Η εμπλοκή της Αθήνας στη σύγκρουση των Θηβαίων με τη Σπάρτη έδωσε τη δυνατότητα στη Θήβα να κυριαρχήσει και πάλι στη Βοιωτία: «οι Θηβαίοι, έχοντας υποτάξει τις πόλεις της Βοιωτίας εξεστράτευσαν και στη Φωκίδα». (6,1,1).
Οι Σπαρτιάτες έστειλαν τον Κλεόμβροτο με τέσσερα τάγματα και συμμαχικές δυνάμεις, για να βοηθήσουν τους Φωκείς. Τα πολλά μέτωπα που είχαν ανοιχτεί, η φθορά του στρατού και το πληγωμένο γόητρο της Σπάρτης από τις τελευταίες αποτυχίες ήταν τα προμηνύματα της τελικής ήττας που θα επακολουθούσε.
Οι Λακεδαιμόνιοι ήταν αδύνατο να εγκαταλείψουν το παιχνίδι της ισχύος, αλλά ταυτόχρονα ήταν απολύτως κατανοητό ότι οι συσχετισμοί άλλαξαν. Αυτός είναι και ο λόγος που δέχτηκαν στην πόλη τους πρέσβεις των Αθηναίων και συμφώνησαν αμέσως στις ειρηνευτικές προτάσεις που κατατέθηκαν: «οι Αθηναίοι, βλέποντας τους Θηβαίους να δυναμώνουν χάρη σ’ αυτούς, δίχως όμως και να συνεισφέρουν στις δαπάνες του ναυτικού – ενώ τους ίδιους τους εξαντλούσαν οι πολεμικές δαπάνες, οι επιδρομές από την Αίγινα κι η φρούρηση των εδαφών τους –, θέλησαν να δώσουν τέλος στον πόλεμο· έστειλαν λοιπόν πρέσβεις στη Λακεδαίμονα κι έκαναν ειρήνη». (6,2,1).
Από την άλλη, όταν έφτασε στη Σπάρτη ο Πολυδάμας από τα Φάρσαλα καταγγέλλοντας τον Ιάσονα ότι έχει συγκεντρώσει τεράστιες δυνάμεις με πάρα πολλούς μισθοφόρους και ασύλληπτο πλούτο κι ότι δίνοντας ιδιαίτερη βάση στη στρατιωτική εκπαίδευση δεν έχει μόνο ποσότητα αλλά και ποιότητα στρατού κατορθώνοντας να υποτάξει και τους Μαρακούς και τους Δόλοπες και τον κυβερνήτη της Ηπείρου, τον Αλκέτα, οι Σπαρτιάτες έκριναν ότι δεν ήταν σε θέση να κάνουν τίποτε. Στο αίτημα του Πολυδάμα να βοηθήσουν τα Φάρσαλα να αντισταθούν στον Ιάσονα, γιατί χωρίς βοήθεια θα ήταν αδύνατο να αντέξουν κι αναγκαστικά θα υποτάσσονταν κι αυτοί κάνοντας τις δυνάμεις του ακόμη πιο αξιόλογες – κι ως εκ τούτου πιο επικίνδυνες –, οι Λακεδαιμόνιοι απάντησαν αρνητικά.
Ακόμη κι όταν ο Πολυδάμας τους εξήγησε ότι ο Ιάσονας φιλοδοξεί να υποτάξει ολόκληρη τη Μακεδονία αποκτώντας εύκολη πρόσβαση σε ξυλεία για δημιουργία στόλου κι ότι διατείνεται ότι είναι σύμμαχος των Θηβαίων και όλων των Βοιωτών κι ότι θα είναι εύκολο να προσεταιριστεί και τους Αθηναίους με την υπόσχεση να τους απαλλάξει για πάντα από τη Σπάρτη οι Σπαρτιάτες «… λογάριασαν τα τάγματά τους που βρίσκονταν έξω από τα σύνορα, τα πολεμικά πλοία που διέθετε η Λακεδαίμων σε σχέση με τα πολεμικά των Αθηναίων, καθώς και τον πόλεμο με τους γείτονές τους, κι αποκρίθηκαν ότι για την ώρα δεν ήταν σε θέση να του στείλουν αρκετή βοήθεια· τον συμβούλεψαν λοιπόν να φύγει και να τακτοποιήσει όπως μπορούσε καλύτερα τις υποθέσεις του και τις υποθέσεις της πόλης του». (6,1,17).
Η μέχρι πρότινος δυνατότητα για αλλεπάλληλες εκστρατείες στην Όλυνθο δεν υπάρχει πια. Τώρα η Σπάρτη υπολογίζει προσεκτικότερα τις δυνάμεις της κι αποφεύγει τη διασπάθιση, αν δε συντρέχει ιδιαίτερα σοβαρός λόγος. Κι ενώ τα πράγματα φαίνονται να μπαίνουν σε μια τάξη για τους Σπαρτιάτες, ώστε να εστιάσουν τον αγώνα αποκλειστικά εναντίον των Θηβαίων, η συμπεριφορά του Τιμόθεου στη Ζάκυνθο τους οδήγησε ξανά σε εμπόλεμη κατάσταση με την Αθήνα: «Φεύγοντας εκείνος αποβίβασε τους Ζακυνθινούς εξόριστους στην πατρίδα τους. Οι Ζακυνθινοί της πόλης έστειλαν και παραπονέθηκαν στους Λακεδαιμονίους γι’ αυτά που τους είχε κάνει ο Τιμόθεος. Οι Λακεδαιμόνιοι τότε έκριναν ότι οι Αθηναίοι παραβίαζαν τη συνθήκη· βάλθηκαν λοιπόν πάλι να συγκροτούν ναυτικό, συγκεντρώνοντας κάπου εξήντα πλοία από την ίδια τη Λακεδαίμονα, την Κόρινθο, τη Λευκάδα, την Αμβρακία, την Ήλιδα, τη Ζάκυνθο, την Αχαΐα, την Επίδαυρο, την Τροιζήνα, την Ερμιόνη και τις Αλιές». (6,2,2-3).
Έχοντας ναύαρχο το Μνάσιππο επιδίωκαν την κυριαρχία στη θάλασσα με βασική προτεραιότητα την κατάληψη της Κέρκυρας. Ζήτησαν μάλιστα και τη συνδρομή των Συρακουσίων τονίζοντας στον εκεί τύραννο, το Διονύσιο «ότι κι εκείνος είχε συμφέρον να μην εξουσιάζουν την Κέρκυρα οι Αθηναίοι». (6,2,4).
Ο Μνάσιππος έπλευσε για την Κέρκυρα έχοντας μαζί του – πέρα από τους Λακεδαιμονίους που εκστράτευαν – και χίλιους πεντακόσιους μισθοφόρους. (Η κουλτούρα του μισθοφορικού στρατού είχε περάσει πλέον για τα καλά στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Σχεδόν όλες οι πόλεις φρόντιζαν να έχουν και σώματα μισθοφόρων. Ο Ιφικράτης κατάφερε να συντρίψει τις σπαρτιατικές δυνάμεις και στο Λέχαιο και στην Άβυδο διοικώντας κυρίως μισθοφόρους. Ιδιαίτερα μετά την εμπλοκή του Φαρναβάζου, που σκορπούσε λεφτά για να νικηθούν οι Σπαρτιάτες, οι μισθοφόροι θεωρούνταν αξιοσημείωτη δύναμη, την οποία κανείς δεν έπρεπε να υποτιμά).
Όταν ο Μνάσιππος έφτασε στην Κέρκυρα, πλιατσικολόγησε τους πλούσιους αγρούς συγκεντρώνοντας ζώα και δούλους. Αμέσως μετά στρατοπέδευσε σ’ ένα λόφο απέναντι από την πόλη των Κερκυραίων τοποθετώντας τα πλοία από την άλλη μεριά κι άρχισε να την πολιορκεί στενά: «Οι Κερκυραίοι, που δεν ανεφοδιάζονταν ούτε από τη στεριά ούτε από τη θάλασσα, μια και κυριαρχούσε και στις δύο ο εχθρός, βρέθηκαν σε πολύ στενόχωρη θέση. Έστειλαν λοιπόν να ζητήσουν βοήθεια από τους Αθηναίους, εξηγώντας τους ότι θα ‘χαναν ένα μεγάλο πλεονέκτημα αν τους έπαιρναν την Κέρκυρα οι αντίπαλοί τους, ενώ τούτοι θα κέρδιζαν πολλή δύναμη, γιατί καμιά άλλη πόλη, εκτός βέβαια από την Αθήνα, δεν ήταν σε θέση να δώσει τόσα πλοία και τόσα χρήματα. Κι ακόμα, ότι η θέση της Κέρκυρας ήταν καίρια – και σε σχέση με τον Κορινθιακό κόλπο και με τις πόλεις των παραλίων του, αλλά και για τις επιδρομές κατά της Λακωνίας, και προπάντων σε σχέση με την αντικρινή Ήπειρο και με την παράκτια διαδρομή από τη Σικελία στην Πελοπόννησο». (6,2,8-9).
Βρισκόμαστε πια στο 374 π. Χ., όταν βλέπουμε να γεννιούνται οι ίδιες πολεμικές συνθήκες, στο ίδιο γεωγραφικό σημείο και με τους ίδιους πρωταγωνιστές. Ο πελοποννησιακός πόλεμος ξεκινά το 431 π. Χ. με την Κέρκυρα να ζητά τη βοήθεια των Αθηναίων για να αποκρούσει τους Κορινθίους και τη συνακόλουθη εμπλοκή της Σπάρτης, που ήταν αδύνατο να μείνει αδιάφορη στη γιγάντωση της Αθήνας.
Τα επιχειρήματα που έπεισαν τους Αθηναίους να συνδράμουν στην Κέρκυρα τότε, όπως τα κατέθεσε ο Θουκυδίδης, ήταν ακριβώς τα ίδια μ’ αυτά που αναφέρει τώρα ο Ξενοφώντας: η μεγάλη ναυτική δύναμη του νησιού, που θα ευνοήσει όποιον την έχει σύμμαχο, η αδιαπραγμάτευτης αξίας στρατιωτική θέση και κυρίως η αποφυγή του να δοθεί στον άλλο η ευκαιρία να την προσαρτήσει και να ενισχυθεί με τις δυνάμεις της. Όπως και τότε, έτσι και τώρα οι Αθηναίοι πείθονται και σπεύδουν να βοηθήσουν την Κέρκυρα επιβεβαιώνοντας τους ιστορικούς νόμους του Θουκυδίδη, που θέλουν την αέναη πάλη της ισχύος να υπακούει πάντα στα ίδια καλέσματα.
Είναι η φύση της ισχύος αυτή, που εν τέλει κινεί την ιστορία. Ο Θουκυδίδης την μετουσιώνει σε φύση του ανθρώπου, αφού ο άνθρωπος είναι εκείνος που διαμορφώνει τα γεγονότα. Όμως, το να δεχτούμε ότι ο άνθρωπος από τη φύση του έχει μόνο αυτό το πρόσωπο, πέρα από αβάσταχτα απαισιόδοξο (αφού αυτό που δίνεται από τη φύση δεν μπορεί να αλλάξει), ως ένα βαθμό είναι και άδικο. Ο άνθρωπος έχει κι άλλα πρόσωπα. Η χαρά, η αλληλεγγύη, η φιλία, η δικαιοσύνη, η αγάπη, ο σεβασμός, η ευθυμία, η συναδέλφωση αφορούν επίσης τον άνθρωπο. Το ότι αυτά δε φαίνεται να καθορίζουν τη διαμόρφωση της ιστορίας δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν.
Παρατηρώντας τον άνθρωπο ως ατομικότητα, μπορούμε να πούμε ότι κανένας δεν είναι απόλυτα καλός ή κακός. Αυτό που μένει είναι ο διαρκής αγώνας για την ανάδειξη των θετικών στοιχείων μέσα από την αγωγή, την παιδεία, τους νόμους, τις αξίες και τα ιδανικά της εκάστοτε πόλης. Και θα ήταν ανακριβές αν λέγαμε ότι ο άνθρωπος δεν προσπαθεί προς αυτή την κατεύθυνση.
Αν όμως δούμε τη δράση του ανθρώπου ως συλλογικό υποκείμενο, θα διαπιστώσουμε την ξεκάθαρη κυριαρχία της αδιαλλαξίας, του εγωισμού, της καχυποψίας και του πολέμου. Το ζήτημα είναι η αναζήτηση των μηχανισμών που αναδεικνύουν διαρκώς την αρνητική πλευρά του ανθρώπου υποσκελίζοντας οτιδήποτε άλλο. Κι αυτό προϋποθέτει τη διερεύνηση των βαθύτερων πολεμικών αιτίων θέτοντας ως πρόταγμα τον ανθρώπινο παράγοντα. Η Σπάρτη ξεκίνησε τον πελοποννησιακό πόλεμο επειδή φοβήθηκε τα χειρότερα από τον επεκτατισμό των Αθηναίων. Από την πλευρά της έπραξε σωστά, γιατί πράγματι τα χειρότερα θα έρχονταν.
Όμως, αν το δούμε κι από την πλευρά των Αθηναίων τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, οι ενέργειές τους δεν είναι απαλλαγμένες απ’ το φόβο. Δεν είναι μόνο το δέλεαρ των κεκτημένων έναντι του άλλου – ο κυρίαρχος θα γίνει πλουσιότερος – αλλά και το αδιαπραγμάτευτο της υπεροχής που θα κάνει τον ισχυρό να μη νιώθει ότι απειλείται. Κι αυτή είναι η λογική «χτύπα όταν μπορείς, γιατί αλλιώς θα σε χτυπήσουν οι άλλοι».
Ο κυρίαρχος πριν απ’ όλα νιώθει ασφαλής, αφού κανείς δε θα τολμήσει να τον πειράξει. Η ύψιστη καχυποψία για όλα είναι που βασανίζει τον άνθρωπο από τότε που ήταν πρωτόγονος. Όπως έμαθε να φοβάται το κρύο, να φοβάται το χιόνι, την αρκούδα, τη νύχτα, τα δηλητηριώδη φυτά, τη φωτιά και τις αστραπές, έτσι έμαθε να φοβάται και τους άλλους. Κι αφού έμαθε ότι μόνο αν υποτάξει οτιδήποτε απειλητικό μπορεί να κοιμάται ήσυχος, δεν του έμενε παρά να κυριαρχήσει.
Η διαρκής επιφύλαξη απέναντι στους άλλους δημιουργεί την απόσταση. Κι όσο πιο μεγάλη είναι η επιφύλαξη τόσο μεγαλύτερη και η απόσταση. Η καχυποψία που γεννιέται είναι η υποθήκη του φόβου που θα γεννήσει την αγριότητα. Ο άνθρωπος πρώτα γνώρισε τη φύση και μετά έπαψε να τη φοβάται.
Βεβαίως, το άγριο πρόσωπο του ανθρώπου μπορεί να είναι σκληρό κι ανελέητο, αλλά χάρη σ’ αυτό κατάφερε να επιβιώσει μέσα σε μια φύση εχθρική. Αν όμως γίνει συνείδηση ότι πλέον δεν το χρειάζεται, γιατί δεν απειλείται, πρέπει πρωτίστως να εξαλείψει τη γενεσιουργό του αιτία: το φόβο.
Αλήθεια, ποιος θα μπορούσε να νιώθει ήσυχος στον αρχαίο κόσμο; Ποιος θα μπορούσε να δείξει εμπιστοσύνη στους άλλους; Υπό αυτές τις συνθήκες καμία ειρήνη δε θα μπορούσε να έχει διάρκεια. Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Αμέσως μετά την απόκρουση του περσικού κινδύνου οι Σπαρτιάτες προσπαθούσαν να μη χτίσουν τείχη οι Αθηναίοι, για να τους έχουν μόνιμα στο χέρι. Χρειάστηκε να τους εξαπατήσει ο Θεμιστοκλής φέρνοντάς τους προ τετελεσμένου, για να παραστήσουν ότι δήθεν δεν ενοχλήθηκαν κι ότι η πρότασή τους αφορούσε το συνολικό καλό.
Ποτέ δεν είχαν σχέσεις εμπιστοσύνης οι δύο πόλεις. Γι’ αυτό και η άνοδος της μιας ήτανε διαρκής απειλή για την άλλη. Η αναζήτηση της ισχύος είναι το αντιστάθμισμα της ανασφάλειας, καθώς μόνο ο ισχυρός δεν έχει να φοβηθεί τίποτε. Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση, αφού τελικά ο ισχυρός είναι εκείνος που διατρέχει τους μεγαλύτερους κινδύνους. Η αρχαία Ελλάδα καταδεικνύει τα αδιέξοδα που καθιστούν την αναζήτηση της ισχύος φενάκη και πηγή της ανθρώπινης δυστυχίας. Ο σύγχρονος κόσμος δε φαίνεται να έχει λάβει το μήνυμα.
Ο Μνάσιππος στην πολιορκία της Κέρκυρας δε στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Θεωρώντας ότι η πόλη θα πέσει σίγουρα στα χέρια του υποτίμησε τις δυνάμεις και το σθένος των Κερκυραίων κι ενώ είχε χρήματα απέλυσε πολλούς μισθοφόρους και τους άλλους άρχισε να μην τους πληρώνει. Όταν οι πολιορκημένοι διαπίστωσαν τις ελλείψεις των πολιορκητών, έκαναν έξοδο σκοτώνοντας κι αιχμαλωτίζοντας αρκετούς.
Ο Μνάσιππος έσπευσε να βοηθήσει, αλλά πέρα από τους εχθρούς είχε να πολεμήσει και τη δυσφορία των δικών του, που «παρατάχτηκαν όλοι τους με κακή διάθεση και με μίσος εναντίον του – σοβαρό μειονέκτημα σ’ ώρα μάχης». (6,2,19). Στην αναμέτρηση που ακολούθησε οι Σπαρτιάτες ηττήθηκαν πανηγυρικά και ο Μνάσιππος σκοτώθηκε. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έφτασε και ο στόλος των Αθηναίων, οι οποίοι είχαν υποσχεθεί βοήθεια στους Κερκυραίους.
Τα πλοία της Αθήνας με αρχηγό τον Ιφικράτη έφτασαν στην Κέρκυρα, αφού πρώτα έκαναν το γύρο της Πελοποννήσου μέσα σε κλίμα εντατικής πολεμικής προετοιμασίας. Οι ναύτες βρίσκονταν σε διαρκή εγρήγορση καθ’ όλη την πλεύση κωπηλατώντας συνεχώς και παίρνοντας όλα τα μέτρα προφύλαξης με ενισχυμένες σκοπιές, δείπνο σε εχθρική χώρα, έπαθλα στα καλύτερα πληρώματα, αποβάσεις και σχηματισμούς. Ο Ξενοφώντας σχολιάζει: «Το ξέρω βέβαια ότι όλ’ αυτά είναι συνηθισμένες ασκήσεις και προετοιμασίες όσων προβλέπουν ότι θα ‘χουν να δώσουν ναυμαχία. Εκείνο που επαινώ τον Ιφικράτη ωστόσο είναι ότι, μια κι έπρεπε να φτάσει γρήγορα εκεί που νόμιζε ότι θα ‘χε να ναυμαχήσει με τους εχθρούς, βρήκε τρόπο ώστε μήτε ανίδεοι να ‘ναι οι άνδρες του από τεχνική του πολέμου στη θάλασσα, μήτε όμως και η εκγύμνασή τους να καθυστερήσει την άφιξή τους». (6,2,32).
Ο Ιφικράτης κερδίζοντας για μια ακόμη φορά τις εντυπώσεις κατάφερε να εξουδετερώσει και τους Συρακουσίους, που είχαν έρθει να ενισχύσουν το Μνάσιππο, αιφνιδιάζοντάς τους με ξαφνική επίθεση την ώρα που ήταν αγκυροβολημένοι: «Όταν ο Ιφικράτης έφτασε με το στόλο του στο σημείο που είχαν αγκυροβολήσει τα εχθρικά πολεμικά, βρήκε τα πληρώματα των περισσότερων βγαλμένα στη στεριά. Ένα μόνο – του Μελανίππου του Ροδίου, που είχε συμβουλέψει τους άλλους να μη μείνουν εκεί και που ο ίδιος είχε επιβιβάσει το πλήρωμά του κι είχε ξεκινήσει – ξέφυγε, μ’ όλο που απάντησε τα πλοία του Ιφικράτη· τα πλοία των Συρακουσών, αντίθετα, αιχμαλωτίστηκαν όλα, μαζί με τα πληρώματά τους». (6,2,35).
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ο Ιφικράτης, αφού άφησε τους ναύτες στην Κέρκυρα πήρε τους πελταστές και πέρασε στην Ακαρνανία. Βοήθησε όλες τις συμμαχικές πόλεις και πολέμησε τους Θυριείς. Ακολούθως πήρε περίπου ενενήντα πλοία από την Κέρκυρα και, αφού συγκέντρωσε χρήματα στην Κεφαλληνία, ήταν έτοιμος να ξεκινήσει επιδρομές στα εδάφη των Σπαρτιατών. Τα πράγματα ολοένα και χειροτερεύουν για τη Σπάρτη.
Ξενοφώντος: «Ελληνικά», βιβλίο έκτο
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου