ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΚΡΑΤΟΣ
Χθονὸς μὲν ἐς τηλουρὸν ἥκομεν πέδον,
Σκύθην ἐς οἷμον, ἄβροτον εἰς ἐρημίαν.
Ἥφαιστε, σοὶ δὲ χρὴ μέλειν ἐπιστολὰς
ἅς σοι πατὴρ ἐφεῖτο, τόνδε πρὸς πέτραις
5 ὑψηλοκρήμνοις τὸν λεωργὸν ὀχμάσαι
ἀδαμαντίνων δεσμῶν ἐν ἀρρήκτοις πέδαις.
τὸ σὸν γὰρ ἄνθος, παντέχνου πυρὸς σέλας,
θνητοῖσι κλέψας ὤπασεν· τοιᾶσδέ τοι
ἁμαρτίας σφε δεῖ θεοῖς δοῦναι δίκην,
10 ὡς ἂν διδαχθῇ τὴν Διὸς τυραννίδα
στέργειν, φιλανθρώπου δὲ παύεσθαι τρόπου.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Κράτος Βία τε, σφῷν μὲν ἐντολὴ Διὸς
ἔχει τέλος δὴ κοὐδὲν ἐμποδὼν ἔτι·
ἐγὼ δ᾽ ἄτολμός εἰμι συγγενῆ θεὸν
15 δῆσαι βίᾳ φάραγγι πρὸς δυσχειμέρῳ.
πάντως δ᾽ ἀνάγκη τῶνδέ μοι τόλμαν σχεθεῖν·
εὐωριάζειν γὰρ πατρὸς λόγους βαρύ.
τῆς ὀρθοβούλου Θέμιδος αἰπυμῆτα παῖ,
ἄκοντά σ᾽ ἄκων δυσλύτοις χαλκεύμασι
20 προσπασσαλεύσω τῷδ᾽ ἀπανθρώπῳ πάγῳ,
ἵν᾽ οὔτε φωνὴν οὔτε του μορφὴν βροτῶν
ὄψῃ, σταθευτὸς δ᾽ ἡλίου φοίβῃ φλογὶ
χροιᾶς ἀμείψεις ἄνθος· ἀσμένῳ δέ σοι
ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος,
25 πάχνην θ᾽ ἑῴαν ἥλιος σκεδᾷ πάλιν·
αἰεὶ δὲ τοῦ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῦ
τρύσει σ᾽· ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω.
τοιαῦτ᾽ ἐπηύρου τοῦ φιλανθρώπου τρόπου.
θεὸς θεῶν γὰρ οὐχ ὑποπτήσσων χόλον
30 βροτοῖσι τιμὰς ὤπασας πέρα δίκης·
ἀνθ᾽ ὧν ἀτερπῆ τήνδε φρουρήσεις πέτραν
ὀρθοστάδην, ἄυπνος, οὐ κάμπτων γόνυ·
πολλοὺς δ᾽ ὀδυρμοὺς καὶ γόους ἀνωφελεῖς
φθέγξῃ· Διὸς γὰρ δυσπαραίτητοι φρένες·
35 ἅπας δὲ τραχὺς ὅστις ἂν νέον κρατῇ.
***
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΚΡΑΤΟΣ
Νά μας, στα πέριορα τ᾽ αλαργινά του κόσμου
στους έρημους κι απάτητους Σκυθικούς δρόμους.
Τώρα δουλειά σου, ω Ήφαιστε, όσα ο πατέρας
πρόσταξε, να γνοιαστείς, και τον άνομο τούτο
στα βράχια, στους ψηλούς γκρεμνούς να πεδικλώσεις
μ᾽ αλυσίδων ασύντριφτα δεσμά ατσαλένια,
γιατί έκλεψε της πάντεχνης φωτιάς τη φλόγα,
– τ᾽ άνθος σου εσένα – και το χάρισε του ανθρώπου.
Τέτοιο κρίμα λοιπόν χρωστάει να μας πλερώσει,
10 για να μάθει του Δία την εξουσία να στρέγει
και τους φιλάνθρωπους τους τρόπους του ν᾽ αφήσει.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Κράτος και Βία, για σας η προσταγή του Δία
τέλειωσε και πια τίποτε δε στέκει μπόδιο·
μα εμέ, δε μου βαστά η ψυχή θεό συγγενή μου
στ᾽ άγριο τούτο ποροφάραγγο να δέσω.
Όμως να σφίξω την καρδιά μου ανάγκη πάσα,
γιατί βαρύ ᾽ναι ν᾽ αψηφώ του Δία το λόγο.
Ω εσύ, με τα υψηλά φρονήματά σου, τέκνον
της ορθόβουλης Θέμιδας, θέλεις δε θέλω,
20 σ᾽ αυτή την έρμη την κορφή θα σε καρφώσω,
π᾽ ούτε φωνή και κανενός την όψη ανθρώπου
θα βλέπεις, μ᾽ απ᾽ του ήλιου τη φωτιά ψημένος
τ᾽ άνθος της όψης σου θ᾽ αλλάξεις και τη νύχτα
θα λαχταράς την πολυξόμπλιαστη να φτάσει,
να σκεπάσει το φως, ως νά ᾽βγει ο ήλιος πάλι
τη αυγινή την πάχνη να σκορπίσει· κι έτσι
κάποιο θα ᾽χεις κακό να τυραγνιέσαι πάντα,
χωρίς να βρίσκεται ψυχή να σ᾽ αλαφρώσει.
Τέτοιο έλαβες μιστό γι᾽ αγάπη των ανθρώπων·
γιατί, θεός εσύ, δε σκιάχτηκες των άλλων
την οργή των θεών και πήγες να προσφέρεις
30 στους ανθρώπους χαρίσματα πέρ᾽ από το δίκιο,
που αντίς γι᾽ αυτά, στον άχαρο το βράχο τούτο
ολόρθος κι άγρυπνος φρουρός θενα φυλάγεις,
δίχως τα γόνατά σου να λυγάς και θρήνους
πολλούς κι ανώφελα θα σκούζεις μοιρολόγια·
γιατί εύκολα δεν τη γυρνάς του Δία τη γνώμη
κι είναι πάντα σκληρός ο κάθε νέος αφέντης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου