«Λέοντός τις κυνηγός ίχνη επεζήτει• δρυτόμον δε ερωτήσας ει είδεν ίχνη λέοντος και πού κοιτάζει, έφη• “Και αυτόν τον λέοντά σοι ήδη δείξω”. Ο δε ωχριάσας εκ του φόβου και τους οδόντας συγκρούων είπεν• “Ίχνη μόνα ζητώ, ουχί αυτόν τον λέοντα”» Αισώπου, δειλός κυνηγός και δρυτόμος
Το θεώρημα
Υπάρχει μια πλάνη στην οποία μπορεί να υποπέσει εύκολα μια δικαστική έδρα. Η υποστασιακή πλάνη. Η πλάνη ότι, εφόσον ο δικαστής έκρινε έτσι, τα πράγματα έγιναν έτσι κιόλας.
Ότι, ας πούμε, αν η έδρα γράψει σε απόφασή της ότι δεν σταυρώθηκε ο Χριστός, όποιος πει ότι σταυρώθηκε λέει ψέματα – και επιπλέον «δεν σέβεται τις δικαστικές αποφάσεις».
Η αλήθεια, κύριοι δικαστές, είναι ότι υπάρχει ένα αντικειμενικό γεγονός, γεγονός του παρελθόντος, κι εσείς, με την απόφασή σας, είστε ή σύμφωνοι με το γεγονός, ή έρχεστε σε σύγκρουση με αυτό. Στην πρώτη περίπτωση, η απόφασή σας είναι σωστή, στην δεύτερη είναι λάθος.
Πόρισμα 1
Από αυτό το θεώρημα, μπορείτε να βγάλετε ένα πόρισμα, να διορθώσετε, άμα θέλετε, μιαν οφθαλμαπάτη. Γιατί η θέση σας, στην έδρα, ψηλά, με τον κατηγορούμενο καταπτοημένο κάτω, στο εδώλιο, σας δίνει μια ψευδαίσθηση ότι εσείς κρίνετε. Η αλήθεια είναι ότι εσείς κρίνεστε. Και κατά μείζονα λόγο σε μια περίπτωση καθαρή, κάτι που προκύπτει, συχνότατα από τον φάκελο της δικογραφίας.
Εσείς, αυτή τη στιγμή, είσαστε σε μια σκηνή, και κάτω κάθεται ο κριτής σας και βλέπει, και κρίνει: σας τίθεται ένα ερώτημα. Εδάρη ή όχι ο κύριος Κ; Αυτός, που είναι κι ο δαρμένος, γνωρίζει την απάντηση. Και εσείς, με την απόφασή σας, ή θα την βρείτε, και θα απαντήσετε σωστά. Ή δεν θα την βρείτε. Και θα απαντήσετε λάθος. Ή θα απαντήσετε λάθος εξεπίτηδες, για λόγους οποιουσδήποτε, συστηματικούς (συχνότατα τέτοιος είναι το άρθρο 366 παρ. 2 Π.Κ., ή το λάθος κάποιου άλλου δικαστικού, πριν από εσάς, στην ίδια υπόθεση) ή ατομικούς. Συνεπώς, είναι ο κύριος Κ. ο οποίος, στο τέλος της διαδικασίας, θα γνωρίζει εάν έχετε βρει την σωστή απάντηση ή έχετε απαντήσει λάθος. Αυτός θα σας κρίνει. Δεν κρίνετε εσείς αυτόν.
Διερεύνηση:
Αν η δικαστική κρίση, κατά τα παραπάνω, είναι ένα τεστ για σας τους ίδιους, έχει, όμως, μία σημαντική διαφορά, από τα συνήθη τεστ. Ότι ενώ αν απαντήσετε σωστό ή λάθος σε εξετάσεις, ας πούμε στο μάθημά σας στη Νομική, τις συνέπειες θα τις υποστείτε εσείς. Αν απαντήσετε σωστό ή λάθος από έδρας, τις συνέπειες θα τις υποστεί ο δικαζόμενος. Αυτό σας διασφαλίζει ένα ανεύθυνο, το οποίο για πολλούς δικαστές σημαίνει ανευθυνότητα, ενώ δογματικά καλύπτεται πίσω από την «ελευθερία της δικαστικής κρίσης».
Σε κάθε τέτοια κρίση, κρίνονται όχι μόνο η ίδια η κρίση, αλλά και ο κρίνων. Ο κρίνων κρίνεται, καταρχάς, από το αν έφτασε στην ορθή κρίση, ή όχι. Αλλά τελικά η ορθότητα της κρίσης είναι ιδιότητα της κρίσης, ενώ η κριτική του δικαστή αφορά τον κρίνοντα. Οι δύο κριτικές συσχετίζονται στενά και ισχυρά, αλλά δεν ταυτίζονται μεταξύ τους. Κυρίως, επειδή υπάρχει το ενδεχόμενο του λάθους.
Η βασική κατηγορία, συνεπώς, της κριτικής της δικαστικής απόφασης είναι το σωστό / λάθος. Η διάκριση της απόφασης σε «σωστή» και «λάθος», ανάλογα με τον βαθμό της συμφωνίας τους με την πραγματικότητα δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Ιδίως δεν μπορεί να καλυφθεί από οποιονδήποτε φορμαλισμό ο οποίος θα εστίαζε, τυχόν, στο «κύρος της δικαστικής απόφασης», στην «αρτιότητα της διαδικασίας» και στην σπουδαιότητα της δικαστικής λειτουργίας στην δημοκρατική κοινωνία.
Στην πραγματικότητα, οι λειτουργίες της δικαστικής απόφασης μπορούν να συνοψιστούν σε τρεις κατηγορίες:
(α) πρακτικές (όχι απλώς νομικά, το δεδικασμένο και η εκτελεστότητα, αλλά όλες οι απώτερες πραγματικές τους συνέπειες, που μπορεί να είναι εκτεταμένες)
(β) συμβολικές, οι οποίες ακριβώς σχετίζονται με το «κύρος της δικαστικής απόφασης», αλλά είναι διπλής όψης, σαν τον Ιανό: δεν είναι μόνον το «κύρος της δικαστικής απόφασης» που μεταβιβάζεται στην δικαστική απόφαση, αλλά και αντίστροφα, το «ορθό ή λάθος» της συγκεκριμένης δικαστικής απόφασης (που το ξέρει καταρχάς ο δικαζόμενος), που μεταβιβάζεται στο κύρος της δικαστικής απόφασης – και της λειτουργίας της δικαιοσύνης.
(γ) αποδεικτικές, ως «τεκμήριο της αληθείας», το οποίο είναι ΜΑΧΗΤΟ.
Επομένως, η κεντρική «ιδιότητα» μιας δικαστικής κρίσης είναι το ορθό ή το λάθος της. Εδώ στηρίζεται μια «κριτική της δικαστικής κρίσης» (ο όρος «κριτική» τίθεται, εδώ, υπό την Καντιανή έννοια του όρου, δηλαδή ως διερεύνηση των μεταφυσικών προϋποθέσεων κάθε κρίσης και των πρακτικών συνεπειών τους). Η κριτική του δικαστικού κρίνοντος διαφοροποιείται από την κριτική της δικαστικής κρίσης κατά το ότι η πρώτη περιλαμβάνει τρεις παραμέτρους, τις οποίες δεν περιλαμβάνει η δεύτερη. Ενώ και η κριτική του δικαστικού κρίνοντος έχει ως κεντρικό ζητούμενο, πάλι, το σωστό / λάθος της δικαστικής κρίσης που αυτός ο ίδιος εξέφερε, συνυπολογίζει επιπλέον και τους ακόλουθους παράγοντες:
(α) Την διανοητική προσπάθεια. Αυτή είναι, και δίδεται από τον δικαστή, ad hoc σε κάθε δικαστική κρίση. Στηρίζεται σε ένα υπόβαθρο νοημοσύνης και γνώσης, και προϋποθέτει ένα διανοητικό θάρρος.
(β) Την επάρκεια. Όχι μόνο διανοητική, αλλά κυρίως ηθική. Η ηθική διάσταση της υποκειμενικότητας αφορά κατά κύριο λόγο το θάρρος που χρειάζεται η προσέγγιση της αληθείας, με μοναδικό οδηγό την δικαιοσύνη, ως ιδέα και πρότυπο. Ο Αισώπειος μύθος που παρατίθεται ως μότο, στην αρχή του κειμένου, «δειλός κυνηγός και δρυτόμος», δείχνει την σύνδεση της γνώσης με την δύναμη που χρειάζεται να «δεις» την ίδια την αλήθεια. Η αλήθεια είναι ο λέων και τα ίχνη του είναι οι καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα κ.τ.λ. Είναι εύλογο ότι ο δικαστής θα ακολουθήσει τα «ίχνη» για να φτάσει στον λέοντα της αληθείας. Αλλά, ανάλογα με τα ηθικά του προσόντα, και ιδίως – μας λέει ο Αίσωπος – ανάλογα με το ηθικό (και λοιπό) θάρρος του, μπορεί να τα ακολουθήσει προς την μεριά του λέοντος της αληθείας, μπορεί και προς την αντίθετη.
(γ) Την διαχείριση της αμφιβολίας. Αντιπροσωπεύει τον συστηματικό παράγοντα.
Θα προσέθετα, στο σημείο αυτό, ότι η προσέγγιση της αληθείας είναι πάντοτε μοναχική και ατομική. Εκ των πραγμάτων, οι πολυμελείς έδρες, εάν τείνουν να σκέπτονται ομαδικά, υπόκεινται στο σφάλμα της «ομαδικής σκέψης» (group thinking). Αυτό δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως επιχείρημα κατά των πολυμελών συνθέσεων. Προσωπικά θεωρώ ότι οι πολυμελείς συνθέσεις είναι ασφαλέστερες, ιδίως επειδή μπορούν να αντιπαραβληθούν και να αλληλοεπηρεαστούν θετικά οι μεταξύ τους ατομικές και μοναχικές πορείες προς την αλήθεια – αλλά αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι θα παραμείνουν ατομικές (κάτι το οποίο, θεσμικά, αντιπροσωπεύει το δικαίωμα ατομικής ψήφου, και διαφωνούσας γνώμης για τον κάθε δικαστή). Αντίθετα, εάν οι πολυμελείς συνθέσεις λειτουργούν ως μήτρες group thinking, η ευθύνη της απόφασης διαχέεται, και η ίδια η απόφαση υπόκειται σε μεγαλύτερα σφάλματα (και γίνεται περισσότερο «συστεμική») απ’ όσα εάν λειτουργούσε ο καθένας δικαστής μόνος του.
Εν τέλει, παραμερίζοντας την γνωστή (και υπερτιμημένη, κατά τη γνώμη μου) παραδικαστηριακή ρήση («ο δικαστής … αν ξέρει και ολίγα νομικά δεν βλάπτει»), θα έθετα το ζήτημα ως εξής: η συγκέντρωση της τριάδας νοημοσύνης, δικαιοσύνης και θάρρους είναι μια ευνοϊκή περίπτωση που πιθανολογεί – χωρίς ποτέ να την διασφαλίζει – μια σωστή δικαστική απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, ο δικαστής θα ξέρει και καλά νομικά.
Πόρισμα 2:
Το να έχεις κερδίσει μια δίκη δεν είναι το τελικό κριτήριο της αλήθειας. Είναι και αν έχεις κερδίσει με σωστή απόφαση. Αν είναι να χάσεις, να έχεις χάσει με λάθος απόφαση.
Στο επίπεδο αυτό, η κύρια γνωστική συνέπεια ενός δικαστικού λάθους είναι η γνωστική ασυμφωνία (cognitive dissonance). Η γνωστική ασυμφωνία είναι η μορφή με την οποία εκδηλώνεται η αξίωση για ορθές δικαστικές αποφάσεις, όταν η ίδια η δικαστική απόφαση που εκφωνείται στο τέλος της διαδικασίας είναι λάθος.
Στο υποκειμενικό πεδίο, η γνωστική ασυμφωνία εισβάλλει, με όλη την δυναμική της κατά το μέρος που προσλαμβάνεται ως «αποτυχία» του δικαζομένου, κατά το μέρος που λειτούργησε ως παράγοντα της δικαστικής διαδικασίας, να επηρεάσει το οργανωμένο σύστημα της δίκης σε τέτοιο βαθμό ώστε η δικαστική απόφαση να εκδίδεται σύμφωνα με την απαίτηση της γνωστικής συμφωνίας.
Διερεύνηση:
Στην σχετική μόνο αξία της δικαστικής απόφασης (ως «τεκμηρίου» της αληθείας, και μάλιστα μαχητού) μπορεί να στηριχτεί μια αντίστοιχη «κριτική» (κατά την Καντιανή, πάντοτε, έννοια του όρου) του δικαζομένου.
Αυτό, ενόψει του ότι και ο δικαζόμενος λαμβάνει, κατά την διάρκεια της δίκης, αποφάσεις. Η τελική απόφαση για το αν θα γίνει ή όχι μια δίκη, και για την στάση που θα κρατήσει αυτός που θα συμμετάσχει σ’ αυτήν – ή που είναι υποχρεωμένος να συμμετάσχει – δεν συναρτάται πρωτίστως από την δικαστική απόφαση που αναμένεται «εμπειρικά» και με πιθανολόγηση (λ.χ. αν «το δικαστήριο θα πάει με την πραγματογνωμοσύνη» ή «με την εισήγηση» ή αν «το παιδί (σε δίκη επιμέλειας) θα το πάρει η μητέρα»), αλλά με την υπαρκτικής τάξεως ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ απόφαση να εμμείνει ο δικαζόμενος στην ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ. Είναι τελείως διαφορετικό να χάσει κάποιος μια δίκη αφού έχει πει αυτά που συνιστούν την αλήθειά του, και διαφορετικό το να την έχει «δώσει» ο ίδιος, ιδίως εάν το «δόσιμο» σημαίνει να την έχει «προ-δώσει». Η δικαστική απόφαση έχει κατά κύριο λόγο πρακτικές συνέπειες – και συμβολικές, όχι ασήμαντες, βέβαια. Όμως, πάνω και πέρα απ’ αυτές, ο εξαναγκασμός του προσώπου να αποσπαστεί από την αλήθειά του είναι προσωπική αλλοτρίωση. Καμία δικαστική απόφαση, οσοδήποτε λάθος και αν είναι, δεν μπορεί να βλάψει το πρόσωπο στο βαθμό που μπορεί να βλαφτεί το ίδιο από την δική του στάση, εφόσον παραδώσει την αλήθειά του.
Η «αλήθεια – του – δικαζομένου» δεν ταυτίζεται αναγκαία με την «αντικειμενική» αλήθεια. Σχετίζεται, ενίοτε ισχυρά, με την τελευταία, αλλά το είδος της σχέσης και συσχέτισης των δυο τους ενδέχεται να ποικίλλει. Σε κάθε κρίση του δικαζόμενου, σε κάθε απόφασή του, είναι η δική του σειρά, πλέον, να αντιμετωπίσει τον δικό του λέοντα της αληθείας, από την δική του πλευρά της δικαστικής έδρας. Κάτι που απαιτεί και γενική νοημοσύνη, και επαρκές νοητικό υπόβαθρο, και ad hoc νοητική προσπάθεια, και διανοητικό θάρρος.
Αυτό, όμως, είναι ένα ζήτημα «εσωτερικό» του δικαζομένου. Αντίθετα, η στάση του δικαζομένου σε μια δίκη, σε συσχέτιση με την εσωτερική του γνώση, αφορούν στις ανταλλαγές μεταξύ του ιδίου και του έξω κόσμου.
Οι «ανταλλαγές» αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν κάθε δυνατή μορφή – και καλά είναι ο δικαζόμενος να έχει ένα ευρύ ρεπερτόριο επιλογών, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει και τη συμφιλίωση, και των συμβιβασμό, αλλά και το δικαίωμα αντίστασης, όταν προσβάλλεται μέσα του το αίσθημα του δικαίου.
Η προσήλωση του δικαζομένου στο εσωτερικό του αίσθημα της δικαιοσύνης δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Όσοι υπερτιμούν την ανάγκη «κοινωνικής ειρήνης» ή «σημασίας της δικαστικής λειτουργίας σε μια δημοκρατική κοινωνία», ή πρακτικές και ωφελιμιστικές εισαγόμενες έννοιες, όπως «το συμφέρον του τέκνου», υποτιμούν την θεμελιακή, φιλοσοφικά, δίψα του δικαζομένου για δικαιοσύνη.
Ως δικαστική στρατηγική εκτιμώ ιδιαίτερα τους δικαζόμενους που υπερασπίζονται την αλήθειά τους, ακόμα κι όταν «όταν προβλέπουν, και πολλοί προβλέπουν», κατά την έκφραση του Καβάφη, στις «Θερμοπύλες» του, ότι το δικαστήριο τελικά θα τους την απορρίψει. Και εδώ η κύρια αρετή του δικαζομένου είναι το θάρρος.
Αρκεί να πρόκειται για αλήθεια έμπεδη, βέβαια, και όχι απλή πράξη προβολής του υποκειμένου στον εξωτερικό κόσμο. Το τελευταίο είναι αυθαιρεσία παρόμοιας τάξεως με αυτήν της δικαστικής αυθαιρεσίας, και η καλά θεμελιωμένη απόρριψή της ένας από τους θεσμικούς, αλλά και υπαρξιακούς, και γνωσιολογικούς, σκοπούς του δικαστικού ελέγχου.
Εν συνόψει
Όσον αφορά τις αντίστοιχες γνωστικές θέσεις της κάθε πλευράς της έδρας, του δικαστή και του δικαζομένου, η ασυμμετρία είναι και παραμένει δομική. Είναι ο δικαζόμενος αυτός που, από πλεονεκτική θέση, «αυτός ξέρει», αυτός κρίνει πώς έκρινε ο δικαστής (κατά την αντικειμενική όψη) – ή τουλάχιστον (κατά την υποκειμενική όψη) πώς διαχειρίστηκε τα στοιχεία που είχε στην διάθεσή του για να κρίνει.
Όμως, το γεγονός ότι η «τριάδα» νοημοσύνης, θάρρους και δικαιοσύνης, όπως ακριβώς τίθεται από την δικαστική πλευρά έδρας, ανασυσταίνεται – και τίθεται – και από την «λαϊκή» της πλευρά, δηλαδή την πλευρά του δικαζομένου, δημιουργεί μια ηθική αντιστοιχία της θέσης του ανθρώπου κάτω από την δικαστική έδρα με την αντίστοιχη του ανθρώπου που κάθεται πάνω της.
Το θεώρημα
Υπάρχει μια πλάνη στην οποία μπορεί να υποπέσει εύκολα μια δικαστική έδρα. Η υποστασιακή πλάνη. Η πλάνη ότι, εφόσον ο δικαστής έκρινε έτσι, τα πράγματα έγιναν έτσι κιόλας.
Ότι, ας πούμε, αν η έδρα γράψει σε απόφασή της ότι δεν σταυρώθηκε ο Χριστός, όποιος πει ότι σταυρώθηκε λέει ψέματα – και επιπλέον «δεν σέβεται τις δικαστικές αποφάσεις».
Η αλήθεια, κύριοι δικαστές, είναι ότι υπάρχει ένα αντικειμενικό γεγονός, γεγονός του παρελθόντος, κι εσείς, με την απόφασή σας, είστε ή σύμφωνοι με το γεγονός, ή έρχεστε σε σύγκρουση με αυτό. Στην πρώτη περίπτωση, η απόφασή σας είναι σωστή, στην δεύτερη είναι λάθος.
Πόρισμα 1
Από αυτό το θεώρημα, μπορείτε να βγάλετε ένα πόρισμα, να διορθώσετε, άμα θέλετε, μιαν οφθαλμαπάτη. Γιατί η θέση σας, στην έδρα, ψηλά, με τον κατηγορούμενο καταπτοημένο κάτω, στο εδώλιο, σας δίνει μια ψευδαίσθηση ότι εσείς κρίνετε. Η αλήθεια είναι ότι εσείς κρίνεστε. Και κατά μείζονα λόγο σε μια περίπτωση καθαρή, κάτι που προκύπτει, συχνότατα από τον φάκελο της δικογραφίας.
Εσείς, αυτή τη στιγμή, είσαστε σε μια σκηνή, και κάτω κάθεται ο κριτής σας και βλέπει, και κρίνει: σας τίθεται ένα ερώτημα. Εδάρη ή όχι ο κύριος Κ; Αυτός, που είναι κι ο δαρμένος, γνωρίζει την απάντηση. Και εσείς, με την απόφασή σας, ή θα την βρείτε, και θα απαντήσετε σωστά. Ή δεν θα την βρείτε. Και θα απαντήσετε λάθος. Ή θα απαντήσετε λάθος εξεπίτηδες, για λόγους οποιουσδήποτε, συστηματικούς (συχνότατα τέτοιος είναι το άρθρο 366 παρ. 2 Π.Κ., ή το λάθος κάποιου άλλου δικαστικού, πριν από εσάς, στην ίδια υπόθεση) ή ατομικούς. Συνεπώς, είναι ο κύριος Κ. ο οποίος, στο τέλος της διαδικασίας, θα γνωρίζει εάν έχετε βρει την σωστή απάντηση ή έχετε απαντήσει λάθος. Αυτός θα σας κρίνει. Δεν κρίνετε εσείς αυτόν.
Διερεύνηση:
Αν η δικαστική κρίση, κατά τα παραπάνω, είναι ένα τεστ για σας τους ίδιους, έχει, όμως, μία σημαντική διαφορά, από τα συνήθη τεστ. Ότι ενώ αν απαντήσετε σωστό ή λάθος σε εξετάσεις, ας πούμε στο μάθημά σας στη Νομική, τις συνέπειες θα τις υποστείτε εσείς. Αν απαντήσετε σωστό ή λάθος από έδρας, τις συνέπειες θα τις υποστεί ο δικαζόμενος. Αυτό σας διασφαλίζει ένα ανεύθυνο, το οποίο για πολλούς δικαστές σημαίνει ανευθυνότητα, ενώ δογματικά καλύπτεται πίσω από την «ελευθερία της δικαστικής κρίσης».
Σε κάθε τέτοια κρίση, κρίνονται όχι μόνο η ίδια η κρίση, αλλά και ο κρίνων. Ο κρίνων κρίνεται, καταρχάς, από το αν έφτασε στην ορθή κρίση, ή όχι. Αλλά τελικά η ορθότητα της κρίσης είναι ιδιότητα της κρίσης, ενώ η κριτική του δικαστή αφορά τον κρίνοντα. Οι δύο κριτικές συσχετίζονται στενά και ισχυρά, αλλά δεν ταυτίζονται μεταξύ τους. Κυρίως, επειδή υπάρχει το ενδεχόμενο του λάθους.
Η βασική κατηγορία, συνεπώς, της κριτικής της δικαστικής απόφασης είναι το σωστό / λάθος. Η διάκριση της απόφασης σε «σωστή» και «λάθος», ανάλογα με τον βαθμό της συμφωνίας τους με την πραγματικότητα δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Ιδίως δεν μπορεί να καλυφθεί από οποιονδήποτε φορμαλισμό ο οποίος θα εστίαζε, τυχόν, στο «κύρος της δικαστικής απόφασης», στην «αρτιότητα της διαδικασίας» και στην σπουδαιότητα της δικαστικής λειτουργίας στην δημοκρατική κοινωνία.
Στην πραγματικότητα, οι λειτουργίες της δικαστικής απόφασης μπορούν να συνοψιστούν σε τρεις κατηγορίες:
(α) πρακτικές (όχι απλώς νομικά, το δεδικασμένο και η εκτελεστότητα, αλλά όλες οι απώτερες πραγματικές τους συνέπειες, που μπορεί να είναι εκτεταμένες)
(β) συμβολικές, οι οποίες ακριβώς σχετίζονται με το «κύρος της δικαστικής απόφασης», αλλά είναι διπλής όψης, σαν τον Ιανό: δεν είναι μόνον το «κύρος της δικαστικής απόφασης» που μεταβιβάζεται στην δικαστική απόφαση, αλλά και αντίστροφα, το «ορθό ή λάθος» της συγκεκριμένης δικαστικής απόφασης (που το ξέρει καταρχάς ο δικαζόμενος), που μεταβιβάζεται στο κύρος της δικαστικής απόφασης – και της λειτουργίας της δικαιοσύνης.
(γ) αποδεικτικές, ως «τεκμήριο της αληθείας», το οποίο είναι ΜΑΧΗΤΟ.
Επομένως, η κεντρική «ιδιότητα» μιας δικαστικής κρίσης είναι το ορθό ή το λάθος της. Εδώ στηρίζεται μια «κριτική της δικαστικής κρίσης» (ο όρος «κριτική» τίθεται, εδώ, υπό την Καντιανή έννοια του όρου, δηλαδή ως διερεύνηση των μεταφυσικών προϋποθέσεων κάθε κρίσης και των πρακτικών συνεπειών τους). Η κριτική του δικαστικού κρίνοντος διαφοροποιείται από την κριτική της δικαστικής κρίσης κατά το ότι η πρώτη περιλαμβάνει τρεις παραμέτρους, τις οποίες δεν περιλαμβάνει η δεύτερη. Ενώ και η κριτική του δικαστικού κρίνοντος έχει ως κεντρικό ζητούμενο, πάλι, το σωστό / λάθος της δικαστικής κρίσης που αυτός ο ίδιος εξέφερε, συνυπολογίζει επιπλέον και τους ακόλουθους παράγοντες:
(α) Την διανοητική προσπάθεια. Αυτή είναι, και δίδεται από τον δικαστή, ad hoc σε κάθε δικαστική κρίση. Στηρίζεται σε ένα υπόβαθρο νοημοσύνης και γνώσης, και προϋποθέτει ένα διανοητικό θάρρος.
(β) Την επάρκεια. Όχι μόνο διανοητική, αλλά κυρίως ηθική. Η ηθική διάσταση της υποκειμενικότητας αφορά κατά κύριο λόγο το θάρρος που χρειάζεται η προσέγγιση της αληθείας, με μοναδικό οδηγό την δικαιοσύνη, ως ιδέα και πρότυπο. Ο Αισώπειος μύθος που παρατίθεται ως μότο, στην αρχή του κειμένου, «δειλός κυνηγός και δρυτόμος», δείχνει την σύνδεση της γνώσης με την δύναμη που χρειάζεται να «δεις» την ίδια την αλήθεια. Η αλήθεια είναι ο λέων και τα ίχνη του είναι οι καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα κ.τ.λ. Είναι εύλογο ότι ο δικαστής θα ακολουθήσει τα «ίχνη» για να φτάσει στον λέοντα της αληθείας. Αλλά, ανάλογα με τα ηθικά του προσόντα, και ιδίως – μας λέει ο Αίσωπος – ανάλογα με το ηθικό (και λοιπό) θάρρος του, μπορεί να τα ακολουθήσει προς την μεριά του λέοντος της αληθείας, μπορεί και προς την αντίθετη.
(γ) Την διαχείριση της αμφιβολίας. Αντιπροσωπεύει τον συστηματικό παράγοντα.
Θα προσέθετα, στο σημείο αυτό, ότι η προσέγγιση της αληθείας είναι πάντοτε μοναχική και ατομική. Εκ των πραγμάτων, οι πολυμελείς έδρες, εάν τείνουν να σκέπτονται ομαδικά, υπόκεινται στο σφάλμα της «ομαδικής σκέψης» (group thinking). Αυτό δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως επιχείρημα κατά των πολυμελών συνθέσεων. Προσωπικά θεωρώ ότι οι πολυμελείς συνθέσεις είναι ασφαλέστερες, ιδίως επειδή μπορούν να αντιπαραβληθούν και να αλληλοεπηρεαστούν θετικά οι μεταξύ τους ατομικές και μοναχικές πορείες προς την αλήθεια – αλλά αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι θα παραμείνουν ατομικές (κάτι το οποίο, θεσμικά, αντιπροσωπεύει το δικαίωμα ατομικής ψήφου, και διαφωνούσας γνώμης για τον κάθε δικαστή). Αντίθετα, εάν οι πολυμελείς συνθέσεις λειτουργούν ως μήτρες group thinking, η ευθύνη της απόφασης διαχέεται, και η ίδια η απόφαση υπόκειται σε μεγαλύτερα σφάλματα (και γίνεται περισσότερο «συστεμική») απ’ όσα εάν λειτουργούσε ο καθένας δικαστής μόνος του.
Εν τέλει, παραμερίζοντας την γνωστή (και υπερτιμημένη, κατά τη γνώμη μου) παραδικαστηριακή ρήση («ο δικαστής … αν ξέρει και ολίγα νομικά δεν βλάπτει»), θα έθετα το ζήτημα ως εξής: η συγκέντρωση της τριάδας νοημοσύνης, δικαιοσύνης και θάρρους είναι μια ευνοϊκή περίπτωση που πιθανολογεί – χωρίς ποτέ να την διασφαλίζει – μια σωστή δικαστική απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, ο δικαστής θα ξέρει και καλά νομικά.
Πόρισμα 2:
Το να έχεις κερδίσει μια δίκη δεν είναι το τελικό κριτήριο της αλήθειας. Είναι και αν έχεις κερδίσει με σωστή απόφαση. Αν είναι να χάσεις, να έχεις χάσει με λάθος απόφαση.
Στο επίπεδο αυτό, η κύρια γνωστική συνέπεια ενός δικαστικού λάθους είναι η γνωστική ασυμφωνία (cognitive dissonance). Η γνωστική ασυμφωνία είναι η μορφή με την οποία εκδηλώνεται η αξίωση για ορθές δικαστικές αποφάσεις, όταν η ίδια η δικαστική απόφαση που εκφωνείται στο τέλος της διαδικασίας είναι λάθος.
Στο υποκειμενικό πεδίο, η γνωστική ασυμφωνία εισβάλλει, με όλη την δυναμική της κατά το μέρος που προσλαμβάνεται ως «αποτυχία» του δικαζομένου, κατά το μέρος που λειτούργησε ως παράγοντα της δικαστικής διαδικασίας, να επηρεάσει το οργανωμένο σύστημα της δίκης σε τέτοιο βαθμό ώστε η δικαστική απόφαση να εκδίδεται σύμφωνα με την απαίτηση της γνωστικής συμφωνίας.
Διερεύνηση:
Στην σχετική μόνο αξία της δικαστικής απόφασης (ως «τεκμηρίου» της αληθείας, και μάλιστα μαχητού) μπορεί να στηριχτεί μια αντίστοιχη «κριτική» (κατά την Καντιανή, πάντοτε, έννοια του όρου) του δικαζομένου.
Αυτό, ενόψει του ότι και ο δικαζόμενος λαμβάνει, κατά την διάρκεια της δίκης, αποφάσεις. Η τελική απόφαση για το αν θα γίνει ή όχι μια δίκη, και για την στάση που θα κρατήσει αυτός που θα συμμετάσχει σ’ αυτήν – ή που είναι υποχρεωμένος να συμμετάσχει – δεν συναρτάται πρωτίστως από την δικαστική απόφαση που αναμένεται «εμπειρικά» και με πιθανολόγηση (λ.χ. αν «το δικαστήριο θα πάει με την πραγματογνωμοσύνη» ή «με την εισήγηση» ή αν «το παιδί (σε δίκη επιμέλειας) θα το πάρει η μητέρα»), αλλά με την υπαρκτικής τάξεως ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ απόφαση να εμμείνει ο δικαζόμενος στην ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ. Είναι τελείως διαφορετικό να χάσει κάποιος μια δίκη αφού έχει πει αυτά που συνιστούν την αλήθειά του, και διαφορετικό το να την έχει «δώσει» ο ίδιος, ιδίως εάν το «δόσιμο» σημαίνει να την έχει «προ-δώσει». Η δικαστική απόφαση έχει κατά κύριο λόγο πρακτικές συνέπειες – και συμβολικές, όχι ασήμαντες, βέβαια. Όμως, πάνω και πέρα απ’ αυτές, ο εξαναγκασμός του προσώπου να αποσπαστεί από την αλήθειά του είναι προσωπική αλλοτρίωση. Καμία δικαστική απόφαση, οσοδήποτε λάθος και αν είναι, δεν μπορεί να βλάψει το πρόσωπο στο βαθμό που μπορεί να βλαφτεί το ίδιο από την δική του στάση, εφόσον παραδώσει την αλήθειά του.
Η «αλήθεια – του – δικαζομένου» δεν ταυτίζεται αναγκαία με την «αντικειμενική» αλήθεια. Σχετίζεται, ενίοτε ισχυρά, με την τελευταία, αλλά το είδος της σχέσης και συσχέτισης των δυο τους ενδέχεται να ποικίλλει. Σε κάθε κρίση του δικαζόμενου, σε κάθε απόφασή του, είναι η δική του σειρά, πλέον, να αντιμετωπίσει τον δικό του λέοντα της αληθείας, από την δική του πλευρά της δικαστικής έδρας. Κάτι που απαιτεί και γενική νοημοσύνη, και επαρκές νοητικό υπόβαθρο, και ad hoc νοητική προσπάθεια, και διανοητικό θάρρος.
Αυτό, όμως, είναι ένα ζήτημα «εσωτερικό» του δικαζομένου. Αντίθετα, η στάση του δικαζομένου σε μια δίκη, σε συσχέτιση με την εσωτερική του γνώση, αφορούν στις ανταλλαγές μεταξύ του ιδίου και του έξω κόσμου.
Οι «ανταλλαγές» αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν κάθε δυνατή μορφή – και καλά είναι ο δικαζόμενος να έχει ένα ευρύ ρεπερτόριο επιλογών, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει και τη συμφιλίωση, και των συμβιβασμό, αλλά και το δικαίωμα αντίστασης, όταν προσβάλλεται μέσα του το αίσθημα του δικαίου.
Η προσήλωση του δικαζομένου στο εσωτερικό του αίσθημα της δικαιοσύνης δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Όσοι υπερτιμούν την ανάγκη «κοινωνικής ειρήνης» ή «σημασίας της δικαστικής λειτουργίας σε μια δημοκρατική κοινωνία», ή πρακτικές και ωφελιμιστικές εισαγόμενες έννοιες, όπως «το συμφέρον του τέκνου», υποτιμούν την θεμελιακή, φιλοσοφικά, δίψα του δικαζομένου για δικαιοσύνη.
Ως δικαστική στρατηγική εκτιμώ ιδιαίτερα τους δικαζόμενους που υπερασπίζονται την αλήθειά τους, ακόμα κι όταν «όταν προβλέπουν, και πολλοί προβλέπουν», κατά την έκφραση του Καβάφη, στις «Θερμοπύλες» του, ότι το δικαστήριο τελικά θα τους την απορρίψει. Και εδώ η κύρια αρετή του δικαζομένου είναι το θάρρος.
Αρκεί να πρόκειται για αλήθεια έμπεδη, βέβαια, και όχι απλή πράξη προβολής του υποκειμένου στον εξωτερικό κόσμο. Το τελευταίο είναι αυθαιρεσία παρόμοιας τάξεως με αυτήν της δικαστικής αυθαιρεσίας, και η καλά θεμελιωμένη απόρριψή της ένας από τους θεσμικούς, αλλά και υπαρξιακούς, και γνωσιολογικούς, σκοπούς του δικαστικού ελέγχου.
Εν συνόψει
Όσον αφορά τις αντίστοιχες γνωστικές θέσεις της κάθε πλευράς της έδρας, του δικαστή και του δικαζομένου, η ασυμμετρία είναι και παραμένει δομική. Είναι ο δικαζόμενος αυτός που, από πλεονεκτική θέση, «αυτός ξέρει», αυτός κρίνει πώς έκρινε ο δικαστής (κατά την αντικειμενική όψη) – ή τουλάχιστον (κατά την υποκειμενική όψη) πώς διαχειρίστηκε τα στοιχεία που είχε στην διάθεσή του για να κρίνει.
Όμως, το γεγονός ότι η «τριάδα» νοημοσύνης, θάρρους και δικαιοσύνης, όπως ακριβώς τίθεται από την δικαστική πλευρά έδρας, ανασυσταίνεται – και τίθεται – και από την «λαϊκή» της πλευρά, δηλαδή την πλευρά του δικαζομένου, δημιουργεί μια ηθική αντιστοιχία της θέσης του ανθρώπου κάτω από την δικαστική έδρα με την αντίστοιχη του ανθρώπου που κάθεται πάνω της.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου