«Αγαθό είναι εκείνο από το οποία εξαρτώνται τα πάντα, αλλά το οποίο δεν εξαρτάται από τίποτε».
Πλωτίνου Εννεάδες, Α.7, 1.
Η φιλοσοφία για τον Πλωτίνο αποτελεί κάτι μακράν της αφηρημένης Ακαδημαϊκής σπουδής. Για αυτόν, όπως και για τον Πλάτωνα, η εκγύμναση του φιλοσόφου είναι τόσο ηθική όσο και πνευματική· χωρίς τη διαλεκτική η αρετή είναι ατελής, όμως και χωρίς την αρετή η αληθινή φιλοσοφία είναι ανέφικτη. Αυτός ο εξαγνισμός περιλαμβάνει μια αυστηρή διανοητική εκγύμναση, και σκοπός του φιλοσόφου είναι να υπερβεί τους αφηρημένους τύπους (και να φτάσει στο σημείο να ενατενίσει το Νου «ως εάν ήταν αισθητό αντικείμενο» .
Δεν μπορούμε να φτάσουμε το Εν παρά μόνο περνώντας μέσω του Νοητού κόσμου. Όντας εκεί, πρέπει να επιδιώξουμε να υπερβούμε τη δυαδικότητα υποκειμένου-αντικειμένου και να ενωθούμε με το φως που φωτίζει και τα δύο. έτσι ώστε να τα αντικρίσουμε χωρίς διάμεσο . Διότι οι πνευματικές οντότητες δεν είναι χωρισμένες η μία από την άλλη όπως ακριβώς το ανώτερο επίπεδο της Ψυχής παραμένει ενωμένο με το Νου. έτσι και το ανώτερο μέρος του Νου παραμένει ενωμένο με το Εν .
Έχοντας φτάσει σε αυτό το επίπεδο, η ψυχή μπορεί μόνο να περιμένει ήρεμα και υπομονετικά μέχρι τη στιγμή που το Εν ξαφνικά εμφανιστεί ή μέχρις ότου «παρασυρμένη ψηλά από το κύμα του Νου, ξαφνικά δει, χωρίς να γνωρίζει ωστόσο το πώς». Η μυστική ένωση δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια- μάλιστα δηλώνει ότι η σιωπή που απολαμβάνουν οι μυούμενοι στα Μυστήρια είναι συμβολική αυτού του γεγονότος .
Το Εν, δεν χρειάζεται να στραφεί προς εμάς - είναι παρόν οποτεδήποτε στρεφόμαστε προς τα ένδον, διακόπτοντας τη συνήθη προσκόλληση μας στον αισθητό κόσμο, και με τον τρόπο αυτό γινόμαστε ικανοί να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τελικά το Εν που είναι η πηγή μας. Για να αντικρίσουμε το τελευταίο πρέπει να «απεκδυθούμε από τα πάντα» ή να «εγκαταλείψουμε κάθε ετερότητα», που σημαίνει κάθε πολλαπλότητα και καθετί τα οποίο μας διακρίνει από το Εν.
"Διότι αφού κάθε γνώση των όντων επιτυγχάνεται δυνάμει του νου, κι αφού μόνο μέσω του νου μπορεί να γνωσθεί ο νους, με ποια αιφνίδια ενόραση [="αθρόα επιβολή"] θα μπορούσε να συλληφθεί αυτό που υπερβαίνει την ουσία του νου; Σε όποιον πρέπει να εξηγήσουμε πως είναι αυτό δυνατό, σε αυτόν θα πούμε: μέσω εκείνου του εσωτερικού μας στοιχείου, το οποίο του μοιάζει. Διότι κάτι από αυτό υπάρχει μέσα μας". «Διότι κάτι από αυτό [το Ένα] υπάρχει μέσα μας. Και μάλιστα δεν υπάρχει τόπος όπου αυτό να μην υπάρχει, σε όσα μπορούν να συμμετέχουν τούτου. Διότι οπουδήποτε κι αν θέσεις αυτό που είναι ικανό να το συλλάβει μπορείς εκεί να συλλάβεις το πανταχού παρόν. Είναι σαν μία φωνή που γεμίζει έναν κενό χώρο. Κάθε άνθρωπος που θα στήσει αυτί σε ένα οποιοδήποτε σημείο αυτού του χώρου, θα συλλάβει την φωνή ολόκληρη, κι όμως όχι ολόκληρη."
Πλωτίνος, Εννεάδες ΙΙΙ, 8, 9.
Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τους βαθύτερους φόβους του ανθρώπου- η ψυχή από το φόβο μήπως και μείνει χωρίς τίποτε απολύτως ζητεί να επιστρέψει στην καθησυχαστική σταθερότητα των αισθήσεων.
Οι (Θειικές) οντότητες οι οποίες έχουν επιτύχει την τελειότητα της ίδιας τους της ύπαρξης δεν κρατούν αυτήν την τελειότητα για τον εαυτό τους. αλλά τη διαχέουν έξω από αυτές δημιουργώντας μια εξωτερική «εικόνα» της εσωτερικής τους δραστηριότητας. Ως παράδειγμα ο Πλωτίνος μας δίνει, αυτό της θερμικής ακτινοβολίας από τη φωτιά ή του ψύχους από το χιόνι ή —το παράδειγμα που δίνει το όνομα του στη συγκεκριμένη αρχή- της απορροής του φωτός από τον ήλιο.
Oι θεϊκές Υποστάσεις, παραμένοντας ανεπηρέαστες από τα δημιουργήματα τους. δεν χρειάζεται να τους δείξουν κανένα ενδιαφέρον ή προσοχή. Μόνο η ατελής φύση του ανθρώπου και του σώματος του εκείνη η οποία απαιτεί μια τέτοια προσοχή εκ μέρους του.
«Για τα απολύτως μακάρια όντα», απεναντίας, «αρκεί μόνο να μένουν σταθερά στον εαυτό τους και να είναι αυτά που είναι» γι' αυτό και το Εν. όπως και οι υπόλοιπες Υποστάσεις, δημιουργεί «χωρίς ροπή. χωρίς βούληση ή κίνηση». Το Εν παραμένει αναδιπλωμένο στον εαυτό του. ενώ η δημιουργία του πηγάζει από αυτό και λαμβάνει τάξη από αυτό. αυτόματα. Ούτε έχουν οι θεϊκές Υποστάσεις καμία γνώση των δημιουργημάτων τους.
Το Εν, βέβαια, υπερβαίνει εξ ολοκλήρου τη «γνώση», ενώ οι κατώτερες Υποστάσεις γνωρίζουν μόνο τις αιτιώδεις αρχές τις οποίες οι ίδιες περιέχουν και όχι τα δημιουργήματα τα οποία απορρέουν από αυτές- για παράδειγμα, η Ψυχή του Κόσμου γνωρίζει τη δραστηριότητα της στον κόσμο μόνο μέσα από την ενότητα της, όχι από την άμεση δραστηριότητα της στον κόσμο . Αυτό όμως δεν υπονοεί καμία ατέλεια στη γνώση τους, εφόσον είναι περιττό για κάποιον ο οποίος γνωρίζει τις αρχέτυπες πραγματικότητες να αναζητεί την πρόσθετη γνώση των αισθητών τους ειδώλων.
Πλωτίνου Εννεάδες, Α.7, 1.
Η φιλοσοφία για τον Πλωτίνο αποτελεί κάτι μακράν της αφηρημένης Ακαδημαϊκής σπουδής. Για αυτόν, όπως και για τον Πλάτωνα, η εκγύμναση του φιλοσόφου είναι τόσο ηθική όσο και πνευματική· χωρίς τη διαλεκτική η αρετή είναι ατελής, όμως και χωρίς την αρετή η αληθινή φιλοσοφία είναι ανέφικτη. Αυτός ο εξαγνισμός περιλαμβάνει μια αυστηρή διανοητική εκγύμναση, και σκοπός του φιλοσόφου είναι να υπερβεί τους αφηρημένους τύπους (και να φτάσει στο σημείο να ενατενίσει το Νου «ως εάν ήταν αισθητό αντικείμενο» .
Δεν μπορούμε να φτάσουμε το Εν παρά μόνο περνώντας μέσω του Νοητού κόσμου. Όντας εκεί, πρέπει να επιδιώξουμε να υπερβούμε τη δυαδικότητα υποκειμένου-αντικειμένου και να ενωθούμε με το φως που φωτίζει και τα δύο. έτσι ώστε να τα αντικρίσουμε χωρίς διάμεσο . Διότι οι πνευματικές οντότητες δεν είναι χωρισμένες η μία από την άλλη όπως ακριβώς το ανώτερο επίπεδο της Ψυχής παραμένει ενωμένο με το Νου. έτσι και το ανώτερο μέρος του Νου παραμένει ενωμένο με το Εν .
Έχοντας φτάσει σε αυτό το επίπεδο, η ψυχή μπορεί μόνο να περιμένει ήρεμα και υπομονετικά μέχρι τη στιγμή που το Εν ξαφνικά εμφανιστεί ή μέχρις ότου «παρασυρμένη ψηλά από το κύμα του Νου, ξαφνικά δει, χωρίς να γνωρίζει ωστόσο το πώς». Η μυστική ένωση δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια- μάλιστα δηλώνει ότι η σιωπή που απολαμβάνουν οι μυούμενοι στα Μυστήρια είναι συμβολική αυτού του γεγονότος .
Το Εν, δεν χρειάζεται να στραφεί προς εμάς - είναι παρόν οποτεδήποτε στρεφόμαστε προς τα ένδον, διακόπτοντας τη συνήθη προσκόλληση μας στον αισθητό κόσμο, και με τον τρόπο αυτό γινόμαστε ικανοί να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τελικά το Εν που είναι η πηγή μας. Για να αντικρίσουμε το τελευταίο πρέπει να «απεκδυθούμε από τα πάντα» ή να «εγκαταλείψουμε κάθε ετερότητα», που σημαίνει κάθε πολλαπλότητα και καθετί τα οποίο μας διακρίνει από το Εν.
"Διότι αφού κάθε γνώση των όντων επιτυγχάνεται δυνάμει του νου, κι αφού μόνο μέσω του νου μπορεί να γνωσθεί ο νους, με ποια αιφνίδια ενόραση [="αθρόα επιβολή"] θα μπορούσε να συλληφθεί αυτό που υπερβαίνει την ουσία του νου; Σε όποιον πρέπει να εξηγήσουμε πως είναι αυτό δυνατό, σε αυτόν θα πούμε: μέσω εκείνου του εσωτερικού μας στοιχείου, το οποίο του μοιάζει. Διότι κάτι από αυτό υπάρχει μέσα μας". «Διότι κάτι από αυτό [το Ένα] υπάρχει μέσα μας. Και μάλιστα δεν υπάρχει τόπος όπου αυτό να μην υπάρχει, σε όσα μπορούν να συμμετέχουν τούτου. Διότι οπουδήποτε κι αν θέσεις αυτό που είναι ικανό να το συλλάβει μπορείς εκεί να συλλάβεις το πανταχού παρόν. Είναι σαν μία φωνή που γεμίζει έναν κενό χώρο. Κάθε άνθρωπος που θα στήσει αυτί σε ένα οποιοδήποτε σημείο αυτού του χώρου, θα συλλάβει την φωνή ολόκληρη, κι όμως όχι ολόκληρη."
Πλωτίνος, Εννεάδες ΙΙΙ, 8, 9.
Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τους βαθύτερους φόβους του ανθρώπου- η ψυχή από το φόβο μήπως και μείνει χωρίς τίποτε απολύτως ζητεί να επιστρέψει στην καθησυχαστική σταθερότητα των αισθήσεων.
Οι (Θειικές) οντότητες οι οποίες έχουν επιτύχει την τελειότητα της ίδιας τους της ύπαρξης δεν κρατούν αυτήν την τελειότητα για τον εαυτό τους. αλλά τη διαχέουν έξω από αυτές δημιουργώντας μια εξωτερική «εικόνα» της εσωτερικής τους δραστηριότητας. Ως παράδειγμα ο Πλωτίνος μας δίνει, αυτό της θερμικής ακτινοβολίας από τη φωτιά ή του ψύχους από το χιόνι ή —το παράδειγμα που δίνει το όνομα του στη συγκεκριμένη αρχή- της απορροής του φωτός από τον ήλιο.
Oι θεϊκές Υποστάσεις, παραμένοντας ανεπηρέαστες από τα δημιουργήματα τους. δεν χρειάζεται να τους δείξουν κανένα ενδιαφέρον ή προσοχή. Μόνο η ατελής φύση του ανθρώπου και του σώματος του εκείνη η οποία απαιτεί μια τέτοια προσοχή εκ μέρους του.
«Για τα απολύτως μακάρια όντα», απεναντίας, «αρκεί μόνο να μένουν σταθερά στον εαυτό τους και να είναι αυτά που είναι» γι' αυτό και το Εν. όπως και οι υπόλοιπες Υποστάσεις, δημιουργεί «χωρίς ροπή. χωρίς βούληση ή κίνηση». Το Εν παραμένει αναδιπλωμένο στον εαυτό του. ενώ η δημιουργία του πηγάζει από αυτό και λαμβάνει τάξη από αυτό. αυτόματα. Ούτε έχουν οι θεϊκές Υποστάσεις καμία γνώση των δημιουργημάτων τους.
Το Εν, βέβαια, υπερβαίνει εξ ολοκλήρου τη «γνώση», ενώ οι κατώτερες Υποστάσεις γνωρίζουν μόνο τις αιτιώδεις αρχές τις οποίες οι ίδιες περιέχουν και όχι τα δημιουργήματα τα οποία απορρέουν από αυτές- για παράδειγμα, η Ψυχή του Κόσμου γνωρίζει τη δραστηριότητα της στον κόσμο μόνο μέσα από την ενότητα της, όχι από την άμεση δραστηριότητα της στον κόσμο . Αυτό όμως δεν υπονοεί καμία ατέλεια στη γνώση τους, εφόσον είναι περιττό για κάποιον ο οποίος γνωρίζει τις αρχέτυπες πραγματικότητες να αναζητεί την πρόσθετη γνώση των αισθητών τους ειδώλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου