και παραιτήθηκε. Και καθώς δεν βρέθηκε Κρητικός να υποστείλει την Ελληνική σημαία, οι Μ. Δυνάμεις αποβίβασαν στρατιωτικό άγημα, το οποίο απέκοψε τον ιστό της.
Το πολιτικό κενό στη διακυβέρνηση της Κρήτης μετά την παραίτηση της Προσωρινής Κυβέρνησης καλύφθηκε με προσωρινά κυβερνητικά σχήματα, έως τις εκλογές του Μαρτίου 1910. Το κόμμα του Ελ. Βενιζέλου πλειοψήφησε και σχημάτισε κυβέρνηση δύο μήνες αργότερα (17 Μαΐου 1910). Για το Κρητικό Ζήτημα άνοιγε μια νέα περίοδος, κατά την οποία ο κύριος διαχειριστής του ήταν ο Ελ. Βενιζέλος, που είχε οριστικά επιβληθεί ως η κορυφαία πολιτική προσωπικότητα στην Κρήτη.
Η Μετάκληση του Βενιζέλου στην Αθήνα και οι Επιπτώσεις στο Κρητικό Ζήτημα
Λίγους μήνες μετά την ανάληψη της προεδρίας της Κρητικής Κυβέρνησης από τον Ελ. Βενιζέλο, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος που έλεγχε τα Ελληνικά πολιτικά πράγματα μετά την επανάσταση στο Γουδί (1909), τον κάλεσε στην Αθήνα να αναλάβει την πρωθυπουργία της Ελλάδας (Σεπτέμβριος 1910). Η εξέλιξη αυτή δημιούργησε στους Κρήτες αμφιθυμικά αισθήματα. Οι περισσότεροι εξέφραζαν φόβους για την απουσία ενός ανδρός, που γνώριζε περισσότερο από κάθε άλλο να κινείται στους λαβύρινθους της Ευρωπαϊκής διπλωματίας και να σώζει τις εθνικές υποθέσεις σε κρίσιμες περιστάσεις, ενώ άλλοι πίστευαν ότι από τη νέα θέση του θα μπορούσε να λύσει το Κρητικό Ζήτημα ταχύτερα και ασφαλέστερα.
Αλλά ο Βενιζέλος, ως πρωθυπουργός της Ελλάδας, με το οξύτατο πολιτικό του αισθητήριο γνώριζε ότι δεν είχε φτάσει ακόμη το πλήρωμα του χρόνου. Στις επίμονες παρακλήσεις των συμπατριωτών του Κρητών απαντούσε αρνητικά και φαινόταν δυσάρεστος. Η σταθερή άρνησή του να επιτρέψει την είσοδο Κρητών βουλευτών στο ελληνικό κοινοβούλιο προκάλεσε στην Κρήτη ισχυρές αντιδράσεις. Αναταραχή εκδηλώθηκε στα τέλη του 1911 και συγκροτήθηκε πάλι στο νησί Επαναστατική Συνέλευση (3 Ιανουαρίου 1912), ενώ άρχισαν να οργανώνονται και ένοπλα τμήματα.
Η Οριστική Λύση του Κρητικού Ζητήματος
Εκείνο που δεν είχε κατορθώσει να λύσει η διπλωματία, το έλυσε ο πόλεμος. Ευθύς μετά την έκρηξη των Βαλκανικών πολέμων (Οκτώβριος 1912) οι πύλες του Ελληνικού Κοινοβουλίου άνοιξαν για τους Κρήτες βουλευτές, που έγιναν δεκτοί με εκδηλώσεις απερίγραπτου πατριωτικού ενθουσιασμού. Ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων ανέγνωσε Ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο «η Ελλάς αποδέχεται όπως του λοιπού ενυπάρχη κοινόν Κοινοβούλιον δια το ελεύθερον Βασίλειον και διά την νήσον Κρήτην». Αλλά ο Βενιζέλος δεν προχώρησε περισσότερο, για να μη διαταράξει τις σχέσεις του με τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις, εν όψει και του πολέμου που είχε αρχίσει.
Αρκέστηκε να αποστείλει στην Κρήτη ως Γενικό Διοικητή το φίλο του Στέφανο Δραγούμη, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 12 Οκτωβρίου 1912. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ταχύτατα, καθώς ήταν πλέον ορατή η ήττα της Τουρκίας. Στην πράξη η ένωση είχε συντελεστεί και απλώς έμενε η επικύρωσή της με την υπογραφή μιας διεθνούς συνθήκης. Στις 14 Φεβρουαρίου 1913 αφαιρέθηκαν από το φρούριο της Σούδας οι σημαίες των Μ. Δυνάμεων και της Τουρκίας. Όλα τα σύμβολα της τουρκικής επικυριαρχίας, αλλά και της κηδεμονίας των Μ. Δυνάμεων, είχαν πλέον εξαφανιστεί από την Κρήτη. Η ευτυχής για την Ελλάδα έκβαση των Βαλκανικών πολέμων έδωσε και στο Κρητικό Ζήτημα την οριστική λύση του.
Με το άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) ο σουλτάνος παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματά του στην Κρήτη, την οποία παραχωρούσε στις Μ. Δυνάμεις της Ευρώπης. Με ιδιαίτερη συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας (14 Νοεμβρίου 1913) ο σουλτάνος παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμά του στην Κρήτη, η οποία έτσι εντάχθηκε στην Ελληνική επικράτεια ως οργανικό και αναπόσπαστο τμήμα της. Οι Μ. Δυνάμεις αποδέχθηκαν σιωπηρά τη λύση αυτή, δηλώνοντας απλώς ότι έλαβαν γνώση των ενεργειών της Ελληνικής κυβέρνησης.
Ένα μήνα αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου 1913, κηρύχθηκε και επίσημα η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, με την παρουσία τού τότε βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Η Ελληνική σημαία υψώθηκε στο ιστορικό φρούριο του Φιρκά και, στη θέση, όπου άλλοτε κυμάτιζε η Τουρκική σημαία, στήθηκε μαρμάρινη επιγραφή, που έγραφε:
ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ ΕΝ ΚΡΗΤΗ
1669 - 1913
ΗΤΟΙ, 267 ΕΤΗ, 7 ΜΗΝΕΣ, 7 ΗΜΕΡΑΙ
ΕΤΗ ΑΓΩΝΙΑΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΕΝΩΣΗ
H ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Επίλογος
Κατά την επανάσταση του 1821-1830 οι Κρήτες αγωνίστηκαν σκληρά, όπως και οι λοιποί Έλληνες, εν τούτοις είδαν με πόνο απερίγραπτο να μην συμπεριλαμβάνονται στα όρια του ελεύθερου κράτους, όπως αυτά καθορίστηκαν από το πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830. Και αυτό γιατί έτσι θέλησε η Ευρωπαϊκή διπλωματία και κυρίως η Αγγλία. Η Αγγλική εξωτερική πολιτική δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι κάποια στιγμή δεν ήταν εύκολο γι’ αυτήν, ή ακόμη χειρότερο, αδύνατο, να χρησιμοποιεί ο στόλος της το λιμάνι της Σούδας.
Ο στόχος αυτός συνδυαζόταν με το έτερο δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως ανάχωμα στην πάγια επιδίωξη της Ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, ήδη από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου, της καθόδου δηλαδή της Ρωσίας στη ζεστή θάλασσα, το Αιγαίο. Και δεν εναντιώθηκε μόνο το 1830 η Ευρωπαϊκή διπλωματία στην ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, αλλά πάντοτε όταν οι Κρήτες επαναστατούσαν κατά της Τουρκικής κυριαρχίας για τον ίδιο σκοπό. Τούτο έγινε το 1841, το 1858, στη γιγαντομαχία του 1866 - 1868, το 1878, το 1889.
Παράλληλα η προπαγάνδα των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων προσπάθησε να καλλιεργήσει στους Κρήτες, κυρίως στους εξέχοντες, μίαν αντίληψη αυτονομίας και ανεξαρτησίας από την υπόλοιπη Ελλάδα. Αντίληψη που βρήκε ευήκοα ώτα και που δημιούργησε πολλά προβλήματα κατά την επανάσταση του 1866. Στην πλειονότητά τους όμως οι Κρήτες απέκρουσαν μια τέτοια λύση.
Την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα το κρητικό ζήτημα αποκτά οξύτητα εξαιτίας του «Ανατολικού Ζητήματος». Η Αγγλία θεωρεί την Κρήτη εκ των ων ουκ άνευ για την θαλάσσια οδό προς τις Ινδίες.
Το 1895 ξεκινά μία νέα επανάσταση, η λεγόμενη μεταπολιτευτική με επικεφαλής τον Μανούσο Κούνδουρο. Ο Κούνδουρος γνωρίζοντας τις διπλωματικές επιδιώξεις των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων θεωρούσε την αυτονομία της Κρήτης ως πρώτο βήμα για την ένωση της με την Ελλάδα.
Η Ελληνική εξωτερική πολιτική ήταν αντίθετη σε κάθε αυτονομιστική κίνηση, γιατί πίστευε ότι υπήρχε ο κίνδυνος να περιέλθει η Κρήτη σε κάποια ξένη δύναμη, οπότε θα χανόταν οριστικά για την Ελλάδα. Οι Τούρκοι προέβησαν σε σφαγές και βιαιότητες που προκάλεσαν την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Τελικά επεβλήθη νέος Οργανισμός που έγινε αποδεκτός από την επαναστατική επιτροπή. Η Τουρκική διοίκηση όμως αμέσως άρχισε να υπονομεύει το νέον Οργανισμό με φόνους και βιοπραγίες. Οι Μεγάλες Δυνάμεις από την άλλη μεριά προσπαθούν να αποτρέψουν την επέκταση των ταραχών και η Ελληνική κυβέρνηση από την άλλη στέλνει πολεμικά πλοία υπό την αρχηγία του πρίγκιπα Γεωργίου για να εμποδίσουν τη μεταφορά του Τουρκικού στρατού στο νησί. Την 1η Φεβρουαρίου 1897 φτάνει στην Κρήτη ο συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος, ο οποίος στο όνομα του βασιλιά της Ελλάδας Γεωργίου του Α' καταλαμβάνει την Κρήτη και κηρύσσει την Ένωσή της με την Ελλάδα. Σκληρές μάχες διεξάγονται.
Τα πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων χωρίς οίκτο κανονιοβολούν ανελέητα στις 7 Φεβρουαρίου 1897 το επαναστατικό στρατόπεδο που είχε οργανώσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος στο ακρωτήρι Χανίων. Πράξη που ξεσήκωσε την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη υπέρ των Κρητών. Το Μάρτιο του 1897 οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις αποβιβάζουν στη μεγαλόνησο στρατό και την καταλαμβάνουν. Στα Χανιά οι Ιταλοί στο Ρέθυμνο οι Ρώσοι στο Ηράκλειο οι Άγγλοι και στο Λασίθι οι Γάλλοι. Προτείνουν δε ως λύση την αυτονομία της Κρήτης υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Πρόταση που οι Κρήτες δεν αποδέχτηκαν καταρχήν όπως και η Ελληνική κυβέρνηση.
Ο ατυχής όμως για την Ελλάδα Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 (8 Απριλίου - 8 Μαΐου) αναγκάζει την Ελλάδα να ανακαλέσει τις δυνάμεις της από την Κρήτη. Οι Κρήτες βλέπουν και πάλι το όνειρό τους για την Ένωση να σβήνει. Μετά από τρεις συνελεύσεις -Αρμένοι Αποκορώνου, Αρχάνες και Μελιδόνι Μυλοποτάμου 16 Οκτωβρίου 1897- αποδέχονται τη λύση της αυτονομίας που προτείνουν οι Ευρωπαίοι. Στις 9 Δεκεμβρίου 1898 αποβιβάζεται στο νησί ο ύπατος αρμοστής των Δυνάμεων, πρίγκιπας Γεώργιος, δευτερότοκος υιός του βασιλιά Γεωργίου.Οι Κρήτες τον υποδέχονται με άκρατο ενθουσιασμό και εκλαμβάνουν την παρουσία του στο νησί ως έναν αρραβώνα για την Ένωση.
Πολύ γρήγορα όμως οι ελπίδες τους διαψεύδονται. Οι Δυνάμεις ούτε για μια στιγμή δεν αφήνουν περιθώρια για μία τέτοια λύση και στην επίσημη διακοίνωσή τους στο αίτημα του πρίγκιπα για Ένωση δηλώνουν ότι αυτό είναι αδύνατο (Φεβρουάριος 1901). Ο Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος διαφώνησε με την πολιτική που ακολουθούσε ο πρίγκιπας για να επιτευχθεί η ένωση. Ο πρίγκιπας στήριζε τις ελπίδες του στους συγγενικούς δεσμούς που είχε με τους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης. Αντίθετα ο Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος είχε την άποψη ότι η πορεία προς την Ένωση έπρεπε να είναι σταδιακή.
Είχε την απόλυτη βεβαιότητα ότι η άμεση επίτευξη της ένωσης ήταν αδύνατη, διότι γνώριζε ποιες ήταν οι μακροπρόθεσμες επιδιώξεις των δυνάμεων. Πίστευε και υποστήριζε ότι έπρεπε πρώτα να ολοκληρωθεί η αυτονομία. Να αποκτήσει η Κρήτη δικιά της πολιτοφυλακή. Να απαλλαγεί από τα ξένα στρατεύματα και να εκλέγει ο κρητικός λαός τον κυβερνήτη του. Ο Βενιζέλος απολύθηκε από την Κρητική Κυβέρνηση (Μάρτιος 1901) και συκοφαντήθηκε στην Κρήτη και στην Ελλάδα ότι είναι ανθενωτικός και ότι επιθυμεί η Κρήτη να ανακηρυχθεί σε ηγεμονία.Η οξύτατη αυτή πολιτική κρίση οδήγησε τελικά σε ένοπλο αγώνα, στο κίνημα του Θερίσου, 10 Μαρτίου 1905.
Ο ένοπλος αγώνας κράτησε ως το Νοέμβριο του 1905. Οι Δυνάμεις χορήγησαν αμνηστία και δέχτηκαν να κατέλθει στην Κρήτη μία επιτροπή να ερευνήσει επιτόπου την κατάσταση και να προτείνει λύσεις. Η επιτροπή στις 30 Μαρτίου 1906 υποβάλλει στις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις την έκθεσή της στην οποία μεταξύ των άλλων σημειώνει ''Το μόνο φάρμακο στην επικίνδυνη σημερινή κατάσταση είναι η ένωση της Κρήτης με το βασίλειο της Ελλάδος''. Παράλληλα αναγνωρίστηκε στο βασιλιά της Ελλάδας το δικαίωμα να προτείνει αυτός στις Δυνάμεις τον ύπατο αρμοστή. Ύπατος αρμοστής διορίστηκε ο έμπειρος και μετριοπαθής πολιτικός Αλέξανδρος Ζαΐμης, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του το Σεπτέμβριο του 1906.
Προηγουμένως η Συντακτική Συνέλευση που προήλθε από τις εκλογές του Μαΐου 1906 είχε κηρύξεις και αυτή την Ένωση της Κρήτης. Τον Ιούλιο του 1908 άρχισε η αποχώρηση των ξένων στρατιωτικών αγημάτων με προοπτική να ολοκληρωθεί μετά από ένα έτος. Παράλληλα είχε οργανωθεί η Κρητική πολιτοφυλακή. Έτσι σιγά - σιγά το αυτόνομο καθεστώς της Κρήτης αποδεσμευόταν από τον έλεγχο των Μεγάλων Δυνάμεων, πράγμα που προοιωνιζόταν ότι ο Κρητικός λαός, όταν η συγκυρία θα ήταν ευνοϊκή θα μπορούσε να επιβάλει τη θέλησή του. Τον Ιούνιο του 1908 ξεσπά στην Μακεδονία το κίνημα των Νεοτούρκων.
Ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει το Τουρκικό Σύνταγμα. Οι υπόδουλοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία λαοί πανηγύρισαν διότι πίστεψαν ότι αρχίζει γι’ αυτούς μια νέα ελπιδοφόρα περίοδος.Η Βουλγαρία έσπευσε να ανακηρύξει την ανεξαρτησία της από την Τουρκική επικυριαρχία και η Αυστρία να προσαρτήσει τις επαρχίες Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Οι Κρήτες απογοητευμένοι από την παρελκυστική πολιτική των Δυνάμεων θεώρησαν την κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά το κίνημα των Νεοτούρκων ως μία κατάλληλη ευκαιρία να κηρύξουν την Ένωση.
Έτσι στις 24 Σεπτεμβρίου 1908 η Κυβέρνηση της Κρήτης εξέδωσε ψήφισμα με το οποίο κήρυξε την ένωση της Κρήτης.Παράλληλα την ίδια ημέρα έγιναν συλλαλητήρια στα Χανιά και στις άλλες κρητικές πόλεις καθώς και σε όλους τους Δήμους της Κρήτης κατά τα οποία ο λαός κηρύσσει την ανεξαρτησία της Κρήτης και την ένωσή της με την Ελλάδα. Παράλληλα την ίδια ημέρα έγιναν συλλαλητήρια στα Χανιά και στις άλλες Κρητικές πόλεις καθώς και σε όλους τους Δήμους της Κρήτης κατά τα οποία ο λαός κηρύσσει την ανεξαρτησία της Κρήτης και την ένωσή της με την Ελλάδα.
Οι Νεότουρκοι όμως αντέδρασαν δυναμικά, επιθυμώντας την πρώτη διπλωματική επιτυχία τους, εκτιμώντας ότι ούτε οι Δυνάμεις επιθυμούσαν διακαώς την Ένωση. Έτσι οι Δυνάμεις στη διακοίνωσή τους προς την Τουρκία τον Ιανουάριο του 1909 υπογράμμιζαν ότι για να πραγματοποιηθεί η Ένωση απαιτείται πάντοτε η σύμφωνη γνώμη της Πύλης. Τον Ιούλιο του 1909 φεύγει από την Κρήτη και ο τελευταίος Ευρωπαίος στρατιώτης. Η Ευρωπαϊκή αυτή χειρονομία, στην ουσία της συμβολική, αναπτέρωσε το ηθικό των Κρητών. Δυστυχώς η διεθνής συγκυρία και η πλήρης αδυναμία της Ελλάδας να επιβάλει τη θέλησή της δεν ευνοούσαν την ενωτική λύση.
Τον επόμενο μήνα, 4 Αυγούστου 1909, οι Δυνάμεις ζητούν από την Εκτελεστική Επιτροπή να κατεβάσει από όλα τα δημόσια κτίρια την Ελληνική σημαία και η Τουρκική κυβέρνηση απαιτεί από την Ελληνική να αποδοκιμάσει την Ένωση, απειλώντας διακοπή διπλωματικών σχέσεων, πράγμα που υποχρέωσε την Αθήνα να ζητήσει την παρέμβαση των Δυνάμεων, οι οποίες στις 18 Αυγούστου 1909 κατέβασαν βιαίως την Ελληνική σημαία από το φρούριο του Φιρκά Χανίων. Δυστυχώς πέρα από τη θέληση του Κρητικού λαού υπήρχαν τα Ευρωπαϊκά συμφέροντα που στη δεδομένη χρονική στιγμή δεν επέτρεπαν τη δικαίωση των εθνικών πόθων των Κρητών.
Στις 15 Αυγούστου 1909 ξεσπά στην Ελλάδα τι κίνημα στο Γουδί. Το Κρητικό ζήτημα πλεγμένο στη δίνη των Ευρωπαϊκών συμφερόντων έθετε στην Κρητική πολιτική ηγεσία το ερώτημα: εμμονή στην πραξικοπηματική επιβολή της Ένωσης ή συνεννόηση με τις Δυνάμεις. Ο Βενιζέλος έκλινε με τη δεύτερη άποψη. Τον Αύγουστο του 1910 ο Ελευθέριος Βενιζέλος αφήνει το νησί και αρχίζει την ενεργό πολιτική δράση του στην Ελλάδα. Είχε πια εδραία πεποίθηση, ότι το Κρητικό ζήτημα θα λυθεί και οι πόθοι του Κρητικού λαού θα εκπληρωθούν μόνο τότε όταν η Ελλάδα θα ήταν σε θέση να επιβάλει την Ένωση με στρατιωτικά μέσα.
Έτσι από τη στιγμή που ανέλαβε την Ελληνική κυβέρνηση αμέσως ξεκίνησε τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Το Μάρτιο του 1912 διεξήχθησαν εκλογές στην ελεύθερη Ελλάδα και την αυτόνομη Κρήτη. Μία αντιπροσωπεία από Κρήτες βουλευτές αποφασίζουν να έλθει στην Ελληνική πρωτεύουσα και να συμμετάσχουν στις εργασιές του Ελληνικού κοινοβουλίου. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να ματαιώσει μία τέτοια απόφαση. Γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον ποιες συνέπειες για το εθνικό θέμα μπορούσε να έχει μια τέτοια πράξη.
Θα έδινε αφορμή στην Τουρκία να απειλήσει πόλεμο κατά της Ελλάδας ή ακόμη ανακατοχή της Κρήτης, ενώ η Ελλάδα δε είχε ολοκληρώσει τις στρατιωτικές προετοιμασίες της. Όταν το πράγμα έφτασε στα άκρα ο Βενιζέλος δεν δίστασε να λάβει βίαια μέτρα για να εμποδίσει την είσοδο των Κρητών βουλευτών στην Ελληνική Βουλή. Για να εκτονωθεί η κατάσταση διέκοψε τις εργασίες της Βουλής για τον Οκτώβριο 1912. Στις 5 Οκτωβρίου 1912 ξεκινά ο Α' Βαλκανικός πόλεμος. Τα Βαλκανικά κράτη Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο και Βουλγαρία κήρυξαν τον πόλεμο στην Τουρκία, παρά τις συντονισμένες και επίμονες προσπάθειες της Ευρωπαϊκής διπλωματίας να τον αποτρέψει .
Με την έναρξη του πολέμου και τις πρώτες νίκες των Ελληνικών όπλων οι πόρτες του Ελληνικού κοινοβουλίου άνοιξαν και υποδέχθηκαν τους Κρήτες Βουλευτές. Στις 11 Οκτωβρίου 1912 υπογράφεται Βασιλικό Διάταγμα με το οποίο ο Στέφανος Δραγούμης διορίστηκε Γενικός Διοικητής της Κρήτης. Με την πράξη αυτή de facto η Κρήτη έγινε τμήμα του Ελληνικού Κράτους δηλ. de facto συντελέστηκε η Ένωση. H de june ένωση, από άποψη διεθνούς δικαίου, συντελέστηκε με τη συνθήκη του Λονδίνου στις 17 Μαΐου 1913 μεταξύ της Τουρκίας και των εμπόλεμων βαλκανικών κρατών. Με το άρθρο 4 της συνθήκης:
''Η Αυτού μεγαλειότης, ο Αυτοκράτωρ των Οθωμανών δηλοί ότι εκχωρεί εις τας Αυτών μεγαλειότητας τους συμμάχους ηγεμόνας την νήσον Κρήτην και ότι παραιτείται υπέρ αυτών πάντων των ων εκέκτητο επί της νήσου ταύτης κυριαρχικών και άλλων δικαιωμάτων''.
Αργότερα με την κύρωση της Ελληνοτουρκικής συνθήκης ειρήνης του Νοεμβρίου του 1913 ( νόμος 4213 της 11 / 14 Νοεμβρίου 1913) η Κρήτη περιήλθε οριστικά στην Ελλάδα, όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στη βουλή, ''Η Ελληνική Κυβέρνησις ανέμενε δια την προσάρτησιν την επικύρωσιν της συνθήκης των Αθηνών, ήτις προεπιβεβαιούσα την συνθήκην του Λονδίνου, αποτελεί και την τελευταίαν λέξην επι του ζητήματος τούτου, μόνον με την συνθήκην των Αθηνών, κυρούσαν τα πρωκαταρτικώς συνομολογηθέντα εν Λονδίνω, εκλείπει κάθε ίχνος Τουρκικής επικυριαρχίας επί της νήσου''.
Την Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 1913 ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος κατήλθαν στα Χανιά και ύψωσαν την Ελληνική σημαία στο φρούριο Φιρκά, στο λιμάνι των Χανίων. Με την συμβολική αυτή πράξη επισημοποιήθηκε η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
ΧΑΡΤΕΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου