Υπάρχουν πολλά αξιώματα. Κάποια εκ πείρας αυταπόδεικτα, κάποια άλλα πιο φθαρτά. Τα πρώτα σε θυμώνουν, γιατί είναι η φύση τους αυταρχική κι απαιτούν να τα δεχτείς, χωρίς πολλά πάρε-δώσε. Τ’ άλλα, ευτυχώς, τα στήνεις στον τοίχο και τα σημαδεύεις με την επιμονή σου.
Από εκείνο το «ό,τι δε σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό» μέχρι το χρόνο που τα πάντα θεραπεύει, φτάνουμε εκεί που λένε, πως οι άνθρωποι δεν αλλάζουν.
Αλήθεια είναι. Οι άνθρωποι αλλάζουν μονάχα δύσκολα και ποτέ αναίμακτα. Αλλάζουνε προς το καλό και συχνότερα προς το κακό. Αλλάζουνε με μια σφαλιάρα της ζωής ή μ’ ένα χάδι γιατρειάς. Κι αλλάζουνε στα σίγουρα, εκείνοι που αγαπήθηκαν ή πόνεσαν πολύ.
Ο πόνος είναι δάσκαλος, αξίωμα κι αυτό, που σου μαθαίνει μια αλλιώτικη αλφαβήτα. Από το «α» της αγάπης, σε πάει στο «π» της προδοσίας, με μια ειρωνική στάση στο «ε» της εμπιστοσύνης, έτσι, για να δεις τι είχες κι έχασες.
Πόνος που σε ρημάζει και που αν τον ζήσεις μια φορά, τρέμεις ίσως για πάντα. Φοβάσαι μήπως κάνει και σ’ επισκεφτεί ξανά, είναι χλωμό, λες, ν’ αντέξεις δεύτερη φορά την παρέα του. Εκεί, σ’ αυτό το πάντρεμα του πόνου με το φόβο, γεννιέται η αλλαγή σου. Σε ποιον να παραδοθείς και ποιον να πιστέψεις, έχοντάς τον να καραδοκεί για ένα ακόμη μεγαλύτερο χτύπημα;
Αμύνεσαι, λοιπόν, με μια επίθεση στον ίδιο σου τον εαυτό. Του αλλάζεις κάθε τρωτό σημείο, του ακονίζεις τις σκουριασμένες άμυνες, του φοράς και μια πανοπλία για τ’ άτιμα τα βέλη του έρωτα, κι έτοιμος. Ένας άλλος εαυτός, εκπαιδευμένος να μην πονάει και να μη νιώθει, φυσικά.
Είναι διπολικός, όμως, ο πόνος. Απ’ τη μια μπορεί να σε τσακίσει, απ’ την άλλη να σε λυτρώσει. Όταν πονέσεις για κάποιον που άφησες άδικα να φύγει ανεπιστρεπτί απ’ τη ζωή σου, και πάλι αλλάζεις. Πληρώνοντας το τίμημα, αν μη τι άλλο μετανιώνεις κι επαναπροσδιορίζεις. Και πάλι θα περάσεις δια πυρός και σιδήρου, με τη διαφορά ότι μέσα απ’ τα λάθη σου, εσύ θα φύγεις αγκαζέ με το σωστό.
Τη συγκλονιστική, όμως, αλλαγή, εκείνη την όμορφη, που τη βλέπεις ν’ ανθίζει τους ανθρώπους και να εξημερώνει τ’ αγρίμια, μόνο η αγάπη μπορεί να τη φέρει. Μόνο η υπερβολική αγάπη μπορεί να γιατρέψει και τις βαθύτερες πληγές, με τρόπο τέτοιο, που να μη φαίνεται μετά ούτε σημάδι.
Οι αγάπες του κιλού θα προσπαθήσουν να κολλήσουν τα σπασμένα σου, όπως-όπως, οι λίγες και πραγματικές, θα τα λιώσουν στη θέρμη τους και θα τα δημιουργήσουν απ’ την αρχή. Θα καταφέρουν με τον καιρό να σ’ εξημερώσουν και πάλι, να σε γλυκάνουν και να σ’ αναστήσουν. Ποτέ δε θα σ’ αφήσουν όπως σε βρήκαν, όπως κι οι προηγούμενες, δε θα σε βρουν ποτέ όπως σ’ άφησαν.
Πάντα θα υπάρχουν κι ανεπίδεκτοι, στην αγάπη, αλλά και στον πόνο. Άνθρωποι που ούτε γιατρεύτηκαν, αλλά ούτε και μετάνιωσαν ποτέ πραγματικά. Όση στοργή κι αν πήραν, όσο πόνο κι αν ένιωσαν. Ναι, οι άνθρωποι αυτοί, πιθανό να μην μπορούν ν’ αλλάξουν ποτέ. Κι αν ακόμα αλλάξουν, εσύ δε θα ‘σαι εκεί για να το δεις.
Από εκείνο το «ό,τι δε σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό» μέχρι το χρόνο που τα πάντα θεραπεύει, φτάνουμε εκεί που λένε, πως οι άνθρωποι δεν αλλάζουν.
Αλήθεια είναι. Οι άνθρωποι αλλάζουν μονάχα δύσκολα και ποτέ αναίμακτα. Αλλάζουνε προς το καλό και συχνότερα προς το κακό. Αλλάζουνε με μια σφαλιάρα της ζωής ή μ’ ένα χάδι γιατρειάς. Κι αλλάζουνε στα σίγουρα, εκείνοι που αγαπήθηκαν ή πόνεσαν πολύ.
Ο πόνος είναι δάσκαλος, αξίωμα κι αυτό, που σου μαθαίνει μια αλλιώτικη αλφαβήτα. Από το «α» της αγάπης, σε πάει στο «π» της προδοσίας, με μια ειρωνική στάση στο «ε» της εμπιστοσύνης, έτσι, για να δεις τι είχες κι έχασες.
Πόνος που σε ρημάζει και που αν τον ζήσεις μια φορά, τρέμεις ίσως για πάντα. Φοβάσαι μήπως κάνει και σ’ επισκεφτεί ξανά, είναι χλωμό, λες, ν’ αντέξεις δεύτερη φορά την παρέα του. Εκεί, σ’ αυτό το πάντρεμα του πόνου με το φόβο, γεννιέται η αλλαγή σου. Σε ποιον να παραδοθείς και ποιον να πιστέψεις, έχοντάς τον να καραδοκεί για ένα ακόμη μεγαλύτερο χτύπημα;
Αμύνεσαι, λοιπόν, με μια επίθεση στον ίδιο σου τον εαυτό. Του αλλάζεις κάθε τρωτό σημείο, του ακονίζεις τις σκουριασμένες άμυνες, του φοράς και μια πανοπλία για τ’ άτιμα τα βέλη του έρωτα, κι έτοιμος. Ένας άλλος εαυτός, εκπαιδευμένος να μην πονάει και να μη νιώθει, φυσικά.
Είναι διπολικός, όμως, ο πόνος. Απ’ τη μια μπορεί να σε τσακίσει, απ’ την άλλη να σε λυτρώσει. Όταν πονέσεις για κάποιον που άφησες άδικα να φύγει ανεπιστρεπτί απ’ τη ζωή σου, και πάλι αλλάζεις. Πληρώνοντας το τίμημα, αν μη τι άλλο μετανιώνεις κι επαναπροσδιορίζεις. Και πάλι θα περάσεις δια πυρός και σιδήρου, με τη διαφορά ότι μέσα απ’ τα λάθη σου, εσύ θα φύγεις αγκαζέ με το σωστό.
Τη συγκλονιστική, όμως, αλλαγή, εκείνη την όμορφη, που τη βλέπεις ν’ ανθίζει τους ανθρώπους και να εξημερώνει τ’ αγρίμια, μόνο η αγάπη μπορεί να τη φέρει. Μόνο η υπερβολική αγάπη μπορεί να γιατρέψει και τις βαθύτερες πληγές, με τρόπο τέτοιο, που να μη φαίνεται μετά ούτε σημάδι.
Οι αγάπες του κιλού θα προσπαθήσουν να κολλήσουν τα σπασμένα σου, όπως-όπως, οι λίγες και πραγματικές, θα τα λιώσουν στη θέρμη τους και θα τα δημιουργήσουν απ’ την αρχή. Θα καταφέρουν με τον καιρό να σ’ εξημερώσουν και πάλι, να σε γλυκάνουν και να σ’ αναστήσουν. Ποτέ δε θα σ’ αφήσουν όπως σε βρήκαν, όπως κι οι προηγούμενες, δε θα σε βρουν ποτέ όπως σ’ άφησαν.
Πάντα θα υπάρχουν κι ανεπίδεκτοι, στην αγάπη, αλλά και στον πόνο. Άνθρωποι που ούτε γιατρεύτηκαν, αλλά ούτε και μετάνιωσαν ποτέ πραγματικά. Όση στοργή κι αν πήραν, όσο πόνο κι αν ένιωσαν. Ναι, οι άνθρωποι αυτοί, πιθανό να μην μπορούν ν’ αλλάξουν ποτέ. Κι αν ακόμα αλλάξουν, εσύ δε θα ‘σαι εκεί για να το δεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου