Γράφοντας για επιστήμη και τεχνολογία είναι βασικό να ξεκαθαρίσει κανείς τι είναι επιστήμη και τι όχι. Πράγμα που προϋποθέτει πως θα διατυπώσει έναν ορισμό και θα καθορίσει τα κριτήρια της διάκρισης ανάμεσα σε επιστήμη και μη επιστήμη.
Για τους απλούς ορισμούς καταφεύγω συνήθως στα κλασικά λεξικά. Η Encyclopaedia Britannica ορίζει την έννοια «επιστήμη» ως εξής: «οποιοδήποτε σύστημα γνώσης που συνεπάγεται αμερόληπτες παρατηρήσεις και συστηματικό πειραματισμό».
Τα κλειδιά εδώ είναι τρεις λέξεις: σύστημα, αμερόληπτο και πειραματισμός. Η επιστημονική γνώση είναι συστηματική -όχι σκόρπια και χύμα- και απαρτίζει ένα συνεπές και συνεκτικό σώμα. Είναι αμερόληπτη και δεν μπαίνει στην υπηρεσία τρίτων, π.χ. της εξουσίας, της ιδεολογίας ή της θρησκείας, και τέλος υπόκειται σε συνεχή και συστηματικό πειραματικό έλεγχο.
Η τρίτη αυτή προϋπόθεση είναι και η πιο σημαντική. Αυτή οδήγησε τον πιο αξιόλογο φιλόσοφο της επιστήμης, τον Karl Popper, να διατυπώσει τη δική του θεωρία για τη διάκριση, την οριοθέτηση (demarcation) ανάμεσα στην επιστημονική και μη γνώση. Είναι το κριτήριο της διαψευσιμότητας (falsifiability). Μία θέση είναι επιστημονική αν έχει ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο το οποίο μπορεί να ελεγχθεί και να διαψευστεί – ή να επιβεβαιωθεί. Αν ένα περιεχόμενο δεν είναι ελέγξιμο, δεν είναι επιδεκτικό δοκιμής (testable), τότε μπορεί να είναι ποίηση, φιλοσοφία, ονειροπόληση – αλλά δεν είναι επιστήμη.
Η διάκριση αυτή οδήγησε τον Popper να αρνηθεί τον χαρακτηρισμό «επιστήμη» σε δύο από τις δημοφιλέστερες θεωρίες των νεότερων χρόνων: την ψυχανάλυση και τον μαρξισμό. Και οι δύο περιέχουν θέσεις που είναι ασαφείς και δογματικές, χωρίς να περιέχουν τους όρους για τον έλεγχό τους.
Όταν ο Einstein διατύπωσε τη γενική θεωρία της σχετικότητας, προέβλεψε κάτι απόλυτα συγκεκριμένο – αλλά και τελείως φανταστικό για τις μέχρι τότε γνώσεις μας: ότι το φως υπόκειται στην ελκτική δύναμη των ουράνιων σωμάτων και ότι π.χ. η έλξη του Ήλιου θα το εξέτρεπε από την πορεία του. Η άποψη αυτή επιβεβαιώθηκε πειραματικά από τον Eddington σε μία έκλειψη το 1919.
Και το 2016 επιβεβαιώθηκαν και τα «βαρυτικά» του κύματα!
Το κριτήριο της ελεγξιμότητας δεν αφορά μόνο τις φυσικές επιστήμες. Και στις ανθρωπιστικές (τις ονομαζόμενες και «μαλακές» – soft sciences σε αντίθεση με τις hard) πάλι είναι δυνατός ο έλεγχος. Όταν ένας αρχαιολόγος χρονολογεί ένα εύρημα ή ένας ιστορικός καταγράφει ένα γεγονός, οι συνάδελφοί τους μπορούν να εξακριβώσουν την εγκυρότητα των συμπερασμάτων τους. Αντίθετα, στην ψυχανάλυση βλέπει κανείς να συνυπάρχουν και να συγκρούονται απόψεις αντίθετες ή αντιφατικές, που καμία δεν εμπεριέχει τους όρους για τον έλεγχο των ισχυρισμών της.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι θεωρίες του Φρόιντ για το ασυνείδητο ή το υπερεγώ είναι ανοησίες – απλώς ότι δεν ανήκουν στον χώρο της αυστηρής επιστήμης, διότι δεν υπάρχει τρόπος να ελεγχθούν.
Θα μπορούσαμε, ακολουθώντας μία κατάταξη που έκανε ο Robert Τ. Carroll, να ορίσουμε μερικά βασικά γνωρίσματα της επιστήμης:
Για τους απλούς ορισμούς καταφεύγω συνήθως στα κλασικά λεξικά. Η Encyclopaedia Britannica ορίζει την έννοια «επιστήμη» ως εξής: «οποιοδήποτε σύστημα γνώσης που συνεπάγεται αμερόληπτες παρατηρήσεις και συστηματικό πειραματισμό».
Τα κλειδιά εδώ είναι τρεις λέξεις: σύστημα, αμερόληπτο και πειραματισμός. Η επιστημονική γνώση είναι συστηματική -όχι σκόρπια και χύμα- και απαρτίζει ένα συνεπές και συνεκτικό σώμα. Είναι αμερόληπτη και δεν μπαίνει στην υπηρεσία τρίτων, π.χ. της εξουσίας, της ιδεολογίας ή της θρησκείας, και τέλος υπόκειται σε συνεχή και συστηματικό πειραματικό έλεγχο.
Η τρίτη αυτή προϋπόθεση είναι και η πιο σημαντική. Αυτή οδήγησε τον πιο αξιόλογο φιλόσοφο της επιστήμης, τον Karl Popper, να διατυπώσει τη δική του θεωρία για τη διάκριση, την οριοθέτηση (demarcation) ανάμεσα στην επιστημονική και μη γνώση. Είναι το κριτήριο της διαψευσιμότητας (falsifiability). Μία θέση είναι επιστημονική αν έχει ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο το οποίο μπορεί να ελεγχθεί και να διαψευστεί – ή να επιβεβαιωθεί. Αν ένα περιεχόμενο δεν είναι ελέγξιμο, δεν είναι επιδεκτικό δοκιμής (testable), τότε μπορεί να είναι ποίηση, φιλοσοφία, ονειροπόληση – αλλά δεν είναι επιστήμη.
Η διάκριση αυτή οδήγησε τον Popper να αρνηθεί τον χαρακτηρισμό «επιστήμη» σε δύο από τις δημοφιλέστερες θεωρίες των νεότερων χρόνων: την ψυχανάλυση και τον μαρξισμό. Και οι δύο περιέχουν θέσεις που είναι ασαφείς και δογματικές, χωρίς να περιέχουν τους όρους για τον έλεγχό τους.
Όταν ο Einstein διατύπωσε τη γενική θεωρία της σχετικότητας, προέβλεψε κάτι απόλυτα συγκεκριμένο – αλλά και τελείως φανταστικό για τις μέχρι τότε γνώσεις μας: ότι το φως υπόκειται στην ελκτική δύναμη των ουράνιων σωμάτων και ότι π.χ. η έλξη του Ήλιου θα το εξέτρεπε από την πορεία του. Η άποψη αυτή επιβεβαιώθηκε πειραματικά από τον Eddington σε μία έκλειψη το 1919.
Και το 2016 επιβεβαιώθηκαν και τα «βαρυτικά» του κύματα!
Το κριτήριο της ελεγξιμότητας δεν αφορά μόνο τις φυσικές επιστήμες. Και στις ανθρωπιστικές (τις ονομαζόμενες και «μαλακές» – soft sciences σε αντίθεση με τις hard) πάλι είναι δυνατός ο έλεγχος. Όταν ένας αρχαιολόγος χρονολογεί ένα εύρημα ή ένας ιστορικός καταγράφει ένα γεγονός, οι συνάδελφοί τους μπορούν να εξακριβώσουν την εγκυρότητα των συμπερασμάτων τους. Αντίθετα, στην ψυχανάλυση βλέπει κανείς να συνυπάρχουν και να συγκρούονται απόψεις αντίθετες ή αντιφατικές, που καμία δεν εμπεριέχει τους όρους για τον έλεγχο των ισχυρισμών της.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι θεωρίες του Φρόιντ για το ασυνείδητο ή το υπερεγώ είναι ανοησίες – απλώς ότι δεν ανήκουν στον χώρο της αυστηρής επιστήμης, διότι δεν υπάρχει τρόπος να ελεγχθούν.
Θα μπορούσαμε, ακολουθώντας μία κατάταξη που έκανε ο Robert Τ. Carroll, να ορίσουμε μερικά βασικά γνωρίσματα της επιστήμης:
α) βασίζεται στην εμπειρική παρατήρηση και όχι στην αυθεντία κάποιου ιερού κειμένου,
β) ερμηνεύει ένα σύνολο εμπειρικών φαινομένων,
γ) ελέγχεται και δοκιμάζεται πειραματικά με βάση τις θέσεις ή τις προβλέψεις της
δ) επιβεβαιώνεται από την εμπειρία ή την αντιπαράθεση νέων γεγονότων και παρατηρήσεων,
ε) είναι απρόσωπη και μπορεί να ελεγχθεί από τον καθένα, άσχετα με τις πεποιθήσεις του,
στ) είναι δυναμική και γόνιμη, οδηγώντας σε νέες ανακαλύψεις και συσχετισμούς, και
ζ) ξεκινάει πάντα από την απορία και την αμφισβήτηση και ποτέ δεν εκφράζεται δογματικά.
Θέλω να επιμείνω στο τελευταίο αυτό γνώρισμα. Οι παλιοί έλεγαν: «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου». Αλλά ο φόβος Κυρίου -του οποιουδήποτε κυρίου, είτε είναι θεός, είτε άρχοντας, είτε απόλυτος ηγέτης- δεν οδηγεί ούτε στη σοφία ούτε στη γνώση. Η επιστήμη προϋποθέτει ελευθερία στη σκέψη και στην έκφραση.
Ουδέποτε προοδέυσε η επιστήμη σε θεοκρατικά ή απολυταρχικά καθεστώτα. Στην αρχαία Κίνα και την Ινδία, στο παραδοσιακό Ισλάμ – αλλά και στη Σοβιετική Ένωση. Όπου υπάρχει δόγμα (κάθε είδους) δεν υπάρχει έρευνα.
Διότι για να προκόψει η επιστήμη προϋποθέτει την αμφισβήτηση. O Γαλιλαίος αμφισβήτησε τις θεωρίες του Πτολεμαίου που είχε ασπαστεί η Καθολική Εκκλησία. Μόνον έτσι προχωράει η γνώση. Αμφισβητεί, ερευνά και βρίσκει την καλύτερη ερμηνεία.
Από τον ορισμό του τι είναι επιστήμη, προκύπτει πολύ εύκολα το τι δεν είναι. Π.χ. οι οπαδοί του δημιουργισμού (Creationism – πρόσφατα μετονομάστηκαν σε πιστούς του ευφυούς σχεδιασμού – Intelligent Design), που απορρίπτουν τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών, δεν ξεκινάνε από κάποια επιστημονική παρατήρηση, αλλά από ένα ιερό κείμενο – τη Βίβλο. Αρνούνται τον Δαρβίνο με βάση ένα δόγμα, χωρίς να τον ελέγχουν και να τον διαψεύδουν επιστημονικά. (Δυστυχώς γιʼ αυτούς, οι απόψεις του Δαρβίνου επιβεβαιώνονται συνεχώς και πανηγυρικά από όλες τις παρατηρήσεις και τα πειράματα.)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου