ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ
825 ΧΟ. ό ό ό, ά ά ά·
ὅδε μάρπτις νάιος γάιος·
τῶν πρό, μάρπτι, κάμνοις·
†ἰόφ.. ὀμ.. αὖθι κάββας νυ..
δυΐαν βοὰν ἀμφαίνω.†
830 ὁρῶ τάδε φροίμια †πράξαν πόνων
βιαίων ἐμῶν. ἠὲ ἠέ.
βαῖνε φυγᾷ πρὸς ἀλκάν·
†βλοσυρόφρονα χλιδᾷ ...
δύσφορα ναῒ κἀν γᾷ ...
835 γάι᾽ ἄναξ προτάσσου.†
‹ΚΗΡΥΞ›
σοῦσθε σοῦσθ᾽ ἐπὶ βᾶ-
ριν ὅπως ποδῶν ...
οὐκοῦν; οὐκοῦν;
τιλμοὶ τιλμοὶ καὶ στιγμοί,
840 πολυαίμων φόνιος
ἀποκοπὰ κρατός.
σοῦσθε σοῦσθ᾽ † ὀλύμεναι ὀλόμεν᾽ ἐπ᾽ ἀμάδα.
ΧΟ. εἴθ᾽ ἀνὰ πολύρυτον [στρ. α]
ἁλμήεντα πόρον
845 δεσποσίῳ ξὺν ὕβρει
γομφοδέτῳ τε δόρει διώλου.
‹ΚΗ.› †αἵμον᾽ ἕσω σ᾽ ἐπ᾽ ἀμάδα·
ἦ σὺ δουπια τάπιτα;†
κελεύω βίᾳ μεθέσθαι
850 †ἴχαρ φρενί τ᾽ ἄταν.
ἰὼ ἰόν†.
λεῖφ᾽ ἕδρανα, κί᾽ ἐς δόρυ,
ἀτίετον ἄπολιν οὐ σέβω.
ΧΟ μήποτε πάλιν ἴδοις [ἀντ. α]
855 ἀλφεσίβοιον ὕδωρ,
ἔνθεν ἀεξόμενον
ζώφυτον αἷμα βροτοῖσι θάλλει.
‹ΚΗ.› † ἄγειος ἐγὼ βαθυχαῖος
860 βαθρείας βαθρείας γέρον. †
σὺ δ᾽ ἐν ναῒ ναῒ βάσῃ
τάχα θέλεος ἀθέλεος,
βίᾳ βίᾳ τε πολλᾷ φροῦδα.
† βάτεαι βαθυμιτροκακὰ παθῶν †
865 [ὀλόμεναι παλάμαις].
***
ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
ΧΟΡΟΣ
Α… α!
— Νά τονε ο άρπαγας πηδά
απ᾽ το καράβι στη στεριά!
Οι… οι!
— Άμποτε πριν, ν᾽ ανοίξει η γη,
άρπαγα, να σε καταπιεί!
830 — Αρχή κακή κακού σκοπού
της βίας και τ᾽ αναγκασμού.
— Φτάνει ο κατάρατος, για δες,
δε βαστώ, μπήγω τις φωνές.
Οι οι, οι , οι!
— Πετάξου στην καταφυγή·
ο αγριοπρόσωπος λυσσά
όμοια σε θάλασσα και γη.
— Βόηθα της χώρας βασιλιά!
ΚΗΡΥΚΑΣ
Μπρος, στο καράβι, δρόμο!
τα πόδια σας στον ώμο·
ιδέ συρμός, ιδέ σκισμός
και μαλλιοτραβηγμός
840 και κεφαλές κομμένες
κι αιματοκυλισμένες.
Εμπρός! στο πλοίο, καταραμένες.
ΧΟΡΟΣ
Άμποτε να ᾽θελες χαθεί
στ᾽ αρμυρό κύμα το βαθύ,
να πήαιν᾽ άφαντη η φανιά σου
και το καράβι σου, μαζί
με τ᾽ άθεα τ᾽ αφεντικά σου.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Στο αίμα σου, λέω, βουτηχτή
στ᾽ άρμενο θενα πας συρτή,
α δεν αφήσεις ευτύς τώρα
850 τις έδρες που κάθησες. γιατί
καμιά δεν έχουνε τιμή
στων ευσεβών τη χώρα.
ΧΟΡΟΣ
Μην τ᾽ αξιωθώ να ξαναδώ
το ζωοπάροχο νερό
του Νείλου, που πληθαίνει
όσων το πίνουν τη ζωή
και κάνει το αίμα των ν᾽ ανθεί
κι ολόθρασο ν᾽ αξαίνει.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Μιαν ώρ᾽ αρχύτερ᾽ απ᾽ αυτά
860 εμπρός, κατέβα τα σκαλιά,
και στο καράβι θά ᾽ρθεις
θέλεις δε θέλεις με τη βιά,
πριν με τα χέρια μου κακά
μεγάλα κακά πάθεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου