Η ντροπή είναι το συναίσθημα εκείνο που κάνει αυτόν που το βιώνει να νιώθει ξένος, διαφορετικός. Συχνά, περιγράφεται με τη φράση «θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί». Κουβαλάει μια αίσθηση κατωτερότητας και εγγενούς ελαττώματος και τη συνακόλουθη πεποίθηση ότι «δεν αξίζω, είμαι άχρηστος, ανίκανος, αδύναμος, χαζός, ανεπαρκής, εκτεθειμένος…», χρωματίζοντας όλες τις εμπειρίες ζωής.
Αναφέρεται, επομένως, στη βασική ουσία και ύπαρξη του ανθρώπου και μπορεί να αφορά τόσο μεμονωμένα χαρακτηριστικά όσο και ολόκληρη την εικόνα κάποιου. Σηματοδοτείται από το κοκκίνισμα και την παρόρμηση να κρυφτώ καθώς επίσης και την προσπάθεια να αποφύγω να το αντιληφθούν οι άλλοι.
Πρόκειται για ένα συναίσθημα βαθύ οι ρίζες του οποίου βρίσκονται, κατά κύριο λόγο, στην πρώιμη παιδική ηλικία. Έτσι, καθώς η ντροπή βιώνεται πριν ακόμη υπάρξουν για το μωρό λέξεις που να μπορούν να την περιγράψουν, η σωματική παρουσία του συναισθήματος αυτού είναι πολύ έντονη και εκδηλώνεται είτε με κοκκίνισμα, χαμήλωμα του βλέμματος και απόσυρση είτε με χλώμιασμα και σωματική αδυναμία. Αυτός είναι και ο λόγος που συχνά δεν μπορούμε να την περιγράψουμε και να μιλήσουμε γι’ αυτήν καθώς πολλές φορές δεν έχουμε καν επίγνωση της ντροπής μας, παρά μόνο έμμεσες – σωματικές - ενδείξεις. Άλλωστε, η ίδια η ντροπή είναι ακριβώς η ένδειξη και η απόδειξη του τρόπου λειτουργίας της σωματοποίησης: πρόκειται για μια ενέργεια/δράση η οποία, στην πορεία της προς την έκφρασή της, ανακόπηκε και, έτσι, εκδηλώθηκε σωματικά.
Επιπλέον, η ντροπή είναι ένα συναίσθημα που αφήνει εκείνον που το βιώνει να νιώθει μόνος καθώς προκαλείται μεν υπό το βλέμμα του (σημαντικού) άλλου βιώνεται όμως στη μοναξιά. Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό αν αναλογιστούμε πώς νιώθαμε ως παιδιά στη – συχνή- ερώτηση «καλά δεν ντρέπεσαι;». Επομένως, η ντροπή είναι μια κύρια μορφή αρνητικής αντίδρασης και αυτο- αξιολόγησης, βαθιά ριζωμένη στην κουλτούρα μας και την κοινωνία μας καθώς θεωρείται τρόπος οριοθέτησης και πειθαρχίας. Όπως το περιγράφει ο Σάρτρ (1939): «δεν ντρέπομαι για το σώμα μου, γιατί μέσα σε αυτό υπάρχω, ντρέπομαι για το πώς οι άλλοι βλέπουν το σώμα μου». Έτσι, η κριτική αυτή «ματιά» που αρχικά δημιούργησε την ντροπή, ενδοβάλλεται σε βαθμό που δε χρειάζεται καν να υπάρχει κάποιος απέναντι για να νιώσω αυτό το συναίσθημα – την κουβαλάω εγώ ο ίδιος μέσα μου.
Κλείνοντας, με την ντροπή δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος στον οποίο το άτομο αποζητάει μεν την επαφή, νιώθει όμως ντροπή, θέλει να κρυφτεί και έτσι δεν μπορεί να υπάρξει τελικά αλληλεπίδραση για να μπορέσει να λάβει μια καινούρια ανατροφοδότηση από το περιβάλλον και να βιώσει ίσως μια επανορθωτική εμπειρία αγάπης. Ωστόσο, η «θεραπεία» της ντροπής είναι η αγάπη και η ελευθερία έκφρασης, ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο να μπορώ να εισπράξω το μήνυμα ότι «είμαι εντάξει έτσι όπως είμαι».
Αναφέρεται, επομένως, στη βασική ουσία και ύπαρξη του ανθρώπου και μπορεί να αφορά τόσο μεμονωμένα χαρακτηριστικά όσο και ολόκληρη την εικόνα κάποιου. Σηματοδοτείται από το κοκκίνισμα και την παρόρμηση να κρυφτώ καθώς επίσης και την προσπάθεια να αποφύγω να το αντιληφθούν οι άλλοι.
Πρόκειται για ένα συναίσθημα βαθύ οι ρίζες του οποίου βρίσκονται, κατά κύριο λόγο, στην πρώιμη παιδική ηλικία. Έτσι, καθώς η ντροπή βιώνεται πριν ακόμη υπάρξουν για το μωρό λέξεις που να μπορούν να την περιγράψουν, η σωματική παρουσία του συναισθήματος αυτού είναι πολύ έντονη και εκδηλώνεται είτε με κοκκίνισμα, χαμήλωμα του βλέμματος και απόσυρση είτε με χλώμιασμα και σωματική αδυναμία. Αυτός είναι και ο λόγος που συχνά δεν μπορούμε να την περιγράψουμε και να μιλήσουμε γι’ αυτήν καθώς πολλές φορές δεν έχουμε καν επίγνωση της ντροπής μας, παρά μόνο έμμεσες – σωματικές - ενδείξεις. Άλλωστε, η ίδια η ντροπή είναι ακριβώς η ένδειξη και η απόδειξη του τρόπου λειτουργίας της σωματοποίησης: πρόκειται για μια ενέργεια/δράση η οποία, στην πορεία της προς την έκφρασή της, ανακόπηκε και, έτσι, εκδηλώθηκε σωματικά.
Επιπλέον, η ντροπή είναι ένα συναίσθημα που αφήνει εκείνον που το βιώνει να νιώθει μόνος καθώς προκαλείται μεν υπό το βλέμμα του (σημαντικού) άλλου βιώνεται όμως στη μοναξιά. Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό αν αναλογιστούμε πώς νιώθαμε ως παιδιά στη – συχνή- ερώτηση «καλά δεν ντρέπεσαι;». Επομένως, η ντροπή είναι μια κύρια μορφή αρνητικής αντίδρασης και αυτο- αξιολόγησης, βαθιά ριζωμένη στην κουλτούρα μας και την κοινωνία μας καθώς θεωρείται τρόπος οριοθέτησης και πειθαρχίας. Όπως το περιγράφει ο Σάρτρ (1939): «δεν ντρέπομαι για το σώμα μου, γιατί μέσα σε αυτό υπάρχω, ντρέπομαι για το πώς οι άλλοι βλέπουν το σώμα μου». Έτσι, η κριτική αυτή «ματιά» που αρχικά δημιούργησε την ντροπή, ενδοβάλλεται σε βαθμό που δε χρειάζεται καν να υπάρχει κάποιος απέναντι για να νιώσω αυτό το συναίσθημα – την κουβαλάω εγώ ο ίδιος μέσα μου.
Κλείνοντας, με την ντροπή δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος στον οποίο το άτομο αποζητάει μεν την επαφή, νιώθει όμως ντροπή, θέλει να κρυφτεί και έτσι δεν μπορεί να υπάρξει τελικά αλληλεπίδραση για να μπορέσει να λάβει μια καινούρια ανατροφοδότηση από το περιβάλλον και να βιώσει ίσως μια επανορθωτική εμπειρία αγάπης. Ωστόσο, η «θεραπεία» της ντροπής είναι η αγάπη και η ελευθερία έκφρασης, ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο να μπορώ να εισπράξω το μήνυμα ότι «είμαι εντάξει έτσι όπως είμαι».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου