Δεν ξέρω αν γνωρίζεις να αγαπάς και κάτι άλλο πέραν του εαυτού σου. Αν θέλεις βασικά. Αν είσαι ικανός/η να δώσεις την αγάπη που κουβαλάς μέσα σου. Γιατί όλοι κουβαλάμε. Κι εσύ, το ξέρω. Το είδα στα μάτια σου. Έχεις αγάπη μπόλικη μέσα στην ψυχή σου. Όμως την έχεις φυλακίσει μέσα σε ένα ατσάλινο κουτί, που τους ‘χεις φορέσει παράλληλα τριγύρω αλυσίδες βαριές, ασήκωτες.
Δυσκολεύομαι. Παιδεύομαι να αγναντεύω μια όμορφη ψυχή που την έχεις τυλίξει με τόσο ψέμα και δήθεν τσαμπουκά. Περικυκλωμένος από εγωισμό και φόβο. Φόβο μην τυχόν και κάποιος δει ποιος είσαι στην πραγματικότητα. Φοβάσαι μη λερωθείς απ’ τα χέρια ενός έρωτα που ίσως να μην αξίζει.
Έτσι φοβάσαι και τα δικά μου χέρια, όμως δεν έχεις καταλάβει πως όλο αυτό το διάστημα που νόμιζες πως θα στεκόμουν στην ασφαλή σου επιφάνεια, με άφηνες –ή έστω βρήκα τρόπο– να σε αγγίζω όλο και πιο βαθιά. Να σε χαζεύω όλο και πιο σχολαστικά.
Μου επέτρεψες ακόμα να φτιάξω κι εκείνο το κλειδί που θα άνοιγε την ασήκωτη φυλακή σου. Προσπάθησα να την ξεκλειδώσω, κι ίσως και να την άνοιξα, αλλά όλη αυτή η προσπάθεια κι η ευθύνη βάρυνε εμένα πολύ. Τόσο που μετά βίας ανέπνεα κάποιες φορές.
Κι εσύ; Ένιωσες άνετα. Όμορφα. Αισθάνθηκες ασφάλεια, πως βρήκες ένα σπίτι. Ερωτεύτηκες τον τρόπο που σου έδειχνα την αγάπη μου. Όση δε σου είχε δείξει κανείς. Όση δεν πρόλαβε ή δε θέλησε. Όσο χρόνο κι ενδιαφέρον δε σου είχε αφιερωθεί ποτέ ξανά.
Κι αρκούσε ένα άγγιγμα για να σου διώξω το άγχος κι ένα χάδι για να ηρεμήσω το θυμό σου. Μια αγκαλιά για να δεις πως σε κάθε πρόβλημα δεν τελείωνε ο κόσμος. Μία φωνή να ηρεμεί τις καταιγίδες του μυαλού σου. Ένα φιλί να κρατάει μακριά βροντές και συννεφιές. Λάτρευες να σ’ αγαπώ. Δεν είχες φανταστεί πως κάποιος θα κατάφερνε να αντέξει τις φουρτούνες σου και μάλιστα να οδηγήσει το πλοίο σου τόσο αρμονικά.
Όμως εσύ δεν έμαθες -ή θεώρησες πως δε χρειάστηκε να μάθεις- να αγαπάς. Φρόντισα να σου δώσω την αγάπη που χρειαζόσουν, ώστε να νιώσεις πως δίπλα μου βρίσκεσαι σπίτι σου. Πως βρίσκεσαι σε ένα χώρο τόσο προστατευμένο και τόσο δικό σου, που μπορούσες να ξεγυμνώνεσαι απ’ τις μάσκες που φορούσες εκεί έξω. Κι εσύ είχες αρκεστεί ή καλύτερα βολευτεί στο ότι σου έδινα τόσα και με τον πιο σωστό για σένα τρόπο, ήσυχα, αθόρυβα, ελεύθερα.
Κι έτσι εγώ, παραμέλησα εμένα. Όλο έδινα σε σένα. Δε ζητούσα. Κι εσύ απλά πού και πού έδινες ό,τι χρειαζόταν για να εξασφαλίσεις λίγο ακόμα απ’ το απόλυτο δόσιμό μου. Μια σκιά από υποσχέσεις που ποτέ δε γινόντουσαν πράξεις. Γιατί για εμένα ήσουν ήδη το σπίτι μου και δεν ήμουν διατεθειμένος να το εγκαταλείψω έτσι απλά. Κι εσύ το ήξερες κι ανακουφιζόσουν στην αδράνειά σου.
Έτρεμες μη με χάσεις, έλεγες, κι ίσως να ήταν αλήθεια. Πού αλλού θα έβρισκες άλλωστε την ασφάλεια που σου πρόσφερα εγώ; Ήξερες πόσο δύσκολο ήταν να βάλεις ένα άλλον άνθρωπο στη ζωή σου. Εκείνος θα είχε απαιτήσεις, θα περίμενε να τον θέσεις προτεραιότητα. Ένα άλλο άτομο, πέραν του εαυτού σου, να μπει πρώτο στις επιλογές σου; Ανήκουστο.
Εσύ απλώς θαύμαζες το πώς είχα καταφέρει να το κάνω εγώ για εσένα. Κι όταν προσπάθησες να το κάνεις κι εσύ τρόμαξες και τα τίναξες όλα στον αέρα, για να επιστρέψεις πάλι αργότερα ζητώντας συγχώρεση.
Μα ερχόμενος με τα παλιά σου κλειδιά να ανοίξεις την πόρτα, μπήκες σε ένα σπίτι άδειο. Βρήκες άθικτα όλα τα υπάρχοντά σου, εκτός από εμένα. Οι άνθρωποι δεν είναι αντικείμενα κι όποιος επιλέγει να αγαπά ανιδιοτελώς δε σημαίνει πως σου ανήκει. Κανείς δεν εγγυάται πως θα σε περιμένει απ’ τη στιγμή που διαλέγεις τη φυγή σου. Γύρισες γιατί αγάπησες τον τρόπο που σ’ αγαπούσα, όχι εμένα.
Έφυγα κι εσύ πίστεψες πως το ‘κανα γιατί όσο έμενα δεν είχα τη δύναμη να βάλω μπροστά τον εαυτό μου. Κι όμως, πάντα την είχα, απλά δεν ήθελα να τη χρησιμοποιήσω σαν άμυνα, σαν δειλή πανοπλία. Έβαζα μπροστά εσένα γιατί ήλπιζα σε εσένα, σε εμάς.
Σε αγάπησα, όμως αγαπάω και εμένα και με σέβομαι τόσο ώστε να μη μου επιτρέψω να γίνω ένα μπαλάκι που εσύ πετάς στον τοίχο κι αυτό επιστρέφει πάλι σε σένα. Αγάπη είναι να προσέχει ο ένας τον άλλον. Αγάπη είναι η αμοιβαιότητα κι ο αλληλοσεβασμός.
Δεν αγαπάμε όλοι με τον ίδιο τρόπο, όμως πρέπει να ξέρεις και να αγαπάς για να κρατήσεις την αγάπη που σου δίνεται. Δεν είναι ανάγκη να φοβάσαι τόσο…
Δυσκολεύομαι. Παιδεύομαι να αγναντεύω μια όμορφη ψυχή που την έχεις τυλίξει με τόσο ψέμα και δήθεν τσαμπουκά. Περικυκλωμένος από εγωισμό και φόβο. Φόβο μην τυχόν και κάποιος δει ποιος είσαι στην πραγματικότητα. Φοβάσαι μη λερωθείς απ’ τα χέρια ενός έρωτα που ίσως να μην αξίζει.
Έτσι φοβάσαι και τα δικά μου χέρια, όμως δεν έχεις καταλάβει πως όλο αυτό το διάστημα που νόμιζες πως θα στεκόμουν στην ασφαλή σου επιφάνεια, με άφηνες –ή έστω βρήκα τρόπο– να σε αγγίζω όλο και πιο βαθιά. Να σε χαζεύω όλο και πιο σχολαστικά.
Μου επέτρεψες ακόμα να φτιάξω κι εκείνο το κλειδί που θα άνοιγε την ασήκωτη φυλακή σου. Προσπάθησα να την ξεκλειδώσω, κι ίσως και να την άνοιξα, αλλά όλη αυτή η προσπάθεια κι η ευθύνη βάρυνε εμένα πολύ. Τόσο που μετά βίας ανέπνεα κάποιες φορές.
Κι εσύ; Ένιωσες άνετα. Όμορφα. Αισθάνθηκες ασφάλεια, πως βρήκες ένα σπίτι. Ερωτεύτηκες τον τρόπο που σου έδειχνα την αγάπη μου. Όση δε σου είχε δείξει κανείς. Όση δεν πρόλαβε ή δε θέλησε. Όσο χρόνο κι ενδιαφέρον δε σου είχε αφιερωθεί ποτέ ξανά.
Κι αρκούσε ένα άγγιγμα για να σου διώξω το άγχος κι ένα χάδι για να ηρεμήσω το θυμό σου. Μια αγκαλιά για να δεις πως σε κάθε πρόβλημα δεν τελείωνε ο κόσμος. Μία φωνή να ηρεμεί τις καταιγίδες του μυαλού σου. Ένα φιλί να κρατάει μακριά βροντές και συννεφιές. Λάτρευες να σ’ αγαπώ. Δεν είχες φανταστεί πως κάποιος θα κατάφερνε να αντέξει τις φουρτούνες σου και μάλιστα να οδηγήσει το πλοίο σου τόσο αρμονικά.
Όμως εσύ δεν έμαθες -ή θεώρησες πως δε χρειάστηκε να μάθεις- να αγαπάς. Φρόντισα να σου δώσω την αγάπη που χρειαζόσουν, ώστε να νιώσεις πως δίπλα μου βρίσκεσαι σπίτι σου. Πως βρίσκεσαι σε ένα χώρο τόσο προστατευμένο και τόσο δικό σου, που μπορούσες να ξεγυμνώνεσαι απ’ τις μάσκες που φορούσες εκεί έξω. Κι εσύ είχες αρκεστεί ή καλύτερα βολευτεί στο ότι σου έδινα τόσα και με τον πιο σωστό για σένα τρόπο, ήσυχα, αθόρυβα, ελεύθερα.
Κι έτσι εγώ, παραμέλησα εμένα. Όλο έδινα σε σένα. Δε ζητούσα. Κι εσύ απλά πού και πού έδινες ό,τι χρειαζόταν για να εξασφαλίσεις λίγο ακόμα απ’ το απόλυτο δόσιμό μου. Μια σκιά από υποσχέσεις που ποτέ δε γινόντουσαν πράξεις. Γιατί για εμένα ήσουν ήδη το σπίτι μου και δεν ήμουν διατεθειμένος να το εγκαταλείψω έτσι απλά. Κι εσύ το ήξερες κι ανακουφιζόσουν στην αδράνειά σου.
Έτρεμες μη με χάσεις, έλεγες, κι ίσως να ήταν αλήθεια. Πού αλλού θα έβρισκες άλλωστε την ασφάλεια που σου πρόσφερα εγώ; Ήξερες πόσο δύσκολο ήταν να βάλεις ένα άλλον άνθρωπο στη ζωή σου. Εκείνος θα είχε απαιτήσεις, θα περίμενε να τον θέσεις προτεραιότητα. Ένα άλλο άτομο, πέραν του εαυτού σου, να μπει πρώτο στις επιλογές σου; Ανήκουστο.
Εσύ απλώς θαύμαζες το πώς είχα καταφέρει να το κάνω εγώ για εσένα. Κι όταν προσπάθησες να το κάνεις κι εσύ τρόμαξες και τα τίναξες όλα στον αέρα, για να επιστρέψεις πάλι αργότερα ζητώντας συγχώρεση.
Μα ερχόμενος με τα παλιά σου κλειδιά να ανοίξεις την πόρτα, μπήκες σε ένα σπίτι άδειο. Βρήκες άθικτα όλα τα υπάρχοντά σου, εκτός από εμένα. Οι άνθρωποι δεν είναι αντικείμενα κι όποιος επιλέγει να αγαπά ανιδιοτελώς δε σημαίνει πως σου ανήκει. Κανείς δεν εγγυάται πως θα σε περιμένει απ’ τη στιγμή που διαλέγεις τη φυγή σου. Γύρισες γιατί αγάπησες τον τρόπο που σ’ αγαπούσα, όχι εμένα.
Έφυγα κι εσύ πίστεψες πως το ‘κανα γιατί όσο έμενα δεν είχα τη δύναμη να βάλω μπροστά τον εαυτό μου. Κι όμως, πάντα την είχα, απλά δεν ήθελα να τη χρησιμοποιήσω σαν άμυνα, σαν δειλή πανοπλία. Έβαζα μπροστά εσένα γιατί ήλπιζα σε εσένα, σε εμάς.
Σε αγάπησα, όμως αγαπάω και εμένα και με σέβομαι τόσο ώστε να μη μου επιτρέψω να γίνω ένα μπαλάκι που εσύ πετάς στον τοίχο κι αυτό επιστρέφει πάλι σε σένα. Αγάπη είναι να προσέχει ο ένας τον άλλον. Αγάπη είναι η αμοιβαιότητα κι ο αλληλοσεβασμός.
Δεν αγαπάμε όλοι με τον ίδιο τρόπο, όμως πρέπει να ξέρεις και να αγαπάς για να κρατήσεις την αγάπη που σου δίνεται. Δεν είναι ανάγκη να φοβάσαι τόσο…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου